Η πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Σπ. Τσερέ "Όταν δάκρυζε η κόρη του Ευθυδίκου", με εξώφυλλο τη διάσημη αρχαϊκή Κόρη "σημαδεμένη" με μια κόκκινη ευθεία γραμμή, συμπεριλαμβάνει δεκαπέντε διηγήματα με προσωπικές μαρτυρίες / βιώματα του συγγραφέα, διαπλέκοντας το σήμερα με το χθες. Συνήθως την αφήγηση προκαλεί ένα σύγχρονο ερέθισμα (μια σχολική αίθουσα με έναν γεωφυσικό χάρτη, ένα σκουριασμένο τρακτέρ, ένα παιδί με ένα ποτήρι γάλα, μια παρέλαση, ένα τραγούδι ...) που ανασύρει στη μνήμη του ώριμου πλέον αφηγητή ανάλογες στιγμές της παιδικής, εφηβικής και νεανικής του ζωής.
Τα δεκαπέντε διηγήματα του έργου χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα "15 σχέδια σε κιαροσκούρο ή φαεννότατον έρεβος", προδηλώνοντας: α) τις δομικές αντιθέσεις που κυριαρχούν σε αυτά (κορίτσι-αγόρι, μορφωμένος-αμόρφωτος, νέος-ώριμος αφηγητής, αριστερός-δεξιός, λαϊκός-κληρικός, αυστηρός-μαλακός δάσκαλος, χωριό-πόλη, ηπειρώτης-νησιώτης κ.ά.), σύμφωνα με την τεχνική της φωτοσκίασης, όπως υποδηλώνεται στο δεύτερο παράθεμα του βιβλίου "σκότος εμόν φάος, έρεβος ω φαεννότατον" (στίχος από τον Αίαντα του Σοφοκλή), και άλλωστε συνδέεται με το μισοσκόταδο που κυριαρχεί σε πολλά διηγήματα από τις λάμπες πετρελαίου, β) ότι πρόκειται για "απείθαρχα και μοναχικά κείμενα" που αποτελούν δοκιμές -σχέδια αυτοέκφρασης, αφιερωμένα "σε όσους και όσες ...επιμένουμε να πατάμε στα χνάρια της Ερατούς", κόρης του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδας της λυρικής-ερωτικής ποίησης, του γάμου, του χορού, της μουσικής και των ερωτικών σχέσεων. Πρόκειται επομένως για συλλογή διηγημάτων, που δομούνται αντιθετικά και στα οποία κυριαρχούν ο έρωτας, στις ποικίλες εκφράσεις του, η μουσική, ο χορός, ο λυρισμός, ο πόνος ...
Ο τίτλος της συλλογής συνδέεται με τον στίχο του Οδυσσέα Ελύτη (Έξη και μία τύψεις για τον ουρανό) "Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς Θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου". Η Κόρη του Ευθυδίκου, μία από τις τελευταίες Κόρες που αφιερώθηκαν στην Ακρόπολη, σώζεται σε δύο τμήματα, ένα το πάνω μέρος της μορφής και άλλο τα πόδια και η βάση της, τεχνοτροπικά, εντάσσεται στον ονομαζόμενο «αυστηρό ρυθμό» και λόγω της σοβαρής, σχεδόν σκυθρωπής έκφρασής της, της αποδόθηκε παλαιότερα ο χαρακτηρισμός «μουτρωμένη». Αυτή λοιπόν η ακρωτηριασμένη σκυθρωπή ή μάλλον δακρυσμένη κόρη κατά τον Ποιητή, μοιάζει να θλίβεται από το "σκίασμα" των χρόνων και "τον κόσμο τον χωρίς Θεούς", όπως τον εικονίζει ο συγγραφέας-αφηγητής.
Η Κόρη του Ευθυδίκου "δακρύζει" πρωτίστως με την εκπαιδευτική διαδικασία της δεκαετίας του ΄60, όταν στις σχολικές αίθουσες "στοιβάζονταν καμιά πενηνταριά και βάλε παιδιά της τρίτης και τετάρτης τάξης", το μάθημα γίνονταν στην καθαρεύουσα από "μισο-αμόρφωτους και αμόρφωτους καθηγητές στο Γυμνάσιο", ο Γυμνασιάρχης "κοντός, χοντρός, άσχημος, μπομπαρισμένος με ένα φτηνό αντιπαθητικό άρωμα, ήταν εντελώς αγράμματος που δυσκολευόταν να διατυπώσει σε υποφερτά ελληνικά ακόμα και μια απλή φράση", ενώ ως προς την επιστημονική του κατάρτιση, αν και Χημικός δεν μπορούσε να διδάξει μια χημική εξίσωση: "έχει ανοικτό το βιβλίο, βλέπει την αντίδραση όπως είναι στο βιβλίο ολοκληρωμένη (δηλαδή με τους συντελεστές), κοιτάζει τον πίνακα, όπου ο μαθητής (σωστά πράττοντας) δεν έχει περάσει ακόμα τους συντελεστές, μέσα στην τύφλα του συμπεραίνει ότι πρόκειται για λάθος και με την τεράστια (δίμετρη περίπου) βέργα του -όπως το΄χε άκοπο συνήθειο- του κοπανάει μία χουγιάζοντάς τον με την αγαπημένη του κραυγή "Κάτσε κάτω, μπρε χαϊμένε! Είσαι ντιπ αδιάβαστος!"
Την εκπαίδευση της βέργας συμπλήρωνε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, το "ξελάκισμα των ατέλειωτων κατσικόδρομων του χωριού", η προσφορά αυγών στη δασκάλα έναντι αμοιβής και ο γεωφυσικός χάρτης με τα "αυγά του Δημητράκη" που η δασκάλα του εκτόξευσε επειδή δεν της τα έφερε εγκαίρως, ενώ ο "ξελέστατος" Γιάννης που η μητέρα του "δεν μπορεί να τον μαϊνάρει", τρώει το ξύλο της αρκούδας από τον δάσκαλο ή κλείνεται στο σχολείο "προς σωφρονισμό", όταν τα άλλα παιδιά έχουν σχολάσει , για να καταλήξει τελικά "δέσμιος" στο κέντρο της εκκλησίας, δίπλα στο φέρετρο ενός νεκρού, πιασμένος από το χέρι του, ώστε "να βάλει μυαλό". Η αστυνόμευση των μαθητών αφορά και στην εξωσχολική τους ζωή, εφόσον απαγορεύεται να πάνε κινηματογράφο για να μη "διαβρωθούν ηθικώς", η τήρηση του μέτρου είχε ανατεθεί "σε πολλούς φύλακες της δημόσιας ηθικής, κοσμικούς και ιερωμένους", ενώ οι ποινές "για το σινεμά" ήταν βαριές, "μέχρι και αποβολή μια ολόκληρη βδομάδα". Την ίδια στιγμή όλοι γνωρίζουν "πολλές παιδεραστίες, μερικές και με δικαστική βούλα βεβαιωμένες... και πονεμένες ιστορίες με τα δουλικά, άγραφες αυτές που μόνο η προφορική παράδοση τις κλωθογύριζε στις γειτονιές και τις ρούγες".
Την κακοδιαμονία της εκπαίδευσης πλαισιώνουν και εξηγούν τα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα των δεκαετιών μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον εμφύλιο, ιδιαίτερα στην αγροτική ύπαιθρο και τις επαρχιακές κωμοπόλεις: φτώχεια, εξαθλίωση, απαιδευσία, "ανόητη σκληρότητα που φώλιαζε στις φτωχές και στερημένες αγροτικές κοινωνίες... που για να σπάσουν πλάκα έκοβαν μια φέτα ψωμί και την πέταγαν ψηλοκρεμαστά στην άλλη άκρη της αυλής του καφενέ" για να την αρπάξουν πεινασμένα ορφανά συναγωνιζόμενα τα σκυλιά που επίσης "ψωμολύσσαγαν" τότε!
Συγχρόνως αποτυπώνονται εξέχοντα πολιτικά γεγονότα της περιόδου: η δολοφονία του Λαμπράκη που "επλήγη με αμβλύ όργανο", τα Ιουλιανά και η δικτατορία των συνταγματαρχών, οι διακρίσεις και οι διώξεις του μετεμφυλιακού κράτους, οι παρακρατικοί και τα τάγματα της Εθνοφυλακής που εκφοβίζουν όχι μόνο τους αριστερούς αλλά και όσους θεωρούνται "συνοδοιπόροι" τους, τηρώντας ένα αυστηρό "εθνικοφρονόμετρο που ήταν τότε το μόνο "μέτρο" της πολιτικής αγοράς", "οι καραδεξιοί, φιλοχουντικοί, τραμπούκοι ιερείς" που αποτελούν τους στηλοβάτες του καθεστώτος, "οι περιπολούντες Τεατζήδες που χτυπούσαν απειλητικά με ξύλινα ρόπαλα την πόρτα των σταμπαρισμένων σπιτιών ...βγάζοντας άναρθρες κραυγές ...τυλιγμένοι με λευκά σεντόνια και με τα πρόσωπα καλυμμένα με μαύρες γυναικείες μαντήλες", "το περιώνυμο Πιστοποιητικό Κοινωνικών Φρονημάτων" και οι "εθνοσωτήριες πληροφορίες" που συγκεντρώνονταν από έναν ολόκληρο κρατικό μηχανισμό σε σχήμα πυραμίδας που άρχιζε από τους μικροχαφιέδες της γειτονιάς κια περνώντας όλους τους ενδιάμεσους σταθμούς κατέληγε στα υψηλά κλιμάκια του κρατικού μηχανισμού - ίσως ο μόνος καλοκουρδισμένος μηχανισμός ενός εξαιρετικά κακοκουρδισμένου κράτους". Ωστόσο στις εκλογές του 1963 ένας δικαστικός αντιπρόσωπος "ταπεινός και λιγομίλητος άνθρωπος του Θεού" υψώνει το ανάστημά του χαρακτηρίζοντας "άκυρο" ένα όντως άκυρο ψηφοδέλτιο της ΕΡΕ, ενώ ο κομματάρχης της ΕΡΕ παρακολουθεί με "το πιστόλι του στη κωλότσεπη που καλύπτοταν από τη ριγμένη στις πλάτες του πατατούκα και στους ώμους του βάραιναν πολλά αδικήματα κάθε λογής, μέχρι και φόνο, τα οποία όμως το άγρυπνο μάτι του "νομου" της εποχής δεν κατάφερνε να τα δει και να τα δικάσει"! Κοντά σ' αυτά όμως ιστορείται γλαφυρά και η πορεία ενός πάμφτωχου ορφανού που μπήκε στον Δημοκρατικό Στρατό και οργανώθηκε στην ΕΔΑ έχοντας εντολή να "διαφωτίσει" τη νεολαία στις αρχές του διεθνισμού και της αλληλεγγύης, αυτός που δεν είχε τελειώσει το δημοτικό, και στη συνέχεια προσπαθεί να επιβιώσει κάνοντας τον διαιτητή, τον προπονητή ποδοσφαίρου, ή τον οδηγό τρακτέρ, χωρίς να έχει ανάλογες γνώσεις. Γλαφυρή καταδίκη για τις κομμένες κεφαλές των κομματικών στελεχών, σάτιρα των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών όχι όμως των απλών ανθρώπων.
Θα αδικούσε ωστόσο κανείς το περιεχόμενο της συλλογής, αν αποδελτίωνε μόνο παραθέματα που συνδέονται με το "σκότος". Όπως άλλωστε έχει τονισθεί εξαρχής πρόκειται για "φαεννότατον έρεβος", που εν προκειμένω συνδέεται με αφηγήσεις υψηλού λυρισμού, ερωτικής μυσταγωγίας, μουσικής και χορευτικής τελετουργίας, όπως ο "μακαρίτης ο Βασίλης που χόρευε με τον σκούφο του. Ολόρθος και ντούρος. Ούτε κολοκαθιές ούτε σαλτίδια. Σεμνά και αντρείκια. Στον τόπο. Στο ένα μέτρο." Ηδονική η μνήμη της πατρώας γης "πόσο το αγαπάω το χώμα της μικρής πατρίδας αυτή την ώρα. Το νιώθω ένα με το κορμί μου. Πώς να του το πώ; Σκύβω, τα χέρια μου το χαϊδεύουν , τα χείλη μου το 'γγίζουν, του ψιθυρίζω λέξεις δικές μας -τρυφερά, όπως ο καβαλάρης στ' αυτί του πιστού του αλόγου. Κι είναι απ' τ στόμα παλαϊκών ζευγάδων και τσοπαναραίων οι λέξεις που του ψιθυρίζω, γεμάτες βαριά σύμφωνα, παραμελημένα φωνήεντα, υπόκωφα οι και υγρά ν. Κια τις αφουγκράζεται, την ξέρει τη γλώσσα -το νιώθω. και καρτερώ το σκίρτημά του στα δάχτυλα και το αντιχτύπημα της καρδιάς του στ' αυτί μου. Α! σε ποιο χώμα, γνώριμον από παιδί, γυρίζω/ που δίχως χνάρι χαίρομαι, δίχως αφή γνωρίζω. Τόση η ευδαιμονία που δεν αντέχεται!"
Συχνές οι διακειμενικές αναφορές που σχετίζονται με την αρχαία ελληνική γραμματεία ("ποτό νηπενθές ' άχολόν τε κακών επίληθον απάντων"), τον εκκλησιαστικό λόγο, τη νεοελληνική και παγκόσμια λογοτεχνία αλλά και στίχους τραγουδιών : "Τελικά η τρέλα σου "αμφιποτάται", για να εκφραστώ αιολικά με πολλά άλφα σαν "ταν Μυτιλάναν" της Σαπφούς και του Ελύτη... (Εδώ θα σου προσθέσω -κι εσύ θα το καταλάβεις- και του Μητροπάνου τα κυματιστά άλφα και σ' εκείνον τον μεθυστικό κυκεώνα έρωτα και θανάτου στο "Θάλασσες, μέσα στα μάτια σου θάλασσες").
Έντονη είναι η παρουσία του αφηγητή στα ιστορούμενα, ως πρωταγωνιστής, παρατηρητής, σχολιαστής "Τώρα πια ήταν σίγουρος πως τα κλαρίνα και ο χορός σ' εκείνα τα πανηγύρια δεν ήταν "διασκέδαση", ήταν το αρχαϊκό ξόρκισμα εκείνων των χορευτάδων απέναντι στο μέγα αίνιγμα του θανάτου ή αλλιώς, γκρέμισμα του φράχτη ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, ή αλλιώς απαίτηση αθανασίας, δεν ξέρει πως αλλιώς να το πει (Με συγχωρείς καλέ μου αφηγητή, αλλά άσε με να το πω εγώ πιο "χειροπιαστά", αυτό που μας το λες εσύ τόση ώρα "περί διαγραμμάτου", λες και αγορεύεις σε κάποια σέχτα "κουλτουριάριδων": Ναι, το κλαρίνο κι ο χορός μπορούν -ας είναι κια για όσο κρατάει ένας χορός μια τέτοια νύχτα- να φέρουν πίσω και τους αγαπημένους που τους πήρε νωρίς ο μαύρος καβαλάρης!)". Συχνά η οπτική του ώριμου αφηγητή έρχεται να συμπληρώσει εκείνην του ανώριμου που συμμετέχει στα παλαιότερα γεγονότα "και μπορεί εσύ τότε να ήσουν μικρός και να μην το καταλάβαινες, αλλά τότε πάνω στο παλιωμένο τσιμέντο της μάντρας, στα περίχωρά της πέριξ, και στα ψαλτήρια της εκκλησιάς μέσα, υπό τον ήχο του Αναβαλλομένου και του Άξιον Εστί, χαράζονταν αργόσυρτα -σαν με το αρχαϊκό κοντύλι στη μαθητική σου "πλάκα"- σελίδες αισθαντικού μέλλοντος, γεμάτες λήμματα βαθύκολπων γυναικών. με ξεχασμένο ξεκούμπωτο το κορφινό κουμπί στο μπλουζάκι τους, ν' ανασαίνουν τα στήθια και να μη στενεύονται... Αυτά τα κατάλαβες χρόνια μετά. χαράματα μιας όψιμης άνοιξης εύτ' αστήρ υπερέσχε φαάντατος.΄ύπτιος πάνω στην τσιμεντένια ψύχρα της μάντρας." . Αρκετά συχνά επίσης ο ώριμος αφηγητής "διχάζεται" , υποστηρίζοντας τη μία ή την άλλη από τις αντιτιθέμενες οπτικές, προσδίδοντας στο κείμενο μια οιονεί διαλογική μορφή: "πρόσεξε μην την πατήσεις! Και να αποφύγεις την ωραιοποίηση, απέναντι σε παραμονεύει ο αντίθετος κίνδυνος, να ισοπεδώσεις δηλαδή όλο το παρελθόν ...και να ξεχάσεις πως και παλιά υπήρχαν σημαντικά πράγματα που δυστυχώς σήμερα έχουν χαθεί ή , ακόμα χειρότερα, τα έχουμε γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων μας ...Τον αφήνω να ρητορεύει. Μπορεί να'χει κι αυτός το δίκιο του ... αλλά εγώ αυτήν την ώρα δεν έχω καμιά όρεξη για τέτοιες αναλύσεις. Αυτό που θέλω είναι να κρατάω ζεστή στη μνήμη μου εκείνη τη βραδιά ... να αρδεύει το "μέσα μου" και να μου δίνει ανάσα στα δύσκολα της ζωής μου". Άλλοτε πάλι ο αφηγητής αυτοσαρκάζεται, αξιολογώντας τη συγγραφική του ικανότητα: "μάλλον κινηματογραφική ταινία ήθελε να κάνει ο άνθρωπος, διήγημα πάντως αυτό δεν είναι" μονολογεί. "όχι, όχι για ποίημα θα το ξεκίνησε και το άλλαξε στον δρόμο... άβυσσος η ψυχή των γραφιάδων! Πάντως δεν πέρασα άσχημα! Πάμε τώρα και στο επόμενο διήγημα της συλλογής".
Από την άλλη, η παρουσία του αφηγητή γίνεται φασματική, σχεδόν ανεπαίσθητη, όταν σχετίζεται με μιαν απόκρυφη μνήμη στα κατεξοχήν ερωτικά διηγήματα.Τότε η "φωνή" του "ακούγεται" μέσα από αλλότριες φωνές, επώνυμων και ανώνυμων ποιητών και συγγραφέων, ή από την πένα ενός παντογνώστη αφηγητή "Σταμάτησε αυτή. Σταμάτησε κι αυτός. Όπου ην κήπος. Δεν θυμάται να είπαν τίποτα. Τα αγριόχορτα της στοργικής Γης δέχτηκαν φιλόξενα τα νεανικά κορμία -μαλακή νυφική παστάδα. Κι από ψηλά το μέγα πολυκάντηλο. Τον έκλεισε μέσα στον ανεπαίσθητα ιδρωμένο κόρφο της και στη γλυκιά θαλπωρή των λευκών μηρών της. και ο σπασμός της ηδονής τον βούλιαξε σ' ένα σκοτάδι πηχτό /θανάτω άγχιστα εοικός/ ενώ το τσάκισμα του κλαρίνου γλυκόσβηνε στ' αυτιά του / θανάτω άγχιστα εοικός / κι αυτό".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου