Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Η αξία της ενημέρωσης



Μία λίστα τύπου Λαγκάρντ, δηλαδή ένας κατάλογος ανθρώπων που έχουν καταθέσεις οποιασδήποτε προέλευσης σε τράπεζες του εξωτερικού είναι χρήσιμη σε τρείς ομάδες ανθρώπων.

Πρώτα στα εντεταλμένα όργανα της Πολιτείας για την σύλληψη του μαύρου χρήματος. Ένας τέτοιος κατάλογος μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμος στα χέρια κάποιου ΣΔΟΕ οποιασδήποτε άλλης χώρας εκτός από τη δική μας, το οποίο θα έκανε επίμονες και συστηματικές διασταυρώσεις με τις φορολογικές δηλώσεις των καταθετών και θα απεκάλυπτε πιθανές αναντιστοιχίες.Στην δική μας χώρα αντιθέτως  η λίστα έγινε οτιδήποτε άλλο. Μπαλάκι μεταξύ ανευθυνοϋπευθύνων, ρεσιτάλ στρεψοδικίας πολιτικών και υπηρεσιακών, εξεταστική επιτροπή της Βουλής, κινέζικο μαρτύριο αντοχής της ακατάσχετης φλυαρίας της κ. Κωνσταντοπούλου -  δουλειά πάντως δεν έκανε.
Η δεύτερη κατηγορία ενδιαφερομένων είναι ο κόσμος της κλειδαρότρυπας. Το κομμάτι εκείνο της κοινωνίας που τρέφεται από τις ζωές των άλλων με τα συνοδά συναισθήματα του φθόνου, το οποίο στην Ελλάδα (αλλά και παντού) εξυπηρετείται από ένα μεγάλο αριθμό περιοδικών, εφημερίδων, μπλογκς και εκπομπών. Ο κόσμος αυτός, τα ενδιαφέροντα του οποίου ορίζονται σε μεγάλο βαθμό από τις κατώτερες περιοχές του εγκεφάλου και του υπογαστρίου, για αυτήν την εβδομάδα απέκτησε το παιχνίδι του θησαυρού. «Θα βρω και κανένα γνωστό μου στη λίστα; Κανέναν από όλους αυτούς τους κερατάδες που μου έσπαγαν τον τσαμπουκά με τα λεφτά τους;». Εκτός βέβαια από τους γνωστούς σε όλους μας που περιλαμβάνει η λίστα και παραδίδονται στη χλεύη και τη μοχθηρία της κοινωνίας.
Γιατί, όπως όλοι καταλαβαίνουμε, πόσω μάλλον μετά το κλίμα που έχει δημιουργηθεί όλον τον προηγούμενο καιρό, η κοινή πεποίθηση που έχει αποκρυσταλλωθεί είναι ότι τα χρήματα είναι παράνομα. Περίπου προβάλλεται ως αυτονόητα ανήθικη πράξη η διατήρηση λογαριασμού σε τράπεζα εκτός Ελλάδας και ακόμα και οι λίγοι που έχουν την ψυχραιμία να σκεφτούν ότι αυτό καταρχάς είναι νόμιμο (και σε πλείστες περιπτώσεις  και ηθικό) είναι επίφοβο να παρασυρθούν από την κλιμάκωση του μυστηρίου. Έτσι, όσο θετική συνεισφορά για την ενημέρωση θα είχε η δημοσίευση μιας λίστας με ονόματα καταθετών μαύρου χρήματος, τόσο αρνητική είναι η παράθεση ονομάτων ενός ανεπεξέργαστου καταλόγου που συμψηφίζει τον δωρολήπτη των εξοπλιστικών προγραμμάτων με τον ασθενή που κάνει μακροχρόνια θεραπεία σε χώρα του εξωτερικού, όταν μάλιστα δημοσιεύεται χωρίς ποσά. 
Η τρίτη κατηγορία ενδιαφερομένων είναι οι υποψήφιοι απαγωγείς. Μία ποικιλία που στις μέρες μας πυκνώνει επικίνδυνα και η οποία αντιμετωπίζει πάντα ένα θεμελιώδες πρόβλημα. Πώς εντοπίζεις μία οικογένεια με ρευστότητα, σε μια εποχή που κανείς νικητής του λαχείου ή του προπό δεν εμφανίζεται δημοσίως, που κανείς δεν δημοσιοποιεί μια προσοδοφόρα συναλλαγή, που ακόμα και οι παλιοί πλούσιοι το πιθανότερο να μην έχουν μετρητά. Η λίστα είναι βούτυρο στο ψωμί αυτών των καλών ανθρώπων και νομίζω αν κάποιος κάτοικος της λίστας  πέσει θύμα απαγωγής έχει από πού να ζητήσει τα λεφτά του πίσω. Από αυτόν που σκέφτηκε ότι είναι καλό για την κοινωνία και την ενημέρωση να πληροφορήσει τους ενδιαφερόμενους ότι απλώς κάποιο συνάνθρωποί μας έχουν λεφτά στην τράπεζα.

Η αξία της ενημέρωσης | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon

Με τις μπάντες και τις λίστες



Η δημοσιοποίηση της λίστας Λαγκάρντ φέρνει στην επιφάνεια την πολύπλοκη σχέση της ελευθερίας του λόγου, της δεοντολογίας και των προσωπικών δεδομένων.
Σ’ αυτή την χώρα ακόμη απαγορεύεται σε ένα Μέσο Ενημέρωσης να δημοσιεύσει την πραγματική είδηση ότι ο κ. Τάδε Ταδόπουλος κατηγορείται για φόνο. Όταν στην Ελλάδα έγιναν μόδα τα προσωπικά δεδομένα κυριάρχησε το σκεπτικό ότι ο κ. Ταδόπουλος μπορεί να αθωωθεί και τελικά να του μείνουν στην ιστορία τα πρωτοσέλιδα με τίτλο «ιδού ο φονιάς».
Έτσι ένα πρόβλημα δημοσιογραφικής δεοντολογίας (δηλαδή, το μπέρδεμα μεταξύ «κατηγορούμενου για φόνο» και «φονιά») μετατράπηκε σε πρόβλημα ελευθερολογίας. Με τις ευλογίες των ίδιων των δημοσιογράφων απαγορεύθηκε να δημοσιευθεί ολόκληρη η πραγματικότητα. Και μάλιστα προληπτικώς, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 14 του Συντάγματος προβλέπει ότι «η λογοκρισία και κάθε άλλο προληπτικό μέτρο απαγορεύονται». Το μόνο που μπορεί ένας δημοσιογράφος να δημοσιοποιήσει, είναι ότι ο Τ.Τ. κατηγορείται για φόνο, ή ότι η 36χρονη (θυμάστε;) κατηγορείται για κάποιο άλλο αδίκημα. Εκτός, βέβαια, αν υπάρχει η «προληπτική άδεια» του εισαγγελέα.
Σ’ αυτή την ίδια χώρα σηκώθηκε κουρνιαχτός μεγάλος όταν οι αρχές δημοσιοποίησαν τις φωτογραφίες και τα προσωπικά δεδομένα ιερόδουλων φορέων AIDS, ανθρώπων δηλαδή που ασκούσαν μια δημόσια (νόμιμη, παράνομη, δεν έχει σημασία) δραστηριότητα. Κυριάρχησε το δόγμα της «ψυχοπονιάρικης ιδιωτικότητας», λες και τα εν λόγω άτομα ήταν φορείς μόνο στην κρεβατοκάμαρά τους ή ότι η δραστηριότητά τους ουδεμία επίπτωση μπορεί να έχει στο κοινωνικό σύνολο.
Στην ίδια χώρα όλοι χειροκροτήσαμε την δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ», ένα κατάλογο 2.059 δικαίων ή φοροφυγάδων από το περιοδικό «HotDoc». Την χειροκρότησαν και εκείνοι που με κάθε ευκαιρία σχίζουν τα ιμάτια τους για την δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων και οι ελάχιστοι εκείνοι που θεωρούν ότι η προληπτική λογοκρισία είναι χειρότερο κακό από την δημοσιοποίηση στοιχείων ατόμων που έχουν να κάνουν με δημόσιες υποθέσεις. Διότι και στις δύο υποθέσεις πιθανώς κάποιοι να επέφεραν ζημιά στο κοινωνικό σύνολο. Είτε με την μετάδοση της νόσου, είτε δια της φοροδιαφυγής.
Μαντέψτε, λοιπόν, πού βρίσκεται η υποκρισία. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε την πιθανότητα στιγματισμού. Στην περίπτωση των ιερόδουλων είχαμε ένα δεδομένο δημόσιο κατηγορητήριο, στην περίπτωση της «λίστας Λαγκάρντ» μια πιθανή παρανομία (φοροδιαφυγή). Όμως στην δεύτερη περίπτωση ουδείς σκέφθηκε ότι ο κ. Τάδε Ταδόπουλος ίσως να μην μπορεί να βγαίνει από το σπίτι του, είτε διότι θα θεωρηθεί φοροφυγάς, είτε διότι θα του ζητούν δανεικά «από τα πολλά λεφτά που έχει στην Ελβετία». Υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι για κάποιον που είναι στην λίστα: μπορεί να βρίσκεται σε δικαστικές διαμάχες με την σύζυγό του για διαζύγιο και να προσπαθεί να αποκρύψει από αυτήν τα λεφτά του, ή να μπει στο στόχαστρο απαγωγέων για να του πάρουν ένα μέρος των χρημάτων που έχει στην Ελβετία.
Να μην παρεξηγηθούμε. Κάποια στιγμή οι δημοσιογράφοι πρέπει να μάθουν το τεκμήριο της αθωότητας (ότι δηλαδή κάποιος κατηγορούμενος για φόνο δεν είναι κατ’ ανάγκη φονιάς και πολύ περισσότερο «ανθρωπόμορφο τέρας») και οι πολίτες πρέπει να συνειδητοποιήσουν ότι όποιοι έχουν λεφτά στην Ελβετία δεν είναι κατ’ ανάγκη φοροφυγάδες ή πλούσιοι. Αυτό το υπαρκτό πρόβλημα της λανθασμένης καταγραφής ή ανάγνωση της πραγματικότητας δεν λύνεται με αποσιώπηση της πραγματικότητας, δηλαδή με λογοκρισία. Αν μη τι άλλο, δια της προστασίας των δεδομένων πλήττεται ένα υψηλότερο δημόσιο αγαθό που είναι η ελευθερία πληροφόρησης.
Προσοχή: μιλάμε μόνο για τα δεδομένα που άπτονται ή τέμνουν την σφαίρα του δημοσίου. Για παράδειγμα, όταν κατηγορείται κάποιος για ένα αδίκημα δεν είναι ιδιωτική του υπόθεση. Μια δημόσια αρχή, που πρέπει να υπόκειται σε δημόσιο έλεγχο, κάνει το κατηγορητήριο. Το δικαίωμα του πολίτη να μην ξέρουν οι άλλοι τι κάνει, υποχωρεί στην υποχρέωση που έχουν οι αρχές να δημοσιοποιούν τα τι κάνουν. Κι αυτό διότι σε μια δημοκρατία οι αρχές πρέπει να βρίσκονται υπό τον διαρκή δημόσιο έλεγχο, ακόμη και στις λεπτομέρειες των πεπραγμένων τους: συλλαμβάνουν κάποιους; Ποιοι είναι αυτοί που συλλαμβάνουν; Αφού κατοχυρωθεί ότι οι αρχές δεν κρύβουν τα πεπραγμένα τους, ξεκινά ένας δεύτερος κύκλος συζήτησης εντός του δημοσιογραφικού επαγγέλματος για το πώς διαχειρίζεται κάποιος την πληροφορία από τις αρχές. Την δημοσιοποιεί ή όχι; Πώς την δημοσιοποιεί; Λέγοντας την αλήθεια, ότι κάποιος κατηγορείται για αδίκημα; Ή ψευδόμενος, χαρακτηρίζοντας ένοχο, τον κατηγορούμενο; (Μην αναφερθούμε στις αθλιότητες περί «ψυχρόαιμου (!) φονιά» στην Πάρο)
Η «λίστα Λαγκάρντ» που δημοσιοποίησε ο κ. Κώστας Βαξεβάνης σίγουρα άπτεται της δημόσιας σφαίρας. Είναι κατάλογος ανθρώπων που μπορεί να έκαναν το αδίκημα της φοροδιαφυγής. Αν θέλουμε μια αναλογία θα ήταν η δημοσιοποίηση των ονομάτων μιας ολόκληρης γειτονιάς επειδή υπάρχουν υποψίες ότι κάποιοι από αυτούς είναι μπαταχτσήδες. Ή για να έρθουμε στο προηγούμενο θέμα, σαν να δημοσιοποιείς τις φωτογραφίες όλων όσων πέρασαν από την οδό Σόλωνος, διότι εκεί κυκλοφορούν ιερόδουλες που έχουν AIDS.
Συνεπώς η δημοσιοποίηση της λίστας δεοντολογικά είναι λάθος. Όμως: ο δημοσιογράφος πρέπει να έχει το νομικό δικαίωμα να το κάνει, παρά το γεγονός ότι θα παραβιάσει όλα τα άρθρα του νόμου 2492/1997, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και «όποιος... διατηρεί αρχείο χωρίς άδεια ή κατά παράβαση των όρων και προϋποθέσεων της άδειας της Αρχής, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και χρηματική ποινή τουλάχιστον ενός εκατομμυρίου (1.000.000) δραχμών έως πέντε εκατομμυρίων (5.000.000) δραχμών».
Φυσικά σε ένα κράτος δικαίου που οι νόμοι δεν εφαρμόζονται αλακάρτ ο δημοσιογράφος θα διωκόταν για την δημοσιοποίηση. Θα πήγαινε στο δικαστήριο έχοντας δίπλα του τον δημοσιογραφικό κόσμο, και θα καταργούσε τον λογοκριτικό αυτόν νόμο δια δικαστικής απόφασης. Αυτό είναι το νόημα της δημόσιας ανυπακοής.
Μετά την αθώωσή του, που κατοχυρώνει το δικαίωμα του δημοσιογράφου να δημοσιοποιεί τα στοιχεία (που άπτονται στην δημόσια σφαίρα), θα έπρεπε να ακολουθήσει ο διάλογος εντός της δημοσιογραφικής κοινότητας για το αν πρέπει να δημοσιοποιούνται τα ονόματα μιας γειτονιάς προκειμένου να βρεθούν οι πέντε-δέκα μπαταχτσήδες.
Λέμε τώρα καμιά πολυπλοκότητα, για το ποια θα μπορούσε να είναι η βάση μια συζήτησης σχετικά με ένα πραγματικά ακανθώδες θέμα της προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ελευθερίας του λόγου.
Λέμε... αλλά στην χώρα που πάει με τις μπάντες αυτά είναι ψιλά γράμματα. Δεν έχουμε συζητήσει για την ελευθερία του λόγου, τα λεπτά όρια δεοντολογίας και νομικά προσδιορισμένης παρανομίας. Απλώς κραυγάζουμε για τα πάντα και τα αντίθετά τους.
Έτσι και τώρα: Το πρόβλημα που αναδεικνύεται και σ’ αυτή την περίπτωση είναι η αλακάρτ σχέση που έχει η ελληνική κοινωνία με την έννομη τάξη και τους κανόνες συμβίωσης γενικώς. Την περίοδο που ανακαλύψαμε την ιδιωτικότητα, όλα έγιναν προσωπικά δεδομένα. Φτιάξαμε αυστηρούς νόμους για να θαφτούν υποθέσεις δημοσίου ενδιαφέροντος (π.χ. ποιοι δημοσιογράφοι εργάζονται στο δημόσιο, τι μισθούς πληρώνουμε εμείς οι μέτοχοι των ΔΕΚΟ στα στελέχη τους κ.ά.).
Ακόμη και η παρουσία σε δημόσιο χώρο θεωρήθηκε προσωπική μας υπόθεση. Δόθηκαν μάχες για τις κάμερες στους δρόμους (από τους ίδιους που σήμερα πανηγυρίζουν για την δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ») και αποκτήσαμε νόμο που προβλέπει ότι η φωτογράφιση σε δημόσιο χώρο προϋποθέτει την άδεια όλων των παραβρισκόμενων σ’ αυτόν! Βεβαίως στην χώρα της αυστηρής και αλακάρτ νομιμότητας καταδικάστηκε δημοσιογράφος που πήρε τηλεοπτική συνέντευξη κατηγορουμένου διότι αποκάλυψε τα ...προσωπικά του στοιχεία, ενώ από την άλλη πλευρά είχαμε υπουργούς που προέτρεπαν το κοινό να δει άλλους κατηγορούμενους «τις χειροπέδες τις είδατε;». Σ’ αυτή την χώρα δεν υπάρχει νόμος και δεν υπάρχει έρμα. Όλα ζυγίζονται με δύο σταθμά. Κι αυτοί που έχουν τα πολλά μέτρα δεν είναι μόνο οι κυβερνώντες.
Τώρα η χώρα των κραυγών οδεύει ταχύτατα στο αντίθετο άκρο. Ο λαός θέλει λίστες· κι ένοχους για την κατάσταση που βιώνει. Οι χθεσινοί υπερασπιστές της ιδιωτικότητας των πάντων αλαλάζουν για την «νίκη της διαφάνειας» που επετεύχθη με την δημοσιοποίηση της «λίστας Λαγκάρντ». Το γεγονός ότι μόλις πριν μερικές μέρες έκρωζαν καταγγέλλοντας το γεγονός ότι δημοσιοποιήθηκαν τα στοιχεία (πραγματικών) κατηγορουμένων στα επεισόδια, περνά απαρατήρητο· όπως κάθε «φιλολαϊκή» υποκρισία σ’ αυτή την χώρα. Να σημειώσουμε εδώ ότι έγινε μέχρι και διαδήλωση έξωθεν δημοσιογραφικού συγκροτήματος για την δημοσιοποίηση των στοιχείων των κατηγορούμενων, που μπορεί να είναι οι «γνωστοί-άγνωστοι» των επεισοδίων. Όπως διαβάσαμε σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο δικτυακό τόπο του κ. Κώστα Βαξεβάνη («Κουτί της Πανδώρας» 12.10.2012): «Οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο των δικαιωμάτων μιλούν για "κατάφωρη καταπάτηση του τεκμήριου της αθωότητας, καθώς και βάναυση προσβολή της αξιοπρέπειας του ατόμου" και τονίζουν ότι αυτές οι πρακτικές στοχοποιούν τους συλληφθέντες αναγορεύοντας apriori σε ενόχους και επικίνδυνους για το κοινωνικό σύνολο.»

το άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη δημοσιεύτηκε εδώ Με τις μπάντες και τις λίστες | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon

Τα σκίτσα πάνε πόλεμο


Τα σκίτσα πάνε πόλεμο | DOLCE | Protagon

Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2012

Παναγιώτης Σπύρου: ο γιατρός που μιλούσε στις καρδιές


Ο Παναγιώτης Σπύρου, ο καρδιοχειρουργός δηλαδή που τη δεκαετία του ’90 καθιέρωσε τις μεταμοσχεύσεις καρδιάς στην Ελλάδα, αμφισβητούσε τη μέθοδο της μεταμόσχευσης. Θεωρούσε ότι ήταν προτιμότερο να βελτιωθεί το εθνικό οδικό δίκτυο, από το να επενδύει στο θάνατο ενός νέου ανθρώπου στην άσφαλτο για να σώσει κάποιον άλλον. Μάλιστα, πίστευε αταλάντευτα πως η ιατρική έπρεπε να στραφεί προς την τεχνητή καρδιά, η οποία δεν προϋπέθετε τη θυσία μιας ζωής. Κι όμως, η δική του ζωή ήταν μια αδιάκοπη θυσία προς τους ασθενείς του. Σαν τον ήρωα του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν στην ταινία «Έβδομη Σφραγίδα», έπαιζε νυχθημερόν σκάκι με το Χάρο. Αν και μισούσε την ήττα, γνώριζε εξαρχής πως δε μπορούσε να κερδίζει πάντα. Όποτε έχανε, κλεινόταν στον εαυτό του κι έκανε γης μαδιάμ το γραφείο του. Όταν νικούσε, πανηγύριζε σαν μικρό παιδί στα μπουζούκια με τους εντιμότατους φίλους του. Κι όπως αποδεικνύει το προσωπικό του φωτογραφικό άλμπουμ, οι βραδιές με τα γαρίφαλα, τα πούρα και το ουίσκι, έγιναν η αγαπημένη του συνήθεια.

Ο Παναγιώτης Σπύρου, γεννήθηκε στις 22 Μαρτίου του 1936 στο Ανταρτικό, ένα ορεινό χωριό κοντά στη Μικρή Πρέσπα, δυτικά της Φλώρινας. Οι γονείς του, ο Γιώργος και η Σοφία, ασχολιόντουσαν κυρίως με τη γεωργία και δευτερευόντως με το εμπόριο. Λίγο μετά τον πόλεμο, έχοντας χάσει όλη τους την περιουσία, μετακομίζουν οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη για ένα καινούριο ξεκίνημα. Ο Παναγιώτης, ως αριστούχος μαθητής στο δεύτερο γυμνάσιο στην οδό Ικτίνου, συχνάζει στη ΧΑΝΘ, ακούει στο ραδιόφωνο τα μπασκετικά ματς του Άρη, κλοτσάει το τόπι στα στενά της γειτονιάς του, πέριξ των Δικαστηρίων, και βγάζει χαρτζιλίκι πουλώντας παγοκολόνες πόρτα-πόρτα. Το 1955, περνάει ταυτόχρονα στο Μαθηματικό και στην Ιατρική. Εκείνη τη χρονιά, πεθαίνει ένας καθηγητής μαθηματικών που θαύμαζε κι επιλέγει τελικώς να υπηρετήσει τον όρκο του Ιπποκράτη στη Θεσσαλονίκη. Πάντως, το γεγονός ότι ποτέ δε βρήκε χρόνο να μάθει ανώτερα μαθηματικά του έμεινε απωθημένο.
Ύστερα από τη διετή στρατιωτική του θητεία (1963-1965) ως οπλίτης-γιατρός, ασκείται στην Αθήνα για τέσσερα χρόνια ως εσωτερικός γιατρός στη γενική χειρουργική του νοσοκομείου ΙΚΑ Πεντέλης. Εκεί, ο θάνατος του δείχνει πάλι ποιο δρόμο να ακολουθήσει. Ο πατέρας του, πενήντα εννιά ετών, πεθαίνει στα χέρια του από αναπνευστική ανεπάρκεια. Τότε, αποφασίζει να σπουδάσει θωρακοχειρουργική και παίρνει το δεύτερο πιο σημαντικό όρκο της ζωής του. Να προσφέρει στον κόσμο αυτό που δε μπόρεσε να προσφέρει σε εκείνον.

Τα χρόνια στην Αμερική
Κρατώντας υπό μάλης την ειδικότητα του γενικού χειρουργού, τον Ιούνιο του 1969 φεύγει με υποτροφία για μεταπτυχιακό στην Αμερική. Στα δεκατρία χρόνια παραμονής του στη Φιλαδέλφεια και στο Νιού Τζέρσεϊ προλαβαίνει να συμπληρώσει ένα εξωπραγματικό βιογραφικό, το οποίο εκτός από μια πληθώρα χειρουργικών επεμβάσεων καρδιάς, αγγείων και πνευμόνων, περιλαμβάνει μεταμοσχεύσεις νεφρού, συστηματική ενασχόληση με την παιδοκαρδιοχειρουργική και εκπαίδευση παραϊατρικού προσωπικού. Άλλωστε, το ταλέντο του είχε φανεί από νωρίς. Μόλις στο δεύτερο έτος των σπουδών του, ο χειρούργος Φρανκ Τροπέα, επιβλέπων καθηγητής του στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο «Hahnemann» της Φιλαδέλφειας, ομολογεί ενώπιων των συμφοιτητών του ότι μόνο τον Σπύρου θα εμπιστευόταν για να τον χειρουργήσει.

Η μία διάκριση διαδέχεται την άλλη, με αποκορύφωμα την εκλογή του το 1981 ως μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου Καρδιοαγγειοχειρουργικής της Αμερικάνικης Καρδιολογικής εταιρείας. Την τριετία 1979-1982, ως διευθυντής του καρδιοχειρουργικού κέντρου του νοσοκομείου «Our Lady of Lourdes», χειρουργεί συνολικά 1.200 καρδιές με το χαμηλότερο ποσοστό εγχειρητικής θνησιμότητας στην πολιτεία του Νιού Τζέρσεϊ. Σχεδόν την ίδια περίοδο, παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Αλίκη, μια κόρη μπετατζή -συνήθιζε να το αναφέρει περήφανος- που δούλευε ως νοσοκόμα όταν έκανε την ειδικότητά του, κι αποκτούν δυο παιδιά, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο, τον οποίο ονόμασε έτσι προς τιμήν του μακεδόνα στρατηλάτη. Στο απόγειο της δόξας του, νιώθει αμετάκλητα την ανάγκη να γυρίσει στην Ελλάδα. Κι επιστρέφει, σαν σύγχρονος Οδυσσέας που έχει νοσταλγήσει τον τόπο του. Συνοδευόμενος από τους ιστιοπλόους του ναυτικού ομίλου Θεσσαλονίκης, Νότη Μπατσή, Δημήτρη Φυντανίδη και Τάκη Πριτσούλη, το φθινόπωρο του 1981 πραγματοποιεί το διάπλου του Ατλαντικού με το «Sofia Jean», ένα σκάφος ούτε δέκα μέτρων που είχε αγοράσει στην Αμερική κι έφερε το όνομα της κόρης του.

Η απομυθοποίηση της καρδιάς
Τον Οκτώβριο του 1982 εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Όπως εξομολογείται ο επιστήθιος φίλος και γραμματέας του, Χρήστος Κοντότσης, του προτείνουν να πάει σε καρδιοχειρουργική κλινική στο Ριάντ με 20.000.000 δραχμές το μήνα. Την απορρίπτει, αφού όραμά του ήταν η συγκρότηση ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας για τους αγρότες και τους φτωχούς. Πέντε μήνες αργότερα, οργανώνει και διευθύνει το καρδιοχειρουργικό κέντρο Βορείου Ελλάδας στο νοσοκομείο «Γεώργιος Παπανικολάου». Οι πρωτοποριακές εγχειρητικοί μέθοδοι που εφαρμόζει σε συνδυασμό με τους έντονους ρυθμούς παραγωγικότητας, πρωτοφανείς για τα ελληνικά δεδομένα, δημιουργούν έναν αξεπέραστο μύθο, ο οποίος σκεπάζει αυτόματα τα προηγούμενα επιτεύγματα του κλάδου του. Φερ’ ειπείν, συχνά λέγεται και γράφεται ότι ο Παναγιώτης Σπύρου ήταν ο πρώτος που τόλμησε εγχείριση ανοικτής καρδιάς. Λάθος. Η πρώτη εγχείριση ανοικτής καρδιάς έγινε το 1958 από τον Νικόλαο Οικονόμου στην Πολυκλινική Αθηνών, η πρώτη καρδιοχειρουργική κλινική στήθηκε το 1965 στο Ιπποκράτειο Αθηνών από το Δημήτριο Λαζαρίδη και η πρώτη επιτυχημένη μεταμόσχευση καρδιάς ολοκληρώθηκε στις 15 Αυγούστου του 1990 από το Χρήστο Λόλα στον Ευαγγελισμό.

Ωστόσο, σύμφωνα με τον Σωτήρη Πράπα, τον πρώτο ειδικευόμενο γιατρό του Παναγιώτη Σπύρου και νυν διευθυντή της καρδιοχειρουργικής κλινικής του «Ερρίκος Ντυνάν», ο μέντοράς του άλλαξε τον ρου της ελληνικής καρδιοχειρουργικής κι άφησε χρυσή παρακαταθήκη μια ανεπανάληπτη παραγωγή -τουλάχιστον δέκα- στελεχών, εκ των οποίων όλοι σήμερα είναι επικεφαλής καρδιοχειρουργικών κλινικών, κρατικών ή ιδιωτικών νοσοκομείων. «Ο Σπύρου, φέρνοντας στην Ελλάδα τη σύγχρονη καρδιοχειρουργική, ουσιαστικά απομυθοποίησε αυτό που υπήρχε στο μυαλό μας για την καρδιά, την οποία δεν τολμούσαμε ούτε να την ακουμπήσουμε», μου εξηγεί ο κύριος Πράπας, που ακολούθησε την καρδιοχειρουργική επειδή μαγεύτηκε από την προσωπικότητα του δασκάλου του, και προσθέτει πως «αυτό που χαρακτήριζε τον Σπύρου ήταν η εξαιρετική ικανότητα του να αυτενεργεί. Όταν προέκυπτε μια επιπλοκή, έβγαινε από το πρωτόκολλο και αυτοσχεδίαζε. Μου δίδαξε ότι καλός χειρουργός δε σημαίνει καλός χειροπράκτης, αλλά σκεπτόμενος άνθρωπος που θα πάρει αμέσως πρωτοβουλίες για να σώσει τον ασθενή».

Πέρα από την ευρηματικότητά του, βασικά στοιχεία της προσωπικότητάς του ήταν το πείσμα, η γενναιότητα και η εμπιστοσύνη στον εαυτό του. Το 1992, συγκρούεται μετωπικά με το Εθνικό Κέντρο Μεταμοσχεύσεων γιατί δεν του έδιναν έγκριση για μεταμοσχεύσεις. Εκείνος, αρνούμενος να δεχτεί ότι μεταμοσχεύσεις μπορούν να γίνονται μόνο στον Ευαγγελισμό, όχι μόνο δε συμβιβάζεται, αλλά ιδρύει και μεταμοσχευτική ομάδα στο «Γ. Παπανικολάου» με την οποία εκτελεί συνολικά 39 μεταμοσχεύσεις. Όπως ο ίδιος έχει σημειώσει στο δακτυλογραφημένο βιογραφικό του, «οι μεταμοσχεύσεις καρδιάς-πνευμόνων και πνευμόνων (ενός ή διπλού) που εκτελέστηκαν στο κέντρο μας είναι πρωτοποριακές και οι μοναδικές που έγιναν στην Ελλάδα».

Από το Σεπτέμβρη του 1983 ως το Νοέμβριο του 1996, πραγματοποιεί 5.900 καρδιοχειρουργικές επεμβάσεις, 4.218 θωρακοχειρουργικές και 932 αγγειοχειρουργικές, εκπαιδεύει 15 χειρουργούς θώρακα, καρδιάς και αγγείων, φτιάχνει την πρώτη σχολή τεχνικών εξωσωματικής κυκλοφορίας (1988) και εφαρμόζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα τη μηχανική υποστήριξη της κυκλοφορίας σαν γέφυρα για τη μεταμόσχευση ή σαν μόνιμη αιμοδυναμική λύση. «Μέσα στο χειρουργείο ήταν ο απόλυτος άρχοντας, κινείτο δίχως άγχος, με τη χορευτική άνεση του Νουρέγιεφ», μου περιγράφει η δημοσιογράφος της εφημερίδας «Τα Νέα», Βίκυ Χαρισοπούλου, η οποία τον είχε παρακολουθήσει ζωντανά να χειρουργεί. Σε μία από τις είκοσι δυο συνεντεύξεις τους, τον είχε ρωτήσει αν αισθάνεται Θεός. «Προς Θεού», ήταν η απάντησή του.

Πολύ σύντομα η φήμη του ξεπερνάει τα όρια της Θεσσαλονίκης. Ήταν τόσο πολλοί οι καρδιοπαθείς από όλη την Ελλάδα που κατέφθαναν στο «Γ. Παπανικολάου», που οι κάτοικοι της Εξοχής, της περιοχής δηλαδή που βρίσκεται το νοσοκομείο, είχαν μετατρέψει τα δωμάτιά τους σε ξενώνες και τα νοίκιαζαν στους συγγενείς των αρρώστων. Για πρώτη φορά, σχηματίζεται ένα ρεύμα ασθενών από το κέντρο προς την περιφέρεια. Ο Σπύρου όμως αδιαφορούσε για τις αμέτρητες πρωτιές του, τον ενδιέφεραν αποκλειστικά οι -φτωχοί-ασθενείς. Αυτός ήταν και ο λόγος που το 1987 είχε εναντιωθεί στην ανέγερση του Ωνασείου και το είχε χαρακτηρίσει «παιδική χαρά». «Το Ωνάσειο είναι ακόμη μια υπερπολυτελής καρδιοχειρουργική μονάδα για τα υψηλά στρώματα. Ούτως ή άλλως, οι πλούσιοι πάνε στο Λονδίνο. Αν χτιζόταν στην Αλεξανδρούπολη, τότε ναι…», είχε δηλώσει στη Βίκυ Χαρισοπούλου. Όνειρό του ήταν να δημιουργηθεί ένα ΕΣΥ, βασισμένο σε 5-6 περιφερειακά νοσοκομεία, που θα παρέχει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες μόνο στους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ, οι οποίοι υποστήριζε με θέρμη ότι έπρεπε να αποκτήσουν ενιαία ασφάλιση.

Η εαυτού εξοχότης ο ασθενής
«Σημασία δεν έχει πόσους χειρούργησα, αλλά πόσους γλίτωσα από την επέμβαση», είχε πει κάποτε στο στενό του συνεργάτη, Χρήστο Κοντότση. «Ο Παναγιώτης ήταν ταπεινός και πάντοτε συμβούλευε τους ασθενείς του να πάρουν γνώμη κι από άλλο γιατρό. Ωστόσο, δε χειρουργούσε ποτέ χωρίς να συντρέχει σοβαρός λόγος. Θυμάμαι έναν ασθενή από την Αθήνα, που είχε ανέβει εσπευσμένα γιατί του είχαν γνωματεύσει πως αν δεν χειρουργείτο αμέσως θα πέθαινε. Ο Σπύρου τον εξέτασε, τον καθησύχασε και του πρότεινε για προληπτικούς λόγους να έρθει ξανά σε μια πενταετία», μου εξιστορεί βουρκωμένος ο κύριος Κοντότσης, και συνεχίζει την αφήγησή του. «Αυτό που συνέβαινε ήταν άνευ προηγουμένου. Καθημερινά μου τηλεφωνούσαν βουλευτές, υπουργοί, τραγουδιστές, αθλητές, και ζητούσαν να μεσολαβήσω για κάποιο συγγενή τους. Μέχρι και στο δρόμο με σταματούσαν, θυρωροί, λαχειοπώλες, μανάβηδες, για να τους κανονίσω μια εγχείριση. Στο Παπανικολάου γινόταν λαϊκό προσκύνημα, η λίστα αναμονής έφτανε τους πέντε μήνες…».

Πράγματι, ο Παναγιώτης Σπύρου χειρουργούσε μέσο όρο τέσσερις φορές την ημέρα, δίχως να λογαριάζει Σαββατοκύριακα κι αργίες. Κάθε Τρίτη και Πέμπτη, έβλεπε οχτώ ασθενείς, τέσσερις Θεσσαλονικείς και τέσσερις από την επαρχία, στο προσωπικό του ιατρείο στην οδό Αγίας Σοφίας. Επειδή αργούσε πάντα στα χειρουργεία, τους εξέταζε κατά κανόνα μετά τα μεσάνυχτα. «Η εαυτού εξοχότης ο ασθενής», επαναλάμβανε συχνά στους συνεργάτες του. Το έλεγε και το υπερασπιζόταν με τη ψυχή του. «Υπήρχαν πολλοί ασθενείς που λόγω φτώχιας αναγκάζονταν να δανειστούν χρήματα για να πληρώσουν τα οδοιπορικά τους. Ο Σπύρου, μαζί με το εξιτήριο, τους έδινε χρήματα για το εισιτήριο της επιστροφής και τους αποζημίωνε για τα μεροκάματα που έχαναν», μου διηγείται ο κύριος Κοντότσης.
Οι ασθενείς του κυριολεκτικά τον λάτρευαν και του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με όποιο τρόπο μπορούσαν. Το γραφείο του στο «Γ. Παπανικολάου»  ήταν μονίμως κατειλημμένο από αβγά, κρέας, ψάρια, μπουγάτσες, τσίπουρο, πίπες, κούτες με πούρα, πίνακες -σαν κι αυτόν που του είχε χαρίσει ο αλβανός πρόεδρος Ραμίζ Αλία-, θρησκευτικές εικόνες και μπουκάλια με το αγαπημένο του σπέσιαλ ουίσκι. Παρ' όλη την αγάπη του κόσμου, η επιτυχία του φαίνεται πως είχε ενοχλήσει το «παραϊατρικό σύστημα», το οποίο, όπως ο ίδιος ισχυριζόταν, τον πολεμούσε διότι για δεκαετίες θησαύριζε από τον ιατρικό τουρισμό στην Αγγλία. «Τη δεκαετία του ’70 και του ‘80 πολλοί γιατροί έπαιρναν φακελάκια από τους ασθενείς για να υπογράψουν τα χαρτιά των ασφαλιστικών τους ταμείων, με τα οποία δικαιολογούσαν την εγχείριση τους στο εξωτερικό. Ο Παναγιώτης ανέκοψε αυτή τη ροή προς τα έξω και τους χάλασε την πιάτσα», μου εξηγεί ένας συνάδελφός του από το «Γ. Παπανικολάου», που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία του.

Το 1993 λοιπόν, προκύπτει αναπάντεχα η αμφιλεγόμενη ιστορία με τα φακελάκια και ο λαός της Θεσσαλονίκης διαδηλώνει με πανό υπέρ του στην πλατεία Αριστοτέλους. «Νίκησε το ΕΣΥ και πρέπει να το εμπιστευτεί ο λαός», δηλώνει ο ίδιος στις 26 Ιουλίου του 1995 μετά την αθώωσή του λόγω αμφιβολιών.«Αν και ήταν ήρεμος, μιλούσε έξω από τα δόντια και δεν καταδεχόταν να κάνει εκπτώσεις στα λόγια του», μου λέει η δημοσιογράφος Έλλη Στάη, που τότε του είχε πάρει ζωντανή συνέντευξη στο δελτίο ειδήσεων του Σκάι, και συνεχίζει λέγοντας πως «ήταν μια πολύ γοητευτική κι αντιφατική προσωπικότητα. Από τη μία ένας καταξιωμένος επιστήμονας, καινοτόμος στη δουλειά του, κι από την άλλη ένας σεμνός άνθρωπος με ανεξάντλητο ενδιαφέρον. Θυμάμαι πως όταν του είχα εκφράσει το θαυμασμό μου για τους ανθρώπους που ανοίγουν καρδιές, μου είχε απαντήσει πως το ζήτημα είναι εντελώς τεχνικό. Σωλήνες και αποφράξεις…».

Καθηγητής, πιλότος και πρόεδρος
Με χιούμορ αντιμετώπισε και στις αρχές του ΄90 την απόρριψη της υποψηφιότητάς του, με ψήφους 35-0!, για τη θέση του καθηγητή ιατρικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. «Ευχαριστώ και τους 35 για τη ψήφο τους, διότι αν υπήρχε έστω και μία ψήφος υπέρ μου, ο καθείς εξ αυτών θα τη διεκδικούσε», είχε σχολιάσει. Δεν ήταν η πρώτη φορά που τον απέρριπταν. Το 1989, το Πανεπιστήμιο Πατρών, με ψήφους 7-6, δεν είχε αποδεχτεί την υποψηφιότητά του. Εν τέλει, το 1997 κατορθώνει με την τρίτη προσπάθεια να καταλάβει την έδρα του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, το αμφιθέατρο του οποίου κατακλύζεται από φοιτητές που συρρέουν ακόμη και από την πρωτεύουσα. Στη Λάρισα, εκτός του ότι πραγματοποιεί την πρώτη εγχείριση ανοικτής καρδιάς στην πόλη, το Μάιο του 1998 γίνεται πανελλαδικά ο πρώτος πολίτης που συμμετέχει σε επιχειρησιακή πτήση με Φάντομ (RF-4) μαζί με τον τότε αντισμήναρχο Χρήστο Βαΐτση. Στη ριψοκίνδυνη πτήση, σπάνε το φράγμα του ήχου και εμπλέκονται σε αερομαχίες πάνω από τη Λήμνο.

Γενικότερα, ο Παναγιώτης Σπύρου έξω από το χειρουργείο κυνηγούσε τις έντονες στιγμές και ακολουθούσε τυφλά τα πάθη του, δηλαδή τον Άρη, τα μπουζούκια (ο Γιάννης Πάριος ήταν ο αγαπημένος του τραγουδιστής) και τις πλάκες με τους φίλους του. Το 1992, αναλαμβάνει πρόεδρος του μπασκετικού Άρη και φέρνει τον Ούολτερ Μπέρι στη Θεσσαλονίκη, ταράζοντας τα νερά του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Όμως, οι (φημολογούμενες) συγκρούσεις του με τις βεντέτες τον αναγκάζουν να φύγει άρον-άρον από την ομάδα της καρδιάς του. Λίγα χρόνια αργότερα, επιστρατεύεται ως πρόεδρος και στο ποδόσφαιρο του Άρη. Η πρότασή του να συγχωνευτούν ο Άρης με τον ΠΑΟΚ, για να δημιουργηθεί μια πανίσχυρη ομάδα που θα πρωταγωνιστεί στην Ευρώπη, προκαλεί τις έξαλλες αντιδράσεις των οργανωμένων οπαδών. «Καλά κάνουν και μας φωνάζουν σκουλήκια», δηλώνει δημόσια και αποχωρεί απογοητευμένος.

Ο θάνατος της κόρης του
Το 2006, όταν πλέον χειρουργούσε αραιά στο «Διαβαλκανικό», ένας ακόμη θάνατος σημαδεύει τη ζωή του. Η βουτιά στο κενό της Σοφίας, της εικοσιεξάχρονης κόρης του, τον συμπαρασύρει στο σκοτεινό βυθό της κατάθλιψης. «Ο Πάνος ουσιαστικά πέθανε την ημέρα της κηδείας. Τον θυμάμαι με ένα χοντρό παλτό να περπατάει μόνος του στο νεκροταφείο, δεν ήθελε κανέναν δίπλα του. Ήταν απαρηγόρητος», μου περιγράφει η Βίκυ Χαρισοπούλου. Η δική του πτώση κρατάει έξι ολόκληρα χρόνια. Σταματάει να χειρουργεί και κλείνεται στον εαυτό του. «Εγώ που έσωσα τόσους ασθενείς, δε μπόρεσα να σώσω το παιδί μου», εξομολογείται, συντετριμμένος από τις τύψεις, στον καρδιακό του φίλο Χρήστο Κοντότση.

Συντετριμμένοι ήταν και οι άνθρωποι που την Τετάρτη 17 Οκτωβρίου πλημμύρισαν τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης για να αποτίσουν φόρο τιμής στον καρδιοχειρουργό με το θεϊκό ταλέντο. Αντιμετώπιζαν τη σορό του σαν να ήταν ο επιτάφιος. Κάποιοι έκαναν γονυπετείς μετάνοιες μπροστά από το φέρετρο κι άλλοι προσεύχονταν με το πρόσωπο στραμμένο προς τον ουρανό. Από το συνωστισμό δε μπορούσε να αρχίσει η τελετή, λες και ο κόσμος ήθελε να αναβάλλει το τελευταίο του ταξίδι, όπως εκείνος όλα αυτά τα χρόνια επέμενε να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των ασθενών του.

Θέλω να κλείσω αυτό το άρθρο με μια προσωπική παρατήρηση. Διαβάζοντας τα δημοσιεύματα για τον Παναγιώτη Σπύρου συνάντησα πολλές ανακρίβειες και υπερβολές που αφορούσαν τη ζωή και τα κατορθώματά του. Ενδεχομένως, και σε αυτό το κείμενο να υπάρχουν ανακρίβειες και να μην το γνωρίζω. Αλλά δεν πειράζει. Γιατί οι ανακρίβειες επιβεβαιώνουν το μύθο του Παναγιώτη Σπύρου, το μύθο που φτιάχτηκε από στόμα σε στόμα στους διαδρόμους του «Γ. Παπανικολάου».
Παναγιώτης Σπύρου: ο γιατρός που μιλούσε στις καρδιές | ΠΡΟΣΩΠΑ | Protagon

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2012

Σχολικά βιβλία: Ένας μικρός καθρέφτης της κοινωνίας μας


Όταν έρχονται εκείνες οι τεράστιες παλέτες με τα βιβλία στο Λύκειο, με πιάνει η ψυχή μου. Τόνοι τυπωμένου χαρτιού, συνολικού κόστους 25-30 εκατομμυρίων το χρόνο. Πολλά από αυτά δεν θα ανοιχθούν καν. Κάποια στιγμή θα πεταχτούν στα σκουπίδια, ούτε καν στην ανακύκλωση.
Τα περισσότερα είναι κακά βιβλία, άχρηστα, φτιαγμένα για να μη διαβάζονται από παιδιά. Οι μαθητές δίνουν σημασία μόνο στα σχολικά βιβλία των πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθημάτων, γιατί εξετάζονται πάνω σε κάποιες φράσεις ή παραγράφους τους και πρέπει να τις ξέρουν κατά λέξη. Τα υπόλοιπα, πάνε κι έρχονται για κάποιες μέρες στις τσάντες και μετά εγκαταλείπονται, χάνονται, έχουν την τύχη που συνήθως τους αξίζει. Αδιαφορία. Μέσα στα πολλά άχρηστα, χάνονται και διαμαντάκια.
Τα φυλλάδια των φροντιστηρίων και τα βοηθήματα του εμπορίου, έχουν, αντιθέτως, μεγάλη πέραση. Ίσως γιατί έχουν τη γνώση συμπυκνωμένη, ίσως γιατί είναι γραμμένα για να διαβάζονται, πιθανόν επειδή χρυσοπληρώνονται. Και οι καθηγητές αυτά χρησιμοποιούν, ή κάποια αντίστοιχα δικής τους κατασκευής.
Το υπουργείο θέλει τα βιβλία να επιστρέφονται στο σχολείο και να επαναχρησιμοποιούνται. Πολύ λογικό, πολύ χρήσιμο, πολύ οικονομικό. Έγινε μια προσπάθεια και φέτος. Τζίφος. Το φτηνό το κρέας, τα σκυλιά το τρώνε. Το τσάμπα, κανείς. Η ελληνική οικογένεια δεν έχει τέτοιου είδους ευαισθησίες. Ούτε τα σχολεία, ούτε οι δάσκαλοι βοήθησαν. «Να κόψει το λαιμό του το κράτος να βρει χρήματα, να φτιάξει καινούργια βιβλία», θα ακούσεις δεξιά και αριστερά. «Αν δεν έχει, να τα πάρει από τον Άκη!»
Οι περισσότεροι δεν θέλουν να μπουν στον κόπο να μαζέψουν τα παλιά βιβλία και να τα επιστρέψουν. Δεν καταλαβαίνουν τις λέξεις αλληλεγγύη, συνεργασία, επαναχρησιμοποίηση, σπατάλη φυσικών πόρων. Ειδικά όταν αυτές αφορούν δημόσια περιουσία. Μπορεί οι ίδιοι να κάνουν πια αιματηρές οικονομίες, αλλά για το δημόσιο, ούτε το διανοούνται. Αυτό από κάπου κόβει χρήματα και έχει μπόλικα για να ξοδεύει ή και να πετάει στα σκουπίδια. Κι ας το ξέρουν ότι η φοροδιαφυγή και η παραοικονομία οργιάζουν. Δεν τους αφορά. Αφορά τους πολιτικούς, τους κυβερνώντες, όχι αυτούς.
Τα σχολικά βιβλία θα έπρεπε να είναι περισσότερα του ενός, μάθημα και τάξη, να μπορεί ο δάσκαλος να διαλέγει όποιο νομίζει ότι είναι το καταλληλότερο. Να μπορούν οι μαθητές να διαβάσουν πολλές απόψεις, να συγκρίνουν, να προβληματιστούν. Έγινε κάποτε για λίγα χρόνια και ναυάγησε, όπως όλες οι καλές ιδέες στη χώρα μας. Είχε κακή εκτέλεση, οι συγγραφικές ομάδες δεν μπόρεσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους ούτε για τα σύμβολα που χρησιμοποιούσαν, να είναι τουλάχιστον κοινά, να μη δημιουργούν σύγχυση. Ήταν και τα συμφέροντα που ποτέ δεν λείπουν.
Τα σχολικά βιβλία στη μέση εκπαίδευση θα πρέπει να αγοράζονται. Ένα ευρώ, μισό, δεν ξέρω, αλλά να αγοράζονται. Αν κάποιος δεν έχει χρήματα να του χαρίζονται, ή να τα βρίσκει φτηνότερα από δεύτερο χέρι. Αν τα βιβλία δεν αξίζουν ή δεν χρειάζονται, να μένουν απούλητα. Να μην είναι υποχρεωτική η αγορά τους. Ο καθηγητής μπορεί να προτείνει κάποιο σχολικό βιβλίο (όχι βοήθημα) πάνω στο οποίο θα δουλεύει και από εκεί και μετά να είναι στην κρίση των μαθητών το τι θα κάνουν. Μπορεί να διαβάζουν από το προτεινόμενο, μπορεί από κάποιο άλλο, από κάποιο παλιότερο, δεν έχει καμιά σημασία. Οι επιστήμες που διδάσκονται στο σχολείο είναι ίδιες εδώ και πολλά χρόνια. Βιβλία υπάρχουν. Κάποιοι μπορούν να χρησιμοποιούν το ελεύθερο διαδίκτυο, δεν βλέπω να υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Έτσι θα σταματήσει η αντιγραφή και η παπαγαλία. Χωρίς ένα συγκεκριμένο μπούσουλα, οι μαθητές και οι καθηγητές τους θα είναι υποχρεωμένοι νααναζητούν την αλήθεια, να προβληματίζονται, να συνεργάζονται. Είναι μια ευκαιρία να κάνουν αυτά που σπανίζουν στην ελληνική εκπαίδευση.


Σχολικά βιβλία: Ένας μικρός καθρέφτης της κοινωνίας μας | Λεωνίδας Καστανάς | Μεταρρύθμιση

Αντίο Εμμανουέλα

[Ενστάσεις] Αντίο Εμμανουέλα

Δύο πράγματα θυμάμαι από το 1974, τη χρονιά της μεταπολίτευσης. Το ένα ήταν η αίσθηση ελευθερίας που αισθανόμασταν, πιτσιρικάδες επαρχίας, τις ημέρες που έπεσε η χούντα - όταν οι μεγάλοι νοιάζονταν για όλα τα υπόλοιπα αλλά, επιτέλους, παραμελούσαν τα παιδιά, στην επικράτεια της προσωπικής τους ελευθερίας. Το άλλο ήταν η «Εμμανουέλα», μια ταινία που μιλούσαν γι' αυτήν οι πάντες, ως μέγα σκάνδαλο και (τι γκαντεμιά!) εμείς έπρεπε να μεγαλώσουμε μερικά χρόνια ακόμα για να τη δούμε. Φαντασιωνόμαστε, λοιπόν, από τις περιγραφές των μεγάλων τι θα μπορούσε να δείχνει η ταινία που περιστρεφόταν γύρω από τη γυναικεία ομορφιά και την απόλαυση που δίνει το σεξ.
Την ταινία που θεωρήθηκε η επιτομή του σοφτ πορνό, δεν την είδα ποτέ - ένας πλακατζής συμφοιτητής μου, αργότερα, έλεγε ότι δεν πειράζει, η τολμηρότερη σκηνή ήταν όταν ο παρτενέρ της Εμμανουέλας (ή και η παρτενέρ της) της κρατούσαν το χέρι. Και στη διαδρομή την ξέχασα. Μπορεί στην Ελλάδα η «Εμμανουέλα» να ήταν η πρώτη ταινία που συμβόλισε τη χειραφέτηση, αλλά χρειάστηκαν ακόμα πολλά χρόνια, η έκδοση βιβλίων του μαρκησίου Ντε Σαντ (και η πρώτη μεγάλη μάχη των ζωντανών δυνάμεων της κοινωνίας με τη λογοκρισία), το «βρώμικο», κόντρα στην «καθαρή» «Εμμανουέλα», «Βαθύ λαρύγγι», η σκοτεινή «κουλτουριάρικη» πορνογραφία ταινιών όπως η «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» και η έκδοση του φωτεινού «Μεγάλου Ανατολικού» του Εμπειρίκου για να αποσαφηνιστεί αυτό που διεκδικήθηκε συστηματικά, αν και στο περιθώριο του επίσημου κομματικού λόγου: η απελευθέρωση της επιθυμίας - πρωτίστως από την πουριτανικά υποκριτική ελληνική αντίληψη των πραγμάτων και, ταυτόχρονα, όσο γίνεται, από την ενοχή.

Οταν κάποια στιγμή, χθες το απόγευμα, είδα στο Ιντερνετ φωτογραφία της Σίλβια Κριστέλ, της ηθοποιού που ενσάρκωσε την Εμμανουέλα, όπως ήταν τότε και διάβασα ότι πέθανε 60 χρονών, δεν ξαφνιάστηκα - ήξερα ότι ήταν πολύ άρρωστη, ήξερα ότι η ζωή δεν της φέρθηκε όσο γενναιόδωρα της είχε φερθεί όταν ξεκινούσε. Με έπιασε όμως κάτι σαν θλίψη. Ο μοντέρνος δυτικός κόσμος μετά τον πόλεμο διεκδικούσε την ελευθερία, τον ερωτισμό, τον κοσμοπολιτισμό... Προσπαθώ να κάνω τις συγκρίσεις. Μερικές δεκαετίες μετά, ο κόσμος μας, χορτασμένος, σαν να βαρέθηκε την ελευθερία και την απόλαυση. Οι ενοχές ξαναγύρισαν. Το σεξ ξανάγινε βρισιά, βία, απειλή, απλή γενετήσια πράξη, συνδηλωτικό υποταγής και ταπείνωσης - το κατάλαβα οριστικά ακούγοντας τα μπινελίκια από το στόμα του κ. Παναγιώταρου της Χρυσής Αυγής έξω από το θέατρο Χυτήριο.
Οσο για την Εμμανουέλα, δεν έχασε απλώς την (αναπόφευκτη) μάχη με τον χρόνο. Κυρίως, έχασε την αθανασία. Σε συνθήκες σαν τις σημερινές, ακόμα και όσοι νοσταλγούν τα νεανικά τους χρόνια θα τη θεωρούν κάτι σαν υποκατάστατο μιας τυπικής, έστω ακριβής πόρνης. Και ποιος σέβεται μια πόρνη;

Οταν Εχω Διάβασμα Βαριέμαι


Τα σχολικά βιβλία είναι δύσκολο να επιστρέφονται στο τέλος του χρόνου για να χρησιμοποιηθούν και τον επόμενο διότι, όπως δήλωσε ο γενικός γραμματέας της ΟΛΜΕ, «τα παιδιά λύνουν πάνω στα βιβλία τις ασκήσεις τους». Επεσήμανε δε ότι ακόμη και στα θεωρητικά μαθήματα τα παιδιά σημειώνουν πάνω στα βιβλία, για να καταλήξει ότι το υπουργείο θα πρέπει πρώτα να κάνει οικονομία από το ΕΣΠΑ που σπαταλάει και μετά από τα βιβλία. Στα επιχειρήματα ξέχασε να επισημάνει πως το μέτρο της επιστροφής των βιβλίων στο τέλος της σχολικής χρονιάς καταργεί το κεκτημένο δικαίωμα του μαθητή να τα καταστρέφει. Και να υπενθυμίσει στο υπουργείο ότι πριν ασχοληθεί με τέτοιες λεπτομέρειες καλά θα κάνει να πάρει πίσω τα χρήματα που χρωστάει ο Ακης.
Υποθέτω ότι ο γενικός γραμματέας του σωματείου των εκπαιδευτικών θα ξέρει καλύτερα από εμένα τους λογαριασμούς που επιτρέπουν την εκτύπωση και τη διανομή μερικών εκατομμυρίων αντιτύπων κάθε χρόνο. Θα έχει βρει κάποια πηγή ώστε να προμηθεύεται τόνους χαρτί σχεδόν δωρεάν και θα έχει εξασφαλίσει σχεδόν μηδενικές τιμές από τα τυπογραφεία και τα βιβλιοδετεία που αναλαμβάνουν τη θεάρεστη εργολαβία.
Αναρωτιέμαι όμως αν έχει συνυπολογίσει και το εκπαιδευτικό κόστος της όλης υπόθεσης. Αν δηλαδή αναρωτήθηκε ποτέ, καθότι εκπαιδευτικός, πώς η σχέση του δεκατριάχρονου παιδιού με το σχολικό βιβλίο μπορεί να επηρεάσει τη σχέση του με το βιβλίο και την ανάγνωση γενικώς. Να του μάθει πως αυτό το αντικείμενο δεν έχει καμιά απολύτως αξία γιατί όχι μόνον του προσφέρεται δωρεάν αλλά είναι και στη διακριτική του ευχέρεια να το κάνει ό,τι θέλει.
Θα μου πείτε, εδώ ο κόσμος καίγεται και ο Ακης δεν έχει επιστρέψει τα χρήματα που μας χρωστάει, με τα σχολικά βιβλία θα ασχολούμαστε τώρα; Αχρείαστα να 'ναι. Εδώ, από παιδιά, τον Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων, τον ΟΕΔΒ, τον παραφράζαμε σε Οταν Εχω Διάβασμα Βαριέμαι. Αλλωστε, υπάρχει κι ο θησαυρός των γνώσεων που λέγεται Wikipedia. Και μετά μπορούμε να συνεχίσουμε να λέμε ότι οι Ελληνες είναι ουραγοί και στο διάβασμα ακόμη σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κοινωνίες και να αναρωτιόμαστε πώς έγινε αυτό, και να υπερηφανευόμαστε για τον ωραίο καιρό μας και το παρατεταμένο καλοκαίρι μας που δεν σε αφήνει να του γυρίσεις την πλάτη και να διαβάσεις πέντε γραμμές. Γιατί για να διαβάσεις έστω και πέντε γραμμές θα πρέπει πρώτα κάποιος να σου έχει μάθει να σέβεσαι το αντικείμενο που τις περιέχει αυτές τις πέντε γραμμές. Είναι σαν το μπαλέτο. Αποκλείεται να μάθεις μπαλέτο στα πενήντα σου αν δεν έχεις αρχίσει από τα δέκα.
Δεν θα επιχειρηματολογήσω για την κοινωνική αξία της ανάγνωσης και του βιβλίου. Πράγματα αυτονόητα για όσους τα θεωρούν αυτονόητα - και είναι βέβαιο πως μεγάλο τμήμα των εκπαιδευτικών μας τα θεωρεί αυτονόητα. Εκείνο που θέλω να πω είναι ότι η υπόθεση της επιστροφής των σχολικών βιβλίων στο τέλος του χρόνου, ώστε να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν και τον επόμενο, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από όση εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Η απαξίωση του βιβλίου στην εκπαίδευση, γιατί προσφέρεται δωρεάν ως αναλώσιμο είδος, σε συνδυασμό με την καχεξία ή την ανυπαρξία των σχολικών βιβλιοθηκών έχει πρωταγωνιστήσει στην απαξίωση της ίδιας της εκπαίδευσης.

[Ανορθόδοξα] Οταν Εχω Διάβασμα Βαριέμαι

Διαδηλώνοντας ... αποτελεσματικά!


Μεσημέρι, καθημερινή, στο κέντρο της πόλης, διαδήλωση. Αυτή τη φορά είναι μηχανοκίνητη. Μηχανάκια περνάνε κορνάροντας, σε κάθε σταυροδρόμι σταματάνε και κορνάρουν με μανία. Κόλαση. Το κέντρο της πόλης είναι από μόνο του κόλαση. Με τα κλάξον γίνεται αφόρητο. Άναυδοι άνθρωποι στα πεζοδρόμια, κάποιοι βουλώνουν τ’ αυτιά τους, βρίζουν. Ποιος εγκέφαλος μπορεί να φανταστεί ότι θα ζητήσει τη συμπαράσταση του κόσμου βασανίζοντάς τον;
Αυτό κάνουν πάντα. Δεν απεργούν στο «αφεντικό». Αφεντικό τους είναι το κράτος. Το δικό τους κράτος. Ταλαιπωρούν την κοινωνία, εκβιάζοντας την κάθε κυβέρνηση. Κατεβάζουν τους διακόπτες, σηκώνουν χειρόφρενο, κλείνουν τα λιμάνια, αφήνουν τα σκουπίδια στο δρόμο, κλείνουν τα σχολεία, μπλοκάρουν την εθνική οδό. Μέχρι να πετύχουν τις διεκδικήσεις τους. Μετά προστατεύουν τα «κεκτημένα».
Αυτοί δεν θέλουν μειώσεις στον κρατικό προϋπολογισμό για τους δήμους. Οι άλλοι δεν θέλουν μειώσεις στον προϋπολογισμό των πανεπιστημίων. Θέλουν κάποιες μειώσεις; Δέχονται κάτι να κοπεί; Λένε, ας πούμε, να κοπούν οι πανεπιστημιακές κατασκηνώσεις για μην κοπούν συντάξεις; Να κλείσει καμιά δημοτική τηλεόραση, ραδιόφωνο, για να μη μειωθούν οι μισθοί; Δεν λένε. Αύριο έχει γενική απεργία. Η 25η στη σειρά. Άλλες χώρες κάνουν μία στα 10 χρόνια. Εμείς κάνουμε μία γενική τη βδομάδα. Και μία ειδική κάθε μέρα. Και 900 πορείες το χρόνο. Γενικά δεν δουλεύουμε, απεργούμε.
Να απεργήσουμε. Για την «εξόντωση της κοινωνίας». Πραγματικά, ίσως όχι όλη η κοινωνία αλλά ένα κομμάτι της εξοντώνεται. Μάλλον όχι αυτό που διαδηλώνει. Κι εγώ θέλω να κατέβω σε μια διαδήλωση. Να πω δεν πάει άλλο έτσι. Με ποιους να πάω; Αυτοί που διαδηλώνουν θέλουν να μειωθεί κάτι; Δηλαδή ο δημόσιος τομέας χρεοκόπησε, χρειαζόταν 24 δις κάθε χρόνο δανεικά. Δεν μας τα δανείζουν πια. Τι θα κοπεί; Τι λένε αυτοί που διαδηλώνουν;
Συμφωνούν να απολυθούν αυτοί που λέει ο κ. Μανιτάκης ότι δεν χρειάζεται η εφεδρεία γιατί υπάρχουν πολλές χιλιάδες επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, χιλιάδες αργομισθίες που δεν παρουσιάζονται μονίμως στην υπηρεσία, που δεν έχουν καν τις προϋποθέσεις του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα; Όχι, μπλοκάρουν τα πειθαρχικά.

Συμφωνούν να αξιοποιηθεί η ακίνητη περιουσία του δημοσίου
 γιατί τώρα η κορυφή του πελατειακού κράτους την ιδιοποιείται με τα Βατοπέδια και η βάση με τις αυθαίρετες καταπατήσεις; Πήγαν στην Ηλεία να δουν την περιουσία που θα πουλήσουν και είδαν ότι το 81% έχει καταπατηθεί.
Όχι, λένε, στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Συμφωνούν ότι πια το κράτος δεν μπορεί να παίζει το ρόλο του βιομηχάνου, να έχει τράπεζες και άλογα στον ιππόδρομο και ξενοδοχεία, να φτιάχνει γιαούρτια και τσιγάρα και ζάχαρη, να έχει ασφαλιστικές εταιρείες και χρηματιστηριακές, ναυπηγεία και μεταλλουργικές εταιρείες, κατασκευαστικές εταιρείες, καζίνα, προπό και λότο, κινητά τηλέφωνα και πετρέλαια; Ο υπόλοιπος κόσμος το ’χει καταλάβει μισό αιώνα τώρα. Αλλιώς το κράτος ρυθμίζει τις αγορές. Με ρυθμιστικές αρχές, με επιτροπές ανταγωνισμού, με ποσοστά μετοχών, με κανόνες.
Όχι, λένε, στην επίθεση του νεοφιλελευθερισμού. Οι χρεοκοπημένες ΔΕΚΟ πρέπει να μείνουν όπως έχουν, ιδιοκτησία των κομμάτων που τις διοικούν σαν να είναι περιουσία τους. Συμφωνούν να κλείσουν και να συγχωνευθούν οι χιλιάδες άχρηστοι φορείς και οργανισμοί που υπάρχουν μόνο για να διορίζονται οι αναρίθμητοι κομματικοί στρατοί; Που την ύπαρξή τους μαθαίνουμε κάθε μέρα και γελάμε και κλαίμε μαζί, με τα σουρεαλιστικά ονόματα αυταπόδεικτης αχρηστίας;
Όχι στην υπονόμευση του κοινωνικού κράτους, λένε, βαφτίζοντας κοινωνικό κράτος την κρατική γραφειοκρατία. Συμφωνούν στη συγχώνευση τμημάτων του δημόσιου που έχει χιλιάδες τμήματα μόνο με διευθυντές και τμηματάρχες χωρίς υπαλλήλους, έτσι ώστε η γραφειοκρατία να μας στοιχίζει τριπλάσια και πενταπλάσια από τις άλλες χώρες της Ευρώπης; Συμφωνούν στη μείωση της φοροδιαφυγής; Διαφωνούσαν με τις αποδείξεις, με τις ταμειακές μηχανές, κάνουν απεργία για να μην τοποθετηθούν 1.000 επιθεωρητές στις εφορίες. Δεν δικάζουν τις φορολογικές υποθέσεις στα δικαστήρια, δεν εισπράττουν τα πρόστιμα στις εφορίες. Δεν έχουμε προσωπικό, λένε. Αλλά κάνουν απεργίες γιατί είναι αντίθετοι στις μετατάξεις. Συμφωνούν να μειωθεί η φαρμακευτική δαπάνη, η οποία μέσα σε μια δεκαετία τετραπλασιάστηκε και έριξε έξω ταμεία και προϋπολογισμό του κράτους;
Όχι στα γενόσημα, λένε, κινδυνεύει η υγεία του λαού. Μόνο του δικού μας, οι άλλες χώρες που χρησιμοποιούν φτηνότερα φάρμακα σε 3πλάσιο ποσοστό από το δικό μας, δεν ξέρουν τι κάνουν. Συμφωνούν να κλείσουν τα καμιά 50αριά ραδιόφωνα και τηλεοράσεις που χρηματοδοτούνται από το δημόσιο χρήμα, αφού δεν έχουμε λεφτά ούτε για συντάξεις;
Κάτω τα χέρια από τη δημόσια ενημέρωση, λένε. Συμφωνούν να σταματήσουν οι πρόωρες συντάξεις, να μη βγαίνουν οι άνθρωποι στα 67 στη σύνταξη για να βγαίνουν κάποιοι άλλοι στα 45 και τα 50; Κάτω τα χέρια από τα κεκτημένα, λένε. Συμφωνούν να κοπούν τα 110 διαφορετικά επιδόματα, αφού κάποιοι άλλοι χάνουν τον ίδιο το μισθό τους; Μας παίρνουν το ψωμί, τη δουλειά, τη ζωή μας, λένε.

Δυόμισι χρόνια, όλοι αυτοί που απεργούν, 
συμφωνούν σε κάποια μείωση ώστε να περιοριστεί το έλλειμμα του δημόσιου τομέα; Γιατί αν συμφωνούν, αν προτείνουν κάτι, μαζί τους. Αν όμως απλώς δεν θέλουν να χάσουν τα δικά τους, τότε το λογαριασμό κάποιος άλλος θα τον πληρώσει. Τα γεγονότα είναι αμείλικτα. Όσα καραγκιοζιλίκια με ναζιστικές σημαίες κι αν κάνουμε, στο τέλος του μήνα ο λογαριασμός θα έρθει. Τα λεφτά που δεν μπορούμε να δανειστούμε από πού θα τα βρούμε; Αν δεν κοπούν αυτά, κάποιος άλλος θα τα πληρώσει. Αυτός που πραγματικά εξοντώνεται. Η μερίδα της κοινωνίας, δηλαδή, που είναι εκτός πελατειακού κράτους. Η κοινωνία που ζει από όσα βγάζει, που δεν μπορεί να απαιτήσει από το κράτος να μη «μειώσει τα κονδύλια».
Τα κόμματα και οι συνδικαλιστές τους που καλούν σ’ αυτές τις καθημερινές σχεδόν απεργίες, αυτό προσπαθούν να αποκρύψουν. Ότι αρνούνται κάθε μείωση στο χρεοκοπημένο δημόσιο τομέα. Ότι στέλνουν το λογαριασμό στους υπόλοιπους. Γιατί το λογαριασμό κάποιος πάντα τον πληρώνει. Γι’ αυτό έχουν εφεύρει το μύθο του «λαού» και των «ξένων». Αν δεν ήταν οι ξένοι, όλοι θα ζούσαμε όπως πριν. Μόνο που δεν γίνεται. Δεν έχουμε πια δανεικά. Ο μύθος κρύβει την ιδιοτελή επιδίωξη: Εγώ να μη χάσω και δεν πάνε να πεθάνουν οι υπόλοιποι.
Είναι λίγο περίεργες αυτές οι διαδηλώσεις που συγκεντρώνουν θύτες και θύματα μαζί. Καμιά διαδήλωση δεν είναι ειλικρινής και προοδευτική, αν δεν περιλαμβάνει δίπλα στο «όχι στην εξόντωση της κοινωνίας» και το «ναι στη μείωση του πελατειακού κράτους».

the paper - Edito 409 | www.athensvoice.gr

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

Φτωχοί, ως Έλληνες


Όσα λεξικά και ν’ ανοίξεις, στο λήμμα «φτώχεια» και «φτωχός», θα συναντήσεις την ίδια ερμηνεία, την ίδια εξήγηση. Ίσως με άλλα λόγια, άλλη απόδοση. Το νόημα, όμως, (θα) παραμένει το ίδιο.
Φτώχεια είναι η χείριστη (και ανύπαρκτη) οικονομική κατάσταση, φτωχός είναι εκείνος που δεν διαθέτει χρήματα ούτε για τα προς το ζην, η φτώχεια έχει στέρηση, εξαθλίωση. Κι αυτό, κανένα λεξικό, καμία εγκυκλοπαίδεια δεν μπορεί να το αποδώσει, με καμία γνωστή, καταγεγραμμένη λέξη στον πλανήτη.
Η αλήθεια είναι ότι μεγάλο μέρος του πλανήτη αντιμετωπίζει κατάματα τη φτώχεια. Βέβαια, μπορείς να κοιτάξεις κάποιον, ίσια στα μάτια, στην περίπτωση που μπορείς να ανοίξεις τα δικά σου, στην περίπτωση που μπορείς να τα κρατήσεις ανοιχτά. Η πείνα, βλέπεις, που είναι ένα από τα αποτελέσματα της φτώχειας, σε κάνει να κλείνεις τα μάτια σου, τα βλέφαρά σου δεν υπακούουν. Η φτώχεια σε κάνει - κυριολεκτικά - να ατενίζεις με δυσκολία τον κόσμο γύρω σου.
Ο όρος «φτώχεια» δεν έκανε ποτέ παρέα με τα χρήματα και έτσι για τον φτωχό δεν υπάρχουν επαρκείς πόροι για την ικανοποίηση βασικών ανθρώπινων αναγκών του. Δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που λένε οι ειδικοί παύλα ειδήμονες, ότι «το κατώφλι των βασικών αναγκών» - που οριοθετεί το όριο της φτώχειας - «διαφέρει από χώρα σε χώρα». Μου είναι ανθρωπίνως αδύνατον να δεχτώ - αυτό που κάποιοι ισχυρίζονται, τρώγοντας, ίσως, το προσούτο τους - ότι «υπάρχουν κάποιοι λαοί που έχουν μάθει να ζουν με τη φτώχεια και την ανέχεια». Η αλήθεια είναι ότι οι λαοί αυτοί, ποτέ, δεν είχαν άλλη επιλογή. Κανείς δεν τους έδωσε ποτέ την ευκαιρία να ζήσουν αλλιώς, να αφήσουν πίσω τους τη φτώχεια.
Μπορώ να δεχτώ, όμως, ότι η έννοια της φτώχειας μπορεί και χωρίζεται στην «απόλυτη φτώχεια» και στη «σχετική φτώχεια».

Ως απόλυτη φτώχεια, κατά την Παγκόσμια Τράπεζα, ορίζεται το ποσοστό του πληθυσμού που ζει με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα.

Ως σχετική φτώχεια, ορίζεται το ποσοστό των ατόμων σε μια χώρα που ζει, ετησίως, με εισόδημα ίσο ή (τις περισσότερες φορές) μικρότερο των 5.000 δολαρίων.

Και κάπου εδώ έρχονται κι άλλοι αριθμοί, που δεν θυμίζουν τίποτε πια από τη γνωστή ρήση του Γεώργιου Παπανδρέου, του «Γέρου της Δημοκρατίας», «Όταν οι αριθμοί ευημερούν, οι άνθρωποι δυστυχούν». Πλέον, οι άνθρωποι συνεχίζουν να δυστυχούν, αλλά και οι αριθμοί είναι σε μια μόνιμη κατρακύλα. Ο Γενικός Διευθυντής της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) Γκάι Ράιντερ, έχει αναφέρει ότι - λόγω της κρίσης - ο αριθμός των ανέργων αυξήθηκε κατά 30 εκατομμύρια άτομα διεθνώς ή κατά 15%, μέσα σε μια τετραετία. Σήμερα, περίπου 75 εκατομμύρια άνθρωποι - από τους περισσότερους από 200 εκατομμύρια ανέργους - είναι νέοι, κάτω των 25 ετών. Σύμφωνα με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας, από αυτούς που έχουν την τύχη να έχουν μια απασχόληση, 900 εκατομμύρια δεν μπορούν να κερδίσουν αρκετά ώστε να βρίσκονται πάνω από το όριο της φτώχειας, όπερ του ενός δολαρίου την ημέρα.
Αντίστοιχα, προ της παγκόσμιας κρίσης, που υπήρχαν δισεκατομμύρια ανθρώπων που ξόδευαν αφειδώς χρήματα, είχε παρατηρηθεί μια νέα ασθένεια που λεγόταν «time poverty». Αυτή, ήταν η «νέα φτώχεια»: Όσοι είχαν χρήματα, δεν είχαν χρόνο να τα ξοδέψουν όπως πραγματικά ήθελαν και, εν τέλει, δεν μπορούσαν να περάσουν πραγματικά καλά. Επειδή, ως γνωστόν, με τα χρήματα μπορείς να αγοράσεις τα πάντα. Αλλά όχι τον χρόνο.
Σήμερα, που είναι 17 Οκτωβρίου, δηλαδή Διεθνής Ημέρα για την Εξάλειψη της Φτώχειας, κάποιοι δεν μπορούν να ασχοληθούν άλλο με αριθμούς, με στατιστικές, με ποσοστά. Δεν προλαβαίνουν, ρε αδερφέ, όλα αυτά τους φαίνονται πολύ μακρινά, ξένα. Τι να σου πει το ότι, με βάση έκθεση του ΟΗΕ, ένα παιδί πεθαίνει - παγκοσμίως - κάθε τρία δευτερόλεπτα απ’ τη φτώχεια, αν δεν είναι το δικό σου παιδί;

Γύρω μας υπάρχουν αναρίθμητες, παρόμοιες, αληθινές, ανθρώπινες ιστορίες, που είναι δίπλα μας, δίπλα σου. Είναι ζωές που καταγράφουν ένδεια, πενία, όπως αλλιώς και να λέγεται η φτώχεια. Υπάρχουν καθημερινές καταστάσεις με ανθρώπους που είναι πραγματικά φτωχοί και εκεί οι όποιες ερμηνείες παύουν, κάπου εκεί τελειώνουν τα λήμματα, εξαλείφονται οι στατιστικές και όλα μαζί θρυμματίζονται μέσα μια άδεια τσέπη. Και σε ένα ακόμα πιο άδειο στομάχι.
Αν θα ευχόμουν κάτι τη σημερινή ημέρα, αν θα ήθελα να γίνει κάτι πραγματικότητα, δεν θα ήταν «να εξαλειφθεί η φτώχεια» - αυτό δεν θα γίνει ποτέ, ας μην έχουμε αυταπάτες. Η ευχή μου θα ήταν να μπορέσουμε να βρούμε τη δύναμη να βοηθήσουμε - με όποιο τρόπο έχουμε - συνανθρώπους μας που είναι πραγματικά φτωχοί, που δεν μπορούν να ζήσουν. Που δεν μπορούν να ζήσουν επειδή δεν έχουν να φάνε, να πιούνε. Που δεν έχουν να φορέσουν ένα ρούχο της προκοπής και (θα) κρυώνουν. Κι όχι επειδή δεν έχουν λεφτά να πάρουν π.χ. το νέο γκάτζετ.
Βάζω δυνατά να ακούσω το «I need a dollar».  Είναι το σάουντρακ της εποχής μας, είναι η μουσική υπόκρουση πάμπολλων ζωών που παλεύουν στο φάσμα της ανέχειας. Ας βοηθήσουμε όποιον μπορούμε δίπλα μας, άλλωστε κανείς, πια, δεν είναι βολεμένος στη ζωή του, όλο αυτό εύκολα ανατρέπεται. Αύριο μπορεί να είμαστε εμείς στη θέση του όποιου πραγματικά φτωχού. Αν το δεις κυνικά, ψυχρά και στις πραγματικές του διαστάσεις, όλοι μας είμαστε εν δυνάμει φτωχοί. Φτωχοί, ως Έλληνες...

Φτωχοί, ως Έλληνες | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon

Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2012

Η νύχτα των βρικόλακων

Μία ομάδα από ημιπαράφρονες που παίζουν τη «Νύχτα των βρικολάκων» μπροστά στην είσοδο ενός θεάτρου δεν είναι απαραιτήτως πρόβλημα. Η χώρα που σέρνεται, δυστυχώς, διαθέτει πλούσια ποικιλία από την πανίδα που αναπτύσσεται στη θερμοκοιτίδα του σκοταδισμού και της αγραμματοσύνης. Το πρόβλημα αρχίζει και γίνεται σοβαρό από τη στιγμή που στους ημιπαράφρονες συμπαραστέκονται ροπαλοφόροι μπράβοι της νύχτας, οι οποίοι φορούν τη στολή του νεοφασισμού. Και γίνεται ακόμη σοβαρότερο αν το εντάξεις στην αλυσίδα από αντίστοιχα «περιστατικά» που έχουν σημαδέψει την πορεία της γενικευμένης κατρακύλας.

«Ο τελευταίος πειρασμός», τα βιβλία του Νίκου Ανδρουλάκη, αλλά και η αποκαθήλωση έργου από την έκθεση Outlook έχουν καταγραφεί στη Μαύρη Βίβλο της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας. Χωρίς να ξεχνάμε ότι στην αποκαθήλωση του έργου από την έκθεση Outlook είχε πρωταγωνιστήσει ο Μιλτιάδης Εβερτ, πρώην αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, άρα υποψήφιος πρωθυπουργός, και πρώην δήμαρχος της Αθήνας. Οπου ο θρησκευτικός σκοταδισμός συναντά το επαναστατικό ισοδύναμό του.

Τον Δεκέμβριο του 2008, τότε που κάηκε η Αθήνα, ομάδες ηθοποιών δραματικών σχολών είχαν εισβάλει σε θεατρικές αίθουσες για να διακόψουν τις παραστάσεις. Στο Εθνικό οι θεατές τούς είχαν χειροκροτήσει όταν έγραφαν στους τοίχους «σκατά στους κουλτουριάρηδες», ο δε εθνικός χορευτής Δημήτρης Παπαϊωάννου είχε διακόψει την παράσταση για να τους δώσει τον λόγο. Οταν με τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Πέτρο Μάρκαρη είχαμε υπογράψει μια επιστολή για να επισημάνουμε πως οι πράξεις αυτές ανοίγουν έναν δρόμο χωρίς επιστροφή, ορισμένες υπογραφές, κατ’ επάγγελμα προοδευτικές, σε κατάσταση διονυσιασμού έψαλλαν άριες για την επαναστατικότητα των νέων, την οποία εμείς οι αρτηριοσκληρωτικοί αδυνατούμε να κατανοήσουμε.

Ακολούθησαν οι επιθέσεις στη Σώτη Τριανταφύλλου, στο έργο του Μισέλ Φάις στο Θέατρο Τέχνης από χουλιγκάνους του ΠΑΟΚ και τώρα στο Χυτήριο. Τι διαφορά έχουν οι επαναστατημένοι νέοι που διακόπτουν μια θεατρική παράσταση από τη μυστακοφόρο θεούσα, τον χουλιγκάνο και τον ροπαλοφόρο της Χρυσής Αυγής; Στο ρεπερτόριο θα πρόσθετα και όσους ασχημονούν για να κερδίσουν δημοσιότητα, κρεμώντας κουρελοπανό στα Προπύλαια ή στα τείχη της Ακρόπολης. Υποθέτω ότι άλλοι αναλυτές, πιο εκλεπτυσμένοι από εμένα, θα μπορούν να μας παρουσιάσουν ικανές διατριβές για τις διαφορές που υπάρχουν από την μια στην άλλη περίπτωση. Εγώ όμως, που δεν διαθέτω τα εκλεπτυσμένα μέσα τους, δυσκολεύομαι να βρω τις αποχρώσεις και τις διαφορές. Διότι το θέμα δεν είναι πολιτικό. Το θέμα είναι πολιτισμικό, και μάλιστα βαθιά πολιτισμικό. Μπορεί την ελευθερία της έκφρασης και την τέχνη να τις προστατεύουν διάφοροι νόμοι και θεσμοί της πολιτείας, όμως αυτό που στην πραγματικότητα την προστατεύει είναι ο σεβασμός ο οποίος πηγάζει από την πίστη ότι η ύπαρξή της είναι κοινωνικά αναγκαία. Κι αυτό δεν είναι θέμα Αστυνομίας. Είναι θέμα παιδείας.

Δεν είναι δύσκολο να κάψεις ένα βιβλιοπωλείο, να τα σπάσεις σε μια λογοτεχνική εκδήλωση ή να τραμπουκίσεις σε ένα θέατρο. Σε αντίθεση με τα σκυλάδικα, που κανέναν δεν μοιάζουν να ενοχλούν, αυτοί οι χώροι δεν διαθέτουν προστασία. Αυτό που σε κρατάει για να μην κάψεις βιβλία είναι το ίδιο αντανακλαστικό που σε κρατάει να μη σκοτώσεις. Ο νόμος που παραβιάστηκε προχθές, όπως και σε όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις, είναι ένας από τους συστατικούς νόμους του πολιτισμού μας. Κι αυτός ο πολιτισμός μας απειλείται από το καθεστώς της γενικευμένης ανομίας που ήρθε ο καιρός να καταλάβουν κάποιοι πως ισοδυναμεί με τον ολοκληρωτισμό της πιο στυγνής ανελευθερίας.
Η νύχτα των βρικόλακων | Τάκης Θεοδωρόπουλος | Μεταρρύθμιση

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

Θρησκευόμενα Γυμνάσια

Επί 1605 πρωινά, από την πρώτη Δημοτικού μέχρι την στιγμή που θα τελειώσει το Γυμνάσιο, ένας Έλληνας μαθητής μετέχει στην πρωινή προσευχή με εκατοντάδες βλέμματα και πολλά ντεσιμπέλ από γέλια και ψιθύρους να τον έχουν ως αποδέκτη. Κι αν αυτό για κάποιους είναι θεμιτό και απαραίτητο και για άλλους ανελεύθερο και προσβλητικό, μέσα στις αίθουσες τα πράγματα είναι χειρότερα. Μπείτε στον κόπο και δείτε το ΦΕΚ 2129 της 14ης Οκτωβρίου του 2008. Θα παρατηρήσετε πως στα Γυμνάσια οι μαθητές διδάσκονται δύο ώρες την εβδομάδα Θρησκευτικά. Όσες δηλαδή Αρχαία (μετάφραση) και Νεοελληνική Λογοτεχνία. Λιγότερες από Μαθηματικά, αλλά περισσότερες από Φυσική και Χημεία. Αυτές, μάλιστα, απουσιάζουν από την πρώτη τάξη.

Τα παιδιά φεύγουν από το Γυμνάσιο έχοντας κάνει τριπλάσιες ώρες Θρησκευτικά από όσο Χημεία και μιάμιση φορά παραπάνω από Φυσική. Το περιβάλλον και τα φαινόμενά του, οι ουσίες και οι δυνάμεις που ασκούνται στο σύμπαν -από όλα και προς όλα τα αντικείμενα- αξιολογούνται λιγότερο σημαντικά από ό,τι η ζωή των Αποστόλων και οι παραβολές του Κυρίου. Προφανώς, η Πληροφορική παραμένει κάτι ξένο στη ζωή μας και συνεχίζει να θεωρείται, στο 2012, απαραίτητη  «κατά το ήμισυ» σε σχέση με το συγκεκριμένο μάθημα (σελ. 5). Πάμε να μιλήσουμε ακόμη πιο απλά.

Μέσα στο χρόνο, ένας μαθητής της Β’ Γυμνασίου θα κάνει 20 ώρες Χημεία, το ελάχιστο όριο για να θεωρηθεί έγκυρη η χρονιά. Από την στιγμή που υπάρχουν τρία τρίμηνα και σε καθένα από αυτά θα πρέπει να χωρέσει τουλάχιστον ένα ωριαίο διαγώνισμα, οι διαθέσιμες ώρες γίνονται 17 και από αυτές πρέπει να αναλωθούν, τουλάχιστον, έξι για εργαστηριακή εξάσκηση. Το σύνολο 11. Ας μην είμαστε καχύποπτοι και ας υποθέσουμε πως το βήμα για την παρέλαση δεν κόβει καμία ώρα κανενός μαθήματος, πως απεργίες δεν γίνονται και πως οι καθηγητές είναι τόσο ευσυνείδητοι που το όποιο κενό δημιουργηθεί λόγω κάποιας πιθανής απουσίας τους θα το αναπληρώσουν. Μία ώρα αφιερώνεται για να εξηγηθεί η ύλη των εξετάσεων και το ύφος των θεμάτων. Συνολικά 10 ώρες, σχεδόν όσες περνά ο πατέρας και η μητέρα του στη δουλειά κάθε ημέρα. Κι όλα αυτά, χωρίς εκδρομές και χωρίς κακοκαιρίες, αφού δεν κλείνουν ποτέ τα σχολεία με τις χιονοπτώσεις στην Ελλάδα και χωρίς άλλα απρόοπτα.

Τα παιδιά απορρίπτουν την επιστήμη και τρομάζουν στις πρώτες τους επαφές με την έρευνα. Κι όμως, αυτή δεν είναι δική τους επιλογή. Δεν είναι κοπάνα για καφέ, δεν είναι απουσία για μπάλα στο προαύλιο, αλλά πρόκειται για διατάξεις και αποφάσεις με σφραγίδες και υπογραφές υπουργών και διευθυντών. Το 2005, η Ελλάδα ήταν 3η στον κόσμο ως προς το σφιχτό εναγκαλισμό του κράτους και της θρησκείας, πίσω από Τουρκμενιστάν και Ιράν. Αν ψάξετε πού είναι η Ζιμπάμπουε, θα την βρείτε στην 50η θέση, την Τουρκία στην 44η, την Αυστραλία στην 77η κ.ο.κ. Αυτό εξηγεί –σε κάποιο βαθμό- και τον σκοταδισμό των νέων, τις επιλογές τους στη ζωή και τον τρόπο συμπεριφοράς στο κοινωνικό σύνολο. Όσο ένα παιδί 13-16 ετών δεν μαθαίνει να αμφισβητεί και να ερευνά, αλλά αντίθετα διαβάζει σε σελίδες βιβλίων πως πρέπει να ακούει και να δέχεται άκριτα ότι προστάζει το δόγμα, τότε μην περιμένετε πολλά για το μέλλον.

Απαραίτητα είναι όλα∙ και τα Θρησκευτικά και τα Καλλιτεχνικά και τα Μαθηματικά. Η αναλογία είναι, όμως, αυτή που φέρνει τη σωστή χημεία. Όπως το μάθημα. Όπως στην καθολική Ιταλία (μισές ώρες από όσο μουσική και μηχανοκίνητος αθλητισμός), όπως στην Πορτογαλία (στο 1/3, σελ. 71-72) και όπως σε πολλές άλλες χώρες. Είναι περιττό να σας δώσω κι άλλα στοιχεία, δεν είναι στατιστικό το θέμα. Αφορά την κατεύθυνση προς την οποία έχουμε αποφασίσει να δείξουμε με το δάχτυλο στα νέα παιδιά. Και όσο το χέρι τεντώνεται προς τα εξώφυλλα με τα φωτοστέφανα, τόσο θα εναποθέτουμε τις ελπίδες για την παιδεία μας σε κάποια ανώτερη δύναμη.
Το άρθρο αντλήθηκε από εδώ Θρησκευόμενα Γυμνάσια | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon

Ημείς οι ξένοι

Να παίξουμε λίγο. Θα αντιγράψω μια κουβέντα και θα βρείτε τίνος είναι: «Έχουν γεμίσει οι μετανάστες τα νηπιαγωγεία και οι Έλληνες δεν μπορούν να μπουν στον παιδικό σταθμό. Αυτό τέρμα. Είναι ορισμένα πράγματα που κι εμένα με ενοχλούν όσο εσάς αλλά θα πρέπει να σταματήσουμε την καραμέλα ότι είναι ρατσισμός». Μην πάει ο νους σας στα αυτονόητα. Το έχει πει ο πρωθυπουργός απαντώντας σε ερωτήσεις πολιτών στην ενημερωτική πλατφόρμα e-nikos.gr.
Ο κ. Αντώνης Σαμαράς έκανε λάθος. Δεν πρόκειται για λάθος τοποθέτηση αλλά για πραγματολογικό σφάλμα. Δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τα στοιχεία που παρέχει το ίδιο το κράτος. Για πέμπτη χρονιά εφέτος υλοποιείται η δράση «Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής» που απευθύνεται σε εργαζόμενες μητέρες. Καλύπτει τα έξοδα σταθμού για βρέφη και νήπια (από 2.900 ως 3.700 ευρώ ανάλογα με την ηλικία και τη σίτιση). Τα χρήματα καταβάλλονται απευθείας στους σταθμούς εκ των οποίων το 70% είναι δημοτικοί.
Υποβλήθηκαν 78.000 αιτήσεις αλλά ικανοποιήθηκαν λιγότερες από τις μισές. Τα ποσοστά των αιτήσεων: 95,3 από Ελληνίδες, 1,5% από γυναίκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 3,2% από ξένες χώρες. Δεν έχουμε συγκεντρωτικά στοιχεία για την τελική επιλογή όμως ακόμη κι αν είχε δοθεί απόλυτη προτεραιότητα στα παιδιά μεταναστών, το ποσοστό δεν θα ξεπερνούσε το 9%. Κακώς δεν ανακοινώνονται κάθε χρόνο οι στατιστικές για να μην σέρνονται φήμες. Κακώς δεν έχουν διατυπωθεί τόσο καιρό με σαφήνεια ότι υπάρχουν κριτήρια επιλογής τα οποία δεν έχουν σχέση με την καταγωγή του παιδιού αλλά με την επαγγελματική και οικονομική κατάσταση των γονέων.
Ο υπουργός Εσωτερικών κ. Ευριπίδης Στυλιανίδης ζήτησε στατιστικά για τους παιδικούς σταθμούς. Εχει μικρότερη σημασία η αφορμή με την οποία τα ζήτησε. Το πρωτεύον είναι ότι μια οργανωμένη κοινωνία δεν μπορεί να βαδίζει στα κουτουρού και να ανακυκλώνονται εντυπώσεις. Κάθε υπουργός έχει το δικαίωμα και την υποχρέωση να χαρτογραφεί τον τομέα ευθύνης του. Κατόπιν καθένας θα ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο τα δεδομένα -καλύτερα τα δεδομένα από αφηγήσεις της γειτονιάς.
Στην ανακοίνωση του υπουργού υπάρχει ένα σημείο που σηκώνει συζήτηση. Είπε: «Είμαστε υποχρεωμένοι να δείξουμε το θετικό πρόσωπο της Ελλάδας ακόμα και σε αυτά τα παιδιά, που τυχαίνει να είναι παιδιά παράνομων μεταναστών». Υπάρχει κοινή υπουργική απόφαση (Εσωτερικών/ Υγεία, Πρόνοιας) του 2002 που ορίζει ρητά ότι για να γίνει δεκτό ένα παιδί πρέπει οι γονείς να εργάζονται ή να λαμβάνουν επίδομα ανεργίας και στην περίπτωση που είναι αλλοδαποί να έχουν έγγραφα νόμιμης παραμονής. Ισχύει δηλαδή για όλους το ίδιο: όλοι οι γονείς φορολογούνται,  όλοι έχουν κρατήσεις στις αποδοχές τους, οι οποίες συντηρούν το κοινωνικό κράτος.
Υπάρχουν δυο παράμετροι που δημιουργούν στρεβλές εντυπώσεις για τα παιδιά των μεταναστών.
Η πρώτη αφορά την ευκολία να πάρει κάποιος άδεια παραμονής. Ακόμη κι αν εισέλθει παρανόμως στη χώρα, κάποια στιγμή θα λάβει έγγραφο που θα του επιτρέπει τη σύντομη διαμονή. Μπορεί να μείνει μέχρι να φύγει. Αν λοιπόν βρει εργοδότη, ξαναπαίρνει μικρή άδεια παραμονής, ξαναπαίρνει και κάποια στιγμή πάει για την δεκαετή. Αυτή η ευκολία είναι που κουρδίζει τους γονείς οι οποίοι θίγονται από τις επιλογές στους παιδικούς σταθμούς. Γιατί υπάρχει νομοτέλεια: οι άρτι αφιχθέντες μετανάστες έχουν χαμηλότερους μισθούς άρα έχουν προτεραιότητα. Παίρνουν μόρια δυσπραγίας.
Η δεύτερη παράμετρος αφορά τον μεγάλο αριθμό παιδιών που μένουν εκτός δομών. Μόνο από την προαναφερθείσα δράση απορρίφθηκαν περί τις 35.000 αιτήσεις. Υπολογίζεται όμως ότι έμειναν εκτός παιδικών σταθμών 55.000 βρέφη και νήπια. Είναι αριθμός ικανός να προκαλέσει εκτεταμένη δυσαρέσκεια. Και όταν λειτουργεί το θυμικό δεν αναδεικνύεται το πιο απλό: πρόκειται για το άθλιο αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών. Δεν είναι φετινό ούτε περσινό το φαινόμενο. Το ελληνικό κράτος ήταν σαφές απέναντι στα διλήμματα. Χρηματοδοτούσε το ποδόσφαιρο αντί για τους παιδικούς σταθμούς, έδινε λεφτά για τη Γιουροβίζιον αντί να στηρίζει κοινωνικά προγράμματα. Ούτε και τώρα δίδονται χρήματα από τον προϋπολογισμό. Είναι κονδύλια του ΕΣΠΑ, δηλαδή χρήματα αλλονών, εν ολίγοις χρήματα από αλλοδαπούς που για ανθρωπιστικούς λόγους βοηθούν ημάς τους φτωχότερους.

To άρθρο της Λώρης Κέζα αντλήθηκε από εδώ ΤΟ ΒΗΜΑ - Ημείς οι ξένοι - γνώμες

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

Αχάριστε Ρωμιέ!

Αν επισκεφθεί κανείς τα γραφεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης στην Μπανγκόγκ δύσκολα να χάσει μία μεγάλη φωτογραφία πού στολίζει το γραφείο του διευθυντή. Στη φωτογραφία εικονίζεται ο γενικός διοικητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας Χαμανροβίτ Θουπκραγιάνγκ μαζί με τον τέως πρωθυπουργό Θαξίν. Κάτω από την φωτογραφία υπάρχει η λεζάντα: « Ότι είμαι σήμερα αυτό το οφείλω σε εσένα αδελφέ». Προσωπικά όταν είδα την φωτογραφία έμεινα άφωνος. Ήταν πρώτη φορά πού έβλεπα μια τόσο άμεση αναγνώριση εκ μέρους του ωφελημένου του τεράστιου ρόλου πού έπαιξε ο πολιτικός στην επαγγελματική του εξέλιξη. Πρώτη φορά  επίσης έβλεπα  τον ευεργετημένο  του πελατειακού συστήματος να δημοσιοποιεί με τέτοιο τρόπο την  ευγνωμοσύνη προς τον πολιτικό του πάτρωνα.

Πόσο διαφορετικά από την Ελλάδα! Υπάρχει άραγε ΔΕΚΟ ή δημόσια υπηρεσία όπου στο γραφείο του διευθυντή θα βρείτε ανηρτημένη την φωτογραφία του Ανδρέα η του Μητσοτάκη η του  Καραμανλή(τζούνιορ)   με την λεζάντα «Ότι είμαι σήμερα το οφείλω σε εσένα αδελφέ»; Όχι μόνο δεν υπάρχει αλλά είμαι σίγουρος ότι ούτε ένας από τους 1,5 εκατομμύρια δημόσιους υπάλληλους δεν θα παραδεχθεί ποτέ ότι ο διορισμός του οφείλεται στο μακρύ χέρι του προστάτη του. Ο αργόμισθος  στον ΟΣΕ πού έπαιρνε 5000 τον μήνα –περισσότερα από ότι βγάζει ένας μικροπωλητής στο Ανόι με δεκαπλάσια παραγωγικότητα  όλο τον χρόνο-ο συνδικαλιστής της ΔΕΗ που «τακτοποιήθηκε» σε αυτή την θέση για να μην κουράζεται , ο δημοσιογράφος της ΕΡΤ πού διορίσθηκε στο διπλωματικό ρεπορτάζ χωρίς να ξέρει ξένη γλώσσα -κανείς τους δεν πρόκειται ποτέ να παραδεχτεί ότι δεν οφείλουν την θέση και την επαγγελματική τους ανέλιξη αποκλειστικά και μόνο   στις ικανότητες γνώσεις και ταλέντο τους.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το σημείο που διαφοροποιεί το μίζερο ελληνικό πελατειακό σύστημα από τα μεγαλοπρεπή πελατειακά συστήματα της Άπω Ανατολής. Ένα άλλο διαφοροποιητικό στοιχείο αφορά και την συμπεριφορά  πού αναμένεται  να επιδείξει ο ευεργετημένος  σε περίπτωση που ο φού γιάι (πάτρωνας) του αντιμετωπίζει προβλήματα.

Στην Ασία  το ιδεώδες(πού ομολογουμένως δεν τηρείται πάντοτε ) είναι ότι ο ευεργετημένος θα πρέπει να προσφέρει τα πάντα, ακόμα και την ζωή του, για να βοηθήσει τον φου γιάι  του. Η εικόνα του μπάο(υπηρέτη) πού πέφτει στο σπαθί για να σώσει την ζωή του νάι(αφεντικού) είναι το ιδεώδες μοντέλο κάθε πελατειακής σχέσης στην Ασία. Όταν πρόσφατα ο 27χρονος  κληρονόμος της αυτοκρατορίας Red Bull Βοριαούθ «Μπός» Γιουβιδιχια παρέσυρε ένα αστυνομικό με την κόκκινη Φεράρι του, ο οδηγός της οικογένειας έσπευσε αμέσως να αναλάβει την ευθύνη ισχυριζόμενος ότι αυτός οδηγούσε εκείνη την στιγμή.

Στην Ελλάδα ισχύει  το ακριβώς αντίθετο. Μόλις το αφεντικό φαίνεται να έχει προβλήματα οι ωφελημένοι όχι απλά σπεύδουν να τον εγκαταλείψουν αλλά και να τον κατασπαράξουν. Μόλις ένοιωσαν να εξασθενεί το αφεντικό, οι μάζες των ευεργετημένων, φορώντας την μάσκα του «αγανακτισμένου», γέμισαν δρόμους και πλατείες. Μόλις είδαν τον φου γιάι τους να παραπατά έσπευσαν να αναζητήσουν νέους φου γιάι στον Τσίπρα στον Μιχαλολιάκο.

Τέτοια αχαριστία θα θεωρείτο το άκρων άωτο της αγένειας στην Άπω Ανατολή. Στην Ελλάδα οι πολιτικοί σχολιαστές το ονομάζουν «πολιτική χειραφέτηση» και απελευθέρωση από «τα δεσμά του δικομματισμού». Στην Άπω Ανατολή θα το χαρακτήριζαν απλά «αγένεια» και «αχαριστία» 
το άρθρο του Τάκη Μϊχα εδώ Αχάριστε Ρωμιέ! | ΘΕΜΑΤΑ | Protagon