Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

ΚΟΡΜΑΚ ΜΑΚΚΑΡΘΥ, ΠΕΔΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΙΕΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ



Οι "Πεδινές Πολιτείες" είναι ο  τελευταίος τόμος της « Τριλογίας των συνόρων » του Αμερικανού μυθιστοριογράφου Cormac McCarthy , που εκδόθηκε το 1998. Ο τίτλος είναι μια αναφορά στα Σόδομα και τα Γόμορρα (Γένεση 19:29).

Η ιστορία ξεκινά το 1952. Ο John Grady Cole (ο πρωταγωνιστής του "ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ") και ο Billy Parham (ο πρωταγωνιστής του "ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ") εργάζονται μαζί σε ένα ράντσο βοοειδών στο Νότιο Μεξικό, όχι μακριά από τις συνοριακές πόλεις του Ελ Πάσο, Τέξας και Σιουδάδ Χουάρες την πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικό. Οι ιδιοκτήτες του ράντσο είναι ευγενικοί, αλλά αντιμετωπίζουν ένα αβέβαιο μέλλον σε μια ετοιμοθάνατη βιομηχανία. Πρόσφατα κατεστραμμένα από την ξηρασία, τα αγροκτήματα βοοειδών γύρω από το Ελ Πάσο αγωνίζονται να επιβιώσουν ενώ το Υπουργείο Άμυνας μπορεί να τα διεκδικήσει για να γίνουν στρατιωτικές περιοχές. Αν και οι καουμπόηδες μετά βίας βγάζουν τα προς το ζην, ο John Grady και ο Billy λατρεύουν τη ζωή στην ανοιχτή πεδιάδα και ο John Grady –όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο πρώτο βιβλίο της τριλογίας είναι μάστορας στην εκπαίδευση αλόγων ενώ Ο Billy είναι εξαιρετικός ιχνηλάτης.

Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε έναν οίκο ανοχής στο Juárez, ο John Grady ερωτεύεται μια νεαρή, επιληπτική πόρνη, τη Magdalena. Το ζευγάρι σχεδιάζει να παντρευτεί και να ζήσει στις ΗΠΑ και ο John Grady ανακαινίζει ένα εγκαταλελειμμένο πλίθινο κτίσμα, μετατρέποντάς το σε σπίτι. Αλλά ο οίκος ανοχής της Magdalena διευθύνεται από τον Eduardo, έναν τρομερό αντίπαλο επίσης ερωτευμένο με τη νεαρή κοπέλα. Ο Billy προσπαθεί να αποτρέψει τον John Grady αλλά νιώθει υποχρεωμένος να βοηθήσει το ζευγάρι.

Ο υφιστάμενος του Εντουάρντο, Tiburcio, δολοφονεί τη Magdalena κόβοντάς της το λαιμό, αφού την αποσπά δόλια από τον οίκο ανοχής τάχα για να την οδηγήσει στον John Grady και να φύγει από το Μεξικό. Αφού ο John Grady βρίσκει το σώμα της στο νεκροτομείο, αντιμετωπίζει τον Eduardo σε μια μάχη με μαχαίρι. Αν και ο John Grady σκοτώνει τον Eduardo, τραυματίζεται θανάσιμα στη μάχη. Επιβιώνει αρκετά για να έρθει σε επαφή με τον Billy, ο οποίος σπεύδει να παρηγορήσει τον John Grady πριν από το θάνατό του.

Μετά το θάνατο του John Grady, σε έναν σύντομο επίλογο —κατά το πρότυπο του "ΜΑΤΩΜΕΝΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ"(1985)— περιγράφονται λεπτομερώς, σε λίγες σελίδες, οι επόμενες αρκετές δεκαετίες της ζωής του Billy: παρασύρεται στα νοτιοδυτικά για πολλά χρόνια, εργάζεται σε ράντζα και ζει σε ξενοδοχεία, στο τέλος άστεγος, βρίσκει καταφύγιο κάτω από μια υπόγεια διάβαση ενός αυτοκινητόδρομου. Εκεί, συναντά έναν μυστηριώδη άντρα που του αφηγειται ένα περίπλοκο όνειρο. Αν και ο άντρας το αρνείται, ο Μπίλι υποπτεύεται ότι είναι ο Θάνατος. Ωστόσο, ο Billy επιζεί από τη συνάντηση με τον άντρα και βρίσκει καταφύγιο και μια νέα ζωή σε μια οικογένεια που τον δέχεται.

Το μυθιστόρημα και η τριλογία κλείνει με μια ΑΦΙΕΡΩΣΗ:

"Θα είμαι το παιδί σου που θα κρατήσεις στα χέρια σου

Κι εσύ θα είμαι εγώ όταν εγώ γεράσω

Ο καιρός παγώνει

Ο άπιστος λυσσά

Η ιστορία τελείωσε

Γύρνα σελίδα"

Ο επίλογος του έργου είναι ιδιαίτερα ευρηματικός και πολύπλοκος ώστε ο αναγνώστης δεν είναι απόλυτα σίγουρος για το τι πραγματικά συμβαίνει. Ο παράξενος άγνωστος, η αφήγηση ονείρων, το όνειρο μέσα στο όνειρο που "δημιουργεί άλλες απαιτήσεις από εκείνες που μπορεί να φανταστεί κάποιος", αφού "ένα όνειρο μέσα σ' ένα όνειρο μπορεί να μη είναι όνειρο" και ο διάλογος που λαμβάνει χώρα όλα επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες, ακόμα και ότι ο Μπίλι, ένας ηλικιωμένος αλήτης ο ίδιος, μπορεί να ονειρεύεται τη συζήτηση που κάνει με τον γέρο. Άλλωστε βρίσκεται στη δύση της ζωής του και κάνοντας τους απολογισμούς του συνειδητοποιεί πως «σε οτιδήποτε είχε ποτέ πιστέψει για τον κόσμο και για τη ζωή του είχε κάνει λάθος», ένας ακόμη λόγος που νιώθει την ανάγκη να ονειρεύεται "αμφιβάλλω αν μπορούμε να ξεχάσουμε το ταξίδι της ζωής μας. Είτε αυτό είναι προς όφελός μας είτε όχι... εν πάση περιπτώσει είναι δύσκολο να κρατηθείς μακριά από τις επιθυμίες σου και να δεις τα πράγματα κάτω από τη δική τους βούληση".Άλλωστε τα όνειρα και οι πράξεις των ανθρώπων "καθοδηγούνται από μια τρομερή πείνα. προσπαθουν να καλύψουν μια ανάγκη που δεν μπορούν ποτέ να ικανοποιήσουν"

Αν και ο Μπίλι είναι πεπεισμένος ότι τα πάντα στη ζωή του έχουν «πάει στραβά», το χέρι του "ροζιασμένο, χαρακωμένο σαν σχοινί, όλο στίγματα απ΄τον ήλιο και τα χρόνια. οι φλέβες σαν σχοινιά που συνδέονταν με την καρδιά του" σχηματίζουν ένα "κομμάτι χάρτη για να μελετήσουν οι άνθρωποι. υπήρχαν ένα σωρό σημεία και θαύματα του Θεού για να φτιάξεις ένα τοπίο. Να φτιάξεις τον κόσμο". Αν και ο Billy πιστεύει ότι "δεν είναι τίποτα" και δεν ξέρει γιατί μια τυχαία ευγενική γυναίκα "τον ανέχεται", εκείνη τον διαβεβαιώνει, "εγώ ξέρω γιατί και ξέρω ποιος είσαι". Τότε η γυναίκα του ζητά να κοιμηθεί, παράκληση με ιδιαίτερη σημασία, καθώς Ο επίλογος αφιερώνεται στο ότι τα όνειρα είναι απόδραση, ο τρόπος που βρίσκει κανείς την γαλήνη, ξεφεύγοντας από τη σκληρή πραγματικότητα. Ωστόσο, είναι η καλοσύνη ενός άλλου ανθρώπου που τελικά επιτρέπει στον Μπίλι να βρει ανάπαυση στο τέλος της ζωής του, να ξεκουραστεί και να ονειρευτεί...

***

Συγκρίνοντας τις "Πεδινές Πολιτείες" με τα δύο προηγούμενα βιβλία της τριλογίας θα λέγαμε ότι το τρίτο βιβλίο δεν είναι τόσο συναρπαστικό όσο τα προηγούμενα: οι δύο πρωταγωνιστές είναι πλέον αρκετά  μεγαλύτεροι και οι εμπειρίες τους έχουν ήδη διαμορφώσει το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά τους, ενώ η πλοκή έχει προβλέψιμο τέλος από τη στιγμή που ο John Ο Γκρέιντι Κόουλ βρήκε τη δεύτερη αγάπη της ζωής του, μια νεαρή Μεξικανή πόρνη. Από την άλλη, το μυθιστόρημα είναι ιδιαίτερα διακριτό καθώς η δράση στηρίζεται κυρίως στο διάλογο, μια απόκλιση από την περιγραφική αφήγηση των δύο προηγούμενων. Η συγκεκριμένη στυλιστική επιλογή βρίσκεται σε αντιστοιχία με τις συντελεσμένες αλλαγές που έχουν επέλθει στους δύο άνδρες, που έχουν υιοθετήσει μια ζωή λιγότερο μοναχική ή νομαδική, είναι εργαζόμενοι καουμπόηδες, εκεί που πρίν ήταν έφηβοι και εξερευνούσαν την ερημιά των συνόρων και τα όρια της σχέσης με τον εαυτό τους και τους ανθρώπους γύρω τους.  Αυτές οι συνθήκες δικαιολογούν την ποιητική αφήγηση του McCarthy στα δύο πρώτα έργα της τριλογίας, προκειμένου να απεικονίσει την εσωτερική σύγκρουση της ανακάλυψης της ομορφιάς και του εαυτού σε έναν σκληρό και αμείλικτο κόσμο. Μόνο προς το τέλος το τρίτο βιβλίο αρχίζει να μοιάζει με την αφηγηματική και φιλοσοφική περιγραφή των προηγούμενων.

ΤΟ τελευταίο έργο της "τριλογίας των συνόρων", αφιερώνεται στο τέλος των ψευδαισθήσεων σχετικά με τη ζωή του καουμπόη. Οι καουμπόηδες πρωταγωνιστές του McCarthy πρέπει να επιβιώσουν σε μια Δύση που δεν είναι πλέον η επαρχία του καουμπόη αλλά ο χώρος των στρατιωτικών εγκαταστάσεων, των μεγάλων εταιρικών ράντζων και των τρομακτικών σύγχρονων γραφειοκρατιών. Το κλειδί για την επιβίωση σε αυτόν τον ταλαιπωρημένο κόσμο αποδεικνύεται ότι δεν είναι η προσκόλληση στους παλιούς μύθους και συμβάσεις - όσο ελκυστικές κι αν είναι. Ενώ τα επικά ταξίδια των καουμπόηδων μπορεί να παραπέμπουν σε μια ευγενή και αρρενωπή παράδοση, που είναι όμως μύθος όπως αποτυπώνει ο συγγραφέας, από την άλλη είναι καταδικασμένα να αποτύχουν λόγω της ανατροπής των αξιών και της μετατόπισης της κοινότητας και του πολιτισμού στην οποία ευδοκίμησαν προς νέες κατευθύνσεις και ανάγκες.

"Μου λείπει η παλιά ζωή του ράντζου. Ανέβηκα στο παλιό πέρασμα τέσσερις φορές. Οι καλύτερες στιγμέες της ζωής μου. Οι καλύτερες. Να' σαι στην ύπαιθρο. Να βλέπεις νέους τόπους. Δεν υπάρχει τίποτα σαν αυτό στον κόσμο. Και δεν θα υπάρξει ποτέ. Να κάθεσαι γύρω απ' τη φωτιά το δειλινό με το κοπάδι ξαπλωμένο καλά για ύπνο και να μη φυσά αέρας. Να φτιάχνεις λίγο καφέ. Ν' ακούς τους γέρους καουμπόηδες να λεν τις ιστορίες τους. Κι ωραίες ιστορίες μάλιστα. Να στρίβεις ένα τσιγάρο. Και να κοιμάσαι. Δεν υπάρχει ύπνος σαν αυτόν. Πουθενά."

"Ο κόσμος των προγόνων μας ενυπάρχει μέσα μας. Δέκα χιλιάδες γενιές και βάλε. Μια μορφή χωρίς προϊστορία δεν έχει τη δύναμη να διαιωνιστεί. Ό,τι δεν έχει παρελθόν δεν μπορεί να έχει μέλλον. Στην καρδιά της ζωής μας βρίσκεται η ιστορία που τη συνθέτει και σ' αυτή την καρδιά δεν υπάρχουν γλωσσικά ιδιώματα παρά μόνο η πράξη της γνώσης κι αυτό είναι που μοιραζόμαστε μέσα και έξω από τα όνειρα. Προτού ο πρώτος άνθρωπος μιλήσει κι αφού σωπάσει για πάντα ο τελευταίος...Ο μάρτυρας που λαχταρά να βρεθεί στις φλόγες μπορεί να μην ήταν ο κατάλληλος υποψήφιος γι' αυτούς. Εκεί που δεν υπάρχει τιμωρία δεν μπορεί να υπάρξει επιβράβευση... Εμείς είμαστε εκείνοι που συναρμολογούμε τα γεγονότα και φτιάχνουμε την ιστορία που είναι ο εαυτός μας. Κάθε άνθρωπος είναι ο βάρδος της ίδιας του της ύπαρξης."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου