Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

JOHN KEENE, ΑΝΤΙΑΦΗΓΗΣΕΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ LOGGIA

 Oι «Αντι-αφηγήσεις» του John Keene επαναπροσδιορίζουν το περιπετειώδες μυθιστόρημα

Σίγουρα ένα βιβλίο που είναι για λίγους. Πρέπει να είσαι υπομονετικός αναγνώστης γι’ αυτό εδώ και να έχεις μία προτίμηση για την ιστορία. Οι ιστορίες μοιάζουν να είναι βγαλμένες από ένα ιδανικό Χόλυγουντ που δεν φοβάται να πειραματιστεί και να πει αλήθειες που πονάνε για τους μαύρους σκλάβους της Αμερικής. Από τον 17ο αιώνα μέχρι και σήμερα οι αφηγήσεις αυτές μπορεί να μπερδέψουν τον αναγνώστη προτού του χαρίσουν το «δώρο» τους. Οι ιστορίες αυτές θέλουν να μας μεταφέρουν σε καταστάσεις και εποχές που πλέον μοιάζουν μακρινές και κάπως θολές.

Ο αναγνώστης θα μπει στις ζούγκλες και τα μοναστήρια της Βραζιλίας, στις φυτείες και τις επαναστάσεις των δούλων της αποικιακής Αϊτής, στους εμφυλίους πολέμους των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά και στην ιστορία του πρώτου μη ιθαγενή κατοίκου που πάτησε το πόδι του στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης. Ο τρόπος που το κάνει ο John Keene είναι μοναδικός μιας και χρησιμοποιεί αποκόμματα από εφημερίδες, αναφορές από private detectives, εξομολογήσεις και paraphernalia της εποχής. Κάποιες ιστορίες ίσως τραβάνε λίγο παραπάνω απ’ ότι θα θέλαμε, αλλά στο τέλος όμως καταλήγουν σε κάποιο ουσιαστικό μέρος που μάλλον αν δεν υπήρχε η έκταση δεν θα είχε νόημα. Η αλήθεια είναι όμως πως σε στιγμές κουραστήκαμε λίγο με την λεπτομερή ανάλυση και τον μαξιμαλισμό του John Keene.

Οι Αντιαφηγήσεις προτείνουν διαφορετικές οπτικές γωνίες θέασης της ιστορίας, στη μικρή ή στη μεγάλη της κλίμακα, εμπλουτίζοντας ή αναπροσδιορίζοντας τη σχέση του αναγνώστη με τη (μαύρη) Ιστορία της Βόρειας Αμερικής. Ο τρόπος του Keene είναι μοναδικός μιας και είναι ικανός να μας μεταφέρει το κλίμα της εκάστοτε εποχής με τα μάτια του κάθε πρωταγωνιστή του.


Από τη μεταποικιοκρατική ανάγνωση μέχρι την queer λογοτεχνία, οι αφηγηματικοί κώδικες του συγγραφέα είναι κοινοί. Η σεξουαλικότητα των χαρακτήρων αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ατμόσφαιρας και του ύφους των ιστοριών. Η γλώσσα και η μέθοδος της κάθε ιστορίας είναι μοναδική και μοιάζει κάθε διήγηση να είναι ένα ξεχωριστό βιβλίο από μόνο του. Ο John Keene ανδρωμένος στον ορίζοντα μιας κορυφαίας λογοτεχνικής παράδοσης, της αμερικανικής, εκμεταλλεύεται σε έκταση και σε βάθος τον αφηγηματικό πλουραλισμό της, δίνοντας μας ένα έργο δουλεμένο στην εντέλεια, με δεξιοτεχνία και διεισδυτικότητα.


Ένα βιβλίο αρκετά δύσκολο σε στιγμές που όμως αν έχεις υπομονή μπορεί να σε ξεπληρώσει.

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024

ΜΙΝΩΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ, ΣΟΥ ΓΡΑΦΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ ΤΟΥ ΚΤΗΝΟΥΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΊΧΜΙΟ


Στο βιβλίο «Σου γράφω από την κοιλιά του κτήνους»: Ο Μίνως Ευσταθιάδης διερευνά λογοτεχνικά δύο αληθινά, άλυτα εγκλήματα

2006: Ένα αποτρόπαιο έγκλημα συμβαίνει στην καρδιά της Ευρώπης, στην ευνομούμενη Γερμανία και μάλιστα στην πιο πλούσια περιοχή της: μια εύπορη, διάσημη κυρία, δολοφονείται στο διαμέρισμά της. Βασικός ύποπτος ο αγαπημένος ανιψιός και κληρονόμος της ο Φρέντερικ Τάλας, ένας νεαρός φοιτητής της Νομικής. Είναι άραγε ο Φρέντι ένας νέος Ρασκόλνικοφ, ο οποίος σκοτώνει με βιαιότητα την αυταρχική, καταπιεστική θεία του, όχι τόσο από απληστία, όσο από παρόρμηση συμβολικής διεκδίκησης της προσωπικής ελευθερίας και αυτοδιάθεσής του;

Ο Φρέντι συλλαμβάνεται. Ακολουθούν έρευνες, ανακρίσεις, εικασίες —όχι όμως και πολλές αμφιβολίες. Οι δημοσιογράφοι ταΐζουν την κοινή γνώμη με κομματάκια «ξένης φρίκης». Οι θεατές κάθονται αναπαυτικά στις πολυθρόνες-κερκίδες τους και παρακολουθούν απολαυστικά στην οθόνη-αρένα το νέο θέαμα με τα λιοντάρια… Παλιά συνήθεια. Έπεται η δίκη του Φρέντι και αι ο πύργος των φυλακών του Στράουμπινγκ.

Η συνάντηση του Μίνου Ευσταθιάδη με τον κρατούμενο

Το 2022 ο Μίνως Ευσταθιάδης πήρε άδεια εισόδου στο Στράουμπινγκ, προκειμένου να συνομιλήσει με τον κρατούμενο. Κι αναρωτιέται τι είδους άνθρωπο θα συναντήσει: «Τον αμετανόητο φονιά, που για δεκαέξι χρόνια παρέμενε έγκλειστος σε γερμανική φυλακή υψίστης ασφαλείας; Ή το τραγικό θύμα μιας δικαστικής πλάνης, που είχε ήδη κατασπαράξει ανεπιστρεπτί τη νεότητά του;» Είναι θαμμένος ζωντανός ο Φρέντι Τ., ο «κρατούμενος Τ.» Αλλά και οι φύλακες δεν είναι λιγότερο φυλακισμένοι: «Δεν τους έτρωγε η υποψία ότι θα περνούσαν τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους πίσω από τα κάγκελα;»

Οι δύο άντρες συνομίλησαν επί έξι ώρες για τη δίκη: λαβύρινθοι υποθέσεων, μίτοι που κόβονται εύκολα και η «έρημος της πραγματικότητας». Ποια άραγε, εκμυστήρευση ή τυχαία αναφορά του Φρέντερικ Τάλας οδηγεί τον Μίνω Ευσταθιάδη, φεύγοντας από τις φυλακές του Στράουμπινγκ να γυρίσει πίσω στον χρόνο, στο 1981, και να βρεθεί στο βαυαρικό δάσος της λίμνης Άμερ, στο «δάσος της Ούρσουλα», στο σημείο εκείνο όπου κάποτε, κάποιοι έθαψαν ένα κιβώτιο; «Σπάνια συγκεντρώνεται τόσο μυστήριο, παραλογισμός και τρόμος στο ίδιο σημείο.» Μια πολύκροτη δίκη είχε εκτυλιχθεί και τότε… Επρόκειτο για ένα εν ψυχρώ έγκλημα, για το Απόλυτο Κακό. Οι αποφάσεις της Θέμιδος όμως στηρίχθηκαν σε ενδείξεις. Όπως και στην περίπτωση του Φρέντι, έτσι και τότε «δικαστές χωρίς ρωγμές στην κρίση τους», κανάλια και κοινή γνώμη αναζητούσαν επιτακτικά έναν ένοχο- όχι απαραίτητα τον δράστη. Κάποιος έπρεπε να θυσιαστεί προκειμένου οι Αγαμέμνονες να συνεχίσουν απρόσκοπτα να ηγούνται. Κάποιος έπρεπε να θαφτεί ζωντανός προκειμένου ο Κρέων να μπορεί να φορά τον μανδύα της νομιμοφάνειάς του. Οι δύο ιστορίες τέμνονται: «Δύο άνθρωποι συνέχιζαν να βρίσκονται στη φυλακή, καταδικασμένοι σε ισόβια, χωρίς να τους έχει δοθεί καν το δικαίωμα μιας δεύτερης δίκης.»

Σ’ αυτό το τόσο ξεχωριστό crime novel, ο Μίνως Ευσταθιάδης συγγραφέας και συνάμα χαρακτήρας του έργου δεν δίνει απαντήσεις. Θέτει ερωτήσεις: «Υπάρχει ένας φονιάς στον δρόμο;» Κάθε έγκλημα αποτελεί μια διασάλευση της τάξης; Ή μήπως μια επιβεβαίωση της συμπαντικής αταξίας;  Αν είναι τόσο δύσκολο για τους ανθρώπους να παραδεχτούν τα λάθη τους, πόσο δυσκολότερο είναι για ένα ολόκληρο σύστημα, όπου εμπλέκονται εξουσίες, καριέρες, πολιτική, συμφέροντα, να παραδεχτεί το καρκίνωμά του;Ακόμη αναρωτιέται: «Πόσες περιπτώσεις της Ιστορίας θυμίζει η ακλόνητη πίστη σε μια αλήθεια; Ή σ’ ένα ψέμα;»  Άραγε, υπάρχουν κάποιοι που κληρονόμησαν κάτι από τον Εμίλ Ζολά; (Ενδεχομένως επίσης, να αναρωτιέται ποιος θυμάται τον Αριστοτέλη, τον Μοντεσκιέ και τον Ρενέ Ντεκάρτ…

Γραφή απέριττη, χιούμορ στυφό κι αιχμηρό σαν «λεπίδα γκρίζου μέσα στο μαύρο», σκεπτικισμός· και η ενόραση με την πραγματικότητα να διαβαίνουν χέρι, χέρι στο ίδιο σκοτεινό δάσος…  Ή σε πολλά δάση: σ’ εκείνο του Λανγκβάιλερ, της λίμνης Άμερ ή ενός μικρού χωριού της Πελοποννήσου. Σ’ αυτούς τους τόπους της πυκνής βλάστησης και των δαιδαλωδών μονοπατιών κάποιες φορές, κάποιοι ακούν αλλόκοτο κρότο τυμπάνων, έναν ήχο ξερό κι επαναλαμβανόμενο, όμοιο με τη βουή του κόσμου, όμοιο με τον «βόμβο του αίματος στο βάθος των αυτιών τους». Άλλοι πάλι, ίσως ακούν τους στίχους του Bob Dylan από το «Hurricane», τους οποίους προτάσσει ο Μίνως Ευσταθιάδης ως μόττο στην αρχή του βιβλίου: «Now all the criminals in their coats and their ties are free to drink martinis and watch the sun rise».

σύστημα, όπου εμπλέκονται εξουσίες, καριέρες, πολιτική, συμφέροντα, να παραδεχτεί το καρκίνωμά του;Ακόμη αναρωτιέται: «Πόσες περιπτώσεις της Ιστορίας θυμίζει η ακλόνητη πίστη σε μια αλήθεια; Ή σ’ ένα ψέμα;»  Άραγε, υπάρχουν κάποιοι που κληρονόμησαν κάτι από τον Εμίλ Ζολά; (Ενδεχομένως επίσης, να αναρωτιέται ποιος θυμάται τον Αριστοτέλη, τον Μοντεσκιέ και τον Ρενέ Ντεκάρτ…)

Γραφή απέριττη, χιούμορ στυφό κι αιχμηρό σαν «λεπίδα γκρίζου μέσα στο μαύρο», σκεπτικισμός· και η ενόραση με την πραγματικότητα να διαβαίνουν χέρι, χέρι στο ίδιο σκοτεινό δάσος…  Ή σε πολλά δάση: σ’ εκείνο του Λανγκβάιλερ, της λίμνης Άμερ ή ενός μικρού χωριού της Πελοποννήσου. Σ’ αυτούς τους τόπους της πυκνής βλάστησης και των δαιδαλωδών μονοπατιών κάποιες φορές, κάποιοι ακούν αλλόκοτο κρότο τυμπάνων, έναν ήχο ξερό κι επαναλαμβανόμενο, όμοιο με τη βουή του κόσμου, όμοιο με τον «βόμβο του αίματος στο βάθος των αυτιών τους». Άλλοι πάλι, ίσως ακούν τους στίχους του Bob Dylan από το «Hurricane», τους οποίους προτάσσει ο Μίνως Ευσταθιάδης ως μόττο στην αρχή του βιβλίου: «Now all the criminals in their coats and their ties are free to drink martinis and watch the sun rise».

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΡΥΣΤΙΑΝΗ, ΚΟΡΝΙΖΩΜΕΝΟΙ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

Έντυπη έκδοση
Ιωάννα Καρυστιάνη: «Ζούμε σε μια εποχή ξέφρενης, αφηνιασμένης βίας»

Ιωάννα Καρυστιάνη: «Ζούμε σε μια εποχή ξέφρενης, αφηνιασμένης βίας»

Η ελληνίδα συγγραφέας μιλάει για το καινούργιο της μυθιστόρημα. Πρωταγωνιστής ένας ευσυνείδητος κορνιζάς, σε ένα σύγχρονο θρίλερ σαν αρχαία τραγωδία, σαν ένα υπαρξιακό νουάρ που ξεδιπλώνεται στον θεσσαλικό κάμπο. Τι μπορούμε και τι δεν μπορούμε να ξέρουμε για ένα «τελεσίδικο κάθαρμα»; Και τι μπορεί να κάνει η αγάπη;

Η Κρανιά δεν υπάρχει. Δεν θα τη βρείτε σε κανέναν χάρτη. Είναι όμως τόσο γνώριμη, τόσο οικεία. Είναι μια επινοημένη, μικρή πόλη, σφηνωμένη ανάμεσα στους νομούς της Θεσσαλίας. Εκεί, λοιπόν, τοποθετείται το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη με τίτλο Κορνιζωμένοι. Οσο προχωρεί κανείς στην ανάγνωση αυτού του βιβλίο τόσο ανεβάζει παλμούς, ιδίως στο τρίτο και τελευταίο μέρος του. Πρόκειται για μια αφήγηση μπασταρδεμένη, να μια λέξη με την οποία δεν θα διαφωνούσε η συγγραφέας.

Ενα σύγχρονο θρίλερ σαν αρχαία τραγωδία; Ενα υπαρξιακό νουάρ που ξεδιπλώνεται στον επαρχιακό κάμπο; Αν στα Σακιά (2010) πυρήνας ήταν μια σχέση μητέρας και γιου, εδώ ο φακός στρέφεται σε μια σχέση πατέρα και γιου, στην πλέον ακραία εκδοχή της μάλιστα. Στους Κορνιζωμένους γίνεται ένα φονικό, «το φρικωδέστερον των εγκλημάτων», και η Καρυστιάνη επιχειρεί να το ξεψαχνίσει με την κουβεντιαστή, κοφτερή, πυκνή της γλώσσα. Ο θύτης είναι, ασφαλώς, δεν χωρεί αμφιβολία, ένα «τελεσίδικο κάθαρμα». Το θέμα όμως είναι το εξής: μετά από 100 σελίδες τα ξέρουμε όλα και, παράλληλα, δεν ξέρουμε τίποτα. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά». Τότε; Η Καρυστιάνη αναλαμβάνει τον ρόλο μιας ντετέκτιβ, θα λέγαμε, όχι για να δώσει στους αναγνώστες τη λύση ενός μυστηρίου αλλά για να τους πασάρει τον συγκεκριμένο ρόλο, έντεχνα, τη στιγμή ακριβώς που η αγωνία και η απορία κατακλύζουν τα πάντα.

«Το να σκοτώσεις είναι πολλές φορές η μεγαλύτερη απόδειξη της δειλίας» είπε μετά από μια παρατεταμένη σιωπή στο «Βήμα» η πολυβραβευμένη πεζογράφος, την οποία συναντήσαμε στα γραφεία του εκδότη της. Στο μυθιστόρημα αυτό, παρακολουθούμε τον ήρεμο και ευσυνείδητο κορνιζά Στέλιο Σπούγια, ιδιοκτήτη της επιχείρησης «Τέλειον», τη σύζυγό του Χιονία, που τον έχει εγκαταλείψει και έχει παντρευτεί έναν άλλον άνδρα στο μεταξύ, τον γιο τους Χρόνη, ένα δοτικό και σπάνιο πλάσμα, καθώς και τη σύντροφο του τελευταίου, την Κλέα Γκιζελή, μία από τις πιο συναρπαστικές δεύτερες ηρωίδες που έχει πλάσει ποτέ η Καρυστιάνη.

Ιωάννα Καρυστιάνη «Κορνιζωμένοι», Εκδόσεις Καστανιώτη, 2024, σελ. 288, τιμή 16 ευρώ* Το βιβλίο κυκλοφορεί στις 11 Νοεμβρίου.

Η συγγραφέας στους Κορνιζωμένους θαρρείς κι έχει απορροφήσει κάθε αδιανόητη πλευρά της σημερινής πραγματικότητας, από τα αστυνομικά δελτία μέχρι την έκρηξη της λανθάνουσας βίας που, αντιλαμβάνεστε, αναγκάζει τους ανθρώπους να πέφτουν, καταπώς λένε, από τα σύννεφα. Ωστόσο, συνθέτει έναν μύθο, γερό και ανησυχαστικό, μεσοτοιχία διάφανη με όσα βιώνουμε, κάνει δηλαδή λογοτεχνία, που είναι και το ζητούμενο.

«Ηθελα να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις»

«Ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου».

«Ανέκαθεν μάζευα για μένα την ίδια, έγραφα για τον εαυτό μου, δεν ήξερα αν θα εκδώσω βιβλία. Κι όσα έχουν κυκλοφορήσει, έχω αρχίσει να τα σκέφτομαι και να τα δουλεύω από χρόνια πριν. Η κεντρική ιδέα για αυτό εδώ καρφώθηκε στο μυαλό μου το 2009, το ξανάπιασα το 2014 αλλά το άφησα για να γράψω το «Φαράγγι». Από τότε όμως ήξερα τι ήθελα να γράψω, σε τι ήθελα να δοκιμαστώ, ήθελα να γίνω άνω-κάτω, να αναστατωθώ, να αναμετρηθώ με δαιμονικές σκέψεις. Είχε έρθει πλέον η ώρα των «Κορνιζωμένων». Σκύβω πάνω από το θέμα μου παράφορα, δεν γίνεται αλλιώς. Αποτόλμησα ένα βιβλίο γεμάτο αγάπη αλλά έναν κεντρικό χαρακτήρα πολύ διαφορετικό για τα δεδομένα μου, ταπεινός μεν κι αυτός αλλά που, σίγουρα, δεν θα τον έκανε κανείς κορνίζα στο σπίτι του. Κοιτάξτε, ξέρω ότι μπορώ να διεκπεραιώσω μια ιστορία, έχω κατακτήσει πλέον αυτή τη δεξιότητα. Ομως δεν μου αρκεί αυτό πια. Λύσσαξα αυτή τη φορά να ξεφύγω από την ασφάλεια της πεπατημένης, να πάρω το ρίσκο και, αν χρειαστεί, να σπάσω και τα μούτρα μου» εξήγησε η Καρυστιάνη.

Η «επικράτεια των κινήτρων»

Ο βασικός της ήρωας ανήκει κι αυτός «στα χαμηλά της κοινωνικής διαστρωμάτωσης» αφού «εκεί παραμένω πάντοτε, από εκεί αντλώ έμπνευση, αυτές είναι οι δικές μου ροές». Τι αναζητούσε εσχάτως; «Εψαχνα τη σύμπλευση συνείδησης και ασυνειδησίας, πώς αυτές οι δυο μπορεί να ξιφουλκούν μέσα σε έναν άνθρωπο μέχρι τελικώς πτώσεως. Εψαχνα τη βαρύτητα μιας μεταιχμιακής κατάστασης και θέλησα να καταστήσω συμμέτοχους τους αναγνώστες στην εσωτερική αμφιταλάντευση του Στέλιου Σπούγια. Αφήνω μονάχα νύξεις και τους εμπιστεύομαι απολύτως, θα καταλάβουν εγκαίρως προς τα πού πάει το πράγμα. Εψαχνα, για να το πω κι αλλιώς, την επικράτεια των κινήτρων. Αν είναι λογικά και ικανοποιητικά τα κίνητρα για όλα όσα φριχτά συμβαίνουν. Ομως μπορεί και να μην υπάρχει εξήγηση απλή, μπορεί να μην υπάρχει καν εξήγηση που να θέλουμε να την αποδεχθούμε. Πρέπει να περάσει πολύς καιρός για να συνειδητοποιήσουμε τι έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο, για παράδειγμα, στη ζωή ενός ανθρώπου ή στην πορεία μιας κοινωνίας. Στους «Κορνιζωμένους» δεν υπάρχει ισχυρό κίνητρο για το έγκλημα που διαπράττεται, αυτό είναι και το πιο τρομακτικό. Ενίοτε υποτιμούμε ή παρερμηνεύουμε διάφορες πράξεις οι οποίες φαίνονται μικρού βεληνεκούς αλλά ύστερα αποδεικνύονται μεγατόνων. Λόγου χάριν, να υποστείς ταπείνωση. Πιστεύω ότι δεν παραγράφεται, ούτε με ένα συγνώμη ούτε με τον χρόνο» εκτίμησε η συγγραφέας.

Μια βίαιη εποχή

Και συμπλήρωσε: «Ζούμε σε μια εποχή ξέφρενης, αφηνιασμένης βίας και θέλησα να δείξω κάτι πέρα από το στιγμιαίο αδίκημα, το στιγμιαίο έγκλημα, το είδος εκείνο της άφατης πάλης που μπορεί να σημαδέψει μια ολόκληρη ζωή διά παντός. Θέλησα να θέσω ερωτήματα οδυνηρά, ανεπίλυτα, θανατηφόρα. Να έχεις κάνει κάτι και να μην παίρνεις ποτέ απάντηση για τον ίδιο σου τον εαυτό, είναι βαρύ, ασήκωτο αυτό. Το βιβλίο δεν το έγραψα για να δικαιολογήσω τίποτα, ούτε για να παρηγορηθώ, το έγραψα για να ξεθολώσω, εγώ πρώτη από όλους, τη ματιά μου. Μέσω της μυθοπλασίας που δεν πρέπει να παρέχει καμία βεβαιότητα». Αναστέναξε τότε η Καρυστιάνη.

«Η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω».

«Εχω διαβάσει κάμποση ψυχολογία στη ζωή μου, κάμποση ψυχιατρική και ψυχανάλυση. Και ειλικρινά σας λέω, φοβάμαι μην κάνω την έξυπνη στα βιβλία μου. Για αυτό μελετάω και εργάζομαι και συλλογίζομαι πάρα πολύ. Οταν ένα θέμα μου γραπώνει την ψυχή το τεστάρω για καιρό για να δω αν έχω τη δύναμη να καταπιαστώ μαζί του, να το σεβαστώ. Τα περισσότερα βιβλία που έχω βγάλει τα έχω χιλιοσκεφτεί, τα έχω βασανίσει. Και πάντα τα δίνω, προτού δημοσιευθούν, να τα διαβάσουν όχι μόνο επιστήμονες αλλά και απλοί, κανονικοί άνθρωποι. Εν πάση περιπτώσει, η λογοτεχνία δεν υπάρχει για να κάνει τα πράγματα νιανιά, δεν υπάρχει απλώς για να μας καθησυχάζει και να μας αποφορτίζει ή να μας εξιλεώνει, υπάρχει γιατί η ζωή του καθενός, η ζωή μας, είναι ένα μυστήριο που για να το διαπεράσουμε έχουμε ανάγκη το κάτι παραπάνω». 

«Βλέμματα από 50 χρόνια πριν»

Υστερα επανήλθαμε στο βιβλίο και, τρόπον τινά, στην ουσία του τίτλου του. «Από μικρή έδινα βάση στα βλέμματα, έχω μανία με αυτά. Σήμερα τα ανθρώπινα βλέμματα είναι σαν χαμένα, σαν μην ξέρουν πού να κοιτάξουν, πού να εστιάσουν. Πάντως, έχω αποθηκεύσει βλέμματα από πενήντα χρόνια πριν, τα έχω κορνιζώσει στις σάλες του μυαλού και της καρδιάς μου, από τις κινηματογραφικές ταινίες που έβλεπα πέντε φορές την καθεμιά και την ίδια μου τη μάνα ως τον Βαγγέλη Γιακουμάκη. Τα βλέμματα που με πείθουν περισσότερο και με κάνουν να κλαίω είναι αυτά που μέσα τους βαθιά αντικρίζω την απόρριψη. Τι να πω, ας κοιταχτούμε, έχουμε γίνει εξπέρ στο να πονάμε ο ένας τον άλλον. Δυστυχώς είναι ένα σπορ αυτό στο οποίο επιδιδόμαστε αχόρταγα, ένα σπορ που το ασκούμε χωρίς να πλήττουμε και χωρίς να βάζουμε ποτέ μυαλό». 

Η Καρυστιάνη γράφει κάπου στο βιβλίο ότι «η πολλή αγάπη ανοίγει τα μάτια» και ήταν πρόθυμη να την υπερασπιστεί αυτή τη φράση με ένταση. «Το πιστεύω αυτό, εμείς δεν δείχνουμε εμπιστοσύνη πια, εμείς φοβόμαστε, εμείς κρατάμε τα δυνατά συναισθήματα εν υπνώσει. Και πιστεύω στη δύναμη του έρωτα, όπως τον εκφράζει η Κλέα στο μυθιστόρημα. Ο έρωτας σου χαρίζει ένα άλλο επίπεδο αντίληψης και κατανόησης, μια διορατικότητα».

«Δεν έχει μετρηθεί η επίπτωση της μνημονιακής εμπειρίας»

Δεν δυσκολευτήκαμε να συμφωνήσουμε με την Καρυστιάνη ότι έξω, στην κοινωνία, υπάρχει κάτι έκρυθμο, ένα δυσοίωνο απόθεμα που συσσωρεύεται. «Νομίζω ότι ακόμα δεν έχει μετρηθεί και αναλυθεί συνολικά η επίπτωση της ασύλληπτης μνημονιακής εμπειρίας (και των υπόλοιπων κρίσεων που ακολούθησαν) πάνω μας, ανεξαρτήτως κομματικών επιλογών ή πεποιθήσεων, κι όχι πάνω μόνο σε μας, διεθνώς εδώ που τα λέμε. Στις συζητήσεις εδώ επανέρχεται η ευθύνη του πολιτικού προσωπικού και η ευθύνη του ελληνικού λαού, αλλά η ευθύνη του ευρωπαϊκού ιερατείου είναι σαν να έχει ήδη ξεχαστεί. Λες και συντελέστηκαν μόνα τους όλα αυτά, λες και δεν θα γευτούμε μακροπρόθεσμες συνέπειες. Κρέμασαν μια χώρα συλλήβδην στα μανταλάκια, η Ελλάδα υπέμεινε μια συλλογική ταπείνωση, υπερβολική και τιμωρητική. Και ό,τι συμβαίνει στο εσωτερικό, εξακολουθεί να συμβαίνει σε βάρος των πλέον αδύνατων, μη και πειραχτούν οι τράπεζες και τα funds.

Διαβάζω, ακούω ειδήσεις και αναρωτιέμαι σε ποιους θριάμβους αναφέρονται οι πρωτοκλασάτοι; Πού ζουν; Με τόσους νέους ξενιτεμένους, με τόσα εργατικά ατυχήματα, με τέτοια ανέχεια. Ξέρετε, ήμουνα νια και γέρασα, με τα νοσοκομεία που θα στελεχωθούν, με τα ρέματα που θα ξεμπαζωθούν, με το δημογραφικό που θα το λύσουν, με τα περιλάλητα σχέδια παραγωγικής εθνικής ανασυγκρότησης. Η πολιτική είναι ένα σοβαρό πράγμα, θα έπρεπε να συνοδεύεται από λέξεις όπως ειλικρίνεια, εντιμότητα, προνοητικότητα, σεμνότητα. Είναι απίστευτο, τώρα ψάχνεις να βρεις έστω και έναν σεμνό! Διαπιστώνω περίλυπη, μιλώντας για τον τόπο μας, ότι η πολιτική και η δικαιοσύνη και τα μέσα ενημέρωσης δεν αναδέχονται την κρίσιμη σημασία που έχουν για τη δημοκρατία».

Σπουδή στο κακό 

Ο Στέλιος Σπούγιας, ο πενηντατριάχρονος ήρωας της Ιωάννας Καρυστιάνη (Χανιά, 1952), είναι κάτοικος Κρανιάς: «[...] πόλη φυτεμένη ανάμεσα στους τέσσερις θεσσαλικούς νομούς [...]» (σ. 26). Ο Σπούγιας, που ασκεί το επάγγελμα του κορνιζοποιού είναι διαζευγμένος αλλά το φέρει βαρέως· η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για έναν γιατρό από τη Θεσσαλονίκη. Συγκατοικεί με τον εικοσάχρονο γιό του, Χρόνη, που διατηρεί σχέση με την Κλέα. Ο Χρόνης είναι παιδί πρότυπο, υπόδειγμα: «[...] μικρέ, το κεφάλι σου περιουσία, το μυαλό σου πορτοφόλι και εσύ, ρε παιδί μου, άλλο πράμα από το συρφετό του άντε χέσου, άντε χάσου, άντε γαμήσου και άντε γεια» (σ. 17), όπως θα του πει χαρακτηριστικά ο κύκλος του πατέρα του. Η ουσία όμως είναι αλλού: στη σελίδα εκατό, στο ένα τρίτο του βιβλίου, ο Σπούγιας θα δολοφονήσει τον γιό του. 

Η Καρυστιάνη γράφει ένα μυθιστόρημα που ξεφεύγει από την πεπατημένη, όχι μόνο για τα δικά της μέτρα και σταθμά, αλλά γενικά. Καταρχάς, δεν αφορμάται από πραγματικό περιστατικό – δεν γράφει μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα. Δεν γράφει όμως ούτε μια μυθοπλασία σαν τη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη ή το Έγκλημα και Τιμωρία. Ο δολοφόνος δεν εμφορείται δηλαδή από κάποια εμφανή ιδεολογία. Ο Σπούγιας δεν σκοτώνει για «φιλοσοφικούς λόγους», όπως συμβαίνει στην περίπτωση της γραίας Χαδούλας και του Ρασκόλνικωφ¹. «Ούτε εν βρασμώ, ούτε κατά λάθος, ούτε η ώρα η κακιά» (σ. 246). Γιατί σκοτώνει τότε ο Σπούγιας; Δεν υπάρχει ακριβώς απάντηση. Και αυτό είναι που προσδίδει στο μυθιστόρημα την αιχμή του. 

Η Καρυστιάνη θα σκιαγραφήσει ελλειπτικά το ομιχλώδες παρελθόν του Σπούγια. Θα μιλήσει για παιδικές ταπεινώσεις, όπως θα μιλήσει και για τα κίνητρά του. Όλα θα φυτευτούν όμως με τέτοιο τρόπο, ειδικά στο πρώτο μέρος του μύθου, ώστε να ελλοχεύουν σχεδόν ανενεργά, πίσω από ποικίλες εκφάνσεις καθημερινότητας πατέρα και γιού. Σχεδόν ανενεργά αλλά τόσο δόκιμα, που ο αναγνώστης υποβάλλεται σε μια συνθήκη διαρκούς ταλάντωσης ανάμεσα στην απόρριψη της απευκταίας πράξης και την ταυτόχρονη συνειδητοποίηση του πού ακριβώς οδηγείται ο μύθος. Η συγγραφέας κατασκευάζει ένα ναρκοπέδιο συναισθημάτων, σκέψεων και υπαινιγμών, στο οποίο διαβιοί ο Σπούγιας, και μας αφήνει να το διασχίσουμε. Τι είναι αυτό που συνεπαίρνει τον αναγνώστη; Τίποτα σε αυτό το ναρκοπέδιο δεν φαντάζει εξωφρενικό. Η συνισταμένη των κινήτρων που οδηγεί τον Σπούγια στην μοιραία πράξη διαθέτει την αναγκαία επίφαση εγκυρότητας. 

Αναφέρω ενδεικτικά:

«Κατά καιρούς ο Στέλιος Σπούγιας σκεφτόταν ότι στην τέως σύζυγο θα άξιζε μια βαρβάτη τιμωρία που να την πονούσε πολύ. [...] Μήπως κάτι που να περνούσε από το χέρι του ίδιου του Σπούγια; Το τελευταίο, ποτέ των ποτών και αδύνατον των αδυνάτων, έτσι κατέληγε κάθε φορά» (σ. 57).

Ή

«Από την κουζίνα όπου πήγε ο μπαμπάς για να φέρει λεμονίτες, άκουσε το γιο του να λέει, σιγανά φυσικά, ο δόλιος ο πατέρας μου μέχρις ενός σημείου φτάνει, δεν είναι για πολλά» (σ. 68). 

Αλλά και

«Αυτό θα είναι που λένε καλογαμημένη, σκεφτόταν τότε ο πατέρας Σπούγιας, που αν και τα παιδιά πρόσεχαν πολύ, αυτός με τη νυχτερινή ακοή ραντάρ όλο και έπιανε κάτι, ήχους ανεπαίσθητους αλλά σαφείς [...]. Κακά τα ψέματα, η γυναίκα του δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι τους τραγουδώντας και με τόση λάμψη στα μάγουλά της. Ο γιος του, πιο μάγκας και στο πήδημα» (σ. 72).

Ο Σπούγιας θα αποσαθρωθεί από τις πιο κοινότοπες και ποταπές ανασφάλειες. Τίποτα από όσα εκλαμβάνει ως προσβολές, ή ακόμα και όσα συνιστούν προσβολές, δεν ανάγεται σε λόγο, όχι που να δικαιολογεί την πράξη του, αλλά έστω να αντέχει σε δεύτερες σκέψεις, όπως εξάλλου προκύπτει και από τους ίδιους τους συλλογισμούς του.

«Τόσο αίθρια ψυχή. Ο Στέλιος Σπούγιας καμάρωνε, πώς να μην καμαρώνει τέτοιο γιο, υπήρχαν όμως και οι σπάνιες στιγμές που ήταν αδύνατο να πνίξει μέσα του τη ζήλια, λίγη ζήλια, ούτε δυο γραμμάρια, μια πιρουνιά. Μπροστά στον Χρόνη, αυτός έμοιαζε δευτεροκλασσάτος. Κόφ’το, είπε στον εαυτό του από μέσα του, κόφ’το» (σ. 56).

Το άλμα του προς το ειδεχθές έγκλημα, γιατί βέβαια περί άλματος πρόκειται, είναι ισοδύναμο με το άλμα της πίστης. Τυγχάνει, απλώς, φαλκιδευμένο. Ο Σπούγιας, χωρίς να χωράει αμφιβολία για το αν αγαπάει τον γιό του, θα τον σκοτώσει. Και αυτή η δομική ανακολουθία, αυτό το λογικό χάσμα που συνιστά το ανερμήνευτο κακό είναι που ερεθίζει τον αναγνώστη. 

«Ο Στέλιος Σπούγιας είχε υποχρέωση να κορνιζώνει όσο πιο πιστά τα εικονογραφημένα συναισθήματα. Κοιτώντας λοιπόν πολλή ώρα τα πρόσωπα σε παλιές και νέες φωτογραφίες, προκειμένου να επιλέξει την κατάλληλη κορνίζα, είχε μάθει να βγάζει συμπεράσματα από το βλέμμα, εκεί αποτυπώνεται η ικανοποίηση, ο φθόνος, το παράπονο, η βλακεία, η αλαζονεία, η περιφρόνηση [...]» (σσ. 53-54). 

«Λίγο μετά άκουγε και το παρακάτω, ίσως και χειρότερο, ώρες-ώρες στεναχωριέμαι για τον πατέρα μου [...] πολύ μόνος, και μακάρι να είναι ιδέα μου, αλλά μου φαίνεται πως πριν κάτι μέρες την είδε στο βλέμμα μου τη λύπηση» (σ. 83).

Στα κίνητρα υπεισέρχεται και η σημασία του τίτλου. Αυτό το Κορνιζωμένοι, πέρα από την προφανή συνάφειά του προς την επαγγελματική ιδιότητα του Σπούγια, κομίζει συνδηλώσεις σε όλο το εύρος του μυθοπλαστικού ορίζοντα. Η ίδια η Κρανιά ως πόλη, που συνιστά κατασκεύασμα της συγγραφέως, οι κάτοικοί της, οι ζωές τους, που αποτυπώνονται με φωτογραφική ακρίβεια, όλα μοιάζουν άβολα οικεία, γραφικά: όμορφα αλλά συνάμα και ιδιόρρυθμα, με μια εσάνς μούχλας ή ακόμη και σήψης. Όλα σχεδόν στον μύθο είναι σαν κορνιζωμένα· βινιέτες βγαλμένες από ένα συλλογικό παρελθόν, που είτε αρέσει είτε όχι, τείνει να βρίσκει τη θέση του σε νοητικές ή πραγματικές κορνίζες. Και λέω «όλα σχεδόν» γιατί η δολοφονία και η ερωτική ιστορία του Χρόνη με τη συνομήλική του Κλέα, στέκουν εκτός πλαισίου, εκτός κορνίζας. Και μάλιστα στέκουν αντιδιαμετρικά: η δολοφονία του Χρόνη από τον πατέρα του συμβολίζει το «φρικωδέστερον των εγκλημάτων» (σ. 34) ενώ ο έρωτας των δύο νέων μια συνθήκη ιδανική, μια μυθοπλαστική αντιστήριξη αγάπης. Πεποίθησή μου ότι το ένα αδυνατεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, ακόμη και μόνο για λόγους μεταφυσικής και μυθιστορηματικής συμμετρίας. 

«Ίσως οι άνθρωποι δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας σκέψης που δεν θέλουν να την πιστέψουν» (σ. 250).

Αισθάνομαι ότι η Καρυστιάνη ανέλαβε, μυθιστορηματικά, ακριβώς αυτή την ευθύνη. Στην απόπειρά της να διερευνήσει μια επικράτεια πέρα και πάνω απο τη συμβατική έννοια ξεβολέματος –«Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι το βολεύομαι, ξεβολεύομαι» (σσ. 30-31)– επινόησε/συνειδητοποίησε και το αντίβαρό του. Το ανεξήγητο κακό όφειλε να συνιστά νέμεση στην απόλυτη αγάπη – αμφότερα, εξάλλου, ακραίες υπαρκτικές δυνατότητες. 

Στην ένοχη απόλαυση που προσφέρει αναγνωστικά το μυθιστόρημα καίρια είναι η συνεισφορά του τέλους, που ικανοποιεί βαθιά. Η επιχείρηση του Σπούγια φέρει την ονομασία «Τέλειον». Μόνο μετά την ολοκλήρωση της ανάγνωσης κατανοεί πλήρως ο αναγνώστης την ειρωνεία αυτής της τελειότητας, που, με τον τρόπο της, στοιχειώνει τον ήρωα.

Είναι λοιπόν το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μια σπουδή στο κακό; Είναι, όσο ο αναγνώστης συνειδητοποιεί ότι δεν υπάρχει ακριβώς «σπουδή» στο κακό – ειδικά το ακραίο κακό στο οποίο ενδίδει ο Σπούγιας. «Άλλωστε το να ερμηνεύεις μια πράξη, φωτίζοντας τα κίνητρά της και κατανοώντας τους λόγους για τους οποίους έγινε, σε φέρνει πολύ κοντά στη δικαιολόγησή της. Το απόλυτο κακό είναι ακατανόητο και άφατο, ακόμη και στον ίδιο τον δράστη του» (Ζουμπουλάκης, σ. 17)². 

Η Καρυστιάνη προτάσσει μια ακριβοθώρητη εκδρομή στον εφιάλτη. Ομολογώ ότι την απόλαυσα δεόντως.



Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

PIERRE LEMAITRE, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΛΤΙΕ, ΤΑ ΕΝΔΟΞΑ ΧΡΟΝΙΑ , ΜΤΦΡ ΕΦΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ


Μεταφόρτωση: Μεταφορτώθηκαν 1064821 από 1064821 byte.


   «Το σαρωτικό έπος της πλούσιας επιφανούς οικογένειας Πελτιέ με φόντο το μεταπολεμικό Παρίσι, τη Βηρυτό και τη Σαϊ­γκόν – ένα μυθιστόρημα απληστίας, δολοφονίας και εκδίκησης».

Μετά την καθηλωτική αστυνομική σειρά των έργων του και μετά την τριλογία του που αφορά στην εποχή του μεσοπολέμου, Φέτος, κυκλοφόρησε το νέο του έργο, ένα ιστορικό βιβλίο με τίτλο ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΕΛΤΙΕ ΤΑ ΕΝΔΟΞΑ ΧΡΟΝΙΑ σε μετάφραση Έφης Κορομηλά.

     […Το «προσκύνημα Πελτιέ» γινόταν την πρώτη Κυριακή του Μαρτίου, ό,τι καιρό κι αν έκανε. Τα παιδιά έπαιρναν πάντα μέρος σ’ αυτό. Μπορούσαν να αποφύγουν τον γάμο ενός γείτονα, το ρεβεγιόν της Πρωτοχρονιάς, το πασχαλινό αρνί, αλλά ήταν αδιανόητο να χάσουν την επέτειο της σαπωνοποιίας. Φέτος ο κύριος Πελτιέ είχε πληρώσει μάλιστα τα εισιτήρια μετ’ επιστροφής από το Παρίσι για να σιγουρευτεί για την παρουσία του Φρανσουά, του Ζαν και της γυναίκας του…]

Ένα ιστορικό οικογενειακό έπος μιας επιφανούς οικογένειας που μας μεταφέρει από τη Βηρυτό στη Σαϊγκόν μέσω του Παρισιού.

Η ιστορία ξεκινά τον Μάρτιο του 1948, στο τέλος πια του Β Παγκοσμίου Πολέμου όπου η  Ευρώπη ανοικοδομείται και ο κόσμος προσπαθεί να ανασυνταχθεί, στη Βηρυτό. Η οικογένεια Πελτιέ, είναι πλούσιοι ιδιοκτήτες σαπωνοποιίας στη Βηρυτό. Τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας έχουν φύγει από την πατρική εστία. Τώρα όμως ο κ. Πελτιέ γιορτάζει με όλη του την οικογένεια παρούσα- τη σύζυγο του και τα τέσσερα παιδιά του Ζαν, Φρανσουά, Ετιέν και Ελέν-, την επέτειο της οικογενειακής επιχείρησης που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1920 και που ακόμα και σήμερα ευημερεί. Αν και ο κ. Πελτιέ ήθελε ο Ζαν να αναλάβει την επιχείρηση ως γενικός διευθυντής, αυτό το σχέδιο του δεν στέφθηκε με επιτυχία. Ο Ζαν αποτυγχάνει σε όλους τους τομείς της ζωής του ακόμα και στον γάμο του αν και η σύζυγος του η Ζενεβιέβ, είναι μια γυναίκα φιλόδοξη που ταπεινώνει διαρκώς τον άντρα της. Όμως, ούτε και ο Φρανσουά είναι ο ιδανικός συνεχιστής της επιχείρησης αφού, αν και άριστος μαθητής, έχει τις δικές του προσωπικές φιλοδοξίες. Θέλει να σπουδάσει δημοσιογραφία στο Παρίσι. Τον Φρανσουά θα ακολουθήσει στο Παρίσι και ο αδελφός του. Από τη Βηρυτό φεύγει και ο Ετιέν. Πηγαίνει στη Σαιγκόν για να βρει τον εξαφανισμένο Ρεμόν. Τα αδέλφια της στη Γαλλία θα ακολουθήσει και η Ελέν, μια γυναίκα που αναζητά την χειραφέτηση και θα γίνει ο συνδετικός τους κρίκος.

Παράλληλες ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων που θα ενωθούν και η πλούσια ιστορία της οικογένειας ξεκινά.

Για μια ακόμα φορά ο Λεμέτρ κατακτά τους αναγνώστες με ένα ιστορικό έργο που μας μεταφέρει στον μεταπολεμικό κόσμο. Οι εκπλήξεις και οι ανατροπές υπάρχουν και πάλι στο έργο του και για μια ακόμα φορά τα κλεισίματα των κεφαλαίων του έχουν την ιδιότητα να κάνουν τον αναγνώστη να ανυπομονεί να ξεκινήσει το επόμενο κεφάλαιο. Η γραφή και η αφηγητική ικανότητα του συγγραφέα δίνει ένα άρτιο κείμενο γεμάτο εικόνες, σε μια ιστορία γεμάτη σασπένς, μια ιστορία οικογενειακή, ιστορική, ψυχολογική και πολιτική με κοινωνικά και πανανθρώπινα μηνύματα. Αποφάσεις, συναισθήματα, γεγονότα, σκάνδαλα επηρεάζουν τις ζωές των ηρώων. Ζωές που άλλες θα αλλάξουν πορεία και άλλες θα διαταραχθούν μέσα σε μια εξερεύνηση της ιστορίας του 20ουαιώνα.

 

Πιέρ Λεμέτρ

 

     «Τρεις ερωτικές ιστορίες, ένας συναγερμός, μια παραστρατημένη έφηβη, ο Βούδας και ο Κομφούκιος, ένας φιλόδοξος δημοσιογράφος, ένας τραγικός θάνατος, ο γάτος Ζοζέφ, μια αφόρητη σύζυγος, μια βρόμικη υπόθεση διακίνησης, μια ινκόγκνιτο ηθοποιός, μια κάθοδος στην κόλαση, ένα ανεξήγητο δυστύχημα, η ταχυδρόμος στο Λαμπεργκέμ, λευκά είδη σε χαμηλές τιμές, η επιστροφή του παρελθόντος, ένα άρωμα εξωτισμού, ένα ξαφνικό και ακαταμάχητο πάθος.

Και κάποιοι φόνοι».

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2024

A S BYATT, Η ΠΑΡΘΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ, ΜΤΦΡ ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΣΧΙΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ

 Η ιστορία διαδραματίζεται στην περίοδο λίγο πριν και αμέσως μετά τη  στέψη της Βασίλισσας Ελισάβετ Β'  (Ιούνιος 1953). Η δράση λαμβάνει χώρα μέσα και γύρω από ένα δημόσιο σχολείο ανηλίκων αρρένων (δηλαδή ιδιωτικό οικοτροφείο) και, συγκεκριμένα, περιλαμβάνει την οικογένεια και τους συναδέλφους ενός από τους δασκάλους του σχολείου, του Bill Potter. Ο Πότερ είναι εξαιρετικός δάσκαλος αλλά αποφασιστικά δογματικός και απαιτητικός. Τρέφει μεγάλες προσδοκίες για τα παιδιά του, που δείχνουν αποφασισμένα να μην τις εκπληρώσουν, και δεν χαμηλώνει ούτε δευτερόλεπτο τα υψηλά στάνταρ που τους έχει θέσει.

Τα παιδιά του είναι η Stephanie, μια εξαιρετική μαθήτρια που πήγε πρώτη στο Cambridge και θα μπορούσε να έχει μια καριέρα, όπως ήθελε ο πατέρας της, στα γράμματα. Αντίθετα, επέλεξε να γίνει δασκάλα στο τοπικό γυμνάσιο και, το χειρότερο, τουλάχιστον όσον αφορά τον πατέρα της, παντρεύεται τον τοπικό φτωχό έφορο (ο Πότερ αρνείται αποφασιστικά να παραστεί στον γάμο) και σύντομα μένει έγκυος από αυτόν. Η Φρεντερίκα, δεκαεπτά χρονών, ερωτευμένη με τον Αλέξανδρο, αλλά περίεργη για το σεξ είτε με τον Αλέξανδρο είτε, αν αποτύχει, με κάποιον άλλον άντρα, που παίρνει Α στο σχολείο και φιλοδοξεί να παίξει στο έργο του Αλέξανδρου και, τέλος, ο Μάρκους, μαθητής στο σχολείο , ένας εντελώς μοναχικός, που αρχίζει να έχει οράματα και τον κάνει φίλο ο Λούκας Σίμοντς, δάσκαλος στο σχολείο, ο μόνος που τον καταλαβαίνει, που τον βοηθά με διάφορα πειράματα ψυχικής μετάδοσης. Εκτός από τον Simmonds, ο άλλος κεντρικός ήρωας και δάσκαλος στο σχολείο είναι ο Alexander Wedderburn, ο οποίος έχει γράψει ένα θεατρικό έργο για τη βασίλισσα Ελισάβετ Α', το οποίο πρόκειται να παιχτεί κατά την περίοδο της στέψης και το οποίο, όπως γνωρίζουμε από την εναρκτήρια σκηνή του 1968, είναι προορισμένο να γίνει διάσημο.

Το μυθιστόρημα του Byatt είναι πολύ περίπλοκο για να το αναλύσουμε εδώ. Δεν εξετάζει μόνο ψυχολογικά θέματα, όπως η επίδραση ενός κυρίαρχου πατέρα στην οικογένειά του (σύζυγο και παιδιά), η αλλαγή των σεξουαλικών ηθών στη Βρετανία και ο ρόλος της μεσαίας τάξης στην παροχή πολιτισμού στις εργατικές τάξεις, καθώς και κοινωνικο-ιστορικά θέματα όπως η αλλαγή από μια βαρετή κουλτούρα πολέμου σε μια φωτεινότερη μεταπολεμική κουλτούρα, η αναγέννηση –πραγματική ή φανταστική– της δυναστείας από την αλλαγή μονάρχη και ο ρόλος των τεχνών σε έναν πολιτισμό, αλλά σε πιο βαθιά φιλοσοφικά θέματα όπως η θέση και το νόημα της θρησκείας σε έναν πολιτισμό, τη φύση της αγγλικότητας και το αιώνιο ερώτημα του τι είναι πραγματικότητα και τι όχι.

Και η Παρθένος στον Κήπο; Αυτό είναι μόνο ένα από τα πολλά θέματα που απασχολούν τον αναγνώστη. Σε πρώτο επίπεδο, αναφέρεται φυσικά στη βασίλισσα Ελισάβετ Α', το θέμα του θεατρικού έργου του οποίου η δημιουργία και η παραγωγή καταλαμβάνουν τόσο μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος και, κατ' επέκταση, στη βασίλισσα Ελισάβετ Β', της οποίας η στέψη πρόκειται να εγκαινιάσει μια νέα εποχή. Υπάρχουν επίσης η Φρεντερίκα, της οποίας η περιέργεια για το σεξ οδηγεί σε πολλές απόπειρες με ηλικιωμένους άντρες πριν χάσει πραγματικά την παρθενιά της με έναν από τους λιγότερο πιθανούς χαρακτήρες. η αδερφή της, η οποία, αν και έχει ήδη χάσει την παρθενιά της, ανησυχεί επειδή οι άντρες δείχνουν να ενδιαφέρονται περισσότερο να την παντρευτούν παρά να τη γαμήσουν και, τέλος, ο αδερφός τους, Μάρκους, ο οποίος, αν και έχει μια σύντομη ομοφυλοφιλική επαφή, χάνει την παρθενιά του με πιο πνευματικό τρόπο, με αρκετά καταστροφικές συνέπειες. Η Byatt σατιρίζει ακόμη και την ιδέα της παρθενίας, κοροϊδεύοντας τον DH Lawrence  του οποίου οι απόψεις για τις παρθένες στους κήπους ήταν θέμα συζήτησης στην Αγγλία τη δεκαετία του 1950 και γενικά κοροϊδεύοντας την άποψη του Lawrence για το γήινο σεξ.

Αυτό είναι ένα βιβλίο που θα χρειαστεί να διαβάσετε πολλές φορές για να εκτιμήσετε την αξία του και τα πολλά πράγματα που συμβαίνουν σε αυτό, αλλά θα βρείτε ότι αξίζει τον κόπο.


Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

ΓΚΟΥΝΑΡ ΣΤΟΛΕΣΕΝ. ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΠΡΟΒΑΤΑ, ΜΤΦΡ ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΡΙΓΚΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ


Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Βαργκ Βέουμ, που τον γνωρίσαμε στο "Δικός σου ως το θάνατο" και "Στο σκοτάδι όλοι οι λύκοι είναι γκρι", δέχεται την επίσκεψη μιας παλιάς του φίλης, η οποία του αναθέτει να έρθει σε επαφή με τη ναρκομανή αδελφή της, μιας και εκείνη έχει κόψει πλέον κάθε δεσμό με την οικογένειά της. Ο Βαργκ Βέουμ την εντοπίζει, και η περιπέτεια ξεκινά: του επιτίθενται άγνωστοι και κινδυνεύει να καεί ζωντανός σε μια πυρκαγιά. Την επομένη, ένας άλλος υποψήφιος πελάτης έρχεται να τον επισκεφθεί, ζητώντας τη βοήθειά του: πρόκειται για έναν Αφρικανό φοιτητή, που πασχίζει να ανανεώσει την άδεια παραμονής του και αισθάνεται πως δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μόνος του τη νορβηγική γραφειοκρατία. Φαινομενικά, οι δύο υποθέσεις δεν σχετίζονται μεταξύ τους. Τα πράγματα, όμως, δεν είναι όπως φαίνονται. Το νήμα μιας περίπλοκης υπόθεσης αρχίζει να ξετυλίγεται, οδηγώντας τον Βαργκ Βέουμ για μία ακόμη φορά στα άδυτα ενός ζοφερού κόσμου, που κρύβεται πίσω από τη μελαγχολική, βροχερή εικόνα του Μπέργκεν, μιας νορβηγικής επαρχιακής πόλης όπου το φως είναι σπάνιο και οι άνθρωποι συχνά κυνικοί και σκοτεινοί. Ο τυπικός loser χαρακτήρας Βαργκ Βέουμ, μοναχικός, χωρίς ψευδαισθήσεις αλλά βαθιά ανθρώπινος, θα έρθει ξανά αντιμέτωπος με τον κόσμο των ναρκωτικών, της πορνείας, της διαφθοράς και των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων, αλλά και με τον ορκισμένο εχθρό του, τον επιθεωρητή Ντάνκερτ Μύυς, πάνω στον οποίο πέφτει αναπόφευκτα σε κάθε στροφή αυτής της γεμάτης ανατροπές ιστορίας.
Το γνώριμο ύφος του Γκούναρ Στόλεσεν, με το υποδόριο χιούμορ και το κριτικό του βλέμμα, κάνει τα "Μαύρα Πρόβατα" μια ιστορία που υπερβαίνει την αστυνομική της διάσταση και αποκτά και άλλες παραμέτρους, κοινωνικές και ψυχολογικές. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τα "Μαύρα Πρόβατα" δεν είναι απλά άλλο ένα εξαιρετικό νουάρ μυθιστόρημα! Είναι ένα πεζογράφημα με πολιτικές, κοινωνιολογικές και ψυχολογικές παραμέτρους! Πρόκειται, πραγματικά, για μια "κοινωνική φωτογραφία" της... σκοτεινής Νορβηγίας! Και ο Γκούναρ Στόλεσεν, την... "άλλη Νορβηγία", την αποτυπώνει με απίστευτο ρεαλισμό και εξαιρετικά θελκτική γραφή!
Κρατική καταστολή, μεγαλοαστική διαπλοκή και διαφθορά, γραφειοκρατική αθλιότητα, εμπόριο ναρκωτικών και... σάρκας, συνθέτουν ένα ρεαλιστικό κοινωνιολογικό καμβά πάνω στον οποίο ο Στόλεσεν βγάζει όλη την λογοτεχνική του "σκέψη". Και το αποτέλεσμα είναι απλά εξαιρετικό... (ΠΑΝΟΣ ΡΑΜΑΝΤΑΝΗΣ, iskra.gr]

"Ναρκωτικά, πορνεία, ρατσισμός, κρατική διαφθορά και διαπλοκή μεγάλων οικονομικών συμφερόντων πίσω από το λεγόμενο σκανδιναβικό θαύμα. Ο Γκούναρ Στάλεσεν που σε προηγούμενο αστυνομικό μυθιστόρημά του είχε σκαλίσει τα φιλοναζιστικά σύνδρομα του νορβηγικού λαού, ακολουθεί τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Βαργκ Βέουμ στα άδυτα ενός ζοφερού κόσμου όπου τον περιμένει ο ορκισμένος εχθρός του, ο επιθεωρητής Μιίς. Η δράση, γεμάτη ανατροπές, τοποθετείται στη φαινομενικά ήσυχη νορβηγική κωμόπολη Μπέργκεν και ο Βέουμ είναι από τους ωραιότερους χαρακτήρες: loser, χωρίς ψευδαισθήσεις, με κριτική ματιά αλλά και βαθιά ανθρώπινος. Αυτή τη φορά προσπαθεί να βοηθήσει μια εξαρτημένη κοπέλα που έχει κόψει τις γέφυρες με την οικογένειά της και έναν αφρικανό φοιτητή που πασχίζει να ανανεώσει την άδεια παραμονής του". (Μικέλα Χαρτουλάρη, Τα Νέα)


 

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣΗ, ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ ΝΗΣΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΘΑΚΗ

 


Είχε πανσέληνο. Αυγουστιάτικη. Το πλοίο, μαγεμένο. Είχαν κοιμηθεί όλοι. Περπατούσα στο κοιμισμένο πλοίο. Χάζευα τις άβολες στάσεις που παίρνει ο άνθρωπος σαν κοιμάται. Χέρια από δω, πόδια από κει, κεφάλια γερμένα νεκρά. Άνθρωποι όλων των σχημάτων και ηλικιών. Δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν σφαγή. Κι εγώ, ζωντανός, να κυκλοφορώ ανάμεσα στα πτώματα. Ένιωθα τη δύναμη του χάρου. Περπατούσα σε μια χώρα που την είχα εξολοθρεύσει. Ήμουνα ο θεός θάνατος. Κοίταζα το έργο μου και καμάρωνα τη δύναμή μου. Ήμουνα ένας ωραίος θάνατος, μ' αγέρωχο μέτωπο, με μια μαύρη μπέρτα που ανέμιζε, καβάλα σ' ένα μαύρο γυαλιστερό άλογο, που στις οπλές του είχε χρυσά πέταλα. Μοναχικός και αθάνατος. Απόλυτος. Δυνατός. Δεν ένιωθα λύπη για τα θύματά μου. Ένιωθα αγάπη. Περηφάνια. Αυτή η τεράστια σφαγή ήταν δικό μου έργο. Τ' αγαπούσα. Μόνο εγώ μπορούσα να το κάνω. [...] (Από το κεφάλαιο Στο πλοίο)

Ο Περικλής Κοροβέσης με αχαλίνωτο και ενίοτε μαύρο χιούμορ ακολουθεί τον ήρωά του που βρίσκεται εγκλωβισμένος με άπιαστα αντικείμενα του πόθου στις παραλίες της Κεφαλονιάς. Κάθε του κίνηση έχει το βάρος της προσδοκίας και το σπέρμα της αποτυχίας. Κι αυτός, οικείος και αξιαγάπητος αυτοσαρκάζεται ανηλεώς.

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΚΟΡΟΒΕΣΗΣ, ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΑΠΩΛΕΙΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΥΝΑΔΕΛΦΩΝ



Σε εποχές ζόφου και φόβου, σαν και αυτήν που ζούμε τώρα στην Ελλάδα, έχουμε δύο τρόπους αντίδρασης: ο πρώτος είναι να αφήσουμε το σκοτάδι να μπει στην ψυχή μας και να τη μαυρίσει· ο άλλος είναι να αξιοποιήσουμε το φως που έχουν συσσωρεύσει τα φωτοβολταϊκά της καρδιάς μας.

Το φως είναι ζωοδότρα δύναμη. Ένα μικρό λυχναράκι νικάει και το πιο αδιαπέραστο σκοτάδι. Ξαναφτιάχνουμε τη ζωή μας στο φως και την οργανώνουμε όσο πιο απλά γίνεται σε έναν κόσμο που είναι περίπλοκος και χωρίς νόημα.

Τα μικρά αυτά κειμενάκια που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτό τον τόμο είναι μια προσπάθεια να συγκροτηθεί ένας τέτοιος μικρόκοσμος όταν με τύλιγε και με απειλούσε το σκοτάδι. Δεν είχα πρόθεση να τα δημοσιεύσω. Τα θεωρούσα πολύ προσωπικά. Και από μια σύμπτωση κατάλαβα πως δεν υπάρχει προσωπικός λόγος. Αφού είμαστε όντα με λόγο, είμαστε μέσα στην κοινωνία. Και η κοινότητα είναι αυτή που σου δίνει ένα λόγο για να ανακαλύψεις την προσωπικότητά σου, μοναδική και ανεπανάληπτη, όπως ακριβώς είναι τα δακτυλικά σου αποτυπώματα. Συνομιλητές υπάρχουν. Αρκεί να μπορείς να μιλήσεις. Και έτσι βγήκε αυτό το βιβλίο. (Π. Κ., Απρίλιος 2013, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

"Ερωτευμένος είναι το άλλο όνομα του μελλοθάνατου".

"Το Χόλυγουντ ποτέ δεν ήταν εικονολήπτης των Σοβιετικών".

"Είναι παράδοση στην αριστερά: ή να καταλαβαίνει αργά ή να μην καταλαβαίνει καθόλου".

"Οικονομικός πόλεμος: Το μικρό Βιετνάμ σε έναν πόλεμο τριάντα ετών νικησε δύο αυτοκρατορίες, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Στο Βιετνάμ έπεσαν παραπάνω βόμβες από αυτές που έριξαν οι σύμμαχοι σε όλη τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η καταστροφή ολοκληρώθηκε με τη ρίψη ογδόντα εκατομμυρίων απαγορευμένων φονικών χημικών. Δύο εκατομμύρια νεκροί Βιετναμέζοι είναι ο απολογισμός αυτών των εγκλημάτων πολέμου που η κυβέρνηση των ΗΠΑ διέπραξε με πλήρη συνείδηση της παρανομίας. Το επιβεβαιώνουν επίσημες εκθέσεις. Ακόμα γεννιούνται παραμορφωμένα παιδιά. Σήμερα οι ΗΠΑ είναι οι μεγαλύτεροι επενδυτές στο Βιετναμ. Ό,τι δεν μπόρεσαν να πετύχουν τα όπλα το πέτυχε η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο".

"Ο χιμπατζής: Ο Χαμ ο χιμπατζής έγινε εξώφυλλο στο LIFE. Γιατί τέτοια τιμή; Ήταν ο πρώτος που ταξίδεψε στο διάστημα. Γύρισε σώος και αβλαβής. Η ανταμοιβή του; Ένα σιδερένιο κλουβί σε κάποιο ζωολογικό κήπο. Και ποτέ δεν είδε την πατρίδα του, την Αφρική. Εκεί τον είχαν πιάσει με το δίχτυ. Πέθανε φυλακισμένος από θλίψη και ξεχάστηκε. Δηλαδή είχε ανθρώπινη μοίρα. Σαν να ήταν βετεράνος του Βιετνάμ".

"Ηλίθιοι δάσκαλοι: Αν το παιδί σου δεν παίρνει τα γράμματα, και ο δάσκαλος το θεωρεί ανεπίδεκτο μαθήσεως και θέλει να το διώξει από το σχολείο, μην τον πάρεις στα σοβαρά. Υπάρχουν δάσκαλοι που είναι ηλίθιοι. Μπορεί το παιδί σου να είναι μια μελλοντική μεγαλοφυία. Ο Τόμας Έντισον έκανε χίλιες εκατό ανακαλύψεις που επηρέασαν σημαντικά τον κόσμο. Ανάμεσά τους ο λαμπτήρας πυρακτώσεως, ο φωνογράφος, ο προβολέας, το ηλεκτρικό τρένο και πολλά άλλα. Ακόμα, την ενέργεια από τον ήλιο, τον αέρα και τη θάλασσα. Όλα είχαν άμεση πρακτική εφαρμογή. Όταν ήταν μικρός, πουλούσε εφημερίδες στο σταθμό του τρένου. Στο σχολείο ο δάσκαλος τον έδιωξε σε τρεις μήνες. "Αυτό το παιδί έχει μέσα στο κεφάλι του σκατά". Έτσι αποφάνθηκε και τον παρέδωσε στους γονείς του".

Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, ΑΠΟ ΧΩΜΑ ΚΑΙ ΚΟΚΑΛΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΚΑΡΙΦΗΜΑ

 

Το χώμα των ανθρώπων και τα κόκκαλα του τόπου

Της Κωνσταντίας Σωτηρίου //

 

Για το βιβλίο «Από χώμα και κόκκαλα» του Γιάννη Νικολούδη, εκδ. Σκαρίφημα

 

Μπορεί αλήθεια ένας  τόπος να επενεργεί τόσο καταλυτικά στους ανθρώπους που να τους καθορίζει απόλυτα και στο τέλος κυριολεκτικά να τους συντρίβει; Μπορεί ο χώρος όπου διαδραματίζεται η λογοτεχνία να είναι ο απόλυτος πρωταγωνιστής ενός έργου; Και τελικά είναι το ίδιο σημαντική η ιστορία ή ο τρόπος που θα επιλέξουμε να την διηγηθούμε;

Αυτά είναι τα βασικά ερωτήματα που θέτει στην νουβέλα του «Από Χώμα και κόκκαλα» ο κρητικός συγγραφέας Γιάννης Νικολούδης, ο οποίος καταφέρνει σε ένα ιδιαίτερα  πυκνό και καλογραμμένο βιβλίο να καταδείξει  όχι μόνο τις παθογένειες της ελληνικής επαρχίας στην Κρήτη που περιγράφει αλλά και να επιβεβαιώσει το καβαφικό «η πόλις θα σε ακολουθεί», πηγαίνοντας το ένα βήμα ακόμα πιο πέρα-η πόλις θα σε ακολουθήσει, θα σε καταπιεί και  στο τέλος θα σε κάνει κομμάτια και θα σε φτύσει.

Ο Νικολούδης επιλέγει να διηγηθεί στο βιβλίο μια φαινομενικά αστυνομική ιστορία. Ένα αποτρόπαιο έγκλημα αποκαλύπτεται στην κρητική επαρχία. Το έγκλημα αφορά ένα νεαρό δάσκαλο, το Μάνο, έναν άνθρωπο  με ιδιαίτερο ψυχισμό και χαρακτήρα που εμπλέκεται σε με ερωτική περιπέτεια με τον ανήλικο γιο ενός τοπικού επιχειρηματία.

Το παρασκήνιο που οδήγησε στο έγκλημα περιγράφεται από τον Νικολούδη σταδιακά, μέσα από την αφήγηση για την προηγούμενη ζωή του Μάνου και τις μαρτυρίες συγγενών, συναδέλφων και ανθρώπων με τους οποίους διασταυρώθηκε σε μια στιγμή η ζωή του. Προσέξτε-ποτέ φίλων. Ο ήρωας του Νικολούδη νιώθει παντού μόνος, μη αποδεκτός και πάντα ξένος και δείχνει να ψάχνει συνεχώς που ανήκει. Οι περιγραφές των άλλων, σκιαγραφημένες πειστικότατα από την πένα του Νικολούδη, εντείνουν την εικόνα της μοναξιάς και της αποξένωσης του ήρωα, προ οικονομώντας ένα δύσκολο τέλος και δίνοντας την απάντηση στον ερώτημα του Μάνου: Δεν ανήκει πουθενά.

Ο συγγραφέας αφήνει την πολλαπλή αφήγηση, τις διηγήσεις του περιβάλλοντος του Μάνου να ξεσκεπάσουν την ιστορία, να αφηγηθούν τα γεγονότα, ξεσκεπάζοντας μαζί και τους ανθρώπους. Την αναλγησία, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, την ομοφοβία, την απόρριψη κάθε τι «άλλου» που είναι ξένο προς τα ήθη με τα οποία έχουν ανατραφεί. Περιγράφοντας τους άλλους οι ήρωες του Νικολούδη περιγράφουν τον ίδιο τον εαυτό τους-κι αυτή είναι μια από τις μεγάλες αρετές του βιβλίου: Η καταγραφή αυτού που ονομάζουμε ελληνική επαρχία, με όλες τις παθογένειες που την χαρακτηρίζουν. Η ανάλγητη καταγγελία και απόρριψη του όλου προς τον διαφορετικό «άλλο».

 

Γιάννης Νικολούδης

 

Αυτός ο «άλλος» παρουσιάζει επίσης τον εαυτό του στο βιβλίο μέσα από μια σειρά ημερολογιακών σημειωμάτων. Αυτός ο εσωτερικός εαυτός, η συνομιλία του ήρωα με τον ίδιο και τους δαίμονες που τον βασανίζουν, είναι από μόνος του μια επιτυχημένη φωνή που διαχωρίζει τον ήρωα Μάνο από τον όχλο που δεν εννόησε ποτέ να τον καταλάβει και που τελικά θα τον συντρίψει. Αυτή η φωνή, διακριτή και διαφοροποιημένη από τις υπόλοιπες φωνές του βιβλίου εξυπηρετεί, πέραν της πλοκής, να καταδείξει και την λογοτεχνική μαεστρία του Νικολούδη στην διήγηση της ιστορίας που γράφει. Επειδή με την χρήση τόσο της τεχνικής της πολυφωνίας, όσο και της τρομακτικά εντυπωσιακής απεικόνισης του τοπίου, καταδεικνύει πως δεν αρκεί να πεις ή να γράψεις στην προκειμένη μια ιστορία, αλλά έχει σημασία και πως αυτή την ιστορία θα την πεις.

Ο τόπος, το σκληρό κρητικό τοπίο, το διαβρωμένο από τα χιόνια και τις πλημμύρες, τόσο όμοιο με την ψυχή του  Μάνου, είναι ίσως ο απόλυτος πρωταγωνιστής της νουβέλας συνθέτοντας τον τόπο που θα εξελιχθεί η τραγωδία. Το απόκοσμο περιβάλλον και η δύναμη της φύσης, που περιγράφεται παράλληλα με την εξέλιξη της αφήγησης, δείχνει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης της ιστορίας, σαν ένας ζωντανός οργανισμός, σαν ένας άλλος αφηγητής που δείχνει την αναπόφευκτη εξέλιξη των πραγμάτων. Η φύση, το τοπίο, η χώρα είναι στο βιβλίο του Νικολούδη το πεπρωμένο που όχι μόνο δεν μπορείς να αποφύγεις, αλλά που θα καθορίσει αυτό που υπήρξες και αυτό που θα πράξεις.