Τεχνική, πλούσιο χρώμα, ποικιλία και ανάγλυφη σύνθεση προσώπων, ζωηρότατος αφηγηματικός ρυθμός, να μερικές από τις αρετές αυτού του έργου. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΜΙΑ ΙΝΔΙΑ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ μόνο μέσα από δωμάτια ξενοδοχείων, νοσοκομεία και σκοτεινούς νυχτερινούς δρόμους ένα ταξίδι πού περιγράφεται μόνο μέσα από φευγαλέες εικόνες συναντήσεων και αποσπάσματα συνομιλιών με ανθρώπους που δεν θα ξανασυναντηθούν ποτέ μια πινακοθήκη προσώπων πού περιλαμβάνει πόρνες, Πορτογάλους ιησουίτες και Ινδούς αγίους- κυρίως όμως μια αναζήτηση, η αναζήτηση ενός ανθρώπου πού μπορεί να υπάρχει ή να είναι απλώς μια σκιά, η αναζήτηση μιας ταυτότητας πού ίσως να έχει ξεχαστεί σε ένα μακρινό παρελθόν. Ένα από τα γνωστότερα βιβλία του Αντόνιο Ταμπούκι, σε νέα έκδοση και με νέα μετάφραση. (ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΣΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ)
Ο Βίντσε Κόρσο, βιβλιοθεραπευτής και ερευνητής λογοτεχνικών μυστηρίων, έχοντας επιβιβαστεί σε λάθος τρένο γνωρίζει τυχαία έναν καλλιεργημένο, μυστηριώδη άντρα, που θυμίζει τον αναρχικό τροβαδούρο Λεό Φερρέ. Ακολουθώντας τον, συνεχίζει το ταξίδι του μέχρι τη Γένοβα και στη συνέχεια την Κυανή Ακτή. Ανάμεσα σε φτωχικές πανσιόν και Αρ νουβό ξενοδοχεία, πίσω από στίχους ποιητών και ανθρώπους που κουβαλάνε στις πλάτες τους πλήθος ιστοριών, θα αναζητήσει και τη δική του, προσπαθώντας να ανακαλύψει την ταυτότητα ενός πατέρα που δεν γνώρισε ποτέ, στην πιο σημαντική έρευνα της ζωής του.
Το Νυχτερινό στη Γαλλία είναι ένα νυχτερινό γεμάτο φως. Μια ιστορία γεμάτη λάθη, τυχαία γεγονότα, αναπάντεχες συναντήσεις, λαβυρίνθους και ανθρώπους που αναζητούν ένα λιμάνι. Ένα μυθιστόρημα για το τι σημαίνει να αφήνεις πίσω σου πρόσωπα και πράγματα, μα και να αψηφάς τα πάντα για να τα (ξανα)βρεις.
Ένα μικρό λογοτεχνικό κόσμημα. Ακατέργαστο, γοητευτικό, αναζωογονητικό.
―La Stampa
Τον 60χρονο Ιταλό συγγραφέα Φάμπιο Στάσι (Ρώμη, 1962) μας τον σύστηναν πριν από τέσσερα χρόνια οι Εκδόσεις Ίκαρος με το επιτυχημένο του βιβλίο Η χαμένη αναγνώστρια. Ο αναπληρωτής και άνεργος κατά βάση φιλόλογος Βίντσε Κόρσο, που μας συστήνεται ως βιβλιοθεραπευτής, κάνει το ντεμπούτο στο χαρτί με αποτέλεσμα να εκτοξευτεί κι άλλο η φήμη του δημιουργού του, ύστερα μάλιστα από τη μεγάλη επιτυχία του βιβλίου Ο τελευταίος χορός του Σαρλό, που είναι μεταφρασμένο σε 19 χώρες αλλά, φευ, δεν έχει ακόμα μεταφραστεί στα ελληνικά. Τη Χαμένη αναγνώστρια (2016) ακολουθεί στα καθ’ ημάς το 2019 το Κάθε σύμπτωση έχει ψυχή (2018). Και η επιτυχία του Φ. Στάσι στην Ελλάδα συνεχίζεται. Το Σκοτώνω όποιον θέλω, πάντα από τις Εκδόσεις Ίκαρος, και όλα τα βιβλία σε εξαιρετικές μεταφράσεις της Δήμητρας Δότση, έρχεται να συμπληρώσει την τριλογία με πρωταγωνιστή τον Βίντσε Κόρσο. Ας σημειώσουμε εδώ πως ο Στάσι αγαπήθηκε στην Ελλάδα πάρα πολύ, άρεσε και συνεχίζει να αρέσει.
Το Σκοτώνω όποιον θέλω είναι το πιο noir βιβλίο από τα τρία της σειράς με πρωταγωνιστή τον βιβλιοθεραπευτή Κόρσο. Έχουμε και σε αυτό τον γνώριμο τρόπο γραφής του συγγραφέα, που μας κάνει να μιλάμε για ένα μεταλογοτεχνικό μυθιστόρημα. Εμπεριέχει δηλαδή άλλα μυθιστορήματα και ποιήματα, άλλοτε παγκοσμίως γνωστά και άλλοτε λιγότερο ή παντελώς άγνωστα σε εμάς. Αυτά τα δύο και μόνο, που δεν είναι και ελάχιστα, αν και τα γνωρίζουμε ήδη από προηγούμενα μυθιστορήματα, αρκούν για να εκτινάξουν το βιβλίο; Μπορεί και να αρκούν, εφόσον ο Στάσι με τη λογοτεχνική του ευρυμάθεια και το δοκιμασμένο λογοτεχνικό εύρημα του βιβλιοθεραπευτή Κόρσο είναι ικανός να μας μιλάει για ώρες δίχως να βαρεθούμε. Πλην όμως, εδώ ο συγγραφέας πάει λίγο πιο μακριά. Στο συγκεκριμένο βιβλίο το noir στοιχείο είναι εκείνο που πραγματικά το απογειώνει, σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα.
Το βιβλίο ξεκινά με το πρώτο κεφάλαιο να διαδραματίζεται στις 16 Δεκεμβρίου 1959, χωρίς να έχουμε καταλάβει ακριβώς το τι συμβαίνει εκεί και τι σημαίνει αυτό. Φυσικά, θα τα αντιληφθούμε προς το τέλος του βιβλίου. Τα υπόλοιπα κεφάλαια διαρκούν από τις 29 Ιουνίου 2016, ημέρα Τετάρτη, μέχρι τις 15 Ιουλίου του ίδιου
χρόνου, παρακολουθώντας όμως στενά, καθημερινά, το χρονικό διάστημα από τις 29 Ιουνίου μέχρι τις 6 Ιουλίου. Ο Κόρσο δέχεται μια επίθεση στο σπίτι του, όπου άγνωστοι εισβάλλουν, καταστρέφουν τη βιβλιοθήκη και τα βινύλιά του και δηλητηριάζουν τον σκύλο του, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Καταφέρνει να τον μεταφέρει έγκαιρα σε μια κλινική ζώων με τη βοήθεια του Γκάμπριελ, του θυρωρού, όπου τον βάζουν στην απομόνωση με όλα τα απαραίτητα, ορούς, φάρμακα κ.λπ. Στο σαλόνι αναμονής ο Κόρσο συναντά έναν τυφλό, ο οποίος φεύγοντας ξεχνά το βιβλίο του σε μέθοδο Μπράιγ. Ο Κόρσο τον παίρνει στο κατόπι και φτάνει μέχρι την πλατεία Βιτόριο, όπου τον πετυχαίνει να κάθεται σε ένα κιόσκι. Από αυτό το σημείο και μετά ο Κόρσο θα μπλεχτεί σε ένα γαϊτανάκι δολοφονιών, που σταδιακά θα καταλάβει πως στόχο έχουν τον ίδιο. Το ίδιο υποπτεύεται και ο αστυνόμος που τον παρακολουθεί από κοντά. Κι ενώ το noir από εδώ αποκτά και τη χαρακτηριστική αστυνομική του υφή, ο Στάσι μέχρι το τέλος θα καταφέρει να τα νικήσει όλα, διά του Κόρσο, χάρη στη δύναμη των βιβλίων. Κι αυτή τη φορά όχι μόνο λόγω της ιδιότητας του βιβλιοθεραπευτή.
Το παρακείμενο στόρι του βιβλίου μπαίνει πιο βαθιά στον κεντρικό ήρωα. Από τη μια ο Κόρσο έχει να ανακαλύψει μέσα του το γιατί άφησε τη Φενγκ, την κοπέλα του, να φύγει μόνη της για ένα ταξίδι στην Ασία χωρίς να την ακολουθήσει και από την άλλη, μέσα από τις κάρτες που στέλνει στον άγνωστο πατέρα, με παραλήπτη το ξενοδοχείο όπου τον συνέλαβε η μητέρα του, αφού προήλθε από σχέση μιας βραδιάς στη Νίκαια της Γαλλίας, ψάχνει να βρει μια ερμηνεία για τον εαυτό του, μέσω του αγνώστου πατρός, ευχαριστώντας τον αρκετές φορές γι’ αυτή την απουσία του και ανακουφιζόμενος περισσότερο για την αναγνώριση του εαυτού του μέσω αυτής της απουσίας. Κάπου εδώ λοιπόν η μεταλογοτεχνική αφήγηση συναντά τον αδελφοποιημένο μεταμοντερνισμό, που αποδεικνύεται όμως μάλλον νόθος. Είναι πράγματι ή ο συγγραφέας δημιουργεί αυτή την εντύπωση με τη δημιουργία της αντιπαραβολής των ανεπίδοτων επιστολών του προς τον άγνωστο πατέρα με εκείνο το Γράμμα στον πατέρα του Κάφκα;
Όπως και να ’χει, ο ήρωας βγαίνει κερδισμένος στο τέλος, ανακαλύπτοντας έστω και ψήγματα ταυτότητας διά μιας αυτοψυχανάλυσης μέσω των επιστολών και των καρτών του· και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμά του. Στην ουσία ο Στάσι μάς λέει πως η λύση στα όποια προβλήματά μας είναι μέσα μας, αρκεί να ανακαλύψουμε εκείνο το βάσιμο δεδομένο που έχει να κάνει με εμάς, να το αντιμετωπίσουμε και να προχωρήσουμε. Μπορεί η λογοτεχνία να μας δείξει τον δρόμο, αλλά η επιτυχία είναι αποκλειστικά δική μας υπόθεση. Κι όπως τα βιβλία μπορεί να σκοτώσουν, με τον αντιστρόφως ανάλογο τρόπο μπορεί και να σώσουν, δείχνοντας τον δρόμο. Το σημαντικό όμως εδώ είναι πως ο συγγραφέας μας τα λέει όλα αυτά με έναν εξαιρετικό τρόπο.
Όπως συμβαίνει και στα προηγούμενα βιβλία του, που όλα έχουν έναν αφιερωματικό άξονα, έτσι κι εδώ το Σκοτώνω όποιον θέλω αποτελεί μια αφιερωματική ωδή στον Ερνέστο Σάμπατο και στο βιβλίο του Περί ηρώων και τάφων. Φυσικά, μέσα στο βιβλίο του Στάσι συναντάμε Στίβενσον με το Δόκτωρ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ, Μέλβιλ με Μόμπι Ντικ, Ντ. Φ. Γουάλας με το Η σκούπα και το σύστημα, Κάφκα φυσικά, Αλ. Δουμά με τη Βασίλισσα Μαργκό, Ι. Βερν με Μιχαήλ Στρογκόφ, αλλά και Ντοστογιέφσκι με το Έγκλημα και τιμωρία, Μπουλγκάκοφ με το Μετρ και η Μαργαρίτα μέχρι Οδύσσεια και Οιδίποδα Τύραννο. Κατατοπιστικός ο σχετικός κατάλογος και αυτή τη φορά στο τέλος του βιβλίου, αλλά και ο κατάλογος με τους χάρτες του Βίντσε Κόρσο.
ΦάμπιοΣτάσι (Ρώμη, 1962) είναι συγγραφέας, υπεύθυνος ιταλικής λογοτεχνίας σε γνωστό εκδοτικό οίκο της Ιταλίας και ταυτόχρονα εργάζεται σε μια πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Ρώμης. Πρωτοεμφανίστηκε στον συγγραφικό χώρο το 2006. Έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια αλλά και βιβλία για παιδιά. Το 2013 γνώρισε μεγάλη επιτυχία χάρη στο μυθιστόρημά του "Ο τελευταίος χορός του Σαρλό", το οποίο μεταφράστηκε σε 19 χώρες, ενώ στην Ιταλία τιμήθηκε με έξι βραβεία μεταξύ των οποίων και το Premio Campiello. Το 2016 "Η χαμένη αναγνώστρια" κέρδισε το βραβείο Scerbanenco για το καλύτερο νουάρ μυθιστόρημα της χρονιάς.
Ένας καινούριος, γοητευτικός λογοτεχνικός χαρακτήρας, ένας άνεργος του σήμερα που απαλύνει τις πνευματικές ή σωματικές παθήσεις των ανθρώπων, προτείνοντάς τους τα κατάλληλα βιβλία. Και κάπως έτσι τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα και η ποίηση παύουν πλέον να είναι ένα χαρτί γραμμένο με μελάνη και μεταλλάσσονται σε θεραπείες, φάρμακα, ακόμη και σε εργαλεία έρευνας που φωτίζουν σκοτεινά εγκλήματα.
Ο Βίντσε Κόρσο, σωσίας του Ζεράρ Ντεπαρντιέ, είναι ένας άνεργος καθηγητής, καρπός της φευγαλέας σχέσης της μητέρας του με έναν άγνωστο ταξιδιώτη. Το μοναδικό ενθύμιο που έχει από τον πατέρα του είναι τρία βιβλία που ξέμειναν στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου: μια κληρονομιά που του σημάδευσε τη ζωή. Για να επιβιώσει, καταφεύγει στη βιβλιοθεραπεία, ως επάγγελμα. Όταν όμως ανακαλύπτει ότι η γειτόνισσά του, μανιώδης αναγνώστρια, εξαφανίζεται, ο Βίντσε αρχίζει να μελετά τη ζωή της γυναίκας μέσα από τα βιβλία που διάβασε, πεπεισμένος ότι με την εξαφάνισή της γράφει μια ιστορία που μόνο εκείνος μπορεί να αποκωδικοποιήσει.
Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που αναζητά τα όρια της μοιραίας σχέσης μεταξύ λογοτεχνίας και πραγματικότητας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Ο Βίντσε ενδυναμώνει την πίστη του (και μαζί του και οι αναγνώστες) στη λογοτεχνία ως αναπόφευκτο εργαλείο γνώσης» (Ernesto Ferrero - La Stampa)
«Το μεγαλείο της Ρώμης και του λογοτεχνικού κόσμου συναντούν την παραγωγική δημιουργικότητα του Φάμπιο Στάσι» (Il Foglio)
«Ένα δομικά και υφολογικά άρτιο βιβλίο που διεγείρει την ευφυΐα του αναγνώστη» (Corriere di Bologna)
«Ο συγγραφέας καταφέρνει να παντρέψει άψογα το νουάρ με την "υψηλή" λογοτεχνία, το σασπένς με την ειρωνεία, χαρίζοντάς μας τη φιγούρα ενός τυχαίου αυτοσχέδιου ντετέκτιβ που θα μείνει βαθιά χαραγμένη στο μυαλό του αναγνώστη» (Επιτροπή για το βραβείο Scerbanenco 2016)
Μια συναρπαστική ιστορία του μεγάλου Κολομβιανού συγγραφέα Άλβαρο Μούτις, που ορισμένες στιγμές αγγίζει τα όρια της τραγωδίας, καθώς το τυχαίο, οι συμπτώσεις και το πεπρωμένο συνεργούν για να προδιαγράψουν την κοινή μοίρα των τριών πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος: ενός ληξιπρόθεσμου έρωτα, ενός ετοιμοθάνατου περιπλανώμενου καραβιού και του καπετάνιου του. Ένα γέρικο φορτηγό που επιμένει να ζει ταξιδεύοντας, από την Αρκτική μέχρι την Καραϊβική, ένας αδέξιος έρωτας που, καθώς χαίρεται μέρα με τη μέρα την προδιαγεγραμμένη διάρκειά του, κατακτά το απόλυτο, και ένας καπετάνιος που επιζεί του θανάτου του, του θανάτου αυτού που ήταν πριν το χαμό των δύο άλλων πρωταγωνιστών της ιστορίας του: το χαμό του καραβιού του και το τέλος του έρωτά του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)