Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Η ΚΥΡΙΑ ΕΡΑΣΜΙΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑΣ

 Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Αφηγηματική κοινοτοπία

«Οι πορσελάνινες κούκλες παλιώνουν άσχημα, ξεφλουδίζουν οι κακόμοιρες, χαράζει το πρόσωπό τους, δεν είναι καθόλου ευχάριστες στην όψη. Πληγώνομαι να τις βλέπω» (σσ. 78-79).

«“Μα πώς να σας το ειπώ, πατέρα, δεν είμαι κούκλα να με κάνετε ό,τι θέλετε, άνθρωπος είμαι με σάρκα και οστά.” [...] “Και μη θαρρείς πως θα κάνεις του κεφαλιού σου άμα παντρευτείς. Θα είσαι πάντα η κόρη του Καλούδη και η γυναίκα του Πετράκη. Δεν ανεχόμεθα προσβολές από τη συμπεριφορά σου”» (σ. 29). 

Η «κυρία Ερασμία» είναι μια ματαιόδοξη νέα γυναίκα από πλούσια οικογένεια. Γεννημένη στην Κρήτη, στις αρχές του 20ου αιώνα, ετοιμάζεται να παντρευτεί τον άντρα που οι γονείς της αποφάσισαν ότι ταιριάζει στην τάξη της. Είναι ματαιόδοξη, αλλά όχι σαν πορσελάνινη κούκλα. Η βαθύτερη αγωνία της είναι πώς να μην «παλιώσει» ως κούκλα. Μπορεί να δίνει σημασία στην καταγωγή και στον πλούτο της αλλά από μικρή δυσανασχετούσε με τη θέση της ως γυναίκα. Η Ερασμία όμως πάσχει και από «ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή [και] ιδεοληπτική νεύρωση» (σ. 248). Έχει μια διαρκή φοβία μικροβίων και δεν ανέχεται να την αγγίζει κανείς – ούτε ο σύζυγός της. Η Ερασμία εισέρχεται σε ένα λευκό γάμο. 

«Η γυναίκα αυτή υπήρξε κάποτε», διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο. Ο Γιώργος Παπαδάκης (Ρέθυμνο, 1959) προτάσσει μια αφήγηση, μέσα στην οποία χάνει τη δυνατότητά του να αποστασιοποιηθεί αρκούντως από το υποκείμενο του ενδιαφέροντός του και να επινοήσει με συγγραφική ελευθερία. «Η γραφή διέσωσε αρκετά στοιχεία της πραγματικής γυναίκας και ο χαρακτήρας της ολοκληρώθηκε με τη δραστική επέμβαση της μυθοπλασίας» (οπισθόφυλλο). Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν το πρόβλημα εντοπίζεται στα «στοιχεία της πραγματικής γυναίκας» ή στη «δραστική επέμβαση της μυθοπλασίας». Δεν έχει όμως και τόση σημασία, γιατί την ευθύνη σε ένα μυθιστόρημα τη φέρει αποκλειστικά ο δημιουργός. Πεποίθησή μου όμως είναι ότι η συναισθηματική εμπλοκή του Παπαδάκη δεν του επιτρέπει να επέμβει «δραστικά» στην όποια πραγματικότητα έτσι ώστε να κατασκευάσει την πολυπόθητη μυθοπλαστική αληθοφάνεια. Η συναισθηματική εμπλοκή του, εικάζω, τον κρατάει δέσμιο της πραγματικότητας και αυτό τον καθηλώνει σε ένα μεσοδιάστημα που απογοητεύει. Ένα μεσοδιάστημα που αδικεί τόσο την πραγματικότητα –που παραμένει πάντοτε άμεμπτη– όσο και τη μυθοπλασία – που παραμένει πάντοτε ευάλωτη σε ποικίλες και ευφάνταστες μομφές. 

Παραδόξως, στο μυθιστόρημα που αντλεί από την πραγματικότητα, αυτό που μας ενδιαφέρει πρωτίστως είναι ό,τι δεν έχει συμβεί. Ο συγγραφέας οφείλει να ξεδιαλέξει τα θραύσματα της πραγματικότητας, που κρίνει ότι συνάδουν με τους σκοπούς του, και, αποκαθαρμένα να τα μεταγράψει ώστε να αποκτήσουν λογοτεχνικότητα. Η δημιουργική μεταγραφή αυτού που δεν έχει συμβεί είναι η κατεξοχήν δουλειά του συγγραφέα. Η Ερασμία παραμένει εγκλωβισμένη σε αυτό το μεσοδιάστημα: δεν είναι, προφανώς, πραγματική αλλά δεν είναι ούτε μυθιστορηματικός χαρακτήρας. Γιατί όμως; 

Όσο κι αν ο Παπαδάκης προσπαθεί, στις 360 σελίδες, να διερευνήσει σε σημεία κάποιους από τους λόγους που καθόρισαν τη συμπεριφορά της, αποτυγχάνει. Δεν αρκεί, για παράδειγμα, που μας λέει ότι ως παιδί την κλείδωνε ο πατέρας της στο κελάρι και επειδή ερχόταν σε επαφή με ποντίκια απέκτησε τη φοβία για τα μικρόβια. Δεν αρκεί, όχι γιατί κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να έχει συμβεί, αλλά γιατί αυτό δεν αναλύεται, αρκούντως, μυθιστορηματικά. Οι δύο τρεις αναφορές που γίνονται για το περιστατικό, όπως: «Παράξενα πλάσματα, που τα τρέφει η νύχτα. Αυτή η άβυσσος της κάτω γης, της έφερνε μεγάλη αηδία. Μήπως και μέσα της δεν έτρεφε μιαν άβυσσο, που δεν μπορούσε να την τιθασεύσει;» (σ. 138), ή η αναφορά στα λόγια του ψυχιάτρου που επισκέπτεται η Ερασμία στην Αθήνα, δεν αρκούν.

Ο Παπαδάκης αναλώνεται σε μια ψευδο-ηθογραφία, όπου παρακολουθούμε ένα κολάζ κοινότοπων περιστατικών από τη ζωή της εποχής: προξενιό, γάμος, λευκός γάμος, ανεκπλήρωτοι έρωτες, ερωμένες, υπηρέτριες, γειτόνισσες και κάποια επιδερμικά ιστορικά στοιχεία των δεκαετιών του ‘30 και του ‘40, που χρησιμεύουν ως ορίζοντας για να αναδειχθεί το επιχειρηματικό, και όχι μόνο, δαιμόνιο της Ερασμίας. 

«Η ζωή, οι ασχολίες, το εμπόριο, θα την γιάτρευαν. Εξάλλου, δεν επέτρεπε στον εαυτό της να παρασυρθεί απ’ την μελαγχολία. Ήξερε πως άμα άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα της ψυχής της, το θεριό ετούτο θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της. Από τα σπλάχνα άρχιζε η αμάχη με το μαύρο σύννεφο, κάθε φορά που θόλωνε η ψυχή της» (σ. 187).

Το μυθιστόρημα όμως νοσεί και υφολογικά. Οι επιλογές ύφους του συγγραφέα μπορεί να είναι στη διακριτική του ευχέρεια, αρκεί να έχει συναίσθηση και τι αντίκτυπο έχουν στον αναγνώστη. Ο Παπαδάκης, θυμίζει σε σημεία Καραγάτση, χωρίς όμως τη σπιρτάδα και το μπρίο του, που εν πολλοίς λειτουργούσαν ως συγκάλυψη για τις όποιες αδυναμίες του. Ο Παπαδάκης εξηγεί στον αναγνώστη τα πάντα, χωρίς ποτέ να του επιτρέπει να σκεφτεί ο ίδιος για τα κίνητρα και τις μύχιες σκέψεις των χαρακτήρων του. Δεν είναι τυχαίο ότι η υπερβολή στην επεξήγηση είναι ίδιον της κατηγορίας των «ευπώλητων». Η βολή του αναγνώστη ουδέποτε πρέπει να τίθεται εν αμφιβόλω. Ο αναγνώστης πρέπει να πλέει σε μια μπουνάτσα αφηγηματικής νιρβάνας, μέχρι να αποκοιμηθεί. Μπορεί ο Παπαδάκης να γράφει άρτια σε σχέση, για παράδειγμα, με τον Κώστα Κρομμύδα αλλά το λεξιλόγιο, όπως και οι γνώσεις γραμματικής και συντακτικού δεν αρκούν για να γράψει κανείς μυθιστόρημα. Παρατηρήστε αυτό το «[...] άμα άφηνε μισάνοιχτη την πόρτα της ψυχής της, το θεριό ετούτο θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της». 

Η εικόνα αυτή υποδηλώνει για την ηρωίδα μια παιδιάστικη νοοτροπία. Ο Παπαδάκης υποτίθεται ότι αφηγείται τη ζωή μιας δυναμικής γυναίκας που ανθίσταται στα ήθη και έθιμα της εποχής αλλά ο ίδιος ο αφηγητής την παρουσιάζει σαν αφελή παιδίσκη. Επιπρόσθετα, «[...] η αμάχη με το μαύρο σύννεφο [...]» ηχεί τόσο μελοδραματικά, τόσο ψευδοποιητικά, που ο αναγνώστης δυσκολεύεται να παραμείνει προσηλωμένος στο κείμενο. Οι επιλογές στη γλώσσα είναι καθοριστικές. Οι λέξεις στη λογοτεχνία είναι αμείλικτες και το κίνημα του ρομαντισμού, ξεπερασμένο – ακόμα και για την εποχή που εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα. 

Μερικές σελίδες παρακάτω, διαβάζουμε: «Είπε αυτή τη φράση η Ερασμία και τα μάτια της προς στιγμήν έλαμψαν, αλλά ήταν βαθιά στην ίριδα μια λαμπηδόνα κουρασμένη» (σ. 205).

Παρομοίως, εδώ, η επιλογή των λέξεων ξενίζει. Τι προσφέρει άραγε το «λαμπηδόνα», εκτός από το μειδίαμα του αναγνώστη για τον ακκισμό του συγγραφέα. Θα θαυμάσει ο αναγνώστης την τσαχπινιά στη σύνταξη, ή το λεξιλόγιο του συγγραφέα; Επαναλαμβάνω, ο συγγραφέας επιλέγει πώς θα κατασκευάσει το ύφος του, αρκεί να διαθέτει αισθητήριο. Αρκεί να μπορεί να πάρει απόσταση από τον εαυτό του και τη λεξιλαγνεία του, την αδυναμία που τρέφει προς συγκεκριμένες λεκτικές επιλογές. Αρκεί να μπορεί, ελλειπτικά και υποδόρια, να πείσει τόσο γιατί επιλέγει κάποιες λέξεις όσο και τι κομίζουν οι επιλογές αυτές στην πλήρωση του μύθου του. Και αυτό δεν διακρίνεται στο μυθιστόρημα.

Η δήθεν “λογιοσύνη” της Ερασμίας δεν δικαιολογεί τέτοιες επιλογές και τέτοιες αντιφάσεις – ακόμα και αν ο συγγραφέας διατείνεται ότι η ηρωίδα του είναι «αντιφατική». Δεν στέκει μυθοπλαστικά, μια γυναίκα, που ο συγγραφέας επιθυμεί, με αξιώσεις, να της προσάψει το «λαμπηδόνα» να συμπεριφέρεται σαν παιδάκι που σκέφτεται το «[...] θεριό ετούτο [που] θα ορμούσε μες στα σπλάχνα της και θα ρουφούσε την πνοή της». 

Ούτε αρκεί η αναφορά σε μερικά βιβλία που υποτίθεται ότι έχει διαβάσει, ή οι συζητήσεις που κάνει για το θέατρο, ή τα γαλλικά που γνωρίζει, ή τα μαθήματα γλώσσας που παραδίδει στον βαφτισιμιό της, για να πείσουν για την πνευματική σκευή της Ερασμίας, όταν, για παράδειγμα, τη βλέπουμε να γελάει με τα καμώματα του συζύγου της που κοροϊδεύει τις λαϊκές γυναίκες στη δούλεψή του: 

«“Τα γέλια που κάνουμε, Ηρώ, κάθε βράδυ με τον Ανδρέα, δεν λέγεται. Ψυχικό κάνω, μου λέει, τις λυπούμαι τις κακόμοιρες έτσι κακοχυμένες που είναι. Ζέχνουν από μακριά. Δυο καλά λόγια από το αφεντικό δεν βλάπτουν, να νομίζουν πως είναι κάποιες, κι ας μην είναι, οι ανόητες… Χα χα χα!”» (σ. 166). 

Θα παραθέσω όμως και μερικά παραδείγματα της εμμονής του συγγραφέα στην επεξήγηση.

«Βαρυγκωμούσε ο μικρός, αναστέναζε, τόσο χάος με τη γλώσσα, δεν το είχε καταλάβει και δεν ήταν σίγουρος πως του χρειάζονταν όλα αυτά. Τι να τα κάνει; Αυτός ήθελε να γίνει επιπλοποιός, το πολύ-πολύ μαραγκός. Για ποιο λόγο λοιπόν να μπαίνει στον κόπο να μάθει τον κόσμο που κρυβόταν πίσω από τα πράγματα; Μόνο τα πράγματα είχε στο μυαλό του, τα σχήματα και τις κατασκευές. Αυτά του άρεσαν γιατί μπορούσε να τα κάνει με τα χέρια του, όχι τη γλώσσα με τα δύσκολα τερτίπια και τις εξαιρέσεις της. Μια χαρά θα ζούσε και χωρίς τα ποιήματα των λέξεων» (σ. 134). 

«Ετούτα τα σημάδια μιλούσαν από μόνα τους και δεν βρέθηκε ακόμα άνθρωπος ικανός να κοροϊδέψει μια κυρία Ερασμία!» (σ. 220). 

«Σκέφτηκε τότε, μήπως η γυναίκα του πράγματι τον αγαπούσε, κι ας μην τον άφηνε να ξεχαστεί επάνω στο κορμί της. Την είδε που πλησίασε κοντά του. Η όψη της αλλοιώθηκε ξαφνικά από απανωτά κύματα μελαγχολίας, που χάλασαν τη διάθεσή της» (σ. 232). 

Ο Παπαδάκης, επιμένει να υπογραμμίζει το προφανές με νοηματικές πομφόλυγες και φραστικές επιλογές που αλλοιώνουν ακόμα και σημεία του μύθου που παρουσιάζουν στοιχειώδες ενδιαφέρον. Ο αναγνώστης όμως έχει πλέον χάσει την πίστη του στο μυθιστόρημα. Γνωρίζει πώς συμπεριφέρεται ο συγγραφέας και έτσι τον διαβάζει διεκπεραιωτικά. Η λεπτή σχέση αναγνώστη συγγραφέα έχει διαρραγεί. 

Και πράγματι, διαβάζουμε ακόμη και για τον «κύρη» του σπιτιού, που πάει να ξελογιάσει την υπηρέτρια:

«Τον κοίταζε αλαφιασμένη. “Φοβήθηκα, καλέ κύριε” του είπε χαμηλόφωνα, “τι είναι αυτά που κάνετε;”. Θα δεις τι ωραία που θα τα πάμε οι δυο μας” ξεστόμισε αυτός. “Θα σου μάθω πώς ξυπνά το σώμα της γυναίκας”. “Μα ξυπνημένο είναι κύριε, δεν είναι κοιμισμένο” απάντησε η Παγώνα. “Μπα; Ξύπνησε κιόλας και δεν μας το λες;” έκανε πονηρά ο Ανδρέας. “Αύριο, που δεν θα δουλεύεις, έλα στο λιόφυτό μου στο Βαθύρεμα, που έχει μέσα ένα κόκκινο σπιτάκι. Έλα να κάμομε περίπατο στην εξοχή και να ξεσκάσεις”. “Δεν πάω μοναχή μου πουθενά” του απάντησε με συστολή παιδιού και με το νάζι τής γυναίκας, που θέλει να κρατήσει την τιμή της φυλαχτό ανείδωτο» (σ. 223).

Λυπάμαι, αλλά δεν στέκει το «φυλαχτό ανείδωτο» με τον κωμικό διάλογο που έχει προηγηθεί. 

Σημειώνω, εδώ, ότι ο Παπαδάκης έχει προοικονομήσει το περιστατικό, όταν στη σελίδα 38 λέει η Ερασμία: «“Να κρατάς την τιμή σου ως κόρην οφθαλμού!” [...] “διότι εσύ, κατά πώς βλέπω, ημπορείς να κολάσεις και αγίους!”». Και δυστυχώς, εδώ, η προοικονομία λειτουργεί επιβαρυντικά για το μυθιστόρημα. Γιατί το ύφος του συγγραφέα είναι διάτρητο, πληκτικό. Διαβάζουμε αυτό το «[...] “διότι εσύ, κατά πώς βλέπω, ημπορείς να κολάσεις και αγίους!”» και απευχόμαστε να πρέπει στη συνέχεια να υποστούμε την απόλυτη κοινοτοπία της αποπλάνησης της υπηρέτριας από τον σύζυγο. Επαναλαμβάνω, είναι χρέος του συγγραφέα να φιλτράρει την πραγματικότητα από το τετριμμένο και να μεταγράψει ό,τι δεν έχει συμβεί στην αισθητική συνθήκη του μύθου. 

Το μυθιστόρημα διολισθαίνει στην αφηγηματική αφέλεια, χωρίς να προσφέρει σημεία εισόδου προς κάτι βαθύτερο, που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, όφειλε να το έχει επινοήσει. 

Ήταν ο αντιδραστικός χαρακτήρας της Ερασμίας απότοκος του ψυχαναγκασμού της; Η Ερασμία, άραγε, ήταν απλώς πνεύμα αντιλογίας, ή έπραττε έτσι γιατί έβλεπε το άδικο στη συμπεριφορά των ανδρών απέναντι στις γυναίκες; Αν η Ερασμία είχε τη δυνατότητα να ζήσει όπως μια υγιής γυναίκα, θα χαρακτήριζαν τη συμπεριφορά της παρόμοιες ανησυχίες, ή, εν τέλει, απλώς μετουσίωσε τις σεξουαλικές ορμές της σε πυγμή, πρωτόλειο ακτιβισμό και επιχειρηματικότητα; Αυτά είναι ερωτήματα που ο Παπαδάκης, είτε τα προσπερνά, είτε, στα σημεία που κάπως τα θίγει δεν εμβαθύνει, γιατί αμέσως σαγηνεύεται απο τις Σειρήνες της αφηγηματικής κοινοτοπίας. 

Το οπισθόφυλλο καταλήγει: «Αντισυμβατική αλλά και αντιφατική, τολμηρή αλλά και φοβική, γενναιόδωρη και φειδωλή, ανοιχτή στην πρόοδο του αιώνα μας, υπερασπίστρια των δικαιωμάτων της γυναίκας με τον τρόπο της, σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν καθόλου αυτονόητο. Η μόρφωσή της την οδήγησε να συνομιλεί με ηρωίδες της παγκόσμιας λογοτεχνίας, να γειτονεύει με την Βίβλο και με την ελληνική μυθολογία».

— Γιώργος Παπαδάκης, Η κυρία Ερασμία, Εστία: 2024, 360 σελίδες, ISBN: 9789600519259, τιμή: €15.00.

Σάββατο 26 Οκτωβρίου 2024

Αποκάλυψη Ιωάννου

17 και ηλθεν εις εκ των επτα αγγελων των εχοντων τας επτα φιαλας και ελαλησεν μετ εμου λεγων δευρο δειξω σοι το κριμα της πορνης της μεγαλης της καθημενης επι υδατων πολλων

μεθ ης επορνευσαν οι βασιλεις της γης και εμεθυσθησαν οι κατοικουντες την γην εκ του οινου της πορνειας αυτης

και απηνεγκεν με εις ερημον εν πνευματι και ειδον γυναικα καθημενην επι θηριον κοκκινον γεμοντα ονοματα βλασφημιας εχων κεφαλας επτα και κερατα δεκα

και η γυνη ην περιβεβλημενη πορφυρουν και κοκκινον και κεχρυσωμενη χρυσιω και λιθω τιμιω και μαργαριταις εχουσα ποτηριον χρυσουν εν τη χειρι αυτης γεμον βδελυγματων και τα ακαθαρτα της πορνειας αυτης

και επι το μετωπον αυτης ονομα γεγραμμενον μυστηριον βαβυλων η μεγαλη η μητηρ των πορνων και των βδελυγματων της γης

και ειδον την γυναικα μεθυουσαν εκ του αιματος των αγιων και εκ του αιματος των μαρτυρων ιησου και εθαυμασα ιδων αυτην θαυμα μεγα

Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2024

ERIC VUILLARD, Μια αξιοπρεπής έξοδος, Εκδόσεις Πόλις

 

Μια αξιοπρεπής έξοδος» από την καταρρέουσα αποικιοκρατία προς διάσωση γοήτρων

Γράφει η Αγγελική Σπηλιοπούλου //

 

 

 

 

Ερίκ Βυϊγιάρ «Μια αξιοπρεπής έξοδος», Μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις, σελ. 184

 

Ο Ερίκ Βυϊγιάρ, με την απαράμιλλη αφηγηματική του δεξιότητα, στο αφήγημα του “Μια αξιοπρεπής έξοδος”, μας προσφέρει τη δική του σαρκαστική , έως κυνική, οπτική του Πολέμου της Ινδοκίνας.

Όπως έχουμε διαπιστώσει, συνυφασμένη με την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών υπήρξε η ανάγκη για εξερεύνηση και επέκταση.

Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών, παρατηρείται η εμφάνιση του φαινόμενου του ιμπεριαλισμού με απότοκό του την αποικιοκρατία.

Από τα τέλη του 19ου αιώνα γίνεται αισθητή η παρουσία της Γαλλίας στην περιοχή της Ινδοκίνας στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής πολιτικής της.

Από το 1883 η περιοχή καταγράφεται ως αποικία της Γαλλίας, γνωστή ως γαλλική Ινδοκίνα.

Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο “Μια αξιοπρεπής έξοδος” ο Έρικ Βυϊγιάρ ανατέμνει τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο της Ινδοκίνας, τη Μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου, την ήττα και την αποχώρηση της Γαλλίας από την περιοχή, για να καταλήξει στη μετάβαση από το τέλος του Πρώτου πολέμου της Ινδοκίνας στον πόλεμο του Βιετνάμ.

Όπως συμβαίνει σε κάθε αποικιοκρατικό μοντέλο, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει εκμετάλλευση της αποικιοκρατούμενης περιοχής από τη μητρόπολη. Κολοσσιαίες εταιρείες αντλούν πρώτες ύλες ή κατασκευάζουν προϊόντα υφαρπάζοντας το πλούτο μιας χώρας, έχοντας τους πολίτες της ως εργατικό δυναμικό, υπό καθεστώς οικονομικής εκμετάλλευσης, και σε αρκετές περιπτώσεις, σε συνθήκες ομηρίας και κακοποίησης.

Η εξιστόρηση των γεγονότων ξεκινά παραθέτοντας όσα κατέγραψαν οι πρώτοι επιθεωρητές εργασίας στη γαλλική Ινδοκίνα αρχές της δεκαετίας του 1920. Κατά την επίσκεψή τους σε φυτεία της Michelin, διαπίστωσαν την κακοποίηση που υφίσταντο οι εργαζόμενοι, τις μυστηριώδεις αυτοκτονίες και τις απόπειρες τους να δραπετεύσουν από τις φυλασσόμενες εγκαταστάσεις. Οι επονομαζόμενοι “λιποτάκτες” ήταν απλώς άνθρωποι που ήθελαν να επιζήσουν των εξαθλιωτικών συνθηκών εργασίας.

Το περιστατικό αυτό μας δίνει την εικόνα των όσων συνέβαιναν στη γαλλική αυτή κτήση. Υπογραμμίζει, κατά αυτό τον τρόπο, τον αθρόο θυμό και την αγανάκτηση αυτών των ανθρώπων που κατά ορδές θα εγκατέλειπαν τις φυτείες για να ενταχθούν στις ομάδες αντίστασης των Βιετμίνχ ενάντια στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία.

Ο πρώτος πόλεμος της Ινδοκίνας ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1946 και κορυφώθηκε τον Μάιο του 1954, όπου και κατέληξε, με την ήττα της Γαλλίας στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου, στο τέλος της γαλλικής αποικιοκρατίας.

Στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης του ο Βυϊγιάρ καταπιάνεται με το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που καθόριζαν την εξωτερική πολιτική της χώρας.

Εν πρώτοις, χρησιμοποιώντας πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, αναλύει την οικογενειοκρατία, τους γάμους συμφέροντος για εξασφάλιση θέσεων ισχύος, τη συνεργασία επιχειρήσεων με εκπροσώπους της κυβέρνησης. Πρόκειται για τους εμπλεκόμενους στον πόλεμο της Ινδοκίνας, οι κινήσεις και οι αποφάσεις των οποίων συνετέλεσαν στην έκβαση αυτού του αποτελέσματος.

Εν συνεχεία, στο ερευνητικό του στόχαστρο εισέρχονται επιχειρήσεις και κυρίως η Τράπεζα της Ινδοκίνας. Αναφέρει την επαγγελματική σχέση μελών του συμβουλίου της Τράπεζας της Ινδοκίνας, διορισμένων και σε διοικητικά συμβούλια ενός τεράστιου δικτύου θυγατρικών εταιρειών που επεκτεινόταν και σε άλλες αποικίες

Δεν παραλείπει όμως να επισημάνει τη σύνδεση μεταξύ θεσμών, που εκπροσωπούνται από πρόσωπα, και του ανθρώπινου στοιχείου. Η διάσταση αυτή, των αδυναμιών και των ελλείψεων που φέρουν τα εκάστοτε εντεταλμένα κυβερνητικά στελέχη, συνδυάζεται με τον δόλο που εμπεριέχεται στη λήψη αποφάσεων. Ο δόλος αυτός μπορεί να προέρχεται από ίδιον συμφέρον ή να απορρέει από την υποχρεωτικότητα που χαρακτηρίζει σχέσεις σκοπιμότητας.

 

Éric Vuillard

 

Θα πρέπει όμως να δούμε ποιο είναι το ζητούμενο του Βυϊγιάρ στην παράθεση και εξέταση αυτών των γεγονότων. Οι αναφορές και οι συνδέσεις που επιχειρεί καταδεικνύουν την απέλπιδα προσπάθεια της Γαλλίας για διάσωση γοήτρων, όχι μόνο της χώρας μα και τον διοικούντων αυτής. Στο βωμό αυτής της “αξιοπρεπούς εξόδου” από τον καταρρέοντα αποικισμό θυσιάστηκαν χιλιάδες ζωές και δαπανήθηκαν τεράστια κρατικά κονδύλια που χρηματοδότησαν τον πολυετή αυτό πόλεμο.

Όπως η ιστορία απέδειξε, η οικονομική και στρατιωτική ανωτερότητα της Γαλλίας δεν απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα της νίκης και της παραμονής στην Ινδοκίνα. Οι Βιετμίνχ απεδείχθησαν αποτελεσματικότεροι, τόσο στον πόλεμο με τη Γαλλία όσο και σε αυτόν με τις ΗΠΑ στη συνέχεια.

Παρότι ο Βυϊγιάρ δεν έχει ως αντικείμενό του τη μυθοπλασία αλλά το αφήγημα ιστορικοπολιτικού χαρακτήρα, διανθίζει τη γραφή του με λογοτεχνικό τρόπο. Η εικονοπλαστική ικανότητά του παρέχει στο κείμενο τη σύνδεση του αναγνώστη με την ανθρώπινη κατάσταση των εμπλεκομένων, καθιστώντας την αφήγησή του έμφορτη συναισθημάτων. Επιπροσθέτως, τολμά να εκφράζει προσωπική κρίση, είτε με την άμεση τοποθέτησή του είτε μέσω σκωπτικών, σαρκαστικών σχολιασμών.

“…δεν είναι πρόσωπα αυτά που βλέπουμε αλλά πόστα, δεν είναι προθέσεις, ικανότητες, δεν είναι γνώσεις αυτά που βλέπουμε, είναι η δομή του κόσμου. Και θα έπρεπε για μια φορά τουλάχιστον να μπορούσαμε να τα κοιτάξουμε όλα αυτά, για μια και μόνη φορά, κατάματα, όλη αυτή τη μάζα συμφερόντων, νημάτων που τους συνδέουν μεταξύ τους, νημάτων που έχουν τόσο μπλεχτεί ώστε σχηματίζουν ένα τεράστιο κουβάρι, μια γιγαντιαία μούρη, έναν τρομακτικό σωρό τίτλων, ιδιοκτησιών και αριθμών, σαν έναν τρομερό σωρό νεκρών, θα έπρεπε να μπορούσαμε να καρφώσουμε το βλέμμα μας, για ένα λεπτό έστω, πάνω σε αυτή την τερατώδη αλήθεια, όπως λένε ότι γίνεται αμέσως πριν πεθάνει κάποιος παρασυρμένος από τυφώνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που, με το πρόσωπο του κόσκινο από τη βροχή, με τα μάτια του να τα μαστιγώνει ο άνεμος, βλέπει το μάτι του κυκλώνα.”

 

Το βιβλίο του Ερίκ Βυϊγιάρ “Μια αξιοπρεπής έξοδος” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Μανώλη Πιμπλή.

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

ΓΙΑΝΝΗΣ ΝΙΚΟΛΟΥΔΗΣ, Άδειος τόπος, Εκδόσεις Πατάκη

 

Γράφει η Μαρία Λιάκου //

 

Γιάννης Νικολούδης «Άδειος τόπος», εκδόσεις Πατάκη 2023

 

Ένας ανώνυμος άνθρωπος, μόλις αποφυλακισμένος, προσπαθεί να σταθεί στα πόδια του τρεκλίζοντας στα επικίνδυνα και σκοτεινά περάσματα του «άδειου τόπου». Διασταυρώνεται με πρόσωπα και τέρατα που, μαζί με την απαθή και υπόκωφη φωνή της ίδιας της γης, συνθέτουν το ανάγλυφο μιας πορείας μάλλον προδιαγεγραμμένης. Ο «Άδειος τόπος» είναι ένα μυθιστόρημα γεμάτο ανθρώπινες φωνές και χθόνια ψιθυρίσματα. Μια σκληρή ιστορία, που θυμίζει ψηφιδωτό και μιλάει για το γεωγραφικό και ψυχικό τοπίο της ιθαγένειας, για το σκοτάδι και τη σύγχυση της «ρίζας», για τη βία της ερημιάς-από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Ο κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος  όπως είδαμε είναι ένας αποφυλακισμένος που αναμετράται με καταστάσεις που βιώνει αλλά κυρίως  με την ερημιά των ανθρώπινων σχέσεων.. Ο άδειος τόπος  προσωπικός και γεωγραφικός σε αυτό το μυθιστόρημα που είναι  «σκοτεινό», με ευαισθησίες και με καλή γραφή μαγνητίζει τον αναγνώστη. Δεν είναι ένα μυθιστόρημα που η αφήγηση έχει μια ροή μόνο αλλά έχει και εμβόλιμα κείμενα εξαιρετικής γραφής. Δίδουν στον αναγνώστη την απαραίτητη ανάσα για να συνεχίσει την ανάγνωση του.

«Η γη εδώ δεν έχει όνειρα να ανακαλέσει και κλείνεται στον εαυτό της, γιατί, αν έχει κάτι να θυμηθεί, δεν είναι τα όνειρα, είναι οι ιστορίες της πέτρας, στιβάδες από ιστορίες βυθισμένες στην αναλγησία του βράχου, και η γη, όσο κι αν πιέζεται ξανά για να θυμηθεί, δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα, δεν μπορεί να ανακαλέσει αρχίζοντας με ένα Κάποτε και ένα Όταν και ένα Τότε, ο βράχος δεν ξέρει αυτές τις λέξεις……» σελ. 111

Μέσα από μια υπόγεια δίοδο ανάγνωσης τον οδηγεί σε ένα λογοτεχνικό σύμπαν με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οι ήρωες του, οι περιπέτειες ζωής τους, τα βιώματα τους, οι αισθήσεις τους, οι διαψεύσεις τους δεν επιδιώκουν την απλή συμπάθεια ή αντιπάθεια του αναγνώστη αλλά αναδύουν «την συνθήκη» του γεγονότος αφήγησης και των συναισθημάτων που βιώνουν. Τους υπαρκτούς ή ανύπαρκτους δεσμούς και κυρίως τις επιφανειακές κοινωνικές σχέσεις.

Ως προς τα της δομής του βιβλίου περνάει –ίσως- η σκέψη στον αναγνώστη ότι πιθανόν να είναι ένα ακόμα καλοσχεδιασμένο βιβλίο Σεμιναρίων Δημιουργική Γραφής, μια και η συνταγή φαίνεται πετυχημένη. Όμως θεωρώ ότι δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο γιατί «το βιβλίο έχει ψυχή».

Μιλάει για την αποξένωση των ανθρώπων και των τόπων-κοινωνιών με μια λογοτεχνική προσέγγιση γραφής που δείχνει ωριμότητα και κόπο γραφής από τον συγγραφέα. Ο συγγραφέας έχει χαράξει ένα προσωπικό μονοπάτι γραφής, κάτι που φάνηκε και από το προηγούμενο βιβλίο του «Από χώμα και κόκαλα», εκδόσεις Σκαρίφημα 2021.

Ο συγγραφέας δεν κάνει μια απλή εξιστόρηση αλλά διερευνά «τις προσωπικές και κοινωνικές παγίδες». Υποδόρια δείχνει στον αναγνώστη δρόμους αναζήτησης- κατανόησης…. Λογοτεχνία αξιώσεων για ψαγμένους και μυημένους αναγνώστες και ανοιχτό κάλεσμα για αναγνώστες που θα χαρούν το μαγικό ταξίδι της ανάγνωσης….

Στο βιβλίο ο αναγνώστης ξεχωρίζει με άνεση τον αφηγητή και την αφήγηση, τον ρυθμό του κειμένου, τους χαρακτήρες και τους διαλόγους  και πετυχαίνει μια ανάγνωση με ζωντάνια όπου εγγράφονται οι σύγχρονες αγωνίες, οι ευάλωτοι άνθρωποι.

Θα έλεγα ότι το βιβλίο είναι ένας καθρέφτης της κοινωνικής μόλυνσης και ο συγγραφέας μας ρίχνει τους προβολείς για να την δούμε. Χωρίς ίχνος διδακτισμού πετυχαίνει να μας θέσει ερωτήματα για την κοινωνική συνθήκη μας. Για τον συνεχώς μεταβαλλόμενο κόσμο που ζούμε και την αποξένωση μας ακόμα και μέσα στον οικογενειακό μας ιστό. Για την προδιαγεγραμμένη πορεία, για την ερημιά της ψυχής.

Κάθε τόπος είναι τόσο ανθεκτικός, όσο και οι άνθρωποι του…


Γράφει ο Δημήτρης Χριστόπουλος

Λεπτή κόκκινη γραμμή

Η φράση «Λεπτή κόκκινη γραμμή» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το έσχατο όριο μιας υποχώρησης. Η φράση χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τον ηρωισμό των ανδρών του βρετανικού 93ου Συντάγματος Πεζικού κατά τη Μάχη της Μπαλακλάβας, στις 25 Οκτωβρίου του 1854, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού Πολέμου. Τον ίδιο τίτλο φέρει και η διάσημη ταινία του Τέρενς Μάλικ, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζέιμς Τζόουνς, με θέμα τη μάχη του Γκουανταλκανάλ στο μέτωπο του Ειρηνικού στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Μια «λεπτή κόκκινη γραμμή» είναι και η ιστορία του νεαρού ανώνυμου αποφυλακισμένου (σκόπιμη φυσικά η ανωνυμία) που έγραψε ο Γ. Νικολούδης, ο οποίος ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια τις κοινωνικές συνθήκες που κυοφορούν το Κακό. Η ελάχιστη απόσταση που χωρίζει τον άνθρωπο από το κτήνος. Η γραμμή που σχηματίζει το νήμα ενός κεριού το οποίο αργοσβήνει, προτού βυθίσει τα πάντα στο σκοτάδι. Όπως ο Αμερικανός σκηνοθέτης, έτσι και ο Νικολούδης σκηνοθετεί μικρές κοσμογονίες σε έναν μη-τόπο όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει, και με καστ πρόσωπα ανώνυμα που στροβιλίζονται γύρω από τον κεντρικό αντι-ήρωα, τα οποία μαζί με τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις πράξεις τους, προσπαθούν να εκλογικεύσουν το αποτρόπαιο, τη στιγμή που και τα ίδια φέρουν μερίδιο συνενοχής για ό,τι συντελείται. Ουδείς αναμάρτητος. Ένας ποιητικός διαλογισμός πάνω στη σκληρή πραγματικότητα της βίας και του εγκλήματος που όσο κι αν εθελοτυφλούμε, αυτή είναι δίπλα μας και γιγαντώνεται. Με τον ίδιο τρόπο παρακολουθούμε και τον ολισθηρό κατήφορο που παίρνει ο νεαρός από τις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού, διανύοντας μια προδιαγεγραμμένη πορεία επιστροφής σ’ αυτές. Μια Νέκυια, ένα ταξίδι για τον κάτω Κάτω Κόσμο ιχνογραφεί ο Νικολούδης, αυτός είναι κάθε άδειος από φως τόπος.

Ας ξεκινήσουμε από τη σημαντική του τίτλου. Άδειος είναι ο τόπος πρωτίστως της ψυχικής ενδοχώρας, άδειος από νόημα ζωής, άδειος από φροντίδα, αγάπη, αποδοχή, πατρικό και γυναικείο χάδι. Άδειος ο τόπος του ανθρώπου που δεν μπορεί να λειτουργήσει, όταν το σώμα φτάνει στα όριά του, όταν βρίσκεται σε εκείνη τη λεπτή κόκκινη γραμμή, το σύνορο που χωρίζει το «είναι» από το «μη είναι». «Εγώ δεν είμαι εγώ», θα γράψει σε ένα sms, και είναι νομίζω η φράση κλειδί για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει στον ανώνυμο νεαρό. «Να κάνεις ό,τι μπορείς για να σκοτώνεις το σώμα». Να σπας όλη μέρα πέτρες, για να μην σκέφτεσαι, και ύστερα υπό πίεση να κάνεις πράγματα φριχτά και αδιανόητα, γιατί η μόνη «γλώσσα» που έχεις μάθει, μέσα στην αφασία σου, είναι ο κώδικας της βίας, όταν η ταυτότητά σου από μικρή ηλικία έχει στιγματιστεί από την εγκατάλειψη, την ανασφάλεια και, προπάντων, τη ματαίωση που βίωσες από το οικογενειακό σου περιβάλλον. Όταν ο ανοικτίρμων νόμος της οικογενειακής ρίζας είναι ανυπέρβλητος και η οποιοδήποτε διαφυγή αδύνατη.

Αφηγείται απολογούμενος ο συνεργάτης του στην κλοπή της μηχανής: «Γιατί πάλευα τότε. Με την στάμπα της Αλικαρνασσού στην καμπούρα. Να γυρίζω σαν τον φτυσμένο όλο το νησί. Ξέρεις τι πάει να πει κακία; Κακία των ανθρώπων, κακία του τόπου; Με τα μάτια μου τα είδα και το ένα και το άλλο. Να μην μπορώ να στεριώσω πουθενά. Ο τόπος και οι άνθρωποι να σε τραβάνε σαν μύξα και ύστερα να σε φτύνουνε φλέμα».

Ο συγγραφέας με το μυθιστόρημά του επικεντρώνεται στην περίπτωση ενός νεαρού Αλβανικής καταγωγής, που μόλις αποφυλακίστηκε από τις φυλακές της Αλικαρνασσού, αφού εξέτισε τη διετή ποινή που του επιβλήθηκε για την κλοπή μιας μηχανής. Χωρίς να διολισθήσει στον κίνδυνο της γενίκευσης και της κοινωνιολογίζουσας μηχανικής περί «άστοργης και άπονης παλιοκοινωνίας», ο συγγραφέας αρκείται στην επιμεριστική τεχνική μια οιονεί ρεπορταζιακής παρατήρησης του αντι-ήρωα, σκάβοντας βαθιά τόσο στην ταραγμένη ψυχή όσο και στην άδεια ψυχή ενός τόπου, που αν και κατονομάζεται με ακρίβεια – η ευρύτερη περιοχή του Ηρακλείου Κρήτης -, είναι στην ουσία η Κρήτη του Νικολούδη, ένα σκηνικό ανοίκειο και εχθρικό – όχι πάντως της τουριστικής εξιδανίκευσης που όλοι γνωρίζουμε – το οποίο λειτουργεί και αυτό κατά κάποιο τρόπο ως «αντίπαλος», ως άλογη φύση που εκδικείται τον παραλογισμό της βίας, στην προσπάθεια του νεαρού να σταθεί στα πόδια του, αλλά σε τελική ανάλυση γίνεται το ίδιο αυτόπτης μάρτυρας στις κτηνωδίες των άλλων αλλά και στις δικές του.  

Εάν το παλαιό ερώτημα περί πρωτοκαθεδρίας της πλοκής ή του χαρακτήρα βασανίζει ακόμα κάποιους – θεωρητικά και πρακτικά – το μυθιστόρημα του Γιάννη Νικολούδη συμφιλιώνει τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, ή, πιο σωστά, αποδεικνύει πως ένας συγγραφέας με καλά ακονισμένη γλώσσα και κατάλληλα χρησιμοποιούμενες τις αφηγηματικές του τεχνικές μπορεί να χτίζει βήμα βήμα μια πρωτότυπη ιστορία με χαρακτήρες πολυδιάστατους και άκρως ενδιαφέροντες, όπου σταδιακά η πλοκή μετατρέπεται σε βασανιστικό εσωτερικό μονόλογο.

Στο βιβλίο δεν θα συναντήσει ο αναγνώστης ούτε ντοπιολαλιές ούτε ψευτομάγκικες εκφράσεις του συρμού ούτε την ιδιωματική γλώσσα του περιθωρίου. Πολύ περισσότερο, δεν θα συναντήσει επίδειξη γλωσσικού ακκισμού. Με επεξεργασμένο τον ακατέργαστο λόγο της «φωνής» σε όλα τα υφολογικά επίπεδα, δίνει υπόσταση σε μια πληθώρα χαρακτήρων των οποίων η παρουσία φωτίζει πρισματικά τον ανώνυμο πρωταγωνιστή-δαίμονα, που από μικρός μυείται στην κουλτούρα της βίας και από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει, είτε ως θύτης είτε ως θύμα, γιατί άλλη γλώσσα δεν γνωρίζει.

«Κλειδί» για την ουσιαστικότερη ανάγνωση του βιβλίου είναι το πρόσωπο του Αντώνη, ενός ντόπιου νεαρού φιλολόγου και συντάκτη μιας τοπικής εφημερίδας, το οποίο λειτουργεί σαν προσωπείο του συγγραφέα (σσ. 124-130). Για τον Γιάννη Νικολούδη ο συγγραφέας επωμίζεται τον ρόλο του Τρούμαν Καπότε, ενός γραφιά που επιδιώκει να γράψει «εν ψυχρώ», με την αποστασιοποιημένη και ψύχραιμη χειρουργική μέθοδο που μπορεί να ανατέμνει με ακρίβεια την κοινωνική πραγματικότητα. Που μπορεί να είναι ταυτόχρονα ανθρωπολόγος, κοινωνιολόγος, θεολόγος, ψυχολόγος ή οτιδήποτε άλλο, χωρίς κατ’ ανάγκη να προβάλλει τις πολλαπλές του ιδιότητες. Γιατί ο καλός συγγραφέας πρωτίστως ξέρει να λέει συναρπαστικές ιστορίες με υλικά αντλημένα από τη γύρω του πραγματικότητα, αλλά κατάλληλα επεξεργασμένα από τη δική του κοφτερή ματιά που διαλέγει τι να κρατήσει και τι να ξεφορτωθεί. «Και είναι κοινοτοπία, αλλά όλα, μα όλα, έχουν γραφτεί και ειπωθεί και κινηματογραφηθεί και φωτογραφηθεί και ζωγραφιστεί – μόνο να αναμασάμε μπορούμε. Σαν τις κατσίκες. Να μασάμε ό,τι φτύνουμε και να φτύνουμε ό,τι μασάμε», θα πει ο Αντώνης.

Με δυο λόγια, ο Άδειος Τόπος αποτελεί, τολμώ να πω, μια ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική καταγραφή της ελληνικής επαρχιακής ενδοχώρας του 21ου αιώνα· μια ψυχογραφική μελέτη ενός νεαρού που καταλήγει να διαπράξει το αποτρόπαιο, και τέλος μία βαθυστόχαστη φιλοσοφική μελέτη για τη σκοτεινή εκείνη διαδρομή που μετατρέπει το θύμα σε θύτη, με το ερώτημα που θέτει η ιστορία να παραμένει μέχρι το τέλος αναπάντητο: ποιος μπορεί να πει ότι κανείς δεν φταίει γι’ αυτό; Από τη στιγμή που ο περίγυρος είτε διαπράττει νομιμοφανή εγκλήματα είτε σιωπηρά τα αποδέχεται και οι θεσμοί δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να συντηρούν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο που βασίζεται στον οικονομικό καταναγκασμό και στην υποταγή. Το πλαίσιο στο οποίο εκτρέφεται το καινούριο αυγό του φιδιού, αυτό που ίσως δεν έχει αγκυλωτούς σταυρούς, αλλά μπόλικη ματσίλα και κάθε λογής βία.

Να πω κάτι προσωπικό. Διάβασα τον Νικολούδη, μόλις είχα αφήσει από τα χέρια μου το αριστουργηματικό Τέκνο του Θεού του Κόρμακ Μακάρθι, χωρίς να μπορώ με τίποτε να διαγράψω από το νου μου τον Λέστερ Μπάλαρντ, τον φτωχό αγρότη από το Τενεσί, που χάνει ξαφνικά το σπίτι και τη γη του – τις σταθερές και τις ρίζες του – άρα τον σύνδεσμο που τον ένωνε με τους συνανθρώπους του, κι έτσι χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι, χωρίς λεφτά, περιφέρεται στα δάση. Διαπράττει κλοπές αλλά και αποτρόπαια εγκλήματα. Παρόμοια εξέλιξη έχει και ο αντιήρωας του Νικολούδη, που αποσυνάγωγος από τον πολιτισμό, γίνεται ένα πληγιασμένο στο σώμα και την ψυχή ζώο που σταδιακά απενοχοποιεί το Κακό, γιατί δεν έμαθε ποτέ πώς να σχετίζεται με τους άλλους, γιατί ποτέ δεν αγκάλιασε τον εαυτό του.

Θέλω να κλείσω, ενθυμούμενος εκ νέου την ταινία του Μάλικ. Το 1998 εκτός της «Λεπτής κόκκινης γραμμής», προβλήθηκε στους κινηματογράφους και η «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» του Στήβεν Σπίλμπεργκ. Οι διαφορές των δύο ταινιών ήταν πάρα πολλές και οι αντιδράσεις που προκάλεσαν τις αντανακλούν. Οι θεατές που είδαν την αιματηρή «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» έφυγαν σοκαρισμένοι. Αυτοί που είδαν τη «Λεπτή κόκκινη γραμμή» έφυγαν προβληματισμένοι. Κάπως έτσι νιώθουν και οι αναγνώστες του Άδειου Τόπου, όπως και στο Τέκνο του Θεού – προβληματισμένοι, όχι σοκαρισμένοι, με το πρόσωπο που μπορεί να έχει η κόλαση της ανθρώπινης ψυχής, όταν βρεθεί σε ακραίες συνθήκες.`

    ;;δυνατό ρεαλιστικό έργο που αναπαριστά με οξυδέρκεια τον κόσμο της περιφέρειας, τον αντίκτυπο της πολιτικοοικονομικής κρίσης, τη βαρβαρότητα της μοναξιάς, της κοινωνικής απομόνωσης. 

Η βία στον αντίποδα του λόγου, βία =απουσία λόγου. Στον «Άδειο τόπο» η βία δεν ξενίζει και δεν προκαλεί αποστροφή. Έντονη η απουσία συνείδησης, ένας κόσμος όπου όλα φαντάζουν σαν εξαρτήματα της μοτοσυκλέτας του μεγαλοκτηματία υπερθύτη Χατζή

Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η δικαιοσύνη, η όποια έννοια δικαιοσύνης μπορούμε να προσεγγίσουμε μέσα από την αυτοδικία, την κρατάει στα χέρια του και την αποδίδει κάποιος που τις περισσότερες φορές δεν έχει καμία συναίσθηση των πράξεών του. Υπαινίσσεται άραγε ο συγγραφέας ότι σε έναν άδειο τόπο, τόπο χωρίς Θεό, αγάπη, συμπόνοια, η μόνη δικαιοσύνη που υφίσταται αποδίδεται τυχαία;

Ο συγγραφέας σκιαγραφεί τις αιτιακές αλυσίδες που πυροδοτούν τις ακραίες πράξεις του ήρωά του, πράξεις που λογοδοτούν στα προσωπικά του τραύματα και αποδίδουν δικαιοσύνη προς τρίτους κατά τύχη. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι η δικαιοσύνη αποδίδεται από έναν άνθρωπο που πατάει και λιώνει τα γατάκια "με τα άρβυλά μου τα έκανα κιμά".

Άσκηση υπαινιγμών και ελλειπτικότητας.


Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024

ΓΕΩΡΓΙΑ ΣΥΡΙΟΠΟΥΛΟΥ, Οι Bagatelles της οδού Αλκαμένους, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

 Η Bagatelle είναι μια μουσική φόρμα μικρή, χωρίς κάποια αυστηρή δομή, ελαφριά, ενίοτε παιγνιώδης ή ακόμη και απλοϊκή.

Οι Bagatelles της οδού Αλκαμένους είναι 60 ιστορίες γραμμένες στο κέντρο της Αθήνας, με μερικές από αυτές να απλώνονται και έξω από το λεκανοπέδιο. Είναι φτιαγμένες από προσωπικές εικόνες, παρατηρούν τον κόσμο από πολύ κοντινές ή πολύ μακρινές οπτικές γωνίες, περιέχουν αναμνήσεις, σαχλαμάρες καθώς και στοχασμούς ή αφορισμούς.

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Andres Montero, Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή, Εκδόσεις Διόπτρα


Για το βιβλίο του Αντρές Μοντέρο [Andres Montero] «Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή» (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα)

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Νότια της Χιλής, εκεί που το χώμα μουλιάζει από τη συνεχόμενη βροχή, τα σύννεφα σκεπάζουν τον ήλιο, η υγρασία ποτίζει τα κόκαλα, οι σκιές φιδοσέρνονται και η ζωή και ο θάνατος ανταμώνουν λες και βγήκαν από το ίδιο μπουμπούκι κάποιου άγνωστου λουλουδιού της άγριας λατινοαμερικάνικης πάμπας.

Ο Αντρές Μοντέρο κάνει κάτι περισσότερο από το να γράψει έξι μεγάλα σε έκταση διηγήματα (κάποια στα όρια της μικρής νουβέλας) που συγκροτούν το βιβλίο με τον άκρως σκοτεινό (πλην ποιητικό) τίτλο: Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή (μτφρ. Μαρία Παλαιολόγου, εκδ. Διόπτρα). «Ιδρύει» μια πόλη μέσα στην οποία κινούνται (εν πολλοίς πλατσουρίζουν) οι ήρωές του: την φάρμα Las Nalcas, στα νότια της Χιλής όπου στα περίχωρά της υπάρχει ένας όρμος στον οποίο ζει μια κοινότητα ψαράδων.

dioptra montero o thanatos erxetai stazontas vroxh

Ας φανταστούμε το σκηνικό: μια μικρή πόλη, κάπου κοντά στις ακτές του Ειρηνικού. Εν πολλοίς ένας αγριότοπος. Τριγύρω μια επιβλητική οροσειρά και «κάτω» άνθρωποι του μόχθου, της γης, της κτηνοτροφίας. Άνθρωποι ζυμωμένοι με τους θρύλους και τις παραδόσεις του τόπου τους. Τους συνέχουν ιστορίες που διαφεύγουν τις λογικής, είναι εξόχως υπερβατικές, ουδείς γνωρίζει ποιος τις πρωτοείπε και ούτε τόση σημασία έχει, καθώς γι’ αυτούς τους ανθρώπους αυτοί οι θρύλοι, αρκούντως φοβιστικοί, αποτελούν μέρος της καθημερινότητάς τους.

Αυτός είναι ο φανταστικός κόσμος που δημιουργεί ο Μοντέρο, τον οποίο τον έχει απόλυτα «ανάγκη» για να καταφέρει να αναπτύξει τις δικές του ιστορίες. Δίχως τον περιβάλλοντα χώρο, καμία από τις έξι ιστορίες του δεν θα γινόταν να αποκτήσει βάρος και υφολογική υπόσταση.

Ρούλφο και Μάρκες 

Ίσως θα διαβαστεί με μια δόση ιεροσυλίας (μπρος στους μεγάλους του λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας), αλλά ο Μοντέρο δείχνει να είναι άξιος συνεχιστής του Χουάν Ρούλφο και της Κομάλα του ή του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και του του Μακόντο.

Έχεις ακριβώς την ίδια αίσθηση του ου-τόπου, όπου παρελθόν και παρόν συγχωνεύονται, όπου μυθοπλασία και πραγματικότητα συλλειτουργούν και όπου ο τόπος μοιάζει να είναι επινοημένος, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα κλασικό χωριό της Χιλής. Από εκείνα που έχουν να επιδείξουν σκληροτράχηλους και λιγομίλητους άντρες, γυναίκες που μοιάζουν με μάγισσες, αλλοπαρμένα παιδιά, μυθικά άλογα, ζωντανούς να συνομιλούν με νεκρούς και τον θάνατο να κάνει την εμφάνισή του ωσάν να είναι καθημερινός επισκέπτης του τόπου.

Και η βροχή, πάντα η βροχή να πέφτει ασταμάτητα, που σε συνδυασμό με το δριμύ ψύχος να κάνουν την καθημερινή διαβίωση μια άγρια περιπέτεια. Κάθε ιστορία διατηρεί την αυτονομία της, έχει τους δικούς της μηχανισμούς ανάπτυξης και ολοκληρώνεται δίχως να αφήνει αμφιβολίες πως κάτι έχει παραληφθεί προς χάριν μιας κάποιας συνέχειας αλλού.

Η αρχική ιστορία «Η αγρύπνια» μάς εισάγει στον επινοημένο τόπο με έναν άντρα που αντί να πάει στο αεροδρόμιο και να συνεχίσει την άχαρη ζωή του (… όπως και την εργασία του) αποφασίζει να δραπετεύσει στα νότια.

Κι όμως, όλες μαζί, επειδή ακριβώς συνδέονται μέσω ενδείξεων (ήρωες που πηγαινοέρχονται, περιστατικά που επαναλαμβάνονται ή συμπληρώνονται, αναφορές που τέμνονται), μπορούν να διαβαστούν και ως ενιαίο σύνολο, το οποίο μικρή σημασία έχει αν θα το κατατάξεις ειδολογικά στα διηγήματα ή στα σπονδυλωτά μυθιστορήματα.

Οι ιστορίες

Η αρχική ιστορία «Η αγρύπνια» μάς εισάγει στον επινοημένο τόπο με έναν άντρα που αντί να πάει στο αεροδρόμιο και να συνεχίσει την άχαρη ζωή του (… όπως και την εργασία του) αποφασίζει να δραπετεύσει στα νότια. Βρίσκεται σε ένα σπίτι όπου γίνεται αγρύπνια για το θάνατο μιας νεαρής κοπέλας και ο άντρας καταλαβαίνει ότι όλοι οι τεθλιμμένοι συγγενείς τον γνωρίζουν, ενώ εκείνος δεν ξέρει κανέναν.  Τη στυφή επίγευση του θανάτου δεχόμαστε και στη δεύτερη ιστορία με τίτλο «Τρόποι να κερδίσεις τη βασιλεία των ουρανών».

Ο ψαράς Φλορένσιο διαισθάνεται πως ο θάνατος θα έρθει να τον επισκεφθεί πολύ σύντομα και ζητάει επίμονα από τη γυναίκα του να έρθει ο γιος του που μένει μακριά με σκοπό να του ομολογήσει ένα οικογενειακό μυστικό. Επιπλέον, θέλει να του ζητήσει μια τελευταία χάρη: όταν πεθάνει να του βάλει δύο νομίσματα στα μάτια έτσι ώστε να πληρώσει τα «ναύλα» του βαρκάρη που θα τον πάει στην αντίπερα όχθη. Σε αντίθεση περίπτωση θα περιφέρεται σαν φάντασμα που δεν βρίσκει ανάπαυση.

Τελικά, είναι η γυναίκα του αυτή που θα γίνει κοινωνός του μυστικού (έστω και έμμεσα) και θα ρίξει δύο νομίσματα στον τάφο του άντρα της.

antres montero

Ο Aντρές Μοντέρο είναι συγγραφέας και προφορικός αφηγητής. Το 2017 ο συγγραφέας απέσπασε το βραβείο X Premio Iberoamericano de Novela Elena Poniatowska, στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου στην Πόλη του Μεξικού, για το έργο του Tony Ninguno. Έχει επίσης τιμηθεί με το βραβείο Marta Brunet και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο για το εφηβικό Alguien toca la puerta. Για το Ο θάνατος έρχεται στάζοντας βροχή απέσπασε το Βραβείο της Ακαδημίας Γλώσσας της Χιλής και το Βραβείο της Πόλης του Σαντιάγο. Διευθύνει τη Σχολή Λογοτεχνίας και Προφορικής Παράδοσης Casa Contada.

Στην «ανταρσία», ο Χουάν ντε Ντίος Ελιζάρντε, ο τελευταίος κληρονόμος της πατριαρχικής περιουσίας του Las Nalcas, την οποία είχε υπό την κατοχή της η δυναστεία των Ελιζάρντε αιώνες τώρα, πέφτει θύμα ανταρσίας ή παρανόησης (δεν το μαθαίνουμε ποτέ).

Οι επιστάτες και οι δουλευτές του δεν τον αναγνωρίζουν και πιστεύουν πως είναι ένας ξένος. Ούτε καν η μελλοντική γυναίκα του δεν τον αναγνωρίζει. Ποιον, αυτόν που μέχρι χθες όλοι έτρεμαν για τη βιαότητα των πράξεών του και τη σφοδρότητα της φωνής του. Τελικά, μαθαίνει πως έχει πεθάνει και δεν το ξέρει.

Στο εξαιρετικό από κάθε άποψη διήγημα με τίτλο «Η μονομαχία» δύο πρώην σύντροφοι εν όπλοις στις κλοπές αλόγων συναντιούνται ξανά για να λύσουν με τα όπλα τις μεταξύ τους διαφορές. Ένας από τους δύο πρέπει να πεθάνει, δεν γίνεται αλλιώς. Είναι ο σκληρός νόμος του «επαγγέλματός» τους. Τα χρέη ξεπληρώνονται μόνο με αίμα. Αποφασίζουν να μονομαχήσουν μακριά από την πόλη. Οδεύουν προς τη θάλασσα, μόνο που δεν περίμεναν πως η παλίρροια (να πάλι το υδάτινο στοιχείο που παίζει ρόλο) θα ανατρέψει τα σχέδιά τους και ουσιαστικά θα τους ρίξει ξεθυμασμένους στην ακτή. Θα μονομαχήσουν τελικά; Ουδείς γνωρίζει.

Μπορεί ένα κορίτσι να έχει νονό της τον θάνατο και να του ζητάει χάρες; Αυτό συμβαίνει με την επονομαζόμενη «Νέγρα» στο διήγημα «Βαφτισιμιά». Αναπολεί το παρελθόν της, πώς βρέθηκε ξαφνικά στο Las Nalcas, πώς την κακομεταχειρίστηκε ο Χουάν ντε Ντίος Ελιζάρντε, αλλά και πώς αγάπησε πραγματικά τον Τσόλο, τον ένα από τους δύο μονομάχους που γνωρίσαμε στην προηγούμενη ιστορία. Καταλήγει όλοι να την θεωρούν μάντισσα και μάγισσα (ταυτοχρόνως), καθώς ο «νονός» της, ο θάνατος, την ενημερώνει από πριν ποιος θα πάρει μαζί του.

Όλες οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι, δυνάμει, μέρος της προφορικής παράδοσης ενός λαϊκού πολιτισμού που διατηρεί ζωντανά τα στοιχεία του.

Στην τελευταία ιστορία «Φλορ και τρούκο πάλι, γέρο!», ένας νεαρός άνδρας καλύπτει την τετράδα μιας παρέας ηλικιωμένων για να παίξουν τρούκο (παιχνίδι με χαρτιά). Μόνο που αυτό το παιχνίδι δεν έχει τέλος. Διαρκεί εβδομάδες, μήνες, χρόνια. Πάντα μένει μια τετράδα να συνεχίσει το παιχνίδι. Αν κάποιος πεθάνει, βρίσκεται αμέσως ο αντικαταστάτης του.

Southern gothic

Είναι προφανές από τα προεκτεθέντα ότι έχουμε να κάνουμε με ιστορίες που κρύβουν κάμποσους παραδρόμους κι ακόμη περισσότερες εξηγήσεις για το τι πραγματικά συνέβη. Το φανταστικό στοιχείο μετεξελίσσεται σε υπερβατικό, ενώ ο πηγαίος αταβισμός αιματώνει τις ιστορίες με μεγάλες δόσεις αληθοφάνειας, την ίδια στιγμή που διαρρηγνύει συνεχώς τη σχέση με την αλήθεια. Μα, αυτό ακριβώς είναι το ευτυχές παράδοξο αυτό του βιβλίου.

Όλες οι ιστορίες θα μπορούσαν να είναι, δυνάμει, μέρος της προφορικής παράδοσης ενός λαϊκού πολιτισμού που διατηρεί ζωντανά τα στοιχεία του, αλλά και μέρη μιας εξαιρετικής southern gothic λογοτεχνικής συμφωνίας. Η εξαιρετική μετάφραση ανήκει στην Μαρία Παλαιολόγου.

 Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.


Απόσπασμα από το βιβλίο:

«Πώς να σκαρφίστηκε ο γέρος της αυτή την υπόθεση με τα νομίσματα στα μάτια; Είναι ο πιο ξεροκέφαλος ετοιμοθάνατος που της έλαχε να δει. Μέχρι αιρετικός κοντεύει να γίνει. Η εουλάλια δεν μπορεί να καταλάβει προς τι τόσος φόβος για τον θάνατο, μείνε μαζί μου, γυναίκα, για να μην είμαι μόνος όταν έρθει η ώρα. Ποιος να του έχει βάλει αυτά τα πράγματα στο κεφάλι; Αφού στη Βίβλο το λέει ότι θα πάμε όλοι στον ουρανό και ότι θα υπάρχει μεγάλο φαγοπότι και ότι θα μπορέσουμε να δούμε τον Χριστό να κάθεται εκ δεξιών του Πατρός» (σελ. 33).

Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

ΜΑΡΙΑ ΜΑΝΩΛΕΛΗ, In God we trust, Εκδόσεις Ποταμός

Μαρία Μανωλέλη: συνέντευξη με αφορμή το βιβλίο «In God we trust» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός

Η ενδοοικογενειακή βία ήταν ο καμβάς πάνω στον όποιο έκανε το συγγραφικό ντεμπούτο της η δημοσιογράφος Μαρία Μανωλέλη, με το πρώτο της μυθιστόρημα «Μέσα Πέτρα» (2020, εκδ. Ποταμός). Τώρα, στο «In God we trust» από τις ίδιες εκδόσεις, το σκηνικό έχει στηθεί στην Αμερική και πρωταγωνιστές είναι 20 weirdo, φουκαριάρηδες φτωχοδιάβολοι που δεν περιμένουν τίποτα από κανέναν. Είκοσι ζωές που παραδέρνουν στη «γη της Επαγγελίας» και που δεν κατάφεραν να προκόψουν. Είκοσι αντιήρωες, πλάσματα αδίστακτα και λαβωμένα, που το αμερικανικό όνειρο τούς άφησε έξω από τις φτερούγες του. Από πού ξεπήδησαν και πού πηγαίνουν; Ρωτήσαμε τη συγγραφέα.

Από την Κρήτη, τόπο μαγικό και καταραμένο του πρώτου σου βιβλίου, πώς «βρέθηκες» στην Αμερική;
 Δεν είχα κανονίσει να βρεθώ εκεί, οι ήρωές μου με πήγαν. Αρκετά από τα διηγήματα του βιβλίου είχαν γραφτεί πριν ακόμα γράψω το πρώτο μου βιβλίο. Είχα έναν φάκελο στον υπολογιστή μου με την ονομασία USA Weirdos και μέσα εκεί υπήρχαν αρκετά διηγήματα με φόντο τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συχνά, βλέποντας κάποιο ντοκιμαντέρ ή κάνοντας κάποια συζήτηση με Αμερικανούς για τις συνθήκες διαβίωσης  στις ΗΠΑ ερχόταν και μια νέα ιστορία να προστεθεί στο φάκελο.
Με ιντριγκάρει  συγγραφικά το γεγονός ότι στην Αμερική - γνωστή και ως «land of plenty”-  ένα ποσοστό γύρω στο 13% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Ακόμα και ανάμεσα σε αυτό το ποσοστό υπάρχουν βαθμίδες. Είναι αυτοί που κάθε τρεις και λίγο βρίσκονται αντιμέτωποι με έξωση. Οικογένειες που σιτίζονται με κακής ποιότητας φθηνά τρόφιμα από τα μάρκετ των φτωχών και τράπεζες τροφίμων. Μετά είναι αυτοί που ζουν στα αυτοκίνητά τους σε τεράστια πάρκινγκ αστέγων όντας υπερχρεωμένοι με δάνεια που δεν μπορούν να καλύψουν ακόμα και δουλεύοντας. Ύστερα υπάρχουν οι άστεγοι στις σκηνές και κάτω από τις γέφυρες, χωρίς πρόσβαση σε δομές υγείας, καμία περίθαλψη. Εν γένει επικρατεί μια κατάσταση εξαθλίωσης στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Πολλοί άστεγοι είναι ενήλικες που έχουν γεννηθεί σε οικογένειες τοξικομανών ή αστέγων οπότε δεν έχουν κανένα μέτρο σύγκρισης για την κατάσταση στην οποία ζουν. Υπάρχει μια αποδοχή της εξαθλίωσης εφόσον δεν υπήρξε ποτέ καμία χειρολαβή να πιαστούν.
Γενικότερα ισχύει το όπου φτωχός και η μοίρα του αλλά νομίζω πως οι φτωχοί της Αμερικής είναι σε ακόμα χειρότερη μοίρα κυρίως επειδή ζουν υπό τέτοιες συνθήκες σε μια χώρα που  η κατανάλωση και η σπατάλη είναι τρόπος ζωής. Τώρα όλο αυτό που περιγράφω εμένα κάτι μου έκανε και ήθελα να τους φανταστώ σε συνθήκες καθημερινότητας, εκεί που προσπαθούν να ξεφύγουν από έναν φαύλο κύκλο που τους έχει καταπιεί. Δεν είναι όλοι οι ήρωες των διηγημάτων μου τόσο βαριά περιστατικά αλλά ας πούμε πως όλοι ζουν στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού χωρίς να έχουν απόλυτη αντίληψη της κατάστασής τους.

Έχεις ζήσει στην Αμερική;
Στην Αμερική δεν έχω ζήσει, όμως έχω βρεθεί εκεί δύο φορές για δουλειά κι έχω δει αρκετές εικόνες από αυτές που περιέγραψα παραπάνω. Πολλές πληροφορίες τις έχω αντλήσει από ντοκιμαντέρ που έχω δει για την οικονομική εξαθλίωση αλλά τις πιο σημαντικές πληροφορίες τις έχω πάρει από Αμερικανούς με τους οποίους συναναστρέφομαι καθημερινά στη θερινή μου εργασία. Δουλεύω κατά τη θερινή σεζόν ως hostess σε σκάφη αναψυχής και εκμαιεύω πληθώρα πληροφοριών και λεπτομερειών. 

Από πού εμπνεύστηκες τους είκοσι αντιήρωες του βιβλίου σου;
Συχνά μια αδιάφορη πληροφορία γίνεται αφορμή για να σκεφτώ κάποιον ήρωα. Πρώτα έχω έτοιμο τον ήρωα και μετά γεννιέται η ιστορία του. Κάποιοι μάλιστα έρχονται και σφηνώνουν στο μυαλό μου και με αφήνουν ήσυχη όταν τους βάλω στο χαρτί. Είμαι τυχερή που η Αναστασία Λαμπρία και ο Ποταμός παίρνουν το αποτέλεσμα της ανησυχίας μου σοβαρά.

Ο τίτλος «In God we trust» τι συμβολίζει;
Η φράση In God We Trust είναι το επίσημο moto των ΗΠΑ, αναγράφεται πάνω στο δολάριο κι έχει τις ρίζες της στον εμφύλιο πόλεμο. Ένα κράτος στα χέρια του Θεού. Με μια δεύτερη ανάγνωση περιγράφει την κατάσταση των ηρώων μου, δεν έχουν κάτι για να ελπίζουν, τίποτα να πιστέψουν, σε τίποτα να βασιστούν. Είναι στο έλεος του Θεού.


Η σύγχρονη κοινωνία έχει μία ιδιαίτερη εμμονή με τους αντιήρωες, τους αποσυνάγωγους και γιατί;
Δεν ξέρω αν έχει η σύγχρονη κοινωνία εμμονή με τους αποσυνάγωγους, μάλλον περιέργεια έχει. Η παραβατικότητα όταν την παρακολουθεί κάποιος απ’ έξω συναρπάζει. Κατά τη γνώμη μου η σύγχρονη κοινωνία έχει εμμονή με τους αψεγάδιαστους - ποτέ ο κόσμος δεν ήταν τόσο αψεγάδιαστος όσο είναι σήμερα στο Instagram κι εκεί οι αποσυνάγωγοι δεν έχουν  κανένα χώρο. Οι αντιήρωες ίσως προσφέρουν μια στιγμιαία ανακούφιση στον παρατηρητή, επιβεβαιώνουν «άμα τη εμφανίσει»  ότι τα έχεις πάει καλύτερα, ότι ευτυχώς δεν είσαι σαν κι αυτούς. Χρωστάς ξέρω γω της Μιχαλούς αλλά δεν είσαι όμως και με μια κουβέρτα στην πλάτη να σέρνεσαι στο κέντρο της πόλης και να ψάχνεις στα σκουπίδια.

Στο βιβλίο σου και το «αδύναμο φύλο» είναι άτομα αδίστακτα, άκαρδα, φτάνουν να γίνουν δολοφόνοι, όμως με αιτία. Τις γυναίκες πιστεύεις τις κάνει έτσι η ζωή;
Ας μην χρησιμοποιήσουμε τον όρο αδύναμο φύλο καλύτερα. Ναι, κάποιοι από τους ήρωες είναι αδίστακτοι και σκληροί άλλοι αδύναμοι και αδιάφοροι προς τα πάντα. Όλοι όμως τσαλαπατημένοι συναισθηματικά. Αν υποθέσουμε ότι η στοργή είναι μια γλώσσα που μαθαίνουμε στην παιδική μας ηλικία όπως μαθαίνουμε τη γλώσσα που μιλάμε τότε μπορούμε να πούμε πως κάποιοι άνθρωποι μένουν αναλφάβητοι στον τομέα αυτό. Ναι, πιστεύω πως οι πολύ δύσκολες συνθήκες ζωής είτε σε αποδυναμώνουν, είτε σε σκληραίνουν καθώς πιστεύω και πως η κακή παιδική ηλικία δημιουργεί συναισθηματική αναπηρία χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί κανόνα.