Μια αξιοπρεπής έξοδος» από την καταρρέουσα αποικιοκρατία προς διάσωση γοήτρων
Γράφει η Αγγελική Σπηλιοπούλου //
Ερίκ Βυϊγιάρ «Μια αξιοπρεπής έξοδος», Μετάφραση: Μανώλης Πιμπλής, εκδ. Πόλις, σελ. 184
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ, με την απαράμιλλη αφηγηματική του δεξιότητα, στο αφήγημα του “Μια αξιοπρεπής έξοδος”, μας προσφέρει τη δική του σαρκαστική , έως κυνική, οπτική του Πολέμου της Ινδοκίνας.
Όπως έχουμε διαπιστώσει, συνυφασμένη με την εξέλιξη των ανθρωπίνων κοινωνιών υπήρξε η ανάγκη για εξερεύνηση και επέκταση.
Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής ανάπτυξης των ευρωπαϊκών χωρών, παρατηρείται η εμφάνιση του φαινόμενου του ιμπεριαλισμού με απότοκό του την αποικιοκρατία.
Από τα τέλη του 19ου αιώνα γίνεται αισθητή η παρουσία της Γαλλίας στην περιοχή της Ινδοκίνας στο πλαίσιο της αποικιοκρατικής πολιτικής της.
Από το 1883 η περιοχή καταγράφεται ως αποικία της Γαλλίας, γνωστή ως γαλλική Ινδοκίνα.
Στο νέο βιβλίο του, με τίτλο “Μια αξιοπρεπής έξοδος” ο Έρικ Βυϊγιάρ ανατέμνει τα γεγονότα που οδήγησαν στον πόλεμο της Ινδοκίνας, τη Μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου, την ήττα και την αποχώρηση της Γαλλίας από την περιοχή, για να καταλήξει στη μετάβαση από το τέλος του Πρώτου πολέμου της Ινδοκίνας στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Όπως συμβαίνει σε κάθε αποικιοκρατικό μοντέλο, έτσι και σε αυτή την περίπτωση, υπάρχει εκμετάλλευση της αποικιοκρατούμενης περιοχής από τη μητρόπολη. Κολοσσιαίες εταιρείες αντλούν πρώτες ύλες ή κατασκευάζουν προϊόντα υφαρπάζοντας το πλούτο μιας χώρας, έχοντας τους πολίτες της ως εργατικό δυναμικό, υπό καθεστώς οικονομικής εκμετάλλευσης, και σε αρκετές περιπτώσεις, σε συνθήκες ομηρίας και κακοποίησης.
Η εξιστόρηση των γεγονότων ξεκινά παραθέτοντας όσα κατέγραψαν οι πρώτοι επιθεωρητές εργασίας στη γαλλική Ινδοκίνα αρχές της δεκαετίας του 1920. Κατά την επίσκεψή τους σε φυτεία της Michelin, διαπίστωσαν την κακοποίηση που υφίσταντο οι εργαζόμενοι, τις μυστηριώδεις αυτοκτονίες και τις απόπειρες τους να δραπετεύσουν από τις φυλασσόμενες εγκαταστάσεις. Οι επονομαζόμενοι “λιποτάκτες” ήταν απλώς άνθρωποι που ήθελαν να επιζήσουν των εξαθλιωτικών συνθηκών εργασίας.
Το περιστατικό αυτό μας δίνει την εικόνα των όσων συνέβαιναν στη γαλλική αυτή κτήση. Υπογραμμίζει, κατά αυτό τον τρόπο, τον αθρόο θυμό και την αγανάκτηση αυτών των ανθρώπων που κατά ορδές θα εγκατέλειπαν τις φυτείες για να ενταχθούν στις ομάδες αντίστασης των Βιετμίνχ ενάντια στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία.
Ο πρώτος πόλεμος της Ινδοκίνας ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 1946 και κορυφώθηκε τον Μάιο του 1954, όπου και κατέληξε, με την ήττα της Γαλλίας στη μάχη του Ντιεν Μπιεν Φου, στο τέλος της γαλλικής αποικιοκρατίας.
Στο μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης του ο Βυϊγιάρ καταπιάνεται με το πολιτικό σύστημα της Γαλλίας και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα που καθόριζαν την εξωτερική πολιτική της χώρας.
Εν πρώτοις, χρησιμοποιώντας πρόσωπα της πολιτικής σκηνής, αναλύει την οικογενειοκρατία, τους γάμους συμφέροντος για εξασφάλιση θέσεων ισχύος, τη συνεργασία επιχειρήσεων με εκπροσώπους της κυβέρνησης. Πρόκειται για τους εμπλεκόμενους στον πόλεμο της Ινδοκίνας, οι κινήσεις και οι αποφάσεις των οποίων συνετέλεσαν στην έκβαση αυτού του αποτελέσματος.
Εν συνεχεία, στο ερευνητικό του στόχαστρο εισέρχονται επιχειρήσεις και κυρίως η Τράπεζα της Ινδοκίνας. Αναφέρει την επαγγελματική σχέση μελών του συμβουλίου της Τράπεζας της Ινδοκίνας, διορισμένων και σε διοικητικά συμβούλια ενός τεράστιου δικτύου θυγατρικών εταιρειών που επεκτεινόταν και σε άλλες αποικίες
Δεν παραλείπει όμως να επισημάνει τη σύνδεση μεταξύ θεσμών, που εκπροσωπούνται από πρόσωπα, και του ανθρώπινου στοιχείου. Η διάσταση αυτή, των αδυναμιών και των ελλείψεων που φέρουν τα εκάστοτε εντεταλμένα κυβερνητικά στελέχη, συνδυάζεται με τον δόλο που εμπεριέχεται στη λήψη αποφάσεων. Ο δόλος αυτός μπορεί να προέρχεται από ίδιον συμφέρον ή να απορρέει από την υποχρεωτικότητα που χαρακτηρίζει σχέσεις σκοπιμότητας.
Θα πρέπει όμως να δούμε ποιο είναι το ζητούμενο του Βυϊγιάρ στην παράθεση και εξέταση αυτών των γεγονότων. Οι αναφορές και οι συνδέσεις που επιχειρεί καταδεικνύουν την απέλπιδα προσπάθεια της Γαλλίας για διάσωση γοήτρων, όχι μόνο της χώρας μα και τον διοικούντων αυτής. Στο βωμό αυτής της “αξιοπρεπούς εξόδου” από τον καταρρέοντα αποικισμό θυσιάστηκαν χιλιάδες ζωές και δαπανήθηκαν τεράστια κρατικά κονδύλια που χρηματοδότησαν τον πολυετή αυτό πόλεμο.
Όπως η ιστορία απέδειξε, η οικονομική και στρατιωτική ανωτερότητα της Γαλλίας δεν απέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα της νίκης και της παραμονής στην Ινδοκίνα. Οι Βιετμίνχ απεδείχθησαν αποτελεσματικότεροι, τόσο στον πόλεμο με τη Γαλλία όσο και σε αυτόν με τις ΗΠΑ στη συνέχεια.
Παρότι ο Βυϊγιάρ δεν έχει ως αντικείμενό του τη μυθοπλασία αλλά το αφήγημα ιστορικοπολιτικού χαρακτήρα, διανθίζει τη γραφή του με λογοτεχνικό τρόπο. Η εικονοπλαστική ικανότητά του παρέχει στο κείμενο τη σύνδεση του αναγνώστη με την ανθρώπινη κατάσταση των εμπλεκομένων, καθιστώντας την αφήγησή του έμφορτη συναισθημάτων. Επιπροσθέτως, τολμά να εκφράζει προσωπική κρίση, είτε με την άμεση τοποθέτησή του είτε μέσω σκωπτικών, σαρκαστικών σχολιασμών.
“…δεν είναι πρόσωπα αυτά που βλέπουμε αλλά πόστα, δεν είναι προθέσεις, ικανότητες, δεν είναι γνώσεις αυτά που βλέπουμε, είναι η δομή του κόσμου. Και θα έπρεπε για μια φορά τουλάχιστον να μπορούσαμε να τα κοιτάξουμε όλα αυτά, για μια και μόνη φορά, κατάματα, όλη αυτή τη μάζα συμφερόντων, νημάτων που τους συνδέουν μεταξύ τους, νημάτων που έχουν τόσο μπλεχτεί ώστε σχηματίζουν ένα τεράστιο κουβάρι, μια γιγαντιαία μούρη, έναν τρομακτικό σωρό τίτλων, ιδιοκτησιών και αριθμών, σαν έναν τρομερό σωρό νεκρών, θα έπρεπε να μπορούσαμε να καρφώσουμε το βλέμμα μας, για ένα λεπτό έστω, πάνω σε αυτή την τερατώδη αλήθεια, όπως λένε ότι γίνεται αμέσως πριν πεθάνει κάποιος παρασυρμένος από τυφώνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που, με το πρόσωπο του κόσκινο από τη βροχή, με τα μάτια του να τα μαστιγώνει ο άνεμος, βλέπει το μάτι του κυκλώνα.”
Το βιβλίο του Ερίκ Βυϊγιάρ “Μια αξιοπρεπής έξοδος” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις σε μετάφραση του Μανώλη Πιμπλή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου