Το μυθιστόρημα, πρώτο της "Τριλογίας των συνόρων", έχει ήρωα τον John Grady Cole, έναν 16χρονο που μεγάλωσε στο ράντσο του παππού του στο San Angelo του Τέξας, από μια οικογένεια μεξικανικής καταγωγής που δούλευε εκεί. Η ιστορία ξεκινά το 1949, λίγο μετά τον θάνατο του παππού του, όταν ο Grady μαθαίνει ότι το ράντσο όπου μεγάλωσε πρόκειται να πουληθεί. Αντιμέτωπος με την προοπτική να μετακομίσει στην πόλη, ο Grady επιλέγει να φύγει και πείθει τον καλύτερό του φίλο, Lacey Rawlins, να τον συνοδεύσει. Ταξιδεύουν με άλογο νότια προς το Μεξικό, όπου ελπίζουν να βρουν δουλειά ως γελαδάρηδες.
Λίγο πριν περάσουν τα σύνορα με το Μεξικό , συναντούν ένα αγόρι περίπου 13 ετών που λέει ότι ονομάζεται Jimmy Blevins. Η ηλικία, η καταγωγή και η αυθεντικότητα του ονόματός του δεν διευκρινίζονται ποτέ. Ο Blevins καβαλάει ένα τεράστιο καθαρόαιμο άλογο που επιμένει ότι είναι δικό του. Καθώς ταξιδεύουν νότια μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, το άλογο του Blevins εξαφανίζεται και συγχρόνως χάνει το πιστόλι του. Ο Blevins πείθει τον Grady και τον Rawlins να τον συνοδεύσουν στην κοντινότερη πόλη για να βρουν το άλογό του και το χαρακτηριστικό vintage πιστόλι του. Τα βρίσκουν και τα δύο αλλά δεν έχουν τρόπο να αποδείξουν ότι είναι ιδιοκτησία του Blevins. Παρά την υπόδειξη / συμβουλή των συντρόφων του ο Blevins κλέβει το άλογο. Καθώς οι τρεις τους καταδιωκόμενοι απομακρύνονται από την πόλη, ο Μπλέβινς χωρίζει από τους άλλους δύο, οι διώκτες ακολουθούν τον Blevins και έτσι ο Rawlins και ο Grady ξεφεύγουν και κατευθύνονται νοτιότερα.
Στην εύφορη περιοχή της όασης της Coahuila, γνωστή ως Bolsón de Cuatro Ciénegas , βρίσκουν δουλειά σε ένα μεγάλο ράντσο. Εκεί, ο Grady συναντά για πρώτη φορά την όμορφη κόρη του ιδιοκτήτη του ράντσο, την Αλεξάνδρα. Η ικανότητα του Grady να εξημερώνει τα άλογα τραβάει την προσοχή του ιδιοκτήτη, ο οποίος τον προάγει σε εκπαιδευτή και εκτροφέα αλόγων. Παράλληλα, ο Grady ξεκινά μια ερωτική σχέση με την Αλεξάνδρα, η οποία γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη θεία της, μια έξυπνη και ισχυρή χήρα που στα νιάτα της αψήφησε τις κοινωνικές συμβάσεις και υποστηρίξε, ενάντια στα συμφέροντα της τάξης της και τις επιθυμίες του πατέρα της, τους Μεξικανούς επαναστάτες. Σε μια συνάντηση με τον Grady του επισημαίνει ότι στο Μεξικό είναι, ακόμα, οδυνηρές οι συνέπειες για όποια γυναίκα χάσει την τιμή της. Συγχρόνως αφηγείται τη δική της ιστορία αγάπης και απώλειας, και ενώ φαίνεται να κατανοεί τα συναισθήματα της ανιψιάς της στην πράξη αντιτίθεται στη σχέση τους.
Ενώ ο Grady και η Αλεξάνδρα συναντούνται καθε βράδυ κρυφά, μια ομάδα Μεξικανών δασοφυλάκων επισκέπτεται το ράντσο και στη συνέχεια αποχωρεί χωρίς εξήγηση. Η Αλεξάνδρα επιστρέφει στην Πόλη του Μεξικού, όπου πηγαίνει στο σχολείο, ενώ οι δασοφύλακες επιστρέφουν και συλλαμβάνουν τον Rawlins και τον John Grady. Μεταφέρονται σε ένα θλιβερό κελί, όπου ανακαλύπτουν ότι ο Blevins είναι επίσης υπό κράτηση, καθώς επέστρεψε στο χωριό όπου είχε βρει το άλογό του, αυτή τη φορά για να πάρει πισω και το πιστόλι του, και ότι την προσπάθειά του αυτή πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα. Τα τρία αγόρια ανακρίνονται και ξυλοκοπούνται ενώ με πρόσχημα τη μεταφορά τους σε μια μεγαλύτερη φυλακή, ο αξιωματικός και οι συνοδοί αστυνομικοί τους οδηγούν σε ένα απομακρυσμένο ράντσο. Εκεί ο Blevins αποσπάται βίαια από τους φίλους του, οι οποίοι τον παρακολουθούν ανίσχυροι να επέμβουν και τελικά ακούν τους πυροβολισμούς της εκτέλεσης του. Έπειτα οι δύο φίλοι μεταφέρονται σε μια μεγαλύτερη φυλακή, όπου οι τρόφιμοι δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Μετά βίας επιβιώνουν και προσπαθούν να βρουν τρόπο να δραπετεύσουν. Ο Rawlins σύντομα τραυματίζεται βαριά από έναν κρατούμενο και απομακρύνεται ενώ ο Grady δεν γνωρίζει αν έχει επιζήσει. Λίγο αργότερα, ο Grady επίσης τραυματίζεται, στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την επίθεση ενός συγκρατούμενου του μαχαιροβγάλτη, τον οποίο και αμυνόμενος σκοτώνει. Μετά από μακρά περίοδο ανάρρωσης, ο Grady απελευθερώνεται μαζί με τον Rawlins συνειδητοποιώντας ότι η θεία της Αλεξάνδρας μεσολάβησε για να τους ελευθερώσει, αλλά με τη δέσμευση η ανιψιά της να μην ξαναδεί τον Grady.
Ο Rawlins επιστρέφει στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Grady προσπαθεί να συναντήσει ξανά την αγαπημένη του. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης συνάντησης η Αλεξάνδρα αποφασίζει να κρατήσει την υπόσχεσή της στη θεία της και αρνείται την πρόταση γάμου του Grady. Εκείνος στο δρόμο της επιστροφής στο Τέξας, απάγει, υπό την απειλή όπλου, τον αξιωματικό που εκτέλεσε τον Blevins, τον αναγκάζει να του επιστρέψει τα άλογα και τα όπλα των δύο φίλων του. Τραυματίζεται βαριά προσπαθώντας να αποφύγει τον πυροβολισμό του αξιωματικού που κρατά ως όμηρο και τον οποίο σκέφτεται προς στιγμή να σκοτώσει. Τον σώζει μια ομάδα Μεξικανών που αυτοαποκαλούνται «άνθρωποι της χώρας» παίρνουν τον αξιωματικό αιχμάλωτο. Τελικά ο Grady επιστρέφει στο Τέξας και περνά μήνες προσπαθώντας να βρει τον ιδιοκτήτη του αλόγου του Blevins. Αποκτά νόμιμα την την κυριότητα του αλόγου του σε μια δικαστική ακρόαση, όπου αφηγείται ολόκληρη την ιστορία του ταξιδιού του πέρα από τα σύνορα, ενώ ο δικαστής προσπαθεί αργότερα να τον απαλλάξει από τις ενοχές του τόσο για τη δολοφονία του συγκρατούμενου που του επιτέθηκε, όσο και για την αδυναμία του να αποτρέψει την εκτέλεση του Blevins.
Ο Grady επανενώνεται για λίγο με τον Rawlins, του επιστρέφει το άλογό του και μαθαίνει ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει (κάτι που είχε διαισθανθεί). Αφού παρακολούθησε την εκφορά και την ταφή της ηλικιωμένης Μεξικανής που είχε αναθρέψει τρεις γενιές της οικογένειάς του, ο Grady φεύγει προς στη Δύση με το άλογο του Blevins.
ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
"Μέχρι τα μέσα του πρωινού οχτώ από τ' άλογα στέκονταν δεμένα και τ' άλλα οχτώ έδειχναν πιο άγρια και από ελάφια. Σκόρπιζαν και ύστερα μαζεύονταν κατά μήκος του φράχτη, τρέχοντας μέσα σε μια θάλασσα σκόνης που φούντωνε καθώς ζέσταινε η μέρα, φτάνοντας σιγά σιγά να καταλάβουν , μέσ' από την ανελέητη μεταμόρφωση του ρευστού και συλλογικού τους είναι , αυτήν την κατάσταση μοναχικής και ανήμπορης παράλυσης που έμοιαζε να σέρνεται ανάμεσά τους σαν πανούκλα. Όλοι οι κτηνοτρόφοι είχαν έρθει να παρακολουθήσουν και μέχρι το μεσημέρι και τα δεκάξι μεστένιος (πουλάρια) στέκονταν μες στη μάντρα πεδικλωμένα στο ίδιο τους το χαλινάρι, δείχνοντας από κάθε άποψη και σε κάθε μεταξύ τους σχέση, τσακισμένα. Έμοιαζαν με ζώα που τα είχαν πιάσει παιδιά και τα είχαν δέσει για πλάκα, και έστεκαν εκεί περιμένοντας, χωρίς να ξέρουν ούτε αυτά τι, με τη φωνή του εκπαιδευτή να αντηχεί ακόμα μες στο μυαλό τους σαν φωνή κάποιου θεού που είχε στοιχειώσει μέσα τους ... όταν τελείωσαν τ' άλογα στέκονταν μέσα στη μάντρα ή βημάτιζαν σέρνοντας πίσω τους στο χώμα τα σχοινιά από τα χαλινάρια τους, προσέχοντας να μην τα πατήσουν και τραβήξουν προς τα κάτω τις πονεμένες τους μουσούδες, κι αυτό έδινε στην κίνησή τους έναν αέρα όλο χάρη και περηφάνια. Τα άγρια και φρενιασμένα άλογα που περιφέρονταν μέσα στη μάντρα το πρωί σαν μπίλιες που στριφογυρίζουν μέσα σε βάζο, θα 'λεγες πως σχεδόν δεν υπήρχαν πια. Και τα ζώα χλιμίντριζαν και απαντούσαν το ένα στο άλλο μες στο σκοτάδι, λες κι έλειπε κάτι ή κάποιο απ' αυτά".
Το απόσπασμα αποτυπώνει παραστατικά το "τσάκισμα", δηλαδή την προσπάθεια να περάσουν χαλινάρι στα άγρια άλογα και να τα τιθασεύσουν. Λαμβάνοντας υπόψη τον τίτλο του μυθιστορήματος, μήπως το "τσάκισμα" αφορά "όλα τα όμορφα άλογα" που τελικά υποτάσσονται σε μια ανώτερη δύναμη / βούληση, όπως αυτή νοηματοδοτείται από τον εκάστοτε αναγνώστη? Τα άλογα είναι όμορφα στη φυσική τους κατάσταση ενώ χάνουν την "αρετή" τους όταν απεκδύονται τη συλλογικότητα, υποκύπτοντας στην ατομική παράλυση που τους επιβάλλεται.
"Δεν υπάρχει συγχώρεση. Για τις γυναίκες. Ένας άντρας μπορεί να χάσει την τιμή του και να την ξανακερδίσει. Η γυναίκα όμως δεν μπορεί. Δεν μπορεί... Οι κοινωνίες με τις οποίες ήρθα σε επαφή μου φάνηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σαν μηχανισμοί καταπίεσης της γυναίκας... " υποστηρίζει η θεία της Αλεξάνδρας, ανάπηρη η ίδια από προσωπική αβλεψία "Έχασα τα δάχτυλά μου σ' ένα δυστύχημα, είπε. Κυνηγουσα περιστέρια όταν έσκασε η δεξιά κάννη του όπλου. Ήμουν δεκαεφτά χρόνων. Στην ηλικά της Αλεξάνδρας. Δεν υπάρχει λόγος να στεχοχωριέται κανείς. οι άνθρωποι έχουν περιέργεια, είναι φυσικό. Υποθέτω ότι η ουλή στο μάγουλό σου είναι από άλογο... Οι ουλές έχουν μια περίεργη δύναμη να μας θυμίζουν ότι το παρελθόν μας υπάρχει πραγματικά. Τα γεγονότα που τις προκαλούν δεν ξεχνιούνται ποτέ...Οι πιο στενοί δεσμοί που μπορεί ποτέ να έχουμε είναι δεσμοί πόνου, Η βαθύτερη αλληλεγγύη είναι εκείνη της θλίψης... "
Ξανά οι "ουλές", η οδύνη, οι κοινωνικές διακρίσεις, η υποταγή, η συμμόρφωση, αυτή τη φορά για τις γυναίκες, τις δύο γυναίκες του μυθιστορήματος, την θεία και την ανιψιά, την παλαιά και τη νέα γενιά. Το συγκεκριμένο λέγεται ότι είναι το πιο "γυναικείο" μυθιστόρημα του συγγραφέα, μιας και γενικά δεν κυριαρχούν στο το έργο του οι γυναικείες φιγούρες.
"Τα πράγματα που έχουν τη δύναμη να μας περιορίσουν, αλλάζουν όνομα με τα χρόνια. Η συμβατικότητα και η εξουσία αντικαθίστανται από την ανημπόρια... Για μένα το ερώτημα υπήρξε πάντα αν αυτό που βλέπουμε σα σχήμα της ζωής μας υπήρξε εκεί από την αρχή ή αν αυτά τα τυχαία γεγονότα τα ονομάζουμε απλά μοντέλο αφότου συμβούν. Γιατί αλλιώς δεν είμαστε τίποτα. Πιστεύεις στη μοίρα;... Νομίζω πως αν τις οικογένειές μας τις διαφέντευε η μοίρα, θα μπορούσε ίσως να την καλοπιάσει κανείς ή να την κάνει να λογικευτεί... Για μένα ανέκαθεν ο κόσμος υπήρξε περισσότερο ένα κουκλοθέατρο. Όταν όμως κοιτάξει κανείς πίσω από την αυλαία και παρακολουθήσει τα νήματα πρός τα πάνω, τα βλέπει να καταλήγουν στα χέρια από άλλες κούκλες, που κι αυτές κρέμονται από τα δικά τους νήματα, που κατευθύνονται προς τα πάνω, και πάει λέγοντας. Είδα στη ζωή μου αυτά τα νήματα - που δεν έχουν αρχή - να ορίζουν το θάνατο σπουδαίων ανθρώπων μεσα στη βία και την παραφροσύνη. Να καθορίζουν την καταστροφή ενός έθνους... "
"Οι άνθρωποι της γενιάς μου είναι πιο προσεκτικοί. Νομίζω ότι δεν πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν να βελτιώσουν το χαρακτήρα τους με τη λογική. Αυτή η ιδέα φαίνεται ότι είναι πολύ γαλλική... Δεν υπάρχει μεγαλύτερο τέρας από τη λογική... Στην Ιστορία δεν υπάρχουν ομάδες ελέγχου. Δεν υπάρχει κανείς να μας πει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Θρηνούμε για κείνο που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Δεν υπάρχει όμως θα μπορούσε να είχε συμβεί ποτέ δεν υπήρξε. Υποτίθεται πως είναι αλήθεια ότι εκείνοι που αγνοούν την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Εγώ δεν πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να μας γλυτώσει. Εκείνο που παραμένει σταθερό μέσα στην Ιστορία είναι η απληστία και η βλακεία, και η δίψα για αίμα. Και αυτό είναι κάτι που ακόμα και ο Θεός - που γνωρίζει τα πάντα - μοιάζει αδύναμος ν' αλλάξει..."
Ωστόσο η νομοτέλεια της βίας, της παραφροσύνης, της υποταγής, της εκμετάλλευσης φαίνεται ξεκάθαρα ότι αφορούν κάθε άνθρωπο, ως ατομική ή συλλογική οντότητα ανά τους αιώνες, θυμίζοντας τη θουκυδίδεια αντίληψη για την "ανθρώπινη φύση" και την βαθύτερη αιτία των ιστορικών γεγονότων.
"Χορτάρι και αίμα. Αίμα και πέτρες. Πέτρες και σκούρες κηλίδες που άφηναν πάνω του οι πρώτες χοντές σταγόνες της βροχής. Θυμήθηκε την Αλεξάνδρα και τη θλίψη που είδε για πρώτη φορά στην καμπύλη των ώμων της - την οποία υπέθεσε πως είχε καταλάβει και για την οποία δεν ήξερε τίποτα. και ένιωσε μια μοναξιά που παρόμοια δεν είχε νιώσει από τότε που ήταν παιδί. και ένιωσε τελείως αποξενωμένος από τον κόσμο, μολονότι τον αγαπούσε ακόμα. Σκέφτηκε πως μέσα στην ομορφιά του κόσμου κρυβόταν κάποιο μυστικό. Σκέφτηκε πως η καρδιά του κόσμου χτυπούσε με κάποιο τρομερό κόστος και πως η οδύνη και η ομορφιά του κόσμου προχωρούσαν αντίρροπα, με μια σχέση ισοτιμίας, καί ότι αυτή η απερίσκεπτη απώλεια αίματος των πολλών ίσως μπορούσε τελικά να εξισωθεί με τη θέα από ένα και μόνο λουλούδι".
Η βία και η ομορφιά του κόσμου. Δυνάμεις αντίρροπες. Ποια υπερισχύει? Η απάντηση προφανής.
Και η καταληκτική παράγραφος του έργου:
"Η έρημος όπου κάλπαζε ήταν κόκκινη και κόκκινη η σκόνη που σήκωνε. η λεπτή σαν άχνη σκόνη που σκέπαζε τα πόδια του αλόγου που ίππευε, του αλόγου που οδηγούσε. Κατά το σούρουπο σηκώθηκε άνεμος και όλος ο ουρανός μπροστά του κοκκίνησε. Υπήρχαν λιγοστά γελάδια σ' αυτόν τον τόπο, γιατί ήταν ένας τόπους πράγματι γυμνός. Και όμως, αυτός βρέθηκε εκείνο το δειλινό μπροστά σ' ένα μοναχικό ταύρο που κυλιόταν μέσα στη σκόνη, σαν ζώο που υποφέρει στο θυσιαστήριο. Η πορφυρόχρωμη σκόνη ανέμιζε και ερχόταν από τη μεριά του ήλιου. Άγγιξε με τα τακούνια του το άλογο και προχώρησε. Προχώρησε με τον ήλιο να του βάφει μπρούτζινο το πρόσωπο και τον κόκκινο άνεμο να φυσάει από τα δυτικά πάνω στη γη του δειλινού και τα μικρά πουλιά της ερήμου να τιτιβίζουν ανάμεσα στους ξεραμένους θάμνους - και άλογο , καβαλάρης και άλογο πέρασαν, και μαζί πέρασαν οι μακρόστενες σκιές τους όπως ο ίσκιος ενός και μόνου πλάσματος. Πέρασαν και έσβησαν πάνω στη γη που σκοτείνιαζε, μέσα στον κόσμο που έμελλε να έρθει."
Το κόκκινο του ήλιου που δύει, το κόκκινο της ερήμου, της πέτρας, του ουρανού, της σκόνης που καλύπτει τα πάντα, αλλά και το κόκκινο του αίματος, της βίας, της θυσίας. Και οι σκιές που μεγαλώνουν καθώς το σκότος κυριαρχεί και τελικά τις εξαφανίζει στο έρεβος του κόσμου που έρχεται. Πασίδηλη η ταύτιση της μοίρας ανθρώπου και αλόγου / ζώου (εντυπωσιακή η εικόνα του μοναχικού ταύρου στο θυσιαστήριο όπως και των δύο σκιών που γίνονται μία) ως προς τη ματαιότητα, τη θυσία, την οδύνη, την υποταγή, τη θνητότητα... Τελικά "όλα τα όμορφα άλογα" χάνονται ... στη σκόνη του χρόνου, της λήθης, της νομοτέλειας...
(Μόνο που τον ήρωα του έργου θα τον συναντήσουμε ξανά στις "Πεδινές πολιτείες", το τρίτο βιβλίο της τριλογίας!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου