Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

Παντελής Τζανουδάκης (2023), Γράμματα εγώ δεν ξέρω, Εκδόσεις Φίλντισι

 


"Το καράβι είχε ξεκινήσει στην ώρα του, η Ευτυχία, μια νεαρή δασκάλα πρωτοδιόριστη, ταξίδευε πρώτη φορά σ ένα άγνωστό της ακριτικό νησί, την Κίο, μα κάτι απρόβλεπτο στο δεύτερο λιμάνι και μια μεγάλη καθυστέρηση που ακολούθησε, έβγαλε το ταξίδι εκτός χρονικού προγραμματισμού.

Όμως η Ευτυχία ταξίδευε έστω και νοερά, ονειρευόταν πως έφτανε σ' έναν όμορφο και φιλόξενο τόπο όπου θα ξεκινούσε ουσιαστικά τη ζωή της.

"Να ονειρεύεσαι καρδιά μου", τα λόγια της μάνας της, "πάντα να πιστεύεις πως το αύριο που έρχεται είναι καλύτερο από το χθες, μα να προσέχεις κιόλας, γιατί τα όνειρα πολλές φορές σκοντάφτουν, είναι σκληρή η πραγματικότητα, όταν είσαι ξυπνητός, γι' αυτό να έχεις δύναμη και θέληση πάντα να σηκώνεσαι".

Δεν ήθελε να σκέφτεται αρνητικά, κατέβηκε με τους λιγοστούς συνεπιβάτες στο μικρό λιμάνι περασμένα μεσάνυχτα, μα μέχρι να καταλάβει τι πρέπει να κάνει σαν να άνοιξε η γη και τους κατάπιε όλους, δεν υπήρχε ψυχή ζώσα γύρω της και το πλοίο ήδη είχε ξεμακρύνει πλέοντας προς τον επόμενο άγονο προορισμό.

Μόνη στο πουθενά, με πυκνό σκοτάδι γύρω της, κάθισε απογοητευμένη στο πρώτο παγκάκι, με τα λόγια της μάνας της να της δίνουν κουράγιο:

"Τα όνειρα σκοντάφτουν, όμως εσύ πάντα να σηκώνεσαι, το χρωστάς στον εαυτό σου...". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το μυθιστόρημα αφιερώνεται τη Μητέρα του συγγραφέα, που προσφωνείται με όλες τις εκδοχές της κλητικής προσφώνησης και προσδιορίζεται από την αένναη αγρύπνια, την αγωνία και τη θυσία για το παιδί της:

Στη Μαμά που ξαγρυπνούσε,

στη Μάνα που αγωνιούσε,

στη Μητέρα που θυσιαζόταν,

στη Μανούλα μου.

Μυθιστορηματικός τόπος είναι το, φανταστικό, ελληνικό νησί Κίος και εν μέρει η Χίος, της οποίας το όνομα θυμίζει το νησί της φαντασίας του συγγραφέα. Η Κίος είναι "το νησί της καλοσύνης, ένας τόπος που καθένας νοιάζεται για τον άλλο, που θα τρέξει να βοηθήσει τον διπλανό του, αν νιώσει πως τον χρειάζεται, που θα χαρίσει ένα καλόκαρδο χαμόγελο σε όποιον το έχει ανάγκη μια δύσκολη στιγμή", είναι ο επίγειος παράδεισος της αγάπης και της ανθρωπιάς,  "όπου οι περισσότεροι άνθρωποι είναι γεμάτοι καλοσύνη, γιατί ξέρουν πως το καλό που κάνεις πάντα φέρνει καλό κι ας μη γυρνά απαραίτητα σε σένα, ένα καλό που θα κάνεις θα ομορφύνει τον τόπο σου, είναι σαν να ρίχνεις σπόρους λουλουδιών δεξιά κι αριστερά στο δρόμο που βαδίζεις και με την πρώτη βροχούλα που θα χαριστεί από ψηλά, θα φυτρώσουν άνθη παντού μα όχι όποια κι όποια, δεν θα ’ναι σαν τα λουλούδια που ευωδιάζουν και ομορφαίνουν τον κόσμο μας, μα θα είναι αγριολούλουδα, κι αυτά είναι πανάκριβα και σπάνια, γιατί δεν πουλιούνται ούτε αγοράζονται πουθενά, μια και πρέπει ή να τα θαυμάζεις βλέποντάς τα κι αναπνέοντας τα δώρα τους ή αν σκύψεις να τα κόψεις θα είναι μόνο για να τα δωρίσεις σε κάποιον που αγαπάς πολύ, άρα είναι τα πιο πολύτιμα άνθη του κόσμου ετούτου, μια και η αγάπη ανάμεσα σε δυο καρδιές είναι ο πλούτος της ζωής μας".

Οι ανωτέρω "συντεταγμένες" του παραδεισένιου νησιού προσδιορίζονται από τον μυθιστοριογράφο στον Πρόλογο του έργου, όπου ο συγγραφέας-παππούς συνομιλεί με την εγγονή του και υπόσχεται να της αφηγηθεί την ονειροφαντασιά του, να της πει ένα "παραμύθι" του οποίου το τέλος κατά παράκλησή της "θα είναι καλό, αφού άλλωστε όλοι μας θέλουμε ένα ευτυχισμένο τέλος, ειδικά στο παραμύθι της ζωής μας".

Το περιεχόμενο του έργου ανταποκρίνεται στην επιδίωξη του συγγραφέα: αποτελεί μία "παραμυθία" (ήτοι "παρηγοριά" κατά την αρχαιοελληνική σημασία του όρου) για όλους μας, ειδικά τις δύσκολες αυτές εποχές τις αλλοτρίωσης, της αδιαφορίας για τον άνθρωπο και το περιβάλλον, της επιδίωξης του κέρδους και της κατανάλωσης, της μηχανοποίησης της ζωής, της ανελευθερίας και της δυστυχίας.

Σαυτό το νησί κατοικούν η "κυρία Ευτυχία, που έκανε μαθήματα στα παιδιά, ...η Ανθούλα, μια μαθήτρια της έκτης τάξης... μα και πολλοί άλλοι άνθρωποι που όλοι τους ήταν τυχερού γιατί ζούσαν στο νηστί της καλοσύνης...". Πρωτίστως όμως σε αυτό το νησί ζει "μια πολύ καλή γυναίκα η γιαγια-Μαρίκα...ίδια η προγιαγιά σου, καλή και δοτική με όλους τους ανθρώπους και όχι μόνο με τους δικούς της".

Οι γυναικείες αυτές φιγούρες, μαζί με τη Λαμπρινή και τη Μυρτώ, κυριαρχούν στο μυθιστορηματικό σύμπαν, με προεξάρχουσα την γιαγια-Μαρίκα, η οποία διακηρύσει επανειλημμένως ότι "γράμματα εγώ δεν ξέρω, μα θαρρώ πως έτσι πρέπει να κάνω", μοτίβο που αποτελεί και τον τίτλο του έργου. Πράγματι ηρωίδα είναι μια σχεδόν αγράμματη ηλικιωμένη γυναίκα, η οποία "δεν κατάφερε να προχωρήσει τις τάξεις του σχολείου" και αδυνατεί να διαβάσει τις επιστολές του γιού της που βρίσκεται στην Αυστραλία, μιας κι "έμαθε μόνο τα μεγάλα γράμματα, δεν πρόλαβε να μάθει και τα μικρά... που συνήθως χρησιμοποιούνται σήμερα και μας βολεύουν μια και είμαστε μικροί ...ευτυχώς που έχουμε και σένα να μας θυμίζεις πως έτσι γράφεται ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ με όλα τα γράμματα μεγάλα, πολύ μεγάλα, σαν και σένα", όπως της ψιθυρίζει μία από τις "εγγονές" της. Ο αξιακός της κώδικας πηγάζει από την καρδιά της, την εμπειρία και τη σοφία των χρόνων της. Η αγγράμματη αυτή γυναίκα είναι ΣΟΦΗ, η  σοφία της όμως συνδυάζεται με την καλοσύνη, την ανθρωπιά και την αγάπη, ώστε να είναι ευλογία για όλους τους κατοίκους του νησιού και τους επισκέπτες του. Το σπίτι της είναι η ΕΣΤΙΑ  όλων, κυρίως της δασκάλας Ευτυχίας και της μαθήτριας Ανθούλας, η ερωτική φωλιά και η παστάδα των ερωτευμένων, το εξομολογητήριο, το "σχολείο", ο φάρος, το λιμάνι, ο ΝΑΟΣ της αγάπης. 

Η γυναίκα-γιαγιά σε αγαστή συνεργασία με τη γυναίκα-μάνα κατευθύνουν με διάλογο, κατανόηση, αγάπη, ενδιαφέρον τη γυναίκα-κόρη να βρει το δρόμο της αυτοπραγμάτωσης, του έρωτα, της ευτυχίας. Μοιάζουν να υπερβαίνουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και τις δεσμεύσεις του φύλου, της εποχής, της τάξης τους... Και αυτό ταιριάζει απόλυτα στο παραμυθένιο σύμπαν του έργου. Ο κόσμος του συγγραφέα είναι ο κόσμος της Αγάπης, της Ανθρωπιάς, της Αλληλεγγύης, του Έρωτα! Αυτές είναι οι αξίες του και αυτές αποτυπώνει στο έργο του, προκειμένου να μας ταξιδέψει στο... όνειρο!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου