Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010

O φόβος της Ιστορίας

Πίσω από τον ελληνοπρεπή λυρισμό δεν κρύβεται τίποτε άλλο από τον φόβο που μας εμπνέει η ίδια μας η ιστορία. Πίσω από την ισοπέδωση που παράγει η εν χορώ δημοσίως ή κατ' ιδίαν, έξαρση των συναισθημάτων μας δεν κρύβεται τίποτε άλλο από την απώθηση μιας πραγματικότητας η οποία ξέρει να διακρίνει τους πρωταγωνιστές από τους κομπάρσους. [...] Δεν είμαστε οι μόνοι ούτε είμαστε μοναδικοί. Αυτό είναι βέβαιο. Ο φόβος της Ιστορίας κινδυνεύει να γίνει ένα από τα ουσιαστικότερα προβλήματα της σύγχρονης εποχής. Εκεί που σίγουρα διεκδικούμε κάποιες περγαμηνές πρωτοτυπίας είναι στην αντιμετώπισή του: λαλίστατοι εφαρμόζουμε τον κανόνα "Η σιωπή είναι χρυσός". Στον τόπο ο οποίος στήριξε τη σύγχρονη ύπαρξή του στην ιστορία του, το είδος ιστορικός είναι εν ανεπαρκεία.
Ο φόβος της Ιστορίας είναι στην πραγματικότητα φόβος της δημιουργίας. [...] Και ο φόβος της δημιουργίας είναι φόβος του παρόντος, αφού η δημιουργία είναι ο μόνος τρόπος για να κατανοήσουμε το παρόν του δικού μας κόσμου.
Ο φόβος της Ιστορίας είναι φόβος του παρόντος.

Τάκης Θεοδωρόπουλος (2009). Η μελαγχολία της Δευτέρας, Αθήνα: Ωκεανίδα, σελ. 33-34

Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Ο λαβύρινθος με τα διαβολικά κάτοπτρα


"Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου αν ποτέ σε ξεχάσω θα καταστραφώ, είτε είμαι Νάρκισσος είτε Περσέας!" Αυτό ήταν το ξόρκι του κάθε φορά που τρύπωνε στις Αίθουσα με τους Καθρέφτες. Δεν θα έπεφτε τόσο έξω αυτός, ένας ορθολογιστής, μπασμένος στα κόλπα του 21ου αιώνα, όπως ο ανόητος Νάρκισσος που πήρε για σώμα τον αντικατοπτρισμό του στο νερό. Στη λαμπρή του καριέρα μιμήθηκε την τεχνική του Περσέα, που δασκαλεμένος από την Αθηνά απόστρεψε τα μάτια από τη Μέδουσα, την κοίταξε για να την αποκεφαλίσει μόνο μες στο καθρέφτισμα της καλογυαλισμένης ασπίδας του. Διαφορετικά θα πέτρωνε. Έτσι κι αυτός, ποτέ δεν θέλησε να δει καταπρόσωπο την πραγματικότητα, ένιωθε ασφαλέστερος με τους αντικατοπτρισμούς της, τα είδωλα και τις οπτικές αυταπάτες στην Αίθουσα των Κατόπτρων. Εκεί γοητευμένος από το alter ego του στους καθρέφτες, ξανάβρισκε τον εαυτό του και τους ομοίους του, σιγούρευε τις ταυτίσεις και τις απορρίψεις του, χαλάρωνε με ευτυχισμένους συνειρμούς, απολάμβανε ένα σπάνιο αίσθημα ενότητας της ύπαρξής του κι αγαπούσε, ναι μπορούσε να και ν' αγαπήσει, ό,τι νόμιζε ότι ήταν, ό,τι ήθελε να είναι, ό,τι θεωρούσε μέρος του εαυτού του, της ιδιοκτησίας και της εξουσίας του, πρόσωπα και πράγματα του δικού του αστερισμού.
Ένας κόσμος αυτο-ειδωλολατρίας, μακάριας έως θανάσιμης αποχαύνωσης, ωστόσο συνεκτικός, στέρεος, με τις θέσεις και τις προοπτικές του να έχουν προεξοφληθεί, κι αν περιοδικά δοκίμαζε αναταράξεις, ήταν προσωρινές και σύντομα επανερχόταν στο σημείο ισορροπίας. Κι όμως την τελευταία φορά που πάτησε το πόδι του -παράλογο! παράλογο!- λες και μια αιφνίδια ηφαιστειακή θερμότητα έλειωσε τους επίπεδους καθρέφτες, τους παραμόρφωσε σε πολυδιάστατους κρυστάλλους, σε κοίλα και κυρτά κάτοπτρα, με σφαιρικές ή ανώμαλες επιφάνειες διαφορετικής καμπυλότητας, κι οι ωραίοι αντικατοπτρισμοί μεταμορφώθηκαν σε κακομούτσουνα τεμαχισμένα τέρατα, σε άπειρες μεταλλαγές, χειρότερα κι απ΄το κεφάλι της Γοργόνας-Μέδουσας με τα φίδια για μαλλιά, τα μεγάλα δόντια, φάτσες αποκρουστικές που έτσι και τις ατένιζες πέτρωνες από τον φόβο. Ένας υπαρξιακός εφιάλτης, κανείς δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του, ο ένας έδειχνε με αποτροπιασμό τον άλλο, "το τέρας είσαι εσύ, όχι εγώ", και η συμμετρική ωραία Αίθουσα με τους Καθρέφτες, που πρόσφερε υψηλές ναρκισσιστικές απολαύσεις, μεταμορφώθηκε στο Λαβύρινθο με τα διαβολικά κάτοπτρα, πιο περίπλοκο κι αδιέξοδο κι από εκείνον που έκρυβε το σκάνδαλο και τις ντροπές από το ανόσιο πάθος της Πασιφάης για τον ταύρο".

Από το βιβλίο του Μίμη Ανδρουλάκη (2010). Η έβδομη αίσθηση, Αθήνα: Καστανιώτης, σελ. 40-41