"Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί
όντας ο κόσμος λείψει!"
Βασίλης Χατζημιχαήλ Μιχαηλίδης
https://www.mixanitouxronou.com.cy/wp-content/uploads/2017/07/basilis-mixailidis-.jpg
"Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί
όντας ο κόσμος λείψει!"
Βασίλης Χατζημιχαήλ Μιχαηλίδης
https://www.mixanitouxronou.com.cy/wp-content/uploads/2017/07/basilis-mixailidis-.jpg
Μ
«Το Σχήμα του νερού» είναι ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι ανάμεσα σε έργο του Λεονάρντο Σάσα (του «εθνικού» συγγραφέα της Σικελίας) και του Τζον Λε Καρρέ. Επίσης, είναι η ιστορία της Σικελίας, το αίμα, ο δόλος, η οργανωμένη διαφθορά και τα παιχνίδια της εξουσίας, όπως και η μαγεία του τοπίου και των ανθρώπων. Ήρωας του Αντρέα Καμιλλέρι είναι ο σινιόρ «Το Σχήμα του νερού» είναι ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι ανάμεσα σε έργο του Λεονάρντο Σάσα (του «εθνικού» συγγραφέα της Σικελίας) και του Τζον Λε Καρρέ. Επίσης, είναι η ιστορία της Σικελίας, το αίμα, ο δόλος, η οργανωμένη διαφθορά και τα παιχνίδια της εξουσίας, όπως και η μαγεία του τοπίου και των ανθρώπων. Ήρωας του Αντρέα Καμιλλέρι είναι ο σινιόρ Μονταλμπάνο, που στην αρχή θυμίζει τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, αλλά εξελίσσεται σε κάτι πολύ ευρύτερο, σε ένα πρόσωπο οικείο και πολυδιάστατο: στην ενσάρκωση της «σικελικότητας», που είναι μια γλώσσα, μια κουλτούρα, μια μεγάλη περιπέτεια. Το «Σχήμα του νερού» είναι ένα μεγάλο ιταλικό μπέστ σέλερ, ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα για το πώς ζει και πεθαίνει κανείς στη σημερινή Σικελία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) που στην αρχή θυμίζει τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, αλλά εξελίσσεται σε κάτι πολύ ευρύτερο, σε ένα πρόσωπο οικείο και πολυδιάστατο: στην ενσάρκωση της «σικελικότητας», που είναι μια γλώσσα, μια κουλτούρα, μια μεγάλη περιπέτεια. Το «Σχήμα του νερού» είναι ένα μεγάλο ιταλικό μπέστ σέλερ, ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα για το πώς ζει και πεθαίνει κανείς στη σημερινή Σικελία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο που αποκαλύπτει την εμπνευσμένη επιλογή τίτλου:
"Εγώ είχα ένα σύντροφο στα παιδικά μου παιχνίδια, γιο χωρικών και μικρότερο από μένα. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνων. ΜΙα μέρα είδα το φίλο μου να αποθέτει στο χείλος ενός πηγαδιού ένα ξύλινο κουπάκι, ένα φλιτζάνι, ένα τσαγερό κι ένα τενεκεδένιο τετράγωνο δοχείο, όλα γεμάτα ως πάνω με νερό, και να τα παρατηρεί με εμβρίθεια.
¨Τι κάνεις εκεί; θέλησα να μάθω. Κι εικείνος με τη σειρά του μου έκανε την εξής ερώτηση: "Ποιο είναι το σχήμα του νερού; Μα το νερό δεν έχει σχήμα: απκρίθηκα γελώντας Παίρνει το σχήμα που του δίνεται"...(σελ. 159)
Ετσι και η αλήθεια που αναζητείται για τον θάνατο ενός εξέχοντος πολιτικού παίρνει το σχήμα που της δίδει κάθε εμπλεκόμενος στην υπόθεση, με προεξάρχοντα τον επιθεωρητή Μολταλμπάνο, ο οποίος καθορίζει το σχήμα-πλαίσιο ερμηνείας του θανάτου, απονομής δικαιοσύνης ...
Το βραβευμένο με BOOKER (2023) μυθιστόρημα παρουσιάζει μία δυστοπική Ιρλανδία, όπου ανεξήγητα και απροσδόκητα ίσως, καθώς δεν συνδέεται με το πολυτάραχο παρελθόν της, έχει εγκαθιδρυθεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ανελευθερίας, ζόφου, εξαθλίωσης, ευτελισμού της ζωής, βίας, κτηνωδίας και θανάτου, στο πλαίσιο του οποίου μία μικροαστική οικογένεια παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, αν και δεν το καταφέρνει χωρίς απώλειες.
"Κεντρικό πρόσωπο, η Άιλις, η οποία μετά τη σύλληψη και εξαφάνιση του άντρα της Λάρι βρίσκεται στη δεινή θέση να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά τους, ενώ η κατάσταση διαρκώς επιδεινώνεται και η επιβίωση γίνεται στοίχημα.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Άιλις ως όχημά του, αφού ως γυναίκα απέχει, εκ πρώτης τουλάχιστον, από το άμεσα πολιτικό. Εάν είχε επιλέξει τον σύζυγο ή τον μεγάλο γιο που στη συνέχεια πηγαίνει να πολεμήσει με τους αντάρτες, τότε το βάρος θα δινόταν στο ιστορικό πλαίσιο, το εκτός οικείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο βιβλίο αυτό, όμως, η δράση ως ένα σημείο τουλάχιστον κινείται στον οικιακό χώρο. Η εστία είναι το πρώτο πέπλο που σκίζεται, αφήνοντας τις σκιές να εισέλθουν στον χώρο εντός, καθιστώντας τον τρόμο πολύ πιο προσωπικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου όταν μιλάμε για τον 21ο αιώνα σε μια ευνομούμενη χώρα αντηχεί στο δυτικό κοινό εντελώς διαφορετικά, λαμβάνοντας τις διαστάσεις θρίλερ (έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της θεματολογίας του κλασικού θρίλερ, δηλαδή την εισβολή άγνωστου προσώπου στην οικία, με το πολιτικό του αντίστοιχο, όπου τη θέση του εγκληματία παίρνει το Κράτος και οι απρόσωποι εντολοδόχοι του).
Παραβίαση του ιδιωτικού
Η γυναίκα, σύζυγος και μητέρα καλείται να λειτουργήσει εντός του καθορισμένου από τους άλλους πλαισίου. Θα ανταποκριθεί στον ρόλο της ως προς όλα. Και στη συνέχεια, όταν θα χρειαστεί, θα εξέλθει από τον παραβιασμένο ιδιωτικό χώρο, στον έξω κόσμο. Εκεί θα αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις, τη βία στην ωμή της μορφή, χάνοντας μαζί με αγαπημένα της πρόσωπα και κομμάτια του εαυτού της.
Δεν διαθέτει τίποτα υπερηρωικό, επιμένει μάλιστα μέχρι τέλους να παραμείνει στον χώρο της και στα πάτρια εδάφη, προσμένοντας κάποιο θαύμα. Κι όταν αποφασίσει να αποχωρήσει, να κλείσει πίσω της την πόρτα, θα το κάνει με την ίδια αποφασιστικότητα, χωρίς να γνωρίζει κανείς -ούτε ο αναγνώστης- εάν πήρε την ορθή απόφαση. Μόνο η θάλασσα στην οποία καταλήγει, γνωρίζει. Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν λόγο, αφού όσα είχαν να πουν και να πράξουν την οδήγησαν ως εκεί.
Ο Λιντς αφαιρεί σε κάθε κεφάλαιο και κάποια βεβαιότητα: την ιδιωτικότητα, το απαραβίαστο, την ελευθερία, την ασφάλεια και φυσικά τη ζωή ως το ύψιστο αγαθό. Τα άτομα χάνουν την ταυτότητά τους, αρχικά ως οικογενειακοί ρόλοι και αργότερα ως πολίτες μιας χώρας. Το πόσο επώδυνο είναι αυτό, ίσως δεν μπορεί να το καταλάβει εύκολα ο πολίτης μιας ευνομούμενης (έστω αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα) χώρας, ο οποίος νιώθει οικεία εντός των προκαθορισμένων και παραδεδεγμένων ρόλων που τον ακολουθούν από τη γέννηση ως τον θάνατο.
|
Είναι αυτή η απώλεια της ταυτότητας που αποστεγνώνει την Άιλις, μετατρέποντας ταυτόχρονα τον περιβάλλοντα χώρο από «σπίτι» σε «έρημη χώρα». Και είναι αυτό το τελευταίο που αφήνει πίσω της, μαζί με τους νεκρούς της που δεν πρόλαβε καν να θρηνήσει και να θάψει. Όση ζωή απομένει, τα παιδιά που επέζησαν, θα τα πάρει μαζί της στη ξενιτιά. Αλλά αυτό που αφήνει πίσω της δεν είναι πλέον το σπίτι, η πατρίδα, παρά ένα μέρος που κατοικεί ο θάνατος.
Πάνω σε αυτές τις θεματικές, ο Lynch έχτισε ένα βιβλίο που κινείται με την αρμόζουσα από το θέμα του ταχύτητα, χωρίς περιττές παύσεις και επαναλήψεις. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη, ενώ προς τιμή του ο συγγραφέας δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Μάλιστα από τη μέση και κάτω το έργο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, οδηγώντας προς τη μη βεβιασμένη ολοκλήρωσή του. Ως προς αυτό, ο Λιντς επέτυχε τον στόχο του. Κι εδώ αρχίζουν οι ενστάσεις μου. Όλα αυτά καλά, κι αν ο σκοπός είναι ένα ευχάριστο ως προς τη ανάγνωση (όχι ως προς το θέμα) βιβλίο, κρίνεται επιτυχής.
Ετούτη όμως είναι μια επιφανειακή αξιολόγηση που δεν έχει, κατά την κρίση μου, νόημα per se. Εφόσον οι κεντρικές θεματικές είναι αυτές που παρέθεσα προηγουμένως, οφείλω να τονίσω ότι τις έχουμε δει αρκετές φορές, με εναλλαγή τόπου και χρόνου. Από μόνο του το γεγονός ίσως να μην είναι αρνητικό, αφού σε τελική ανάλυση οι περισσότερες ιστορίες έχουν ειπωθεί με κάποιον τρόπο. Τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί το ένα κείμενο από το άλλο, καθιστώντας το πόνημα άξιο λόγου; Τίποτα λιγότερο από το προφανές: το ύφος του, η ματιά του δημιουργού του όπως σκηνοθετεί τη γλώσσα. Εδώ υπολείπεται ο, συμπαθής κατά τα άλλα, Πολ Λιντς.
Διάβασα σε ένα σημείο της συνέντευξής του σε ελληνικό έντυπο ότι ως συγγραφέας οφείλει πολλά στο σινεμά. Η δήλωσή του επιβεβαίωσε κάτι που είχα διακρίνει από τα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου, τη χρήση δηλαδή κινηματογραφικής οπτικής. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής αυτής είναι όσα έχω ήδη αναφέρει, δηλαδή ταχύτητα, ρυθμός και ένταση συναισθημάτων που κλιμακώνει σταδιακά, κρατώντας αδιάλειπτα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αυτή δεν είναι δα τόσο πρωτότυπη και η κινηματογραφική οπτική της δεν συνδράμει στο να αποδοθεί με τρόπο που θα ξεπεράσει τον σκόπελο αυτόν.
Μου θύμισε σε σημεία ένα καλοστημένο σενάριο που όσο κι αν το θέμα είναι δυσοίωνο και σκοτεινό, «παίζει» με οικεία μοτίβα, οπότε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση της κανονικότητας κάθε στιγμή, αφού το ύφος δεν δοκιμάζει τις αισθητικές του αντοχές. Θέλω να πω εδώ ότι ένα δυσφορικό θέμα απαιτεί κι έναν αντίστοιχα ανοικειωτικό τρόπο θέασης, προκειμένου να μην εκπέσει στο κοινότοπο. Και κάτι τέτοιο δεν διέκρινα στο βιβλίο.
Ο Λιντς χωρίζει το κείμενο σε δύο διακριτά μέρη από υφολογικής πλευράς. Αφενός δίνει το βάρος στην κινηματογραφική πλοκή με γλώσσα στρωτή, μολονότι συχνά μακροπερίοδου λόγου. Αφετέρου παρενθέτει εμβόλιμα ποιητική γραφή, την οποία χρησιμοποιεί συνήθως αντιστικτικά: η φύση (η νύχτα, το σκοτάδι, ο κήπος, το τοπίο, οι εναλλαγές των εποχών) σε σχέση/ αντίθεση με το αστικό περιβάλλον και με τη βία, είναι το κλασικό μοτίβο που κυριαρχεί.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει την επαναληπτικότητα των μοτίβων, τα οποία εκτός του ότι παραπέμπουν σε υπέρτερη υφολογικά λογοτεχνία, δείχνουν ελαφρώς βεβιασμένα, υπό τη λογική ότι προσπαθούν να επιχρίσουν με λογοτεχνικότητα αυτό που κατά βάση είναι ένα σενάριο ταινίας. Με απλά λόγια, ο Λιντς αποδεικνύεται ικανότερος στο σενάριο παρά στη λογοτεχνία καθ’ εαυτήν. Είναι τελικά η πλοκή που οδηγεί το βιβλίο και τον αναγνώστη κι όχι οι παρεμβαλλόμενες λογοτεχνίζουσες στιγμές που βρίσκονται εκεί ακριβώς για να θυμίζουν ότι πρόκειται περί «σοβαρού» μυθιστορήματος. Ίσως φανώ υπερβολικός, αλλά θεωρώ πως το ίδιο βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του ακόμα και πιο «στεγνό» υφολογικά, μιας και το επιπλέον δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό..."
[Ολόκληρη η κριτική του Φώτη Καραμπεσίνη εδώ]
Το βιβλίο έχει ως προμετωπίδες το ακόλουθο απόσπασμα από τον Εκκλησιαστή (1,9) "τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον", και το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Τον καιρό της φρίκης, θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι θα τραγουδάμε: το τραγούδι της φρίκης".
Καθόλου τυχαία επιλογή, εφόσον προοικονομούν το περιεχόμενο, τον λυρισμό της φρίκης, όπως αποτυπώνεται στη γραφή του βιβλίου, και την επαναληπτικότητά της στην Ιστορία. Την αντίληψη αυτή επιβεβαιώνει ο τίτλος του βιβλίου και ένα καθόλου τυχαίο απόσπασμα προς το τέλος του έργου "αυτό που τελειώνει είναι η ζωή σου, η δική σου ζωή και μόνο, αυτό που έχουν τραγουδήσει οι προφήτες τραγουδιέται ξανά και ξανά μέσα στο χρόνο, ο ερχομός του ξίφους, η φωτιά που κατακαίει τα πάντα, ο ήλιος που βυθίζεται στη γη καταμεσήμερο σκοτεινιάζοντας τον κόσμο, η οργή ενός θεού ενσαρκωμένου στο στόμα ενός προφήτη έξαλλου με την κακία που κανείς δεν βλέπει, ο προφήτης δεν τραγουδάει το τέλος του κόσμου, τραγουδάει ό,τι συνέβη και ό,τι θα συμβεί ..."
Αποσπάσματα από το βιβλίο
"Πώς έρχεται το σκοτάδι και πέφτει αθόρυβα πάνω στις κερασιές. Μαζεύει τα τελευταία φύλλα και τα φύλλα δεν του αντιστέκονται, το δέχονται το σκοτάδι ψιθυριστά".
"νομίζεις πως εγώ δεν κάνω τίποτα, πως κάθομαι και περιμένω να γυρίσει ο μπαμπάς σου, αλλά δεν είν' αλήθεια, κάτι κάνω, κάνω το πιο δύσκολο απ' όλα, κρατάω ενωμένη αυτή την οικογένεια, σ' έναν κόσμο που μοιάζει να'χει σχέδιο να τη διαλύσει, μερικές φορές το να μην κάνεις τίποτα είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις αυτό που θέλεις, μερικές φορές πρέπει να το βουλώνεις και να σκύβεις το κεφάλι, μερικές φορές, την ώρα που σηκώνεσαι το πρωί, πρέπει να'σαι πιο προσεκτική με τα ρούχα που διαλέγεις να φορέσεις¨".
"¨Αργά ή γρήγορα ο πόνος ξεπερνάει το φόβο, κι ότανα παίρνει δρόμο ο φόβος του κόσμου, τότε παίρνει δρόμο και το καθεστώς".
«Πώς να φύγουμε, είχαμε ένα σωρό υποχρεώσεις, ένα σωρό ευθύνες, κι όταν μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν, δεν υπήρχε πια επιλογή καμιά, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι πίστευα στην ελευθερία της βούλησης, ναι, αν με ρωτούσε κανείς πριν γίνουν όλα αυτά, θα απαντούσα ότι είμαι ελεύθερη σαν το πουλί, τώρα όμως δεν είμαι και τόσο βέβαιη πια, τώρα δεν νομίζω ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση όταν είσαι παγιδευμένος σε τέτοια φρίκη, το ένα φέρνει το άλλο και μετά το άλλο, και το κακό παίρνει φόρα και εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, τώρα καταλαβαίνω πως αυτό που θεωρούσα ελευθερία ήταν αγώνας, καμιά ελευθερία δεν υπήρχε ποτέ…»
"από τον τρόμο γεννιέται συμπόνια κι από τη συμπόνια αγάπη και με την αγάπη ο κόσμος μπορεί να σωθεί ξανά..."
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
ΣυγγραφέαςΒernhard Schlink
Εκδοτικός οίκοςΚΡΙΤΙΚΗ
ΜετάφρασηΑπόστολος Στραγαλινός
ISBN978-960-586-466-8
Σελίδες408
ΚατηγορίαΞένη Λογοτεχνία
Ο Bernhard Schlink είναι ο συγγραφέας που κατέκτησε την παγκόσμια φήμη το 1995 με το «Διαβάζοντας στη Χάννα» – ένα βιβλίο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του παραγωγής. Σ’ εκείνο, όπως και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Εγγονή», ο Σλινκ μέσα από τους πρωταγωνιστές του ασχολείται με τη γερμανική Ιστορία από τη σκοπιά του σήμερα. Όμως, ενώ στο «Διαβάζοντας…» το θέμα ήταν οι συνεργασθέντες με το ναζιστικό καθεστώς (ποιοι ήταν και τι απέγιναν μετά το τέλος του πολέμου), στην «Εγγονή» τον απασχολεί η επανένωση των δύο Γερμανιών και η επίμονη παρουσία των ακροδεξιών ρευμάτων στην πολιτική ζωή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ο πρωταγωνιστής του, ο Κάσπαρ, στα 70 του (όχι τυχαία περίπου συνομήλικος του συγγραφέα, που έχει δηλώσει ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στον χαρακτήρα αυτό), είναι βιβλιοπώλης. Το καλοκαίρι του 1964, στη συνάντηση της Γερμανικής Νεολαίας, έχει γνωρίσει στο Ανατολικό Βερολίνο την Μπίργκιτ. Το Τείχος έχει ανεγερθεί πριν από λίγα χρόνια κι έτσι, για να μπορέσει να ζήσει μαζί της, ο Κάσπαρ βρίσκει τρόπο να οργανώσει τη διαφυγή της Μπίργκιτ στο Δυτικό Βερολίνο, χωρίς να μάθει ούτε και να υποψιαστεί ότι, προκειμένου εκείνη να τον ακολουθήσει, αφήνει πίσω της μια νεογέννητη κόρη. Ο Κάσπαρ πληροφορείται την αλήθεια μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ, διαβάζοντας το σχέδιο του μυθιστορήματός της – που θα ήταν στην πραγματικότητα μια λογοτεχνική κατεργασία της ζωής της, η αυτοβιογραφία της.
Η «Εγγονή» χωρίζεται σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά που σχεδίαζε η Μπίργκιτ να έχει το μυθιστόρημά της. Μόνο το πρώτο μέρος είναι γραμμένο όμως από την Μπίργκιτ: είναι το χειρόγραφο που βρίσκει ο Κάσπαρ, και που αφορά τη μεταξύ τους σχέση, την αποκάλυψη της αλήθειας για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η κόρη της, το πώς αποφάσισε να την αφήσει στην Ανατολική Γερμανία, τις σκέψεις που έκανε στη συνέχεια για το ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη της εκεί και για το εάν θα μπορούσε να την εντοπίσει.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Κάσπαρ αναλαμβάνει να εκτελέσει την αναζήτηση που η γυναίκα του δεν τόλμησε να κάνει, όσο κι αν τη σκεφτόταν: να ψάξει για την κόρη της – κι ακόμα περισσότερο, μαθαίνοντας για την ύπαρξη της εγγονής του, να βρει τον τρόπο να οικοδομήσει μια σχέση μαζί της, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καθώς ο κόσμος του Κάσπαρ δε μοιάζει σε τίποτα με τον κόσμο που η εξ αγχιστείας κόρη του έχει επιλέξει να ζήσει. Ο Κάσπαρ ζει περικυκλωμένος από βιβλία και μουσική, η κόρη της Μπίργκιτ, Σβένια, είναι εθνικίστρια. Αφού στην πρώτη της νιότη συμμετείχε σε ομάδες σκίνχεντς, στη μέση ηλικία έχει μεταστραφεί στην αγροτική ζωή σε ένα χωριό νατιβιστών, με έντονη την αίσθηση της κοινότητας και την αναφορά στην πατρίδα και στο έδαφος: «εκεί έξω ο κόσμος δεν ξέρει πια τι είναι κοινότητα, και ο καθένας ζει για τον εαυτό του, καταστρέφεται ο καθένας μόνος του και πεθαίνει ο καθένας μόνος του […]. Είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε. Εμείς μεγαλώνουμε σε γερμανικό έδαφος, από το γερμανικό έδαφος παίρνουμε εμείς τη δύναμή μας». Στο χωριό διατηρούν τους παραδοσιακούς ρόλους ανδρών και γυναικών και απορρίπτουν κάθε τι ξενόφερτο (όχι τζιν, όχι κινηματογράφος, όχι κόκα κόλα, φορεσιά ντιρντλ αντί για άλλα φορέματα) – ένας τρόπος ζωής που ασκεί γοητεία και στην κόρη της Σβένια, τη δεκατετράχρονη Ζίγκριντ, που μαθαίνει με ενθουσιασμό ρουνικά σύμβολα, συμμετέχει σε μακρές πεζοπορίες στα βουνά («πορεία της λυκοπαγίδας») και ετοιμάζεται για τη δική της τελετή του χρίσματος: «μια γιορτή αποχωρισμού από την παιδική ηλικία και εισόδου στην ενήλικη ζωή με την εκτέλεση μιας αποστολής, σ’ έναν μεγάλο οικογενειακό, φιλικό και συντροφικό κύκλο με δάδες, τραγούδια, ρητά και, στο τέλος, μ’ ένα χαστούκι, επειδή ο αποχωρισμός από την παιδική ηλικία πονάει κι επειδή στις χειροτονίες των ιπποτών περιλαμβανόταν κι εκεί ένα χαστούκι».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η εγγονή έχει πλέον ενηλικιωθεί. Ο κύκλος της μαθητείας της κοντά στον παππού, που δεν ήξερε μέχρι την εφηβική της ηλικία ότι είχε, έχει ολοκληρωθεί, και η ώρα των αποφάσεων έχει φτάσει και για την ίδια. Η εγγονή ξαναπερπατάει –κατ’ αναλογία– τον ίδιο δρόμο με τη μητέρα και με τη γιαγιά της: ο αποχαιρετισμός από την παιδική ηλικία είναι μια τομή ανάμεσα στην «Ανατολή» όπου μεγάλωσε και τη «Δύση» που γνωρίζει τόσο λίγο.
Με την ευανάγνωστη, ήσυχη πρόζα του, ο Σλινκ παραδίδει με την «Εγγονή» ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη: κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα του Τείχους» (Ostwestroman), κατά το παράδειγμα του «Μοιρασμένου Ουρανού» της Κρίστα Βόλφ (μυθιστόρημα ήδη επιτυχημένο το 1964, στο οποίο αναφέρονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της «Εγγονής») και κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα ενηλικίωσης/μαθητείας» (Bildungsroman). Όσο κι αν η απλή γραφή του, που δεν ψάχνει τον εντυπωσιασμό, μοιάζει διδακτική, ο Σλινκ δε λαθεύει, ούτε τώρα, στην επιλογή των θεμάτων του, γράφοντας, με τρυφερή ματιά, 33 χρόνια –μια γενιά ολόκληρη– μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, για το πώς η επανένωση παρέμεινε ημιτελής, οι Γερμανίες παρέμειναν δύο, και κάποιοι άνθρωποι χάθηκαν στο αναμεταξύ.