Παρασκευή 30 Αυγούστου 2024

ΡΙΤΣΑΡΝΤ ΦΛΑΝΑΓΚΑΝ, ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΙΧΘΥΩΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΣΕ 12 ΨΑΡΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ

 


Μια φορά κι έναν καιρό, τότε, το μακρινό 1828, πριν αφανιστούν όλα τα πλάσματα της στεριάς κι όλα τα ψάρια της θάλασσας, ήταν ένας άντρας με το όνομα Γουίλιαμ Μπιούλοου Γκουλντ, ένας κατάδικος στη Γη του Βαν Ντίμεν, που αγάπησε μια μαύρη κι ανακάλυψε πολύ αργά πως η αγάπη δεν είναι ασφαλής.

Ο χαζούλης Γκουλντ, ψεύτης, φονιάς, απατεώνας, παραχαράκτης, φαντασιόπληκτος, καταδικάστηκε ισόβια στην πιο βάρβαρη σωφρονιστική αποικία της Κοινοπολιτείας κι εκεί του ανέθεσαν να ζωγραφίσει ένα βιβλίο με ψάρια.
Μια φορά κι έναν καιρό συνέβησαν πολλά και φοβερά...
Ένα συναρπαστικό έργο αναστοχασμού της ίδιας της Ιστορίας. Μια γαλήνια, ανατριχιαστική θεώρηση της ύπαρξης του ανθρώπου, που κολυμπά μονάχος στην παγωνιά του απείρου, όπως τα ψάρια στον ωκεανό. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

"Ένα συγκλονιστικό αριστούργημα". (MINNEAPOLIS STAR TRIBUNE)

«Αν υπήρχε ο όρος «Οξιντενταλισμός» (κατ’ αναλογίαν του «Οριενταλισμού»), το βραβευμένο βιβλίο του Φλάναγκαν θα ήταν αντιπροσωπευτικό του δείγμα: η ματιά ενός ανθρώπου της ανατολικής πλευράς του χάρτη στα αίσχη των δυτικών αποικιοκρατών. Ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί ιδιωματισμούς της aussie slang υπέροχα μεταφρασμένο από την Αθηνά Δημητριάδου, ένα συναρπαστικό βιβλίο επιδεκτικό σε πολλές ερμηνείες». (Νίκος Ξένιος, bookpress.gr, 07/05/2022)

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Γιάννης Μακριδάκης Ενάμισι Δευτερόλεπτο Φως, Εκδόσεις Εστία



ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΟΧΟΣ ΟΜΩΣ, ΣΤΑΘΗΚΕ ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί".
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΕ ΣΤΟ ΑΥΛΙΔΑΚΙ Ο ΜΑΡΙΟΣ ΤΣΟΧΟΣ ΟΜΩΣ, ΣΤΑΘΗΚΕ ακίνητος στη μέση του και κοίταξε έναν γύρο τον τόπο που μεγάλωσε και τον πέτρινο ψηλό μαντρότοιχο από την εσωτερική πλευρά· σαν περιτειχισμένο μικρό μοναστηράκι για να φυλάγεται από τους σκληρούς θαλασσινούς καιρούς ήταν του φάρου το συγκρότημα, έτσι το αναπολούσε όλα τα χρόνια που έλειπε· από την προηγούμενη όμως βραδιά, οπόταν άκουσε όλα αυτά τα τερατώδη πράγματα μέσα στο καφενείο του κυρ Σταύρου, άρχισε το φαρομονάστηρο, που είχε στη νότια άκρη του τού φαναριού τον πύργο, να αποκτάει εντός του άλλη υπόσταση και να ομοιάζει ο φάρος του φαλλός, ο οποίος με την παλμική αναλαμπή της κεφαλής του εξέπεμπε το μήνυμα ότι πάλλεται από πόθο κάθε νύχτα το ιδιότυπο αυτό ασκηταριό και όλο το νησί μαζί".
Αψηφώντας την πατρική κατάρα, ο δημοφιλής μετεωρολόγος Μάριος Τσόχος, γιος φαροφύλακα, επιστρέφει στη γενέτειρά του κινημένος από ερωτική ελπίδα. Έρχεται αντιμέτωπος με ένα άγνωστο, μιαρό παρελθόν και με την τοπική κοινωνία, που τον θεωρεί στιγματισμένο. Οι αναλαμπές του φόρου, στα έγκατα του οποίου περνάει μια κρίσιμη νύχτα, φωτίζουν διακεκομμένα την έως τώρα ύπαρξή του και τον αναγεννούν.
Πόσο σκοτάδι έσβησαν πόσες αναλαμπές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

DAMON GALGUT Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ


yposxesi 01

Για το βραβευμένο με το Booker 2021 μυθιστόρημα του Ντέιμον Γκάλγκατ (Damon Galgut) «Η υπόσχεση» (μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ, εκδ. Διόπτρα).

Της Χριστίνας Μουκούλη

Πόσο βαθιά είναι χαραγμένο στις ψυχές κάποιων ανθρώπων το αίσθημα ισότητας και δικαιοσύνης; Μέχρι πού μπορεί να φτάσει κανείς και τι είναι διατεθειμένος να θυσιάσει, για να είναι συνεπής με τον εαυτό του και με ό,τι θεωρεί χρέος του;

Η οικογένεια Σουάρτ, μια οικογένεια λευκών της Νότιας Αφρικής, διατηρεί μια φάρμα έξω από την Πρετόρια. Η Ρέιτσελ Σουάρτ, μητέρα της δεκατριάχρονης Αμόρ είναι βαριά άρρωστη και, μερικές μέρες πριν πεθάνει, εκφράζει στον σύζυγό της μια τελευταία επιθυμία: να παραχωρήσει στη Σαλομέ, τη γυναίκα που τους υπηρετεί για χρόνια, το σπίτι στο οποίο μένει εκείνη, και το οποίο ανήκει στην οικογένεια Σουάρτ. Η Αμόρ είναι μάρτυρας της συζήτησης κατά την οποία ο πατέρας υπόσχεται ότι θα εκπληρώσει την επιθυμία της συζύγου του.

Όταν η μητέρα της πεθαίνει, η Αμόρ θέτει το θέμα της παραχώρησης του σπιτιού. Κανείς όμως από την οικογένεια δεν είναι διατεθειμένος να συναινέσει. Ούτως ή άλλως κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό, αφού η νομοθεσία δεν επιτρέπει στους μαύρους να έχουν ιδιοκτησία. Εννιά χρόνια αργότερα, όταν πεθαίνει κι ο πατέρας της, η οικογένεια συγκεντρώνεται ξανά και η Αμόρ επαναφέρει το θέμα του σπιτιού της Σαλομέ. Πλέον η νομοθεσία έχει αλλάξει και η παραχώρηση μπορεί να γίνει. Όμως, ούτε τότε τακτοποιείται το θέμα, ούτε αρκετά χρόνια αργότερα, όταν δολοφονείται η αδελφή της, η Άστριντ.

Η Ρέιτσελ Σουάρτ, μητέρα της δεκατριάχρονης Αμόρ είναι βαριά άρρωστη και, μερικές μέρες πριν πεθάνει, εκφράζει στον σύζυγό της μια τελευταία επιθυμία: να παραχωρήσει στη Σαλομέ, τη γυναίκα που τους υπηρετεί για χρόνια, το σπίτι στο οποίο μένει εκείνη, και το οποίο ανήκει στην οικογένεια Σουάρτ.

Όταν τα εναπομείναντα μέλη της οικογένειας συγκεντρώνονται για μια τελευταία φορά στην κηδεία του αυτόχειρα Άντον, τα περιθώρια έχουν στενέψει και η Αμόρ, αν θέλει να εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας της, πρέπει να πάρει ριζικές αποφάσεις και να προβεί στις αντίστοιχες ενέργειες.

Από την άνθηση στην παρακμή

Η οικογένεια Σουάρτ, ξεκινάει με πολύ καλές προδιαγραφές. Γάμος από έρωτα, τρία παιδιά, ιδιόκτητες εκτάσεις γης, επιχειρήσεις που αποφέρουν κέρδη, μεγάλος αριθμός μαύρων στην υπηρεσία της. Τα πράγματα εξελίσσονται καλά για ένα διάστημα. Όταν όμως η μητέρα πεθαίνει, χάνεται ο συνεκτικός κρίκος και το οικοδόμημα καταρρέει. Τα μέλη της οικογένειας διασκορπίζονται. Η αγάπη της μητέρας κρατούσε τις ισορροπίες. Μια μητέρα η οποία είχε αρνηθεί τη θρησκεία της, τον Ιουδαϊσμό, και είχε ασπαστεί την Ολλανδική Μεταρρυθμιστική Εκκλησία, για να είναι με τον άνθρωπο που αγαπούσε. Όταν αυτή η δοτική παρουσία εκλείπει, η συνύπαρξη των υπολοίπων είναι αδύνατη.

Η ιδιοσυγκρασία του κάθε μέλους είναι τελείως διαφορετική από των υπολοίπων. Ο πατέρας κάνει την επανάστασή του όταν ερωτεύεται και παντρεύεται μια γυναίκα άλλης θρησκείας, όμως, όταν εκείνη πεθαίνει, αδύναμος, χειραγωγείται από τους επιτήδειους θρησκευτικούς ηγέτες της περιοχής. Ο Άντον, ο αδελφός της Αμόρ, ο οποίος υποχρεώνεται να υπηρετήσει στον στρατό, τον καιρό της στρατιωτικής του θητείας διαπράττει έναν φόνο, με αποτέλεσμα να κουβαλάει διαρκώς μέσα του το βάρος αυτού του θανάτου. Δεν βρίσκει ποτέ τη δύναμη να πραγματοποιήσει τα όνειρα που είχε ως έφηβος. Δεν γίνεται κυρίαρχος της οικογενειακής επικράτειας. Είναι «μια δυνατή αρχή που έχασε τον δρόμο της», την ορμητικότητά της. Η μεγάλη αδελφή, η Άστριντ, ενδιαφέρεται μόνο για την εμφάνισή της. Είναι ένα φοβισμένο άτομο. Φοβάται «τη φτώχεια, τους μαύρους, τη διάλυση των οργανωμένων δομών της κοινωνίας. Ότι δεν την αγαπάει κανείς».

Το βιβλίο είναι δομημένο σε τέσσερα μέρη, όσα και τα μέλη της οικογένειας της Αμόρ. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αντιστοιχεί σε μια κηδεία.

Η Αμόρ, η παράξενη, η διαφορετική, καταλαβαίνει από πολύ νωρίς ότι δεν μπορεί να συμβαδίσει με τον ρυθμό και τις πεποιθήσεις της οικογένειας, γι’ αυτό και αποχωρεί από τους κόλπους της μόλις ενηλικιώνεται. Για ένα διάστημα ζει στο Λονδίνο, αργότερα επιστρέφει στη Νότια Αφρική, αλλά σε άλλη πόλη, και εργάζεται σε ένα νοσοκομείο, όπου περιποιείται ετοιμοθάνατους ασθενείς. Προσπαθεί να μην κοιτάζει πίσω, γιατί θέλει να προχωρήσει, να ξεφύγει από μια ζωή συμβατική και αντίθετη με το εγγενές αίσθημα ισότητας και δικαίου που τη διακατέχει.

Το βιβλίο είναι δομημένο σε τέσσερα μέρη, όσα και τα μέλη της οικογένειας της Αμόρ. Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου αντιστοιχεί σε μια κηδεία. Η οικογένεια συγκεντρώνεται πλέον μόνο όταν η συνύπαρξη επιβάλλεται. Οι δεσμοί αίματος που τους ενώνουν είναι πολύ αδύναμοι μπροστά στις συναισθηματικές, οικονομικές και θρησκευτικές διαφορές που τους χωρίζουν. Κι ο χρόνος που περνάει κι αφήνει τα σημάδια του στο σώμα τους, μεγαλώνει και τις διαφορές που τους χωρίζουν.

yposxesi 02
Ο Damon Galgut είναι Νοτιοαφρικανός μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας. Γεννήθηκε το 1963 στην Πρετόρια και εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία δεκαεπτά ετών. Ήταν για πρώτη φορά υποψήφιος για το βραβείο Booker με το έργο του “The Good Doctor” το 2003 (Ο καλός γιατρός, Ωκεανίδα, 2005) και για δεύτερη φορά το 2010 με το “In a Strange Room”. Το πρόσφατο μυθιστόρημά του “Arctic Summer” ήταν υποψήφιο για τα βραβεία Walter Scott και Folio, ενώ το έργο του “The Quarry” μεταφέρθηκε το 2020 στον κινηματογράφο. Σήμερα ζει και εργάζεται στο Κέιπ Τάουν. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί συνολικά σε δεκαέξι γλώσσες.

Η ιστορία μιας οικογένειας και η ιστορία μιας χώρας

Στη φάρμα, μαζί με τα μέλη της οικογένειας αλλά λίγο πιο πέρα, σαν σκιά, υπάρχει και η Σαλομέ. Η παρουσία της, σχεδόν, δεν γίνεται αντιληπτή. Μαγειρεύει, καθαρίζει, φροντίζει για τα πάντα, αλλά είναι αόρατη. Δεν της επιτρέπεται να παίξει κανέναν άλλο ρόλο: να μιλήσει, να γελάσει, να κλάψει. Είναι σαν όλοι να αγνοούν την ύπαρξή της, με τον ίδιο τρόπο που αγνοούν τις επιθυμίες και τα συναισθήματά της. Η παρουσία της Σαλομέ έχει έντονα συμβολικό χαρακτήρα στο κείμενο. Παρά τη φαινομενική ισότητα και ελευθερία, παρά την παρουσία της σε χώρους στους οποίους πριν δεν επιτρεπόταν να παρευρίσκεται, πάντα θα είναι σε μειονεκτική θέση, πάντα θα είναι σχεδόν αόρατη, χωρίς άποψη, δύναμη, λόγο.

Ο συγγραφέας έχει ένα εντελώς προσωπικό ύφος, έναν ασυνήθιστο τρόπο γραφής. Ο τριτοπρόσωπος παντογνώστης αφηγητής παραθέτει τα γεγονότα και συχνά απευθύνεται τόσο στον αναγνώστη όσο και στους ήρωες, με μια διάθεση σκωπτική, αναζητά τους λόγους για τις αποφάσεις που παίρνουν, αναλύει τις σκέψεις τους, όμως αποδέχεται τις ενέργειές τους. Καθιστά τον αναγνώστη συνοδοιπόρο του στο ταξίδι της διερεύνησης των γεγονότων ίσως και στην αφήγηση της ιστορίας, χαρίζοντας αμεσότητα στο κείμενο και μια εγγύτητα και επικοινωνία του δημιουργού με τον αποδέκτη του έργου του. Το κείμενο χαρακτηρίζεται από μια γοητευτική διαρκή ροή, από την οποία ο αναγνώστης παρασύρεται με ευχαρίστηση.

Ο τίτλος του βιβλίου προφανώς αλλά και κατά δήλωση του συγγραφέα, έχει σχέση με την ανεκπλήρωτη υπόσχεση προς τη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ, με τις ελπίδες των κατοίκων της για το μέλλον και με τις προσδοκίες τους που διαψεύστηκαν.

Οι διάλογοι είναι ενσωματωμένοι στην αφήγηση, αλλάζει συνεχώς η οπτική γωνία με ταχύτατη μετακίνηση από τον έναν χαρακτήρα στον άλλο, και, πολλές φορές, στην ίδια πρόταση υπάρχει και το τρίτο και το πρώτο πρόσωπο, χωρίς κάποια στίξη που να δηλώνει τη μετάβαση αυτή, κάτι που προϋποθέτει φοβερή δεξιοτεχνία στη συγγραφή για να λειτουργήσει, κι εδώ ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι την διαθέτει. Εξαιρετικά πρωτότυπη είναι επίσης και η μετάβαση από τη μία χρονική στιγμή στην άλλη, καθώς και ο τρόπος που παρατίθενται οι πληροφορίες για τα γεγονότα που μεσολάβησαν από τη μία συγκέντρωση της οικογένειας ως την επόμενη.

dioptra GALGUT bookerΟι οικογενειακές σχέσεις ως σχέσεις ανταγωνισμού, αγάπης και μίσους, το «πόσο συνηθισμένη και πόσο παράξενη είναι η ανθρώπινη ζωή», το χρήμα, που «βγάζει τις χειρότερες μορφές της ανθρώπινης φύσης», ο χρόνος και τα ανεξίτηλα σημάδια του στους ανθρώπους και στις ζωές τους, η γη και οι διεκδικητές της, το δίκαιο του δυνατού και η αναγκαστική υπομονή του αδύναμου, είναι τα βασικά θέματα που θίγονται στο κείμενο, και, φυσικά, οι υποσχέσεις που δίνονται για να τηρούνται, αλλά σπανίως η διαδικασία αυτή ολοκληρώνεται.

Ο τίτλος του βιβλίου προφανώς αλλά και κατά δήλωση του συγγραφέα, έχει σχέση με την ανεκπλήρωτη υπόσχεση προς τη Νότια Αφρική μετά το απαρτχάιντ, με τις ελπίδες των κατοίκων της για το μέλλον και με τις προσδοκίες τους που διαψεύστηκαν. Κι εκείνος, όπως και η ηρωίδα του, δεν ξεχνά και προσπαθεί, στο μέτρο του δυνατού, να επιτελέσει το μερίδιο του χρέους του.

Η μετάφραση της Κλαίρης Παπαμιχαήλ είναι αντάξια της εξαιρετικής συγγραφικής μαεστρίας του συγγραφέα, και μεταδίδει την ιδιαίτερη ενέργεια του κειμένου. Αυτή την ενέργεια που τροφοδοτεί την επιμονή της Αμόρ και μας εντείνει την πεποίθηση ότι, όσο υπάρχουν κάποιοι που θυμούνται και μπορούν να βλέπουν πέρα από το προσωπικό συμφέρον, υπάρχει ελπίδα.


* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Για άλλη μια φορά στην εκκλησία, όλοι μας, ενάντια στη θέλησή μας. Κάτι τέτοιες ώρες, όταν η οικογένεια πυκνώνει, αριθμητικά τουλάχιστον, αν όχι σε αφοσίωση, περιεργαζόμαστε ο ένας τον άλλον επιφυλακτικά μέσα από τις αλεπότρυπές μας. Οι Σουάρτ στέκονται ενωμένοι, ως επί το πλείστον, παρόλο που τώρα πια έχουμε αραιώσει, δεν είμαστε παρά μια σειρά στο πρώτο στασίδι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτε ασυνήθιστο ή αξιοπρόσεκτο στην οικογένεια Σουάρτ, α, όχι, θυμίζουν την οικογένεια από τη διπλανή φάρμα κι αυτήν από την παραδιπλανή, δεν είναι παρά ένα συνηθισμένο τσούρμο από λευκούς Νοτιοαφρικανούς και, αν δεν το πιστεύετε, τότε ακούστε μας πώς μιλάμε. Δεν ακουγόμαστε διαφορετικοί από άλλες φωνές, ακουγόμαστε ίδιοι και λέμε τις ίδιες ιστορίες, με μια προφορά ποδοπατημένη, όλα τα σύμφωνα καρατομημένα και τα φωνήεντα ορθάνοιχτα. Στις ψυχές μας έχουμε κάτι σκουριασμένο, λεκιασμένο από τη βροχή, βουλιαγμένο..."


Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

J.M.COETZEE, ΑΤΙΜΩΣΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ


Apartheid signs trainstation

Για το μυθιστόρημα του Τζον Μάξγουελ Κουτσί [J.M. Coetzee] «Ατίμωση» (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα). Κεντρική εικόνα: Wikipedia.

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Στις 30 Ιουνίου 1991, έπειτα από 43 χρόνια σκληρού ρατσισμού που είχε επιβάλλει το Εθνικό Κόμμα, η Νότια Αφρική αποτίναξε από πάνω της το επονείδιστο Απαρτχάιντ. Μόνο που πρέπει να καταλάβουμε πως η πραγματική Ιστορία, αυτή που περνάει σαν σβάρνα πάνω από τους ανθρώπους, δεν καθορίζεται από επετείους.

dioptra coetzee atimosi

Οι τέσσερις δεκαετίες απάνθρωπης εκμετάλλευσης των μαύρων από τους λευκούς δεν θα μπορούσαν να σβηστούν σαν σημάδια στον μαυροπίνακα που τα σαρώνει το σφουγγάρι. Η καταπίεση γεννάει βία και η αλλαγή σε ένα δημοκρατικό κράτος που θα εγγυάται την ισότητα δεν μπορεί να οικοδομηθεί από τη μια στιγμή στην άλλη.

Αυτό το γκρίζο μεσοδιάστημα, όπου όλα μπορούν να συμβούν και όπου οι αντίρροπες δυνάμεις προσπαθούν να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους ή να τα διαρρήξουν ολότελα, περιγράφεται με ενάργεια και περισσή καθαρότητα από τον Τζον Κουτσί στο μυθιστόρημά του Ατίμωση (μτφρ. Χριστίνα Σωτηροπούλου, εκδ. Διόπτρα).

To δεύτερο Booker

Είναι το μυθιστόρημα που του χάρισε για δεύτερη φορά το σεπτό Βραβείο Booker (έγινε ο πρώτος συγγραφέας που το κέρδισε δύο φορές), έστω και αν δεν παρέστη ούτε εκείνη τη φορά στην τελετή βράβευσης.

Η Ατίμωση δεν είναι μόνο η ιστορία του καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι κι ας είναι αυτός ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, κι ας είναι η ζωή του μια σειρά από δραματικές πτώσεις που από μόνες τους θα έφταναν για να κάνουν το μυθιστόρημα άκρως ενδιαφέρον κι αυτόν έναν ήρωα εξόχως συγκρουσιακό.

Κι όμως, μέσα από το προσωπικό φίλτρο του πρωταγωνιστή του, ο Κουτσί κοιτάζει την μετεξέλιξη της χώρας του (από το Απαρτχάιντ και εντεύθεν) που μοιάζει με δύσκολη γέννα με αμφίβολη την κατάληξη. Το νέο έρχεται, εφορμά θα έλεγε κανείς, ωστόσο ουδείς μπορεί να είναι σίγουρος αν θα σκορπίσει αισιοδοξία ή θα ξύσει παλιές (χαίνουσες, προφανώς) πληγές δίχως διάθεση επούλωσης.

H κατάρρευση του Λούρι

Στο πρώτο μέρος γνωρίζουμε τον καθηγητή Ντέιβιντ Λούρι. Είναι μεσήλικας, χωρισμένος δύο φορές, επίκουρος καθηγητής Επικοινωνίας στο πανεπιστήμιο του Κέιπ Τάουν και πάνω από όλα ένας ηδονιστής που ωρέγεται διαρκώς νεαρές δεσποσύνες που συνήθως τις πληρώνει για να του προσφέρουν αυτό που ονομάζει luxe et voluple (σ.σ.: πολυτέλεια και ηδονή).

Αυτός ο «προφυλαγμένος» και απόλυτα ρυθμισμένος ερωτικός του βίος, είναι μια ζώνη ασφάλειας για τον Λούρι έως τη στιγμή που ως άλλος κυνηγός θα βρει στο δρόμο του ένα νέο «θήραμα». Μόνο που αυτή τη φορά διακινδυνεύει πολλά, καθώς πρόκειται για τη φοιτήτριά του, τη Μέλανι.

Ασυγκράτητος όπως είναι και δίχως να το πολυσκεφτεί περικυκλώνει την Μελάνι και τη ρίχνει στο κρεβάτι του. Εκ πρώτης όψεως, και ίσως με μια απλοϊκή ματιά, έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό A-male που διά της ισχύος του καταφέρνει να επιβληθεί σε ένα άβγαλτο κορίτσι που δεν έχει το σθένος να του αντισταθεί.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ο Λούρι έχει βγει απίο την ίδια μήτρα που βγήκε και ο αντίστοιχος καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες, του μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ Ο καθηγητής του πόθου.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς πως ο Λούρι έχει βγει απίο την ίδια μήτρα που βγήκε και ο αντίστοιχος καθηγητής Ντέιβιντ Κέπες, του μυθιστορήματος του Φίλιπ Ροθ Ο καθηγητής του πόθου (μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος, εκδ. Πόλις).

Κι όμως, η πρόθεση του Κουτσί δεν είναι να περιχαρακώσει τον ήρωά του σε ένα πορνικό «χαράκωμα» και να σημαίνει μονοσήμαντα γι’ αυτόν η ατίμωση, όταν η Μέλανι (μάλλον υποκινούμενη από τον πατέρα της ή τον ζηλότυπο φίλο της) θα κάνει επίσημη καταγγελία στις πανεπιστημιακές Αρχές κατά του Λούρι.

Η πρώτη σύγκρουση

Ό,τι θα ακολουθήσει θα είναι η αρχή της πτώσης του Λούρι. Λες και ακολουθεί τη μοίρα του αγαπημένου του Μπάυρον, για τον οποίο επιθυμεί να γράψει ένα υβριδικό βιβλίο για τις ιταλικές περιπέτειές του, το οποίο θα έχει τη μορφή όπερας δωματίου.

Κάποιοι στο συμβούλιο των καθηγητών θέλουν να τον σώσουν, αλλά οι περισσότεροι δεν ζητούν απλώς μια συγγνώμη, αλλά μια πλήρη παραδοχή των πράξεών του. Κάτι που ο ίδιος αρνείται πεισματικά να το κάνει.

Να η πρώτη σύγκρουση του παλιού κόσμου με τον νέο που μας εισάγει ο Κουτσί στο μυθιστόρημα, αλλά θα υπάρξουν κι άλλες πιο έντονες στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος.

Coetzee

Ο Τζον Μάξγουελ Κούτσι γεννήθηκε το 1940 στο Κέιπ Τάουν. Σπούδασε στη Νότιο Αφρική και στις ΗΠΑ, όπου εργάστηκε ως καθηγητής πανεπιστημίου ως το 1983. Ο Τζ. Μ. Κούτσι ήταν ο πρώτος συγγραφέας που είχε την τιμή να του απονεμηθεί δύο φορές το βραβείο Booker. Το 2003 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο της Κοινοπολιτείας, το Prix Etranger Femina και έχει λάβει τρεις φορές την υψηλότερη τιμητική διάκριση στη χώρα του.

Αυτό ξεκινάει με την αναγκαστική φυγή του Λούρι από το Κέιπ Τάουν (είναι εξοβελιστέος από το πανεπιστήμιο, έτσι κι αλλιώς) και την απόφασή του να βρει καταφύγιο στο απομονωμένο αγρόκτημα της κόρης του.

Αυτή η μετατόπιση είναι στην ουσία μια καθοριστική αλλαγή στο τέμπο του μυθιστορήματος όπου η εστίαση πλέον περνάει από τον Λούρι που καλύπτει «μονοφωνικά» το πρώτο μέρος, σε μια σειρά ατόμων και δράσεων που σηματοδοτούν και την ουσιαστική έγνοια του συγγραφέα.

Οι νέες συνθήκες

Η περιβόητη αναδιανομή των κτημάτων βρίσκεται σε εξέλιξη. Οι πάλαι ποτέ δούλοι των λευκών, οι μαύροι, διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στη γη. Ο Πέτρους, ένας μαύρος που ζει στο αγρόκτημα της Λούσι (της κόρης του Λούρι) δεν προσφέρει μόνο την εργασία του έναντι αμοιβής, αλλά κατέχει και ένα μέρος της γης της, με πρόθεση να την πάρει ολόκληρη.

Είναι ο μόνος που διεκδικεί κάτι που του είχαν στερήσει για χρόνια; Θα συμβεί ένα δραματικό γεγονός που θα δείξει ότι η βία σοβεί στη χώρα κι ας τέλειωσε ο καιρός του διαχωρισμού. Τρεις άντρες εισβάλλουν στο σπίτι της Λούσι. Την βιάζουν, λεληλατούν το σπίτι, βασανίζουν τον ανήμπορο Λούρι και σκοτώνουν τα σκυλιά της.

Είναι μαύροι, ζητούν εκδίκηση, το έχουν ξανακάνει, θεωρούν πως έτσι αποκαθιστούν μια αδικία ετών. Ο Λούρι αντιδρά μη αποδεχόμενος αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων, ενώ η Λούσι δέχεται ταπεινωμένη την καινούργια συνθήκη.

Μάλιστα, η Λούσι θα κάνει ακόμη μεγαλύτερη υποχώρηση. Αυτή, μια λεσβία, θα μείνει έγκυος, θα δεχθεί να κρατήσει το παιδί που κυοφορεί κι ας είναι αποτέλεσμα βίαιης πράξης, δεν θα θελήσει να συνεχιστεί η δίωξη των δραστών και δεν σκοπεύει να αφήσει το χωράφι της ακόμη κι αν ξέρει πως κινδυνεύει.

Αυτή η είναι η σπουδαιότητα του Κουτσί: από το μεμονωμένο φτιάχνει μια μεταφορά για το γενικό. Χρειάζεται μια ειλικρινής συγγνώμη, αλλά και ένα βαθύ αίσθημα συντριβής για να προχωρήσει η χώρα του έπειτα από όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια.

Ο Λούρι αν και προσπαθεί να εξελιχθεί σε κάτι άλλο από αυτό που ήταν (προσφέρει εθελοντική εργαασία σε ένα χώρο όπου θανατώνονται παρατημένα σκυλιά) και αρχίζει να δουλεύει στο μυαλό του το βιβλίο για τον Μπάυρον, δεν μπορεί να δεχθεί τις αποφάσεις της κόρης του. Αντιδράει όπως θα έκανε ένας εκπρόσωπος του παλαιού κόσμου που ενώ είναι πολλάκις ταπεινωμένος και ατιμασμένος δεν γίνεται να δεχθεί αυτές τις σφοδρές αλλαγές που συμβαίνουν μέσα του και τριγύρω του.

Μια μεταφορά

Αυτή η είναι η σπουδαιότητα του Κουτσί: από το μεμονωμένο φτιάχνει μια μεταφορά για το γενικό. Χρειάζεται μια ειλικρινής συγγνώμη, αλλά και ένα βαθύ αίσθημα συντριβής για να προχωρήσει η χώρα του έπειτα από όσα συνέβησαν τα προηγούμενα χρόνια.

Ως γνωστόν, η βία είναι η μαμή της ιστορίας κι εδώ η βία δεν είναι άλογη, αλλά αιτιολογημένη, έστω κι αν το άλλοθί της επιτείνει το σχίσμα μεταξύ λευκών και μαύρων (αλλά, πλέον, με διαφορετικούς όρους).

Υπάρχει ευθύτητα και οριστικότητα στη γραφή του Κουτσί. Υπάρχει συγκίνηση, αλλά και οργή. Υπάρχει σύγκρουση, αλλά και μια διαρκής ανατομία της αλήθειας που συγκροτεί το κράτος που κουβαλάει τα παλιά και τα νέα υλικά του. Αυτή την αλήθεια αντικρίζει κατάματα ο Κουτσί γι’ αυτό και τούτο το μυθιστόρημα αποτελεί ένα λογοτεχνικό και ιστορικό ορόσημο για τη Νότια Αφρική.

Τα μετέπειτα χρόνια από τη στιγμή που γράφτηκε (1999) θα αποδείξουν πως η μετάβαση από το Απαρτχάιντ ήταν, όντως, δύσκολη. Ακόμη και στις μέρες μας η διαίρεση και η κοινωνική ανισορροπία δεν έχουν αποκατασταθεί. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ομνύουν στον Μαντέλα, αλλά παραδέχονται ότι ο ίδιος και το κόμμα του δεν προχώρησαν σε ριζικές αλλαγές φοβούμενοι έναν εμφύλιο πόλεμο. Τίποτα δεν είναι εύκολο όταν μιλάμε για καμμένη γη που προσδοκά να καρπίσει ξανά.

Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. 


Απόσπασμα από το βιβλίο

«Έχουν περάσει τρεις ώρες από το συμβάν, αλλά το χέρι του είναι ακόμη μουδιασμένο από τα χτυπήματα. Όταν σκέφτεται το αγόρι και τις απειλές του, βράζει από θυμό. Ταυτόχρονα ντρέπεται για τον εαυτό του. Καταδικάζει απόλυτα τις πράξεις του. Δεν έδωσε κανένα μάθημα σε κανέναν – και σίγουρα όχι σε εκείνο το αγόρι. Το μόνο που κατάφερε ήταν να αποξενωθεί ακόμη περισσότερο από τη Λούσι. Της έδειξε πώς είναι όταν καταλαμβάνεσαι από πάθος και προφανώς εκείνης δεν της άρεσε καθόλου το θέαμα» (σελ. 267-268).

Ακολουθήστε την bookpress.gr στο Google News και διαβάστε πρώτοι τα θέματα που σας ενδιαφέρουν.



Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ, ΑΝΤΙ ΣΤΈΦΑΝΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΊΑ

 


ΔΕΝ ΕΥΔΟΚΙΜΗΣΕ ΤΕΛΙΚΑ ΩΣ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΗΣ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΥΤΑΞΙΑ ο Στέφανος ο Λαδικός. Μοναχά μία κηδεία πρόλαβε να διεκπεραιώσει και αυτή ήταν της μητέρας του. Διότι η Πάτρα, εκ του Κλεοπάτρα, Λαδικού, το γένος Κουμά, η επονομαζόμενη και Ξυλαγγούρω κάποτε, όταν ήταν ακμαία, υπό των ζηλοφθόνων γυναικών της μικράς νήσου, απεβίωσε αιφνιδίως σε ηλικία 66 ετών, πιθανότατα από ανακοπή καρδιάς σύμφωνα με τη γνωμάτευση του αγροτικού γιατρού, τρεις μόλις μέρες αφότου ανέλαβε καθήκοντα εντός νεκροταφείου ο μοναχογιός της. Έγειρε το κεφάλι της αριστερά σαν λαβωμένο πουλάκι, όπως καθόταν στο κατώφλι του σπιτιού της το απόγευμα της Δευτέρας 19ης Μαΐου, και ξεψύχησε ήσυχα. Σαν να αποκοιμήθηκε γλυκά κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. Είχε και ένα απολύτως εμφανές όσο και αινιγματικό μειδίαμα στα χείλη της, το οποίο αν και κατά κόρον ερμηνεύτηκε ως αδιάψευστο τεκμήριο του ότι έφυγε από τη ζωή ικανοποιημένη, ίσως να ήταν τελικά μόνον επιτιμητικό αφού, όπως πικρόχολα αποφάνθηκε και ο περιπτερούχος καπετάν Παράσχος Ψιλάκης κουνώντας πάνω κάτω το κεφάλι του απ7ογοητευμένος από την απολύτως πλέον διακριτή κ6οινωνική της νήσου παρακμή, η μακαρίτισσα ίσως προείδε λόγω μιας πιθανής προθανάτιας έκλαμψης τα όσα αλλοπρόσαλλα επακολούθησαν την έξοδο αυτής.
Πρόδρομος μιας μετακαταναλωτικής εποχής ή εντελώς ανισόρροπος ήταν τελικά ο νεκροθάφτης Στέφανος Λαδικός; Η κοινωνία του μικρού νησιού πάντως δεν μπόρεσε να αποδεχτεί τις δράσεις του εντός νεκροταφείου και τις απόψεις του περί σαρκίου των νεκρών, και έτσι τον απέπεμψαν σύντομα από το πόστο του.
Μια νουβέλα που αφηγείται με μπρίο τη σχάση ανάμεσα στο ιερό και το γελοίο, στο σύστημα της τοπικής κοινωνίας και το οικοσύστημα της φυτοκοινωνίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)



Πέμπτη 8 Αυγούστου 2024

ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΟΛΧΟ Η ΚΟΙΝΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ , ΒΡΑΒΕΙΟ ΔΟΚΙΜΙΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΟΥΡΑΝΗ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

 


Διαβάσαμε: «Η κοινοτοπία του καλού» του Αντώνη Μόλχο (Πατάκης)

Μία δραματική ιστορία επιβίωσης κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες
    Διαβάσαμε: «Η κοινοτοπία του καλού» του Αντώνη Μόλχο (Πατάκης)
    facebook sharing button
    twitter sharing button
    pinterest sharing button
    email sharing button
    sharethis sharing button
    logo radio
    Ogdoo web radio
    Live
     
    31/05/2023
    ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ 
    «Ένα εβραιόπουλο στην Ελλάδα της Κατοχής» είναι ο υπότιτλος του βιβλίου, και ο Αντώνης Μόλχο, έγκριτος ιστορικός, επιχειρεί να παρουσιάσει την προσωπική του ιστορία, αυτό που έζησε ο ίδιος σαν παιδί. Η ιδιότητά του, του ιστορικού, ισορροπεί το βιβλίο ανάμεσα στην προσωπική αντίληψη των γεγονότων και το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Τον βοηθά, επίσης, να έχει μια κριτική ματιά σε όσα έγιναν τότε και τα καταγράφει.

    Όπως γράφει το επίσημο βιογραφικό του, ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1939 στη Θεσσαλονίκη. Επί πολλά χρόνια δίδαξε ευρωπαϊκή ιστορία στο Brown University στην πολιτεία του Ρόουντ Άϊλαντ και στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στη Φλωρεντία. Ζει μεταξύ Φλωρεντίας και Αθήνας και κάθε τόσο επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη για να επισκεφτεί τα μέρη της παιδικής του ηλικίας.

    Στην «Κοινοτοπία του καλού» όπως γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο ίδιος: «Για να παραφράσω μια κορυφαία πολιτική φιλόσοφο του εικοστού αιώνα, σε αυτήν την περίπτωση δεν είχαμε να κάνουμε με την «κοινοτοπία του κακού» αλλά με την «κοινοτοπία του καλού». Πιο συχνά από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς, ένας έντιμος άνθρωπος επιλέγει να βοηθήσει όχι από ηρωϊσμό, ούτε από επιθυμία να ξεχωρίσει, ούτε επειδή υπακούει σε μια ισχυρή ηθική προσταγή. Είναι θέμα αξιοπρέπειας να το κάνει στον βαθμό που δεν χρειάζεται να αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά και τις συνήθειές του. Αλλά όταν η βοήθεια που προσφέρεις μπορεί να βάλει σε κίνδυνο την ασφάλεια των δικών σου ανθρώπων, τότε το σκέφτεσαι ξανά, και τις περισσότερες φορές κάνεις πίσω και κρατιέσαι μακριά από εκείνον που χρειάζεται βοήθεια. Υπήρξαν αρκετοί έντιμοι άνθρωποι στην Ελλάδα της Κατοχής».

    Στην εισαγωγή του βιβλίου η Katherine E.Fleming, σημειώνει: «Όπως γράφει ο Μόλχο, «όλα όσα κάναμε μετά τον πόλεμο οι γονείς μου, η αδελφή μου κι εγώ δεν ήταν παρά μια προσπάθεια -ανεπιτυχής, όπως αποδεικνύεται - να συμβιβαστούμε με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος και τις επιπτώσεις που αυτό είχε στη ζωή μας. Δεν υπήρξε ποτέ επιστροφή, μόνο η αργή εκδίπλωση των συνεπειών του πολέμου, κάτι που κράτησε δεκαετίες ολόκληρες μέχρι τον θάνατο των γονιών μου και τα δικά μου γηρατειά''.

    Το αυτοβιογραφικό κείμενο του Τώνη Μόλχο που κρατάτε στα χέρια σας, αγγίζει πολλά και διαφορετικά θέματα. Κατά βάση, ασφαλώς, μιλά για τα παιδικά χρόνια «ενός εβραιόπουλου στην Ελλάδα της Κατοχής». Όντως, παρουσιάζει με αξιοσημείωτη ευθύτητα ακριβώς αυτό: τις περιπέτειες και τις αναποδιές του συγγραφέα σε νεαρή ηλικία, καθώς διάφοροι ενήλικες τον πέρασαν κυριολεκτικά από χέρι σε χέρι και από σπίτι σε σπίτι σε μια απελπισμένη αλλά τελικά επιτυχημένη προσπάθεια να τον σώσουν από τον θάνατο στα χέρια τω Γερμανών Ναζί. Μιλά για την παράφορη αγάπη, το πείσμα και την αντοχή των γονιών του, που κατάφεραν ενάντια σε κάθε προσδοκία να κρατήσουν τον νεαρό γιό τους στη ζωή. Το μικρό αυτό βιβλίο αφηγείται επομένως μια δραματική ιστορία επικών διαστάσεων, μια ιστορία επιβίωσης κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες».

    Στην «Κοινοτοπία του καλού» ο Αντώνης Μόλχο καταθέτει τις αναμνήσεις που μπορεί να έχει ένα παιδί ηλικίας περίπου 5 ετών, από μια εποχή που συγκλόνισε -όχι με την καλή έννοια-την ανθρωπότητα. Όπως αναγνωρίζει ο ίδιος, κάποιες από αυτές είναι πραγματικές αναμνήσεις, κάποιες άλλες είναι επίκτητες, αποκτημένες στα χρόνια που ακολούθησαν από τις διηγήσεις των άλλων, κυρίως της μητέρας του. Έχει το ταλέντο να γράφει απλά και καθημερινά, μιλώντας για δύσκολα θέματα, δύσκολα κυρίως γιατί αφορούν ανθρώπινες συμπεριφορές. «Δεν χρειάζεται να πολεμάς και να κερδίζεις μάχες για να είσαι ήρωας. Μπορείς να είσαι πράττοντας μικρά ανδραγαθήματα που δεν θα τα προσέξει ο κόσμος ούτε και θα τα επευφημήσουν τα πλήθη». Η γραφή του έχει την ψυχραιμία του ιστορικού και την οπτική ματιά αυτού που τα πέρασε όλα αυτά, ακόμα κι αν ήταν μικρό παιδί. Επέζησε από μια εποχή που αυτό δεν ήταν αυτονόητο. Έχει την- ψυχραιμία να το πω; -και δεν χρησιμοποιεί τις λέξεις «χάθηκαν ή «πέθαναν» για τους Εβραίους. Ανάμεσά τους και μέλη της οικογένειάς του, που δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Γιατί η σωστή λέξη είναι αυτή: δολοφονήθηκαν.

    «Με άλλα λόγια γράφοντας όσα ακολουθούν προσπαθούσα να θυμηθώ. Ακόμα πιο δύσκολο κι από το να θυμηθώ όμως, ήταν να εντοπίσω τις πηγές, την προέλευση όσων θυμάμαι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, καθώς έγραφα, ένα από τα βασικά σημεία αναφοράς όσων θυμόμουν ήταν ο πόλεμος και οι ανατροπές που έφερε. Ακόμα κι αν οι αναμνήσεις μου από τον πόλεμο είναι ελάχιστες, παραμένουν ωστόσο ανεξίτηλες στη μνήμη μου οι βίαιες αλλαγές που έφερε η Κατοχή στη ζωή της οικογένειάς μου και στη δική μου. Οι ανατροπές ήταν συνεχείς. Σε διάστημα λιγότερο από δύο χρόνων χρειάστηκε να αλλάξω πέντε φορές οικογενειακό περιβάλλον, προκειμένου να αποφύγω τη μοίρα που επιφύλασσαν οι Ναζί σε όλους τους Εβραίους, ανεξαρτήτως ηλικίας.... Όσα ακολουθούν αφορούν τη ζωή ενός μικρού εβραιόπουλου και της οικογένειάς του σε μια εποχή όπου τα να είναι κάποιος εβραίος ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο και οι πιθανότητες να επιβιώσει ελάχιστες. Γεγονός πάντως παραμένει πως είμαι ένας από εκείνους που επέζησαν, όχι βέβαια χάρη στις δικές μου ικανότητες, ενέργειες και πρωτοβουλίες, αλλά χάρη στην αυταπάρνηση άλλων και στην καλή μου τύχη. Καθώς έγραφα αυτό το μικρό βιβλίο, ένα πράγμα μου έκανε ιδιαίτερη αίσθηση πέρα από τον θάνατο πολλών και την επιβίωση κάποιων μελών της οικογένειάς μου- η μητέρα μου ήταν η μόνη που επέζησε-: όλοι οι υπόλοιποι συγγενείς της δολοφονήθηκαν στο Άουσβιτς: πόσο το Ολοκαύτωμα σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή αυτών που επέζησαν. Όπως επισημαίνω και στα τελευταία κεφάλαια, θα τολμούσα να πω ότι όλα όσα κάναμε μετά τον πόλεμο οι γονείς μου, η αδερφή μου κι εγώ δεν ήταν παρά μια προσπάθεια - ανεπιτυχή, όπως αποδεικνύεται - να συμβιβαστούμε με τη μνήμη του Ολοκαυτώματος και τις επιπτώσεις που αυτό είχε στη ζωή μας. Δεν υπήρξε ποτέ μετά το 1945 επιστροφή σε ό,τι θα μπορούσε κάποιος να αποκαλέσει «κανονικότητα». Το φάντασμα του πολέμου δεν έπαψε ποτέ να πλανάται πάνω από τους γονείς μου μέχρι και τον θάνατό τους και να με στοιχειώνει ακόμη και σήμερα που εισέρχομαι στο έσχατο γήρας».

    Ο Αντώνης Μόλχο έγραψε ένα βιβλίο αναμνήσεων, εν δυνάμει λογοτεχνικό, όπου καταγράφει όλα όσα βίωσε στην ηλικία ανάμεσα στα τρία και στα πέντε του χρόνια. Αμέσως μετά καταγράφει τις συνέπειες αυτών στην υπόλοιπη ζωή του. Και σαν ψύχραιμος ιστορικός θέτει και κάποια ερωτήματα. Σχετικά με την αρπαγή των περιουσιών των Εβραίων της Θεσσαλονίκης στα χρόνια της Κατοχής, και όχι μόνο από τους Γερμανούς. «Οι έντονοι ανταγωνισμοί μεταξύ χριστιανών και εβραίων ήταν εμφανείς στη ζωή της πόλης και διαμόρφωσαν το πλαίσιο εντός του οποίου έλαβε χώρα το Ολοκαύτωμα στην ελληνική Θεσσαλονίκη. Μετά τον πόλεμο μεγάλο μέρος της εβραϊκής κληρονομιάς της πόλης ξεχάστηκε εσκεμμένα καθώς η δυνατή εβραϊκή φωνή φιμώθηκε ως συνέπεια του Ολοκαυτώματος. Οι εβραίοι είχαν μετατραπεί πλέον σε μια πολύ, πολύ μικρή μειονότητα, από 50 ίσως και 60 χιλιάδες άτομα σε περίπου δύο με τρείς χιλιάδες. Οι περιουσίες τους πέρασαν στα χέρια χριστιανών κάτω από συνθήκες που μέχρι σήμερα δεν έχουν διερευνηθεί πλήρως».

    «Η Κοινοτοπία του καλού» είναι ένα βιβλίο που θα έπρεπε να διαβάσουμε όλοι μας. Όχι μόνο για την ιστορική μνήμη, αλλά, κυρίως, για την ανθρωπιά που κρύβει στις σελίδες του. Για αυτές τις μικρές, καθημερινές πράξεις που δεν κατέγραψε καμμιά επίσημη ιστορία, αλλά κάποιοι απλοί καθημερινοί άνθρωποι τις έκαναν και έσωσαν τις ζωές συνανθρώπων τους, σε μια εποχή που το απόλυτο κακό επικράτησε. Δεν είναι ένα διδακτικό βιβλίο, δεν ήταν αυτή η πρόθεση του συγγραφέα του. Η πρόθεσή του ήταν να καταγράψει όλα αυτά που έζησε ένα μικρό παιδί που είχε την ατυχία να γεννηθεί εκείνα τα χρόνια. Και τα καταγράφει με την ψύχραιμη ματιά εκείνου που είχε την τύχη να επιζήσει, ενώ εκατομμύρια άλλα παιδιά της ηλικίας του χάθηκαν ή για να το θέσω πιο σωστά, δολοφονήθηκαν.

    Για το βιβλίο έγραψαν:

    «Χρονικό; Απομνημόνευμα; Ιστορία; Όπως και να δοκιμάσει κανείς να ονομάσει το βιβλίο του Αντώνη Μόλχο, πιστεύω ότι θα το αδικήσει. Ο Μόλχο, σπουδαίος ιστορικός, παίζει με όλες τις δυνατότητες που του προσφέρει η γραφή, για να μας δώσει ένα αφήγημα εξαιρετικά συναρπαστικό, όσο και διδακτικό για τις σχέσεις ανάμεσα στη μνήμη και στην ιστορία. Και κυρίως για το τι σήμαινε να είσαι εβραιόπουλο στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1940". - Κώστας Κωστής.

    «Στο πιο προσωπικό κείμενο της μακράς πορείας του, ο καθηγητής ευρωπαϊκής ιστορίας Αντώνης Μόλχο εξιστορεί τις περιπέτειες που έζησε από τα τέσσερα μέχρι τα έξι του, όταν οι γονείς του, με αξιομνημόνευτη αυτοθυσία, τον διέσωσαν από τα εγκληματικά σχέδια των Γερμανών κατακτητών. Μιλά για τη βοήθεια που αυτός και η οικογένειά του έλαβαν από καθημερινούς ανθρώπους, οι οποίοι, ρισκάροντας την ίδια τους τη ζωή, τους προστάτεψαν. Ο τίτλος του βιβλίου, εμπνευσμένος από το διάσημο κείμενο της Hannah Arendt, αποτίνει φόρο τιμής στους σιωπηλούς αυτούς ήρωες, στη σεμνότητα και στην αυταπάρνησή τους». BookPress.

    «Τι κι αν έχουν περάσει τόσα χρόνια από το αποτρόπαιο ολοκαύτωμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Τι κι αν έχουν κυκλοφορήσει αμέτρητα βιβλία με ιστορικά ντοκουμέντα, μαρτυρίες επιζώντων, μυθιστοριογραφίες, οτιδήποτε διαδραματίζεται στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στα χρόνια τις κατοχής, στα χρόνια του πολέμου; Η θεματογραφία αυτή, πάντα συγκλονίζει. Η ζωή των Εβραίων στα χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα θέμα που προκαλεί πάντα το αναγνωστικό ενδιαφέρον και έχουν γραφτεί πάρα πολλά σχετικά μυθιστορήματα. Κάθε φορά, ωστόσο, που βγαίνει ένα νέο μυθιστόρημα το αναγνωστικό ενδιαφέρον αναζωπυρώνεται για αυτό το κομμάτι της σύγχρονης Ιστορίας. Έτσι και το βιβλίο του Αντώνη Μόλχο, θα απορροφήσει τον αναγνώστη». Βιργινία Αυγερινού-Fractal.

    ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

        

    Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

    Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!