Είχε πανσέληνο. Αυγουστιάτικη. Το πλοίο, μαγεμένο. Είχαν κοιμηθεί όλοι. Περπατούσα στο κοιμισμένο πλοίο. Χάζευα τις άβολες στάσεις που παίρνει ο άνθρωπος σαν κοιμάται. Χέρια από δω, πόδια από κει, κεφάλια γερμένα νεκρά. Άνθρωποι όλων των σχημάτων και ηλικιών. Δεν ήταν ύπνος αυτός. Ήταν σφαγή. Κι εγώ, ζωντανός, να κυκλοφορώ ανάμεσα στα πτώματα. Ένιωθα τη δύναμη του χάρου. Περπατούσα σε μια χώρα που την είχα εξολοθρεύσει. Ήμουνα ο θεός θάνατος. Κοίταζα το έργο μου και καμάρωνα τη δύναμή μου. Ήμουνα ένας ωραίος θάνατος, μ' αγέρωχο μέτωπο, με μια μαύρη μπέρτα που ανέμιζε, καβάλα σ' ένα μαύρο γυαλιστερό άλογο, που στις οπλές του είχε χρυσά πέταλα. Μοναχικός και αθάνατος. Απόλυτος. Δυνατός. Δεν ένιωθα λύπη για τα θύματά μου. Ένιωθα αγάπη. Περηφάνια. Αυτή η τεράστια σφαγή ήταν δικό μου έργο. Τ' αγαπούσα. Μόνο εγώ μπορούσα να το κάνω. [...] (Από το κεφάλαιο Στο πλοίο)
Ο Περικλής Κοροβέσης με αχαλίνωτο και ενίοτε μαύρο χιούμορ ακολουθεί τον ήρωά του που βρίσκεται εγκλωβισμένος με άπιαστα αντικείμενα του πόθου στις παραλίες της Κεφαλονιάς. Κάθε του κίνηση έχει το βάρος της προσδοκίας και το σπέρμα της αποτυχίας. Κι αυτός, οικείος και αξιαγάπητος αυτοσαρκάζεται ανηλεώς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου