Τετάρτη 19 Ιουνίου 2024

ANTONIO LOBO ANTUNES, ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ ΠΟΥ ΚΥΛΟΥΝ, ΜΤΦΡ ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΔΗΜΑ, Εκδόσεις Πόλις



Η μνήμη, όπως η ζωή, είναι ένα ποτάμι που κυλάει.Ένας άντρας βρίσκεται σε νοσοκομείο της Λισαβόνας: στα σπλάχνα του, ένας αχινός δεν σταματάει να μεγαλώνει σιωπηλά, ο γιατρός τον ονομάζει καρκίνο. Στο νοσοκομείο, ζαλισμένος καθώς είναι απ' τον πόνο και τα φάρμακα, ξαναζεί τα παιδικά του χρόνια: τον πατέρα του να παίζει τένις, τη μητέρα του να του κάνει χωρίστρα στα μαλλιά, τα βουνά, τη μυρωδιά της μαρμελάδας στο κελάρι, τις γλάστρες με τα λουλούδια στα σκαλοπάτια, τους έρωτες που δεν βρήκαν ανταπόκριση... Ένα ποτάμι από αναμνήσεις που αναδύονται με την εμφάνιση της αρρώστιας, αλλά η εγγύτητα του θανάτου κάνει το κάλεσμα της ζωής να ακουστεί με μεγαλύτερη δύναμη.

Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες ανακατεύει παρελθόν και παρόν, και μάλιστα τη στιγμή που ο αφηγητής μοιάζει να μην έχει πια μέλλον. Για τον σκοπό αυτό, με τη συνηθισμένη του δεξιοτεχνία, αφηγείται χίλιες δυο ιστορίες, σκαρφαλώνει σ' όλα τα κλαδιά των γενεαλογικών δέντρων, επινοεί ένα πλήθος συγγενών, με φίλους, γείτονες, βικάριο και επίσκοπο, φαρμακοποιό και συμβολαιογράφο, έναν ολόκληρο κόσμο που τον κατοικούν πολύχρωμα φαντάσματα.

Η γραφή του Αντούνες, πότε δολιχοδρομώντας και πότε ρέοντας, απευθύνεται όπως πάντα στις αισθήσεις. Ακούμε ακατάπαυστα ήχους, ψιθύρους (σαν κι αυτούς που προέρχονται από το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ), τη φωνή από τους τσίφτες, τις κουρούνες, τα κοράκια, τα τρένα που περνούν στο βάθος του αμπελιού, την καμπάνα που χτυπάει, τις καστανιές που συζητάνε όλη νύχτα «για τον τρόπο που έχει η γη να μας περιφρονεί», μυρίζουμε το άρωμα των ευκαλύπτων που «συλλαβίζουν τον άνεμο γύρω από το ξενοδοχείο», τα ρείκια στα χερσοτόπια...

Ο Λόμπο Αντούνες, με το εκρηκτικό και πυκνό ύφος του, έθεσε την ασθένειά του στην υπηρεσία μιας νέας εξερεύνησης της ζωής, μιας επιστροφής προς την πηγή της ύπαρξης, προς τα μυστήρια και τη «χαμένη χαρά» της παιδικής ηλικίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Στο μυθιστόρημα καταγράφονται από έναν παντογνώστη αφηγητή οι συνειρμοί, οι μνήμες, τα βιώματα του εγχειρισμένου ασθενούς-συγγραφέα από τις 21 Μαρτίου 2007 μέχρι τις 4 Απριλίου 2007, όταν τελειώνουν όλα : exeunt omnes (2009, 2010). Ο κόσμος του μυθιστορήματος είναι συγγενείς, φίλοι, γείτονες, κυρίως της παιδικής του ηλικίας, που επανέρχονται ως επισκέπτες " μορφες που έφευγαν, έρχονταν και ξανάφευγαν, κάλυπταν η μία την άλλη και απομακρύνονταν, στριφογύριζαν αργά ή υψώνονταν κι έπεφραν απότομα", επαναλαμβάνοντας στερεοτυπικά φράσεις, εικόνες, χειρονομίες εντυπωμένες στη μνήμη του συγγραφέα: 

  • "η γιαγιά που είχε πεθάνει πριν από τόσα χρόνια ζωντανή εκεί δίπλα του... που σκουπίζει τα δάκρυα της μητέρας  με το μαντίλι συμβουλεύοντας τη νύφη της να παραβλέψει τις απιστίες του άντρα της  "κάνε υπομονή είναι άντρας" ... η γιαγιά έβγαζε τη γλώσσα της που δεν την φανταζόμουν τόσο μεγάλη για την όστια του ιερέα και δεχόταν τη μύγα της με την απόλαυση της σαύρας...η γιαγιά επέστρεφε στο κάθισμά της με μια μύγα στο στόμα και μια έκσταση αγίας έτοιμη να αναληφθεί στους Ουρανούς περιτριγυρισμένη από βάζα με μαρμελάδα και ξύλινα κουτάλια..."
  • "ο παππούς πεθαμένος ακόμα περισσότερα χρόνια, να διαβάζει την εφημερίδα του με το ακουστικό στο αυτί..."
  • "ο πατέρας να παίζει τένις στο ξενοδοχείο των Άγγλων του βολφραμίου κι αυτός να τρέχει για να πιάσει τα μπαλάκια που πηδούσαν πάνω από τον φράκτη,,, ο πατέρας στο κελάρι να αγκαλιάζει την υπηρέτρια, να κινείται μπρος πίσω ο ίδιος με την αντλία του πηγαδιού ανάμεσα σε ράφια με δέματα και βάζα, η υπηρέτρια ενώ τα πακέτα και τα βάζα έτρεμαν -Αργείτε πολύ να τελειώσετε κύριε;... τι θέλει να πει ο πατέρας όταν ρωτάει -Ξέρεις;..."
  • "η μητέρα που γιάτρευε τα πάντα με μια ασπιρίνη... που ως και στον ύπνο της άκουγε την ουρά της γάτας" και επαναλαμβάνει στο διηνεκές την ερώτηση "Ακους την ουρά της γάτας που κουνιέται;"
  • ο θείος που "τον έμαθε να κάνει ποδήλατο ανάμεσα στην καστανιά και την εξώπορτα τρέχοντας δίπλα του για να τον βοηθάει να ισορροπεί στη σέλα... ο θείος κάτω από τους φράξους να πειράζει ένα βατράχι μ' ένα καλάμι -Δεν είμαι άντρας τον βρήκε στη σοφίτα να ξεκρεμάει το σκοινί από έναν γάντζο -Μου λείπει το θάρρος μικρέ έφυγε μαι μέρα με το τρένο -Βρήκα δουλειά στην Ισπανία και κανένα γράμμα τα Χριστούγεννα..."
  • ο ασθενής που "η αναξιοπρέπεια της αρρώστιας τον πρόσβαλλε, οι άνθρωποι του βουνού στον πρώτο πυρετό ή σε κάτι ανάλογο θάβονταν νεκροί, δηλαδή έσκαβαν μια τρύπα, ξάπλωναν στο βάθος κι έμεναν να κοιτάζουν αυτούς που τους έριχναν τις φτυαριές... ένιωθε τα ούρα στον καθετήρα που δεν του ανήκαν, τον διαπερνούσαν απλώς όπως τον διαπερνούσαν το ίδιο οι αναμνήσεις και οι ιδέες, το μακρινό παρελθόν, το ξένο παρόν, το ανύπαρκτο μέλλον βαγόνια κι άλλα βαγόνια σε μια δευτερεύουσα γραμμή χωρίς ρόδες ούτε πόρτες..."
  • "ο γιατρός με τη σταξιά στο παπούτσι που μείωνε την αξιοπιστία του..."
  • "η ντόνα Λουκρέσια στην αναπηρική της καρέκλα στο κεφαλόσκαλο να το νεύει με τη μαγκούρα... η χήρα του ταγματάρχη με την οποία ο πατέρας μιλούσε κρυφά..."
  • "η ντόνα Ιρένε που έπαιζε άρπα τα βράδια και τον έλεγε Αντονίνιο... που πάνε χρόνια που δεν είχε αγγίξει την άρπα, και ακόμα κι αν δεν την είχε αγγίξει εμείς το βράδυ ακούγαμε, κάτω απότις κορφές των δέντρων που δεν βουβαίνονται ποτέ, μια βροχή από νότες..."
  • ο κύριος Λιμπέρτο, ο σταθμάρχης που "ξεφορτώθηκε τη σφυρίχτρα και τη σημαία και απέμεινε ακίνητος κάτω από τα κρωξίματα των κορακιών, πώς αναπνέετε χωρίς τρένα κύριε Λιμπέρτο πείτε μου, πώς αντέχονται οι μέρε, η γυναίκα του του έφερνε χόρτα και ούτε που κοίταζε την κατσαρόλα προσπαθώντας να ανακαλύψει πού ήταν τώρα τα βαγόνια, έμενε σε μια παράγκα δίπλα στο σταθ΄μό όπου καθόταν για να αφουγκραστεί την ανάσα του βουνού ελπίζοντας ότι μαζί με την ανάσα μια ατμομηχανή που έχασε το δρόμο της..."
  • ο χορδιστής που "ερχόταν με το λεωφορείο της γραμμής για να κουρδίσει την άρπα της ντόνα Ιρένε και για ώρες σ' ένα μόνο ακόρντο να σφίγγει και να ξεσφίγγει με μια μικρή πένσα λανθασμένες μελαγχολίες ώσπου η ζωή στο ηχόχρωμα που της ανήκε..."
  • ο Βιρζίλιο που "τον πάει σπίτι με το κάρο ταρακουνώντας τον ανάμεσα στα  βατόμουρα..."
  • η Μαρία Οτίλια, η πιο αινιγματική φιγούρα, "η γυναίκα που του έλειπε και δεν θα αναφερόταν σ' αυτό για όλα τα λεφτά του κόσμου...που πέρασε τη νύχτα μαζί της, εγώ στο κέντρο του κρεβατιού όπου με έβαλαν οι νοσοκόμοι περιμένοντας να με αγγίξεις κι εσύ στην άκρη του στρώματος με την ελπίδα να μη σε αγγίξω και τελικά δεν σε άγγιξα για να μη με διώξει ο αγανακτισμένος αγκώνας..."

Γραφή συνειρμική, λυρική, ποιητική ενίοτε: "οι φλέβες του ξύλου σερνάμενες θλίψεις,..οι ευκάλυπτοι συλλάβιζαν τον άνεμο γύρω από το ξενοδοχείο... γνωρίζω απελπισίες των πραγμάτων, όχι των ανθρώπων ... είμαστε μπορούδες που καμιά ηχώ δεν κατοικεί, κελύφη σαλιγκαριών που γίνονται σκόνη μόλις τ' αγγίξουμε, η υγρασία από τα βρύα του Μοντέγκο που αναγεννιέται διαρκώς σε μια σχισμή των βράχων... στα περίχωρα της κωμόπολης πέτρες που έκλαιγαν, δεν γεννούσαν μια σαύρα ή μια σφήκα όπως κάνει ο γρανίτης αλλά μια γραμμούλα νερό... τα φοβερά μυστικά που λένε οι πιατοθήκες... η θάλασσα πάνω ή κάτω απ' τα σύννεφα... στρώσεις μονοτονίας η μία πάνω στην άλλη... οι αγελάδες που μηρυκάζουν όχι χορτάρι, υπομονή, το χορτάρι για να μας ξεγελάνε..."

Η εικόνα από την οποία προέρχεται ο τίτλος του βιβλίου, επανέρχεται αρκετές φορές: "με είδα πάνω στα ποτάμια του Μοντέγκο που χωρίς να σταματούν χωρίζονται και ξαναενώνονται, με είδα εμένα που έχω πεθάνει εδώ και τόσα χρόνια ή όχι εμένα, όλα αυτά που υπήρχαν και πια δεν υπάρχουν, να επιπλέουν πάνω στα νερά μακριά από σας..."  ή αλλού "ο Μοντέγκο, μια μελαγχολία βαριά που πάλευε να εκφραστεί, το ονομάζουν αυτό ποτάμι και πάνω του πηγαίνουμε με την ελπίδα ότι κατευθυνόμαστε στη θάλασσα όταν η θάλασσα ανύπαρκτη, πεύκα..."

Οι αναφορές στην Ιστορία, την κοινωνικόπολιτική κατάσταση: "αυτό που διαρκεί σ' αυτό το μέρος είναι τα πηγάδια και τριγύρω τους καρυδιές και στα πηγάδια ένα παπούτσι παλιάτσου διαλυμένο στον πυθμένα, απομένει ο σταυρός που μας μισεί γιατί γεννιόμαστε και πεθαίνουμε κάτω από το μίσος του Θεού, πριν απ' τους Άγγλους του βολφραμίου, οι Γερμανοί του βολφραμίου, κάρα με βολφράμιο στην κατεύθυνση της πόλης, φορτηγά με βολφράμιο, χωρικοί που μεταφέρουν καλάθια με βολφράμιο και μαζί σόλες κι άλλες σόλες μπροστά στην εξώπορτα να συνοδεύουν ένα φέρετρο που δεν σταματάει να περνάει, το δικό μου, του εγγονού, της μητέρας μου πριν από τους καρπούς των χεριών της αιχμαλώτους στο ροζάριο,.. έπρεπε να δώσει τα παπούτσια της στη μαγείρισσα που στα πόδια της θα έμεναν αιώνες, γιατί τα παπούτσια των φτωχών, ακόμα και χαλασμένα, αιώνια, από παπούτσια γίνονται παντόφλες, από παντόφλες λωρίδες κι από λωρίδες ερείπια..."

Ο Πορτογάλος Αντόνιο Λόμπο Αντούνες (António Lobo Antunes, γενν. 1942) συγκαταλέγεται δίχως αμφιβολία στους ιδιαίτερους συγγραφείς του καιρού μας, όχι μόνο της χώρας του αλλά και της σύγχρονης δυτικής λογοτεχνίας.

Διαβάζοντας τα βιβλία του ερχόμαστε σε επαφή με όλα τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας, που σχετίζονται με δραματικές αλλαγές και τάσεις στον πολιτισμό της χώρας αυτής.

Από το πρώτο του μυθιστόρημα Memória de Elefante, που κυκλοφόρησε το 1979, μέχρι σήμερα, ο Λόμπο Αντούνες συνεχίζει να γράφει ακατάπαυστα μυθιστορήματα και χρονικά. Διαβάζοντας τα βιβλία του ερχόμαστε σε επαφή με όλα τα σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης πορτογαλικής ιστορίας, που σχετίζονται με δραματικές αλλαγές και τάσεις στον πολιτισμό της χώρας αυτής, και τα οποία ομολογουμένως είναι πολλά και ενδιαφέροντα: φασιστική δικτατορία, αποικιοκρατικός πόλεμος, δημοκρατικές επαναστάσεις, θέση της γυναίκας στην κοινωνία, προσπάθειες σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, μεταπολεμικά ζητήματα και τρομοκρατικές επιθέσεις.

Γνωρίζουμε τα γεγονότα μέσα από τις ατομικές εμπειρίες του συγγραφέα, ο οποίος συμμετείχε στον πόλεμο της Πορτογαλίας κατά των κινημάτων ανεξαρτησίας στην Αφρική κατά τη δεκαετία του ’60 και του ’70, διορίστηκε απεσταλμένος αξιωματούχος της αποκαλούμενης Πορτογαλικής Αυτοκρατορίας υπό την κυβέρνηση του Αντόνιο ντι Ολιβέιρα Σαλαζάρ (António de Oliveira Salazar, 1889-1970), του μακροβιότερου δικτάτορα του 20ού αιώνα, υπηρέτησε ως στρατιωτικός γιατρός κατά τη διάρκεια του πολέμου και ως γιατρός στα ψυχιατρικά νοσοκομεία αργότερα, μετά την επιστροφή του στα πάτρια εδάφη. Αυτές οι δραστηριότητες είχαν ως αποτέλεσμα τα κείμενά του να είναι πλημμυρισμένα από φανερή αγάπη για τη λογοτεχνία, από τα επώδυνα ιστορικά ζητήματα της πορτογαλικής αποικιοκρατίας, την άσκηση της ιατρικής, καθώς και με την νοσταλγία της παιδικής ηλικίας, την οικογένεια, τον γάμο, την αγάπη, τον ερωτισμό, τη φιλία, τη μοναξιά, το πέρασμα του παντοδύναμου χρόνου, το γήρας και βεβαίως τον αναπόφευκτο θάνατο. Το λογοτεχνικό έργο του Λόμπο Αντούνες είναι γεμάτο από αυτοβιογραφικά στοιχεία, ποιητικές φόρμες, πινελιές και «σερνάμενες θλίψεις». «Ο χορδιστής ερχόταν με το λεωφορείο της γραμμής για να κουρδίσει την άρπα της ντόνα Ιρένε και για ώρες σ’ ένα μόνο ακόρντο να σφίγγει και να ξεσφίγγει με μια μικρή πένσα λανθασμένες μελαγχολίες» μας λέει ο αφηγητής ετούτου του βιβλίου.

Η αρχή του μυθιστορήματος μας προϊδεάζει για το περιεχόμενο και γενικότερα για την ανάπτυξη του κειμένου: «Από το παράθυρο του νοσοκομείου στη Λισαβόνα αυτά που έβλεπε δεν ήταν άνθρωποι που έμπαιναν ούτε αυτοκίνητα ανάμεσα στα δέντρα ούτε ασθενοφόρο, ήταν το τρένο πέρα από τα πεύκα […] ήταν το πουλί του φόβου […] ο αχινός μιας καστανιάς που ο γιατρός ονόμασε καρκίνο και μεγάλωνε σιωπηλά». Όσα γεγονότα περιγράφονται στα έργα του, όπως βεβαίως και σε αυτό το μυθιστόρημα, παραπέμπουν σε άτομα του άμεσου προσωπικού περιβάλλοντος του αφηγητή-συγγραφέα, σε συγγενείς και φίλους, αφού «όλα ενώνονταν μαζί του […] απομακρύνονταν και ενώνονταν σπρώχνοντας τη ζωή του εγγονού μου και τη δική μου», αλλά προσδοκώντας και απαιτώντας απελπισμένα «ίσως μερικούς μήνες ακόμα».

Η ατομική ταυτότητα των ηρώων του αποτελεί σύνθεση των παρελθόντων γεγονότων και αναμειγνύεται σε κατάλληλες δόσεις με τις πρόσφατες εμπειρίες τους. «Γιατί λοιπόν εμένα» αναρωτιέται ο αφηγητής «κι ύστερα αρχίζεις και κόβεις βόλτες με τους υπόλοιπους πεθαμένους αναζητώντας ό,τι άφησες πίσω σου και γιατί να αναζητάς αφού δεν βρίσκεις τίποτα, ό,τι σου ανήκε, χάθηκε ή αποσυντίθεται».

Είναι γεγονότα που έλαβαν χώρα κάποτε στο παρελθόν και τώρα τα επαναφέρει ο Αντούνες ως φόντο στη ζωή των βασικών πρωταγωνιστών των βιβλίων του. «Δώστε μου πίσω τα πεύκα, το βουνό, τα παιδικά μου χρόνια που έφερα στο νοσοκομείο και μου ανήκουν» λέει ο πρωταγωνιστής παλινδρομώντας στην περασμένη ζωή του, την ίδια στιγμή που «ο ίδιος ήταν ξεκοιλιασμένος στο κρεβάτι». Από μια πλευρά μάς θυμίζει τις «Τουλίπες» της άτυχης Σύλβια Πλαθ, όταν εκεί μέσα, εκείνη, επηρεασμένη σαφώς από τη χορήγηση ηρεμιστικών και παυσίπονων, έλεγε «Έδωσα τα ρούχα μου στις νοσηλεύτριες, το ιστορικό μου στους αναισθησιολόγους και το κορμί μου στους χειρουργούς»! ("I am nobody; I have nothing to do with explosions / I have given my name and my day-clothes up to the nurses / And my history to the anesthetist and my body to surgeons").

Αυτά φυσικά προϋποθέτουν, πέρα από την έμφυτη ικανότητα για συγγραφή, την παρουσία και την παντοδυναμία της μνήμης, η οποία επανέρχεται εμμονικά στη σύγχρονη πραγματικότητα της ζωής. Η ατομική ταυτότητα των ηρώων του αποτελεί σύνθεση των παρελθόντων γεγονότων και αναμειγνύεται σε κατάλληλες δόσεις με τις πρόσφατες εμπειρίες τους. «Γιατί λοιπόν εμένα» αναρωτιέται ο αφηγητής «κι ύστερα αρχίζεις και κόβεις βόλτες με τους υπόλοιπους πεθαμένους αναζητώντας ό,τι άφησες πίσω σου και γιατί να αναζητάς αφού δεν βρίσκεις τίποτα, ό,τι σου ανήκε, χάθηκε ή αποσυντίθεται». Ωστόσο, οι αισθήσεις του χώρου και της ταυτότητας κλονίζονται –και μάλιστα επικίνδυνα κάποιες στιγμές– από την αβεβαιότητα της μνήμης, όπως αυτή μπορεί να εμφανιστεί ως κλινικό σύμπτωμα σε περιπτώσεις όπου υπεισέρχεται το τραύμα, η εμμονή ή άλλες φαρμακευτικές εξαρτήσεις και υπερδοσολογίες συγκεκριμένων ουσιών, και επιπρόσθετα από την ίδια την αβεβαιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, λόγω της γενικευμένης σωματικής και ψυχικής καταπόνησης. Επομένως, με όλα αυτά κατά νου, δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση ότι στα περισσότερα γραπτά του Αντούνες αναδύεται, πολλές φορές έντονα, το θέμα της υποκειμενικότητας. Τα γνωστά υπαρξιακά ερωτήματα, η συνείδηση καθώς και τα προβλήματα που αφορούν και περιστρέφονται γύρω από τη μνήμη και τις παραμέτρους της, βρίσκονται διάχυτα μέσα στα μυθιστορήματά του.

Η πολύπλευρη και τραυματική εμπειρία, ωστόσο, είναι ο πυρήνας της μυθοπλασίας στο έργο του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες. Αντί να λάβει υπόψη του μερικά συγκεκριμένα γεγονότα ή κάποια από τα γενικά ιστορικά θέματα με τα οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα, ο συγγραφέας προτίμησε σαφώς να δώσει σάρκα και οστά στις προσωπικές του απόψεις πάνω σε κρίσιμα θέματα και να παραμορφώσει τα γεγονότα με τη μυθοπλαστική του ικανότητα. Όπως προαναφέρθηκε, κατά την ανάγνωση των μυθιστορημάτων του ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με την ιστορία της Πορτογαλίας, όπως αυτή εμφανίζεται από την οπτική ενός μικρού παιδιού ή ενός ενήλικα ψυχιάτρου, με τόπους πραγματικούς ή φανταστικούς, ιστορικά γεγονότα που ίσως θυμάται ή είναι καθαρά δημιουργήματα μυθοπλασίας, τα οποία αφορούν περισσότερο ή λιγότερο τις συνθήκες της ζωής εκείνου, των συγγενών και των φίλων του. Αλλά όλα αυτά τα γεγονότα, πραγματικά ή πιθανολογούμενα, υποβάλλονται με τη δύναμη του Αντούνες σε έξυπνες, περίεργες, διαχρονικές και υπαρξιακές παραμορφώσεις, οι οποίες και απαιτούν νέες μορφές αντίληψης από τον αναγνώστη. Τα κείμενα δείχνουν να ασχολούνται με τη ζωή που φεύγει, αλλά μέσα από τη μνήμη των πρωταγωνιστών τους. Τα γεγονότα που κάποτε έλαβαν χώρα, ζωντανεύουν ξανά στο παρόν, αυτή τη φορά με τη δύναμη της μυθοπλασίας.

«Στη λογοτεχνία» λέει «δεν υπάρχει καμία περιφέρεια και κανένα κέντρο, υπάρχουν μόνο συγγραφείς. Το πρόβλημα δεν είναι γεωγραφικό αλλά αριθμητικό. Τον 19ο αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα λογοτεχνικές ιδιοφυΐες στη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σήμερα είμαστε τυχεροί αν υπάρχουν πέντε συγγραφείς αυτού του διαμετρήματος σε ολόκληρο τον κόσμο».

Ο Αντόνιο Λόμπο Αντούνες υπήρξε αποδέκτης πολλών βραβείων και από αρκετούς συγκρίνεται συνήθως με τους κυρίους εκπροσώπους του μοντερνισμού, όπως τον Τζέιμς Τζόις και τον Γουίλιαμ Φόκνερ. Ο Πορτογάλος συγγραφέας, όμως, περιστρέφεται γύρω από ιστορικά γεγονότα της πατρίδας του. Τη δικτατορία του Σαλαζάρ, τον πόλεμο στην Αγκόλα, την «Επανάσταση των Γαριφάλων» του 1974, την αποαποικιοποίηση και την αναζήτηση από πλευράς της χώρας του μιας νέας ταυτότητας εντός των κόλπων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Η πορτογαλική γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί ο συγγραφέας ομιλείται σήμερα από διακόσια περίπου εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας την έτσι την έκτη πιο διαδεδομένη γλώσσα. Αλλά υπάρχουν φυσικά και οι μεταφράσεις των έργων του.

Σε μια συνέντευξή του, ο Αντούνες δήλωνε ευθαρσώς πως γι’ αυτόν η έννοια της «γεωγραφίας» δεν υφίσταται! «Στη λογοτεχνία» λέει «δεν υπάρχει καμία περιφέρεια και κανένα κέντρο, υπάρχουν μόνο συγγραφείς. Το πρόβλημα δεν είναι γεωγραφικό αλλά αριθμητικό. Τον 19ο αιώνα υπήρχαν τουλάχιστον τριάντα λογοτεχνικές ιδιοφυΐες στη Ρωσία, τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ σήμερα είμαστε τυχεροί αν υπάρχουν πέντε συγγραφείς αυτού του διαμετρήματος σε ολόκληρο τον κόσμο. Η καλή λογοτεχνία σήμερα παρατηρείται κυρίως στις χώρες του τρίτου κόσμου, επειδή οι αντιξοότητες, η απομόνωση και οι διάφοροι αγώνες παρέχουν "καλές" συνθήκες εργασίας. Είναι πιο δύσκολο να είσαι καλός συγγραφέας σε μια επονομαζόμενη "πολιτισμένη" χώρα, στις λεγόμενες "δημοκρατίες"».

Η καταγωγή του πατέρα του ήταν γερμανική, ενώ της μητέρας του από τον βορρά της Βραζιλίας. Ο πατέρας της μητέρας του είχε εβραϊκή καταγωγή, άλλωστε το Λόμπο είναι εβραϊκό όνομα. Η πορτογαλική γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι μια διαστρωμάτωση πολλών λεξιλογίων που ανήκουν σε διαφορετικά επαγγέλματα και κοινωνικές τάξεις. «Οι γλώσσες όλες» δηλώνει «κινούνται και μεγαλώνουν με την κουλτούρα». Η γλώσσα των κειμένων του είναι το άθροισμα όλων εκείνων που έχει ακούσει και διαβάσει, καθώς και κάτι περισσότερο. Το γράψιμο γι’ αυτόν απαιτεί πλήρη απορρόφηση, δεδομένου ότι γράφει κάπου δέκα ώρες την ημέρα, ενώ τελειώνει κάθε βιβλίο σε διάστημα περίπου δύο ετών. Τότε αποσυνδέεται από αυτό συναισθηματικά και οι προσπάθειες επικεντρώνονται πλέον στο επόμενο. Θεωρείται σε γενικές γραμμές δύσκολος συγγραφέας. Η τυπογραφική διάταξη, ο ρυθμός, η μουσικότητα του κειμένου, όλα αυτά φαίνεται πως βρίσκονται πολύ κοντά στην ποίηση. Επιπρόσθετα, υπάρχει εναλλαγή των αφηγηματικών φωνών, μετατόπιση μεταξύ του πρώτου και του τρίτου προσώπου, η διεύρυνση και η συστολή του χρόνου, όλα συνολικά τα στοιχεία συμβάλλουν στον πλούτο αλλά και καθιστούν την ανάγνωση των κειμένων του απαιτητική. Δεν τον ενοχλεί αυτό, αφού θεωρεί πως το πραγματικό πρόβλημα των αναγνωστών είναι ακριβώς αυτό: προσπαθούν «να μπουν στο σπίτι κάποιου άλλου χρησιμοποιώντας το δικό τους κλειδί»!

Σε πολλά βιβλία του εξερευνά συχνά την προϊούσα διαδικασία του θανάτου, τη γλώσσα, τη δημιουργία ή την απώλεια μιας ταυτότητας. Κατάγεται από οικογένεια γιατρών οι οποίοι, όταν άρχισε να γράφει, δεν μπορούσαν να διανοηθούν τη συγγραφή ως αποκλειστική επαγγελματική ενασχόληση του γιου τους, ενώ παράλληλα τον θεωρούσαν γκέι! Με την πάροδο του χρόνου, πάντως, άλλαξαν γνώμη. Σπούδασε ιατρική και μόλις αποφοίτησε στάλθηκε στην Αγκόλα ως στρατιωτικός γιατρός, όπου βρέθηκε στη μέση ενός χαμένου αποικιοκρατικού πολέμου. Εκείνος ο πόλεμος, εξομολογείται, ήταν απόλυτη φρίκη, που είχε ως αποτέλεσμα, πέραν όλων των άλλων, να προκαλέσει σε τριάντα χιλιάδες άντρες το γνωστό «σύνδρομο μετατραυματικού στρες». Οι νεκροί ακόμα τον στοιχειώνουν. Αλλά, δηλώνει απροκάλυπτα, χωρίς καμία τύψη, πως δεν μετάνιωσε για τίποτα που έκανε στον πόλεμο εκείνο, ακόμα και για τις φορές που αναγκάστηκε να σκοτώσει. Όταν έφτασε, όμως, στην Αγκόλα, ένιωσε σαν να ανακάλυψε έναν καινούργιο κόσμο, έναν ουρανό με διαφορετικούς αστερισμούς. Ο τόπος εκείνος ήταν μια πλήρης αισθητηριακή έκρηξη ομορφιάς. Ένιωσε όπως ένα παιδί που κοιτάζει πρωτόγνωρα και πολύχρωμα πράγματα. Η παραμονή του εκεί τον βοήθησε ώστε να επιλύσει το πρόβλημα του χρόνου, αφού οι Αφρικανοί δεν φημίζονται για τον διαχωρισμό παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος.

Στην Αγκόλα παρέμεινε από το 1970 έως το 1973. Με την επιστροφή του στη Λισαβόνα έπρεπε αναγκαστικά να συνεχίσει τις σπουδές του, παράλληλα όμως προσπαθούσε να ξεκλέψει τον απαραίτητο χρόνο για να γράφει. Ίσως γι’ αυτό αρχικά σκέφτηκε την ειδικότητα της δερματολογίας, την οποία στη συνέχεια απέρριψε για να στραφεί οριστικά στην ψυχιατρική. Το 1985 εγκατέλειψε την άσκηση της ψυχιατρικής για να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο γράψιμο. To 2007, διαγνώσθηκε με καρκίνο στο έντερο. Στην αρχή το θεώρησε ως θεία καταδίκη, ως θανατική ποινή. Έχασε την ψευδαίσθηση με την οποία όλοι ζούμε, ότι έχουμε δηλαδή ολόκληρη την αιωνιότητα μπροστά μας. Έτσι, όταν βρέθηκε στα σπλάχνα του δημόσιου νοσοκομείου και είδε ανθρώπους να πεθαίνουν ή να ετοιμάζονται να πεθάνουν, όταν είδε πόσο θαρραλέοι και γεμάτοι αξιοπρέπεια ήταν, ένιωσε ντροπή. Ο χρόνος εκείνος τον δίδαξε πολλά, όπως και ο καρκίνος. Τον έκαναν καλύτερο άνθρωπο. Σήμερα δεν σκέφτεται πλέον τον θάνατο. Αντίθετα, προσπαθεί να απολαμβάνει κάθε λεπτό, τα μικρά πράγματα, μια ηλιόλουστη μέρα, μια συνομιλία με φίλους. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε, λέει, ζωντανός. Μετά τη χειρουργική επέμβαση, καθώς ανακτούσε τη δύναμή μου, ένιωσε έντονη την επιθυμία να γράψει ξανά. Το γράψιμο αποδείχτηκε σαν φάρμακο, ένας εθισμός. Παράλληλα με την ασθένεια, όμως, άρχισε να τον ενδιαφέρει και το ζήτημα της γήρατος. Αλλά, όπως λέει, εμμέσως, μερικοί άνθρωποι γεννιούνται μικροί, άλλοι μεσήλικες, ενώ μερικοί είναι από την αρχή γέροι. Η μνήμη και η δημιουργική φαντασία είναι βασικές έννοιες και σε τούτο το έργο του. Οι συγγραφείς δεν εφευρίσκουν, στην ουσία, τίποτα, απλώς θυμούνται!

Η μνήμη και η δημιουργική φαντασία είναι βασικές έννοιες και σε τούτο το έργο του. Οι συγγραφείς δεν εφευρίσκουν, στην ουσία, τίποτα, απλώς θυμούνται.

Και όλοι, μα όλοι, συγγραφείς και αναγνώστες, με καρκίνο ή χωρίς, όταν κάποια «όργανα μας εγκαταλείπουν», κι όταν κάποια άλλα που παρέμειναν να «μας κάνουν περήφανους», με ανυπαρξία χορηγήσεως και δοσολογίας, μικρής ή μεγαλύτερης δόσης μορφίνης ή άλλων παραισθησιογόνων, πλέουμε μαζί με τα ποτάμια προς την «κατεύθυνση των εκβολών», προς τον μεγάλο και απέραντο ωκεανό, στην κατεύθυνση της απύθμενης ανυπαρξίας και της απέραντης λήθης, αν και αφήνοντας μια χαραμάδα ελπίδας και αισιοδοξίας, «όποιος επιμένει ότι οι νεκροί δεν ζουν δεν γνωρίζει τον κόσμο»! Το βιβλίο ετούτο, κυκλοφόρησε το 2010 στην Πορτογαλία με τίτλο Sôbolos Rios Que Vão και είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα.

Η βιβλιοκριτική του Γεωργίου Ν. Σχορετσανίτη αντλήθηκε από εδώ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου