Κυριακή 14 Ιουλίου 2024

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ, Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΣΤΙΑΣ (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2019)

 


Ο ήρωας του βιβλίου, ένας ταπεινός ταχυδρόμος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο την ιστορία του, που διαδραματίζεται σε μια ορεινή κοινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης. Ευαίσθητος παρατηρητής μιας σκληρής πραγματικότητας, ο ταχυδρόμος άγεται και φέρεται από την κοινωνία, από προξενιά με πλεκτάνες, από ατελέσφορες αγάπες, τέλος από έναν έγγαμο βίο με πολλά μυστικά και ψέματα - ώσπου κάποτε αφυπνίζεται και γίνεται ο ίδιος δράστης οδηγώντας την αφήγηση στην πλήρη ανατροπή της πλοκής και εκτινάσσοντάς την προς τη δραματική κάθαρση.
Η αγάπη και οι δυνατότητές της, οι αυστηροί περιορισμοί των εθίμων στα υψόμετρα των βουνών, η μνήμη, ο έρωτας και ο θάνατος αναπτύσσονται με μια γλώσσα ποιητική, σπάνιας ωριμότητας στην πεζογραφία μας - μιας γλώσσας που δεν αφήνει περιθώρια στη συγκίνηση να "καταπιεί" την αφήγηση. Η γλώσσα γίνεται και αυτή πρωταγωνίστρια του βιβλίου, επαναφέροντας με ορμή το ερώτημα περί της αυθεντικής λογοτεχνίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

[Ακολουθεί η συνέντευξη του συγγραφέα που αντλήθηκε από εδώ]
O σκοτεινός λογοτεχνικός κόσμος του Γιώργου Παπαδάκη, νικητή του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος 2019

ΤΗΣ ΒΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
20.7.2020 | 10:05


ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΕΝΑ μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε διακριτικά, χωρίς να κάνει ιδιαίτερη αίσθηση, να γνωρίσει ξαφνικά, δύο χρόνια μετά, μια έκρηξη δημοσιότητας και θαυμασμού; Ίσως γιατί καμιά φορά τα βραβεία κάνουν τη δουλειά τους, ανασύροντας παραγνωρισμένα διαμάντια ανάμεσα σε βραχείες λίστες με θηρία. Και ο Γιώργος Παπαδάκης τέτοια είχε απέναντί του, τον Πανσέληνο, τον Συμπάρδη, την Πέτσα, όταν έφτασε να διεκδικεί το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2019 (για τις εκδόσεις του 2018) με το ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα «Ο ταχυδρόμος» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας). Και το πήρε!

Τρέξαμε οι αδιάβαστοι να το βρούμε. Για να βυθιστούμε σε έναν σκοτεινό, ανησυχητικό, παλιό κόσμο, σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης του 1950, παρέα με έναν περίεργο, ανατριχιαστικό φορές-φορές νεαρό άντρα, ταχυδρόμο στο επάγγελμα. Να ζήσουμε τον γάμο του με μια γυναίκα που δεν έχει δει ούτε μία φορά. Να δούμε τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα όπως ακριβώς είναι: πέτρες στον λαιμό των ανθρώπων, αγριότητα και υποκρισία. Να καταλήξουμε μαζί με τον ταχυδρόμο μας σε μια αίθουσα δικαστηρίου και να προσπαθήσουμε (δύσκολο, ομολογώ) να καταλάβουμε το φοβερό έγκλημα που έκανε. Αυτός ο καλός, ευγενικός, φιλήσυχος νέος άντρας με την πλούσια εσωτερική ζωή και την αρρωστημένη παθητικότητα.

Ο Γιώργος Παπαδάκης, γεννημένος στο Ρέθυμνο το 1959, είναι εκπαιδευτικός, εργάζεται στην Αθήνα και έχει ειδικευτεί στην τέχνη του μεσαίωνα και της πρώιμης Αναγέννησης (με μελέτες και μονογραφίες). Ο «Ταχυδρόμος» είναι το δεύτερο μυθιστόρημά του, το πρώτο, «Ιστορία μιας ανοχύρωτης νιότης», είχε κυκλοφορήσει το 1994, πάλι από την Εστία.

— Φαντάζομαι ότι ο ήρωάς σας, αυτός ο παθητικός, αδιάφορος, υποταγμένος σε συμβάσεις νέος άντρας και η πορεία του στη ζωή ήταν το κέντρο του λογοτεχνικού σας σχεδίου. Τι σας οδήγησε στον Αλέξη Δαφέρμο; Πού θέλατε να εστιάσετε;

Συνηθίζω να λέω ότι ένας συγγραφέας δεν πρέπει να αναλύει εξονυχιστικά τα έργα του, γιατί τότε αφαιρεί από τον αναγνώστη τη δυνατότητα της συνδημιουργίας, της ερμηνείας και της αίσθησης που προκύπτει από τις πράξεις των χαρακτήρων. Θέλω να πω ότι εάν γνωρίζει την πρόθεση του συγγραφέα, η αναγνωστική πράξη παύει να εδράζεται σε παρθένο έδαφος. Ωστόσο, δεν θα αποφύγω την απάντηση στην ερώτηση, η οποία τέθηκε πρώτη στη συζήτηση και συνεπώς πρέπει να σας απασχόλησε πολύ. Ήθελα να εστιάσω σε δύο σημεία, στον φόβο που προκαλεί η ψυχική ασθένεια στις παραδοσιακές κοινωνίες, με αποτέλεσμα την απόρριψη και τον αποκλεισμό από την κοινότητα, και στη μελέτη του θανάτου. Εδώ ο θάνατος δεν είναι απλώς μια επώδυνη απουσία αλλά μια λυτρωτική πράξη, την οποία εξηγεί ο ήρωας στην τελευταία σελίδα του βιβλίου. Θα διαφωνήσω, όμως, στα επίθετα «παθητικός» και «αδιάφορος». Υπάρχουν στιγμές στη διαδρομή του που αναγκάζεται να πάρει καθοριστικές αποφάσεις όσον αφορά την ανατροφή των παιδιών του. Η αδιαφορία που του προσάπτουν άλλα πρόσωπα της ιστορίας –και κυρίως στις σκηνές του δικαστηρίου– είναι γιατί βιώνει με εσωτερίκευση αυτά που του συμβαίνουν.


Και βέβαια επιζούν στις ορεινές κοινότητες! Η ειδησεογραφία από καιρού εις καιρόν αποκαλύπτει του λόγου το αληθές. Αυτά τα δύσκολα έθιμα έχουν αρχέγονες καταβολές και παρέμειναν ζωντανά για συγκεκριμένους λόγους και σε συγκεκριμένες εστίες. Η Κρήτη, όμως, δεν είναι αυτό μόνο. Η κρητική ψυχή, όπως την περιγράφει ο Καζαντζάκης, έχει πολύ δυνατά χαρακτηριστικά, πολύ ιδιαίτερα, που αφορούν κυρίως την έννοια του χρόνου και της ύλης, όπως και την αντιμετώπιση του θανάτου, την ανθρωπιά και την αλληλεγγύη. Στην Κρήτη η ύλη είναι χώμα και όνειρο, αίμα και αθανασία, πάθος και συστολή, φως και σκοτάδι. Το σκοτάδι των αιμάτων συντηρεί τη συνέχεια ενός βλέμματος, τη γενεαλογία των μορφών, την αντίσταση στην ανυπαρξία. Το αίμα εκεί είναι φλόγα που δαμάζει τους αιώνες.

— Η ιστορία του Αλέξη Δαφέρμου ανατρέπει τα κλισέ περί ανδροκρατίας στην Κρήτη, το στερεότυπο του μάτσο άντρακλα και της υποταγμένης γυναίκας. Εδώ το θύμα είναι ο μαλακός, ευεπηρέαστος νέος άνδρας, και θύτες δύο γυναίκες (η μάνα του και η γυναίκα του), που αποφασίζουν για τα πάντα στη ζωή του. Πώς σας ήρθε αυτή η ενδιαφέρουσα ανατροπή;

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μινωική Κρήτη ήταν εξόχως μητριαρχική. Και τη δεκαετία του '50 και τώρα, νομίζω, η γυναικεία φιγούρα παίζει σημαντικό ρόλο στην οικογένεια, αλλά όχι στην κοινωνική προφάνεια. Η σύζυγος και η μητέρα πολύ συχνά αποφασίζουν, προτρέπουν, αναδεικνύουν, ενθαρρύνουν τους άντρες. Η παρουσία τους είναι καθοριστική εντός του ιδιωτικού πλαισίου της οικογένειας. Μεγάλη ήταν η έκπληξή μου όταν είδα ότι ένας μεγάλος περιηγητής και λάτρης της Ελλάδας, ο Ζακ Λακαριέρ, κάνει αυτή την παρατήρηση στο σπουδαίο βιβλίο του «Ελληνικό Καλοκαίρι», το οποίο διάβασα στα φοιτητικά μου χρόνια. Αφιερώνει εξαιρετικές σελίδες στη γυναίκα της Κρήτης, την ίδια δεκαετία που εκτυλίσσεται η ιστορία του «Ταχυδρόμου».


— Το βιβλίο σας προφανώς δεν είναι ηθογραφία, είναι ένα μοντέρνο, σκληρό, ρεαλιστικό ανάγνωσμα. Μια και δεν λείπουν, όμως, οι σκηνές γαμήλιων εθίμων, έχω μια ερώτηση: υπήρχε περίπτωση ένας άντρας στην ορεινή Κρήτη το 1950 να φτάσει στον γάμο χωρίς να έχει δει καν τη νύφη;

Όχι μόνο υπήρχε περίπτωση αλλά συνέβαινε όχι σπάνια, σύμφωνα με διηγήσεις που έχω ακούσει. Αυστηροί περιορισμοί, κανόνες και ίσως πονηρές βουλήσεις της οικογένειας της νύφης, όταν αυτή είχε κάποιο ελάττωμα. Ε, ναι, την έκρυβαν και δεν ήταν λίγες οι φορές που έκαναν αυτό ακριβώς που συνέβη στους αρραβώνες του ταχυδρόμου...

— Σε μια βαθιά πουριτανική κοινωνία, η σύζυγος του Δαφέρμου μας αιφνιδιάζει με την έντονη σεξουαλικότητα με την οποία την προικίζετε ‒ απολαμβάνει το σεξ, το αποζητά, σχεδόν το επιβάλλει στον σύζυγό της. Δεν γίνεται, όμως, γι' αυτό πιο συμπαθής και ανθρώπινη. Το σεξ είναι σαν να ολοκληρώνει την αδηφάγα διάθεσή της απέναντι στον άντρα της. Γιατί της δώσατε αυτό το ενδιαφέρον χαρακτηριστικό;

Αυτό το χαρακτηριστικό είναι συμβολικό και αρχετυπικό. Αυτή η γυναίκα έχει την ορμή της γονιμότητας, είναι η αρχέγονη μήτρα της ζωής. Στη δική της περίπτωση, βέβαια, υπάρχει η αιτιολογία της στέρησης λόγω του αυστηρού περιβάλλοντος και της ηλικίας της. Δεν ξέρω αν είναι συμπαθής ή αντιπαθής, πάντως αγάπησε πραγματικά με τον τρόπο της τον Αλέξη και στο τέλος εναντιώθηκε στα τρομερά αδέρφια της.

— Η κορύφωση του βιβλίου, φυσικά, είναι ένας φόνος. Ο «άβουλος» Δαφέρμος ξεσπά. Αντιδρά σε κάτι. Πώς εξηγείτε την πράξη του; Είναι άμοιρη, λέτε, των ίδιων προκαταλήψεων και κανόνων που εγκλώβισαν και τη δική του ζωή; Μήπως στο αυτοκαταστροφικό ξέσπασμά του επαναλαμβάνει τα μυστικά και ψέματα που καθόρισαν τον γάμο και τη ζωή του; Τον καταλαβαίνετε τον Δαφέρμο, είναι προφανές, δεν τον καταδικάζετε.

Αλίμονο αν οι συγγραφείς καταδίκαζαν τους ήρωές τους! Αυτό είναι προνόμιο του αναγνώστη. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η ιστορία ενός μυθιστορήματος είναι μια συνθήκη που θα επιτρέψει στον συγγραφέα να βυθιστεί στα σκοτάδια της ανθρώπινης ψυχής. Πέρα από τα κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά δεδομένα του μύθου, με ενδιέφερε η ψυχογράφηση των χαρακτήρων, η κατάδυσή μου στη βαθιά περιοχή της ύπαρξής τους, όταν αυτή έρχεται αντιμέτωπη με τα ακραία διλήμματα του ανθρώπου, εκεί όπου και η σιωπή ακόμα είναι περιττή, γιατί πρωτεύει η σύγκρουση των αποφάσεων και ο χρόνος καταργείται. Πιστεύω πάντα ότι οι βασικοί ήρωες της μυθοπλασίας πρέπει να είναι σε απόκλιση από το σύμπαν, για να αφήνουν το περιθώριο στον δημιουργό να ερευνήσει τη στάση τους απέναντι στα πιο αγωνιώδη θέματα της ζωής. Υπάρχει κάποιος ήρωας της αρχαίας τραγωδίας που ήταν σε σύγκλιση με το σύμπαν; Δεν νομίζω! Ναι, με ενδιαφέρει εκείνη η περιοχή, όπου η γλώσσα πρέπει να αναμετρηθεί με το ανείπωτο. Οι λέξεις τελειώνουν και αρχίζει η άβυσσος.

— Μια και το θέμα της ψυχικής ασθένειας, των γονιδίων, παίρνει από μια στιγμή και πέρα το πάνω χέρι στο βιβλίο σας, αναρωτιέμαι μήπως ο Δαφέρμος έχει ίχνη μιας ψυχικής αρρώστιας. Εμένα, αυτός ο σιωπηλός, αντιφατικός άνθρωπος, που κατάπινε τα πάντα αλλά παρατηρούσε με ένταση τα πάντα, ήχους, σιωπές, χρώματα, φως, πάντα ιδιόρρυθμος και «ξένος», με τρόμαζε από την αρχή.

Μπορεί να τον έκανα να είναι σε απόκλιση από τα καθιερωμένα, αλλά δεν πιστεύω ότι εμφανίζει ίχνη ψυχασθένειας. Είναι ένας καλόβουλος και καλόπιστος άνθρωπος που δεν θέλει να έχει προβλήματα και δεν δημιουργεί ο ίδιος ενόχληση στους άλλους. Βέβαια, ο αναγνώστης έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να προσλάβει τους χαρακτήρες με τη δική του οπτική σήμανση και να τους αφήσει να μιλήσουν μέσα του ελεύθερα.

— Να μιλήσουμε λίγο για το ύφος, αυτόν τον απλό, λιτό, κοφτό λόγο, που φυσικά έχει και τα πετάγματά του, ακολουθώντας την εσωτερική ζωή του ήρωα. Υπάρχουν συγγραφείς, βιβλία, που έχετε αγαπήσει πολύ, που ίσως είναι οι αναφορές σας, οι «δάσκαλοί» σας στη λογοτεχνία, Έλληνες και ξένοι;

Πολύ σωστά το λέτε ότι το ύφος ακολουθεί την εσωτερική ζωή του ήρωα. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι η γραφή αυτού του βιβλίου ήταν μια ευκαιρία άσκησης ύφους για μένα, δεδομένου ότι έχει πρωτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία γίνεται από έναν εγγράμματο μεν άνθρωπο, αλλά όχι λόγιο. Το ύφος, λοιπόν, έπρεπε να είναι ανάλογο με τη σύμβαση ότι κάποιος αφηγείται χωρίς αξιώσεις λογοτεχνικές. Ωστόσο, έχει μια ποιητική σχέση με τις λέξεις και όταν ζει σημαντικές στιγμές τις καταγράφει με ένταση και βάθος, χωρίς όμως να βυθίζεται σε συγκινησιακή φόρτιση. Πρόσεξα πάρα πολύ να μην υπάρχει καθόλου μελοδραματικότητα, γιατί τότε το κείμενο θα βούλιαζε, συντετριμμένο από το θέμα. Όσες φορές παρασύρθηκα, έσβηνα και έγραφα ξανά. Χρειάστηκε μεγάλη προσήλωση και ανυποχώρητη κυριαρχία στο υλικό για να μην ξεφύγει ο βασικός ήρωας. Η γλώσσα σώζει το κείμενο από την παγίδα του μελοδράματος. Γι' αυτό και η Εστία σημειώνει στο οπισθόφυλλο ότι η γλώσσα γίνεται επίσης πρωταγωνίστρια του βιβλίου.


Τώρα, για τις επιρροές μου, θα σας πω μόνο ότι η πρώτη μου επαφή με τη γραφή ήταν η ποίηση. Από μικρός και μέχρι το τέλος των φοιτητικών μου χρόνων στην Ελλάδα υπήρξα μόνο ποιητής. Αλλά όταν έφυγα στη Γαλλία για μεταπτυχιακές σπουδές, ήρθα σε επαφή με τη γαλλική πρόζα, διάβασα πολλή γαλλική λογοτεχνία και τότε έγινε η μεταστροφή μου στο μυθιστόρημα, η οποία οφείλεται στη Μαργκερίτ Ντιράς. Δεν το έχω πει αλλού. Ο κοφτός της λόγος, οι σπαραγμένες φράσεις της, με εντυπωσίασαν. Όλοι οι συγγραφείς του λεγόμενου «nouveau roman» στη Γαλλία με επηρέασαν πολύ. Ο Aλέν Ρομπ-Γκριγιέ, η Ναταλί Σαρότ, αλλά και ο Σελίν, με το δουλεμένο ύφος ενός σχεδόν προφορικού λόγου. Δεν ξεχνώ τον εξαιρετικό Αλμπέρ Καμί. Δεν με άφησε ασυγκίνητο. Σπουδαία η γραφή και η σύλληψη στα έργα του. Όμως ο ρυθμός και η αυστηρή επιλογή των λέξεων οφείλονται οπωσδήποτε στους ποιητές που κατοικούν στη μνήμη μου.

— Μία από τις πολλές αρετές του βιβλίου σας είναι αυτή η συνεχής αγωνία που δημιουργείτε στον αναγνώστη για το τι τον περιμένει στην επόμενη σελίδα, τι θα γίνει, πού θα πάει αυτή η εκ πρώτης όψεως «τετριμμένη» ιστορία προξενιού στην ορεινή Κρήτη. Πρόθεσή σας ή απλώς ιδέα μιας αναγνώστριας;

Όταν γράφω, δεν μπορώ να ξέρω αν η ροή των γεγονότων θα δημιουργήσει αγωνία στον αναγνώστη, γιατί δεν κάνω αστυνομική λογοτεχνία. Προφανώς και δεν υπάρχει τέτοια πρόθεση. Ήξερα όμως από την αρχή ότι θα υπάρξει αυτή η μεγάλη ανατροπή στην πλοκή και ότι θα προκαλέσει αναστάτωση στους αναγνώστες.

— Βάζετε στο τέλος τον ήρωά σας να αναφέρεται στον Καραβάτζιο, να θυμάται τους πίνακές του που έβλεπε στο βιβλίο της Ιστορίας, αλλά κι αυτά που τους έλεγε για την τέχνη της Αναγέννησης ο καθηγητής του. Είναι μια ελευθερία που παίρνει ένας μελετητής και ειδικός σαν κι εσάς στην τέχνη της Αναγέννησης ή πατάει και σε ιστορικά δεδομένα; Διδασκόταν η τέχνη της Αναγέννησης στα ελληνικά σχολεία της δεκαετίας του '40;

Είχα ακούσει ιστορίες ανθρώπων στο Ρέθυμνο για έναν καθηγητή που τους μιλούσε για τη βυζαντινή τέχνη και την Αναγέννηση, όταν ήταν μαθητές ακριβώς τη δεκαετία του '40. Τον ίδιο καθηγητή είχα κι εγώ στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης στην Ιστορία της Τέχνης, στο τέλος της δεκαετίας του '70 ‒ δεν θα πω το όνομά του. Αυτές οι ιστορίες με ώθησαν να γράψω τη σκηνή που αναφέρετε. Δεν είναι τυχαία. Είναι όνειρο που αναζωπυρώνει ερωτήματα για την ψυχή και τον άνθρωπο, για το φως και τις σκιές. Πάντως, λίγη σημασία δίνω στην πραγματολογική διάσταση του συγκεκριμένου θέματος. Το πραγματικό πρέπει να υποχωρεί, να αποσύρεται προς όφελος της δραματουργικής ύφανσης ενός έργου. Πιστεύω σ' αυτή την ελευθερία του λόγου που τολμά να αναδομεί και να αναπλάθει, αφήνοντας χώρο στο σύμπαν της αφήγησης να τελειοποιήσει το όνειρο.

— Είναι το δεύτερο μυθιστόρημά σας, με μεγάλη απόσταση από το πρώτο. Διδάσκετε σε σχολείο. Τι σας κράτησε τόσα χρόνια μακριά από το γράψιμο;

Δεν ήμουν καθόλου μακριά από το γράψιμο. Οι απαιτήσεις του σχολείου –δίδασκα στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Αθηνών τότε– αλλά και άλλα θέματα με κράτησαν μακριά από την παρουσίαση των γραπτών μου στο κοινό. Το βιβλίο που έρχεται σε λίγο από τις ίδιες εκδόσεις γράφτηκε εν πολλοίς στη διάρκεια αυτής της περιόδου «της σιωπής», αλλά έχει εντελώς διαφορετικό ύφος και γλώσσα.

— Το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, μια χρονιά μάλιστα με πολύ γερή short list (Συμπάρδης, Πανσέληνος, Πέτσα και άλλοι), ήταν για σας μια έκπληξη, εκτός από χαρά; Αισθάνομαι ότι είναι μια δικαίωση και μια ευκαιρία να διαβαστεί από περισσότερους το βιβλίο. Εσείς τι λέτε;

Τιμώ και εκτιμώ τους συγγραφείς που περιελήφθησαν στη βραχεία λίστα. Δεν γράφω για τα βραβεία. Ήρθε. Πολλοί μου έλεγαν ότι θα διακριθεί. Δεν είχα ιδέα, δεν το έβαλα στο μυαλό μου, γιατί δεν μου αρέσουν οι διαψεύσεις. Ασφαλώς και ένα βραβείο παρακινεί περισσότερους αναγνώστες να διαβάσουν ένα βιβλίο. Δημιουργεί όμως και αυξημένη ευθύνη στον συγγραφέα, καθώς και μεγαλύτερες προσδοκίες στους αναγνώστες για τα επόμενα βιβλία.

Ακολουθεί το απόσπασμα από το βιβλίο που αναφέρεται στον Καραβάτζιο:

Είχα έναν ύπνο κομματιασμένο. Είδα ραβδωτά τοπία με κάθετα κυπαρίσσια. Σκούραα κυπαρίσσια, ψηλά. Ύστερα ήμουν μαθητής και κοίταζα στο βιβλίο της Ιστορίας πίνακες του Καραβάτζιο. Ήρθε λέει αυτός μέσα στην τάξη. Ο ίδιος. Φορούσε ένα παράξενο , μαλακό καπέλο, που έπεφτε το μισό στα πλάγια του προσώπου. Και τον ρώτησα να μου πει τι είναι το μαύρο, αυτό το χρώμα, πάνω στο οποίο έβαζε τα φωτισμένα σώματα. Θυμήθηκα πως είχα πάντα αυτή την απόρία, όταν μας διδασκε ο καθηγητής της τέχνη της Αναγέννησης. Και μάλιστα, ένα διάστημα, μου είχε γίνει έμμονη ιδέα. Στις παρέες σχολιάζαμε τους πίνακες αυτούς που έμοιαζαν με φωτογραφίες. Ο Φίλιππος έλεγε τα δικά του.. Εγώ έμενα με την απορία. 

Ήρθαν όλες εκείνες οι ανησυχίες της εφηβείας στο ύπνο μου, ζωντάνεψε ο ζωγράφος στα όνειρα. Είπε το μαύρο δεν είναι χρώμα, είναι κενό. Και έφτιαχνε τα σώματα απάνω στο μαύρο, για να υπάρχουν μόνο αυτά απέναντι στο κενό. Τα τοπία δεν υπήρχαν. Άλλαζαν, άδειαζαν, χαλούσαν, ανάλογα με τις εποχές. Ο άνθρωπος μόνο μένει, δε χάνεται. "Μα πώς;" τόλμησα να του αντιμιλήσω, "ο άνθρωπος είναι που χάνεται, τα τοπία μένουν!..." Νευρίασε. Φώναξε δυνατά μέσα στην αίθουσα του ονείρου να σωπάσω, ν' αφήσω τα τοπία ήσυχα, να μην υπάρχουν . Τέλος.

Τον είδα να πλησιάζει στο θρανίο που καθόμουν. Φοβήθηκα έτσι μου πλησίαζε. Με κοίταξε άγρια και άρχισε να συλλαβίζει χάνοντας τηςν υπομονή του. "Θέλω τα τοπία να σωπαίνουν. Ο άνθρωπος κάνει την ιστορία. Κατάλαβες; Τα τοπία πρέπει να τα υποτάξει η σιωπή.". Χτύπησε το χέρι του δυνατά πάνω στο θρανίο μου. Σκέφτηκα "είναι πράγματι οξύθυμος αυτός ο ζωγράφος. Δίκαια έβγαλε την κακή φήμη που είχε στον καιρό του". Μου γύρισε την πλάτη κατευθυνόμενος προς την έξοδο και τον άκουσα να μουρμουρίζει "Θέλει πολύ κόπο να βγει ο άνθρωπος απ' τα σκοτάδια από το τίποτα. Έγώ τον έβγαλα στο φως. Επάλεψα με τη δική μου άβυσσο ως το τέλος. "

Μέγα ερώτημα του βιβλίου: πώς γίνεται ένας ευαίσθητος, χαμηλών τόνων, βολικός και υποτακτικός άνθρωπος, να γίνει δολοφόνος του ίδιου του παιδιού; Ποια δύναμη οπλίζει το χέρι του εκείνου που δεν έχει το κουράγιο να αντιμιλήσει στη μητέρα του ή να αντιδράσει στις αφόρητα δεσμευτικές απαιτήσεις της ορεσίβιας Κρήτης, της οικογένειας, της γυναίκας του που δεν είδε κατά πρόσωπο μέχρι την ημέρα του γάμου του. Ποια απελπισία οδηγεί στο φόνο εκείνον που δεν τολμά να διευκρινίσει την ηλικία και το παρελθόν της γυναίκας του, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τους κουνιάδους του, που χαλάει ακόμα και το χατίρι της μάνας του για να μη διαταράξει τις ευαίσθητες ισορροπίες στο σπίτι του;

Είναι μόνο ο αποτροπιασμός και η φρίκη στο άκουσμα της ψυχικής ασθένειας του γιου του; Είναι η συσσωρευμένη απελπισία από τις ματαιώσεις της ζωής και τις ατυχίες που τον βρήκαν; Είναι το μίσος για τον εαυτό του , για τα λάθη που έκανε, για τη δειλία και την παθητικότητα του που τον οδηγούν στη δολοφονία-λύτρωση του απογόνου, που αλλιώς θα διαιώνιζε τη βεβαρυμένη κληρονομιά της οικογένειας, κσι στην αυτοκαταστροφή;

Ο ίδιος όταν ανακρίνεται υποστηρίζει: "Ξανά η ίδια παγερή σιωπή και το ίδιο ενοχλημένο βλέμμα του ανακριτή. Άρχισε να χτυπά τα δάχτυλά του ρυθμικά πάνω στο χαρτοφύλακα. Λέει "Υπάρχου μαρτυρίες ότι είσθε άνθρωπος χαμηλών τόνων και μάλιστα όχι πόλύ αποφασιστικός. Πού οφείλεται η αποφασιστικότητα που επιδεικνύετε τώρα; Διότι -περιττόν να τονίσω- οι απαντήσεις σας είναι ευθείες και βέβαιες". Δεν έχασα καθόλου χρόνο και είπα "Οι περιστάσεις".

Η στάση του ήρωα στο δικαστήριο θυμίζει έντονα τον Ξένο του Καμύ: Με πήγαιναν και μ' έφερναν στο δικαστήριο για τρεις μέρες. Ο πονοκέφαλος δεν είχε περάσει εντελώς, είχα μια ευαισθησία στα μάτια, δεν άντεχα το πολύ φως, δεν ήθελα τον θόρυβο. Την τρίτη μέρα βλέπω το δικηγόρο μου να αγορεύει. Από πίσω που τον έβλεπα, έμοιαζε σα λύκος. Έπαιρνε ύφος ρήτορα, έκανε κινήσεις εντυπωσιακές, ύψωνε το χέρι, στρεφόταν από δω κι από κει. Όλο του το σώμα ακολουθούσε την ορμή των μελών του. Πρέπει να είχε προβλημα στη σπονδυλική στήλη. Δει το εξηγούσα αλλιώς. Όμως πάλευε με εντυπωσιακό τρόπο. Αυτό το εκτίμησα. Κάποια στιγμή είχε τελειώσει, δεν το κατάλαβα, είδα όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου. Γυρνάει ο δικηγόρος και μου λέει: "Σου είπαν να απολογηθείς" 

Βλέπω τον πρόεδρο. Μου είχε απευθύνει το λόγο, αλλά δεν άκουσα. Το επανέλαβε για δεύτερη φορά. Μου είπε να απολογηθώ. Εγώ δεν είχα καμιά διάθεση να το κάνω. Σήκωσα λίγο το χέρι και δήλωσα μ' αυτή τη χειρονομία ότι δεν θέλω. Το ακροατήριο έκανε θόρυβο. Μου ξαναλέει ο πρόεδρος "Αρνείστε να απολογηθείτε;" Απαντώ "Ναι". Με ρωτά πάλι, αφού χτύπησε πολύ δυνατά το κουδούνι "Κατηγορούμενε, παραδέχεστε την ενοχή σας;" Είπα "Ναι".

Και η στάση του στον ιερέα που έρχεται να τον εξομολογήσει "Θέλω να μου πεις αν έχεις μετανιώσει για ό,τι έκανες" Άργησα λίγο να απαντήσω. Πηγαινοερχόταν στο κελί. Λέω "Το θέμα δεν είναι αν έχω μετανιώσει, αλλά γιατί είχα τόσο βαρύ φορτίο στη ζωή μου. Ήταν τόσο βαρύ, που δεν μπορούσα να το σηκώσω". "Τίποτα δεν είναι βαρύ, αν δεν το κάνουμε εμείς να είναι", μου απάντησε Και συνέχισε "Ο Θεός δίνει όσα μπορεί να σηκώσει ο άνθρωπος. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερα. Εμείς αποφασίζουμε ελεύθερα τι θα κάνουμε τη ζωή μας.". Λέω "Η ελευθερία δεν έχει νόημα όταν δεν υπάρχουν επιλογές. " Τον έιδα που θύμωσε "Η ελευθερία είναι σκοπός. Και πρέπει να ψάξουμε να τον βρούμε. Αν δεν τον βρούμε, σημαίνει πως δεν βρήκαμε το νόημα της ζωής. Και όταν δεν βρούμε το νόημα της ζωής, έχουμε αστοχήσει. Τότε μας φαίνονται τα πάντα παράλογα. Αλλά δεν φταίει ο Θεός. Εμείς φταίμε". Αναστέναξα. Δεν αναστέναζα συχνά. Και δεν είχα τι να πώ. Λέω "Η ζωή μου φέρθηκε άσχημα. Εγώ αυτό ξέρω. Θα μπορούσε να είναι αλλιώς".

Ο "επαναστατημένος" άνθρωπος που αναστοχαζόμενος τη ζωή του δεν μπορεί να αποδεχτεί τη ματαιότητα των ανθρώπινων, τη μοίρα και την ατυχία του, που θέλει να αποκαταστήσει την ηθική τάξη και να "τιμωρήσει" τη ζωή που είναι παράλογη και ασήκωτη.

"Στον ύπνο γινόμουν άλλος, ο νους έτρεχε εκεί που ήθελε, δεν με υπολόγιζε, δε με ρωτούσε, έτρεχε να φωτίσει τις στοιβαγμένες ώρες, που τις είχα παραπεταμένες γιατί με εμπόδιζαν να ζω. Και καλά, τι τα ήθελα τώρα αυτά; Να τα κάμω τι; Αναρωτιόμουν. Αλλά δεν ήμουν εγώ. Είπα δεν ήμουν., Η βολή των ονείρων έσπαζε τα σίδερα, δεν υπήρχε φυλακή, τα όνειρα ήταν ελεύθερα. Με πείραζε που βούλιαζα σε μέρες που δεν ήθελα να ξαναζήσω. Ήθελα ο θάνατος να είναι λήθη, να φύγω απ΄αυτόν τον κόσμο και να μη με θυμάται πια κανείς. Ίσως αυτό να ήταν λύτρωση για μένα. Αλλά δεν γινόταν. Φαίνεται , δεν γινόταν. Έζησα, δεν μπορούσα να σβήσω τη ζωή μου. Τουλάχιστον οι άλλοι να μην έπαιρναν παράδειγμα από μένα".

Και τέλος η "κλασική" συνταγή για τη σύνθεση του μυθιστορήματος, ως αποτέλεσμα των σημειώσεων του πρωταγωνιστή : "Του είπα πως θα έβρισκε κάτω απ΄το στρώμα μου χαρτιά. Να τα έδινε όπου ήθελε. Να τα έκανε ό,τι ήθελε. ¨Ηταν δικά του, δώρο από μένα γιατί με σεβάστηκε. Και λυπόμουν που δεν γινόταν στο μέλλον να τον έχω φίλο. Να έλεγε εκεί που έπρεπε πως ήθελα απλό χώμα. Μια πέτρα, απ' τα βουνά μου. Κανένα όνομα. Τίποτα. Μόνο μια λέξη: Ταχυδρόμος. Και δίχως λάθη , παρακαλώ".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου