Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω


Σε μια χώρα όπου το χρέος ανέρχεται στο 160,5% του ΑΕΠ, όπως ανακοινώθηκε προχθές από την Eurostat, και όπου όλοι χρωστούν κάπου και κάποιοι τους χρωστούν, είναι εντυπωσιακό ότι δεν έχει γίνει ποτέ μια σοβαρή συζήτηση περί χρέους. Όχι του οικονομικού, αλλά αυτού που συνδέεται με την ηθική υποχρέωση και το καθήκον.
Ως πολίτες μιας χώρας τι είμαστε υποχρεωμένοι ηθικά να πράξουμε; Και πιο συγκεκριμένα: Ως πολίτες μιας χώρας με ένα αποτυχημένο κράτος, αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα, διαφθορά σε όλα τα μήκη και πλάτη, απουσία ουσιαστικού πολιτικού λόγου, έλλειψη παιδείας, έξαρση της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας και εν γένει του φόβου του διαφορετικού, τι είμαστε υποχρεωμένοι ηθικά να πράξουμε;
Κι όμως, ο πιο έντονος αγώνας που γίνεται στην Ελλάδα είναι, δυστυχώς, αυτός για τη διατήρηση του status quo. Είναι το μόνο πράγμα στο οποίο συμφωνούν κόμματα, συνδικαλιστές, μικροαπατεώνες, η εκκλησία, η Χρυσή Αυγή και οι γκρούπις του Αντώνη Ρέμου στη Μύκονο. Ο καθένας, για δικό του λόγο θεωρεί ότι τα πράγματα καλό είναι να παραμείνουν ως έχουν, βάσει της δικής του εικονικής πραγματικότητας. 
«Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω», φωνάζουν οι συνδικαλιστές. Μου χρωστάς να με έχεις στο δημόσιο. Δεν έχει σημασία αν είμαι καλός ή κακός σε αυτό που κάνω, αν υπάρχει ρόλος για μένα στον οργανισμό που με τοποθέτησες. Μου χρωστάς να με κρατήσεις, και να με πληρώνεις. Για πάντα. Δεν με νοιάζει πού θα βρεις τα λεφτά. Είναι δικό σου πρόβλημα.
«Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω», φωνάζουν πολλοί στον ιδιωτικό τομέα. Μου χρωστάς, και επειδή δεν μου τα δίνεις, με εξωθείς στο να κλέβω. Παρεμπιπτόντως ο ΣΔΟΕ σε ελέγχους που πραγματοποίησε μεταξύ 15 Ιουνίου-15 Ιουλίου διαπίστωσε παραβατικότητα της τάξης του 85% σε τουριστικές περιοχές και επιχειρήσεις σχετιζόμενες με τον τουρισμό.
«Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω», φωνάζουν οι ψηφοφόροι, που πλέον μουντζώνουν τη Βουλή που εξέλεξαν. Μου χρωστάς, γιατί σε ψήφισα. Ήρθε η ώρα να ξεπληρώσεις το χρέος. Μου χρωστάς να κάνεις τα στραβά μάτια. Παρεμπιπτόντως η έκθεση της Διεθνούς Διαφάνειας που δημοσιεύτηκε προ ολίγων ημερών αποκαλύπτει ότι 1 στους 5 Έλληνες χρημάτισε δημόσιο λειτουργό και ότι το δούναι και λαβείν συνεχίζεται.
«Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω», φωνάζουν στην Ψαρρού προς την πλευρά της Γερμανίας. Μου χρωστάς γιατί στη γλώσσα σου οι μισές λέξεις είναι ελληνικές, έτρωγες βελανίδια όταν εμείς τετραγωνίζαμε τον κύκλο, αλλά την καψούρα, το μεράκι και το φιλότιμο δεν μπορείς να τα μεταφράσεις, κουφάλα, ενώ εμείς σχηματίζουμε καρδιές με άδεια μπουκάλια Moët.
Στα αγγλικά υπάρχει η λέξη «entitlement» η οποία δύσκολα αποδίδεται στα ελληνικά. Συνήθως μεταφράζεται ως «δικαίωμα», δηλαδή όπως ακριβώς και η λέξη «right», ενώ σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό. Τα δικαιώματα-rights είναι θεμελιώδη, αναφαίρετα και καθολικά (π.χ. τα ανθρώπινα δικαιώματα, το δικαίωμα στη δωρεάν εκπαίδευση κ.λπ). Τα δικαιώματα-entitlements έχουν να κάνουν με πράγματα που δικαιούσαι να έχεις βάσει θέσης ή τίτλου, υπαρκτού ή ανύπαρκτου, δίκαιου ή άδικου (π.χ. επιδόματα όπως αυτά για το πλύσιμο των χεριών ή για φωτοτυπίες, δωράκια, η άποψη ότι αν είσαι γιος βουλευτή δικαιούσαι κι εσύ μια θέση στην επόμενη Βουλή, η άποψη ότι αν είσαι συνεπής στο κόμμα δικαιούσαι τη νομιμοποίηση ενός αυθαιρέτου και την πρόσληψη μιας μικρανεψιάς, η άποψη ότι αν μένεις σε ένα σπίτι μπορείς να καπαρώσεις τη θέση στάθμευσης μπροστά του με δυο καφάσια κ.λπ.). Ίσως το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα αυτά τα δύο τα έχουμε μπερδέψει. Το συνδικαλιστικό κίνημα, και όχι μόνο, θεωρεί ότι η άρνησή του να τα διακρίνει, θα αναγάγει τα entitlements σε rights και θα τα σώσει, χωρίς ενδεχομένως να αντιλαμβάνεται ότι τελικά συμβαίνει το αντίστροφο: Ότι μαζί με τα entitlements που χάνονται, χάνονται και δικαιώματα, από λάθος χειρισμό.
Σε μια κυβέρνηση που κάνει σφάλματα το ένα μετά το άλλο, έρχεται να αντιπαρατεθεί μια επίσημη και μια ανεπίσημη αντιπολίτευση που δεν έχει να προτείνει κάτι πέραν του δόγματος «μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω». Πόσοι έχουν συνειδητοποιήσει ότι το μεγαλύτερό μας έλλειμμα αυτήν τη στιγμή δεν είναι οικονομικό, αλλά ηθικό και διανοητικό;

Στο πανεπιστήμιό μου, κάθε μέρα περνούσα δίπλα από μία πινακίδα με τη ρήση του John F Kennedy: «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα, ρώτα τι μπορείς να κάνεις εσύ για τη χώρα σου». Όταν την έβλεπα, τη θεωρούσα ένα ακόμα κλισέ και με την καθημερινή επαφή είχα χάσει το νόημά της. Τώρα την έχω διαρκώς στο μυαλό μου. Η φράση αυτή μιλάει για αυτό το άλλο χρέος. Το καθήκον του κάθε μεμονωμένου πολίτη, του «μέσου Έλληνα» που είναι και η φράση της εβδομάδας: Να πληρώνει αυτό που του αναλογεί, να ψηφίζει χωρίς ιδιοτέλεια, να σέβεται τους νόμους, να τον νοιάζει αν το σύνολο είναι καλά γιατί τότε μόνο θα είναι και ο ίδιος καλά, να έχει ανοιχτά τα μάτια του και το μυαλό του, να αγαπά την πρόοδο και τον πλησίον του, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας, σεξουαλικού προσανατολισμού, αναπηρίας, ασθένειας, ποδοσφαιρικής ομάδας και γούστου στη μουσική. Αυτό είναι το χρέος μας και, εντέλει, αυτή είναι και η μοναδική μας ελπίδα.
Μου χρωστάς, δεν σου χρωστάω | ΕΛΛΑΔΑ | Protagon

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Γύρνα στον άντρα σου


Επαρχιακό αστυνομικό τμήμα, μεσημεράκι Ιουλίου. Αποπνικτική ατμόσφαιρα, πανάρχαιο κλιματιστικό, ελάχιστη κίνηση: ένας παππούς που κάθεται σιωπηλός και ταλαιπωρημένος σε μία καρέκλα μαζί με έναν νεαρό, πιθανότατα δικηγόρο, που μιλάει συνεχώς στο κινητό του.
Περνάει διστακτικά την κεντρική είσοδο. Είναι πολύ νέα σε ηλικία και ο τρόπος που κινείται δείχνει τρομερή νευρικότητα. Κρατάει πολύ σφιχτά την τσάντα της, είναι αναμαλλιασμένη και κλαμένη. Ο λαιμός της είναι γεμάτος κατακόκκινα σημάδια, σαν κάτι να προσπάθησε να την πνίξει πρόσφατα, και στα χέρια της υπάρχουν μελανιές όλων των διαστάσεων. Περπατάει διερευνητικά κοιτώντας γύρω-γύρω σαν χαμένη, μέχρι που φτάνει μπροστά στην ανοιχτή πόρτα ενός γραφείου. «Η μαντάμ;» ακούγεται μία γαϊδουροφωνάρα από τα έγκατα του γραφείου και ξεπροβάλλει ένα μπλε, θεόρατο, χοντρουλό, διαβολικό καρτούν ή, αλλιώς, «λέγε με υπεύθυνο για την προστασία της τάξης και της ασφάλειας των Ελλήνων πολιτών».
Η κοπέλα κομπιάζει, γιατί καταλαβαίνει πως πρέπει να εκθέσει το πρόβλημά της στο διάδρομο, όρθια, μπροστά σε «κοινό», αλλά το καρτούν απαιτεί εκνευρισμένο: «πείτε μας, μαντάμ, έχουμε και δουλειές...». « Ο σύζυγός μου... με χτύπησε....» προσπαθεί με κόπο, «δηλαδή με χτυπάει συνέχεια.... θέλω να φύγω.... έφυγα δηλαδή από το σπίτι το πρωί... πήγα στη μητέρα μου... θέλω να κάνω μήνυση... πώς να...». Δεν προλαβαίνει να τελειώσει τη φράση του το κορίτσι και το καρτούν βαριεστημένο απαντά μηχανικά: «για τη μήνυση πρέπει να περιμένετε τον αξιωματικό υπηρεσίας, σε λίγο θα είναι εδώ, πρέπει να δώσετε και 150 ευρώ». Η κοπέλα σαστίζει: «πόσα; Δεν έχω μαζί μου τόσα χρήματα. Είναι πάρα πολλά... Δεν ξέρω πού να τα βρω τώρα... Δεν...». Το καρτούν, τσαντισμένο όσο ποτέ, δίνει τη λύση: «ε, βρες τα πρώτα και έλα μετά να την κάνεις, άμα είναι...» και πάει να ξανακαθίσει στην ξεχαρβαλωμένη καρέκλα του γραφείου του.
Εκείνη τη στιγμή, μετά από αυτή την αφοπλιστική ετοιμότητα διαχείρισης περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας εκ μέρους των αστυνομικών αρχών, παρεμβαίνει ο νεαρός: « ενδεχομένως η κυρία θα μπορούσε να πληρώσει τα 100 ευρώ τώρα και τα υπόλοιπα 50 που αντιστοιχούν στην άσκηση πολιτικής αγωγής να τα δώσει αργότερα...». Τότε το καρτούν ξεσπά αγανακτισμένο: «κοίτα, παλικάρι, εγώ αυτά τα πράγματα δεν τα ξέρω, τα λεφτά τα θέλω τώρα... και στο κάτω-κάτω, κυρά μου, πολλή σημασία δίνεις... Άντρας είναι, νεύρα έχει... Μη χαλάς το σπίτι σου για βλακείες... Πήγαινε και ρίξε λίγο νερό στο πρόσωπό σου, κάνε του και κανένα καλό φαγάκι και όλα θα στρώσουν»...
Η κοπέλα πνίγει με δυσκολία έναν λυγμό, κοιτάει το πάτωμα, κάνει μεταβολή κρατώντας πάντα πολύ σφιχτά την τσάντα της, σαν να θέλει να πιαστεί από πάνω της, και φεύγει σχεδόν τρέχοντας.
Γύρνα στον άντρα σου | ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ | Protagon

Ο Πόε, ο Λάκης και ο κ. Χατζάκης

Του Τάκη Θεοδωρόπουλου
«Ελλάδα Βέμπο μου και Μέριλι Μονρόε, Ελλάδα Ελύτη μου και Εντγκαρ Αλαν Πόε, Ελλάδα μάγισσα παρθένα και τροτέζα μου...» Οσοι έτυχε να ακούσουν τη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου να τραγουδάει τους ως άνω στίχους και αναρωτήθηκαν ποια η σχέση της Βέμπο με τη Μέριλιν και του Οδυσσέα Ελύτη με τον δημιουργό του «Αναμπελ Λι», σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβουν τι εστί Ελλάς. Δεν είχαν την ευαισθησία να γευθούν τη μαγεία της άσκοπης παρόλας, η οποία στόχο έχει τη δημιουργία ατμόσφαιρας ελαφρώς αισθησιακής, ως η Μέριλιν, βαρύτατα και καταθλιπτικώς διανοουμένης, ως ο Πόε, αμιγώς ελληνικής, ως ο Ελύτης, και κάπως νοσταλγικής, ως η Βέμπο. Δεν γεύθηκαν τον απέραντο χυλό της καλλιτεχνικής αφασίας του ό,τι να ’ναι, που μονοπώλησε τα γούστα στα χρόνια της τρέλας.
Στη συνταγή όλα χωρούσαν. Ολα; Μα όλα. Και ο Σεφέρης, και ο Ελύτης, και η Μελίνα, και ο Καραγκιόζης, και ο Μακρυγιάννης, και ο Ρίτσος, και το ρεμπέτικο, και το ποιοτικό, και ο Μπέκετ, και η επιθεώρηση, και ό,τι άλλο έβγαζε στην επιφάνεια τα πάθη και τους καημούς της «τροτέζας που θα ’θελε να είναι παρθένα», ή της παρθένας που θα ήθελε να της δοθεί η χάρη να γίνει τροτέζα επιτέλους. Γιατί όλα έπαιζαν στα χρόνια της τρέλας, και όλοι τα ήθελαν όλα. Και η διανοούμενη πρωτοπορία ονειρευόταν να γεμίζει το θέατρο με μάζες και οι μαζικοί διασκεδαστές δεν έπεφταν να κοιμηθούν αν δεν είχαν ρίξει δυο-τρεις αλήθειες στο πολυπληθές κοινό τους. Και χρήμα να βγάλουμε και πνεύμα να καταναλώσουμε.
Οπου και η διαφορά της δικής μας Ελλάδας από την παλαιότερη. Διότι την δεκαετία του πενήντα υπήρχε ο Σακελλάριος, υπήρχε και ο Κουν. Οπου ο Κουν έπαιζε Μπέκετ στο Υπόγειο της Σταδίου και δεν ζήλευε τις μάζες που πήγαιναν να δουν Σακελλάριο. Και ο ένας και ο άλλος ταλαντούχοι στο είδος τους. Και ποτέ δεν είπε ο Σακελλάριος πως κάνει την ίδια δουλειά με τον Κουν. Στα χρόνια της τρέλας, όμως, ο Λαζόπουλος ανέλαβε τον ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή των μαζών που το φάντασμα του Κουν ονειρευόταν να γεμίσουν το θέατρό του.
Οι σκέψεις αυτές μου ήρθαν στο μυαλό διαβάζοντας το ρεπερτόριο του Εθνικού που ανακοίνωσε ο νέος καλλιτεχνικός του διευθυντής, Σωτήρης Χατζάκης. Οπου ο Λαζόπουλος και ο Φιλιππίδης θα αναλάβουν τον ρόλο του κράχτη για την κρατική σκηνή και ο Ο’ Νιλ και ο Δάντης θα επιτελούν τον ευγενή ρόλο του ξεκαρφώματος. Μια και ο λόγος για τον οποίον υπάρχει η κρατική σκηνή είναι, εκτός των άλλων, και παιδευτικός. Ο δε πρόεδρος του Δ.Σ. και συνεργάτης του κ. Χατζάκη Σταύρος Ξαρχάκος φέρεται να είπε «ή ο Λαζόπουλος ή εγώ» και υπέβαλε την παραίτησή του. Υποθέτω ότι κάποτε, κάποιοι, αν ακόμη υπάρχει κάποια Ελλάδα για να ενδιαφερθούν ιστορικοί ή ανθρωπολόγοι, θα κρίνουν ώς ποιο σημείο η αντιμετώπιση της παιδείας ως σημαία ευκαιρίας ευθύνεται για την πανωλεθρία του έθνους. Εκείνο όμως που μπορούμε από τώρα να συμπεράνουμε είναι ότι ο χυλός των ετών της τρέλας, όπου όλοι θεωρούσαν εαυτούς άξιους για όλα, μας στέρησε την κρίση που θα μας επέτρεπε να συνειδητοποιήσουμε τι είναι αυτό που μας συμβαίνει σήμερα. Διότι είναι βέβαιον ότι πολλοί θαυμαστές του Λαζόπουλου, και πρώτος απ’ όλους ο κ. Χατζάκης, αγανακτούν με τον διορισμό του κ. Παπουτσή στην Παγκόσμια Τράπεζα μην μπορώντας να αντιληφθούν ότι πρόκειται για συμπτώματα της ίδιας ασθένειας, της καταστροφής του πνευματικού ανοσοποιητικού συστήματος της κοινωνίας. Το Εθνικό Θέατρο δεν υπάρχει για να στήνει λαϊκά θεάματα. Υπάρχει για να υπερασπίζεται αξίες τις οποίες η κοινωνία τις θεωρεί τόσο σημαντικές και τις προστατεύει από τους κινδύνους του ανταγωνισμού. Και πάντως το Εθνικό δεν υπάρχει για να ανταγωνίζεται την τηλεόραση. Θα μου πείτε, έχει και ο επαρχιωτισμός τα δικαιώματά του.

kathimerini.gr - Ο Πόε, ο Λάκης και ο κ. Χατζάκης