Ο Bernhard Schlink είναι ο συγγραφέας που κατέκτησε την παγκόσμια φήμη το 1995 με το «Διαβάζοντας στη Χάννα» – ένα βιβλίο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του παραγωγής. Σ’ εκείνο, όπως και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Εγγονή», ο Σλινκ μέσα από τους πρωταγωνιστές του ασχολείται με τη γερμανική Ιστορία από τη σκοπιά του σήμερα. Όμως, ενώ στο «Διαβάζοντας…» το θέμα ήταν οι συνεργασθέντες με το ναζιστικό καθεστώς (ποιοι ήταν και τι απέγιναν μετά το τέλος του πολέμου), στην «Εγγονή» τον απασχολεί η επανένωση των δύο Γερμανιών και η επίμονη παρουσία των ακροδεξιών ρευμάτων στην πολιτική ζωή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.

Ο πρωταγωνιστής του, ο Κάσπαρ, στα 70 του (όχι τυχαία περίπου συνομήλικος του συγγραφέα, που έχει δηλώσει ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στον χαρακτήρα αυτό), είναι βιβλιοπώλης. Το καλοκαίρι του 1964, στη συνάντηση της Γερμανικής Νεολαίας, έχει γνωρίσει στο Ανατολικό Βερολίνο την Μπίργκιτ. Το Τείχος έχει ανεγερθεί πριν από λίγα χρόνια κι έτσι, για να μπορέσει να ζήσει μαζί της, ο Κάσπαρ βρίσκει τρόπο να οργανώσει τη διαφυγή της Μπίργκιτ στο Δυτικό Βερολίνο, χωρίς να μάθει ούτε και να υποψιαστεί ότι, προκειμένου εκείνη να τον ακολουθήσει, αφήνει πίσω της μια νεογέννητη κόρη. Ο Κάσπαρ πληροφορείται την αλήθεια μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ, διαβάζοντας το σχέδιο του μυθιστορήματός της – που θα ήταν στην πραγματικότητα μια λογοτεχνική κατεργασία της ζωής της, η αυτοβιογραφία της.

Η «Εγγονή» χωρίζεται σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά που σχεδίαζε η Μπίργκιτ να έχει το μυθιστόρημά της. Μόνο το πρώτο μέρος είναι γραμμένο όμως από την Μπίργκιτ: είναι το χειρόγραφο που βρίσκει ο Κάσπαρ, και που αφορά τη μεταξύ τους σχέση, την αποκάλυψη της αλήθειας για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η κόρη της, το πώς αποφάσισε να την αφήσει στην Ανατολική Γερμανία, τις σκέψεις που έκανε στη συνέχεια για το ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη της εκεί και για το εάν θα μπορούσε να την εντοπίσει.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Κάσπαρ αναλαμβάνει να εκτελέσει την αναζήτηση που η γυναίκα του δεν τόλμησε να κάνει, όσο κι αν τη σκεφτόταν: να ψάξει για την κόρη της – κι ακόμα περισσότερο, μαθαίνοντας για την ύπαρξη της εγγονής του, να βρει τον τρόπο να οικοδομήσει μια σχέση μαζί της, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καθώς ο κόσμος του Κάσπαρ δε μοιάζει σε τίποτα με τον κόσμο που η εξ αγχιστείας κόρη του έχει επιλέξει να ζήσει. Ο Κάσπαρ ζει περικυκλωμένος από βιβλία και μουσική, η κόρη της Μπίργκιτ, Σβένια, είναι εθνικίστρια. Αφού στην πρώτη της νιότη συμμετείχε σε ομάδες σκίνχεντς, στη μέση ηλικία έχει μεταστραφεί στην αγροτική ζωή σε ένα χωριό νατιβιστών, με έντονη την αίσθηση της κοινότητας και την αναφορά στην πατρίδα και στο έδαφος: «εκεί έξω ο κόσμος δεν ξέρει πια τι είναι κοινότητα, και ο καθένας ζει για τον εαυτό του, καταστρέφεται ο καθένας μόνος του και πεθαίνει ο καθένας μόνος του […]. Είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε. Εμείς μεγαλώνουμε σε γερμανικό έδαφος, από το γερμανικό έδαφος παίρνουμε εμείς τη δύναμή μας». Στο χωριό διατηρούν τους παραδοσιακούς ρόλους ανδρών και γυναικών και απορρίπτουν κάθε τι ξενόφερτο (όχι τζιν, όχι κινηματογράφος, όχι κόκα κόλα, φορεσιά ντιρντλ αντί για άλλα φορέματα) – ένας τρόπος ζωής που ασκεί γοητεία και στην κόρη της Σβένια, τη δεκατετράχρονη Ζίγκριντ, που μαθαίνει με ενθουσιασμό ρουνικά σύμβολα, συμμετέχει σε μακρές πεζοπορίες στα βουνά («πορεία της λυκοπαγίδας») και ετοιμάζεται για τη δική της τελετή του χρίσματος: «μια γιορτή αποχωρισμού από την παιδική ηλικία και εισόδου στην ενήλικη ζωή με την εκτέλεση μιας αποστολής, σ’ έναν μεγάλο οικογενειακό, φιλικό και συντροφικό κύκλο με δάδες, τραγούδια, ρητά και, στο τέλος, μ’ ένα χαστούκι, επειδή ο αποχωρισμός από την παιδική ηλικία πονάει κι επειδή στις χειροτονίες των ιπποτών περιλαμβανόταν κι εκεί ένα χαστούκι».

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η εγγονή έχει πλέον ενηλικιωθεί. Ο κύκλος της μαθητείας της κοντά στον παππού, που δεν ήξερε μέχρι την εφηβική της ηλικία ότι είχε, έχει ολοκληρωθεί, και  η ώρα των αποφάσεων έχει φτάσει και για την ίδια. Η εγγονή ξαναπερπατάει –κατ’ αναλογία– τον ίδιο δρόμο με τη μητέρα και με τη γιαγιά της: ο αποχαιρετισμός από την παιδική ηλικία είναι μια τομή ανάμεσα στην «Ανατολή» όπου μεγάλωσε και τη «Δύση» που γνωρίζει τόσο λίγο.

Με την ευανάγνωστη, ήσυχη πρόζα του, ο Σλινκ παραδίδει με την «Εγγονή» ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη: κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα του Τείχους» (Ostwestroman), κατά το παράδειγμα του «Μοιρασμένου Ουρανού» της Κρίστα Βόλφ (μυθιστόρημα ήδη επιτυχημένο το 1964, στο οποίο αναφέρονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της «Εγγονής») και κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα ενηλικίωσης/μαθητείας» (Bildungsroman). Όσο κι αν η απλή γραφή του, που δεν ψάχνει τον εντυπωσιασμό, μοιάζει διδακτική, ο Σλινκ δε λαθεύει, ούτε τώρα, στην επιλογή των θεμάτων του, γράφοντας, με τρυφερή ματιά, 33 χρόνια –μια γενιά ολόκληρη–  μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, για το πώς η επανένωση παρέμεινε ημιτελής, οι Γερμανίες παρέμειναν δύο, και κάποιοι άνθρωποι χάθηκαν στο αναμεταξύ.