Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ERRI DE LUCA (2022), ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ, Μετάφραση Άννα Παπασταύρου, Αθήνα: Κέλευθος



 "Αδύνατο είναι ο ορισμός ενός γεγονότος μία στιγμή προτού συμβεί"

Ένας έμπειρος ορειβάτης, που έχει πληρώσει με πολυετή φυλάκιση για τη συμμετοχή του σε αντι-εξουσιαστική οργάνωση, βρίσκεται στο ίδιο ορειβατικό μονοπάτι με τον πρώην συναγωνιστή του και καταδότη του. Και συμβαίνει το αδύνατο· Ο "προδότης" ανασύρεται νεκρός από το βάθος του γκρεμού.

Υπάρχει ένοχος;

Μέσα από τη διαδικασία μιας ανάκρισης ξεδιπλώνονται δύο διαφορετικές οπτικές της ηθικής, του αγώνα, της προδοσίας. Ανακριτής και κατηγορούμενος μάχονται καθένας για το δικό του δίκαιο.

Το Αδύνατο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Erri de Luca, διότι συνδυάζει την ιδιαίτερη λογοτεχνική γραφή του με τον πολιτικό του λόγο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

~~~~

Στο νέο μυθιστόρημα του Έρρι ντε Λούκα, το "Impossibile" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Feltrinelli και με το οποίο ο συγγραφέας πρωταγωνιστεί στην έναρξη του Φεστιβάλ Λογοτεχνίας της Μάντοβας στις 4 Σεπτεμβρίου [του 2919, στη Γαλλία κυκλοφόρησε τώρα - σ.σ.], καλούμαστε να ασχοληθούμε με "τις συμπτώσεις που διέπουν τη ζωή μας ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούμε" και με "κόμπους που σκόπιμα δεν λύνονται". Δύο άντρες, ένας μετανοημένος και ένας πρώην σύντροφός του από την εποχή που ήταν και οι δύο νέοι, συναντιούνται, δεκαετίες μετά το τέλος της φιλίας τους, σε ένα απότομο ορεινό μονοπάτι. Ο μετανοημένος καταλήγει σε γκρεμό και πεθαίνει. Σπρώχτηκε ή έπεσε; Και είναι τυχαίο ότι δύο πρώην επαναστάτες, που βρέθηκαν για ένα διάστημα σε αντίθετες όχθες, συναντιούνται στα βουνά του Val Badia; Ο νεαρός δικαστής, που ανασυνθέτει την ιστορία στο βιβλίο μέσω της ανάκρισης του κατηγορουμένου, δυσκολεύεται να πιστέψει σε ατύχημα. Η αντιπαράθεση / σύγκρουση του άνδρα με τον δικαστή, ο οποίος είναι είκοσι χρόνια νεότερός του, εναλλάσσεται με τα γράμματα που γράφει στη γυναίκα που αγαπά, την "Ammoremio", όπως την αποκαλεί. "Το Impossibile δεν έχει καμία σχέση με αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι ένα είδος που δεν διαβάζω, δεν μου αρέσει. Το βλέπω σαν μια κατασκευή. Υπάρχει κάτι μηχανικό στο αστυνομικό μυθιστόρημα, ακόμα και όταν είναι καλοφτιαγμένο. Εδώ δεν υπάρχει ιστορία, δεν υπάρχει πλοκή, είναι μια συνάντηση μεταξύ δύο γενεών, που τη μία την έχει κατακλύσει ο εικοστός αιώνας, ο κατ 'εξοχήν αιώνας των επαναστάσεων, ο πιο επαναστατικός στην ιστορία της ανθρωπότητας."

Η άλλη γενιά, αυτή του δικαστή, έρχεται τώρα να ανασυνθέσει εκείνη την εποχή μέσω των δικαστικών εγγράφων, αλλά μοιάζει "σαν να αντανακλά τα αστέρια" λέει ο ντε Λούκα στην ANSA, την παραμονή της άφιξής του στη Μάντοβα. "Είναι ένας διάλογος όπου ο κατηγορούμενος έχει, για πρώτη φορά, την ευκαιρία να μιλήσει για την ιστορία του ενώ ο δικαστής έρχεται, για πρώτη φορά, αντιμέτωπος με μία άποψη για τη ζωή που του είναι άγνωστη. Η άρνηση του κατηγορουμένου να έχει επίσημο δικηγόρο οφείλεται και στο εξής: πρόκειται για έναν αμφίδρομο διάλογο. Ένα τρίτο άτομο θα τον επανέφερε στο επίπεδο της ανάκρισης. Και η διαφορά στην ηλικία είναι καθοριστική" εξηγεί ο συγγραφέας.

Οι διάφοροι προβληματισμοί γύρω από τους μετανοημένους που είναι "προδότες", τον κομμουνισμό, τα λογοτεχνικά αποσπάσματα, από τον Παζολίνι ως τον Λεονάρντο Σάσα, αλλά και η υπόθεση Μόρο, δεν κάνουν ποτέ τον ντε Λούκα να παρεκκλίνει από την επιφυλακτικότητά του σε αυτήν την ιστορία.

 "Εκείνοι που προδίδουν σκοτώνουν ένα μέρος του εαυτού τους. Δεν είναι απλώς ότι αλλάζουν άποψη, αποσυνδέονται κι από τον εαυτό τους", λέει.

Στο μυθιστόρημα ξαναβρίσκουμε την αγάπη για τα βουνά, την πολιτική δέσμευση, την προσοχή στην έννοια των λέξεων, αλλά ο συγγραφέας διευκρινίζει: "Δεν συμμετείχα στη δραστηριότητα των ένοπλων ομάδων, στις ενέδρες και τις επιθέσεις όπως οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Αυτή η ιστορία μού ήρθε στο μυαλό καθώς ανέβαινα ένα στενό πέρασμα στο Val Badia". "Δεν πρόκειται για ένα φανταστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά για τη διάρρηξη μιας προσωπικής ιστορίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο φίλων, πέρα από την ομάδα στην οποία ανήκαν."

"Για μένα, ο μόνος τρόπος να μιλήσω για εκείνη την εποχή είναι να αφήσω στην άκρη τους δογματικούς και κομματικούς τίτλους και να αφήσω τις προσωπικές σχέσεις να μιλήσουν για το πώς η ζωή και τα συναισθήματα κατακλύστηκαν", εξηγεί ο συγγραφέας. Και για το τρέχον πολιτικό σενάριο, δηλώνει: "Περάσαμε ένα χρόνο μέσα στη σύγχυση δύο πολιτικών κινημάτων που δεν είχαν τίποτα κοινό και τώρα επαναλαμβάνεται η ίδια απίθανη κατάσταση. Εν τω μεταξύ, το γεγονός ότι απαλλαχτήκαμε από το απόστημα του Υπουργού Εσωτερικών [εννοεί τον Σαλβίνι - σ.σ.] είναι μία ανακούφιση. Δεν μπορώ να βρω άλλο πολιτικό συναίσθημα παρά μόνο μία προσωρινή ανακούφιση", τονίζει.

 Κι αν είναι αλήθεια ότι "το Αδύνατο εμφανίζεται τακτικά στη ζωή μας, τα ερωτικά γράμματα του βιβλίου διηγούνται μία ιδιωτική ιστορία και ταυτόχρονα είναι και μία αφορμή για να αποκτήσουν φωνή όσα ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να πει στον δικαστή, η σκιώδης πλευρά του διαλόγου: έτσι ο άντρας μιλά στον δικαστή για τον πολιτικό Σάσα και στο Ammoremio για λογοτεχνία", λέει ο ντε Λούκα που δεν του αρέσει να παρουσιάζει τα βιβλία του, αλλά προτιμάει να έχει μάλλον "την ευκαιρία να πει κάτι για αυτό "που συμβαίνει γύρω".

Mauretta Capuano


 ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ;

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ "ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ";

ΑΔΥΝΑΤΟ ΕΊΝΑΙ:

Να είναι κανείς απόλυτα ελεύθερος;

Να υπάρχει δίκαιος φόνος;

Να απονείμουν δικαιοσύνη η τύχη, οι συμπτώσεις, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και οι λειτουργοί του;

Να ισχύει η συλλογική ευθύνη;

Να προσεγγίσει κανείς την αλήθεια, χωρίς αυτοψία, έρευνα, αγώνα...

Να επικοινωνήσουν δύο διαφορετικές γενιές , να κατανοηθεί μια άλλη εποχή, να μεταδοθεί το πάθος του οράματος και η πίστη σε μια ιδεολογία, όταν αυτά έχουν χρεωκοπήσει;

Να δηλωθεί /εκφραστεί το άρρητο, το ιδιωτικό, το συναίσθημα;

Να υπάρξει ειλικρίνεια ανάμεσα σε έναν ανώτερο και έναν κατώτερο ιεραρχικά;

Να υπερβεί κανείς την προδοσία;

Να διατηρηθεί μια φιλία;

Να υπάρξει μετάνοια;

Να λειτουργήσει η φύση /οι φυσικοί νόμοι ως πρότυπο κοινωνικής συμβίωσης;

Να κυριαρχήσει η λογική στις ενορμήσεις /στα ενστικτά/ στα συναισθήματα;

Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα εγείρει η έξοχη νουβέλα του Erri de Luca ήδη από τον τίτλο της, οι απαντήσεις στα οποία κρύβονται στις σελίδες του βιβλίου και στην πρόσληψη κάθε επαρκούς αναγνώστη της. Η γραφή αριστοτεχνικά λιτή και στιβαρή, μοιράζεται ανάμεσα στις ερωταποκρίσεις των ανακρίσεων -δίκην πρακτικών- και στα ανεπίδοτα γράμματα του κρατουμένου προς την αγαπημένη του. Έτσι ο δημόσιος λόγος συμπληρώνει τον ιδιωτικό, ο επίσημος τον απόκρυφο, η λογική επιχειρηματολογία την ερωτική εξομολόγηση. Μόνο όταν η ανακριτική διαδικασία ολοκληρώνεται, ανακριτής και ανακρινόμενος επικοινωνούν έξω από το τυπικό πλαίσιο των ρόλων τους, διαμορφώνοντας ένα τέλος που συνιστά νέα αρχή...

Και ενώ το προφανές σκηνικό του βιβλίου είναι το κελί της φυλακής και το δωμάτιο της προανάκρισης, η αφήγηση των συνθηκών συνάντησης των δύο ορειβατών και θανάτου του ενός εξ αυτών μας μεταφέρει στις άβατες -για τους πολλούς- βουνοκορφές, μέσα στα δάση  και στα τρεχούμενα νερά, στα αγριόγιδα και στις ελαφίνες, στην τεχνική της αναρρίχησης και στους θανάσιμους κινδύνους που ελλοχεύουν, αλλά και σε σκηνές ηρωισμού, αντίστασης, ερωτικής απόλαυσης, κομματικής αφοσίωσης, πολιτικού και ένοπλου αγώνα, συντροφικότητας και αντιπαράθεσης σε πολλαπλά επίπεδα.

Το διαβάζεται απνευστί, είναι φαινομενικά απλό , πάντως ανοικτό σε πολλαπλές προσεγγίσεις, κοινωνικοπολιτικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές, λογοτεχνικές κ.ά, κάθως υπάρχει και εντόνη διακειμενικότητα, λ.χ. ο στίχος από τη "Φαίδρα" του Ρακίνα "Χαμένη πάει η εκδίκησή μου, αν αυτός, ενώ πεθαίνει, αγνοεί πως ο φονιάς του είμαι εγώ", ή στίχοι από τη "Θεία Κωμωδία" ή από βιβλίο του Τζακ Λόντον ή "Σκέψεις" του Πασκάλ.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα που εν μέρει υπαινίσσονται τις απαντήσεις στα ερωτήματα του τίτλου:

Το βιβλίο ενός Γάλλου αναρριχητή έχει τίτλο: "Οι κατακτητές του ανώφελου". Ανώφελο: αυτό το επίθετο έχει αξία για μένα. Στην οικονομική ζωή, όπου όλα λογαριάζονται σύμφωνα με το ισοζύγιο του δούναι και λαβείν, με το όφελος και τη χρησιμότητα, το να πηγαίνεις στο βουνό, να το ανεβαίνεις, να φτάνεις στην κορυφή του, είναι μια προσπάθεια με τις ευλογίες του ανώφελου. Δε χρησιμεύει και δε θέλει να χρησιμέψει.

Το πέρασμά μου ξαφνιάζει μια ελαφίνα. Είναι ένα πλάσμα με αυθεντική χάρη, γιατί έχει μάθει να επαγρυπνά για κινδύνους τριγύρω. Μεταμορφώνει την επαγρύπνισή της σε κινήσεις ευέλικτες, τέλειες, η φυγή της είναι χορός [...] Δεν γερνούν. δεν έχω δει καμιά τους να καταντάει σταφιδιασμένη όπως συμβαίνει σ' εμάς. Πεθαίνουν εγκάιρως, προτού αναγκαστούν να σέρνονται στη ζωή εξουθενωμένες, εξαντλημένες.

Όποιος καταδίδει τους συντρόφους του ταιριάζει το ρήμα "προδίδω". Αυτό που εσείς αποκαλείτε μετάνοια είναι αποκήρυξη, απάρνηση μιας ιδεολογίας, η οποία ευνοείται με ποικίλα προνόμια από το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων μέχρι την αλλαγή του ονόματος, την ανάκτηση της ελευθερίας.

Το να μαθαίνεις τα γεγονότα μιας εποχής μέσα από δικογραφίες είναι σαν να μελετάς τα άστρα κοιτάζοντάς τα να καθρεφτίζονται σ' ένα βάλτο.

Αυτός που έχει διαπράξει προδοσία, έχει προδώσει και τον εαυτό του. Όσο κι αν προσπαθεί να πειστεί ότι έχει κάνει αυτό που όφειλε, έχει καταστρέψει ένα κομμάτι του εαυτού του, της νιότης του.

Στην ανάκριση έπιασα να μιλάω για τον Λεονάρντο Σάσα, για την περίοδο όπου από συγγραφέας είχε βαλθεί να κάνει το βουλευτή [...] σε μία φράση του που δεν την καλοθυμάμαι, γράφει ότι η αλήθεια βρισκεται στον πάτο του πηγαδιού κι αν κάποιος σκύψει από πάνω βλέπει την αντανάκλαση του ήλιου ή του φεγγαριού. Όμως αν κατεβεί στο πηγάδι, δε θα βρει ούτε τη μία ούτε την άλλη. Θα βρει την αλήθεια. Έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει ή να κατεβείς ή να πέσεις μέσα. Για παράδειγμα, ο δικαστής με ανακρίνει πίσω από το παραπέτο. Δεν κατεβαίνει κάτω, το πολύ πολύ να σκύψει λίγο.

Θαυμάζω τα ζώα γιατί ελαχιστοποιούν  κάθε αξίωση για πρωτοτυπία.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΚΡΙΣΤΙΝ ΜΑΝΓΚΑΝ (2020), ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΤΑΓΓΕΡΗΣ, Αθήνα: Ψυχογιός


Το πρώτο μυθιστόρημα της Κριστίν Μάνγκαν πετυχαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: παίρνει την πολυχρησιμοποιημένη συνταγή του ψυχολογικού θρίλερ και την κάνει ένα διακειμενικό αστυνομικό, με διαρκείς αναφορές σε βιβλία και ταινίες, κυρίως στη Ρεβέκκα της Δάφνης ντυ Μωριέ και στην Πατρίσια Χάισμιθ, αλλά και αμέτρητες κινηματογραφικές ταινίες όπου συμπρωταγωνιστεί η Ταγγέρη (όπως τα Living Daylights, My favorite spy, Inception, Sheltering Sky, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, κλπ.). Οι ηρωίδες, Άλις και Λούσι, εναλλάσσονται στην αφήγηση, τελείως αναξιόπιστες και οι δύο, σε μια ιστορία με διαρκείς ανατροπές, σε μια μυστηριώδη, χαοτική και γραφική, επικίνδυνη πόλη. Οι αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς είναι ένα παιχνίδι γνώσεων για τον υποψιασμένο αναγνώστη. Το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο εξώφυλλό του, αποτυπώνει το μυστήριο και τον αισθησιασμό μιας άλλης εποχής, χαρακτηριστικά που εμφανίζονται εν μέρει και στο κείμενο, ενώ η μετάφραση της Κατερίνας Καπνίση, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία. Τα δικαιώματα του βιβλίου έχει αγοράσει ο Τζορτζ Κλούνι και στην ταινία θα πρωταγωνιστεί η Σκάρλετ Γιόχανσον.

Αναλυτικότερα, η  ιστορία εξελίσσεται στην Ταγγέρη του Μαρόκου το 1956, λίγο πριν την ανεξαρτησία του.  Εκεί βρίσκουμε την Άλις Σίπλεϊ, μια εξαιρετικά ήσυχη, απομονωμένη και νευρική γυναίκα, που πρόσφατα παντρεύτηκε με τον Τζον. Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται η άλλοτε καλύτερή της φίλη και συγκάτοικος στο κολέγιο, η Λούσι Μέισον, με την οποία έχει διακόψει κάθε επαφή, μετά τα συμβάντα μιας θυελλώδους νύχτας που άλλαξαν την ζωή τους ως πρωτοετείς φοιτήτριες. Τώρα ίσως έχουν μια δεύτερη ευκαιρία, αν και η Άλις διστακτικά αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει, πιστεύοντας πως η Λούσι θα την βοηθήσει στη δύσκολη προσαρμογή της στην οικογενειακή ζωή στην Ταγγέρη. Σύντομα, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται, ιδιαίτερα όταν ο Τζον εξαφανίζεται.

Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται μέσω των "φωνών" της Άλις και της Λούσι, με εναλλασσόμενο ρυθμό, πράγμα που μας επιτρέπει όχι μόνο να έχουμε δύο διαφορετικές οπτικές της ίδιας ιστορίας, μα και δύο διαφορετικές αλήθειες που η μία φαίνεται να συμπληρώνει την άλλη, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από τα λεγόμενά τους μια ξεκάθαρη εικόνα. Έτσι, η συγγραφέας σκιαγραφεί με επιτυχία την αναξιοπιστία των δύο αφηγητριών της, γράφοντας και ξαναγράφοντας την ιστορία  μαζί τους. Η Λούσι θυμάται τα πρώτα δύο χρόνια τους στο Μπένινγκτον ως ειδυλλιακά και ονειρεύεται να γεννήσει στο Παρίσι και τη Βουδαπέστη, αλλά οι αναμνήσεις της Άλις είναι πιο αβέβαιες και λιγότερο ενθουσιώδεις. Όταν η Άλις άρχισε να βγαίνει με ένα αγόρι από ένα γειτονικό σχολείο, η συμπεριφορά της Λούσι έγινε, κατά την άποψή της, παράξενη: ντύνεται με τα ρούχα της, ή φορά ένα βραχιόλι της μητέρας της, επιμένοντας ότι ήταν  δώρο της δικής της μητέρα, πράγμα που την επόμενη μέρα αρνείται , υποστηρίζοντας ότι έχει να το δει καιρό και υπόσχεται στη φίλη της ψάξουν μαζί να το βρουν. Η Άλις δεν μπορεί να είναι σίγουρη αν θυμάται κάτι από όλα αυτά σωστά, ενώ τίποτα από όσα αφηγείται η Λούσι για εκείνη την περίοδο δεν υποδηλώνει ότι θα έκανε κάτι τόσο σκληρό στο κορίτσι που λατρεύει.

‎‎Από την άλλη, η Λούσι έχει δίκιο για τον άθλιο γάμο της Άλις, έστω κι αν εκείνη διστάζει να το παραδεχτεί στην αρχή. Ο Τζον αγαπά την Ταγγέρη, αλλά η Άλις όχι. Σχεδόν ποτέ δεν φεύγει από το διαμέρισμά τους, συγκλονισμένη από τη ζέστη και το φως της Βόρειας Αφρικής και από τα πλήθη της πόλης. «Η Ταγγέρη φαίνεται να προσελκύει έναν συγκεκριμένο τύπο», παρατηρεί στη Λούσι, «και φοβάμαι ότι γενικά δεν ταιριάζω αυτόν». Η Λούσι, αντίθετα, περιηγείται στα δαιδαλώδη σοκάκια της παλιάς πόλης, «σκέφτεται και παζαρεύει», φοράει παντελόνια, συχνάζει σε καφετέριες και κάνει παρέα με τον Γιουσέφ, έναν ντόπιο, παρόλο που ο Τζον την προειδοποιεί ότι εκμεταλλεύεται τους τουρίστες. Μέσω του Γιουσέφ η Λούσι επιβεβαιώνει την εξωσυζυγική σχέση του Τζον, που τον είχε δει σε ένα μπαρ να απλώνει το χέρι του στον μηρό μιας μελαχρινής γυναίκας. Αυτό, πιστεύει, ότι θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για να χωρίσει το ζευγάρι, κάτι που δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύκολο, καθώς ο άπληστος Τζον εξαρτάται από το εισόδημα της Άλις που προέρχεται από ένα οικογενειακό καταπίστευμα. 

‎‎Η συγγραφέας έχει γράψει μια διατριβή για τη γοτθική μυθοπλασία του δέκατου όγδοου αιώνα,  η οποία βεβαίως κλίνει μάλλον προς το υπερφυσικό το γκροτέσκο και το τρομακτικό. Το βιβλίο της όμως ανήκει σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος εμπεριέχοντας ένα συνονθύλευμα επιρροών, καμία από τις οποίες  δεν είναι ιδιαίτερα "γοτθική" με την παραδοσιακή έννοια. Το σκηνικό της εξωτικής περιόδου παραπέμπει στην περιπλάνηση του ρομαντικού σασπένς (η Whitney τοποθετεί τα μυθιστορήματά της στη Σάντα Φε της Ιαπωνίας και σε άλλες γραφικές τοποθεσίες), ενώ οι πρωτοπρόσωπες  αφηγήσεις των δύο πρωταγωνιστριών δημιουργούν ένα ψυχολογικό σασπένς (το "‎‎Gone Girl‎‎" της Τζίλιαν Φλιν, το "‎‎The Girl on the Train‎‎" της Πόλα Χόκινς), με  σεξουαλικές, πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις και  έμφαση στην παθιασμένη και τοξική φιλία μεταξύ δύο γυναικών (όπως στην Έλενα Φερράντε). 

‎Τέλος, μια ταινία μπορεί να βασιστεί στην ίδια την Ταγγέρη για να αποδοθεί η ατμόσφαιρα της. Σε ένα μυθιστόρημα όμως που την έχει για σκηνικό του, αυτό επιτυγχάνεται με τη γραφή . Και εδώ η συγγραφέας σπάνια καταφέρνει να μεταδώσει κάτι περισσότερο από τη ζέστη, την υγρασία (ή τη σκόνη), τους «περιορισμένους και χαοτικούς δρόμους» και το γλυκό τσάι μέντας. Έτσι η γραφή της παραμένει γενική, καθόλου συγκεκριμένη, εγκεφαλική παρά περιγραφική, ενώ οι φωνές των δύο πρωταγωνιστριών χαρακτηρίζονται από μια αρχαϊκή ευγένεια όπως λανθασμένα εικάζεται πώς σκέφτονταν και μιλούσαν οι προηγούμενες γενιές. Και ενώ η δράση του μυθιστορήματος λαμβάνει χώρα καθώς το Μαρόκο κερδίζει την ανεξαρτησία του από τη Γαλλία, το ιστορικό αυτό γεγονός εξαντλείται στην παρατήρηση του Τζον ότι «οι ιθαγενείς γίνονται ανήσυχοι, αγαπητέ μου». Έτσι, η βαρυσήμαντη κοσμοϊστορική αλλαγή παραμένει για το μυθιστόρημα ένα μακρινό, συγκεχυμένο, εξωτικό σκηνικό που προσδίδει έναν  απόηχο πολιτικής ίντριγκας στην κεντρική αφήγηση. 


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΣΒΕΤΛΑΝΑ ΑΛΕΞΙΕΒΙΤΣ (2022), ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης



Όταν  το 2015 η Alexievich  προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, υποστηρίχθηκε ότι  το έργο της είναι «μοναδικό, χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Η ίδια η ιδέα της να παρακολουθήσει την πορεία της σοβιετικής και μετα-σοβιετικής ιστορίας και του «Homo Sovieticus», και να την "τεκμηριώσει" λογοτεχνικά είναι μοναδική. Το είδος που επέλεξε για να αναπαραστήσει αυτή την ιδέα, από το ένα βιβλίο στο άλλο, είναι επίσης μοναδικό: «οι μικροί άνθρωποι» μιλούν για τον εαυτό τους, εξομολογούνται τις πεποιθήσεις, τις "αμαρτίες", τα βάσανα και τις ματαιώσεις τους. Είναι ταυτόχρονα η μακρο-και η μικρο-ϊστορία μιας μεγάλης εποχής. 

Ως συγγραφέας ουκρανικής και λευκορωσικής κληρονομιάς, αλλά που γράφει ουσιαστικά για ολόκληρο τον μετα-σοβιετικό χώρο, είναι αμφίθυμη για τη σύγχρονη Ρωσία. Δεν είναι σίγουρη αν θα χρησιμοποιήσει το  «εμείς» ή το «αυτοί» όταν μιλάει για Ρώσους. Εκεί που είναι πιο σίγουρη είναι στις απόψεις της για τον Πούτιν και το σημερινό πολιτικό κλίμα. «Πιστεύαμε ότι θα αφήσουμε πίσω μας τον κομμουνισμό και όλα θα πάνε καλά. Αλλά αποδεικνύεται ότι δεν μπορείς να τον αφήσεις πίσω σου και να γίνεις ελεύθερος, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι είναι ελευθερία».‎

‎Έχει επικρίνει επανειλημμένα τη ρωσική προσάρτηση της ‎‎Κριμαίας‎‎ και την επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία, η οποία έχει οδηγήσει σε ρήξη με πολλούς Ρώσους φίλους, λέει. Ποτέ δεν ξέρει ακριβώς πώς θα πάνε οι συνομιλίες όταν επισκέπτεται τη Μόσχα. Θυμάται μια πρόσφατη επίσκεψή της όταν μπήκε στο διαμέρισμα ενός παλιού γνωστού: «Μόλις είχα μπει στην πόρτα και έβγαλα το παλτό μου, όταν με κάθισε και μου είπε: "Σβετότσκα, για να είναι όλα ξεκάθαρα, επιτρέψτε μου να πω ότι η Κριμαία δεν είναι δική μας". Είναι σαν κωδικός πρόσβασης! "Δόξα τω Θεώ", της είπα».‎

Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ – αποτέλεσμα χρόνων έρευνας και εκατοντάδων συνεντεύξεων – διαβάζεται ως ρέκβιεμ για τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιώντας τις φωνές αφηγητών που προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις γωνιές της χώρας, αφηγείται τη  σοβιετική κατάρρευση και την επακόλουθη εθνοκάθαρση, τους εμφυλίους πολέμους, τη φτωχοποίηση και την απώλεια νοήματος για τα εκατομμύρια των πρώην Σοβιετικών πολιτών. Εξιστορώντας το σοκ και το υπαρξιακό κενό που χαρακτήριζε τη δεκαετία του 1990 μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, βοηθά να εξηγηθεί η απήχηση των υποσχέσεων του Πούτιν να επαναφέρει την υπερηφάνεια σε ένα πληγωμένο, μετα-αυτοκρατορικό έθνος.‎

‎Το βιβλίο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο  «Η παρηγοριά της Αποκάλυψης» εστιάζει στην περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, στα όνειρα για έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο , στις υποσχέσεις για ελευθερία, πλουτισμό, άνετη ζωή και καπιταλισμό . Δεν εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα! Η πλειονότητα των κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήξερε πώς να ζήσουν στη νέα παράξενη πατρίδα, με την ελευθερία της αγοράς, όπου ληστές ανέλαβαν την εξουσία, λεηλατώντας τη χώρα. 

Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο μέρος συμπεριλαμβάνει και τις ιστορίες δέκα αυτοκτονιών, "μια εσωτερική σκηνή στο κόκκινο" με φόντο τα ερείπια της αυτοκρατορίας. Άλλωστε τη δεκαετία του 1990 η Ρωσία κατέλαβε την πρώτη θέση παγκοσμίως στον αριθμό των αυτοκτονιών. Αυτές που εξιστορούνται στο βιβλίο είναι ενός στρατάρχη, ενός ποιητή και απλών ανθρώπων, που έχοντας μεγαλώσει με το κομμουνιστικό ιδεώδες, δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στη νέα ζωή. ‎Αυτές οι δέκα αυτοκτονίες πλαισιώνονται από μια "χορωδία φωνών" από τη ρωσική κουζίνα προκειμένου να σκιαγραφηθεί το πορτρέτο του λαού, της χώρας και της εποχής. Γιατί η  εστίαση στη ρωσική κουζίνα; Επειδή αυτή  είναι η "φάντη" της αλήθειας για τους Ρώσους. Εκεί γίνονται όλες οι  σοβαρές συζητήσεις για τη δουλειά και την πολιτική, τον πόλεμο στην Τσετσενία και τη θρησκεία, την κοινοτοπία και το αιώνιο.‎..

Στο δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «η γοητεία του κενού», εξιστορείται η σημερινή εικόνα της Ρωσίας, όπου η σοσιαλιστική ουτοπία έχει αντικατασταθεί από μια νομισματική ουτοπία, το παλιό σύστημα αξιών έχει καταρρεύσει εντελώς, αλλά δεν υπάρχει  το νέο που θα το αντικαταστήσει. Και όπως ακριβώς στον Μεσαίωνα, η μόνη ελπίδα είναι η θρησκεία. Οι άνθρωποι αισθάνονται μετέωροι και μόνοι. Από ακαδημαϊκούς μέχρι οδοκαθαριστές όλοι αναζητούν το νόημα της ζωής. Αν ο κόσμος ήταν κάποτε χωρισμένος σε εκείνους που διάβαζαν Σολζενίτσιν και σε εκείνους που δεν το έκαναν,  σήμερα χωρίζεται σε εκείνους που μπορούν να αγοράσουν και σε εκείνους που δεν μπορούν. Νέες σκέψεις, νέα συναισθήματα, ένας νέος άνθρωπος, που από πολλές απόψεις εξακολουθεί να είναι σοβιετικός . 

‎Και στο δεύτερο μέρος αναφέρονται αυτοκτονίες, που έχουν όμως διαφορετικούς λόγους: ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα "ξαναζούν" στην περιφέρεια της πρώην Αυτοκρατορίας,  όπου ξεσπούν εθνικιστικές συγκρούσεις και ένας Αρμένιος δεν μπορεί  να παντρευτεί ένα κορίτσι από το Αζερμπαϊτζάν.  Μια αστυνομικός που στάλθηκε στην Τσετσενία,  μετά  από τρεις μήνες αυτοπυροβολείται, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ποτέ δεν ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολο να σκοτώσω κάποιον. Δεν μπορώ να ζήσω με αυτό»....

‎Ενώ η προηγούμενη ζωή των Ρώσων ονομαζόταν "σοσιαλισμός", η νέα εξακολουθεί να μην έχει όνομα. Οι άνθρωποι  μιλούν για τον εαυτό τους, τις περιπέτειές τους και για το πού κατευθύνεται το κρατικό πλοίο που ονομάζεται Ρωσία. αναρωτιούνται για το τέλος του Κόκκινου ανθρώπου και την αρχή ενός νέου είδους ύπαρξης, χωρίς να μπορούν να το ονομάσουν...

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ, ΚΟΥΤΣΟ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Εκδόσεις Οpera


Το “Κουτσό” είναι δύο βιβλία σε ένα. Το αναφέρει στον πίνακα οδηγιών ο Αργεντινός. Και υποδεικνύει τρόπους να το διαβάσεις. Αλλά σε αφήνει να το διαβάσεις φτιάχνοντας τη διαδρομή σου. Το “Κουτσό” είναι η αναψηλάφηση της ύπαρξης, της ακατανόητης μα απαραίτητης δημιουργίας. Το “Κουτσό” είναι η σύνοψη και η αέναη αναδιάταξη της τέχνης. Το “Κουτσό” είναι εκατομμύρια ερωτήσεις με μία μόνο απάντηση: Το ίδιο το βιβλίο. Το “Κουτσό” είναι η Γαλλία, το Παρίσι, η Αργεντινή και κάθε πόλη αυτής. Το “Κουτσό” είναι δύο πρόσωπα. Ο Ολιβέιρα και η Μάγα και τα κομμάτια τους. Ο Γκρεγκορόβιους, η Μπερτ Τρεπά, ο Τράβελερ, κ.α. Η ένωση σε ένα σημείο και η διάσπαση που ξεκινά από την έκρηξη του σημείου. Η ροή του βιβλίου είναι ένας ατελείωτος συνειρμός που ξεκινά από άγνωστο σημείο και καταλήγει σε τέτοιο.

Ο Κορτάσαρ αδιαφορεί για τον αναγνώστη. Αδιαφορεί για το κοινό. Ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα ενώσει και θα χωρίσει το ζευγάρι. Σαρώνει γλώσσες (φράσεις, λέξεις, γαλλικές, γερμανικές, ισπανικές, αγγλικές), πρόσωπα (Τ Σ Ελιοτ, Νίτσε, Ρεμπώ), καταστάσεις. Το απόλυτο μυθιστόρημα με την έννοια του απόλυτα καλυμμένου. Τίποτα δεν χάσκει, τίποτα δεν περισσεύει. Σε αυτή τη λογοτεχνική σύνθεση που μοιάζει με το χάος του Πόλοκ φτιάχνεται το μεγαλείο του Κορτάσαρ.

Η μετάφραση ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη. Σε αυτόν το “θηρίο” στην αρχή του βιβλίου. Ο κόπος του μεγάλος. Η αγωνία και ο ιδρώτας του έχουν “ποτίσει” το κείμενο. Η μεταφορά του έργου στην ελληνική γλώσσα δύσκολη, αλλά ο Κυριακίδης τα καταφέρνει σεβόμενος απόλυτα τα σημεία που ο Κορτάσαρ δεν ήθελε να αγγιχθούν. Κυρίως οι λέξεις και φράσεις που μένουν στη μητρική τους γλώσσα. Διαφωτιστικές και άκρως βοηθητικές οι σημειώσεις που υπάρχουν στο παράρτημα του βιβλίου. Το “Κουτσό” είναι πραγματικό θηρίο.


Kazuo Ishiguro (1997), Ο ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ, μετάφραση ΠΟΛΕΝΤΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ, Αθήνα: Καστανιώτης



Ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ράιντερ, Άγγλος πιανίστας διεθνούς φήμης, φτάνει σε ένα ξενοδοχείο μιας μικρής πόλης της Κεντρικής Ευρώπης, όπου πρόκειται να δώσει ρεσιτάλ σε μια σημαντική συναυλία. Από την επίσκεψή του διακυβεύονται πολλά και για την ίδια την πόλη, η οποία βρίσκεται σε φάση παρακμής της τοπικής κλασικής μουσικής σκηνής. Ένας άλλοτε διακεκριμένος μαέστρος, ο κύριος Μπρόντσκι, έχει γίνει ένας αξιολύπητος αλκοολικός. ένας τσελίστας, ο κύριος Κριστόφ, έχει πέσει σε δυσμένεια. Όπως τονίζεται επανειλημμένα, το ρεσιτάλ του κυρίου Ράιντερ—και η ίδια του η παρουσία— θα αποκαταστήσει τη φήμη της πόλης και την αυτοεκτίμηση του πληθυσμού. Οι επαφές του, τυχαίες οι περισσότερες, τον εμπλέκουν σε περιπέτειες, με αποτέλεσμα να εκτροχιάζεται διαρκώς το χρονοδιάγραμμα των δραστηριοτήτων της τριήμερης παραμονής του. Ο ίδιος τονίζει, με αυξανόμενη ανυπομονησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, «έχω ένα ιδιαίτερα σφιχτό πρόγραμμα…», του οποίου όμως δεν μπορεί να θυμηθεί τις λεπτομέρειες ούτε να βρει ένα αντίγραφό του! Το μόνο που ξέρει είναι ότι η συναυλία, από την οποία εξαρτώνται τόσα πολλά, πρόκειται να γίνει την τελευταία βραδιά. Καθώς τα διαδοχικά εμπόδια απειλούν την εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσής του και καθώς οι πολύτιμες ώρες περνούν, ο Ράιντερ στερείται τροφής και ύπνου ενώ συνειδητοποιεί ότι δεν έχει εξασκηθεί για τη συναυλία ούτε έχει διαλέξει καν ποιο κομμάτι θα ερμηνεύσει! Καταστάσεις έξω από τις αρμοδιότητές του βρίσκονται ξαφνικά στην απόλυτη ευθύνη του ενώ όταν χρειάζεται να διορθώσει μια παρεξήγηση, προσπαθεί απεγνωσμένα να μιλήσει, αλλά ακούγονται μόνο γρυλίσματα! Κοντά σ' αυτά οι φυσικοί νόμοι του χρόνου και του χώρου ανατρέπονται: ένα επίσημο δείπνο πολύ μακριά με το αυτοκίνητο αποδεικνύεται, κατά την επιστροφή ότι γινόταν, στο αίθριο του ξενοδοχείου του! 

Μέσα στο άναρχο παιχνίδι της λογικής των ονείρων, ο Ishiguro υφαίνει πολλά σκέλη συμβατικής πλοκής που, καθώς βαθαίνουν και χτίζονται, αντέχουν στη σύγχυση της οπτικής του Ράιντερ: ο μαέστρος, ο κύριος Μπρόντσκι, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την  πρώην αγαπημένη του, ένας ηλικιωμένος αχθοφόρος ξενοδοχείου, ο Γκούσταβ, ελπίζει να αποκαταστήσει την  σχέση του με την κόρη του Σόφι (που φαίνεται να είναι η σύζυγος του Ράιντερ και μητέρα του παιδιού), ο διευθυντής του ξενοδοχείου και διοργανωτής της συναυλίας, κύριος Χόφμαν, θέλει να κερδίσει τον σεβασμό της απογοητευμένης συζύγου του, ενώ ο γιος τους, Στέφαν, σχεδιάζει να επιδείξει το υποτιμημένο ταλέντο του ως πιανίστας στη συναυλία.

Όπως έχει αναγνωρίσει ο ίδιος ο Ishiguro,  η αριστεία του Ράιντερ ως μουσικού θέλει να πηγάζει από τη λαχτάρα να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους γονείς του. Στο υποσυνείδητό του, όπως και όλων μας άλλωστε, ο τρόμος της αποτυχίας, της απόρριψης και της ταπείνωσης ζει και δεν μετριάζεται από καμία κοσμική επιτυχία. Τα επιτεύγματα και οι διακρίσεις, υποστηρίζει ο Ishiguro σε όλη τη μυθοπλασία του, είναι ανάξια υποκατάστατα, και συχνά εμπόδια, για μια ζωή με αληθινό νόημα. Η πόλη στο The Unconsoled δεν θα υπερβεί την παρακμή της επιδιώκοντας πολιτιστικό κύρος ούτε ο Ράιντερ θα ξεπεράσει τη δυστυχία του δίνοντας το καλύτερο ρεσιτάλ της καριέρας του.

Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι μια απτή  απόδειξη της κατασπατάλησης του χρόνου και των χαμένων ευκαιριών : 510 σελίδες αφιερώνονται στον Ράιντερ που περιμένει να πρωταγωνιστήσει σε μια συναυλία που δεν δίδεται ποτέ! Φτάνει ασθμαίνων στη σκηνή για να αντιμετωπίσει ένα άδειο αμφιθέατρο, ενώ το κοινό του έχει ήδη μαζέψει τα πράγματά του και έχει ξεκινήσει για το σπίτι του! Αν αυτό δεν συμβολίζει τον χαμένο χρόνο, την αδυναμία του να εκμεταλλευτεί τη στιγμή, την έλλειψη επικοινωνίας, την ασύμφορη απορία και τη σπατάλη δυνάμεων και χρόνου, τότε τι σημαίνει; Φαίνεται ακόμα πως ο Ράιντερ δεν καταφέρνει ποτέ να κατανοήσει τους γύρω του, συνεχώς παρερμηνεύει και παρεξηγεί ακόμα και τα πιο οικεία του πρόσωπα, όπως τη Σόφι, τη μητέρα του παιδιού του, που του φωνάζει στο τέλος: «Άφησε μας, ήσουν πάντα έξω από την αγάπη μας». Έτσι ο Ράιντερ είναι "απαρηγόρητος", καθώς βιώνει την «καταστροφική δύναμη της αγάπης χωρίς ενσυναίσθηση»!