Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Θεόδωρος Γρηγοριάδου, Το μυστικό της Έλλης, Εκδόσεις Πατάκης

 Ο χρόνος της αφήγησης είναι το σήμερα. Η εποχή του Μνημονίου, της οικονομικής κρίσης, της κοινωνικής αποσύνθεσης. Ο χώρος της αφήγησης είναι οι περιοχές του Βοτανικού, του Γκαζιού, του Ελαιώνα και του Ρουφ, στο νοτιοδυτικό κομμάτι του κέντρου της Αθήνας. Ακόμη πιο προσεγγιστικά, ο χώρος προσδιορίζεται ένθεν και ένθεν των γραμμών του τρένου, στην καρδιά της Αθήνας, στην οδό Κωνσταντινουπόλεως. Η αφήγηση γίνεται στο τρίτο πρόσωπο, με εσωτερικό μονόλογο της κεντρικής ηρωίδας. Ο τρόπος της αφήγησης είναι ρεαλιστικός, με ήρεμη γραμμική, ως επί το πλείστον, ροή, χωρίς εξάρσεις, χωρίς κραυγές, χωρίς σχήματα περίπλοκα και στριφνά, έτσι που να προξενείται η συγκίνηση με αυξανόμενο ρυθμό και να κερδίζεται η συμπάθεια στα πρόσωπα των ηρώων. Δεν έχουμε αρνητικό πρότυπο σε κανένα από τα κεντρικά πρόσωπα του μυθιστορήματος. Ακόμη κι εκείνοι οι χαρακτήρες που οι επιλογές τους μας προξενούν ερωτηματικά, στην αρχή, δικαιώνονται από τον συγγραφέα στην εξέλιξη της μυθιστορηματικής δράσης.

Μυθιστορηματικός χρόνος είναι το σήμερα. Η Ελλάδα, η Αθήνα, του σήμερα, της εποχής που δυναστεύεται η κοινωνία μας από την οικονομική κρίση, της εποχής των Μνημονίων. Περίοδος που οι άνθρωποι της εργασίας, η εργατική και η μεσαία τάξη, χάνουν προοδευτικά τη δυνατότητα να ζήσουν με αξιοπρέπεια και ασφάλεια και οδηγούνται στην εξαθλίωση. Εποχή κρίσης γενικευμένης που συμπαρασύρει και τον εσωτερικό κόσμο εκείνων που πλήττονται, διαφοροποιώντας την οπτική τους για τη ζωή, για τις αξίες της, ωθώντας τους να αναζητήσουν κάβους αλληλεγγύης, συμπαράστασης, αναγνώρισης, ψυχικής αποδοχής, ώστε να προσδέσουν την τσακισμένη βάρκα της ύπαρξής τους.

Κεντρικό πρόσωπο είναι η Έλλη. Μια γυναίκα στη μέση ηλικία, λίγο πάνω από τα 50, καθηγήτρια της γαλλικής διορισμένη σε πολυπολιτισμικό σχολείο της γειτονιάς της στην Αθήνα, έχοντας πρωτοδιοριστεί στη Λήμνο και στη συνέχεια έχοντας θητεύσει για 3 χρόνια σε ελληνικό σχολείο του Ζαΐρ. Το μεταπτυχιακό της το έκανε στο Παρίσι, όπου έζησε για 3 χρόνια. Έχοντας ζήσει έντονα στη νεότητά της, και έχοντας κεφαλαιοποιήσει την πλούσια εμπειρία της από τις ερωτικές σχέσεις της με το άλλο φύλλο, έχει επιλέξει να παραμείνει ανύπαντρη και, ιδεολογικοποιώντας την επιλογή της αυτή, έχει προχωρήσει σε ηθελημένη απουσία αρσενικού από τη ζωή της, από μιαν ηλικία και μετά. Είναι χαρακτηριστική η απάντηση που δίνει η Έλλη όταν ένας παντρεμένος σύντροφός της, στο παρελθόν, της λέει την πρόθεσή του να χωρίσει για να ζήσουν μαζί: «Ούτε να το διανοηθείς», του λέει, «δεν θέλω να ζήσω σαν όλους εκεί έξω. Μου φτάνει μια φέτα απ’ το ψωμί σας».

Η καταγωγή της έλκεται από την πλευρά του πατέρα της από τον Πόντο και από τη μητέρα της από την Πόλη. Η μητέρα της γεννήθηκε στη Δράμα και εκεί διατηρεί η οικογένεια ένα μικρό σπίτι με κήπο. Η Έλλη γεννήθηκε στην Αθήνα. Η μητέρα στον μυθιστορηματικό χρόνο δεν ζει. Ο πατέρας της Έλλης, με προβλήματα υγείας που επισωρεύει η ηλικία του, κατοικεί μόνος, με τη φροντίδα της κόρης του, εκεί στο Ρουφ. Υπάρχει και η Χρύσα, μικρότερη αδελφή, παντρεμένη με παιδί. Ζει κι εκείνη στην Αθήνα κι ερίζει συχνά πυκνά με την Έλλη για τη μοιρασιά της πατρικής περιουσίας και για τη διαχείρισή της.

Δεύτερο, εξίσου σημαντικό, πρόσωπο της μυθιστορηματικής δράσης είναι ο Αντώνης. Τριαντάχρονος, άνεργος εργοδηγός δομικών έργων, μαυριδερός, όμορφος, παντρεμένος με ένα κοριτσάκι. Δεν έχει γνωρίσει γονείς. Γεννήθηκε κι αυτός στην Αθήνα. Σύζυγός του είναι η νεαρή Νατάσσα. Εργάζεται σε μια καντίνα και πάσχει από μικρής έντασης ψυχική διαταραχή που εκδηλώνεται σωματικά με κεφαλαλγίες και λιποθυμικές τάσεις. Η Βιολέτα, η κόρη τους είναι μαθήτρια της ΣΤ’ Δημοτικού. Τέλος υπάρχει και ο αδελφός της Νατάσσας ο οποίος μετέχει στην εξέλιξη του μυθιστορήματος χωρίς να προβάλλει στο προσκήνιο, αλλά πληροφορούμαστε γι’ αυτόν από την επίδραση των πράξεών του στις ζωές των άλλων ηρώων.

Το πλαίσιο της αφήγησης συμπληρώνεται από τα πρόσωπα του φιλικού κύκλου της Έλλης, τα οποία προέρχονται από τον χώρο της εκπαίδευσης και είναι γυναίκες με ταυτόσημες επιλογές με την Έλλη, ως προς το αντρικό φύλλο.

Η Έλλη, κόντρα στην απόφασή της να συνεχίσει μονήρη βίο, δημιουργεί ερωτική σχέση με τον Αντώνη. Η σχέση αυτή ξεκίνησε «σαν ένα επιπόλαιο στοίχημα για τις αντοχές της», από μέρους της Έλλης, γιατί δεν πίστευε ούτε ότι ένας τριαντάχρονος, όπως ο Αντώνης, «ένας όμορφος, πλήρης –ας πούμε ερωτικά- άντρας, ένα πρόσωπο βγαλμένο από το εικονοστάσι του Ρίτσου», θα έπεφτε για καιρό και με θέληση για ψυχική επαφή, στην αγκαλιά μιας γυναίκας είκοσι χρόνια μεγαλύτερής του ούτε κι ότι η ίδια θα περνούσε από το επίπεδο της εφήμερης σχέσης σε εξάρτηση ψυχική, όχι μονάχα με τον Αντώνη αλλά και με τα μέλη της οικογένειάς του. Γιατί αυτό συνέβη στην εξέλιξη αυτής της γνωριμίας.

Η Έλλη προσήλθε στη σχέση αυτή με την πεποίθηση ότι ο νεαρός την πολιορκεί «ως Ιάσων» που θα κουρσέψει το κορμί της και θα αποχωρήσει. Όμως, παρά ταύτα, εγκλωβισμένη στις ιδεολογικοποιημένες ανασφάλειές της, αργεί να ενωθεί σαρκικά με τον Αντώνη, παρ’ ότι το θέλει και παρ’ ότι η ίδια του έδωσε χώρο και την άδεια να μπει στη ζωή της. Και μετά την πρώτη τους ερωτική συνεύρεση αισθάνεται «πόρνη» του ενός, μοναδικού, πελάτη. Αυτή που θεωρούσε ότι η μέση ηλικία είναι μια άχρωμη περίοδος για τη γυναίκα και ότι καλύτερα από τη νεότητα να γίνεσαι κατευθείαν γριά, τώρα συνειδητοποιεί πως «αυτός ο άνθρωπος την ξανάνιωνε και την ανάγκαζε να αισθανθεί όσα είχε απωθήσει» κι ότι «την προστάτεψε στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής της, τη στιγμή που αφήνεις την ωριμότητα και βαδίζεις προς την άφεση των παθών».

Εκείνος που ήρθε στη σχέση ξέροντας τι θέλει –γνωρίζοντας πολύ καλά τι του λείπει- είναι ο Αντώνης. Έφτασε σαν ικέτης ζητώντας κατανόηση, σαν σκλάβος εκλιπαρώντας για λίγη σπιτική ελευθερία, ψάχνοντας μια μητρική αγκαλιά την οποία στερήθηκε. Είναι, συνεπώς, το μέγεθος της στέρησης που καθόρισε τις επιλογές του. Στο τέλος αυτής της σχέσης θα βγει ωριμότερος και θα επανακαθορίσει την παρουσία του μέσα στην οικογένειά του.

Προοδευτικά ο συγγραφέας μας εισάγει στην ψυχολογία της ώριμης ερωμένης που εκτός από τον νεαρό εραστή της γνωρίζει και συναναστρέφεται τα μέλη της οικογένειάς του, την κόρη του πρώτα κι ύστερα τη σύζυγο. Μας κάνει κοινωνούς της αγωνίας της, του άγχους της, της ζήλειας και των υστερόβουλων σκέψεων. Και με το κύλημα του χρόνου, όσο πιο καλά γνωρίζει την οικογένεια του Αντώνη και συνειδητοποιεί τα προβλήματά της, δίνεται, αφοσιώνεται στη στήριξή της, επειδή της προκύπτει ως εσωτερική ανάγκη, από την πίεση της δικής της στέρησης πια, για την οικογένεια που ποτέ δεν έκανε, ξεπερνώντας τις αρχικές υποψίες της μήπως όλο αυτό που της συμβαίνει και που της γνωστοποιείται προοδευτικά από τον Αντώνη –η κοινολόγηση δηλαδή των προβλημάτων του σπιτιού του- είναι μια στημένη υπόθεση για να την εκμεταλλευτούν. Έτσι θα στρατευτεί στην υποστήριξη αυτής της πυρηνικής οικογένειας με κάθε τρόπο και στο τέλος ο καθένας θα πάρει το δρόμο του σπρωγμένος στις αποφάσεις του από την πίεση του, καθοριστικού για την εποχή μας, παράγοντα της οικονομικής, κοινωνικής και ηθικής κρίσης.

Αυτός ο παράγοντας, η εφιαλτική προοπτική για τις ζωές των ανθρώπων, ιδιαιτέρως στην απρόσωπη και άξενη μεγαλούπολη, είναι το θεμέλιο και η λυδία λίθος του μυθιστορήματος. Σε μιαν άλλη εποχή, με μιαν άλλη ισορροπία ζωής, οι χαρακτήρες αυτού του βιβλίου θα συμπεριφέρονταν διαφορετικά, θα ήταν άλλες οι επιλογές και τα προκρίματά τους.

Ο Γρηγοριάδης, και σ’ αυτό το βιβλίο του, πείθει για την ψυχογραφική δεινότητα που διαθέτει στη δημιουργία και σκιαγράφηση χαρακτήρων. Ακόμη και αυτών που, σε πρώτη ανάγνωση, μοιάζει να κινούνται σε δεύτερο και τρίτο πλάνο στην μυθιστορηματική δράση, όπως της Νατάσσας, της νεαρής συζύγου του Αντώνη, που θεωρώ πως είναι ο χαρακτήρας με το μεγαλύτερο ηθικό έρμα στο βιβλίο, κι αυτό, φυσικά, γίνεται αντιληπτό επειδή ο συγγραφέας ξέρει πώς να το δώσει μέσα στο κείμενο.

Πέραν όλων αυτών η κεντρική ιστορία του βιβλίου αποτελεί αφορμή για μια σειρά σχόλια:

* για το δημόσιο σχολείο της Μεταπολίτευσης, επικεντρωμένο στο σημερινό σχολείο της μεγαλούπολης, στη μιζέρια του, σαν σύστημα εκπαίδευσης, σαν σύστημα διαχείρισης νέων ανθρώπων, σαν χώρο διδασκαλίας και σαν  αύλειο χώρο.

* για την εσωτερική μετανάστευση, τη μετανάστευση στην Ελλάδα αλλά και για το νέο μεταναστευτικό κύμα των ελλήνων στις μέρες μας.

* για την εφιαλτική μεταμόρφωση της Αθήνας σε τσιμεντούπολη και τη μετατροπή της σ μιαν απρόσωπη, απάνθρωπη πόλη.

* για τις θρησκευτικές μειονότητες στην Αθήνα, με αφορμή τους έλληνες μουσουλμάνους στο Γκαζοχώρι.

* για τη ξενοφοβία, τη βία, την αποσάθρωση της κοινωνικής μέριμνας.

Κι ακόμη εντυπωσιακοί είναι τρόποι αναδιήγησης της ζωής κάποιων ηρώων, που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, όπως το κρεμαστό συρμάτινο δεντράκι στο σπίτι της Έλλης απ’ το οποίο αιωρούνται φωτογραφίες της, και η συμφωνία της με την κόρη του Αντώνη, στην οποία διδάσκει γαλλικά σε ιδιαίτερο μάθημα, κάθε φορά που θα τραβάει η μικρή μια φωτογραφία, η Έλλη να της διηγείται περιστατικά της ζωής της που συνδέονται μ’ αυτή την παγωμένη στιγμή του χρόνου, ενώ η μικρή μαθήτρια, σε αντάλλαγμα θα έπρεπε να πει σε απλά γαλλικά ό,τι συγκράτησε από την εξιστόρηση της δασκάλας της.

Δεν λείπουν και οι διακειμενικές αναφορές, με πρωτεύουσες εκείνες που αναφέρονται σε δύο Γάλλους συγγραφείς: την Μαργκερίτ Ντυράς και τον Μισέλ Ουελμπέκ. Η μεταπτυχιακή εργασία της Έλλης, όταν σπούδασε στο Παρίσι, είχε τον τίτλο Η μοναξιά στο αφηγηματικό έργο της Μαργκερίτ Ντυράς. Εδώ, πέρα από τα διακείμενα ή καλύτερα μέσω αυτών, έχουμε και ευθείες συσχετίσεις με το μυθιστορηματικό πρόσωπο της Έλλης, αφού κι αυτή βιώνει τη μοναξιά και εντέλει συνάπτει ερωτική σχέση με νεότερο άντρα, όπως, κατά κόρον, έκανε η Ντυράς. Εκεί, κατά την παραμονή της στο Παρίσι, η Έλλη, παρ’ ολίγο να γνωριστεί με τον Ουελμπέκ.

Διαβάζουμε στο βιβλίο (σσ 240-241):

Ώρα για αυτορρύθμιση. Πρώτη κίνηση, διαβάζω λίγο από τον Ναύτη του Γιβραλτάρ. Ακούω Ζακ Μπρελ, χαλαρώνω στις σελίδες του βιβλίου που γράφτηκε έξι χρόνια πριν γεννηθώ. Μα γι’ αυτό δεν είναι τα βιβλία και οι μουσικές; Για να είναι πάντα εκεί, πριν από μας και μετά από εμάς.

Ταξίδεψε με τις ιστορίες της Ντυράς, είχε δει πολλές ταινίες της τότε στη Γαλλία, θεατρικά έργα αφιερώματα, και μια φορά που πήγε να τη συναντήσει, με τον Λουί, στην υπογραφή ενός βιβλίου της, εκείνη ήδη νοσηλευόταν αλκοολική. Η συγγραφέας ήταν στην ηλικία της γιαγιάς της Ελισάβετ μα κυκλοφορούσε με έναν νεότατο σύντροφο.

Αντιθέτως, πρόλαβε να γνωρίσει τυχαία κάποιον που είναι διάσημος σήμερα: Κάποτε, στην οδό ντε Γκρενέλ, σε ένα παγκάκι, κάθισε δίπλα της ένας μίζερος και δειλός άντρας που προσπάθησε να της μιλήσει. Όταν αργότερα αναγνώρισε τον Μισέλ Ουελμπέκ στο πρόσωπό του, ήταν αργά. Ακόμα και στο Μέγαρο, που είχε έρθει πρόπερσι να μιλήσει έτοιμος να καταρρεύσει, τι νόημα είχε να τον πλησιάσει για μια υπογραφή όταν τον είχε απορρίψει στις αρχές της καριέρας του;

Κάποια στιγμή μαθαίνουμε πως η Έλλη «ίσως να διάβαζε λίγες σελίδες από το καινούριο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ». Εικάζοντας από τον μυθιστορηματικό χρόνο ότι η αναφορά γίνεται στο μυθιστόρημα «Ο χάρτης και η επικράτεια», βρίσκουμε κι εδώ συσχετίσεις, και με το ότι ο πρωταγωνιστής του Ουελμπέκ είναι ένας τύπος μονήρης αλλά και με το ότι στο τέλος εκείνου του άγριου μυθιστορήματος έχουμε έναν οργιώδη θρίαμβο της βλάστησης. Κάτι που κουμπώνει με την οικολογική διάθεση που διατρέχει το μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη και την πίκρα που εκφράζεται για την τσιμεντοποίηση της Αθήνας. Άλλωστε μια εξαιρετική σκηνή ερωτικής συνεύρεσης του Αντώνη και της Έλλης δίνεται με σκηνικό χώρο ένα αδιαπέραστο κομμάτι βλάστησης ανάμεσα σε βιοτεχνίες, εργοστάσια και παλιοσίδερα, στον Βοτανικό.

Τέλος η διαμονή της Έλλης στην οδό Ντελάμπρ, στη Μονμάρτη, κατά την τρίχρονη παραμονή της στο Παρίσι, δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει πως στα ξενοδοχεία και στα μπαρ αυτού του δρόμου έζησαν πλείστοι όσοι της πρωτοπορίας του Μεσοπολέμου καθώς και ο Σαρτρ, αργότερα, και η Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Αλλά και τα αυτοαναφορικά στοιχεία δεν λείπουν: Η καταγωγή από την Ανατολική Μακεδονία της Έλλης, από την πλευρά της μητέρας της, και η εσωτερική μετανάστευση στην Αθήνα, καθώς και η επαγγελματική της ιδιότητα ως καθηγήτριας ξένων γλωσσών, παραπέμπουν, πλαγίως, στην καταγωγή, την μετανάστευσή του στην Αθήνα, και την επαγγελματική ιδιότητα του συγγραφέα.

Κι ακόμη στη σ. 240 βλέπουμε ότι η Έλλη:

(…) είχε διαβάσει και για μιαν Αλούζα που ζούσε εδώ γύρω στον Κεραμεικό με μια χιλιάδα εραστές – φαντασία που την είχε ο συγγραφέας.

ευθεία αναφορά, φυσικά, στο μυθιστόρημα του συγγραφέα Αλούζα, Χίλιοι και ένας εραστές, που εκδόθηκε το 2005.

To μυστικό της Έλλης, ένα αθηναϊκό μυθιστόρημα με χαμηλή φωνή για τα πάθη και τα πάθια ανθρώπων του σύγχρονου κοινωνικού περιθωρίου, κεφαλαιοποιείται στην ψυχή του αναγνώστη σαν μουσική τη νύχτα μακρινή που σβήνει.


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Percival Everett, Τα Δέντρα, Εκδόσεις Aldina

Και ξαφνικά ο κόσμος ανακάλυψε τον Πέρσιβαλ Έβερετ! Άραγε πώς είναι να σε ανακαλύπτουν στην ηλικία των 66 ετών; Πρέπει να είναι μία ελαφρώς σουρεαλιστική εμπειρία. Ο Έβερετ γράφει εδώ και σαράντα χρόνια, εστιάζοντας σε ενδιαφέροντα μυθιστορήματα με μια πειραματική όσο και σατιρική διάσταση, τα οποία πάντοτε πουλούσαν πολύ λίγο, τόσο όσο ο μικρός εκδοτικός οίκος που τον εξέδιδε να μην μπαίνει μέσα οικονομικά. Ο ίδιος άλλωστε βιοποριζόταν διδάσκοντας λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια. Και ξαφνικά γεννηθήτω φως: το μυθιστόρημά του ΤαΔέντρα τίθεται στη βραχεία λίστα των υποψηφιοτήτων για τοβραβείο Μπούκερ, ενώ ένα χρόνο αργότερα το (ίσως) καλύτερο μυθιστόρημά του, το Σβήσιμο, μεταφέρεται στον κινηματογράφο είκοσι δύο χρόνια μετά την αρχική έκδοσή του με τον τίτλο American Fiction και αποσπάει πέντε υποψηφιότητες για Όσκαρ. Ξαφνικά, ο Πέρσιβαλ Έβερετ, ένας αξιόλογος Αφροαμερικάνος καθηγητής και συγγραφέας, γίνεται διάσημος σχεδόν στα πρόθυρα της συνταξιοδότησης!  

Τα Δέντρα είναι ένα μυθιστόρημα που ο Έβερετ έγραψε το 2021 και είναι προφανές ότι βρισκόταν εν βρασμώ ψυχής λόγω του κινήματος Black Lives Matter που προέκυψε από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ. Είναι μία άγρια, βίαιη σάτιρα, εμποτισμένη στο μαύρο χιούμορ και το βιτριόλι, μία απολαυστική φαντασίωση εκδίκησης, όμως συνολικά ως έργο λογοτεχνίας υστερεί σε σχέση με άλλα μυθιστορήματα του Έβερετ. 

Ουσιαστικά πρόκειται για ένα αστυνομικό θρίλερ μπολιασμένο με στοιχεία μαύρης, σουρεαλιστικής κωμωδίας. Ένα δίδυμο μαύρων πρακτόρων καλούνται να εξιχνιάσουν μια σειρά από φόνους στην πολιτεία του Μισισιπή. Όμως αυτοί οι φόνοι έχουν μια ιδιαιτερότητα. Αφ’ ενός το πτώμα ανήκει πάντοτε σε λευκό. Ακόμα πιο περίεργο όμως είναι ότι κατά την ανακάλυψη του πτώματος δίπλα του υπάρχει και το πτώμα ενός μαύρου, το οποίο όμως εξαφανίζεται κατά τη μεταφορά στο νεκροτομείο. Άρα ο δολοφόνος τοποθετεί το πτώμα ενός μαύρου δίπλα στο δολοφονηθέν πτώμα του λευκού και κατόπιν το κλέβει από το νεκροτομείο.

Ποιο είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει; Η κατάσταση αποκτάει λίγο περισσότερο νόημα όταν οι πράκτορες μαθαίνουν ότι οι δολοφονηθέντες νεκροί είναι απόγονοι ανθρώπων που είχαν παίξει κάποιο ρόλο στο περίφημο λιντσάρισμα του δεκαπεντάχρονου Έμετ Τιλ το 1955 στο Μισισιπή, τον φριχτό βασανισμό, ακρωτηριασμό και κατόπιν τη δολοφονία ενός νεαρού μαύρου παιδιού από το Σικάγο με το πρόσχημα ότι πρόσβαλε μία λευκή γυναίκα, μία δολοφονία για την οποία φυσικά ποτέ δεν τιμωρήθηκε κάποιος. Οι πράκτορες συνειδητοποιούν ότι το μαύρο πτώμα που εμφανίζεται και κατόπιν εξαφανίζεται από τη σκηνή του εγκλήματος μοιάζει ως ένα βαθμό στον Έμετ Τιλ. Αυτό είναι λοιπόν το μήνυμα; Εκδίκηση για το παρελθόν;

 

 

Πιο ενδιαφέρον από την εξέλιξη της πλοκής είναι το περιβάλλον της κωμόπολης του Μισισιπή στο οποίο καλούνται να ερευνήσουν οι δύο μαύροι πράκτορες. Ένα περιβάλλον που φαίνεται λες και λίγα πράγματα έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του πενήντα και την εποχή του φυλετικού διαχωρισμού. Οι περισσότεροι από τους λευκούς λειτουργούς της κωμόπολης είναι παραδοσιακοί ρατσιστές. Μάλιστα, οι πιο ξεκαρδιστικές στιγμές στο μυθιστόρημα προκύπτουν από τον τρόπο που αποδίδει ο Έβερετ τον παρωχημένο τρόπο σκέψης τους.

Όμως εδώ έρχεται και η πρώτη ένσταση. Όσο απολαυστικό κι αν είναι να διαβάζεις τις γκάφες των οπισθοδρομικών ηλίθιων ρατσιστών, όσο ξεκαρδιστικό κι αν είναι να επιβεβαιώνονται στερεότυπες εικόνες που ενδεχομένως έχεις στο μυαλό σου, οι φιγούρες των λευκών που έχει πλάσει ο Έβερετ δεν είναι απλώς στερεότυπα, δεν είναι απλώς καρικατούρες, είναι καρτούν, είναι το απόσταγμα όλων των κλισέ για τον βαθύ νότο. Και εδώ αναρωτιέμαι, αν ένας λευκός συγγραφέας είχε δημιουργήσει μαύρους μυθοπλαστικούς χαρακτήρες που να αποτελούν ό,τι χειρότερο από πλευράς τετριμμένων στερεότυπων, δεν θα ακυρωνόταν στιγμιαία; Σύμφωνοι, αντιλαμβάνομαι ότι ο Έβερετ είναι επηρεασμένος από ένα κύμα οργής που σαρώνει τη χώρα, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί την τόσο κραυγαλέα μονοδιάστατη προσέγγιση στους χαρακτήρες του. Ομολογώ ότι γέλασα αρκετές φορές αλλά κάθε φορά το γέλιο μου συνοδευόταν από μια αμηχανία, γιατί το αστείο τελικά ήταν μάλλον φτηνό και εμφανώς εις βάρος «εύκολων» κλισέ. Δεν αμφιβάλλω ότι άνθρωποι με τέτοιες αντιλήψεις εξακολουθούν και υπάρχουν σε πολιτείες όπως Μισισιπή, Άρκανσο ή Αλαμπάμα, αλλά η εμμονή σε τέτοια στερεότυπα σε τελική ανάλυση αναιρεί την όποια κριτική προσπαθείς να ασκήσεις αφού στερεί από τους χαρακτήρες την όποια αληθοφάνεια, την όποια ανθρωπιά.

Αλλά και ολόκληρο το μυθιστόρημα του Έβερετ μοιάζει με μια χαμένη ευκαιρία. Πολλοί θα σταθούν στην αστυνομική του πλοκή και τη μαύρη κωμωδία. Όμως κατά βάση το μυθιστόρημα είναι μια έξυπνη αρχική ιδέα, ενδεχομένως προϊόν ενός συναισθήματος οργής, η οποία γρήγορα εξαντλείται. Μόλις συνειδητοποιούμε τις βασικές παραμέτρους της πλοκής, καταλαβαίνουμε ότι πλέον είναι δύσκολο να τον Έβερετ να το πάει ένα βήμα παραπέραΞεκίνησε με μια ιδέα την οποία δεν είχε επεξεργαστεί επαρκώς ώστε να γνωρίζει πού θα καταλήξει. Έτσι, κατευθύνει την πλοκή προς ένα σουρεαλιστικό επίλογο ο οποίος μοιάζει περισσότερο με βαλβίδα αποσυμπίεσης οργής παρά με ουσιαστική πηγή σκέψης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΙΔΑΚΗΣ, ΑΝΑΜΙΣΗΣ ΝΤΕΝΕΚΕΣ, Εκδόσεις Εστίας

 Ένας ντεσπεράντο στα Χιώτικα βουνά

Ο κυνηγημένος Γιώργης Πέτικας, ο πρωταγωνιστής του Χιώτικου χρονικού του νέου συγγραφέα και ερευνητή Γιάννη Μακριδάκη, με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΝΑΜΙΣΗΣ ΝΤΕΝΕΚΕΣ» (Εκδ. Εστία, σελ.348), είναι ένας «ντεσπεράντο» με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ένας άφοβος παράνομος που αρνείται να υποταχθεί, που ακροβατεί μεταξύ ζωής και θανάτου, που πάει κόντρα στην (όποια) εξουσία.

Η ιστορία του Πέτικα είναι ένας τοπικός θρύλος που κράτησε (και ίσως κρατάει ακόμα) γιά αρκετές δεκαετίες στην τοπική κοινωνία του νησιού. Ελάχιστα ντοκουμέντα έχουν διασωθεί από τις αρχές του 20ου αιώνα όταν διαδραματίστηκαν τα γεγονότα, έχουν «φύγει» οι πρωταγωνιστές και οι άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενοι. Η ιστορία έχει περάσει σαν παραμύθι, όπου οι ελάχιστοι που ακόμα το θυμούνται από τις διηγήσεις των γονιών τους, το έχουν θάψει βαθιά μέσα στη μνήμη τους. Το συλλογικό υποσυνείδητο των κατοίκων κατέγραψε τον Πέτικα ως έναν άλλον «Λήσταρχο Νταβέλη», ως «μπαμπούλα» που χρησιμεύει η αναφορά του ονόματός του γιά να τρώνε τα παιδάκια το φαγητό τους.

Μέσα της δεκαετίας του ’10,η Χίος από το 1912 είναι Ελληνική και ο Γιώργης Πέτικας γυρίζει στο χωριό του, τα Καρδάμυλα της Χίου από την Αμερική όπου είχε φύγει μετανάστης να βγάλει κάνα φράγκο. Γυρίζει με τον σκοπό να ανοίξει ένα χασάπικο στην παραλία του χωριού και να μπορέσει να παντρευτεί μιά ομορφονιά με την οποία υπάρχει ένα φλερτ (στο στυλ της εποχής,ματιές δηλαδή) από το κοντινό χωριό τις Αμάδες. Η οικογένεια του Πέτικα φτωχιά, τα αδέρφια δουλεύουνε για να προικίσουν τις αδερφές τους, ο Γιώργης είναι ο πιό άξιος και πολύ αγαπητός στα γύρω χωριά αφού πάντοτε βοηθούσε τους βοσκούς και τους κοντοχωριανούς του. Στήνει το χασάπικο με την βοήθεια του καλύτερού του φίλου που έχει ένα παρόμοιο μαγαζί στην Χώρα της Χίου και μαζί ανεβοκατεβαίνουνε τα απότομα βουνά της περιοχής γιά κατσίκια κλπ. Ο Πέτικας έχει καταφέρει να αποσπάσει την υπόσχεση της νεαράς γιά γάμο, καθώς βρίσκονται στα κλεφτά ώσπου, εκείνη τον προειδοποιεί να βιαστεί γιατί παρουσιάστηκε έτερος υποψήφιος στον πατέρα της ο οποίος τον καλοβλέπει για γαμπρό του. Τυχαία ο Πέτικας μαθαίνει ότι ο «εκλεκτός» της οικογένειας είναι ο καλύτερός του φίλος (και συνεργάτης του),ο Γιάννης ο Λοίζος. Πάει και τον βρίσκει και τον παρακαλάει να «αποσυρθεί» γιατί εκείνος την αγαπάει χρόνια πολλά, αλλά ο Λοίζος αφού το σκέφτεται γιά λίγο, δεν το δέχεται. Βρίσκονται στις Αμάδες, στο καφενείο και τα πίνουνε, όταν του ανακοινώνει την απόφασή του – ο Πέτικας θολώνει, τσακώνονται, τον μαχαιρώνει.

Φεύγει στα βουνά και βρίσκει καταφύγιο σε μιά σπηλιά πάνω από μία στάνη ενός καλού του φίλου βοσκού. Βρίσκει δυό ντενεκέδες, ο ένας μισός και μ’αυτούς κουβαλάει νερό – ονομάζει το καταφύγιό του «Ανάμιση ντενεκέ» και εκεί πέρα ξεχειμωνιάζει. Η Χωροφυλακή των Καρδαμύλων είναι στο κατόπι του, αλλά ο Πέτικας έχει βοήθειες. Από τους βοσκούς που τους βοηθούσε παλαιότερα, από τους Καρδαμυλίτες που κακό λόγο γι’αυτόν δεν είχαν να πούνε. Παρά τα βασανιστήρια και τις προσβολές στην οικογένειά του από τις αρχές, εκείνος διαφεύγει και θα διαφεύγει γιά χρόνια πολλά. Τις δυσκολότερες στιγμές του θα τις περάσει όταν με την κυβέρνηση Βενιζέλου έρχονται Κρητικοί χωροφύλακες στο νησί. Η σύλληψη του Πέτικα είναι θέμα γοήτρου για τις αρχές, δεν μπορούνε να «ξεφτιλίζονται» έτσι και η καταδίωξη είναι λυσσώδης. Αναγκάζεται να καταφεύγει από σπηλιά σε σπηλιά, απο βουνοκορφή σε βουνοκορφή, πεινασμένος, τραυματισμένος, να ζει χρόνια σαν αγρίμι, κάποια στιγμή δεν αντέχει, θα παραδοθεί και θα καταδικαστεί σε θάνατο. Αλλά δραπετεύει από την φυλακή και χάνεται...Εδώ κάπου σταματάει ο θρύλος, το παραμύθι και αρχίζει η ιστορική έρευνα.

Ο Μακριδάκης χωρίζει το βιβλίο σε δύο μέρη, τα οποία εμπλέκονται το ένα μέσα στο άλλο. Το μυθιστορηματικό μέρος έχει τη μορφή γουέστερν. Καταδίωξη, πιστολίδι, τύποι σκληροί με μπέσα, κακοτράχαλα βουνά, μοναξιά και απελπισία, χιούμορ και ηρωισμός. Το άλλο μέρος έχει πρωταγωνιστή τον συγγραφέα, ο οποίος προσπαθεί βήμα-βήμα να αναπλάσει τα γεγονότα πηγαίνοντας στα μέρη που διαδραματίστηκαν. Προσπαθεί να βρει άκρη μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις, από αφηγήσεις από τρίτο ή τέταρτο χέρι μιάς που τα χρόνια έχουν περάσει και δεν υπάρχουν επιζώντες από εκείνη την εποχή. Βρίσκει τονισμένα κάποια υπερφυσικά ή ηρωικά στοιχεία της καταδίωξης, ενώ δεν τον βοηθάνε ιδιαίτερα τα αρχεία των εφημερίδων της εποχής. Τελικά μέσα από τυχαία γεγονότα βρίσκει την άκρη και ανακαλύπτει τον γιό του Γιώργη Πέτικα, ο οποίος εμφανίζεται γιά να δώσει την λύση στο μυστήριο της εξαφάνισης του πατέρα του μετά την απόδρασή του από τις φυλακές της Χίου.

Ο συγγραφέας τονίζει ιδιαίτερα στο βιβλίο του το κοινωνικό περιβάλλον της εποχής. Η Χίος (όπως και όλη η χώρα) βρίσκεται σε μιά ιστορική καμπή. Η ενσωμάτωσή της στο απότομα μεγαλωμένο Ελληνικό κράτος ήταν δύσκολη που έγινε ακόμα δυσκολότερη λόγω του κύματος προσφύγων που ήρθε από τις απέναντι ακτές (βρισκόμαστε αρκετά πριν την Μικρασιατική καταστροφή αλλά η πολιτική του Τουρκικού κράτους απέναντι στις μειονότητες είχε αρχίσει να σκληραίνει). Οικονομική κρίση, πολιτικά παιχνίδια, συσσώρευση πλούτου σε λίγα χέρια (εφοπλιστικά κυρίως) δημιουργούσαν έντονες κοινωνικές αναταραχές. Οι πρόσφυγες εξαρτώντο από το ανύπαρκτο κράτος, είχαν να αντιμετωπίσουν και την τοπική εχθρότητα, το νησί ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Κόσμος πέθαινε το ’17 από ασιτία (γύρω στους 100 θανάτους τον Νοέμβριο), φτώχεια και εξαθλίωση. Ο Μακριδάκης δίνει φωνή στον απλό κόσμο ενσωματώνοντας στην ιστορία (σαν «χορικό» σε αρχαία τραγωδία),ένα καφενείο στην Χώρα της Χίου και τις συζητήσεις του απλού κόσμου. Την απογοήτευση τους από το ελλαδικό κράτος (πολλές φορές αναπολούν τις μέρες της Οθωμανικής αρχής), την στάση τους απέναντι στους πρόσφυγες, απέναντι στις Αθηναϊκές αρχές, απέναντι στην εξουσία γενικότερα. Η στάση του κόσμου απέναντι στις Αρχές φαίνεται και από το «κρύψιμο» του Πέτικα από τους βοσκούς στα βουνά. Κανείς δεν μιλάει παρά το ξύλο, παρά τις φυλακίσεις, παρά τις απειλές ενώ η τοπική «ομερτά» φαίνεται χαρακτηριστικά και στην «κάλυψη» της «πέτρας του σκανδάλου», της κοπέλας , της οποίας το όνομα διατηρείται μυστικό και δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.

Πέρα από το έντονο κοινωνικό στοιχείο, το μυθιστόρημα διακρίνεται γιά την εξαιρετική χρήση της ντοπιολαλιάς σε σημείο που να μην κουράζει, την υπέροχη αναπαράσταση της εποχής και τα πολύ ενδιαφέροντα λαογραφικά στοιχεία που παραθέτει μετατρέποντας την ιστορία του φυγόδικου ντεσπεράντο σε μία εξαιρετική κοινωνιολογική και λαογραφική μελέτη του νησιού.Με την χρήση της παράλληλης αφήγησης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος παρακολουθούμε την αλλαγή στην φύση, τις αλλαγές στο νησί αυτά τα χρόνια, ως ένα είδος κοινωνικού σχολίου.

Μπορεί κάποιες στιγμές να φλυαρεί, μπορεί να παρατραβάει την έρευνα τεντώνοντας την έτσι κι αλλιώς ελλιπή ιστορία (που υποθέτω παρόμοιές της θα υπάρχουν σε πάρα πολλά μέρη της χώρας),αλλά το μυθιστόρημα-χρονικό του Μακριδάκη έχει ψυχή, έχει μεγάλη δυναμική και γοητεύει τον αναγνώστη. Ισορροπώντας ανάμεσα στο συναίσθημα και την ιστορική έρευνα, αυτός ο «Ανάμισης ντενεκές» είναι από τα «αγαπησιάρικα» βιβλία που δεν ξεχνάς, ζωντανεύει τις μυρωδιές του τόπου και με τις δυνατές του εικόνες μετατρέπει την ανάγνωση σε ενεργό συμμετοχή.

Ο Γ.Μακριδάκης γεννήθηκε το 1971 και μόλις εκδόθηκε το δεύτερο του βιβλίο «Η δεξιά τσέπη του ράσου». Είναι ιδρυτής του «Κέντρου Χιακών μελετών» και διευθύνει το τριμηνιαίο περιοδικό Πελινναίο, απο το ενδιαφέρον site του άντλησα πολλές πληροφορίες που με βοήθησαν στην κατανόηση του κοινωνικού περιβάλλοντος της ιστορίας του Πέτικα