****
Η μητέρα του κλαίει καθώς τον αποχαιρετά αλλά η γιαγιά του τού λέει: ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ.
Μ’αυτά τα λόγια ν’αντηχούν στ’αυτιά του και με την ελπίδα στην καρδιά, ξεκινά το 1945 σε ηλικία 17 ετών ο Λέο, ο ήρωας του βιβλίου «Ο άγγελος της πείνας» της Χέρτα Μύλλερ (Nόμπελ Λογοτεχνίας 2009) για ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην Ουκρανία.
Μαζί με άλλους Γερμανούς μιας μειονότητας που ζούσε στη Ρουμανία, θα οδηγηθεί εκεί για να εργαστεί στις χειρότερες και πιο βαριές δουλειές, θα γίνει μάρτυρας της απανθρωπιάς ορισμένων συμπολιτών του αλλά και της καλωσύνης κάποιων αγνώστων. Η εξοντωτική καθημερινή εργασία θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ο Λέο και οι γείτονές του θα ξεχάσουν ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι και όχι γαϊδούρια που κουβαλάνε τσιμέντα και χαλίκι και κάρβουνο, που ζητιανεύουν στις αγορές για ένα ξεροκόμματο, που κρύβουν τα λιγοστά προσωπικά αντικείμενα, τα οποία έφεραν μαζί τους, σαν θησαυρούς από ένα ξεχασμένο παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν θέλουν να το αναπολούν γιατί τους πονάει. Εδώ δεν έχουν οικογένεια, δεν έχουν φίλους, και δεν ξέρουν πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο.
Το μαρτύριο της πείνας.
Ο άγγελος της πείνας καραδοκεί πάνω απ’τα κεφάλια τους και περιμένει να τους βρει εντελώς αδύναμους για να τους πάρει μαζί του.
Ο άγγελος της πείνας σκαρφαλώνει στον ουρανίσκο μου και κρεμάει την ζυγαριά του, λέει ο Λέο.
Και εξηγεί με περισσότερες λεπτομέρειες:
Όλοι πέφτουμε στην παγίδα του ψωμιού.
Στην παγίδα του να μείνουμε εγκρατείς στο πρωινό, στην παγίδα του ν’ανταλλάξουμε ψωμιά στο βραδινό, στην παγίδα του να φυλάξουμε ψωμί κάτω απ’τα μαξιλάρια μας τη νύχτα. Η χειρότερη παγίδα που σου στήνει ο άγγελος της πείνας είναι να μείνεις εγκρατής: να πεινάς και να έχεις ψωμί αλλά να αρνηθείς να το φας. Να φανείς σκληρός απέναντι στον εαυτό σου, πιο σκληρός κι απ’το παγωμένο ώς το βάθος του έδαφος. Κάθε πρωί ο άγγελος της πείνας λέει: Σκέψου το βράδυ.
Και το βράδυ, πάνω απ’τη λαχανόσουπα, γίνεται η ανταλλαγή του ψωμιού, γιατί το ψωμί το δικό σου πάντα σου φαίνεται λιγότερο από των άλλων. Κι αυτό ισχύει για όλους.
Τέτοιες περιγραφές του ψωμιού ως ύψιστης πολυτέλειας έχουμε διαβάσει και αλλού, ήταν κοινός τόπος φαίνεται στα χιτλερικά και στα σταλινικά στρατόπεδα το να προσπαθείς να επιβιώσεις μ’ένα κομματάκι ψωμί και λίγη σούπα μετά από μια ολόκληρη μέρα σκληρής εργασίας σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν.
Για να γράψει αυτό το βιβλίο με ήρωα τον νεαρό ομοφυλόφιλο Λέο, η Χέρτα Μύλλερ βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία, κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις απ’όσα της διηγήθηκε ο λογοτέχνης Όσκαρ Πάστιορ. Ο Πάστιορ ήταν ο Λέο, ενώ και η μητέρα της Μύλλερ είχε οδηγηθεί στα ίδια στρατόπεδα όπου πέρασε πέντε μαρτυρικά χρόνια όπως και άλλοι 70 χιλιάδες Γερμανοί της Ρουμανίας. (ολόκληρη η παρουσίαση εδώ)
****
Το κατόρθωμα της Μύλερ έγκειται στο γεγονός ότι η βαθύτατη ευαισθησία της συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού,. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι οι λέξεις της γίνονται μικρά αστραφτερά διαμάντια. Η ύλη: ο άνθρακας, η κίτρινη άμμος, οι τσιμεντόλιθοι, τα δέκα ρούβλια, γίνονται τίτλοι κεφαλαίων που ξεκινάς να διαβάζεις ολότελα ανυποψίαστος γι’ αυτό που θα συναντήσεις. Διότι αυτό που συναντάς διαπνέεται ολοκληρωτικά από έναν ατελεύτητο ερωτισμό.
Ο χρόνος μεταπηδά απροειδοποίητα από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενώνει τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο.
Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει;
Αντί απάντησης και επιλόγου, παραθέτω τρία αποσπάσματα.
“Οι λέξεις που περιγράφουν την πείνα, όπως και οι λέξεις που περιγράφουν φαγητά, επικρατούν στους διαλόγους, κι ωστόσο παραμένεις μόνος. Καθένας τρώει μόνος του τις λέξεις του. Η συμμετοχή στην πείνα των άλλων είναι μηδενική, δε γίνεται να συμμετάσχεις στην πείνα. Η λαχανόσουπα ως βασικό φαγητό ήταν η θεμελιώδης αιτία για να χάνεις τη σάρκα από το σώμα σου και τα λογικά από το κεφάλι σου. Ο άγγελος της πείνας τριγυρνούσε σαν υστερικός. Έχανε κάθε μέτρο, μεγάλωνε μέσα σε μια μέρα τόσο πολύ όσο δε ψηλώνει το χορτάρι ένα ολόκληρο καλοκαίρι ή το χιόνι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τόσο πολύ ίσως όσο ψηλώνει ένα ψηλό μυτερό δέντρο σε όλη του τη ζωή. Μου φαίνεται πως ο άγγελος της πείνας δε μεγάλωνε απλώς, πολλαπλασιαζόταν. Παρείχε στον καθένα το δικό του, το προσωπικό του μαρτύριο, παρόλο που όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας. Αφού με το τρισυπόστατο που αποτελούν το πετσί, το κόκκαλο και το νερό που προκαλεί δυστροφία, οι άντρες και οι γυναίκες δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους κι οι γενετήσιες ορμές καταστέλλονται. Συνεχίζεις βέβαια να λες Ο και Η, όπως λες ο γλόμπος και η χτένα. Όπως αυτά, έτσι κι οι μισοπεθαμένοι από την πείνα δεν είναι γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού παρά αντικειμενικά άφυλοι σαν αντικείμενα, -προφανώς ουδέτεροι.
… όλα όσα έκανα πεινούσαν. Κάθε αντικείμενο ισούται ως προς το ύψος, το βάρος, το μήκος και το χρώμα με τις διαστάσεις της πείνας μου. Ανάμεσα στην ουράνια σκεπή και στη σκόνη της γης, κάθε τόπος μυρίζει από ένα διαφορετικό φαγητό. Ο κεντρικός δρόμος του στρατοπέδου μύριζε καραμέλα, η είσοδος του στρατοπέδου φρεσκοψημένο ψωμί, ο δρόμος από το στρατόπεδο μέχρι το εργοστάσιο ζεστά βερύκοκα, ο ξύλινος φράχτης του εργοστασίου ζαχαρωμένα αμύγδαλα, η είσοδος του εργοστασίου ομελέτα…
… Ήταν μαγεία και μαρτύριο. Ακόμα κι ο αέρας έτρεφε την πείνα, ύφαινε ορατό φαγητό, καθόλου αφηρημένο…”
“Πώς κυκλοφορεί κανείς στον κόσμο όταν δεν μπορεί να πεί τίποτε άλλο για τον εαυτό του παρά μόνον ότι πεινάει. Όταν δεν μπορεί να σκεφτεί πια τίποτε άλλο. Ο ουρανίσκος είναι μεγαλύτερος από το κεφάλι, ένας θόλος ψηλός και διαπερατός, που φτάνει μέχρι ψηλά στο κρανίο. Όταν κανείς δεν αντέχει άλλο την πείνα, ο ουρανίσκος του τον τραβάει σάμπως πίσω από το πρόσωπο να του έχουν τεντώσει ένα φρέσκο λαγοτόμαρο για να στεγνώσει. Τα μάγουλα ξεραίνονται και καλύπτονται μ’ ένα χνούδι…”
“Τα ταξίδια είναι πάντα ευτυχία.
Πρώτον: Όσο ταξιδεύεις, ακόμα δεν έχεις φτάσει. Όσο δεν έχεις φτάσει δεν χρειάζεται να δουλεύεις. Το ταξίδι είναι περίοδος χάριτος.
Δεύτερον: Όταν ταξιδεύεις, φτάνεις σε μια περιοχή που δε νοιάζεται καθόλου για σένα…”
(ολόκληρη η κριτική εδώ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου