Παρασκευή 21 Ιουνίου 2024

ΘΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙ

 | Θερινό Ηλιοστάσι |


Ο μεγαλύτερος ήλιος από τη μια μεριὰ

κι από την άλλη το νέο φεγγάρι

απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.

Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας

κατακλυσμὸς της ζωής.

Τ' άλογα στ' αλώνια

καλπάζουν και ιδρώνουν

πάνω σε σκόρπια κορμιά.

Όλα πηγαίνουν εκεί

και τούτη η γυναίκα

που την είδες όμορφη, μια στιγμὴ

λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.

Όλα τ' αλέθουν οι μυλόπετρες

και γίνουνται άστρα.

Παραμονή της μακρύτερης μέρας. 


| Γιώργος Σεφέρης | Θερινό Ηλιοστάσι, Α' | Ποιήματα | εκδόσεις Ίκαρος |


| Φωτογραφία: Ζαχαρίας Στέλλας, Πάρος, 1971, φωτογραφικά αρχεία του Μουσείου Μπενάκη| 




Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

ANTONIO LOBO ANTUNES, ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΠΟΥ ΚΥΛΟΥΝ, ΜΤΦΡ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Εκδόσεις Πόλις



Η μνήμη, όπως η ζωή, είναι ένα ποτάμι που κυλάει.Ένας άντρας βρίσκεται σε νοσοκομείο της Λισαβόνας: στα σπλάχνα του, ένας αχινός δεν σταματάει να μεγαλώνει σιωπηλά, ο γιατρός τον ονομάζει καρκίνο. Στο νοσοκομείο, ζαλισμένος καθώς είναι απ' τον πόνο και τα φάρμακα, ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια: τον πατέρα του να παίζει τένις, τη μητέρα του να του κάνει χωρίστρα στα μαλλιά, τα βουνά, τη μυρωδιά της μαρμελάδας στο κελάρι, τις γλάστρες με τα λουλούδια στα σκαλοπάτια, τους έρωτες που δεν βρήκαν ανταπόκριση... Ένα ποτάμι από αναμνήσεις που αναδύονται με την εμφάνιση της αρρώστιας, αλλά η εγγύτητα του θανάτου κάνει το κάλεσμα της ζωής να ακουστεί με μεγαλύτερη δύναμη.

Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες ανακατεύει παρελθόν και παρόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο αφηγητής μοιάζει να μην έχει πια μέλλον. Για τον σκοπό αυτό, με τη συνηθισμένη του δεξιοτεχνία, αφηγείται χίλιες δυο ιστορίες, σκαρφαλώνει σ' όλα τα κλαδιά των γενεαλογικών δέντρων, επινοεί ένα πλήθος συγγενών, με φίλους, γείτονες, βικάριο και επίσκοπο, φαρμακοποιό και συμβολαιογράφο, έναν ολόκληρο κόσμο που τον κατοικούν πολύχρωμα φαντάσματα.

Η γραφή του Αντούνες, πότε δολιχοδρομώντας και πότε ρέοντας, απευθύνεται όπως πάντα στις αισθήσεις. Ακούμε ακατάπαυστα ήχους, ψιθύρους (σαν κι αυτούς που προέρχονται από το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ), τη φωνή από τους τσίφτες, τις κουρούνες, τα κοράκια, τα τρένα που περνούν στο βάθος του αμπελιού, την καμπάνα που χτυπάει, τις καστανιές που συζητάνε όλη νύχτα «για τον τρόπο που έχει η γη να μας περιφρονεί», μυρίζουμε το άρωμα των ευκαλύπτων που «συλλαβίζουν τον άνεμο γύρω από το ξενοδοχείο», τα ρείκια στα χερσοτόπια...

Ο Λόμπο Αντούνες, με το εκρηκτικό και πυκνό ύφος του, έθεσε την ασθένειά του στην υπηρεσία μιας νέας εξερεύνησης της ζωής, μιας επιστροφής προς την πηγή της ύπαρξης, προς τα μυστήρια και τη «χαμένη χαρά» της παιδικής ηλικίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Στο μυθιστόρημα καταγράφονται από έναν παντογνώστη αφηγητή οι συνειρμοί, οι μνήμες, τα βιώματα του εγχειρισμένου ασθενούς-συγγραφέα από τις 21 Μαρτίου 2007 μέχρι τις 4 Απριλίου 2007, όταν τελειώνουν όλα : exeunt omnes (2009, 2010). Ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι συγγενείς, φίλοι, γείτονες, κυρίως της παιδικής του ηλικίας, που επανέρχονται ως επισκέπτες " μορφες που έφευγαν, έρχονταν και ξανάφευγαν, κάλυπταν η μία την άλλη και απομακρύνονταν, στριφογύριζαν αργά ή υψώνονταν κι έπεφραν απότομα", επαναλαμβάνοντας στερεοτυπικά φράσεις, εικόνες, χειρονομίες εντυπωμένες στη μνήμη του συγγραφέα: 

  • "η γιαγιά που είχε πεθάνει πριν από τόσα χρόνια ζωντανή εκεί δίπλα του... που σκουπίζει τα δάκρυα της μητέρας  με το μαντίλι συμβουλεύοντας τη νύφη της να παραβλέψει τις απιστίες του άντρα της  "κάνε υπομονή είναι άντρας" ... η γιαγιά έβγαζε τη γλώσσα της που δεν την φανταζόμουν τόσο μεγάλη για την όστια του ιερέα και δεχόταν τη μύγα της με την απόλαυση της σαύρας...η γιαγιά επέστρεφε στο κάθισμά της με μια μύγα στο στόμα και μια έκσταση αγίας έτοιμη να αναληφθεί στους Ουρανούς περιτριγυρισμένη από βάζα με μαρμελάδα και ξύλινα κουτάλια..."
  • "ο παππούς πεθαμένος ακόμα περισσότερα χρόνια, να διαβάζει την εφημερίδα του με το ακουστικό στο αυτί..."
  • "ο πατέρας να παίζει τένις στο ξενοδοχείο των Άγγλων του βολφραμίου κι αυτός να τρέχει για να πιάσει τα μπαλάκια που πηδούσαν πάνω από τον φράκτη,,, ο πατέρας στο κελάρι να αγκαλιάζει την υπηρέτρια, να κινείται μπρος πίσω ο ίδιος με την αντλία του πηγαδιού ανάμεσα σε ράφια με δέματα και βάζα, η υπηρέτρια ενώ τα πακέτα και τα βάζα έτρεμαν -Αργείτε πολύ να τελειώσετε κύριε;... τι θέλει να πει ο πατέρας όταν ρωτάει -Ξέρεις;..."
  • "η μητέρα που γιάτρευε τα πάντα με μια ασπιρίνη... που ως και στον ύπνο της άκουγε την ουρά της γάτας" και επαναλαμβάνει στο διηνεκές την ερώτηση "Ακους την ουρά της γάτας που κουνιέται;"
  • ο θείος που "τον έμαθε να κάνει ποδήλατο ανάμεσα στην καστανιά και την εξώπορτα τρέχοντας δίπλα του για να τον βοηθάει να ισορροπεί στη σέλα... ο θείος κάτω από τους φράξους να πειράζει ένα βατράχι μ' ένα καλάμι -Δεν είμαι άντρας τον βρήκε στη σοφίτα να ξεκρεμάει το σκοινί από έναν γάντζο -Μου λείπει το θάρρος μικρέ έφυγε μαι μέρα με το τρένο -Βρήκα δουλειά στην Ισπανία και κανένα γράμμα τα Χριστούγεννα..."
  • ο ασθενής που "η αναξιοπρέπεια της αρρώστιας τον πρόσβαλλε, οι άνθρωποι του βουνού στον πρώτο πυρετό ή σε κάτι ανάλογο θάβονταν νεκροί, δηλαδή έσκαβαν μια τρύπα, ξάπλωναν στο βάθος κι έμεναν να κοιτάζουν αυτούς που τους έριχναν τις φτυαριές... ένιωθε τα ούρα στον καθετήρα που δεν του ανήκαν, τον διαπερνούσαν απλώς όπως τον διαπερνούσαν το ίδιο οι αναμνήσεις και οι ιδέες, το μακρινό παρελθόν, το ξένο παρόν, το ανύπαρκτο μέλλον βαγόνια κι άλλα βαγόνια σε μια δευτερεύουσα γραμμή χωρίς ρόδες ούτε πόρτες..."
  • "ο γιατρός με τη σταξιά στο παπούτσι που μείωνε την αξιοπιστία του..."
  • "η ντόνα Λουκρέσια στην αναπηρική της καρέκλα στο κεφαλόσκαλο να το νεύει με τη μαγκούρα... η χήρα του ταγματάρχη με την οποία ο πατέρας μιλούσε κρυφά..."
  • "η ντόνα Ιρένε που έπαιζε άρπα τα βράδια και τον έλεγε Αντονίνιο... που πάνε χρόνια που δεν είχε αγγίξει την άρπα, και ακόμα κι αν δεν την είχε αγγίξει εμείς το βράδυ ακούγαμε, κάτω απότις κορφές των δέντρων που δεν βουβαίνονται ποτέ, μια βροχή από νότες..."
  • ο κύριος Λιμπέρτο, ο σταθμάρχης που "ξεφορτώθηκε τη σφυρίχτρα και τη σημαία και απέμεινε ακίνητος κάτω από τα κρωξίματα των κορακιών, πώς αναπνέετε χωρίς τρένα κύριε Λιμπέρτο πείτε μου, πώς αντέχονται οι μέρε, η γυναίκα του του έφερνε χόρτα και ούτε που κοίταζε την κατσαρόλα προσπαθώντας να ανακαλύψει πού ήταν τώρα τα βαγόνια, έμενε σε μια παράγκα δίπλα στο σταθ΄μό όπου καθόταν για να αφουγκραστεί την ανάσα του βουνού ελπίζοντας ότι μαζί με την ανάσα μια ατμομηχανή που έχασε το δρόμο της..."
  • ο χορδιστής που "ερχόταν με το λεωφορείο της γραμμής για να κουρδίσει την άρπα της ντόνα Ιρένε και για ώρες σ' ένα μόνο ακόρντο να σφίγγει και να ξεσφίγγει με μια μικρή πένσα λανθασμένες μελαγχολίες ώσπου η ζωή στο ηχόχρωμα που της ανήκε..."
  • ο Βιρζίλιο που "τον πάει σπίτι με το κάρο ταρακουνώντας τον ανάμεσα στα  βατόμουρα..."
  • η Μαρία Οτίλια, η πιο αινιγματική φιγούρα, "η γυναίκα που του έλειπε και δεν θα αναφερόταν σ' αυτό για όλα τα λεφτά του κόσμου...που πέρασε τη νύχτα μαζί της, εγώ στο κέντρο του κρεβατιού όπου με έβαλαν οι νοσοκόμοι περιμένοντας να με αγγίξεις κι εσύ στην άκρη του στρώματος με την ελπίδα να μη σε αγγίξω και τελικά δεν σε άγγιξα για να μη με διώξει ο αγανακτισμένος αγκώνας..."

Γραφή συνειρμική, λυρική, ποιητική ενίοτε: "οι φλέβες του ξύλου σερνάμενες θλίψεις,..οι ευκάλυπτοι συλλάβιζαν τον άνεμο γύρω από το ξενοδοχείο... γνωρίζω απελπισίες των πραγμάτων, όχι των ανθρώπων ... είμαστε μπορούδες που καμιά ηχώ δεν κατοικεί, κελύφη σαλιγκαριών που γίνονται σκόνη μόλις τ' αγγίξουμε, η υγρασία από τα βρύα του Μοντέγκο που αναγεννιέται διαρκώς σε μια σχισμή των βράχων... στα περίχωρα της κωμόπολης πέτρες που έκλαιγαν, δεν γεννούσαν μια σαύρα ή μια σφήκα όπως κάνει ο γρανίτης αλλά μια γραμμούλα νερό... τα φοβερά μυστικά που λένε οι πιατοθήκες... η θάλασσα πάνω ή κάτω απ' τα σύννεφα... στρώσεις μονοτονίας η μία πάνω στην άλλη... οι αγελάδες που μηρυκάζουν όχι χορτάρι, υπομονή, το χορτάρι για να μας ξεγελάνε..."

Η εικόνα από την οποία προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου, επανέρχεται αρκετές φορές: "με είδα πάνω στα ποτάμια του Μοντέγκο που χωρίς να σταματούν χωρίζονται και ξαναενώνονται, με είδα εμένα που έχω πεθάνει εδώ και τόσα χρόνια ή όχι εμένα, όλα αυτά που υπήρχαν και πια δεν υπάρχουν, να επιπλέουν πάνω στα νερά μακριά από σας..."  ή αλλού "ο Μοντέγκο, μια μελαγχολία βαριά που πάλευε να εκφραστεί, το ονομάζουν αυτό ποτάμι και πάνω του πηγαίνουμε με την ελπίδα ότι κατευθυνόμαστε στη θάλασσα όταν η θάλασσα ανύπαρκτη, πεύκα..."

Οι αναφορές στην Ιστορία, την κοινωνικόπολιτική κατάσταση: "αυτό που διαρκεί σ' αυτό το μέρος είναι τα πηγάδια και τριγύρω τους καρυδιές και στα πηγάδια ένα παπούτσι παλιάτσου διαλυμένο στον πυθμένα, απομένει ο σταυρός που μας μισεί γιατί γεννιόμαστε και πεθαίνουμε κάτω από το μίσος του Θεού, πριν απ' τους Άγγλους του βολφραμίου, οι Γερμανοί του βολφραμίου, κάρα με βολφράμιο στην κατεύθυνση της πόλης, φορτηγά με βολφράμιο, χωρικοί που μεταφέρουν καλάθια με βολφράμιο και μαζί σόλες κι άλλες σόλες μπροστά στην εξώπορτα να συνοδεύουν ένα φέρετρο που δεν σταματάει να περνάει, το δικό μου, του εγγονού, της μητέρας μου πριν από τους καρπούς των χεριών της αιχμαλώτους στο ροζάριο,.. έπρεπε να δώσει τα παπούτσια της στη μαγείρισσα που στα πόδια της θα έμεναν αιώνες, γιατί τα παπούτσια των φτωχών, ακόμα και χαλασμένα, αιώνια, από παπούτσια γίνονται παντόφλες, από παντόφλες λωρίδες κι από λωρίδες ερείπια..."

Ο Πορτογάλος Αντόνιο Λόμπο Αντούνες (António Lobo Antunes, γενν. 1942) συγκαταλέγεται δίχως αμφιβολία στους ιδιαίτερους συγγραφείς του καιρού μας, όχι μόνο της χώρας του αλλά και της σύγχρονης δυτικής λογοτεχνίας.

Διαβάζοντας τα βιβλία του ερχόμαστε σε επαφή με όλα τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας, που σχετίζονται με δραματικές αλλαγές και τάσεις στον πολιτισμό της χώρας αυτής.

Από το πρώτο του μυθιστόρημα Memória de Elefante, που κυκλοφόρησε το 1979, μέχρι σήμερα, ο Λόμπο Αντούνες συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα μυθιστορήματα και χρονικά. Διαβάζοντας τα βιβλία του ερχόμαστε σε επαφή με όλα τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας, που σχετίζονται με δραματικές αλλαγές και τάσεις στον πολιτισμό της χώρας αυτής, και τα οποία ομολογουμένως είναι πολλά και ενδιαφέροντα: φασιστική δικτατορία, αποικιοκρατικός πόλεμος, δημοκρατικές επαναστάσεις, θέση της γυναίκας στην κοινωνία, προσπάθειες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, μεταπολεμικά ζητήματα και τρομοκρατικές επιθέσεις.

Γνωρίζουμε τα γεγονότα μέσα από τις ατομικές εμπειρίες του συγγραφέα, ο οποίος συμμετείχε στον πόλεμο της Πορτογαλίας κατά των κινημάτων ανεξαρτησίας στην Αφρική κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70, διορίστηκε απεσταλμένος αξιωματούχος της αποκαλούμενης Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας υπό την κυβέρνηση του Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ (António de Oliveira Salazar, 1889-1970), του μακροβιότερου δικτάτορα του 20ού αιώνα, υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός κατά τη διάρκεια του πολέμου και ως γιατρός στα ψυχιατρικά νοσοκομεία αργότερα, μετά την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη. Αυτές οι δραστηριότητες είχαν ως αποτέλεσμα τα κείμενά του να είναι πλημμυρισμένα από φανερή αγάπη για τη λογοτεχνία, από τα επώδυνα ιστορικά ζητήματα της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, την άσκηση της ιατρικής, καθώς και με την νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, την οικογένεια, τον γάμο, την αγάπη, τον ερωτισμό, τη φιλία, τη μοναξιά, το πέρασμα του παντοδύναμου χρόνου, το γήρας και βεβαίως τον αναπόφευκτο θάνατο. Το λογοτεχνικό έργο του Λόμπο Αντούνες είναι γεμάτο από αυτοβιογραφικά στοιχεία, ποιητικές φόρμες, πινελιές και «σερνάμενες θλίψεις». «Ο χορδιστής ερχόταν με το λεωφορείο της γραμμής για να κουρδίσει την άρπα της ντόνα Ιρένε και για ώρες σ’ ένα μόνο ακόρντο να σφίγγει και να ξεσφίγγει με μια μικρή πένσα λανθασμένες μελαγχολίες» μας λέει ο αφηγητής ετούτου του βιβλίου.

Η αρχή του μυθιστορήματος μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο και γενικότερα για την ανάπτυξη του κειμένου: «Από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα αυτά που έβλεπε δεν ήταν άνθρωποι που έμπαιναν ούτε αυτοκίνητα ανάμεσα στα δέντρα ούτε ασθενοφόρο, ήταν το τρένο πέρα από τα πεύκα […] ήταν το πουλί του φόβου […] ο αχινός μιας καστανιάς που ο γιατρός ονόμασε καρκίνο και μεγάλωνε σιωπηλά». Όσα γεγονότα περιγράφονται στα έργα του, όπως βεβαίως και σε αυτό το μυθιστόρημα, παραπέμπουν σε άτομα του άμεσου προσωπικού περιβάλλοντος του αφηγητή-συγγραφέα, σε συγγενείς και φίλους, αφού «όλα ενώνονταν μαζί του […] απομακρύνονταν και ενώνονταν σπρώχνοντας τη ζωή του εγγονού μου και τη δική μου», αλλά προσδοκώντας και απαιτώντας απελπισμένα «ίσως μερικούς μήνες ακόμα».

Η ατομική ταυτότητα των ηρώων του αποτελεί σύνθεση των παρελθόντων γεγονότων και αναμειγνύεται σε κατάλληλες δόσεις με τις πρόσφατες εμπειρίες τους. «Γιατί λοιπόν εμένα» αναρωτιέται ο αφηγητής «κι ύστερα αρχίζεις και κόβεις βόλτες με τους υπόλοιπους πεθαμένους αναζητώντας ό,τι άφησες πίσω σου και γιατί να αναζητάς αφού δεν βρίσκεις τίποτα, ό,τι σου ανήκε, χάθηκε ή αποσυντίθεται».

Είναι γεγονότα που έλαβαν χώρα κάποτε στο παρελθόν και τώρα τα επαναφέρει ο Αντούνες ως φόντο στη ζωή των βασικών πρωταγωνιστών των βιβλίων του. «Δώστε μου πίσω τα πεύκα, το βουνό, τα παιδικά μου χρόνια που έφερα στο νοσοκομείο και μου ανήκουν» λέει ο πρωταγωνιστής παλινδρομώντας στην περασμένη ζωή του, την ίδια στιγμή που «ο ίδιος ήταν ξεκοιλιασμένος στο κρεβάτι». Από μια πλευρά μάς θυμίζει τις «Τουλίπες» της άτυχης Σύλβια Πλαθ, όταν εκεί μέσα, εκείνη, επηρεασμένη σαφώς από τη χορήγηση ηρεμιστικών και παυσίπονων, έλεγε «Έδωσα τα ρούχα μου στις νοσηλεύτριες, το ιστορικό μου στους αναισθησιολόγους και το κορμί μου στους χειρουργούς»! ("I am nobody; I have nothing to do with explosions / I have given my name and my day-clothes up to the nurses / And my history to the anesthetist and my body to surgeons").

Αυτά φυσικά προϋποθέτουν, πέρα από την έμφυτη ικανότητα για συγγραφή, την παρουσία και την παντοδυναμία της μνήμης, η οποία επανέρχεται εμμονικά στη σύγχρονη πραγματικότητα της ζωής. Η ατομική ταυτότητα των ηρώων του αποτελεί σύνθεση των παρελθόντων γεγονότων και αναμειγνύεται σε κατάλληλες δόσεις με τις πρόσφατες εμπειρίες τους. «Γιατί λοιπόν εμένα» αναρωτιέται ο αφηγητής «κι ύστερα αρχίζεις και κόβεις βόλτες με τους υπόλοιπους πεθαμένους αναζητώντας ό,τι άφησες πίσω σου και γιατί να αναζητάς αφού δεν βρίσκεις τίποτα, ό,τι σου ανήκε, χάθηκε ή αποσυντίθεται». Ωστόσο, οι αισθήσεις του χώρου και της ταυτότητας κλονίζονται –και μάλιστα επικίνδυνα κάποιες στιγμές– από την αβεβαιότητα της μνήμης, όπως αυτή μπορεί να εμφανιστεί ως κλινικό σύμπτωμα σε περιπτώσεις όπου υπεισέρχεται το τραύμα, η εμμονή ή άλλες φαρμακευτικές εξαρτήσεις και υπερδοσολογίες συγκεκριμένων ουσιών, και επιπρόσθετα από την ίδια την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, λόγω της γενικευμένης σωματικής και ψυχικής καταπόνησης. Επομένως, με όλα αυτά κατά νου, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι στα περισσότερα γραπτά του Αντούνες αναδύεται, πολλές φορές έντονα, το θέμα της υποκειμενικότητας. Τα γνωστά υπαρξιακά ερωτήματα, η συνείδηση καθώς και τα προβλήματα που αφορούν και περιστρέφονται γύρω από τη μνήμη και τις παραμέτρους της, βρίσκονται διάχυτα μέσα στα μυθιστορήματά του.

Η πολύπλευρη και τραυματική εμπειρία, ωστόσο, είναι ο πυρήνας της μυθοπλασίας στο έργο του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες. Αντί να λάβει υπόψη του μερικά συγκεκριμένα γεγονότα ή κάποια από τα γενικά ιστορικά θέματα με τα οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας προτίμησε σαφώς να δώσει σάρκα και οστά στις προσωπικές του απόψεις πάνω σε κρίσιμα θέματα και να παραμορφώσει τα γεγονότα με τη μυθοπλαστική του ικανότητα. Όπως προαναφέρθηκε, κατά την ανάγνωση των μυθιστορημάτων του ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ιστορία της Πορτογαλίας, όπως αυτή εμφανίζεται από την οπτική ενός μικρού παιδιού ή ενός ενήλικα ψυχιάτρου, με τόπους πραγματικούς ή φανταστικούς, ιστορικά γεγονότα που ίσως θυμάται ή είναι καθαρά δημιουργήματα μυθοπλασίας, τα οποία αφορούν περισσότερο ή λιγότερο τις συνθήκες της ζωής εκείνου, των συγγενών και των φίλων του. Αλλά όλα αυτά τα γεγονότα, πραγματικά ή πιθανολογούμενα, υποβάλλονται με τη δύναμη του Αντούνες σε έξυπνες, περίεργες, διαχρονικές και υπαρξιακές παραμορφώσεις, οι οποίες και απαιτούν νέες μορφές αντίληψης από τον αναγνώστη. Τα κείμενα δείχνουν να ασχολούνται με τη ζωή που φεύγει, αλλά μέσα από τη μνήμη των πρωταγωνιστών τους. Τα γεγονότα που κάποτε έλαβαν χώρα, ζωντανεύουν ξανά στο παρόν, αυτή τη φορά με τη δύναμη της μυθοπλασίας.

«Στη λογοτεχνία» λέει «δεν υπάρχει καμία περιφέρεια και κανένα κέντρο, υπάρχουν μόνο συγγραφείς. Το πρόβλημα δεν είναι γεωγραφικό αλλά αριθμητικό. Τον 19ο αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα λογοτεχνικές ιδιοφυΐες στη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σήμερα είμαστε τυχεροί αν υπάρχουν πέντε συγγραφείς αυτού του διαμετρήματος σε ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες υπήρξε αποδέκτης πολλών βραβείων και από αρκετούς συγκρίνεται συνήθως με τους κυρίους εκπροσώπους του μοντερνισμού, όπως τον Τζέιμς Τζόις και τον Γουίλιαμ Φόκνερ. Ο Πορτογάλος συγγραφέας, όμως, περιστρέφεται γύρω από ιστορικά γεγονότα της πατρίδας του. Τη δικτατορία του Σαλαζάρ, τον πόλεμο στην Αγκόλα, την «Επανάσταση των Γαριφάλων» του 1974, την αποαποικιοποίηση και την αναζήτηση από πλευράς της χώρας του μιας νέας ταυτότητας εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η πορτογαλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ομιλείται σήμερα από διακόσια περίπου εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας την έτσι την έκτη πιο διαδεδομένη γλώσσα. Αλλά υπάρχουν φυσικά και οι μεταφράσεις των έργων του.

Σε μια συνέντευξή του, ο Αντούνες δήλωνε ευθαρσώς πως γι’ αυτόν η έννοια της «γεωγραφίας» δεν υφίσταται! «Στη λογοτεχνία» λέει «δεν υπάρχει καμία περιφέρεια και κανένα κέντρο, υπάρχουν μόνο συγγραφείς. Το πρόβλημα δεν είναι γεωγραφικό αλλά αριθμητικό. Τον 19ο αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα λογοτεχνικές ιδιοφυΐες στη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σήμερα είμαστε τυχεροί αν υπάρχουν πέντε συγγραφείς αυτού του διαμετρήματος σε ολόκληρο τον κόσμο. Η καλή λογοτεχνία σήμερα παρατηρείται κυρίως στις χώρες του τρίτου κόσμου, επειδή οι αντιξοότητες, η απομόνωση και οι διάφοροι αγώνες παρέχουν "καλές" συνθήκες εργασίας. Είναι πιο δύσκολο να είσαι καλός συγγραφέας σε μια επονομαζόμενη "πολιτισμένη" χώρα, στις λεγόμενες "δημοκρατίες"».

Η καταγωγή του πατέρα του ήταν γερμανική, ενώ της μητέρας του από τον βορρά της Βραζιλίας. Ο πατέρας της μητέρας του είχε εβραϊκή καταγωγή, άλλωστε το Λόμπο είναι εβραϊκό όνομα. Η πορτογαλική γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια διαστρωμάτωση πολλών λεξιλογίων που ανήκουν σε διαφορετικά επαγγέλματα και κοινωνικές τάξεις. «Οι γλώσσες όλες» δηλώνει «κινούνται και μεγαλώνουν με την κουλτούρα». Η γλώσσα των κειμένων του είναι το άθροισμα όλων εκείνων που έχει ακούσει και διαβάσει, καθώς και κάτι περισσότερο. Το γράψιμο γι’ αυτόν απαιτεί πλήρη απορρόφηση, δεδομένου ότι γράφει κάπου δέκα ώρες την ημέρα, ενώ τελειώνει κάθε βιβλίο σε διάστημα περίπου δύο ετών. Τότε αποσυνδέεται από αυτό συναισθηματικά και οι προσπάθειες επικεντρώνονται πλέον στο επόμενο. Θεωρείται σε γενικές γραμμές δύσκολος συγγραφέας. Η τυπογραφική διάταξη, ο ρυθμός, η μουσικότητα του κειμένου, όλα αυτά φαίνεται πως βρίσκονται πολύ κοντά στην ποίηση. Επιπρόσθετα, υπάρχει εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, μετατόπιση μεταξύ του πρώτου και του τρίτου προσώπου, η διεύρυνση και η συστολή του χρόνου, όλα συνολικά τα στοιχεία συμβάλλουν στον πλούτο αλλά και καθιστούν την ανάγνωση των κειμένων του απαιτητική. Δεν τον ενοχλεί αυτό, αφού θεωρεί πως το πραγματικό πρόβλημα των αναγνωστών είναι ακριβώς αυτό: προσπαθούν «να μπουν στο σπίτι κάποιου άλλου χρησιμοποιώντας το δικό τους κλειδί»!

Σε πολλά βιβλία του εξερευνά συχνά την προϊούσα διαδικασία του θανάτου, τη γλώσσα, τη δημιουργία ή την απώλεια μιας ταυτότητας. Κατάγεται από οικογένεια γιατρών οι οποίοι, όταν άρχισε να γράφει, δεν μπορούσαν να διανοηθούν τη συγγραφή ως αποκλειστική επαγγελματική ενασχόληση του γιου τους, ενώ παράλληλα τον θεωρούσαν γκέι! Με την πάροδο του χρόνου, πάντως, άλλαξαν γνώμη. Σπούδασε ιατρική και μόλις αποφοίτησε στάλθηκε στην Αγκόλα ως στρατιωτικός γιατρός, όπου βρέθηκε στη μέση ενός χαμένου αποικιοκρατικού πολέμου. Εκείνος ο πόλεμος, εξομολογείται, ήταν απόλυτη φρίκη, που είχε ως αποτέλεσμα, πέραν όλων των άλλων, να προκαλέσει σε τριάντα χιλιάδες άντρες το γνωστό «σύνδρομο μετατραυματικού στρες». Οι νεκροί ακόμα τον στοιχειώνουν. Αλλά, δηλώνει απροκάλυπτα, χωρίς καμία τύψη, πως δεν μετάνιωσε για τίποτα που έκανε στον πόλεμο εκείνο, ακόμα και για τις φορές που αναγκάστηκε να σκοτώσει. Όταν έφτασε, όμως, στην Αγκόλα, ένιωσε σαν να ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο, έναν ουρανό με διαφορετικούς αστερισμούς. Ο τόπος εκείνος ήταν μια πλήρης αισθητηριακή έκρηξη ομορφιάς. Ένιωσε όπως ένα παιδί που κοιτάζει πρωτόγνωρα και πολύχρωμα πράγματα. Η παραμονή του εκεί τον βοήθησε ώστε να επιλύσει το πρόβλημα του χρόνου, αφού οι Αφρικανοί δεν φημίζονται για τον διαχωρισμό παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Στην Αγκόλα παρέμεινε από το 1970 έως το 1973. Με την επιστροφή του στη Λισαβόνα έπρεπε αναγκαστικά να συνεχίσει τις σπουδές του, παράλληλα όμως προσπαθούσε να ξεκλέψει τον απαραίτητο χρόνο για να γράφει. Ίσως γι’ αυτό αρχικά σκέφτηκε την ειδικότητα της δερματολογίας, την οποία στη συνέχεια απέρριψε για να στραφεί οριστικά στην ψυχιατρική. Το 1985 εγκατέλειψε την άσκηση της ψυχιατρικής για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. To 2007, διαγνώσθηκε με καρκίνο στο έντερο. Στην αρχή το θεώρησε ως θεία καταδίκη, ως θανατική ποινή. Έχασε την ψευδαίσθηση με την οποία όλοι ζούμε, ότι έχουμε δηλαδή ολόκληρη την αιωνιότητα μπροστά μας. Έτσι, όταν βρέθηκε στα σπλάχνα του δημόσιου νοσοκομείου και είδε ανθρώπους να πεθαίνουν ή να ετοιμάζονται να πεθάνουν, όταν είδε πόσο θαρραλέοι και γεμάτοι αξιοπρέπεια ήταν, ένιωσε ντροπή. Ο χρόνος εκείνος τον δίδαξε πολλά, όπως και ο καρκίνος. Τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Σήμερα δεν σκέφτεται πλέον τον θάνατο. Αντίθετα, προσπαθεί να απολαμβάνει κάθε λεπτό, τα μικρά πράγματα, μια ηλιόλουστη μέρα, μια συνομιλία με φίλους. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε, λέει, ζωντανός. Μετά τη χειρουργική επέμβαση, καθώς ανακτούσε τη δύναμή μου, ένιωσε έντονη την επιθυμία να γράψει ξανά. Το γράψιμο αποδείχτηκε σαν φάρμακο, ένας εθισμός. Παράλληλα με την ασθένεια, όμως, άρχισε να τον ενδιαφέρει και το ζήτημα της γήρατος. Αλλά, όπως λέει, εμμέσως, μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μικροί, άλλοι μεσήλικες, ενώ μερικοί είναι από την αρχή γέροι. Η μνήμη και η δημιουργική φαντασία είναι βασικές έννοιες και σε τούτο το έργο του. Οι συγγραφείς δεν εφευρίσκουν, στην ουσία, τίποτα, απλώς θυμούνται!

Η μνήμη και η δημιουργική φαντασία είναι βασικές έννοιες και σε τούτο το έργο του. Οι συγγραφείς δεν εφευρίσκουν, στην ουσία, τίποτα, απλώς θυμούνται.

Και όλοι, μα όλοι, συγγραφείς και αναγνώστες, με καρκίνο ή χωρίς, όταν κάποια «όργανα μας εγκαταλείπουν», κι όταν κάποια άλλα που παρέμειναν να «μας κάνουν περήφανους», με ανυπαρξία χορηγήσεως και δοσολογίας, μικρής ή μεγαλύτερης δόσης μορφίνης ή άλλων παραισθησιογόνων, πλέουμε μαζί με τα ποτάμια προς την «κατεύθυνση των εκβολών», προς τον μεγάλο και απέραντο ωκεανό, στην κατεύθυνση της απύθμενης ανυπαρξίας και της απέραντης λήθης, αν και αφήνοντας μια χαραμάδα ελπίδας και αισιοδοξίας, «όποιος επιμένει ότι οι νεκροί δεν ζουν δεν γνωρίζει τον κόσμο»! Το βιβλίο ετούτο, κυκλοφόρησε το 2010 στην Πορτογαλία με τίτλο Sôbolos Rios Que Vão και είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα.

Η βιβλιοκριτική του Γεωργίου Ν. Σχορετσανίτη αντλήθηκε από εδώ


Σάββατο 15 Ιουνίου 2024

ΝΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ, ΣΤΑ ΟΡΗ ΤΗΣ ΜΥΟΥΠΟΛΕΩΣ

 ...ο δρόμος προς

την αγάπη

είναι νυχτερινός

πηγαίνει ψηλά

και φτάνει

εκεί όπου

το μπλε

του κοβαλτίου

κι’ ακόμη και το κίτρινο

–του καδμίου- δεν είναι πια τα χρώματα

με τα οποία

βάφω

τις ζωγραφιές μου 

αλλά λεπτές

μουσικές

άρπας

κινύρας

και

σείστρων

φυγής

          ⇀ απόσπασμα από το ποίημα «Στα όρη της Μυουπόλεως I»

Συμπλήρωση ταπεινή:

(...μα τα μετάξια του Θε/ού)!

Εξαιρετική η ανθολογία με ποιήματα του Νίκου Εγγονόπουλου «Οι φωταψίες του έρωτα» (εκδ. Ύψιλον / Βιβλία), με ανθολόγηση και εισαγωγή του Θανάση Χατζόπουλου

Βλ. βιβλιοπαρουσίαση: https://bookpress.gr/kritikes/poiisi/16106-oi-fotapsies-tou-erota-poiimata-tou-nikou-eggonopoulou-anthologisi-thanasi-xatzopoulou


Πέμπτη 13 Ιουνίου 2024

ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΛΑΝΔΡΑΚΗΣ, PATRIOT, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ


[Βιβλιοκριτική της Διώνης Δημητριάδου στο www.vakxikon.gr]

Να επέστρεφα πού; Δεν ήξερα κανέναν εκεί και δεν ήταν μόνο αυτό το πρόβλημα. Ήξερα τι λέγανε για όσους επέστρεφαν από Ελλάδα. «Γύρισαν οι Έλληνες», «Ήρθε ο πρωτευουσιάνος που δεν ξέρει να μιλήσει τη γλώσσα του». Έψαξα σαν τρελός να βρω κάτι, να με κρατήσει στην Ελλάδα.

Ο Αγκίμ από τη Αλβανία, μετανάστης στην Ελλάδα για πάνω από δέκα χρόνια, τώρα στα είκοσι τρία του ψάχνει στέρεο έδαφος να πατήσει. Να μην τον λένε ξένο και Αλβανό, κι ας είναι και τα δύο· το δεύτερο αληθινό, το πρώτο στα μάτια των άλλων, που του αρνούνται τη δεύτερη πατρίδα. Γιατί πια νιώθει πως βρίσκεται σε μια χώρα, που θέλει να τη θεωρεί πατρίδα του, και μιλάει έτσι τα ελληνικά, που κανένας δεν καταλαβαίνει ότι δεν είναι η μητρική του γλώσσα. Και παίζει ένα θεϊκό κλαρίνο! Με τον τρόπο που μόνο στα μέρη εκείνα ξέρουν να φυσάνε μέσα του και να βγάζουν ήχο ψυχής, εκείνα τα μέρη που γειτνιάζουν κι ας θέλουν να μοιάζουν εχθρικά· Ήπειρος, Βόρειος Ήπειρος και Αλβανία – πες τους όπως θες τους τόπους, στα κοινά βρίσκεται η ουσία, όχι σ’ αυτά που τους χωρίζουν.
Όταν έρχεται η σειρά μου, κλείνω τα μάτια. Θυμάμαι τα πανηγύρια στους γάμους του χωριού. Από έξι χρονών μ’ έσερνε ο πατέρας μου. Οι κοπέλες στο κέντρο με τις φορεσιές και τα μαντίλια στα χέρια. Κρατώ την εικόνα στο μυαλό και αρχίζω να φυσάω.

Μπορεί άραγε αυτό το παίξιμο να του ανοίξει κάποια πόρτα, να βρει την ευκαιρία να αλλάξει η ζωή του – ή να το πούμε αλλιώς, επιτέλους να βρει μια ζωή να ακουμπήσει; Καμιά φορά η ευκαιρία βρίσκεται στον δρόμο. Ακριβώς εκεί που παίζει το κλαρίνο του. Η πρόταση γίνεται από έναν άγνωστό του συμπατριώτη του: να παίξει σε μεγάλο νυχτερινό κέντρο, να βγάλει λεφτά, να αποκτήσει όνομα. Με μια προϋπόθεση, όμως. Να γίνει ο «Γιάννης από τα Γιάννενα», να πάψει να είναι ο Αγκίμ από την Αλβανία. Γίνεται το όνειρο πραγματικότητα; Έτσι φαίνεται. Μόνο που η ζωή δεν ξέρει από παραμύθια και μαγικά ραβδάκια, που από τη μια στιγμή στην άλλη σου μεταμορφώνουν μια κοινή κολοκύθα σε βασιλική άμαξα. Αυτή η ονειρεμένη ζωή έχει το αντίτιμό της – κι αυτό είναι πολύ βαρύ.

Ο Μιχάλης Μαλανδράκης γράφει μια συγκλονιστική νουβέλα και ως προς το θέμα της και ως προς τον τρόπο που το χειρίζεται. Και είναι πολύ νέος – μόλις είκοσι τριών χρονών, όσο και ο ήρωάς του. Έχει πολύ μεγάλη σημασία το γεγονός ότι ένα νέο παιδί επιλέγει για το πρώτο του βιβλίο τη δύσκολη διείσδυση στον κόσμο ενός συνομήλικου (και μάλιστα μετανάστη) που αγωνίζεται για την επιβίωση. Πόσο πιο εύκολο θα ήταν να βάλει στο χαρτί τα προσωπικά του αδιέξοδα –κάποια αληθινά δικά του και κάποια επίπλαστα ή δανεικά– και έτσι να βρεθεί μέσα στο κλίμα της εποχής που αγαπά την ομφαλοσκόπηση και τη μοναχικότητα. Αντίθετα, αυτός δείχνει μια ωριμότητα στην επιλογή του θέματος και στη γραφή του που ξαφνιάζει. Υψώνεται απρόσμενα πάνω από τους συνομήλικούς του συγγραφείς αλλά (κι ας φανεί προκλητικό) πάνω και από πολλούς μεγαλύτερους, που ακόμη ψάχνουν τις ιστορίες των βιβλίων τους γύρω από ανούσια (συχνά και ανύπαρκτα) θέματα. Με μια μυθοπλασία γρήγορη στους ρυθμούς της, με μια γλώσσα που ακούγεται τόσο όμορφα στρωτή, σημερινή και πλούσια. Αλλά πάνω ακόμη κι από αυτά, το βιβλίο του Μαλανδράκη ξεχωρίζει γιατί μπορείς διαβάζοντας να το «δεις»· η μία εικόνα ξεχύνεται μετά την άλλη δημιουργώντας ένα λογοτεχνικό τοπίο που δείχνει ολοζώντανα τη ζωή που τρέχει δίπλα στους ήρωες. Δεν θα πρέπει να είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει σπουδάσει σκηνοθεσία. Καθώς διαβάζεις φαντάζεσαι τις σκηνές καρέ καρέ σε μια οθόνη κινηματογράφου. Σκέφτομαι πως, ακόμη κι αν κάποια στιγμή δούμε το Patriot σε οθόνη, η λογοτεχνική του εκδοχή θα αποτελεί πάντα την πρώτη «κινηματογραφική» ανάγνωσή του.

Τολμηρός και πρωτότυπος σε κάτι ακόμη ο συγγραφέας: φτιάχνει ένα τέλος για την ιστορία από τα πλέον απρόσμενα και εντυπωσιακά. Όταν τελειώνουν οι λιγότερες από ογδόντα σελίδες της νουβέλας του, ο αναγνώστης εννοεί πως όποια εξέλιξη κι αν είχε φανταστεί διαβάζοντας, ο συγγραφέας (ο καλός φυσικά) ξέρει να καθοδηγήσει την ιστορία στην Έξοδο με τον καλύτερο τρόπο – όχι πάντα όμως με τη παραμυθητική συμβατικότητα ενός ευτυχισμένου τέλους.

Άφησα για τελευταίο σχόλιο τον χαρακτηρισμό της ιστορίας ως νουβέλας. Δεν συναντάμε συχνά κάποιο πεζό που δικαίως να φέρει τον χαρακτηρισμό της νουβέλας, ακριβώς γιατί οι περισσότεροι για να κατηγοριοποιήσουν ένα πεζό κείμενο απλώς μετρούν τον αριθμό των σελίδων του (με το ανεπαρκές όσο και αφελές κριτήριο: περισσότερες από το διήγημα και λιγότερες από το μυθιστόρημα). Το Patriot είναι νουβέλα, όχι για τις μετρημένες του σελίδες αλλά γιατί κατορθώνει μέσα σ’ αυτές να δώσει την πλήρη εικόνα του ενός ήρωα, με την απαραίτητη για το είδος ψυχογράφησή του, τοποθετώντας τον ταυτόχρονα μέσα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, και κυρίως γιατί η πλοκή του εντοπίζεται στο σήμερα – απαραίτητη η ξεχασμένη αυτή προϋπόθεση για να ονομαστεί ένα πεζό νουβέλα. Το Patriot τα έχει όλα αυτά, ανταποκρινόμενο στο είδος με τον καλύτερο τρόπο.

ΜΑΡΩ ΚΑΚΑΒΕΛΑ, ΤΙΝΟΣ ΕΊΣΑΙ ΕΣΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΕΡΕΩΜΑ

Το μυθιστόρημα Τίνος είσαι εσύ, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Στερέωμα, είναι το πρωτόλειο της Μάρως Κακαβέλα. Πρόκειται για ολιγοσέλιδη, αλλά περιεκτική αφήγηση του οικογενειακού δράματος του Πέτρου Κατσαντώνη, πρώην επιτυχημένου δημοσιογράφου. Η ιστορία διατρέχει τα τελευταία περίπου εβδομήντα χρόνια, από την παιδική ηλικία του κεντρικού ήρωα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, η συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να συναρμολογήσει τα κομμάτια της ιστορίας μέσα από ένα γοητευτικό παιχνίδι παράθεσης αφηγήσεων, επιστολών και άλλων τεκμηρίων.

Η αρχική επαφή του αναγνώστη με τον κεντρικό χαρακτήρα είναι ζοφερή, σχεδόν αποκαρδιωτική, γεννά θλίψη, γίνεται εξαρχής αντιληπτό ότι πρόκειται για έναν αντιήρωα. Η αρχική κατάσταση του Πέτρου Κατσαντώνη είναι αυτή της παραλυσίας.

…Ξύπνησα και δεν πονάω πουθενά. Πάει, πέθανα στον ύπνο μου, σκέφτηκα. Τι ανακούφιση. Μένω ακίνητος και κρατάω τα μάτια μου κλεισμένα σφιχτά, μην ακυρωθεί ο θάνατός μου και επιστρέψω στην κόλαση της καθημερινότητάς μου.

Είναι ένας ζωντανός νεκρός, ένας άνθρωπος στον πάτο της κλίμακας κάθε επιθυμίας ή στόχευσης, ένας άνθρωπος «στα τελευταία του». Σε αυτή την ακροτελεύτια αναζήτηση, ο Πέτρος Κατσαντώνης ταξιδεύει με πλοίο για κάποιο νησί. Δεν καταλαβαίνουμε εξαρχής τον σκοπό του ταξιδιού, διαισθανόμαστε όμως ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Έχει φροντίσει η συγγραφέας, με τον απόλυτα λειτουργικό τίτλο του βιβλίου, να μας υποβάλει το αίτημα που διακυβεύεται: «τίνος είσαι εσύ», η αναζήτηση της ταυτότητας και της καταγωγής. Ταξιδεύοντας με το πλοίο, βολεμένος σε έναν καναπέ στο σαλόνι του, ο Πέτρος βυθίζεται σε έναν νοερό απολογισμό της πολυτάραχης ζωής του: τα παιδικά του χρόνια, «η καταραμένη μνήμη της παιδικής ηλικίας», επιστρέφουν ως δυσάρεστες αισθήσεις, κρύο και φόβος, και στο κέντρο όλων αυτών η μνήμη του πατέρα, του Βλάση Κατσαντώνη, ενός άντρα λιγομίλητου και τίμιου, και της μοναδικής συμβουλής/επιταγής που επαναλάμβανε στον γιο του: «Να είσαι σωστός». Το νήμα της ιστορίας ξετυλίγεται αργά και συνειρμικά, όπως και οι σκέψεις του Πέτρου. Έχει προηγηθεί μια επίσκεψη σε συμβολαιογράφο, εντελώς απροειδοποίητα, με ένα τηλεφώνημα που οριοθέτησε την τελευταία πράξη στο θέατρο της ζωής του: «Κύριε Κατσαντώνη, πρέπει να περάσετε από το γραφείο μας για προσωπική σας υπόθεση».

Η αλληλογραφία των γονιών του Πέτρου, του Βλάση και της Θοδώρας, με την Τούλα, την αδελφή του Βλάση, γίνονται χρήσιμο εργαλείο στα χέρια της συγγραφέα για να δώσει την ιστορία με τρόπο άμεσο και συγχρονικό, καθώς οι επιστολές ζωντανεύουν την αφήγηση διατηρώντας αμετάβλητη την αίσθηση του τώρα. Η ιστορία του Νικόλα, καρδιακού φίλου του Βλάση, και της γυναίκας του, Σοφίας, συμπυκνώνει πολλές από τις σκοτεινές σελίδες της πρόσφατης ιστορίας του τόπου μας – ο Εμφύλιος, οι αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών, η απόκρυψη της ιδεολογικής ταυτότητας, οι πληγές που καθόρισαν τις μοίρες πολλών οικογενειών στο κοντινό παρελθόν.

Η αφήγηση δεν είναι γραμμική, η συγγραφέας καλεί τον αναγνώστη να συναρμολογήσει τα κομμάτια της ιστορίας μέσα από ένα γοητευτικό παιχνίδι παράθεσης αφηγήσεων, επιστολών και άλλων τεκμηρίων.

Η ταυτότητα του Πέτρου Κατσαντώνη, η απάντηση στο ερώτημα «τίνος είσαι εσύ», αποκαλύπτεται σταδιακά και επώδυνα. Οι επιστολές ρίχνουν φως στην ιστορία όχι μόνο για τον αναγνώστη, αλλά και για τον ίδιο τον Πέτρο, που μαθαίνει όσα μέχρι τώρα αγνοούσε, δηλαδή ότι είναι το ορφανό παιδί του Νικόλα και της Σοφίας, δεύτερο παιδί μετά τον Ρήγα, που έχει δοθεί για υιοθεσία. Ο Πέτρος γεννιέται ορφανός από μάνα, η Σοφία πεθαίνει στον τοκετό, ενώ ο Νικόλας αγνοείται και λίγο αργότερα διαπιστώνεται ότι είναι νεκρός από καιρό. Ο Βλάσης και η Θοδώρα με χαρά υιοθετούν τον Πέτρο και η Θοδώρα ξεφορτώνεται μερικώς το στίγμα της «στέρφας» που την κατέτρυχε για χρόνια, αποκτώντας επιτέλους ένα παιδί, έστω και με όχι φυσικό τρόπο. Οι απανωτές αποκαλύψεις βρίσκουν τον Πέτρο απροετοίμαστο, γίνονται ένα ακόμα χτύπημα στον υπό κατάρρευση κόσμο του. Είναι άρρωστος από το αλκοόλ με ηπατική ανεπάρκεια τελικού σταδίου, φαλιρισμένος οικονομικά, ένα φάντασμα του παλιού εαυτού του, που έλαμπε μέσα στα φώτα της δημοσιότητας. Πρόσωπο αναφοράς, μακρινός μάρτυρας του οικογενειακού δράματος, είναι η Τούλα Κατσαντώνη, αδελφή του Βλάση, η οποία, μετά θάνατον, με τη διαθήκη της δίνει όλες τις απαντήσεις στον Πέτρο και του ανοίγει τον δρόμο για τη συνάντηση με τον ετεροθαλή αδερφό του, Ρήγα Σαλούστρο, που κατοικεί στο μη κατονομαζόμενο νησί.

Δεν θα αναφερθώ περισσότερο στην ιστορία, ούτε στην πραγματική ταυτότητα του Πέτρου Κατσαντώνη, για να μη στερήσω τις εκπλήξεις από τον τυχερό αναγνώστη που θα επιλέξει το βιβλίο. Επειδή λογοτεχνία δεν είναι τόσο οι ιστορίες όσο ο τρόπος που τις αφηγείται ο/η συγγραφέας, θα σταθώ στους αφηγηματικούς τρόπους της Μάρως Κακαβέλα. Το μυθιστόρημα Τίνος είσαι εσύ είναι ένα βιβλίο υψηλής θερμοκρασίας και χαμηλής έντασης. Η αφήγηση αγγίζει τραύματα, προσωπικά και συλλογικά, που καθορίζουν τις ζωές των δύο οικογενειών, ενώ η αχλή των ιστορικών γεγονότων είναι παρούσα στο παρασκήνιο, για να αιτιολογήσει ή και να δικαιολογήσει στάσεις και συμπεριφορές. Τα τραγικά γεγονότα παρατίθενται ως διηγήσεις χωρίς μελοδραματισμούς ή άλλες ευκολίες. Οι αφηγηματικοί τρόποι αλλάζουν, πρωτοπρόσωπη αφήγηση για τον κεντρικό ήρωα Πέτρο Κατσαντώνη, τριτοπρόσωπος παντεπόπτης αφηγητής με ημερολογιακή σήμανση, επιστολές, παράθεση τεκμηρίων (νομικά έγγραφα και αντίγραφα συμβολαιογραφικών πράξεων, αποκόμματα εφημερίδων, ακόμα και μια συνταγή μαγειρικής), σχηματίζοντας, σαν κομμάτια παζλ, την εικόνα της ιστορίας. Η γλώσσα της Κακαβέλα έχει τα χαρακτηριστικά της ηλικίας και της καταγωγής των χαρακτήρων της, ένα μείγμα προφορικότητας με ιδιωματικές αλλά και λόγιες πινελιές. Τα γράμματα έχουν τη φωνή των αποστολέων τους. Τα παρατιθέμενα τεκμήρια γενικά έχουν λειτουργική σχέση με την αφήγηση, αν και, κατά τη γνώμη μου, η απουσία τους δεν θα στερούσε από το γοητευτικό κυρίως κείμενο ούτε τις πληροφορίες ούτε την αμεσότητα της ιστορίας.

Πρόκειται για ένα σύγχρονο μυθιστόρημα, που ανασκάπτει επώδυνες περιόδους της πρόσφατης ιστορίας του τόπου μας με τρόπο ψύχραιμο, εστιάζοντας στο ατομικό και συλλογικό τραύμα από τη μεριά των θυμάτων του, αφού τελικά όλοι οι ήρωες του βιβλίου είναι θύματα, με ζωές σημαδεμένες από ανείπωτα μυστικά και ανεπούλωτες πληγές. Η αληθινή ταυτότητα δεν αποτελεί το ζητούμενο μόνο του ήρωα, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής, ενός λαού που παραπαίει μεταξύ των ιδεολογικών του ερεισμάτων και της επερχόμενης αστραφτερής καταναλωτικής φούσκας – ουτοπικά και τα δύο, όπως αποδείχτηκε. Ο Πέτρος Κατσαντώνης είναι ένα σύμβολο της σύγχρονης ηθικής και ιδεολογικής κρίσης, ένας έκπτωτος που αναζητεί απελπισμένα τον πραγματικό του εαυτό ακόμα και λίγο πριν από το προδιαγεγραμμένο τέλος του.

(Η βιβλιοκριτική αντλήθηκε από το diastixo.gr)

Γιατί όλο και περισσότεροι ενήλικες διαβάζουν νεανική λογοτεχνία;

Περισσότερα...

Γιάννης Καστρίτης

Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

HILA BLUM, ΠΩΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΣΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ALDINA-GUTENBERG



Κρυμμένη σ' ένα σκοτεινό δρομάκι, χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το δικό της σπίτι, η Γιοέλα παρακολουθεί δύο κοριτσάκια και τη μαμά τους. Είναι οι εγγονές της, που δεν έχει γνωρίσει ποτέ, και η κόρη της Λέα, την οποία έχει χρόνια να συναντήσει. Η Λέα «ήταν ένα κοριτσάκι που εμείς, οι γονείς του, το αγαπούσαμε μέχρι τρέλας. Ήταν ο έρωτας της ζωής μας», σκέφτεται η Γιοέλα. Τι συνέβη και αποξενώθηκαμε; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Μέσα από τις αναμνήσεις της ηρωίδας η Χιλά Μπλουμ (γενν. Ιερουσαλήμ, 1969) εμβαθύνει σε μια από τις πιο περίπλοκες σχέσεις, τη σχέση μητέρας και κόρης. «Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, ένα ψυχολογικό ταξίδι με πολύ σασπένς, που ερευνά ένα μεγάλο μυστήριο: ότι ακόμα και η πιο αγνή μητρική αγάπη μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες» (The New York Times).

Στην πρώτη εικόνα του μυθιστορήματος βρίσκουμε την αφηγήτρια - Γιοέλα, μόνη σε έναν σκοτεινό δρόμο, να  παρακολουθεί μια οικογένεια μέσα από τα φωτισμένα παράθυρά της. Μας πληροφορεί ότι μέσα είναι η κόρη της Λέα, την οποία δεν έχει δει εδώ και χρόνια και οι δύο εγγονές της που δεν τις  έχει γνωρίσει από κοντά.
Για έξι χρόνια, η Λέα επικοινωνία σπανίως τηλεφωνικά με τη μητέρα της από την Dharmsala, την Bangalore, το Ανόι, το Τσιάνγκ Μάι. επαναλαμβάνοντας πως όλα είναι καλά κι αυτή είναι μια χαρά. Ανηφορίζει στα βουνά, κοιμάται στα δάση, επισκέπτεται μακρινά χωριά. Μόνο που η νομαδική της ζωή ήταν ένας  μύθος κι όλο αυτό το διάστημα η Λέα ζούσε στην Ολλανδία, με τον σύζυγο και τις κόρες που δεν έχει αναφέρει ποτέ στη μητέρα της. 

Για να κατανοήσει το μυστήριο της εξαφάνισης της κόρης της, η Γιοέλα στρέφεται στο παρελθόν της, και εξετάζει ανελέητα το ρόλο της ως μητέρας, καλεί μάρτυρες, αναζητά αποδείξεις, προσπαθεί να εντοπίσει το "έγκλημα". Ο τόνος της είναι αμείλικτος, με τον αναγνώστη να υιοθετεί, πιθανόν, τον ρόλο του κριτή. Σταδιακά ωστόσο γίνεται σαφές ότι η Γιοέλα ήταν μια στοργική, ευγενική, ικανή μητέρα κι έτσι ο/η αναγνώστης/τρια ταυτίζεται μαζί της ως συγκατηγορούμενος/η: αν είναι ένοχη, παρά την απέραντη αγάπη της, για πρόκληση ζημιάς, τότε ίσως το ίδιο είμαστε όλοι και όλες μας.

Το «How to Love Your Daughter» είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της Hila Blum και είναι ένα "σκληρό" αριστούργημα ψυχολογικής έντασης. Συχνά οι προτάσεις του είναι απατηλά σαφείς, τόσο διάφανες και απειλητικές όσο ένα σμήνος από μέδουσες. Ο εξομολογητικός τόνος της πρωτοπρόσωπης αφήγησης μοιάζει απίστευτα αυθεντικός και η Λέα ως βρέφος, νήπιο, παιδί και έφηβη, στέκεται ολοζώντανη μπροστά μας σε κάθε σελίδα. Καθώς το μυθιστόρημα ολοκληρώνεται οι ίντριγκες και οι αποκαλύψεις για το "μητρικό έγκλημα" είναι δραματικές, τόσο που ο αναγνώστης νιώθει να κρατά την ανάσα του διερωτώμενος αν τελικά η Γιοέλα θα καταδικαστεί να ζήσει χωρίς την κόρη της ή αν θα της δοθεί χάρη. ( Αποσπάσματα από τη βιβλιοκριτική στο The New York Times)

***
Το "How to Love Your Daughter" είναι ένα είδος μυστηρίου, στο οποίο η Γιοέλα, η αφηγήτρια-μητέρα, είναι ο "βασικός ύποπτος" για την αποξένωση της κόρης της. Κσθώς ο πατέρας της Λέα, ο Μείρ, έχει πεθάνει, "μάρτυρες" της ενοχής της γίνονται οι αναμνήσεις της Γιοέλα, οι "καθημερινές ατυχίες", οι κρίσεις κατάθλιψης που την ανάγκαζαν κατά καιρούς να απομακρυνθεί από την κόρη της. Μόνο που κανένα από όλα αυτά δεν φαίνεται να εξηγεί το ρήγμα στις σχέσεις τους.

Κάτι πήγε στραβά για τη Λέα στο σχολείο και παρόλο που δεν έφταιγε η Γιοέλα, η αγάπη για την κόρη της έκανε τα πράγματα χειρότερα. «Ό,τι έκανα ποτέ, το έκανα από αγάπη», επιμένει και η αλήθεια αυτής της δήλωσης –ότι η αγάπη οδήγησε τα πράγματα τόσο φρικτά εκτός πορείας– προκαλεί ρίγη στη σπονδυλική στήλη κάθε γονιού και αναδεικνύει την ψυχολογική πολυπλοκότητα των σχέσεων μητέρας -κόρης. (Αποσπάσματα απόο την κριτική στο Τhe Guardian)

***
ΠΩΣ ΝΑ ΑΓΑΠΑΣ ΤΗΝ ΚΟΡΗ ΣΟΥ
Η αστιξία του τίτλου επιτρέπει την αμφισημία του τόνου: προστακτικός/κατευθυντικός ή ερωτηματικός/ αναστοχαστικός;
Η αφηγήτρια καταθέτει τις μνήμες και τα βιώματά της, αμφιβάλλει, διερωτάται, απελπίζεται, ματώνει...
Το αμείλικτο ερώτημα παραμένει: Τι έκανα; Έκανα καλά; Την αγάπησα σωστά; Αρκεί η αγάπη για να ευ-τυχήσουμε ως μάνες/κόρες;
Με την αφηγήτρια ταυτίζεται -νομίζω- η πλειονότητα των αναγνωστριών-μητέρων
Κι αν την αγάπησε "σωστά", ποιος φταίει για τη χρεωκοπία των σχέσεων;
Κι αν ήταν "λάθος", η τιμωρία είναι αντίατοιχη του "εγκλήματος"; Ποιος ο ρόλος των καλών προθέσεων στην ενοχή και την τιμωρία;

RICHARD POWERS ΑΜΗΧΑΝΙΑ ΜΤΦΡ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ ΕΚΔ GUTENBERG ALDINA


[Η ακόλουθη βιβλιοκριτική του Κωστή Καλογρούλη αντλήθηκε από εδώ]

Το τελευταίο μυθιστόρημα του βραβευμένου με Πούλιτζερ και Εθνικό Βραβείο Βιβλίου, Ρίτσαρντ Πάουερς είναι πολύ μπερδεμένο. Είναι μεν γεμάτο από καλές προθέσεις, πολλή ευαισθησία, αρκετή φιλοδοξία και ενδιαφέρουσες ιδέες, αλλά αποτελείται από ασύνδετα επί μέρους τμήματα, σαν κομμάτια παζλ που δεν ταιριάζουν, καταφεύγει συχνά σε ένα μάλλον ανιαρό κήρυγμα (πάντα κακή επιλογή για ένα λογοτεχνικό έργο), και προδίδεται από πολλές αδυναμίες τόσο στην πλοκή όσο και στους χαρακτήρες. Το τελικό αποτέλεσμα πάντως ταιριάζει απόλυτα με τον τίτλο του: είναι αμήχανο.

Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Το μυθιστόρημα είναι στημένο πάνω στη σχέση πατέρα και γιου. Ο Θίοντορ Μπερνς είναι ένας αστροβιολόγος που σχεδιάζει μοντέλα γύρω από τη σύσταση της ατμόσφαιρας σε μακρινούς πλανήτες με απώτερο στόχο τη διευκόλυνση της διαδικασίας εύρεσης ζωής στο διάστημα. Ο εννιάχρονος γιος του Ρόμπιν έχει αρκετά προβλήματα συμπεριφοράς και ελέγχου των συναισθημάτων του, έχοντας τοποθετηθεί από διαφόρους ειδικούς στο περίφημο φάσμα του αυτισμού. Αυτό που καθιστά τα πράγματα πολύ πιο δύσκολα και για τους δύο είναι ότι η μητέρα του Ρόμπιν και σύζυγος του Μπερνς σκοτώθηκε πριν από δύο χρόνια, με αποτέλεσμα πατέρας και γιος να βιώνουν μια αξεπέραστη απώλεια που επηρεάζει καθημερινά και τους δύο με διαφορετικό τρόπο. Κοινό ενδιαφέρον και των δύο (όπως και βασική συνισταμένη σε πολλά έργα του Πάουερς) είναι η οικολογική συνείδηση και η αγάπη για τη φύση (άλλωστε η μητέρα του Ρόμπιν ήταν μια επιτυχημένη λομπίστρια για ζητήματα προστασίας του περιβάλλοντος). Σε μία από τις πρώτες σκηνές του βιβλίου, πατέρας και γιος πηγαίνουν για κάμπινγκ εκεί που πήγαινε ο Θίοντορ με τη γυναίκα του, στα Smoky Mountains του Τενεσί, και βιώνουν τη μαγική ποικιλομορφία της ζωής, χλωρίδας και πανίδας, στο υπέροχο πυκνό δάσος, μια στιγμή αρμονίας και βιολογικής ενσυναίσθησης.

Όμως τα προβλήματα στη συμπεριφορά του Ρόμπιν και οι έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις του οδηγούν σε απόγνωση τον Θίοντορ, ο οποίος προσπαθεί να αντισταθεί στις προτροπές για φαρμακευτική αγωγή. Τότε εμφανίζεται μία λύση ex machina. Ένας νευρολόγος πρώην συνεργάτης της γυναίκας του Θίοντορ του προτείνει τη νευροανάδραση, μια πειραματική συμπεριφορική θεραπεία με χρήση μαγνητικού τομογράφου κατά την οποία το εκάστοτε υποκείμενο επιχειρεί να προσαρμόσει τη συμπεριφορά του ακολουθώντας συγκεκριμένα πρότυπα μέσα από ένα διαδραστικό παιχνίδι. Η θεραπεία αποδεικνύεται καταρχάς σχεδόν θαυματουργή, με θεαματικά αποτελέσματα για τον ψυχισμό και τη συγκρότηση του Ρόμπιν.

Παράλληλα, ο ανώνυμος πρόεδρος των ΗΠΑ (Τραμπ) προσπαθεί να υποδαυλίσει τις τάσεις διχασμού στο έθνος, διακόπτει τη χρηματοδότηση σε προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος αλλά και σε προγράμματα όπως εκείνο της νευροανάδρασης, στο οποίο συμμετέχει ο Ρόμπιν. Ο τελευταίος δυσκολεύεται πολύ να αντέξει τα τραγικά σημάδια της κλιματικής κρίσης που οδηγούν σε αλυσιδωτές αντιδράσεις παγκοσμίως. Η έλλειψη συναισθηματικής του ισορροπίας τον κάνει να βιώνει αβάσταχτο πόνο για την καταστροφή του περιβάλλοντος και των έμβιων όντων.

Αυτό εν ολίγοις είναι το πλαίσιο του μυθιστορήματος του Πάουερς. Τι έχουμε εδώ; Μία πολύ δύσκολη προσπάθεια να συσχετιστούν τα πάντα. Υποθέτω ότι μία πρώτη συσχέτιση που κάνει ο Πάουερς είναι εκείνη μεταξύ του άπειρου σύμπαντος και της διερεύνησης των μυστηρίων του και το επίσης άπειρα περίπλοκο ανθρώπινο μυαλό, του οποίου τα μυστήρια επίσης προσπαθούμε εδώ και αιώνες να διερευνήσουμε και να ερμηνεύσουμε. Το επίκεντρο εδώ βεβαίως είναι το μπερδεμένο μυαλό του μικρού Ρόμπιν και οι προσπάθειες του πατέρα του να το ξεκλειδώσει, να το κατανοήσει. Παρά το ότι ψάχνουμε εναγωνίως για ζωή στο σύμπαν, δείχνει να μας λέει ο Πάουερς, αγνοούμε την απίστευτη ποικιλομορφία της ζωής στον δικό μας, υπέροχο πλανήτη, αγνοούμε συχνά την απίστευτη πολυπλοκότητα, το θαύμα του ίδιου του ανθρώπινου εγκεφάλου, ένα ανεξερεύνητο σύμπαν από μόνο του.

Ένας δεύτερος άξονας που αναπτύσσει ο Πάουερς είναι το επείγον της κλιματικής κρίσης, το πώς δηλαδή τα γεγονότα που συντελούνται στην υδρόγειο ζητούν την ενεργή μας συμμετοχή. Αυτό όμως έχει και την άλλη πλευρά του νομίσματος, ένα είδος υπαρξιακού στρες με το οποίο μεγαλώνουν μικρά παιδιά που αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τις συνθήκες γύρω τους, ιδιαίτερα όταν αυτά χαρακτηρίζονται από αυξημένη ευαισθησία.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο μικρός Ρόμπιν, δεν είναι αληθοφανής χαρακτήρας αλλά ένα ιδανικό, η προβολή της ελπίδας και των ονείρων του Πάουερς. Όντας κι εγώ πατέρας μιας υπέροχης κόρης που βρίσκεται στο ευρύ αυτό «φάσμα» («μα όλοι είμαστε στο φάσμα, αυτό σημαίνει φάσμα», σκέφτεται ο Θίοντορ στο μυθιστόρημα), σκέφτηκα αμέσως να αναζητήσω στο διαδίκτυο αν ο Πάουερς είναι όντως γονιός. Όπως περίμενα, βρήκα ότι ο ίδιος δεν έχει παιδιά. Αυτό φαίνεται στο μυθιστόρημα, προκύπτει από τον τρόπο που έχει χτίσει τον Ρόμπιν, ο οποίος ούτε μιλάει ούτε σκέφτεται σαν παιδί, (έστω και σαν προικισμένο παιδί), αλλά μοιάζει περισσότερο με μια ουτοπική εκδοχή ενός μικρού Δαλάι λάμα. Τα παιδιά με αντίστοιχες διαταραχές έχουν πράγματι εμμονές και προσκολλώνται σε γνώριμα μοτίβα, όμως αυτά είναι υποσυνείδητες μέθοδοι αντιμετώπισης και κατανόησης της καθημερινότητας, όχι σταυροφορίες για να σωθεί ο κόσμος. Ο Πάουερς δεν πείθει ότι ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι αληθινός. Επίσης, όσο κι αν επιλέγει μια πιο γλυκερή και συναισθηματικά εκβιαστική προσέγγιση προσδίδοντας έναν τραγικά μελοδραματικό τόνο, και πάλι αδυνατεί να οδηγήσει τον αναγνώστη στην τόσο απαραίτητη ταύτιση με τον Ρόμπιν.

Ο συσχετισμός ανάμεσα στην εσωτερική και εξωτερική εξερεύνηση, δηλαδή ανάμεσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο και το διάστημα, είναι ο μόνος πραγματικά επιτυχής στο μυθιστόρημα, και μπορεί πράγματι να οδηγήσει σε ενδιαφέρουσες προεκτάσεις, τόσο από πλευράς μυθοπλαστικής αλληγορίας όσο και ουσίας.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η έμφαση στην ενσυναίσθηση σαν μοναδική μέθοδο υπέρβασης των κάθε είδους προβλημάτων. Ουσιαστικά, η νευροανάδραση που δοκιμάζει ο Ρόμπιν είναι ένα είδος καθοδηγούμενης ενσυναίσθησης με ερεθίσματα μέσα από παιχνίδι. Ο Πάουερς είναι σαν να μας λέει ότι η ενσυναίσθηση ως προς τη φύση και το περιβάλλον, ως προς τις πολιτικές απόψεις των άλλων και τα διαφορετικά τους βιώματα, είναι ο μόνος τρόπος να ξεπεράσουμε τις διαφορές μας και να γεφυρώσουμε χάσματα και διχασμούς. Όμως τα υπόλοιπα κομμάτια του παζλ απλά δεν κολλάνε. Η απόπειρα να παρουσιάσει τον δυστοπικό μέλλον ενός ανεξέλεγκτου Τραμπ που επενδύει σε ένστικτα διχασμού έχει μεν σωστές προθέσεις αλλά εξερευνάται λίγο και χωρίς έμπνευση. Η ροπή προς το μελό συχνά οδηγεί σε εξαντλημένα κλισέ. Η αίσθηση του οικολογικού κηρύγματος είναι πανταχού παρούσα. Ο Πάουερς είναι ένας εξαιρετικός συγγραφέας που δεν χρειάζεται να αποδείξει κάτι. Όμως η Αμηχανία δεν είναι η καλύτερή του στιγμή.


Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΥ, ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ



Οι "Πεδινές Πολιτείες" είναι ο  τελευταίος τόμος της « Τριλογίας των συνόρων » του Αμερικανού μυθιστοριογράφου Cormac McCarthy , που εκδόθηκε το 1998. Ο τίτλος είναι μια αναφορά στα Σόδομα και τα Γόμορρα (Γένεση 19:29).

Η ιστορία ξεκινά το 1952. Ο John Grady Cole (ο πρωταγωνιστής του "ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ") και ο Billy Parham (ο πρωταγωνιστής του "ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ") εργάζονται μαζί σε ένα ράντσο βοοειδών στο Νότιο Μεξικό, όχι μακριά από τις συνοριακές πόλεις του Ελ Πάσο, Τέξας και Σιουδάδ Χουάρες την πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικό. Οι ιδιοκτήτες του ράντσο είναι ευγενικοί, αλλά αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον σε μια ετοιμοθάνατη βιομηχανία. Πρόσφατα κατεστραμμένα από την ξηρασία, τα αγροκτήματα βοοειδών γύρω από το Ελ Πάσο αγωνίζονται να επιβιώσουν ενώ το Υπουργείο Άμυνας μπορεί να τα διεκδικήσει για να γίνουν στρατιωτικές περιοχές. Αν και οι καουμπόηδες μετά βίας βγάζουν τα προς το ζην, ο John Grady και ο Billy λατρεύουν τη ζωή στην ανοιχτή πεδιάδα και ο John Grady –όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας είναι μάστορας στην εκπαίδευση αλόγων ενώ Ο Billy είναι εξαιρετικός ιχνηλάτης.

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε έναν οίκο ανοχής στο Juárez, ο John Grady ερωτεύεται μια νεαρή, επιληπτική πόρνη, τη Magdalena. Το ζευγάρι σχεδιάζει να παντρευτεί και να ζήσει στις ΗΠΑ και ο John Grady ανακαινίζει ένα εγκαταλελειμμένο πλίθινο κτίσμα, μετατρέποντάς το σε σπίτι. Αλλά ο οίκος ανοχής της Magdalena διευθύνεται από τον Eduardo, έναν τρομερό αντίπαλο επίσης ερωτευμένο με τη νεαρή κοπέλα. Ο Billy προσπαθεί να αποτρέψει τον John Grady αλλά νιώθει υποχρεωμένος να βοηθήσει το ζευγάρι.

Ο υφιστάμενος του Εντουάρντο, Tiburcio, δολοφονεί τη Magdalena κόβοντάς της το λαιμό, αφού την αποσπά δόλια από τον οίκο ανοχής τάχα για να την οδηγήσει στον John Grady και να φύγει από το Μεξικό. Αφού ο John Grady βρίσκει το σώμα της στο νεκροτομείο, αντιμετωπίζει τον Eduardo σε μια μάχη με μαχαίρι. Αν και ο John Grady σκοτώνει τον Eduardo, τραυματίζεται θανάσιμα στη μάχη. Επιβιώνει αρκετά για να έρθει σε επαφή με τον Billy, ο οποίος σπεύδει να παρηγορήσει τον John Grady πριν από το θάνατό του.

Μετά το θάνατο του John Grady, σε έναν σύντομο επίλογο —κατά το πρότυπο του "ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ"(1985)— περιγράφονται λεπτομερώς, σε λίγες σελίδες, οι επόμενες αρκετές δεκαετίες της ζωής του Billy: παρασύρεται στα νοτιοδυτικά για πολλά χρόνια, εργάζεται σε ράντζα και ζει σε ξενοδοχεία, στο τέλος άστεγος, βρίσκει καταφύγιο κάτω από μια υπόγεια διάβαση ενός αυτοκινητόδρομου. Εκεί, συναντά έναν μυστηριώδη άντρα που του αφηγειται ένα περίπλοκο όνειρο. Αν και ο άντρας το αρνείται, ο Μπίλι υποπτεύεται ότι είναι ο Θάνατος. Ωστόσο, ο Billy επιζεί από τη συνάντηση με τον άντρα και βρίσκει καταφύγιο και μια νέα ζωή σε μια οικογένεια που τον δέχεται.

Το μυθιστόρημα και η τριλογία κλείνει με μια ΑΦΙΕΡΩΣΗ:

"Θα είμαι το παιδί σου που θα κρατήσεις στα χέρια σου

Κι εσύ θα είμαι εγώ όταν εγώ γεράσω

Ο καιρός παγώνει

Ο άπιστος λυσσά

Η ιστορία τελείωσε

Γύρνα σελίδα"

Ο επίλογος του έργου είναι ιδιαίτερα ευρηματικός και πολύπλοκος ώστε ο αναγνώστης δεν είναι απόλυτα σίγουρος για το τι πραγματικά συμβαίνει. Ο παράξενος άγνωστος, η αφήγηση ονείρων, το όνειρο μέσα στο όνειρο που "δημιουργεί άλλες απαιτήσεις από εκείνες που μπορεί να φανταστεί κάποιος", αφού "ένα όνειρο μέσα σ' ένα όνειρο μπορεί να μη είναι όνειρο" και ο διάλογος που λαμβάνει χώρα όλα επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, ακόμα και ότι ο Μπίλι, ένας ηλικιωμένος αλήτης ο ίδιος, μπορεί να ονειρεύεται τη συζήτηση που κάνει με τον γέρο. Άλλωστε βρίσκεται στη δύση της ζωής του και κάνοντας τους απολογισμούς του συνειδητοποιεί πως «σε οτιδήποτε είχε ποτέ πιστέψει για τον κόσμο και για τη ζωή του είχε κάνει λάθος», ένας ακόμη λόγος που νιώθει την ανάγκη να ονειρεύεται "αμφιβάλλω αν μπορούμε να ξεχάσουμε το ταξίδι της ζωής μας. Είτε αυτό είναι προς όφελός μας είτε όχι... εν πάση περιπτώσει είναι δύσκολο να κρατηθείς μακριά από τις επιθυμίες σου και να δεις τα πράγματα κάτω από τη δική τους βούληση".Άλλωστε τα όνειρα και οι πράξεις των ανθρώπων "καθοδηγούνται από μια τρομερή πείνα. προσπαθουν να καλύψουν μια ανάγκη που δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιήσουν"

Αν και ο Μπίλι είναι πεπεισμένος ότι τα πάντα στη ζωή του έχουν «πάει στραβά», το χέρι του "ροζιασμένο, χαρακωμένο σαν σχοινί, όλο στίγματα απ΄τον ήλιο και τα χρόνια. οι φλέβες σαν σχοινιά που συνδέονταν με την καρδιά του" σχηματίζουν ένα "κομμάτι χάρτη για να μελετήσουν οι άνθρωποι. υπήρχαν ένα σωρό σημεία και θαύματα του Θεού για να φτιάξεις ένα τοπίο. Να φτιάξεις τον κόσμο". Αν και ο Billy πιστεύει ότι "δεν είναι τίποτα" και δεν ξέρει γιατί μια τυχαία ευγενική γυναίκα "τον ανέχεται", εκείνη τον διαβεβαιώνει, "εγώ ξέρω γιατί και ξέρω ποιος είσαι". Τότε η γυναίκα του ζητά να κοιμηθεί, παράκληση με ιδιαίτερη σημασία, καθώς Ο επίλογος αφιερώνεται στο ότι τα όνειρα είναι απόδραση, ο τρόπος που βρίσκει κανείς την γαλήνη, ξεφεύγοντας από τη σκληρή πραγματικότητα. Ωστόσο, είναι η καλοσύνη ενός άλλου ανθρώπου που τελικά επιτρέπει στον Μπίλι να βρει ανάπαυση στο τέλος της ζωής του, να ξεκουραστεί και να ονειρευτεί...

***

Συγκρίνοντας τις "Πεδινές Πολιτείες" με τα δύο προηγούμενα βιβλία της τριλογίας θα λέγαμε ότι το τρίτο βιβλίο δεν είναι τόσο συναρπαστικό όσο τα προηγούμενα: οι δύο πρωταγωνιστές είναι πλέον αρκετά  μεγαλύτεροι και οι εμπειρίες τους έχουν ήδη διαμορφώσει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους, ενώ η πλοκή έχει προβλέψιμο τέλος από τη στιγμή που ο John Ο Γκρέιντι Κόουλ βρήκε τη δεύτερη αγάπη της ζωής του, μια νεαρή Μεξικανή πόρνη. Από την άλλη, το μυθιστόρημα είναι ιδιαίτερα διακριτό καθώς η δράση στηρίζεται κυρίως στο διάλογο, μια απόκλιση από την περιγραφική αφήγηση των δύο προηγούμενων. Η συγκεκριμένη στυλιστική επιλογή βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις συντελεσμένες αλλαγές που έχουν επέλθει στους δύο άνδρες, που έχουν υιοθετήσει μια ζωή λιγότερο μοναχική ή νομαδική, είναι εργαζόμενοι καουμπόηδες, εκεί που πρίν ήταν έφηβοι και εξερευνούσαν την ερημιά των συνόρων και τα όρια της σχέσης με τον εαυτό τους και τους ανθρώπους γύρω τους.  Αυτές οι συνθήκες δικαιολογούν την ποιητική αφήγηση του McCarthy στα δύο πρώτα έργα της τριλογίας, προκειμένου να απεικονίσει την εσωτερική σύγκρουση της ανακάλυψης της ομορφιάς και του εαυτού σε έναν σκληρό και αμείλικτο κόσμο. Μόνο προς το τέλος το τρίτο βιβλίο αρχίζει να μοιάζει με την αφηγηματική και φιλοσοφική περιγραφή των προηγούμενων.

ΤΟ τελευταίο έργο της "τριλογίας των συνόρων", αφιερώνεται στο τέλος των ψευδαισθήσεων σχετικά με τη ζωή του καουμπόη. Οι καουμπόηδες πρωταγωνιστές του McCarthy πρέπει να επιβιώσουν σε μια Δύση που δεν είναι πλέον η επαρχία του καουμπόη αλλά ο χώρος των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, των μεγάλων εταιρικών ράντζων και των τρομακτικών σύγχρονων γραφειοκρατιών. Το κλειδί για την επιβίωση σε αυτόν τον ταλαιπωρημένο κόσμο αποδεικνύεται ότι δεν είναι η προσκόλληση στους παλιούς μύθους και συμβάσεις - όσο ελκυστικές κι αν είναι. Ενώ τα επικά ταξίδια των καουμπόηδων μπορεί να παραπέμπουν σε μια ευγενή και αρρενωπή παράδοση, που είναι όμως μύθος όπως αποτυπώνει ο συγγραφέας, από την άλλη είναι καταδικασμένα να αποτύχουν λόγω της ανατροπής των αξιών και της μετατόπισης της κοινότητας και του πολιτισμού στην οποία ευδοκίμησαν προς νέες κατευθύνσεις και ανάγκες.

"Μου λείπει η παλιά ζωή του ράντζου. Ανέβηκα στο παλιό πέρασμα τέσσερις φορές. Οι καλύτερες στιγμέες της ζωής μου. Οι καλύτερες. Να' σαι στην ύπαιθρο. Να βλέπεις νέους τόπους. Δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτό στον κόσμο. Και δεν θα υπάρξει ποτέ. Να κάθεσαι γύρω απ' τη φωτιά το δειλινό με το κοπάδι ξαπλωμένο καλά για ύπνο και να μη φυσά αέρας. Να φτιάχνεις λίγο καφέ. Ν' ακούς τους γέρους καουμπόηδες να λεν τις ιστορίες τους. Κι ωραίες ιστορίες μάλιστα. Να στρίβεις ένα τσιγάρο. Και να κοιμάσαι. Δεν υπάρχει ύπνος σαν αυτόν. Πουθενά."

"Ο κόσμος των προγόνων μας ενυπάρχει μέσα μας. Δέκα χιλιάδες γενιές και βάλε. Μια μορφή χωρίς προϊστορία δεν έχει τη δύναμη να διαιωνιστεί. Ό,τι δεν έχει παρελθόν δεν μπορεί να έχει μέλλον. Στην καρδιά της ζωής μας βρίσκεται η ιστορία που τη συνθέτει και σ' αυτή την καρδιά δεν υπάρχουν γλωσσικά ιδιώματα παρά μόνο η πράξη της γνώσης κι αυτό είναι που μοιραζόμαστε μέσα και έξω από τα όνειρα. Προτού ο πρώτος άνθρωπος μιλήσει κι αφού σωπάσει για πάντα ο τελευταίος...Ο μάρτυρας που λαχταρά να βρεθεί στις φλόγες μπορεί να μην ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος γι' αυτούς. Εκεί που δεν υπάρχει τιμωρία δεν μπορεί να υπάρξει επιβράβευση... Εμείς είμαστε εκείνοι που συναρμολογούμε τα γεγονότα και φτιάχνουμε την ιστορία που είναι ο εαυτός μας. Κάθε άνθρωπος είναι ο βάρδος της ίδιας του της ύπαρξης."

Κυριακή 2 Ιουνίου 2024

ALICE ZENITER, Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, ΜΤΦΡ ΕΦΗ ΚΟΡΟΜΗΛΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ


Το 2019 κυκλοφόρησε το βιβλίο Alice Zeniter «Η τέχνη της απώλειας» (μετάφραση: Έφη Κορομηλά).


ΒΡΑΒΕIΟ Λογοτεχνίας της Le Monde

ΒΡΑΒΕIΟ των βιβλιοπωλών

του Νανσύ - Le Point

ΒΡΑΒΕIΟ Goncourt των μαθητών του λυκείου


Είναι πραγματικά γραμμένο αριστοτεχνικά, με πάθος αλλά χωρίς να γίνεται υπερβολικά λυρικό. Η κοινωνική και πολιτική του οπτική αναδεικνύει το τεράστιο θέμα του προσφυγικού δράματος όχι μόνο στην Αλγερία αλλά και σε κάθε εμπόλεμη περιοχή του πλανήτη. Η Ναϊμα, ηρωίδα του βιβλίου, βουτάει γενναία στο παρελθόν με τον εξοπλισμό που της έχει δώσει η νέα πατρίδα: αυτοπεποίθηση και μόρφωση. Είναι εξαιρετικά μαεστρικός ο τρόπος που η Ζενιτέρ χειρίζεται τον διχασμό που θα προκύψει όταν η ηρωίδα φτάνει βαθιά στην αλγερινή της ρίζα. Η αυτοπεποίθηση της Γαλλίδας που επιστρέφει κλονίζεται, ραγίζει από τις ιστορίες της οικογένειας.

Εξαιρετικά καλοδουλεμένο βιβλίο.

Κυριακή Μπεϊόγλου, Αναγνώστη


Το βιβλίο της Zeniter δεν είναι απροκάλυπτα αυτοβιογραφικό, ωστόσο αγγίζει σε πολλά σημεία την προσωπική της ιστορία. Δεν είναι ξεκάθαρα ιστορικό, γιατί η δυνατή μυθοπλασία που το διατρέχει το καθιστά ένα από τα πιο συνταρακτικά μυθιστορήματα. Αλλά ούτε και απολύτως «γαλλικό» βιβλίο θα πρέπει να θεωρηθεί, αφού η θεματική του επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από τα όρια της γαλλικής ιστορίας, με τον σκληρό του πυρήνα να αγγίζει τις ευαισθησίες όλων όσοι αναζητούν έναν ισχυρό δεσμό με την έννοια της πατρίδας πέρα από σύμβολα και ονόματα. Η σύνδεση με τον κοινό τόπο, με το παρελθόν, με τα πρόσωπα και τις πράξεις των προηγούμενων από εμάς, η αίσθηση ότι ανήκεις κάπου, είναι μια συνθήκη που δύσκολα εννοείται στο βάθος της, ακόμη πιο δύσκολα βιώνεται και δυσκολότερα κληροδοτείται στους επόμενους. Η σχέση με την πατρίδα καταλήγει να είναι μια απολύτως προσωπική υπόθεση που ο καθένας τη σταθμίζει ανάλογα με τα βιώματά του, τις αντοχές του, τα ερωτήματα που θέτει και τις απαντήσεις που περιμένει να βρει. Και η έννοια της απώλειας καμιά φορά κρύβει μέσα της ένα τραγικό στις διαστάσεις του υποκείμενο που επιλέγει και αποφασίζει• κατά τη Zeniter, η απόφαση αυτή απαιτεί όχι μόνο δύναμη αλλά και τέχνη, αλλιώς σε καταπίνει και σε αφανίζει.

Διώνη Δημητριάδου, Book Press


Ο ξεριζωμός, η ενοχή και ο φόβος, η απόρριψη και η άρνηση, οι πληγές και η επούλωση ή το κακοφόρμισμά τους, αποτυπώνονται σε ένα μυθιστόρημα γεμάτο λυπημένες σιωπές για το παρελθόν, για τις ρίζες και τους δεσμούς, για τις πληγές της Ιστορίας.

Κώστας Αθανασίου, Εποχή


Στα τρία μέρη του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε πώς οι τρεις γενιές της οικογένειας Ζεκκάρ ψάχνουν να βρουν τον βηματισμό τους μετά από τις συνειδητές αποφάσεις που πήρε ο πάτερ φαμίλιας την εποχή της εξέγερσης. Η συγγραφέας, γεννημένη στη Γαλλία από πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα όπως ακριβώς και η κεντρική της ηρωίδα, μελετά σε βάθος αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση μεταναστών, τους κοιτάζει στα μάτια, και δεν διστάζει να βάλει το δάχτυλο στις πληγές που δημιούργησε ο διωγμός, η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που συνάντησαν στη νέα πατρίδα. Αφουγκράζεται τις μεγάλες σιωπές τους. Σιωπές που κρύβουν ντροπή ανάκατο με φόβο.

Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη, Fractal


Από τη βιβλικά γαλήνια Καβυλία στον άγριο πόλεμο της ανεξαρτησίας, από τον προσφυγικό καταυλισμό του Ριβζάλτ όπου θα σταθμεύσει η οικογένεια στο ταξίδι της προς τη Γαλλία σ’ έναν οικισμό «αρκί» στο Ζουκ της Νότιας Γαλλίας και από εκεί σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Φλερ της Νορμανδίας, όπου οι εκπατρισμένοι «δεν ζουν, απλώς κατοικούν», η Ζενιτέρ παρακολουθεί με ευαισθησία αυτές τις υπαγορευμένες από τον αδήριτο ρυθμό της ιστορίας συνεχείς μεταβάσεις, μιλώντας με γενναιότητα και ήρεμη δύναμη για την ενοχή και την καταισχύνη, τον φόβο και τη σιωπή, την αποδοχή του παρελθόντος, την αποκήρυξη του μίσους, και τη σημασία, τέλος, που έχει το να χάνεις χωρίς να ξεχνάς.      

Κατερίνα Σχινά, Athens Voice


Πολυβραβευμένο το  μυθιστόρημα της Αλίς Ζενιτέρ, πλέον κυκλοφορεί και στη χώρα μας. Από πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα, η συγγραφέας δημιουργεί στην ουσία ένα alter ego της, τη Ναϊμά που θα ψάξει την ιστορία της οικογένειάς της, η οποία έφυγε από την Αλγερία το 1962, όταν ο παππούς της –θεωρούμενος ως συνεργάτης των Γάλλων– ένιωσε βάσιμα πως απειλείται η ζωή όλως τους. Από τότε όμως όλοι σώπαιναν για τα γεγονότα. Δεν γύρισε ποτέ κανείς στην Αλγερία. Η ηρωίδα τολμά μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις το ταξίδι. Εξαιρετική αφήγηση, νέα οπτική για τα γεγονότα, βαθύτατη ανάλυση των χαρακτήρων, αλλά και γνώση της ιστορίας συνθέτουν ένα πραγματικά μεγάλο σύγχρονο μυθιστόρημα που σε κάνει να βλέπεις και το σήμερα με πολύ διαφορετικό βλέμμα… Πιο επίκαιρο από ποτέ, θίγει διαφορετικά το θέμα της μετανάστευσης. 

Κώστας Στοφόρος, Beauté


***


Το κείμενο του οπισθοφύλλου:


Η Ναϊμά, μια σύγχρονη νεαρή Γαλλίδα, είναι αλγερινής καταγωγής. Η οικογενειακή της ιστορία φαντάζει στα μάτια της μακρινή, σχεδόν αδιάφορη. Άλλωστε, κανείς δεν της μίλησε ποτέ γι’ αυτήν.

Ο παππούς της ο Αλί πεθαίνει πριν προλάβει να τον ρωτήσει γιατί η Ιστορία τον έκανε έναν «αρκί», συνεργάτη των Γάλλων, διωγμένο από την πατρίδα του, προδότη για τους Αλγερινούς, ξένο δεύτερης κατηγορίας για τους Γάλλους. Η Γιεμά, η γιαγιά της, θα μπορούσε ίσως να της απαντήσει, όχι όμως σε μια γλώσσα που η Ναϊμά θα την καταλάβαινε. Όσο για τον Χαμίντ, τον πατέρα της, που φτάνει στη Γαλλία το καλοκαίρι του 1962 και βρίσκεται κλεισμένος μαζί με την οικογένειά του σ’ ένα γκέτο, δεν μιλάει πια για την Αλγερία των παιδικών του χρόνων. Πώς, λοιπόν, να κάνεις μια χώρα να αναδυθεί από τη σιωπή;

Η Αλίς Ζενιτέρ αφηγείται με τολμηρό τρόπο τη μοίρα, ανάμεσα στην Αλγερία και τη Γαλλία, τριών γενεών μιας οικογένειας φυλακισμένης σ’ ένα παρελθόν βαθιά ριζωμένο. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα γοητευτικό και βαθύ, στοχασμό πάνω στο τι σημαίνει να νιώθεις παντού ξένος και ταυτόχρονα ελεύθερος να είσαι ο εαυτός σου, πέρα από κληρονομιές και προσωπικές ή κοινωνικές επιταγές.

Είναι ένα βιβλίο για τους ηττημένους, τους χαμένους της Ιστορίας, για την επώδυνη σχέση Γαλλίας και Αλγερίας που σημαδεύτηκε από την αποικιοκρατία και έναν πολυετή πόλεμο, για το πώς η ζωή των ατόμων συνυφαίνεται με την Ιστορία, το πώς σφραγίζεται από αυτήν, αλλά και το πώς, επίσης, μπορεί να χειραφετηθεί από αυτήν.


* * *


Ένα μυθιστόρημα που αφηγείται τη ζωή μιας οικογένειας. Ο παππούς, αγρότης στην Αλγερία, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, κατά τη διάρκεια του Πολέμου της Απελευθέρωσης της Αλγερίας γίνεται συνεργάτης των Γάλλων (harki). Όταν επικρατεί η Επανάσταση, φεύγει για τη Γαλλία, όπου βιώνει μια διπλή έκπτωση: ταυτοτική (Αλγερινός για τους Γάλλους, προδότης για τους Αλγερινούς) και ταξική (εργάτης που ζει σε γκέτο, με τους άλλους harkis, ξέρει ελάχιστα γαλλικά, είναι και νιώθει παντού ξένος). Ο γιος του όμως, καλός μαθητής, αν και δεν κατορθώνει να φοιτήσει σε μια μεγάλη σχολή όπως θα ήθελε ο πατέρας του, πετυχαίνει στον Διαγωνισμό για τη Δημόσια Διοίκηση, γίνεται δημόσιος υπάλληλος, παντρεύεται Γαλλίδα, αφήνει πίσω του το τραύμα της καταγωγής, λίγο-πολύ αφομοιώνεται. Κι ύστερα έρχεται η κόρη του: εκείνη αποφοιτά από την Εκόλ Νορμάλ, ανήκει πλέον στη γαλλική ελίτ και αποφασίζει να διεκδικήσει πλήρως τόσο τη γαλλική της ταυτότητα, όσο και την αλγερινή καταγωγή της. Χωρίς να ξέρει λέξη καβυλικά ή αραβικά, επισκέπτεται το πατρικό χωριό. Γνωρίζει τους συγγενείς της που, εκείνοι, δεν ξέρουν λέξη γαλλικά. Συναντά την εχθρότητα του αδελφού του παππού της, την καλοπροαίρετη ή κακοπροαίρετη αδιαφορία των ανδρών, την αγάπη των γυναικών, που υφαίνουν γύρω της μια αγκαλιά αλληλεγγύης και στοργής. Η μεγάλη Ιστορία και οι μικρές προσωπικές ιστορίες συνδέονται με συναρπαστικό τρόπο σε αυτό το μυθιστόρημα, που στηρίζεται στην πραγματική ιστορία της οικογένειας της συγγραφέως και που, στο τρίτο μέρος του, περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία.


* * *

 

Ελέγχοντας τα εκφραστικά της μέσα, και κρατώντας τις αποστάσεις, η Ζενιτέρ αναζητά το δίδαγμα που θα της δώσουν οι πρόγονοί της· αλλά εκείνοι παραμένουν σιωπηλοί. Αντί να τους επικρίνει, η συγγραφέας προσπαθεί να γεμίσει τα κενά, να καλύψει τη σιωπή τους, να τους παραμερίσει με θαυμαστό τρόπο, για να βρει τον δρόμο της χειραφέτησης, τη δυνατότητα της αυτονομίας, την απελευθέρωση επιτέλους.

Le Monde


Ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα για τη μετανάστευση και την ταυτότητα στη Γαλλία τού χθες και του σήμερα.

Lire


Η Τέχνη της απώλειας, το πέμπτο βιβλίο της Αλίς Ζενιτέρ, το πιο δυνατό, το πιο ευαίσθητο και συναρπαστικό, το πιο ολοκληρωμένο. Η Ζενιτέρ παρουσιάζει επί σκηνής τη θανάσιμη ενοχή μιας ολόκληρης κοινότητας διωγμένης από την πατρίδα της, και τη σιωπή της ντροπής και του φόβου. Για να ελευθερωθεί από το φορτίο που τη βαραίνει, η Ναϊμά αποφασίζει να ερευνήσει την ιστορία της οικογένειάς της, η διαδρομή της οποίας περιγράφεται με επιδεξιότητα. Ο πατριάρχης, ο γιος, η εγγονή: τρία πρόσωπα, τρεις εποχές, τρεις πτυχές της αραβικής και γαλλικής ιστορίας και κουλτούρας, τρεις αντιλήψεις για τον κόσμο. Πρέπει να αποδεχτούν τα φαντάσματα που τους καταδιώκουν, να απελευθερωθούν από την κρίση των ανθρώπων, να απαρνηθούν το μίσος και, έτσι, να απαλλαγούν από το βάρος – να συμβιβαστούν με την απώλεια, όχι όμως και με τη λήθη. Στις βίαιες και μελαγχολικές σελίδες του βιβλίου της, η συγγραφέας περιγράφει πώς συμφιλιώνεται κανείς, σταδιακά, με τον εαυτό του.

Télérama


Όταν ασκείσαι στην απώλεια ενός μέρους του εαυτού σου, τότε φτάνεις να επινοήσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Με αυτή την πρόκληση κλείνει τούτο το έξοχο μυθιστόρημα. Να πετάξεις με τα δικά σου φτερά και όχι να στηριχτείς στις ρίζες σου: η Τέχνη της απώλειας είναι ένα στοίχημα που κερδήθηκε.

Le Canard enchaîné


Σε 600 περίπου σελίδες, εύθυμες και τραγικές, συναρπαστικές και συγκινητικές, η νεαρή Αλίς Ζενιτέρ επιβεβαιώνει το ταλέντο της ως αφηγήτριας.

Le Figaro Magazine


Πέρα από τις πληροφορίες που δίνει αυτό το μυθιστόρημα, είναι επιπλέον μια σάρκινη μάζα βαμμένη με αίμα, ένας ζωντανός οργανισμός, την αισθητική τελειότητα του οποίου θαυμάζουμε, ενώ ταυτόχρονα μας κερδίζει με τις συγκινήσεις που το διαπερνούν.

Le Soir


Η Αλίς Ζενιτέρ θέτει τις λέξεις της πάνω σε αυτές τις πληγωμένες ζωές, στην επιθυμία για ζωή και στη μοίρα που μας κλυδωνίζει, χωρίς ποτέ να υπερβάλλει, αλλά με σεβασμό για τον χαρακτήρα των προσώπων της. Τελειώνοντας την ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος, αισθανόμαστε βαθύτατα συγκινημένοι.

La Libre Belgique


Η σαρκική γραφή αυτής της μυθιστορηματικής τοιχογραφίας θα σας αναστατώσει. Ένα από τα πιο επιτυχημένα μυθιστορήματα της χρονιάς.

Femme Actuelle


Με γραφή δυνατή και ποιητική, η Ζενιτέρ ερευνά το ζήτημα της ατομικής και συλλογικής ταυτότητας. Ένα σπουδαίο βιβλίο.

Madame Figaro


Υπέροχο μυθιστόρημα. Κάθε αναγνώστης και κάθε αναγνώστρια θα πει: «Η Ναϊμά είμαι εγώ. Η οικογένειά της είναι η δική μου».

Marie Claire


* * *


Η Αλίς Ζενιτέρ, με πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα, γεννήθηκε το 1986 στο Κλαμάρ της Γαλλίας.

Απόφοιτος της École Normale Supérieure, εργάζεται ως σκηνοθέτις του θεάτρου. Δίδαξε θεατρικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Paris III και γαλλικά στη Βουδαπέστη.

Η Τέχνη της απώλειας είναι το πέμπτο της βιβλίο. Τιμήθηκε με το λογοτεχνικό βραβείο της εφημερίδας Le Monde, με το βραβείο Goncourt των μαθητών λυκείου, με το βραβείο αναγνωστών Landerneau και με το βραβείο των βιβλιοπωλών του Νανσύ-Le Point. Ήταν στις τελικές λίστες υποψηφιοτήτων για τα βραβεία Goncourt, Femina και Interallié.

Έχει δημοσιεύσει επίσης τα βιβλία Juste avant l’oubli (Βραβείο Renaudot των μαθητών λυκείου), Sombre Dimanche (Βραβείο τής Closerie des Lilas, Βραβείο Livre Inter και Βραβείο Αναγνωστών του περιοδικού L’Express), Jusque dans nos bras και Deux moins un égal zéro.