Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ, ΑΥΤΟΣ Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ

 

Ένας άντρας περνά έναν ολόκληρο χειμώνα ως φύλακας σε ένα απομακρυσμένο χωριό. Ένας ουρανός κάτασπρος και το δάσος απέναντι σαν σε ασπρόμαυρη φωτογραφία. Η βροχή, το χιόνι ο άνεμος και το κρύο που απειλούν να γκρεμίσουν τα πάντα, το εγκαταλελειμμένο χωριό που αντιστέκεται μέσα στη μοναξιά, το δάσος και τα μυστικά του, συνθέτουν ένα μυστηριακό κόσμο όπου ο απομονωμένος ήρωας αναμετριέται διαρκώς με τα στοιχεία της φύσης, με τα πράγματα που τον περιτριγυρίζουν, αλλά και με τον εαυτό του, με τις αναμνήσεις και το παρελθόν του. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ

"Το χειμώνα είναι καλύτερα έλεγε ο Στεργιος σε όσους τον πείραζαν. Γιατί ρε; τον ρωτούσαν οι φίλοι του. Γιατί έχεις παρέα τους φίλους που δεν μιλούν. Τα δέντρα, τα βουνά, τα περάσματα, το χωριό. Τα δάση τους έλεγε. Μπορεί να μη μιλάνε, αλλά αλουν, τους έλεγε".

"Στον αποκλεισμό βέβεια δεν έχουν σημασία οι προμήθειες. Το δύσκολοο είναι να αντέξεις τον εαυτό σου".


ΝΙΚΗΤΑΣ ΣΙΝΙΟΣΟΓΛΟΥ, ΑΠΟΜΟΝΩΤΗΡΙΟ ΛΟΙΜΥΠΟΠΤΩΝ ΖΩΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΙΧΛΗ

 


Το Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο -του οποίου την ιστορία θα μάθουμε σε άλλο βιβλίο- γυρνά νύχτα στους δρόμους μιας πολιτείας σε παρακμή, ώσπου χάνει τον δρόμο για το σπίτι του. Το κλείνουν στο Απομονωτήριο, ένα ίδρυμα για την ενδυνάμωση λοιμυπόπτων ζώων με ιδιαιτερότητες. Κάθε νύχτα και άλλο ζώο παίρνει τον λόγο και διηγείται την ιστορία του άγριου βασανισμού του. Αφηγούνται βίαιες ιστορίες από έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος έχει πάψει να είναι η κορωνίδα της Δημιουργίας και έγινε η ασθένειά της.

Το Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων κρύβει πίσω από τις πόρτες του την εξωφρενική προσδοκία της επιστροφής στο κτήνος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Η ΑΚΟΛΟΥΘΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΑΝΤΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΕΔΩ

ο Bookreads έχει την ιδιαίτερη χαρά να φιλοξενεί έναν συγγραφέα που ξεχωρίζει για το βάθος και τη μοναδικότητα του λόγου του, τον Νικήτα Σινιόσογλου.

Ένας δημιουργός που με τις λέξεις του δεν περιορίζεται απλά στο να αφηγείται, αλλά μας προσκαλεί να περιπλανηθούμε μαζί του στα μονοπάτια της αστικής καθημερινότητας, να δούμε την πόλη μέσα από διαφορετικές οπτικές, και να αναστοχαστούμε για την ύπαρξή μας μέσα σε αυτήν.

Ο Νικήτας Σινιόσογλου πειραματίζεται με τα όρια μεταξύ δοκιμιακού και λογοτεχνικού λόγου, δημιουργώντας έναν μοναδικό συνδυασμό που αποτυπώνει την ατμόσφαιρα και τις αντιφάσεις της σύγχρονης αστικής ζωής.

Ο Νικήτας Σινιόσογλου είπε χαρακτηριστικά αναφερόμενος στο γράψιμο σαν διαδικασία:

«[...]Αλλά δεν είμαστε μάγοι, κι ίσως γι᾽αυτό γράφουμε, επειδή είμαστε αποτυχημένοι μάγοι.»

Οι γραμμές του δεν ακολουθούν τους συνηθισμένους δρόμους, αλλά με κάθε του έργο προκαλεί την αντίληψη του αναγνώστη, καλώντας τον να σκεφτεί και να βιώσει την πόλη και το περιβάλλον της όχι μόνο ως σκηνικό, αλλά και ως μέρος της εσωτερικής του περιπλάνησης.

Όταν τον ρωτήσαμε πως βλέπει τον εκδοτικό κόσμο στην Ελλάδα, με τόσα και τόσα βιβλία που βλέπουμε στους πάγκους των βιβλιοπωλείων εκείνος απάντησε χαρακτηριστικά:

«Οι δημιουργοί που εκμεταλλεύονται τις τάσεις της εποχής για να εισπράξουν χειροκρότημα και επιχορηγήσεις. Μονίμως αγανακτισμένοι, αλλά τόσο αυτάρεσκοι, σπεύδουν να καταγγείλουν το άλφα και το βήτα με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Υπάρχει κάτι σωφρονιστικό στην τέχνη που προωθούν και συχνά λειτουργούν σαν σέχτα (ενώ μιλάνε για συμπερίληψη). Και οι πέτρες έχουν καταλάβει ότι πρόκειται για επιτήδειο μάρκετινγκ.»

βιβλιο siniosogloy

Στο τελευταίο του βιβλίο όμως τα πράγματα παίρνουν μία διαφορετική τροπή. Στο βιβλίο «Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων» ο Σινιόσογλου μιλάει με παραβολές ζώων. Οι ιστορίες εδώ κρύβουν πίσω από τις πόρτες τους «την εξωφρενική προσδοκία της επιστροφής στο κτήνος». Μιλώντας μέσα από τα μάτια και τα σώματα διαφόρων ζώων, ο Σινιόσογλου μας δείχνει κάτι πολύ σημαντικό για τις ζωές μας στην σημερινή κοινωνία.

Είπε συγκεκριμένα για το τελευταίο του βιβλίο, μεταξύ άλλων:

«Ίσως το Απομονωτήριο να είναι μια αλληγορία για την ασθένεια του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό που λέμε «δυτικός πολιτισμός» αλλάζει και μετατρέπεται σε κάτι άσαρκο, αφύσικο και ουδέτερο που δεν μπορεί πια να είναι πολιτισμός. Όμως, αυτό το νέο υβρίδιο παίρνει τη θέση του πολιτισμού και επιβάλλει τις νόρμες του… Αυτή τη στιγμή ο δυτικός πολιτισμός είναι κάτι ανάμεσα σε εμπόρευμα και σε πτώμα».

Ο Νικήτας Σινιόσογλου, γνωστός για τα επιτυχημένα του δοκίμια, τώρα γράφει ένα μικρό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές ζώα. Τον ρωτήσαμε αν στο τελευταίο του βιβλίο είχε αλληγορική διαθεση κι εκείνος μας είπε:

«Εδώ είναι το περίεργο. Όσο έγραφα δεν είχα καμία διάθεση αλληγορική, με ρουφούσε η σάρκα του ζώου που το ξεσκίζουν, το αποτύπωμα της ανθρώπινης μανίας στο σώμα, με είχε κυριεύσει το μπουλούκι των παιδιών που βασανίζει τη γάτα στο δρόμο. Έβλεπα μόνον το μένος του ανθρώπου απέναντι στην αγνότητα και στην ιερότητα του σώματος, την ατόφια στιγμή της ανθρώπινης κακίας απέναντι σε κάτι φυσικά όμορφο, κυρίως το συμβάν του μαρτυρίου. »

Ο Νικήτας Σινιόσογλου είναι συγγραφέας και γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε φιλοσοφία στα Πανεπιστήμια Αθηνών, Μονάχου και Cambridge (PhD).

Στην αγγλική γλώσσα έχει εκδώσει, μεταξύ άλλων, δύο μονογραφίες: Plato and Theodoret: The Christian Appropriation of Platonic Philosophy and the Hellenic Intellectual Resistance (Cambridge University Press, 2008) και Radical Platonism in Byzantium: Illumination and Utopia in Gemistos Plethon (Cambridge University Press, 2011).

Στα ελληνικά έχει εκδώσει τα βιβλία: Αλλόκοτος Ελληνισμός. Δοκίμιο για την οριακή εμπειρία των ιδεών (Κίχλη, 2016· Βραβείο Δοκιμίου του περιοδικού «Ο Αναγνώστης», 2017)· Μαύρες Διαθήκες. Δοκίμιο για τα όρια της ημερολογιακής γραφής (Κίχλη, 2018)· Λεωφόρος ΝΑΤΟ. Δοκιμή περιπλάνησης (Κίχλη, 2019).

Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη με τον Νικήτα Σινιόσογλου:

Πες μας για το τελευταίο σου βιβλίο, «Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων»

Νικήτας Σινιόσογλου: Το Απομονωτήριο είναι μια δομή για ζώα τσακισμένα σωματικά και ψυχικά. Ο ήρωας του βιβλίου είναι επίσης ζώο, όμως αταυτοποίητο, γιατί δεν μαθαίνουμε ποτέ τι ζώο είναι, ξέρουμε μόνον ότι το μάγκωσαν μετά από μια νυχτερινή περιπλάνηση και το έκλεισαν στο Απομονωτήριο. Τα ημιθανή όντα που συναντά στους διαδρόμους του ιδρύματος, κανονικά ζώα ή προϊόντα εργαστηριακού πειραματισμού και υβριδισμού, παίρνουν διαδοχικά τον λόγο και διηγούνται την ιστορία του άγριου βασανισμού τους. Εξυμνούν τον διευθυντή του Απομονωτηρίου, ο οποίος με τεχνικές επαγγελματία ψυχικής υγείας και life-coach χειραγωγεί τα ζώα και τα «ενδυναμώνει», δηλαδή τα εθίζει στην τοξική θετικότητα με σκοπό να ανακόψει την κατάρρευσή τους και να εμποδίσει τη μετάδοση ηττοπαθών ιδεών... Κάνει τα σώματα να λειτουργούν, κι ας ρημάξει το μέσα. Ο ήρωάς μας δεν μιλάει ποτέ, μόνον ακούει τις ιστορίες των ζώων, μερικές φορές στη ζωή δεν σου απομένει τίποτα άλλο απ᾽το να ακούς τις ιστορίες των άλλων. Μέχρι που το ένστικτο ―κι όχι το μυαλό― τον προειδοποιεί πως ολόγυρα η βία έχει πολύ ύπουλα περάσει από το σύστημα στα θεραπευόμενα ζώα, όσο κακόμοιρα και αν έμοιαζαν προ ολίγου…

siniosoglou siggrafeas bookreads

Ο Νικήτας Σινιόσογλου μιλάει στο CNN Greece.

Νίκος Ραζής/CNN Greece

Γιατί επέλεξες να μιλήσεις μέσω των ζώων;

Νικήτας Σινιόσογλου: Από την ανία και την αηδία που μου προκαλεί ο κόσμος των ανθρώπων. Νομίζω ότι αυτός ο κόσμος επιβιώνει ως καρικατούρα μιας ακαθόριστης ιατρικής δομής. Η Δύση παρακμάζει σαν ίδρυμα, όπου διασφαλίζεται πως οι άνθρωποι θα παραμένουν στοιχειωδώς λειτουργικοί, ενώ έχουν χάσει την ψυχή τους. Όταν τα σκέφτομαι αυτά, η ουρά μιας γάτας, ένα πουλί που ανοίγει τα φτερά του, είναι στιγμιαίες διαφυγές, έχουν κάτι από αντίδοτο και σήμα.

Είναι λοιπόν τα ζώα απλά ένα όχημα για να πεις κάτι άλλο;

Νικήτας Σινιόσογλου: Ίσως το Απομονωτήριο να είναι μια αλληγορία για την ασθένεια του σύγχρονου πολιτισμού. Αυτό που λέμε «δυτικός πολιτισμός» αλλάζει και μετατρέπεται σε κάτι άσαρκο, αφύσικο και ουδέτερο που δεν μπορεί πια να είναι πολιτισμός. Όμως, αυτό το νέο υβρίδιο παίρνει τη θέση του πολιτισμού και επιβάλλει τις νόρμες του… Αυτή τη στιγμή ο δυτικός πολιτισμός είναι κάτι ανάμεσα σε εμπόρευμα και σε πτώμα.

Επομένως, πιστεύεις πως η σημερινή κοινωνία μας αντιμετωπίζει σαν ετοιμοθάνατα ζώα που ολοκληρώνουν τον κύκλο τους;

Νικήτας Σινιόσογλου: Η γνώμη μου είναι πως οι κοινωνίες της Δύσης έχουν εξαντλήσει τα περιθώριά τους να αναπαραχθούν. Δημογραφικά και πολιτισμικά υφίσταται μια καθίζηση, μια φθίνουσα και εκφυλιστική πορεία που είναι μη αναστρέψιμη. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες σέρνονται με πατέντες σαν παλιά μηχανή που φτύνει λάδια. Υπάρχει ολόγυρα μια πρωτόγνωρη έξαρση της βίας ― τόση βία σωματική, ψυχική και συναισθηματική, βία ύπουλη, επιπλέον η βία της επιστήμης, καθώς εισβάλλει ανεξέλεγκτη στον βίο των ανθρώπων. Υποχώρησαν οι φυσικές ανθεκτικές συνδέσεις μεταξύ των προσώπων, γι᾽αυτό τόσα προφίλ, και κατοικίδια, και ψυχοθεραπείες. Θα μπορούσες να πεις, ότι ο άνθρωπος ως πρόσωπο επιτέλους υποβαθμίζεται όπως του αξίζει, τη στιγμή που αναβαπτίζεται το πρόσωπο του ζώου.

Είχες πρόθεση αλληγορική εξαρχής;

Νικήτας Σινιόσογλου: Εδώ είναι το περίεργο. Όσο έγραφα δεν είχα καμία διάθεση αλληγορική, με ρουφούσε η σάρκα του ζώου που το ξεσκίζουν, το αποτύπωμα της ανθρώπινης μανίας στο σώμα, με είχε κυριεύσει το μπουλούκι των παιδιών που βασανίζει τη γάτα στο δρόμο. Έβλεπα μόνον το μένος του ανθρώπου απέναντι στην αγνότητα και στην ιερότητα του σώματος, την ατόφια στιγμή της ανθρώπινης κακίας απέναντι σε κάτι φυσικά όμορφο, κυρίως το συμβάν του μαρτυρίου. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε, πέρα από το σώμα που το σταυρώνουν και το βασανίζουν. Η αλληγορία, εάν υπάρχει, δεν μου ήταν συνειδητή, γεννήθηκε γράφοντας. Ας βρει ο αναγνώστης τις αναλογίες με το σήμερα...

siniosoglou

Ο Νικήτας Σινιόσογλου, συγγραφέας.

Νίκος Ραζής/CNN Greece

Πώς προέκυψε ο αλλόκοτος τίτλος;

Νικήτας Σινιόσογλου: Ο τίτλος προέκυψε από ένα καταχωνιασμένο δημόσιο έγγραφο περί κτηνιατρικών δομών. Μου φάνηκε χαρακτηριστικό δείγμα ακούσιας ποίησης, όπως ονομάζω όρους επιστημονικούς και διατυπώσεις γραφειοκρατικές που κινητοποιούν συνειρμούς, τους οποίους πιθανότατα δεν φαντάζονταν οι εισηγητές τους. Το ίδιο ισχύει και για τη νομική διατύπωση Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο (έτσι ονομάζεται ο ήρωας της ιστορίας), μια τεχνική έκφραση για τα πρόβατα, τα κατσίκια, τα αλογάκια και λοιπά παραγωγικά ζώα που έχουν ξεφύγει από την επίβλεψη των ανθρώπων, κοινώς το ᾽χουν σκάσει από το μαντρί.

Είσαι κοντά με τα ζώα στην πραγματικότητα; Τι ρόλο παίζουν στη ζωή σου;

Νικήτας Σινιόσογλου: Είμαι εναντίον της μανίας με τα κατοικίδια. Με προβληματίζει η επίδειξή τους. Κάτι δεν πάει καλά... Από την άλλη, το ζώο κλονίζει τον ανθρωποκεντρισμό. Και αυτό είναι σπουδαίο. Τα ζώα τα σέβομαι και μαζί τα φοβάμαι. Με διαβάζουν με τρόπους που ξεπερνούν αυτούς των ανθρώπων. Στέκονται πιο άμεσα απέναντι στο ατόφιο συμβάν της ζωής. Συχνά μου πετάνε πίσω τον εαυτό μου, κάτι στο βλέμμα τους, που δεν μπορώ να εξηγήσω. Τα ζώα ήταν πάντα ο άβολος καθρέφτης του ανθρώπου, ο απόλυτος ξένος και μαζί ο βαθύτερος εαυτός μας. Μια μεθόριος της ύπαρξης. Άνθρωποι και ζώα είναι πορώδη όντα, σαν μέσα από μεμβράνες αγγίζουν το ένα το άλλο και μαθαίνουν το ένα από το άλλο. Έτσι, από την αρχαιότητα ήδη αναπτύχθηκε ένα χωριστό λογοτεχνικό είδος, τα ζωολόγια, το οποίο μάλιστα συχνά ενσωμάτωνε υβριδικές μορφές και φανταστικά όντα, όπως συμβαίνει και στο Απομονωτήριο… Όσο εκφυλίζεται ο πολιτισμός των ανθρώπων, τόσο ενισχύεται ο κατοπτρισμός του ανθρώπινου ειδώλου στη σάρκα του ζώου. Μπροστά τους νιώθω μια νοσταλγία και μια ανατριχίλα, σαν να μπαίνω σε ιερό.

siniosoglou

Ο Νικήτας Σινιόσογλου μιλάει στο CNN Greece.

Νίκος Ραζής/CNN Greece

Φαντάσου τον εαυτό σου σαν ζώο, τι ζώο θα ήσουν;

Νικήτας Σινιόσογλου: Έχω αδυναμία στα ανεπιτήρητα κατσίκια Σίφνου. Πετάγεται ένα κεφάλι μέσα στα κατσάβραχα και στα θυμάρια και σχηματίζει ένα τεράστιο ερωτηματικό. Έπειτα εξαφανίζεται… Μου αρέσουν ζώα απροσάρμοστα και μη συνεργάσιμα, ζώα που καλά και σώνει οι άλλοι θέλουν να τα κάνουν παραγωγικά, ή ζώα συντροφιάς, και αυτά κλωτσάνε. Υπάρχει ένας τέτοιος γάτος μεταξύ πραγματικότητας και θρύλου, ο φουρόγατος. Λένε πως ήταν οικόσιτος γάτος που την κοπάνησε και αγρίεψε εκ νέου. Είναι μοναχικός γάτος, αποφεύγει τους ανθρώπους και τα άλλα ζώα και κινείται σαν φάντασμα στα βουνά. Αν τον δεις, μάλλον σημαίνει πως είναι άρρωστος ή τραυματισμένος.

Αν σε έκλειναν σε κάποιο ανάλογο άσυλο, όπως το περιγράφεις στο βιβλίο σου, πως θα αντιδρούσες;

Νικήτας Σινιόσογλου: Θα πηδούσα τη μάντρα. Έπειτα, θα έβρισκα ένα άλλο ανεπιτήρητο και παλαβούτσικο πλάσμα και θα επικοινωνούσαμε συνωμοτικά, όπως στο Trust (1990) του Hal Hartley. Μαζί θα κάναμε επιδρομές στα γιαπιά και τα ερείπια του πολιτισμού. Και όσο πάει.

Ποιες ήταν οι βασικές σου επιρροές καθώς έγραφες το βιβλιο «Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων»; Λογοτεχνικές και ό,τι άλλο φυσικά, κινηματογραφικές, εικαστικές κλπ…

Νικήτας Σινιόσογλου: Τα τελευταία χρόνια μάζευα ειδήσεις για τον βασανισμό και το μαρτύριο των ζώων σε όλη τη χώρα, και άλλες για τον υβριδισμό τους, ας πούμε για τα καβούρια που φρακάρουν σε σπασμένους γλόμπους και σε άλλα σκουπίδια των βυθών, ώσπου πεθαίνουν από ασιτία. Επομένως, οι ιστορίες των ζώων είναι πραγματικές, εμπνευσμένες από την επικαιρότητα. Το Γατί του Μιχαήλ Μητσάκη τυχαίνει να είναι το αγαπημένο μου διήγημα, μόνον που διασκευάζοντάς το ενσωμάτωσα ειδήσεις που έβρισκα για τον βασανισμό γατιών, με συγκλόνισε η περιοδικότητα και η επανάληψη του φαινομένου ― ένα είδος αποστροφής του ανθρώπου για την καθαρότητα της ύπαρξης, την οποία ο πολιτισμός απέτυχε να εξαλείψει. Στη θέση του γατιού μπορείς να βάλεις οποιοδήποτε αγνό πλάσμα. Σε πιο τεχνικό επίπεδο, με επηρέασαν τα ζωολόγια της Αναγέννησης και των νεότερων χρόνων, ιδίως όταν η φυσική επιστήμη εκτρέπεται στη φαντασία, οπότε πραγματικά ζώα ανακατεύονται με φανταστικά. Κατά τα άλλα, το βιβλίο έχει καταβολές θεατρικές. Και τώρα που το σκέφτομαι! Η ταινία του Μπρεσόν Au hasard Balthazar (1966), η οποία έχει για πρωταγωνιστή ένα γαϊδουράκι, είναι η πιο σπαρακτική στιγμή που έχω βιώσει στο σινεμά.

siniosoglou

Ο Νικήτας Σινιόσογλου, συγγραφέας.

Νίκος Ραζής/CNN Greece

Είναι τελικά τα ζώα πιο αθώα από τους ανθρώπους; Ή μήπως είναι κι αυτά σκληρά όργανα μιας ανηλεούς, σκοτεινής και αχόρταγης φύσης;

Νικήτας Σινιόσογλου: Το σύνηθες σφάλμα των μεταμοντέρνων προσεγγίσεων στα ζώα είναι η επιλεκτική αναγωγή της ζωικότητας (καλύτερα: της ζωοσύνης! Δεν είναι υπέροχη λέξη;) σε πρότυπο μας ιδανικής «συμπερίληψης». Κάποιοι φαντάζονται μια νέα «πολιτική της σχέσης» παιγνιώδη και υπερ-συμπεριληπτική βασισμένη στον τρόπο των ζώων, αποσιωπώντας ότι και ο κόσμος των ζώων είναι βουτηγμένος στη βία. Αρκεί να δεις στους σκοτεινούς δρόμους της Αθήνας κάτι μούργους γάτους που σέρνονται με τα αυτιά τους τσακισμένα από τις μάχες… Άνθρωποι και ζώα κατάγονται από την ίδια άβυσσο, μαζί περιπλανιόμαστε, συνοδοιπόροι, στις ατραπούς της προαιωνιας Πτώσης που μας σιγοτρώει. Η διαφορά είναι πως το ζώο βρίσκεται πέρα από ηθικές και αισθητικές κατηγορίες και επιπλέον σχετίζεται αλλιώτικα με τον χρόνο, ας πούμε δεν νοιάζεται να είναι παραγωγικό με τον τρόπο των ανθρώπων. Δες τον εκστατικό τρόπο που μια γάτα κοιτά έξω από το παράθυρο: απορροφημένη πλήρως, μαγνητισμένη από την ελάχιστη λεπτομέρεια του κήπου ― δες και τον ενθουσιασμό, με τον οποίο παίζει με έναν βούρβουρα, που ευχαρίστως θα τον τσάκιζε στο τέλος. Το πλάσμα αυτό σκοτώνει για πλάκα. Είναι πιο αθώο από έναν άνθρωπο μόνον στο βαθμό που είναι άδολο, δηλαδή δεν έχει συνείδηση του καλού και του κακού για να επιλέξει ανάμεσά τους. Και, όπως μας συγ-κινεί χωρίς καμιά παραπομπή στις εκφυλισμένες τροπές του ανθρώπινου λόγου, έχει κάτι από θαύμα.

Μέσα στο βιβλίο «Απομονωτήριο Λοιμυπόπτων Ζώων» δίνεις μία υπόσχεση για ένα άλλο βιβλίο, πότε θα το δούμε αυτό να αναδύεται; Θα είναι πιο μεγάλο σε έκταση; Τι να περιμένουμε;

Νικήτας Σινιόσογλου: Ο τίτλος του βιβλίου είναι Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο. Πρόκειται για το prequel του Απομονωτηρίου και θα κυκλοφορήσει από την Κίχλη, για την ώρα το έχω μοιραστεί με έναν στενό κύκλο φίλων. Είναι ένα μυθιστόρημα, το οποίο αφηγείται την ιστορία μιας μεταμόρφωσης από άνθρωπο σε ζώο, επομένως προηγείται χρονικά του εγκλεισμού στο Απομονωτήριο. Όλα ξεκινούν με τη βύθιση στον ακίνητο κόσμο ενός έρημου γενέθλιου σπιτιού. Ακολουθεί η έξοδος από τον οίκο του πατρός, η περιπλάνηση σε ξένα σπίτια και περιπέτειες σε τόπους ρημαγμένους. Ο αφηγητής κινείται σε έναν κόσμο γεμάτο χνάρια, που δεν οδηγούν πουθενά, ακόμη κι όταν εκείνος, σαν καλός ιχνευτής, ακολουθεί τον δρόμο που του δείχνουν. Ζει μια Οδύσσεια χωρίς Ιθάκη, μια επιστροφή δίχως νόστο ― η οποία του ετοιμάζει το έδαφος για τη λύτρωση της ζωοσύνης. Ο Οδυσσέας βίωσε έναν νόστο, ενώ εμείς μάλλον ζούμε σε μια εποχή αποστέρησης του νόστου.

Στο νέο σου βιβλίο εγώ προσωπικά αισθάνθηκα έναν «θάνατο», από ένα στυλ γραφής σε ένα άλλο. Ο θάνατος δεν είναι πάντα κάτι το κακό φυσικά...

Νικήτας Σινιόσογλου: Φαίνεται πως κανένα βιβλίο μου δεν μοιάζει με τα προηγούμενα, παρόλο που τα θέματα επανέρχονται σαν εμμονές (η ανεστιότητα, η μεταιχμιακότητα, η κοινωνική απομόνωση). Ποτέ δεν ένιωσα ότι με αφορά η διάκριση του λόγου σε είδη, το ξεχώρισμα της μυθοπλασίας από το δοκίμιο και από την ποίηση, νομίζω ότι τέτοια πράγματα υπάρχουν μόνον στα μυαλά των επαγγελματιών της φιλολογίας. Από τη μεριά μου βλέπω μόνον λογοτεχνία, η οποία σε μεγάλο βαθμό συνίσταται σε διαδοχικές δοκιμές με τη μορφή του λόγου. Ο θάνατος μιας σκέψης δίνει ζωή σε έναν στίχο, άλλοτε ένας στίχος ξεχνιέται πριν τον γράψεις αλλά δίνει ζωή σε μια σκέψη…

Πώς βλέπεις σήμερα την ελληνική λογοτεχνία; Εμένα προσωπικά με τρομάζει ο αριθμός βιβλίων που βλέπω να κυκλοφορούν στους πάγκους.

Νικήτας Σινιόσογλου: Θα σου πω τι με ενοχλεί: οι δημιουργοί που εκμεταλλεύονται τις τάσεις της εποχής για να εισπράξουν χειροκρότημα και επιχορηγήσεις. Μονίμως αγανακτισμένοι, αλλά τόσο αυτάρεσκοι, σπεύδουν να καταγγείλουν το άλφα και το βήτα με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Υπάρχει κάτι σωφρονιστικό στην τέχνη που προωθούν και συχνά λειτουργούν σαν σέχτα (ενώ μιλάνε για συμπερίληψη). Και οι πέτρες έχουν καταλάβει ότι πρόκειται για επιτήδειο μάρκετινγκ. Η λογοτεχνία και το θέατρο δεν είναι μηχανισμοί σωφρονισμού, για να αυτοανακηρύσσεται ο πάσα ένας σε δικαστή. Ό,τι πολιτικό σε καίει και θέλεις να το πεις, πες το με τον τρόπο της τέχνης και όχι εκφοβιστικά, κουνώντας το δάχτυλο στους άλλους και εκμεταλλευόμενος το κύμα της εποχής. Πιο πολιτική γίνεται η τέχνη όταν παραμένει πρωτίστως αντι-πολιτική. Κατά τα άλλα, θα έχουμε πάντα μαζί μας την ελληνική (νεο)ηθογραφία, αλίμονο, και μια διογκούμενη ψυχαγωγική λογοτεχνία, η οποία συχνά ενδύεται τον μανδύα της υψηλής κουλτούρας χωρίς να παίρνει ποτέ κανένα ρίσκο. Ευτυχώς, πάντα γράφονται βιβλία με προσωπικότητα, ασυνήθιστα και άτακτα.

Όπως;

Νικήτας Σινιόσογλου: Για να περιοριστώ σε τρία βιβλία πολύ ιδιαίτερα, με υβριδικό και πειραματικό χαρακτήρα, που ξέφυγαν από τα στενά όρια της εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής:

Θωμάς Συμεωνίδης, Στοχασμοί για την κοινότητα (Εστία 2022).
Φ.Κ.Β. Σωρείτης (Στιγμός 2024)
Διονύσιος Στράνης, Ιστορίες του Πλόκαμου και τρία κωμικά δοκίμια (Αμολγός 2021)

Δεν είναι λίγο περίεργο να υπάρχουν τόσοι πολλοί συγγραφείς σε μία τόσο μικρή χώρα; Γιατί οι άνθρωποι αισθάνονται τόσο πολύ την ανάγκη να εκφραστούν συνεχώς; Δεν είναι λίγο ενοχλητικό αυτό μερικές φορές;

Νικήτας Σινιόσογλου: Το ζήτημα είναι τι μένει, τι βαστάει μια αξία πέρα από την αμιγώς ψυχαγωγική… Κι ίσως, πιο σημαντικό ακόμη: ποιος αντέχει να συνεχίζει να γράφει ― και για πόσο...

Η Αθήνα είναι μια πόλη που προκαλεί πολύ άγχος σε πολλούς ανθρώπους και πραγματικά μερικές φορές δε μπορώ να δω πουθενά την ομορφιά που της προσδίδουν τόσοι και τόσοι, εσύ πως βιώνεις αυτή την πόλη; Είναι όντως ένας «τόπος διαφορετικότητας» ή μήπως όλο αυτό είναι απλά ένα μαρκετίστικο κόλπο και απλά βουλιάζουμε σε κάτι λάθος;

Νικήτας Σινιόσογλου: Ξέρεις τι με καταβάλλει σε αυτήν την άθλια πόλη; Ο θόρυβος. Είναι πολύ παράξενο, πόσο λίγοι μιλούν για τον θόρυβο της Αθήνας. Αυτός είναι ένας λόγος που απόλαυσα το πρόσφατο βιβλίο σου (Στέλιος Παπαγρηγορίου, Ντεσιμπελόμετρο, Κριτική 2024), όπου ο θόρυβος της πόλης γονατίζει τον ήρωα και τον σκύλο του, τους διαλύει από έξω προς τα μέσα και από μέσα προς τα έξω. Εάν μπορούσα, θα υπογειοποιούσα όλες τις κεντρικές οδικές αρτηρίες και τις λεωφόρους της Αθήνας. Θα εξαφάνιζα όλα τα καταραμένα μηχανάκια από τους δρόμους, όλες οι μοτοσυκλέτες θα γίνονταν scrap και τις εξατμίσεις θα τις κρεμούσα για παραδειγματισμό από τις λάμπες των δρόμων. Αλλά δεν είμαστε μάγοι, κι ίσως γι᾽αυτό γράφουμε, επειδή είμαστε αποτυχημένοι μάγοι.

Τι συμβουλή θα έδινες σε έναν νέο συγγραφέα που γράφει το πρώτο του «λογοτέχνημα» τώρα;

Νικήτας Σινιόσογλου: Να είναι αμείλικτος με τον εαυτό του.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

"...όσο γίνομαι ένα με το σκουπίδι σας τόσο αναβλύζουν λέξεις, που θα πει, τόσο πιο ανθρώπινος γίνομαι, ένας κάβουρας ερημίτης που μιλά σαν να'ναι άνθρωπος ερημίτης, εάν δηλαδή υποθέσουμε πως υφίσταται κάποια διαφορά, πάντως όχι εκείνη που λένε κάτι θρησκείες, ότι τάχα ο άνθρωπος είναι η κορωνιδα της δημιουργίας, εάν ο άνθρωπος ήταν η κορωνιδα της δημιουργίας, δεν θα τη γέμιζε σκουπίδια..."

"Το Ινστιτούτο Ηθικών Επιστημών υποχρεώνει όλα τα ζώα να κάνουν αυτό που ποθουν και να καταβροχθίζουν ό,τι γουστάρουν, επομένως τα υποχρεώνει να ικανοποιούν την ορμή για ζωή όπως τους κατέβει, αρκεί να γίνεται με ενσυναίσθηση και τρόπο συμπεριληπτικό, που θα πει σύμφωνο με τις αρχές και τις αποφάσεις του Ινστιτούτου Ηθικών Επιστημών". (ατομισμός και οκλοκληρωτισμός, ψευδαίσθηση ελευθερίας)

"το πένθος γεννά τον λόγο, λες διάφορα μήπως αναπληρώσεις ό,τι έχασες, κι έτσι μαθαίνεις να μιλάς" (συμβουλεύει ο κύκλος που έχει χάσει το ταίρι του)

"να τον αγαπάς πρέπει τον εαυτό σου, τι λέμε τώρα, να τον ερωτευτείς πρέπει τον εαυτό σου!, ώστε να προχωράς συνεχώς και να κάνεις περισσότερη δουλειά με τον εαυτό σου, η στρατηγική της επιβ'ιωσης θυμίζει ζώο και πιο πολύ θυμίζει κτήνος, εκτός αν πρόκειται για καμιά στρατηγική του ιαματικού κενού".

"ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ"

"έγινες άνθρωπος για να γλιτώσεις από τα κτήνη και γίνεσαι κτήνος για να γλιτώσεις τους ανθρώπους, αυτό θα πει εξέλιξη, να'σαι περασμα συνεχώς..."

"εδώ και καιρό ν' αλλάζεις θεό δεν είναι αρκετό, πας από τον έναν στον άλλο και τι έγινε, η ένταση που νοιώθεις μειώνεται με τον χρόνο, ούτε η αλλαγή φύλου είναι καμιά ριζική λύση, εδώ χρειάζεται αλλαγή είδους, για να δεις τον κόσμο ανεμπόδιστα στ' αλήθεια και με νέα μάτια, μήπως και τον ανανεώσεις, τώρα που βυθίζεται σ' ένα πολύ μελαγχολικό σούρουπο".

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΣΕΡΕΣ, ΟΤΑΝ ΔΑΚΡΥΖΕ Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΥΘΥΔΙΚΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΜΙΛΗ



Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Σπ. Τσερέ "Όταν δάκρυζε η κόρη του Ευθυδίκου", με εξώφυλλο τη διάσημη αρχαϊκή Κόρη "σημαδεμένη" με μια κόκκινη ευθεία γραμμή, συμπεριλαμβάνει δεκαπέντε διηγήματα με προσωπικές μαρτυρίες / βιώματα του συγγραφέα, διαπλέκοντας το σήμερα με το χθες. Συνήθως την αφήγηση προκαλεί ένα σύγχρονο ερέθισμα (μια σχολική αίθουσα με έναν γεωφυσικό χάρτη, ένα σκουριασμένο τρακτέρ, ένα παιδί με ένα ποτήρι γάλα, μια παρέλαση, ένα τραγούδι ...) που ανασύρει στη μνήμη του ώριμου πλέον αφηγητή ανάλογες στιγμές της παιδικής, εφηβικής και νεανικής του ζωής. 

Τα δεκαπέντε διηγήματα του έργου χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα "15 σχέδια σε κιαροσκούρο ή φαεννότατον έρεβος", προδηλώνοντας: α) τις δομικές αντιθέσεις που κυριαρχούν σε αυτά (κορίτσι-αγόρι, μορφωμένος-αμόρφωτος, νέος-ώριμος αφηγητής, αριστερός-δεξιός, λαϊκός-κληρικός, αυστηρός-μαλακός δάσκαλος, χωριό-πόλη, ηπειρώτης-νησιώτης κ.ά.), σύμφωνα με την τεχνική της φωτοσκίασης, όπως υποδηλώνεται στο δεύτερο παράθεμα του βιβλίου "σκότος εμόν φάος, έρεβος ω φαεννότατον" (στίχος από τον Αίαντα του Σοφοκλή), και άλλωστε συνδέεται με το μισοσκόταδο που κυριαρχεί σε πολλά διηγήματα από τις λάμπες πετρελαίου, β) ότι πρόκειται για "απείθαρχα και μοναχικά κείμενα" που αποτελούν δοκιμές -σχέδια αυτοέκφρασης, αφιερωμένα "σε όσους και όσες ...επιμένουμε να πατάμε στα χνάρια της Ερατούς",  κόρης του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδας της λυρικής-ερωτικής ποίησης, του γάμου, του χορού, της μουσικής και των ερωτικών σχέσεων. Πρόκειται επομένως για συλλογή διηγημάτων, που δομούνται αντιθετικά και στα οποία κυριαρχούν ο έρωτας, στις ποικίλες εκφράσεις του, η μουσική, ο χορός, ο λυρισμός, ο πόνος ...

Ο τίτλος της συλλογής συνδέεται με τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη (Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό) "Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς Θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου". Η Κόρη του Ευθυδίκου, μία από τις τελευταίες Κόρες που αφιερώθηκαν στην Ακρόπολη, σώζεται σε δύο τμήματα, ένα το πάνω μέρος της μορφής και άλλο τα πόδια και η βάση της, τεχνοτροπικά, εντάσσεται στον ονομαζόμενο «αυστηρό ρυθμό» και λόγω της σοβαρής, σχεδόν σκυθρωπής έκφρασής της, της αποδόθηκε παλαιότερα ο χαρακτηρισμός «μουτρωμένη». Αυτή λοιπόν η ακρωτηριασμένη σκυθρωπή ή μάλλον δακρυσμένη κόρη κατά τον Ποιητή, μοιάζει να θλίβεται από το "σκίασμα" των χρόνων και "τον κόσμο τον χωρίς Θεούς", όπως τον εικονίζει ο συγγραφέας-αφηγητής.

Η Κόρη του Ευθυδίκου "δακρύζει" πρωτίστως με την εκπαιδευτική διαδικασία της δεκαετίας του ΄60,  όταν στις σχολικές αίθουσες "στοιβάζονταν καμιά πενηνταριά και βάλε παιδιά της τρίτης και τετάρτης τάξης", το μάθημα γίνονταν στην καθαρεύουσα από  "μισο-αμόρφωτους και αμόρφωτους καθηγητές στο Γυμνάσιο", ο Γυμνασιάρχης "κοντός, χοντρός, άσχημος, μπομπαρισμένος με ένα φτηνό αντιπαθητικό άρωμα, ήταν εντελώς αγράμματος που δυσκολευόταν να διατυπώσει σε υποφερτά ελληνικά ακόμα και μια απλή φράση", ενώ ως προς την επιστημονική του κατάρτιση, αν και Χημικός δεν μπορούσε να διδάξει μια χημική εξίσωση: "έχει ανοικτό το βιβλίο, βλέπει την αντίδραση όπως είναι στο βιβλίο ολοκληρωμένη (δηλαδή με τους συντελεστές), κοιτάζει τον πίνακα, όπου ο μαθητής (σωστά πράττοντας) δεν έχει περάσει ακόμα τους συντελεστές, μέσα στην τύφλα του συμπεραίνει ότι πρόκειται για λάθος και με την τεράστια (δίμετρη περίπου) βέργα του -όπως το΄χε άκοπο συνήθειο- του κοπανάει μία χουγιάζοντάς τον με την αγαπημένη του κραυγή "Κάτσε κάτω, μπρε χαϊμένε! Είσαι ντιπ αδιάβαστος!

Την εκπαίδευση της βέργας συμπλήρωνε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, το "ξελάκισμα των ατέλειωτων κατσικόδρομων του χωριού", η προσφορά αυγών στη δασκάλα έναντι αμοιβής και ο γεωφυσικός χάρτης με τα "αυγά του Δημητράκη" που η δασκάλα του εκτόξευσε επειδή δεν της τα έφερε εγκαίρως, ενώ ο "ξελέστατος" Γιάννης που η μητέρα του "δεν μπορεί να τον μαϊνάρει", τρώει το ξύλο της αρκούδας από τον δάσκαλο ή κλείνεται στο σχολείο "προς σωφρονισμό", όταν τα άλλα παιδιά έχουν σχολάσει , για να καταλήξει τελικά "δέσμιος" στο κέντρο της εκκλησίας, δίπλα στο φέρετρο ενός νεκρού, πιασμένος από το χέρι του, ώστε "να βάλει μυαλό". Η αστυνόμευση των μαθητών αφορά και στην εξωσχολική τους ζωή, εφόσον απαγορεύεται να πάνε κινηματογράφο για να μη "διαβρωθούν ηθικώς", η τήρηση του μέτρου είχε ανατεθεί "σε πολλούς φύλακες της δημόσιας ηθικής, κοσμικούς και ιερωμένους", ενώ οι ποινές "για το σινεμά" ήταν βαριές, "μέχρι και αποβολή μια ολόκληρη βδομάδα". Την ίδια στιγμή όλοι γνωρίζουν "πολλές παιδεραστίες, μερικές και με δικαστική βούλα βεβαιωμένες... και πονεμένες ιστορίες με τα δουλικά, άγραφες αυτές που μόνο η προφορική παράδοση τις κλωθογύριζε στις γειτονιές και τις ρούγες".

Την κακοδιαμονία της εκπαίδευσης πλαισιώνουν και εξηγούν τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα των δεκαετιών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, ιδιαίτερα στην αγροτική ύπαιθρο και τις επαρχιακές κωμοπόλεις: φτώχεια, εξαθλίωση, απαιδευσία, "ανόητη σκληρότητα που φώλιαζε στις φτωχές και στερημένες αγροτικές κοινωνίες... που για να σπάσουν πλάκα έκοβαν μια φέτα ψωμί και την πέταγαν ψηλοκρεμαστά στην άλλη άκρη της αυλής του καφενέ" για να την αρπάξουν πεινασμένα ορφανά συναγωνιζόμενα τα σκυλιά που επίσης "ψωμολύσσαγαν" τότε!

Συγχρόνως αποτυπώνονται εξέχοντα πολιτικά γεγονότα της περιόδου: η δολοφονία του Λαμπράκη που "επλήγη με αμβλύ όργανο",  τα Ιουλιανά και η δικτατορία των συνταγματαρχών, οι διακρίσεις και οι διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους, οι παρακρατικοί και τα τάγματα της Εθνοφυλακής που εκφοβίζουν όχι μόνο τους αριστερούς αλλά και όσους θεωρούνται "συνοδοιπόροι" τους, τηρώντας ένα αυστηρό "εθνικοφρονόμετρο που ήταν τότε το μόνο "μέτρο" της πολιτικής αγοράς", "οι καραδεξιοί, φιλοχουντικοί, τραμπούκοι ιερείς" που αποτελούν τους στηλοβάτες του καθεστώτος, "οι περιπολούντες Τεατζήδες που χτυπούσαν απειλητικά με ξύλινα ρόπαλα την πόρτα των σταμπαρισμένων σπιτιών ...βγάζοντας άναρθρες κραυγές ...τυλιγμένοι με λευκά σεντόνια και με τα πρόσωπα καλυμμένα με μαύρες γυναικείες μαντήλες", "το περιώνυμο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων" και οι "εθνοσωτήριες πληροφορίες" που συγκεντρώνονταν από έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό σε σχήμα πυραμίδας που άρχιζε από τους μικροχαφιέδες της γειτονιάς κια περνώντας όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς κατέληγε στα υψηλά κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού - ίσως ο μόνος καλοκουρδισμένος μηχανισμός ενός εξαιρετικά κακοκουρδισμένου κράτους". Ωστόσο στις εκλογές του 1963 ένας δικαστικός αντιπρόσωπος "ταπεινός και λιγομίλητος άνθρωπος του Θεού" υψώνει το ανάστημά του χαρακτηρίζοντας "άκυρο" ένα όντως άκυρο ψηφοδέλτιο της ΕΡΕ, ενώ ο κομματάρχης της ΕΡΕ παρακολουθεί με "το πιστόλι του στη κωλότσεπη που καλύπτοταν από τη ριγμένη στις πλάτες του πατατούκα και στους ώμους του βάραιναν πολλά αδικήματα κάθε λογής, μέχρι και φόνο, τα οποία όμως το άγρυπνο μάτι του "νομου" της εποχής δεν κατάφερνε να τα δει και να τα δικάσει"! Κοντά σ' αυτά όμως ιστορείται γλαφυρά και η πορεία ενός πάμφτωχου ορφανού που  μπήκε στον Δημοκρατικό Στρατό και οργανώθηκε στην ΕΔΑ έχοντας εντολή να "διαφωτίσει" τη νεολαία στις αρχές του διεθνισμού και της αλληλεγγύης, αυτός που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό, και στη συνέχεια προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας τον διαιτητή, τον προπονητή ποδοσφαίρου, ή τον οδηγό τρακτέρ, χωρίς να έχει ανάλογες γνώσεις.  Γλαφυρή καταδίκη για τις κομμένες κεφαλές των κομματικών στελεχών,  σάτιρα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών όχι όμως των απλών ανθρώπων.

Θα αδικούσε ωστόσο κανείς το περιεχόμενο της συλλογής, αν αποδελτίωνε μόνο παραθέματα που συνδέονται με το "σκότος". Όπως άλλωστε έχει τονισθεί εξαρχής πρόκειται για "φαεννότατον έρεβος", που εν προκειμένω συνδέεται με αφηγήσεις υψηλού λυρισμού, ερωτικής μυσταγωγίας, μουσικής και χορευτικής τελετουργίας, όπως ο "μακαρίτης ο Βασίλης που χόρευε με τον σκούφο του. Ολόρθος και ντούρος. Ούτε κολοκαθιές ούτε σαλτίδια. Σεμνά και αντρείκια. Στον τόπο. Στο ένα μέτρο." Ηδονική η μνήμη της πατρώας γης "πόσο το αγαπάω το χώμα της μικρής πατρίδας αυτή την ώρα. Το νιώθω ένα με το κορμί μου. Πώς να του το πώ; Σκύβω, τα χέρια μου το χαϊδεύουν , τα χείλη μου το 'γγίζουν, του ψιθυρίζω λέξεις δικές μας -τρυφερά, όπως ο καβαλάρης στ' αυτί του πιστού του αλόγου. Κι είναι απ' τ στόμα παλαϊκών ζευγάδων και τσοπαναραίων οι λέξεις που του ψιθυρίζω, γεμάτες βαριά σύμφωνα, παραμελημένα φωνήεντα, υπόκωφα οι και υγρά ν. Κια τις αφουγκράζεται, την ξέρει τη γλώσσα -το νιώθω. και καρτερώ το σκίρτημά του στα δάχτυλα και το αντιχτύπημα της καρδιάς του στ' αυτί μου. Α! σε ποιο χώμα, γνώριμον από παιδί, γυρίζω/ που δίχως χνάρι χαίρομαι, δίχως αφή γνωρίζω. Τόση η ευδαιμονία που δεν αντέχεται!"

Συχνές οι διακειμενικές αναφορές που σχετίζονται με την αρχαία ελληνική γραμματεία ("ποτό νηπενθές ' άχολόν τε κακών επίληθον απάντων"), τον εκκλησιαστικό λόγο, τη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και στίχους τραγουδιών : "Τελικά η τρέλα σου "αμφιποτάται", για να εκφραστώ αιολικά με πολλά άλφα σαν "ταν Μυτιλάναν" της Σαπφούς και του Ελύτη... (Εδώ θα σου προσθέσω -κι εσύ θα το καταλάβεις- και του Μητροπάνου τα κυματιστά άλφα και σ' εκείνον τον μεθυστικό κυκεώνα έρωτα και θανάτου στο "Θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες")

Έντονη είναι η παρουσία του αφηγητή στα ιστορούμενα, ως πρωταγωνιστής, παρατηρητής, σχολιαστής "Τώρα πια ήταν σίγουρος πως τα κλαρίνα και ο χορός σ' εκείνα τα πανηγύρια δεν ήταν "διασκέδαση", ήταν το αρχαϊκό ξόρκισμα εκείνων των χορευτάδων απέναντι στο μέγα αίνιγμα του θανάτου ή αλλιώς, γκρέμισμα του φράχτη ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ή αλλιώς απαίτηση αθανασίας, δεν ξέρει πως αλλιώς να το πει (Με συγχωρείς καλέ μου αφηγητή, αλλά άσε με να το πω εγώ πιο "χειροπιαστά", αυτό που μας το λες εσύ τόση ώρα "περί διαγραμμάτου", λες και αγορεύεις σε κάποια σέχτα "κουλτουριάριδων": Ναι, το κλαρίνο κι ο χορός μπορούν -ας είναι κια για όσο κρατάει ένας χορός μια τέτοια νύχτα- να φέρουν πίσω και τους αγαπημένους που τους πήρε νωρίς ο μαύρος καβαλάρης!)". Συχνά η οπτική του ώριμου αφηγητή έρχεται να συμπληρώσει εκείνην του ανώριμου που συμμετέχει στα παλαιότερα γεγονότα "και μπορεί εσύ τότε να ήσουν μικρός και να μην το καταλάβαινες, αλλά τότε πάνω στο παλιωμένο τσιμέντο της μάντρας, στα περίχωρά της πέριξ, και στα ψαλτήρια της εκκλησιάς μέσα, υπό τον ήχο του Αναβαλλομένου και του Άξιον Εστί, χαράζονταν αργόσυρτα -σαν με το αρχαϊκό κοντύλι στη μαθητική σου "πλάκα"- σελίδες αισθαντικού μέλλοντος, γεμάτες λήμματα βαθύκολπων γυναικών. με ξεχασμένο ξεκούμπωτο το κορφινό κουμπί στο μπλουζάκι τους, ν' ανασαίνουν τα στήθια και να μη στενεύονται... Αυτά τα κατάλαβες χρόνια μετά. χαράματα μιας όψιμης άνοιξης εύτ' αστήρ υπερέσχε φαάντατος.΄ύπτιος πάνω στην τσιμεντένια ψύχρα της μάντρας." . Αρκετά συχνά επίσης ο ώριμος αφηγητής "διχάζεται" , υποστηρίζοντας τη μία ή την άλλη από τις αντιτιθέμενες οπτικές, προσδίδοντας στο κείμενο μια οιονεί διαλογική μορφή: "πρόσεξε μην την πατήσεις! Και να αποφύγεις την ωραιοποίηση, απέναντι σε παραμονεύει ο αντίθετος κίνδυνος, να ισοπεδώσεις δηλαδή όλο το παρελθόν ...και να ξεχάσεις πως και παλιά υπήρχαν σημαντικά πράγματα που δυστυχώς σήμερα έχουν χαθεί ή , ακόμα χειρότερα, τα έχουμε γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων μας ...Τον αφήνω να ρητορεύει. Μπορεί να'χει κι αυτός το δίκιο του ... αλλά εγώ αυτήν την ώρα δεν έχω καμιά όρεξη για τέτοιες αναλύσεις. Αυτό που θέλω είναι να κρατάω ζεστή στη μνήμη μου εκείνη τη βραδιά ... να αρδεύει το "μέσα μου" και να μου δίνει ανάσα στα δύσκολα της ζωής μου". Άλλοτε πάλι ο αφηγητής  αυτοσαρκάζεται, αξιολογώντας τη συγγραφική του ικανότητα: "μάλλον κινηματογραφική ταινία ήθελε να κάνει ο άνθρωπος, διήγημα πάντως αυτό δεν είναι" μονολογεί. "όχι, όχι για ποίημα θα το ξεκίνησε και το άλλαξε στον δρόμο... άβυσσος η ψυχή των γραφιάδων! Πάντως δεν πέρασα άσχημα! Πάμε τώρα και στο επόμενο διήγημα της συλλογής".

Από την άλλη, η παρουσία του αφηγητή γίνεται φασματική, σχεδόν ανεπαίσθητη, όταν σχετίζεται με μιαν απόκρυφη μνήμη στα κατεξοχήν ερωτικά διηγήματα.Τότε η "φωνή" του "ακούγεται" μέσα από αλλότριες φωνές, επώνυμων και ανώνυμων ποιητών και συγγραφέων, ή από την πένα ενός παντογνώστη αφηγητή "Σταμάτησε αυτή. Σταμάτησε κι αυτός. Όπου ην κήπος. Δεν θυμάται να είπαν τίποτα. Τα αγριόχορτα της στοργικής Γης δέχτηκαν φιλόξενα τα νεανικά κορμία -μαλακή νυφική παστάδα. Κι από ψηλά το μέγα πολυκάντηλο. Τον έκλεισε μέσα στον ανεπαίσθητα ιδρωμένο κόρφο της και στη γλυκιά θαλπωρή των λευκών μηρών της. και ο σπασμός της ηδονής τον βούλιαξε σ' ένα σκοτάδι πηχτό /θανάτω άγχιστα εοικός/ ενώ το τσάκισμα του κλαρίνου γλυκόσβηνε στ' αυτιά του / θανάτω άγχιστα εοικός / κι αυτό". 

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

ΗΛΙΑΣ ΠΑΠΑΜΟΣΧΟΣ, ΑΝΑΛΗΨΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος

Θλίψη σαν κάρβουνο αναμμένο, πένθος που τυλίγει όπως η αράχνη τα σώματα και τις ψυχές, θάνατος που σαν κισσός ανεβαίνει πάνω στις ζωές των ανθρώπων και τις πνίγει. Ο Ηλίας Λ. Παπαμόσχος είτε στα διηγήματά του είτε σε βιβλία μεγαλύτερης φόρμας προσεγγίζει τις ιστορίες του από την πλευρά της φθοράς.

Είναι η βιοτή που το λάδι της σώνεται, είναι ο χρόνος που κουρσεύεται καθημερινά, είναι οι μνήμες που μοιάζουν ανήμερες στα μυαλά των ηρώων του και τους τρώνε τα τοιχώματα.

Κι όμως, παρά τη φαινομενικά στενεμένη προοπτική των ιστοριών του, παρά την πιθανότητα να σκεφτεί κανείς πως όλα τούτα οδηγούν σε κάτι προδιαγεγραμμένο (καίτοι η λύπη είναι ξεχωριστή σε κάθε άνθρωπο, σε αντίθεση με τη χαρά που φοράει ίδιο ρούχο παντού), οι ιστορίες του Παπαμόσχου ξεφεύγουν από την ομοιοτυπία της λύπης. 

Aσκητισμός

Αναμφίβολα είναι ο τρόπος που καταγράφει τις ιστορίες του. Είναι ο «ασκητισμός» του στη γραφή και μια δική του –καθαρά δική του– ικανότητα να συνενώνει την ποιητική ματιά του πάνω σε κάτι που είναι προορισμένο να μην γίνει ποίημα, αλλά πεζό.

Ίσως είναι από τους λίγους σημερινούς Έλληνες πεζογράφους που δυνητικά θα μπορούσαν να είναι και ποιητές. Ενδεχομένως είναι, απλώς δεν έχει αποπειραθεί να διαβεί τον Ρουβίκωνα. Τω όντι, όλα τα βιβλία του Παπαμόσχουυ, συμπεριλαμβανομένου και του πρόσφατου, είναι πεζά. Πεζά, όμως, με τον τρόπο τους.

Πρόκειται για ένα ναυάγιο που συνέβη το 1929 στη λίμνη της Καστοριάς με δεκάδες θύματα και πολλές οικογένειες να ζουν με το βάρος της απώλειας των οικείων τους.

Στην Ανάληψη (εκδ. Πατάκη) αποφασίζει να διηγηθεί μια ιστορία που έχει στοιχειώσει τον γενέθλιο τόπο του, την Καστοριά. Πρόκειται για ένα ναυάγιο που συνέβη το 1929 στη λίμνη της Καστοριάς με θύματα και πολλές οικογένειες να ζουν με το βάρος της απώλειας των οικείων τους. Ο Παπαμόσχος παίρνει αυτή την πραγματική ιστορία ως πρόπλασμα, την «ντύνει» με επινοημένους ήρωες, την αναπτύσσει όπως εκείνος ορίζει (και όχι η πραγματικότητα) και την ολοκληρώνει με έναν τελετουργικό τρόπο. Διότι και ο πόνος αποζητάει την τελετουργία του.

Ανήμερα της Αναλήψεως, 13 Ιουνίου 1929, το καινούργιο καραβάκι του Ηλία Κακλαμάνου αναμένεται να κάνει το παρθενικό του ταξίδι εν χορδαίς και οργάνω (συγκεκριμένα υπό τους ήχους της όπερας «Φίγκαρο» που είναι η αγαπημένη του) με προορισμό το Δισπηλιό, το επονομαζόμενο και Νησί.

Η είδηση σκορπάει ενθουσιασμό στους ντόπιους. Όλοι θέλουν να μπουν στο νεότευκτο πλοιάριο. Για τον Κακλαμάνο, έναν αυτοδημιούργητο προύχοντα, είναι ένας φόρος τιμής. Το ταχύπλοό του το έχει ονομάσει «Περιστέρω», στη μνήμη της αδικοχαμένη του γυναίκας. Πλέον, ζει με τα παιδιά του, τη μητέρα του και τον πόνο της απώλειας που σαλεύει μέσα του και τον μπατάρει διαρκώς.

Η βεντάλια των ιστοριών

Κι όμως, τούτο το μυθιστόρημα δεν είναι ούτε το ανδραγάθημα του Κακλαμάνου, ούτε η δύστηνη μοίρα του. Σαφώς, όλα τούτα υπάρχουν, ωστόσο ο Παπαμόσχος ανοίγει την βεντάλια των ιστοριών και με μικρά κεφάλαια μάς παρουσιάζει κι άλλα πράγματα που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Είναι οι χαμένοι της κακιάς ώρας, αλλά και όσοι έμειναν πίσω να κουβαλούν τον γόο τους.

Η πολυπρόσωπη αφήγηση δεν χάνεται στα αβαθή. Αντίθετα, όλοι οι ήρωες (η Αγνή, ο Αλέξης, ο Λεωνίδας, ο Χαράλαμπος, η Κλεονίκη, η Ουρανία, ο Θανάσης και κάμποσοι άλλοι) αποκτούν σώμα και φωνή.

Η πολυπρόσωπη αφήγηση δεν χάνεται στα αβαθή. Αντίθετα, όλοι οι ήρωες (η Αγνή, ο Αλέξης, ο Λεωνίδας, ο Χαράλαμπος, η Κλεονίκη, η Ουρανία, ο Θανάσης και κάμποσοι άλλοι) αποκτούν σώμα και φωνή. Φευ, κάποιοι θα χάσουν την σάρκινη υπόστασή τους, θα τους καταπιεί ο βυθός και κάποιοι άλλοι θα συνεχίσουν να ζουν τις αβίωτες μέρες τους.

Είναι ολοφάνερο πως η απόφαση του Παπαμόσχου δεν ήταν να μας «προσφέρει» μια περιπετειώδη αφήγηση για το πώς έγινε το ναυάγιο, τι συνέβη κατά τη διάρκεια του τραγικού συμβάντος και πώς, λεπτό το λεπτό, με τρόπο δραματικό, το πλοιάριο άρχισε να γέρνει και να ξεφορτώνει τους ανθρώπους στα νερά.

ilias papamoschos

Ο Ηλίας Λ. Παπαµόσχος γεννήθηκε το 1967 στην Καστοριά. Η Ανάληψη (2023) είναι το όγδοο βιβλίο του. H συλλογή διηγηµάτων του Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες τιµήθηκε µε το Kρατικό Bραβείο Διηγήµατος-Νουβέλας (2016) και µεταφράστηκε στα γαλλικά (Le renard dans l’escalier, εκδ. Le miel des anges 2018). Διηγήµατά του έχουν µεταφραστεί στα γαλλικά, στα σουηδικά και στα αλβανικά. Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης η συλλογή διηγηµάτων του Η µνήµη του ξύλου (2019), η οποία µεταφράστηκε στα γαλλικά (La memoire du bois, εκδ. Le miel des anges, 2020), και το µυθιστόρηµά του Η καταγωγή της λύπης (2021), το οποίο επίσης µεταφράστηκε στα γαλλικά (L’origine de la tristesse, εκδ. Le miel des anges, 2023).

Η σκηνή του ναυαγίου υπάρχει σε ένα μικρό κεφάλαιο και όσα γνωρίζουμε για το πώς συνέβη και ποιοι πραγματικά έφταιξαν διευθετούνται σε κάποιες ισχνές πληροφορίες. Η «Περιστέρω» υπερφορτώθηκε και τελικά δεν άντεξε.

Ίσως σε κάποιο άλλο μυθιστόρημα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες να ήταν αναγκαίες και χρήσιμες. Όμως, στην «Ανάληψη» το ζητούμενο είναι η διαχείριση της απώλειας και του αδόκητου χαμού.

Ανάμεσα στο λαγαρό «πριν από το ναυάγιο» και το θρηνητικό «μετά το ναυάγιο», υπάρχει ένα ιντερλούδιο που φέρνει στο νου αρχαία τραγωδία.

Ανάμεσα στο λαγαρό «πριν από το ναυάγιο» και το θρηνητικό «μετά το ναυάγιο», υπάρχει ένα ιντερλούδιο που φέρνει στο νου αρχαία τραγωδία, στο οποίο κάποιοι ήρωες, λίγες ώρες πριν από το πρώτο ταξίδι της Περιστέρως, βλέπουν κάποιο περίεργα όνειρα ή διακρίνουν σημάδια μιας επερχόμενης τραγωδίας. Δεν καταφέρνουν, όμως, να την αποτρέψουν, καθώς η ειμαρμένη έχει καθαρογράψει τι θα συμβεί.

Αυτοί που χάθηκαν ήταν άνθρωποι με όνειρα και ελπίδες. Ενα κορίτσι ετοιμαζόταν να παντρευτεί, ένα άλλο σε λίγους μήνες θα γεννούσε, ένας άλλος ονειρευόταν να πάει στην Αμερική ελπίζοντας σε μια καλύτερη ζωή. Αντρες, γυναίκες, παιδιά και αγέννητα χάθηκαν από προσώπου λίμνης. Συνολικά επτά νεκροί καταγράφηκαν στο ναυάγιο.

Κι αυτοί που έμειναν πίσω; Ο Παπαμόσχος στρέφει την προσοχή του με εντατικό τρόπο στο μετέπειτα. Διότι αυτός είναι ο κύριος πυρήνας του μυθιστορήματος. Το πώς κουβαλάς ένα βουνό χαμού στην πλάτη σου.

Ο βουβός πόνος

Δεν υπάρχουν δραματικές κορυφώσεις, δεν υπάρχουν έντονα δράματα ή σκηνές παραφροσύνης. Ο πόνος φιδοσέρνεται, το γλίστρημα της λογικής συμβαίνει με ύπουλο τρόπο, ακόμη και η εκδίκηση θα έρθει ως ένα ξάφνιασμα της στιγμής (καίτοι δείχνει προμελετημένη).

patakis papamoschos analipsiΟ Παπαμόσχος, σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος, δεν ξεχνάει πως ο πόνος απαιτεί τον μέγιστο σεβασμό και του συμπεριφέρεται αναλόγως.

Δεν αναλίσκεται σε φωνασκίες ή σκηνές τραβηγμένες από τα «μαλλιά» του δράματος. Ούτε μια στιγμή δεν αφήνει να του ξεφύγει το υλικό του. Ειδικά στα σημεία που «καίει».

Η Ανάληψη σε ρουφάει όπως τα νερά της λίμνης τους χαμένους. Κάθε σκηνή κρύβει μια λεπτομέρεια που δεν φαίνεται αρχικά σημαίνουσα κι όμως.

Κάθε πρόσωπο λέει τη δική του ιστορία και όλες μαζί φτιάχνουν μια χορωδία (εκκλησιαστική, αλλά και χορός αρχαίας τραγωδίας) απαντοχής που έγινε λύπη. Αυτή είναι, εν πολλοίς, η μοίρα των ανθρώπινων.

Ο Παπαμόσχος συνεχίζει και μ' αυτό το βιβλίο τον προσωπικό του δρόμο αναπτύσσοντας πάντα το καταγεγραμμένο ύφος του, από το οποίο δεν έχει λόγο να αποχωρήσει.


Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Μπλε ήλιος» (εκδ. Μεταίχμιο)


Απόσπασμα από το βιβλίο

«Στο Νησί τα όργανα σώπασαν, οι πουλητάδες μάζεψαν την πραμάτεια τους, οι επισκέπτες βουβοί, περίλυποι επέστρεψαν. Το ένιωσε ως χρέος η πόλη όλη να ακολουθήσει το ξόδι. Οι δρόμοι γύρω από τον Άγιο Θεολόγο γέμισαν. Ο παπα-Σγούρης προσπαθούσε να κρατά σταθερή τη φωνή καθώς έψελνε τα ιδιόμελα του Ιωάννη του Δαμασκηνού: “Ως άνθος μαραίνεται, και ως όναρ παρέρχεται, και διαλύεται πας άνθρωπος”. Του φαινόταν σαν όνειρο ο σαραντισμός του Ραφαήλ, ένιωθε ακόμη τα χείλη της Αγνής στο χέρι του, δυο άνθη μαραμένα. Βλέμματα μια σηκώνονταν και μια γκρεμίζονταν ολόγυρα»

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2025

ΜΑΡΙΑΝΑ ΕΝΡΙΚΕΣ, ΟΣΑ ΧΑΣΑΜΕ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

Ο κόσμος της Μαριάνα Ενρίκες δεν είναι κατ' ανάγκην ο δικός μας, αρκούν όμως μερικές φράσεις για ν' αρχίσεις να τον βαδίζεις, να τον ανασαίνεις και να μην τον ξεχάσεις ποτέ χάρη σε μια μοναδική συνταρακτική ζωντάνια. Οι αυτοαποκαλούμενες «Φλεγόμενες Γυναίκες», που διαμαρτύρονται ενάντια σε μια ακραία μορφή οικογενειακής βίας η μαθήτρια που ξεριζώνει τα νύχια και τις βλεφαρίδες της με τη βοήθεια της συμμαθήτριάς της τρεις φίλες που κάνουν χρήση ουσιών δίνοντας όρκους αιώνιας φιλίας στα χρόνια των επιβεβλημένων από την κυβέρνηση της Αργεντινής διακοπών ρεύματος ο κατ' εξακολούθηση δολοφόνος Πετίσο Ορεχούδο, μόλις εννέα ετών hikikomori, μαύρη μαγεία, ζήλια, συναισθηματική απάθεια, δεισιδαιμονίες της υπαίθρου, εγκαταλειμμένα ή στοιχειωμένα κτίρια... Στις δώδεκα ιστορίες του βιβλίου ο αναγνώστης ξεχνάει αυτά που γνωρίζει και παρακολουθεί από κοντά τις αιφνίδιες ανατροπές και τις έρευνες για πτώματα που εξαφανίζονται ή επανεμφανίζονται την πιο απρόσμενη στιγμή... Οι ήρωές της -η κοινωνική λειτουργός, η εισαγγελέας ή ο ξεναγός-, όλοι τους παλεύουν για να υπερασπιστούν πλάσματα κοινωνικώς αόρατα, διερευνώντας έτσι το βάρος της ενοχής, τη συμπόνια, την απανθρωπιά, τις δυσκολίες της συμβίωσης και έναν τρόμο βαθύ και αληθινό.
Η Μαριάνα Ενρίκες είναι μια από τις πιο θαρραλέες και εντυπωσιακές αφηγηματικές φωνές της εποχής μας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Ο τρόμος στα διηγήματα της Μαριάνα Ενρίκες ρέει σαν αγκομαχητό μαύρου νερού πάνω σε πλάκες λουσμένες στο φως του ήλιου. Σαν κάτι αδύνατο που, ωστόσο, δεν μπορεί παρά να συμβεί». (Leila Guerriero, El Pais)
«Η γραφή της είναι τόσο αυθεντική και οξυδερκής, ώστε κατορθώνει να μας φέρνει στον νου μια πραγματικότητα πιο ζωντανή απ' αυτή που μας περιστοιχίζει». (Daniel Gumbiner, McSweeney's)


Το Things We Lost in the Fire  διαδραματίζεται στην Αργεντινή, όπου τρία κορίτσια στρέφονται στα ναρκωτικά και τον πόνο εν μέσω ενός μπλακ άουτ που επιβάλλεται από την κυβέρνηση. Οι απαντήσεις και οι διαμαρτυρίες τους καταδεικνύουν μια στοιχειωμένη, αλλά οικεία πραγματικότητα για πολλούς και καταδεικνύουν τι συμβαίνει σε έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανισότητα, η διαφθορά και η βία.

Κριτική

 Το Things We Lost in the Fire  έχει τον συνδυασμό πλήρως ενσωματωμένων χαρακτήρων, μια νότα μη πραγματικότητας και τις πραγματικότητες που αντιμετωπίζουν πολλοί Αργεντινοί.

Καθώς συνεχίζω να εμβαθύνω σε μυθιστορήματα και διηγήματα, εκπλήσσομαι συνεχώς από τη δύναμη που μπορεί να δημιουργηθεί σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, και  το Things We Lost in the Fire  δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν χρειάζεται πολύς χρόνος για να στήσει η Enríquez τη σκηνή όσον αφορά τους χαρακτήρες, το σκηνικό και τα κοινωνικά ζητήματα γύρω από αυτήν την ιστορία και το σκηνικό. Και ενώ κάποιες ιστορίες ήταν πιο αξέχαστες για μένα από άλλες, δεν νομίζω ότι υπήρχε ούτε μία που να μου φάνηκε αδύναμη ή βαρετή σε σύγκριση με τις άλλες. Επιπλέον, κάθε ιστορία ενσωμάτωσε το δικό της στοιχείο τρόμου που πραγματικά συνέβαλε όχι μόνο στη συνολική μοναδικότητα της ίδιας της ιστορίας αλλά και στα θέματα που τονίζονταν σε αυτήν. Δύο από τις πιο αξιομνημόνευτες ιστορίες αυτής της συλλογής για μένα ήταν αυτές που φαίνεται να έχουν αντίθετο χαρακτήρα. Ένα από αυτά είναι η πρώτη ιστορία του βιβλίου, που περιγράφει τις συναντήσεις μιας γυναίκας με ένα βρωμικο- άστεγο αγόρι. Το άλλο περιλαμβάνει αρκετούς νεαρούς χαρακτήρες και τι συμβαίνει όταν επισκέπτονται ένα στοιχειωμένο σπίτι. Και παρά όλες αυτές τις διαφορετικές ιστορίες, όλες συνδέονται με διαφορετικούς τρόπους.

Δεδομένης της φύσης αυτού του βιβλίου, υπήρχαν αρκετές ιδιαίτερα φρικιαστικές σκηνές σε αυτό το βιβλίο. Τούτου λεχθέντος, πολλά από  τα πράγματα που χάσαμε στις φλόγες μπορεί να είναι αρκετά γραφικά και ανησυχητικά κατά την ανάγνωση. Είναι ένα διαφορετικό είδος τρόμου από αυτό που έχω διαβάσει λόγω των στενών δεσμών του με την πραγματικότητα και των θεμάτων που απεικονίζει.

Μεγάλο μέρος της τρομακτικής φύσης των  Things We Lost in the Fire  προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο πολλές από αυτές τις ιστορίες τελειώνουν. Είναι εξαιρετικά ανατριχιαστικό ο τρόπος που πολλές από αυτές τις ιστορίες δημιουργούν προσμονή μέχρι το τέλος. Ωστόσο, αν και προσωπικά είμαι λάτρης του ανοιχτού τέλους, θα ήθελα κάτι περισσότερο σε αρκετές από αυτές τις ιστορίες. Όσον αφορά τον τρόμο, καταλαβαίνω γιατί οι ιστορίες τελείωσαν όπως τελείωσαν. 

Συνολικά,  το Things We Lost in the Fire  είναι μια απίστευτα μοναδική και σαγηνευτική συλλογή διηγημάτων, μια συλλογή που σίγουρα προτείνω.