Η Κρανιά δεν υπάρχει. Δεν θα τη βρείτε σε κανέναν χάρτη. Είναι όμως τόσο γνώριμη, τόσο οικεία. Είναι μια επινοημένη, μικρή πόλη, σφηνωμένη ανάμεσα στους νομούς της Θεσσαλίας. Εκεί, λοιπόν, τοποθετείται το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο Κορνιζωμένοι. Οσο προχωρεί κανείς στην ανάγνωση αυτού του βιβλίο τόσο ανεβάζει παλμούς, ιδίως στο τρίτο και τελευταίο μέρος του. Πρόκειται για μια αφήγηση μπασταρδεμένη, να μια λέξη με την οποία δεν θα διαφωνούσε η συγγραφέας.
Ενα σύγχρονο θρίλερ σαν αρχαία τραγωδία; Ενα υπαρξιακό νουάρ που ξεδιπλώνεται στον επαρχιακό κάμπο; Αν στα Σακιά (2010) πυρήνας ήταν μια σχέση μητέρας και γιου, εδώ ο φακός στρέφεται σε μια σχέση πατέρα και γιου, στην πλέον ακραία εκδοχή της μάλιστα. Στους Κορνιζωμένους γίνεται ένα φονικό, «το φρικωδέστερον των εγκλημάτων», και η Καρυστιάνη επιχειρεί να το ξεψαχνίσει με την κουβεντιαστή, κοφτερή, πυκνή της γλώσσα. Ο θύτης είναι, ασφαλώς, δεν χωρεί αμφιβολία, ένα «τελεσίδικο κάθαρμα». Το θέμα όμως είναι το εξής: μετά από 100 σελίδες τα ξέρουμε όλα και, παράλληλα, δεν ξέρουμε τίποτα. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά». Τότε; Η Καρυστιάνη αναλαμβάνει τον ρόλο μιας ντετέκτιβ, θα λέγαμε, όχι για να δώσει στους αναγνώστες τη λύση ενός μυστηρίου αλλά για να τους πασάρει τον συγκεκριμένο ρόλο, έντεχνα, τη στιγμή ακριβώς που η αγωνία και η απορία κατακλύζουν τα πάντα.
«Το να σκοτώσεις είναι πολλές φορές η μεγαλύτερη απόδειξη της δειλίας» είπε μετά από μια παρατεταμένη σιωπή στο «Βήμα» η πολυβραβευμένη πεζογράφος, την οποία συναντήσαμε στα γραφεία του εκδότη της. Στο μυθιστόρημα αυτό, παρακολουθούμε τον ήρεμο και ευσυνείδητο κορνιζά Στέλιο Σπούγια, ιδιοκτήτη της επιχείρησης «Τέλειον», τη σύζυγό του Χιονία, που τον έχει εγκαταλείψει και έχει παντρευτεί έναν άλλον άνδρα στο μεταξύ, τον γιο τους Χρόνη, ένα δοτικό και σπάνιο πλάσμα, καθώς και τη σύντροφο του τελευταίου, την Κλέα Γκιζελή, μία από τις πιο συναρπαστικές δεύτερες ηρωίδες που έχει πλάσει ποτέ η Καρυστιάνη.

Ιωάννα Καρυστιάνη «Κορνιζωμένοι», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024, σελ. 288, τιμή 16 ευρώ* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 11 Νοεμβρίου.
Η συγγραφέας στους Κορνιζωμένους θαρρείς κι έχει απορροφήσει κάθε αδιανόητη πλευρά της σημερινής πραγματικότητας, από τα αστυνομικά δελτία μέχρι την έκρηξη της λανθάνουσας βίας που, αντιλαμβάνεστε, αναγκάζει τους ανθρώπους να πέφτουν, καταπώς λένε, από τα σύννεφα. Ωστόσο, συνθέτει έναν μύθο, γερό και ανησυχαστικό, μεσοτοιχία διάφανη με όσα βιώνουμε, κάνει δηλαδή λογοτεχνία, που είναι και το ζητούμενο.
«Ηθελα να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις»
«Ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου».
«Ανέκαθεν μάζευα για μένα την ίδια, έγραφα για τον εαυτό μου, δεν ήξερα αν θα εκδώσω βιβλία. Κι όσα έχουν κυκλοφορήσει, έχω αρχίσει να τα σκέφτομαι και να τα δουλεύω από χρόνια πριν. Η κεντρική ιδέα για αυτό εδώ καρφώθηκε στο μυαλό μου το 2009, το ξανάπιασα το 2014 αλλά το άφησα για να γράψω το «Φαράγγι». Από τότε όμως ήξερα τι ήθελα να γράψω, σε τι ήθελα να δοκιμαστώ, ήθελα να γίνω άνω-κάτω, να αναστατωθώ, να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις. Είχε έρθει πλέον η ώρα των «Κορνιζωμένων». Σκύβω πάνω από το θέμα μου παράφορα, δεν γίνεται αλλιώς. Αποτόλμησα ένα βιβλίο γεμάτο αγάπη αλλά έναν κεντρικό χαρακτήρα πολύ διαφορετικό για τα δεδομένα μου, ταπεινός μεν κι αυτός αλλά που, σίγουρα, δεν θα τον έκανε κανείς κορνίζα στο σπίτι του. Κοιτάξτε, ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου» εξήγησε η Καρυστιάνη.
Η «επικράτεια των κινήτρων»
Ο βασικός της ήρωας ανήκει κι αυτός «στα χαμηλά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης» αφού «εκεί παραμένω πάντοτε, από εκεί αντλώ έμπνευση, αυτές είναι οι δικές μου ροές». Τι αναζητούσε εσχάτως; «Εψαχνα τη σύμπλευση συνείδησης και ασυνειδησίας, πώς αυτές οι δυο μπορεί να ξιφουλκούν μέσα σε έναν άνθρωπο μέχρι τελικώς πτώσεως. Εψαχνα τη βαρύτητα μιας μεταιχμιακής κατάστασης και θέλησα να καταστήσω συμμέτοχους τους αναγνώστες στην εσωτερική αμφιταλάντευση του Στέλιου Σπούγια. Αφήνω μονάχα νύξεις και τους εμπιστεύομαι απολύτως, θα καταλάβουν εγκαίρως προς τα πού πάει το πράγμα. Εψαχνα, για να το πω κι αλλιώς, την επικράτεια των κινήτρων. Αν είναι λογικά και ικανοποιητικά τα κίνητρα για όλα όσα φριχτά συμβαίνουν. Ομως μπορεί και να μην υπάρχει εξήγηση απλή, μπορεί να μην υπάρχει καν εξήγηση που να θέλουμε να την αποδεχθούμε. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουμε τι έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, για παράδειγμα, στη ζωή ενός ανθρώπου ή στην πορεία μιας κοινωνίας. Στους «Κορνιζωμένους» δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για το έγκλημα που διαπράττεται, αυτό είναι και το πιο τρομακτικό. Ενίοτε υποτιμούμε ή παρερμηνεύουμε διάφορες πράξεις οι οποίες φαίνονται μικρού βεληνεκούς αλλά ύστερα αποδεικνύονται μεγατόνων. Λόγου χάριν, να υποστείς ταπείνωση. Πιστεύω ότι δεν παραγράφεται, ούτε με ένα συγνώμη ούτε με τον χρόνο» εκτίμησε η συγγραφέας.
Μια βίαιη εποχή
Και συμπλήρωσε: «Ζούμε σε μια εποχή ξέφρενης, αφηνιασμένης βίας και θέλησα να δείξω κάτι πέρα από το στιγμιαίο αδίκημα, το στιγμιαίο έγκλημα, το είδος εκείνο της άφατης πάλης που μπορεί να σημαδέψει μια ολόκληρη ζωή διά παντός. Θέλησα να θέσω ερωτήματα οδυνηρά, ανεπίλυτα, θανατηφόρα. Να έχεις κάνει κάτι και να μην παίρνεις ποτέ απάντηση για τον ίδιο σου τον εαυτό, είναι βαρύ, ασήκωτο αυτό. Το βιβλίο δεν το έγραψα για να δικαιολογήσω τίποτα, ούτε για να παρηγορηθώ, το έγραψα για να ξεθολώσω, εγώ πρώτη από όλους, τη ματιά μου. Μέσω της μυθοπλασίας που δεν πρέπει να παρέχει καμία βεβαιότητα». Αναστέναξε τότε η Καρυστιάνη.
«Η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω».
«Εχω διαβάσει κάμποση ψυχολογία στη ζωή μου, κάμποση ψυχιατρική και ψυχανάλυση. Και ειλικρινά σας λέω, φοβάμαι μην κάνω την έξυπνη στα βιβλία μου. Για αυτό μελετάω και εργάζομαι και συλλογίζομαι πάρα πολύ. Οταν ένα θέμα μου γραπώνει την ψυχή το τεστάρω για καιρό για να δω αν έχω τη δύναμη να καταπιαστώ μαζί του, να το σεβαστώ. Τα περισσότερα βιβλία που έχω βγάλει τα έχω χιλιοσκεφτεί, τα έχω βασανίσει. Και πάντα τα δίνω, προτού δημοσιευθούν, να τα διαβάσουν όχι μόνο επιστήμονες αλλά και απλοί, κανονικοί άνθρωποι. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω».
«Βλέμματα από 50 χρόνια πριν»
Υστερα επανήλθαμε στο βιβλίο και, τρόπον τινά, στην ουσία του τίτλου του. «Από μικρή έδινα βάση στα βλέμματα, έχω μανία με αυτά. Σήμερα τα ανθρώπινα βλέμματα είναι σαν χαμένα, σαν μην ξέρουν πού να κοιτάξουν, πού να εστιάσουν. Πάντως, έχω αποθηκεύσει βλέμματα από πενήντα χρόνια πριν, τα έχω κορνιζώσει στις σάλες του μυαλού και της καρδιάς μου, από τις κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπα πέντε φορές την καθεμιά και την ίδια μου τη μάνα ως τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Τα βλέμματα που με πείθουν περισσότερο και με κάνουν να κλαίω είναι αυτά που μέσα τους βαθιά αντικρίζω την απόρριψη. Τι να πω, ας κοιταχτούμε, έχουμε γίνει εξπέρ στο να πονάμε ο ένας τον άλλον. Δυστυχώς είναι ένα σπορ αυτό στο οποίο επιδιδόμαστε αχόρταγα, ένα σπορ που το ασκούμε χωρίς να πλήττουμε και χωρίς να βάζουμε ποτέ μυαλό».
Η Καρυστιάνη γράφει κάπου στο βιβλίο ότι «η πολλή αγάπη ανοίγει τα μάτια» και ήταν πρόθυμη να την υπερασπιστεί αυτή τη φράση με ένταση. «Το πιστεύω αυτό, εμείς δεν δείχνουμε εμπιστοσύνη πια, εμείς φοβόμαστε, εμείς κρατάμε τα δυνατά συναισθήματα εν υπνώσει. Και πιστεύω στη δύναμη του έρωτα, όπως τον εκφράζει η Κλέα στο μυθιστόρημα. Ο έρωτας σου χαρίζει ένα άλλο επίπεδο αντίληψης και κατανόησης, μια διορατικότητα».
«Δεν έχει μετρηθεί η επίπτωση της μνημονιακής εμπειρίας»
Δεν δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε με την Καρυστιάνη ότι έξω, στην κοινωνία, υπάρχει κάτι έκρυθμο, ένα δυσοίωνο απόθεμα που συσσωρεύεται. «Νομίζω ότι ακόμα δεν έχει μετρηθεί και αναλυθεί συνολικά η επίπτωση της ασύλληπτης μνημονιακής εμπειρίας (και των υπόλοιπων κρίσεων που ακολούθησαν) πάνω μας, ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών ή πεποιθήσεων, κι όχι πάνω μόνο σε μας, διεθνώς εδώ που τα λέμε. Στις συζητήσεις εδώ επανέρχεται η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και η ευθύνη του ελληνικού λαού, αλλά η ευθύνη του ευρωπαϊκού ιερατείου είναι σαν να έχει ήδη ξεχαστεί. Λες και συντελέστηκαν μόνα τους όλα αυτά, λες και δεν θα γευτούμε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κρέμασαν μια χώρα συλλήβδην στα μανταλάκια, η Ελλάδα υπέμεινε μια συλλογική ταπείνωση, υπερβολική και τιμωρητική. Και ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό, εξακολουθεί να συμβαίνει σε βάρος των πλέον αδύνατων, μη και πειραχτούν οι τράπεζες και τα funds.
Διαβάζω, ακούω ειδήσεις και αναρωτιέμαι σε ποιους θριάμβους αναφέρονται οι πρωτοκλασάτοι; Πού ζουν; Με τόσους νέους ξενιτεμένους, με τόσα εργατικά ατυχήματα, με τέτοια ανέχεια. Ξέρετε, ήμουνα νια και γέρασα, με τα νοσοκομεία που θα στελεχωθούν, με τα ρέματα που θα ξεμπαζωθούν, με το δημογραφικό που θα το λύσουν, με τα περιλάλητα σχέδια παραγωγικής εθνικής ανασυγκρότησης. Η πολιτική είναι ένα σοβαρό πράγμα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από λέξεις όπως ειλικρίνεια, εντιμότητα, προνοητικότητα, σεμνότητα. Είναι απίστευτο, τώρα ψάχνεις να βρεις έστω και έναν σεμνό! Διαπιστώνω περίλυπη, μιλώντας για τον τόπο μας, ότι η πολιτική και η δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης δεν αναδέχονται την κρίσιμη σημασία που έχουν για τη δημοκρατία».
Σπουδή στο κακό
Αλέξανδρος Ζωγραφάκης
23-11-2024 | 10:49

Ο Στέλιος Σπούγιας, ο πενηντατριάχρονος ήρωας της Ιωάννας Καρυστιάνη (Χανιά, 1952), είναι κάτοικος Κρανιάς: «[...] πόλη φυτεμένη ανάμεσα στους τέσσερις θεσσαλικούς νομούς [...]» (σ. 26). Ο Σπούγιας, που ασκεί το επάγγελμα του κορνιζοποιού είναι διαζευγμένος αλλά το φέρει βαρέως· η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Συγκατοικεί με τον εικοσάχρονο γιό του, Χρόνη, που διατηρεί σχέση με την Κλέα. Ο Χρόνης είναι παιδί πρότυπο, υπόδειγμα: «[...] μικρέ, το κεφάλι σου περιουσία, το μυαλό σου πορτοφόλι και εσύ, ρε παιδί μου, άλλο πράμα από το συρφετό του άντε χέσου, άντε χάσου, άντε γαμήσου και άντε γεια» (σ. 17), όπως θα του πει χαρακτηριστικά ο κύκλος του πατέρα του. Η ουσία όμως είναι αλλού: στη σελίδα εκατό, στο ένα τρίτο του βιβλίου, ο Σπούγιας θα δολοφονήσει τον γιό του.
Η Καρυστιάνη γράφει ένα μυθιστόρημα που ξεφεύγει από την πεπατημένη, όχι μόνο για τα δικά της μέτρα και σταθμά, αλλά γενικά. Καταρχάς, δεν αφορμάται από πραγματικό περιστατικό – δεν γράφει μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα. Δεν γράφει όμως ούτε μια μυθοπλασία σαν τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή το Έγκλημα και Τιμωρία. Ο δολοφόνος δεν εμφορείται δηλαδή από κάποια εμφανή ιδεολογία. Ο Σπούγιας δεν σκοτώνει για «φιλοσοφικούς λόγους», όπως συμβαίνει στην περίπτωση της γραίας Χαδούλας και του Ρασκόλνικωφ¹. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά» (σ. 246). Γιατί σκοτώνει τότε ο Σπούγιας; Δεν υπάρχει ακριβώς απάντηση. Και αυτό είναι που προσδίδει στο μυθιστόρημα την αιχμή του.
Η Καρυστιάνη θα σκιαγραφήσει ελλειπτικά το ομιχλώδες παρελθόν του Σπούγια. Θα μιλήσει για παιδικές ταπεινώσεις, όπως θα μιλήσει και για τα κίνητρά του. Όλα θα φυτευτούν όμως με τέτοιο τρόπο, ειδικά στο πρώτο μέρος του μύθου, ώστε να ελλοχεύουν σχεδόν ανενεργά, πίσω από ποικίλες εκφάνσεις καθημερινότητας πατέρα και γιού. Σχεδόν ανενεργά αλλά τόσο δόκιμα, που ο αναγνώστης υποβάλλεται σε μια συνθήκη διαρκούς ταλάντωσης ανάμεσα στην απόρριψη της απευκταίας πράξης και την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του πού ακριβώς οδηγείται ο μύθος. Η συγγραφέας κατασκευάζει ένα ναρκοπέδιο συναισθημάτων, σκέψεων και υπαινιγμών, στο οποίο διαβιοί ο Σπούγιας, και μας αφήνει να το διασχίσουμε. Τι είναι αυτό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη; Τίποτα σε αυτό το ναρκοπέδιο δεν φαντάζει εξωφρενικό. Η συνισταμένη των κινήτρων που οδηγεί τον Σπούγια στην μοιραία πράξη διαθέτει την αναγκαία επίφαση εγκυρότητας.
Αναφέρω ενδεικτικά:
«Κατά καιρούς ο Στέλιος Σπούγιας σκεφτόταν ότι στην τέως σύζυγο θα άξιζε μια βαρβάτη τιμωρία που να την πονούσε πολύ. [...] Μήπως κάτι που να περνούσε από το χέρι του ίδιου του Σπούγια; Το τελευταίο, ποτέ των ποτών και αδύνατον των αδυνάτων, έτσι κατέληγε κάθε φορά» (σ. 57).
Ή
«Από την κουζίνα όπου πήγε ο μπαμπάς για να φέρει λεμονίτες, άκουσε το γιο του να λέει, σιγανά φυσικά, ο δόλιος ο πατέρας μου μέχρις ενός σημείου φτάνει, δεν είναι για πολλά» (σ. 68).
Αλλά και
«Αυτό θα είναι που λένε καλογαμημένη, σκεφτόταν τότε ο πατέρας Σπούγιας, που αν και τα παιδιά πρόσεχαν πολύ, αυτός με τη νυχτερινή ακοή ραντάρ όλο και έπιανε κάτι, ήχους ανεπαίσθητους αλλά σαφείς [...]. Κακά τα ψέματα, η γυναίκα του δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι τους τραγουδώντας και με τόση λάμψη στα μάγουλά της. Ο γιος του, πιο μάγκας και στο πήδημα» (σ. 72).
Ο Σπούγιας θα αποσαθρωθεί από τις πιο κοινότοπες και ποταπές ανασφάλειες. Τίποτα από όσα εκλαμβάνει ως προσβολές, ή ακόμα και όσα συνιστούν προσβολές, δεν ανάγεται σε λόγο, όχι που να δικαιολογεί την πράξη του, αλλά έστω να αντέχει σε δεύτερες σκέψεις, όπως εξάλλου προκύπτει και από τους ίδιους τους συλλογισμούς του.
«Τόσο αίθρια ψυχή. Ο Στέλιος Σπούγιας καμάρωνε, πώς να μην καμαρώνει τέτοιο γιο, υπήρχαν όμως και οι σπάνιες στιγμές που ήταν αδύνατο να πνίξει μέσα του τη ζήλια, λίγη ζήλια, ούτε δυο γραμμάρια, μια πιρουνιά. Μπροστά στον Χρόνη, αυτός έμοιαζε δευτεροκλασσάτος. Κόφ’το, είπε στον εαυτό του από μέσα του, κόφ’το» (σ. 56).
Το άλμα του προς το ειδεχθές έγκλημα, γιατί βέβαια περί άλματος πρόκειται, είναι ισοδύναμο με το άλμα της πίστης. Τυγχάνει, απλώς, φαλκιδευμένο. Ο Σπούγιας, χωρίς να χωράει αμφιβολία για το αν αγαπάει τον γιό του, θα τον σκοτώσει. Και αυτή η δομική ανακολουθία, αυτό το λογικό χάσμα που συνιστά το ανερμήνευτο κακό είναι που ερεθίζει τον αναγνώστη.
«Ο Στέλιος Σπούγιας είχε υποχρέωση να κορνιζώνει όσο πιο πιστά τα εικονογραφημένα συναισθήματα. Κοιτώντας λοιπόν πολλή ώρα τα πρόσωπα σε παλιές και νέες φωτογραφίες, προκειμένου να επιλέξει την κατάλληλη κορνίζα, είχε μάθει να βγάζει συμπεράσματα από το βλέμμα, εκεί αποτυπώνεται η ικανοποίηση, ο φθόνος, το παράπονο, η βλακεία, η αλαζονεία, η περιφρόνηση [...]» (σσ. 53-54).
«Λίγο μετά άκουγε και το παρακάτω, ίσως και χειρότερο, ώρες-ώρες στεναχωριέμαι για τον πατέρα μου [...] πολύ μόνος, και μακάρι να είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνεται πως πριν κάτι μέρες την είδε στο βλέμμα μου τη λύπηση» (σ. 83).
Στα κίνητρα υπεισέρχεται και η σημασία του τίτλου. Αυτό το Κορνιζωμένοι, πέρα από την προφανή συνάφειά του προς την επαγγελματική ιδιότητα του Σπούγια, κομίζει συνδηλώσεις σε όλο το εύρος του μυθοπλαστικού ορίζοντα. Η ίδια η Κρανιά ως πόλη, που συνιστά κατασκεύασμα της συγγραφέως, οι κάτοικοί της, οι ζωές τους, που αποτυπώνονται με φωτογραφική ακρίβεια, όλα μοιάζουν άβολα οικεία, γραφικά: όμορφα αλλά συνάμα και ιδιόρρυθμα, με μια εσάνς μούχλας ή ακόμη και σήψης. Όλα σχεδόν στον μύθο είναι σαν κορνιζωμένα· βινιέτες βγαλμένες από ένα συλλογικό παρελθόν, που είτε αρέσει είτε όχι, τείνει να βρίσκει τη θέση του σε νοητικές ή πραγματικές κορνίζες. Και λέω «όλα σχεδόν» γιατί η δολοφονία και η ερωτική ιστορία του Χρόνη με τη συνομήλική του Κλέα, στέκουν εκτός πλαισίου, εκτός κορνίζας. Και μάλιστα στέκουν αντιδιαμετρικά: η δολοφονία του Χρόνη από τον πατέρα του συμβολίζει το «φρικωδέστερον των εγκλημάτων» (σ. 34) ενώ ο έρωτας των δύο νέων μια συνθήκη ιδανική, μια μυθοπλαστική αντιστήριξη αγάπης. Πεποίθησή μου ότι το ένα αδυνατεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, ακόμη και μόνο για λόγους μεταφυσικής και μυθιστορηματικής συμμετρίας.
«Ίσως οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας σκέψης που δεν θέλουν να την πιστέψουν» (σ. 250).
Αισθάνομαι ότι η Καρυστιάνη ανέλαβε, μυθιστορηματικά, ακριβώς αυτή την ευθύνη. Στην απόπειρά της να διερευνήσει μια επικράτεια πέρα και πάνω απο τη συμβατική έννοια ξεβολέματος –«Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι το βολεύομαι, ξεβολεύομαι» (σσ. 30-31)– επινόησε/συνειδητοποίησε και το αντίβαρό του. Το ανεξήγητο κακό όφειλε να συνιστά νέμεση στην απόλυτη αγάπη – αμφότερα, εξάλλου, ακραίες υπαρκτικές δυνατότητες.
Στην ένοχη απόλαυση που προσφέρει αναγνωστικά το μυθιστόρημα καίρια είναι η συνεισφορά του τέλους, που ικανοποιεί βαθιά. Η επιχείρηση του Σπούγια φέρει την ονομασία «Τέλειον». Μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κατανοεί πλήρως ο αναγνώστης την ειρωνεία αυτής της τελειότητας, που, με τον τρόπο της, στοιχειώνει τον ήρωα.
Είναι λοιπόν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια σπουδή στο κακό; Είναι, όσο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ακριβώς «σπουδή» στο κακό – ειδικά το ακραίο κακό στο οποίο ενδίδει ο Σπούγιας. «Άλλωστε το να ερμηνεύεις μια πράξη, φωτίζοντας τα κίνητρά της και κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους έγινε, σε φέρνει πολύ κοντά στη δικαιολόγησή της. Το απόλυτο κακό είναι ακατανόητο και άφατο, ακόμη και στον ίδιο τον δράστη του» (Ζουμπουλάκης, σ. 17)².
Η Καρυστιάνη προτάσσει μια ακριβοθώρητη εκδρομή στον εφιάλτη. Ομολογώ ότι την απόλαυσα δεόντως.