Στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής Ρουστιτσάνο παρακολουθώντας τις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, κρατά ένα είδος σημειώσεων περιθωρίου, από τις παρατηρήσεις του περιηγητή για τη γλώσσα, τη δύναμη, τη φθορά της καθώς και τη λειτουργία των αρχέγονων γλωσσών, με βάση τα τελευταία τους απομεινάρια, περισσότερο στις χειρονομίες και τη μιμική, και λιγότερο στα λόγια των ανθρώπων. Οι παρατηρήσεις αυτές λόγω της θεματικής τους ιδιαιτερότητας δεν εντάχθηκαν στο κυρίως έργο που διαδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Εσπερία.
Οι σημειώσεις αυτές αποτελούν τον πυρήνα του ιδιότυπου έργου του Jurgen Buchmann, με τίτλο "Γραμματική των Γλωσσών της Βαβέλ". Ο συγγραφέας προσθέτει κάτω από τον τίτλο ότι το βιβλίο "σχεδιάστηκε μετά τις συνομιλίες του μέσερ Μάρκο Πόλο, ευγενούς από τη Βενετία, δια χειρός μαΐστορα Ρουστικέλο ντα Πίζα, του επονομαζόμενου Ρουστιτσάνο, στο δεσμωτήριο της Γένουα". To έργο αποτελείται από 34 πεζόμορφα ποιήματα, συνοδευόμενα από έναν πρόλογο του Ρουστιτσάνο ντα Πίζα, ένα Γλωσσολογικό Παράρτημα με τον βιβλιογραφικό σχολιασμό των κειμένων. Ακολουθούν τα επιλεγόμενα του συγγραφέα για το βιβλίο του και του μεταφραστή για τον συγγραφέα και το έργο του.
Στο πρώτο από τα τριάντα τέσσερα κείμενα γίνεται λόγος για μια γλώσσα ημερήσια, "γλώσσα του εμπορίου, της πολιτικής, της επιστήμης και της εκπαίδευσης", η οποία διδάσκεται στα σχολεία της χώρας, και μια νυχτερινή, που "χρησιμοποιούν παιδιά και ερωτευμένοι" και στη οποία "ακούγονται όλες οι εκφράσεις που δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα και ξεπηδούν ευθέως από την καρδιά", "ενώ τα σχολεία καλλιεργούν την άποψη ότι η νυχτερινή γλώσσα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία ενδεέστερη εκδοχή της άλλης" (σελ. 25-26).
Στο τρίτο επισημαίνεται ότι "η επικρατούσα γλώσσα της χώρας διασπάται σε δύο λεξιλογικούς καταλόγους. Το ένα τμήμα του Λεξικού μοιάζει με το δικό μας. το άλλο έχει την ιδιοτυπία να μην έχει μιληθεί. [...] Κανείς δεν πρόκειται να προφέρει αυτές τις λέξεις, και η γλώσσα καταδικάζεται για πάντα σε σιωπή" (σελ. 28).
Αλλού αποδοκιμάζεται η εξαιρετική δυσκινησία μιας διαλέκτου, καθώς "εκεί που η γλώσσα μας χρειάζεται μία λέξη, εκείνη απαιτεί ολόκληρη πρόταση. μια πρόταση με τη σειρά της απαιτεί μια ομιλία και μια ομιλία ένα ογκώδες βιβλίο" , "σπατάλη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς επαχθή και μάλιστα σχεδόν ηρωική" (σελ. 31). Περισσότερο όμως ψέγεται "η γλώσσα που σπέρνει μονίμως τη διχόνοια", καθώς "η γραμματική χαρακτηρίζει με τους με τους ίδιους τύπους εντελώς διαφορετικά πράγματα, και η ίδια πρόταση επιτρέπει τις πλέον διαφορετικές σημασίες» (σελ. 33).
Περιγράφεται ακόμα μια γλώσσα στην οποία "έχουν εκλείψει όλοι οι χρόνοι πλην του Μέλλοντος", έτσι "στον τόπο αυτό γνωρίζουν μόνο τα μέλλοντα να συμβούν, ληξιπρόθεσμες αποφάσεις και μελλοντική ευτυχία. (σελ. 36). Σε μια άλλη περιοχή πάλι οι κάτοικοι "δεν διαθέτουν καμιά δική τους γλώσσα. Αντί γι' αυτήν μαθαίνουνε με ζήλο τη γλώσσα του εκάστοτε Αφέντη τους που αλλάζει συχνά, επειδή η επαρχία αποτελεί αντικείμενο νέων διαρκώς κατακτήσεων" (σελ. 39), εκεί που σε άλλη περίπτωση "κανένας λαός δεν περιφρουρεί τη γλώσσα του τόσο προσεκτικά όσο αυτός. Απαιτούν από κάθε πρόταση να περιλαμβάνει συγκεκριμένες λέξεις, που λέγονται σφραγιδόλογα και υπενθυμίζονται αδιάκοπα στα σχολεία, στις υπηρεσίες και στις δημόσιες ανακοινώσεις" (σελ. 47). Άλλοτε πάλι "η επικρατούσα γλώσσα της χώρας δεν ομιλείται από κανέναν. και στη θέση της χρησιμοποιούν τη μετάφραση" (σελ. 41).
Σύμφωνα με τον Jurgen Buchmann, το χειρόγραφο του κειμένου, χρονολογημένο στα 1299, εντοπίστηκε στην Ρώμη το 1985 από την ερευνήτρια Beatrice Signorelli (αγνώστων λοιπών στοιχείων). Η ίδια η ιστορία του χειρογράφου και η αξιοποίησή του από τον συγγραφέα αναδεικνύουν τη φθορά των γλωσσών στο πέρασμα των χρόνων και της μετάφρασης: "Το (υποτιθέμενο) αρχικό κείμενο του Ρουστιτσάνο αναγράφει τις (υποτιθέμενες) αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, που με τη σειρά τους αναπλάθουν αφηγήσεις αυτοχθόνων στις βόρειες Ινδίες, τα Ιμαλάια και αλλού. Η Signorelli μεταγράφει προφανώς το μεσαιωνικό βενετσιάνικο ιδίωμα στη σύγχρονη ιταλική, απ' όπου ο Buchmann μεταφέρει το χειρόγραφο στη γερμανική γλώσσα. όθεν η μεταφορά του κειμένου στην ελληνική κ.ο.κ. Τι απομένει όμως από την αρχική αφήγηση, είναι άγνωστο ή μάλλον υπονοείται στη διασπορά, αλλοίωση και φθορά των γλωσσικών σημείων" (Επιλεγόμενα Συμεών Γρ. Σταμπουλού, σελ 97).
Ακόμα, σύμφωνα με τον μεταφραστή του βιβλίου, η Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ είναι ένα μπρεχτικού τύπου σχόλιο στην παρακμή της Ευρώπης", μια "μεταφορά των Αόρατων Πόλεων του Italo Calvino και ένα εγχείρημα ανάλογο με το έργο του Umberto Eco Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας". Πρόκειται δηλαδή για "ένα σημειολογική παραμύθι, ταξίδι αναζήτησης της τέλειας γλώσσας, από τον κήπο της Εδέμ μέχρι τον Πύργο της Βαβέλ, από την Αίγυπτο μέχρι την Αρχαία Ελλάδα και ως τη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών [...] Αλλά τι μένει τότε, όταν το κείμενο αιωρείται χωρίς αναφορικότητα; Μένει αυτό που ήταν μάλλον εξ αρχής η μοναδική πρόθεση: μία υψηλών προδιαγραφών λογοτεχνία καμωμένη από άηχους, δασείς φθόγγους και μετέωρες χειρονομίες" (Επιλεγόμενα Συμεών Γρ. Σταμπουλού, σελ. 99)
Αξίζει να διαβαστεί η εξαιρετική βιβλιοπαρουσίαση-κριτική του βιβλίου από την Ανθούλα Δανιήλ εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου