Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Πώς πιάνεται η αγάπη - Δημοτικό

Ἐβγᾶτε ἀγόρια στὸ χορό, κοράσια στὰ τραγούδια,
Πέστε καὶ τραγουδήσετε πὼς πιάνεται ἡ ἀγάπη:
- Ἀπὸ τὰ μάτια πιάνεται, στὰ χείλια κατεβαίνει,
Κι ἀπὸ τὰ χείλια στὴν καρδιὰ ριζώνει καὶ δὲ βγαίνει.

Δὲν εἰν᾿ ὁ ἔρωτας ἀνθός, μαζί του γιὰ νὰ παίξεις
Μόν᾿ εἶναι βάτος μ᾿ ἀγκαθιὲς κι ἀλίμονό σου ἂν μπλέξεις.

Ἡ ἀγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη,
Θέλει λαγοῦ περπατησιά, ἀϊτοῦ γληγοροσύνη.

Μάτια μὲ μάτια βλέπονται κι ἀχείλι δὲ φιλιέται,
Κορμὶ δὲν ἀγκαλιάζεται, ἀγάπη δὲ λογιέται.

Ἡ ἀγάπη βράχους κατελεῖ καὶ τὰ θεριὰ μερώνει,
Κι ἐγὼ τὴν ἔχω στὴν καρδιά, γι᾿ αὐτὸ μὲ θανατώνει.

Ὁ ἔρωτας ἀνυφαντὴς μὲ πανουργιὰ ἐγίνη,
Ἀράχνη ἔστησε ψηλὰ καὶ πιάστηκα σ᾿ ἐκείνη.
Καὶ γιὰ νὰ φύγω δὲν μπορῶ, μὲ τὰ φτερὰ μὲ σῴνει,
Αὐτὸς ζυγώνει ἀπὸ κοντὰ κι ἀπὸ μακριὰ σκοτώνει.

Δὲν εἶναι πόνος νὰ πονεῖ, πόνος νὰ θανατώνει,
Σὰν τὴν ἀγάπη τὴν κρυφή, ποὺ δὲν ξεφανερώνει.

Δίχως χιονιὰ χιονίζουμαι, δίχως βροχὲς βροχιοῦμαι,
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, ὄντας σὲ συλλογιοῦμαι.

Τῆς θάλασσας τὰ κύματα τρέχω καὶ δὲν τρομάζω,
Κι ὅταν σὲ συλλογίζομαι τρέμω κι ἀναστενάζω.

Στάλα στάλα τὸ νερὸ τρυπάει τὸ λιθάρι,
Κι ἡ κόρη μὲ τὰ νάζια της σφάζει τὸ παλικάρι.

Τί νὰ σοῦ πῶ; Τί νὰ μοῦ πεῖς; Ἐσὺ καλὰ γνωρίζεις,
Καὶ τὴν ψυχή μ᾿ καὶ τὴν καρδιά μ᾿ ἐσὺ μὲ τὴν ὁρίζεις.

Μὰ σύ ῾σαι μιὰ βασίλισσα, π᾿ ὅλο τὸν κόσμο ὁρίζεις,
Σὰ θέλεις παίρνεις τὴ ζωή, σὰ θέλεις τὴ χαρίζεις.

Μελαχρινό μου πρόσωπο, μὴ βάνεις κοκκινάδι,
Κι ἀποθαμένους καὶ νεκρούς, τοὺς βγάζεις ἀπ᾿ τὸν Ἅδη.

Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα νὰ γίνεις,
Καὶ στὸ θρονὶ νὰ κάθεσαι, τὶς ὄμορφες νὰ κρίνεις.

Νά ῾χεν ἡ γῆς πατήματα κι ὁ οὐρανὸς κερκέλια,
Νὰ πάθιουν τὰ πατήματα, νά ῾πιανα τὰ κερκέλια.
Ν᾿ ἀνέβαινα στὸν οὐρανό, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω·
Νὰ δώσω σεῖσμα τ᾿ οὐρανοῦ, νὰ βγάλει μαῦρα νέφη.
Νὰ βρέξει χιόνι καὶ νερὸ κι ἀτίμητο χρυσάφι,
Τὸ χιόνι νὰ ρίξει στὰ βουνὰ καὶ τὸ νερὸ στοὺς κάμπους.
Στὴν πόρτα τῆς πολυαγαπῶς τ᾿ ἀτίμητο χρυσάφι.

Νά ῾σουν στὸν κάμπο λεϊμονιὰ κι ἐγὼ στὰ ὄρη χιόνι,
Νὰ λιώνω νὰ ποτίζονται οἱ δροσεροί σου κλῶνοι.

Νά ῾χα τὸ σύννεφο ἄλογο καὶ τ᾿ ἄστρι χαλινάρι,
Τὸ φεγγαράκι τῆς αὐγῆς νὰ ῾ρχόμουν κάθε βράδυ.

Τὰ χείλη σου εἶναι ζάχαρη, τὸ μάγουλό σου μῆλο,
Τὰ στήθη σου παράδεισος καὶ τὸ κορμί σου κρίνο.
Νὰ φίλουνα τὴ ζάχαρη, νὰ δάγκανα τὸ μῆλο,
Ν᾿ ἄνοιγεν ὁ παράδεισος, ν᾿ ἀγκάλιαζα τὸν κρίνο.

Νά ῾ταν τὰ στήθια μου ἀνοιχτά, νὰ δεῖς τὰ σωθικά μου,
Πῶς φυτρωμένη εὑρίσκεσαι μέσα εἰς τὴν καρδιά μου.

Καθημερνέ μου λογισμὲ καὶ νυκτική μου ἐλπίδα,
Νὰ μ᾿ εἶχε πάρει ὁ θάνατος τὴν ὥρα ποὺ σὲ εἶδα.

Ἂν μ᾿ ἀγαπᾷς κι εἶν᾿ ὄνειρο, ποτὲ νὰ μὴν ξυπνήσω,
Γιατὶ μὲ τὴν ἀγάπη σου ποθῶ νὰ ξεψυχήσω.

Δὲν θέλω ἐγὼ παράδεισο, μήτ᾿ ἐκκλησιὰ ν᾿ ἁγιάσω,
Μόν᾿ θέλω τὸ κορμάκι σου νὰ τὸ σφιχταγκαλιάσω.

Σὰν τί τὸ θέλει ἡ μάνα σου τὴ νύχτα τὸ λυχνάρι,
Ὁπὄχει μὲς στὸ σπίτι της τ᾿ Αὐγούστου τὸ φεγγάρι!

Ἀπ᾿ ὅλα τ᾿ ἄστρα τ᾿ οὐρανοῦ, ἕνα εἶναι ποὺ σοῦ μοιάζει,
Ἕνα ποὺ βγαίνει τὸ πουρνό, ὅταν γλυκοχαράζει.

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποιὰ βρύση σὲ ποτίζει,
Ποὺ στέκεις πάντα δροσερὸ κι ἀνθεῖς καὶ λουλουδίζεις;

Θαυμάζομαι ὅταν περπατεῖς πὼς δὲν ἀνθοῦν οἱ ροῦγες
Καὶ πὼς δὲ γίνεσαι ἀϊτὸς μὲ τὶς χρυσὲς φτεροῦγες.

Ὅποιος φιλάει τὴν αὐγὴ τὴν ἀγαπητική του,
Παίρνει τοῦ Μάη τὴ δροσιά, τὴ ρίχνει στὸ κορμί του.

Τὰ μαῦρα μάτια τὴν αὐγὴ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται,
Μόνο νὰ κανακεύονται καὶ νὰ γλυκοφιλοῦνται.

Τὰ μαῦρα μάτια τὴν αὐγὴ δὲν πρέπει νὰ κοιμοῦνται,
μόν᾿ πρέπει ν᾿ ἀγκαλιάζονται καὶ νὰ γλυκοκοιτιοῦνται.

Τὸ μόνο μου παράπονο εἶναι πὼς δὲ σὲ βλέπω,
καὶ μόνος μου τὸ ἀπορῶ τὸ νοῦ μου πὼς τὸν ἔχω.

Ἥλιέ μου οἱ ἀχτίδες σου, σβήνουν καὶ πάλι ἀνάβουν
καὶ τὰ δικά μου βάσανα καθημερ᾿νῶς δὲν παύουν.

Σοῦ στέλνω χαιρετίσματα, μὲ μῆλο δαγκωμένο,
Κι ἀνάμεσα στὴ δαγκασιά, σοῦ ῾χω φιλὶ βαλμένο.

Κόκκιν᾿ ἀχείλι φίλησα κι ἔβαψε τὸ δικό μου
Καὶ στὸ μαντήλι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ μαντήλι
Καὶ στὸ ποτάμι τό ῾πλυνα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι
Κι ἒβαψ᾿ ἡ ἄκρη τοῦ γιαλοῦ κι ἡ μέση του πελάγου
Κατέβη ὁ ἀϊτὸς νὰ πιεῖ νερὸ κι ἔβαψαν τὰ φτερά του
Κι ἒβαψ᾿ ὃ ἥλιος ὁ μισὸς καὶ τὸ φεγγάρι ἀκέριο.

-Κόρη, ὅταν φιλιόμαστε, νύχτά ῾ταν, ποιὸς μᾶς εἶδε;
-Μᾶς εἶδε τ᾿ ἄστρο τῆς νυχτός, μᾶς εἶδε τὸ φεγγάρι
Καὶ τὸ φεγγάρι ἔσκυψε, τῆς θάλασσας τὸ λέει·
Θάλασσα τό ῾πὲ τοῦ κουπιοῦ καὶ τὸ κουπὶ τοῦ ναύτη
Κι ὁ ναύτης τὸ τραγούδησε στῆς λυγερῆς τὴν πόρτα.

Σὲ φίλησα, σὲ τσίμπησα, σοῦ πῆρα τὶς γλυκάδες,
Κι ἂν σὲ φιλήσει ἄλλος κανείς, δὲν ἔχεις νοστιμάδες.

Ἐμίσεψες καὶ μ᾿ ἄφησες σὰν παραπονεμένο,
Σὰν ἐκκλησιὰ ἀλειτούργητη σὲ τόπο κουρσεμένο.

Ἡ ἀγάπη σου εἶναι ψεύτικη, σὰν τοῦ Μαγιοῦ τὸ χιόνι,
Ὁποῦ τὸ ρίχνει ἀποβραδὶς καὶ τὸ πρωὶ τὸ λιώνει.

Ἐγώ ῾λεγα, βρυσούλα μου, πὼς τρέχεις γιὰ τ᾿ ἐμένα,
Μὰ σύ ῾τρεχες καὶ πότιζες ὅλα τὰ διψασμένα.

Μηλιὰ ποὺ σὲ καμάρωνα καθημερνὴ καὶ σκόλη
Τώρα ἔπλεξες τὰ κλώνια σου σὲ ξένο περιβόλι

Θὰ βάλω μία ψιλὴ φωνή, τὴ γῆς γιὰ νὰ τρυπήσω
Νὰ βγάλω τὴν ἀγάπη μου, νὰ τὴ γλυκοφιλήσω.

Κυριακή 10 Απριλίου 2016

εβδομάς ερημία ή το πορφυρούν πανί

Ο Πειραιώτης που χαίρεται να ακούει τόσα πολλά ελληνικά στην παραλία,
που είναι Πορφύρας, Εθνικός και παλαιότερος του Ολυμπιακού,
που τον ενοχλεί η ομπρέλα και δεν έχει πού να κάτσει,
που έχει στην κνήμη του για τατουάζ έναν μαίανδρο-σβάστικα,
που έχει πολλά λεφτά και ένα κινητό-ρολόι.

Ο Καλλιπολίτης του '64, που κάνει respect στη γυναίκα του '59,
που εξανίσταται με τη φιλόλογο που δεν αντέδρασε στις ινδοευρωπαϊκές θεωρίες του Μπαμπινιώτη,
που ξεχωρίζει τους γνήσιους Έλληνες από τα δάχτυλα των ποδιών,
που έχει τον μέγιστο "Δαυλό" στο προσκεφάλι του και που οι άλλοι τον νομίζουν χρυσαυγίτη,
που υποκλίνεται στον Ερμή τον τρισμέγιστο,
που ξέρει πως το Σουέζ είναι το Ζευς από την ανάποδη.

Ο ανάδελφος, που έχει μοναδικό φίλο τον δεκατετράχρονο γιο του,
που έχει συναισθηματική νοημοσύνη στους πέντε-έξι καλύτερους του κόσμου,
που έχει IQ 110 και που γι' αυτό τον "καίει" το μυαλό του,
που κάνει έρωτα πνευματικά με την ωραιότερη γυναίκα της παραλίας,
που απεχθάνεται την γκόμενα που του έδειξε μπούτι και όχι πνεύμα,
που βλέπει ένα πορφυρούν πανί όπου οι άλλοι βλέπουν το γκρενά.

Και
που οι άλλοι ενοχλήθηκαν που μονοπώλησε το ενδιαφέρον ενός μέλους της "παρέας"
και που άρχισε τα φιλολογικά με τη συνάδελφό του!
















Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Ξανθός Απρίλης - Ζακυνθινές Καντάδες

Ένας ευαίσθητος Απρίλης-Παντελής Θαλασσινός

Πρωταπριλιά!

Η βόλτα δεν είναι ψεύτικη!
Χιλιάδες φωτάκια, σύννεφα, θάλασσα, Απρίλης, μυρωδιές, άνοιξη!
Το σκοτάδι που αναδεικνύει το φως!