Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Χαρά Ρόμβη (2023), «Σωτηρία», εκδόσεις Αντίποδες

 Από τη βιβλιοκριτική της Τιτίκας Δημητρούλια, που δημοσιεύτηκε εδώ

Μια νεαρή λογίστρια σε σούπερ μάρκετ, πολύ καλή στη δουλειά της, όμορφη, ζωηρή, ανεξάρτητη, σκορπάει τα λεφτά της και χαίρεται τη ζωή της, ενώ η μικρή ανιψιά της περιμένει επί ματαίω να γίνει παρανυφάκι στον γάμο της. Η μοίρα, όμως, και μια απρόσεκτη χελώνα άλλα κελεύουν για την ανώνυμη αυτή «θεία». Η Σωτηρία, νεοφερμένη στην Αθήνα, απολαμβάνει τους καφέδες, τα ταβερνάκια και τα μπουζούκια με τον άντρα και τις φίλες της. Αλλά πάνω από όλα λατρεύει τα ψώνια και μαγεύεται από τον παράδεισο του σούπερ μάρκετ, σε σημείο που ξεχνιέται και κλείνεται μέσα για μια ολόκληρη νύχτα. Έμπορος οικοδομικών υλικών ο Βασίλης, μπουχτισμένος από τους πελάτες και τις ιδιοτροπίες τους, κλείνει μια μέρα νωρίς το μαγαζί και αφηγείται στον υπάλληλό του την άδοξη ερωτική του ιστορία με μια εργαζόμενη στο παρακείμενο σούπερ μάρκετ συγχωριανή του με τραγικό παρελθόν. Η Μαρίνα, μια φιλόλογος εγκλωβισμένη για χρόνια σε μια αδιέξοδη κι άχαρη σχέση με έναν επιτήδειο της Αλλαγής, μαθαίνει ότι είναι σωματέμπορος, παίρνει με τρόπο θανατηφόρα ριζικό στα χέρια της τη ζωή της, αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Το σωτήριον έτος 1993, η μικρή Χριστίνα λέει τα κάλαντα με τον εξάδελφό της, που την παρατάει στα κρύα του λουτρού για να συνεχίσει με άλλη παρέα. Κλαίει και οδύρεται, αλλά βρίσκει τελικά τρόπο να μαζέψει ένα τεράστιο, για τα μάτια της, ποσό. Μόνο που η παλιά τραγουδίστρια της όπερας, στην έπαυλη όπου πηγαίνει να κλείσει θριαμβευτικά την περιοδεία της, την χαρακτηρίζει «φτωχό παιδάκι», χαλώντας της μεν το κέφι, αλλά χωρίς να κλονίσει στο ελάχιστο την αυτοεικόνα της ως πλούσιας, την οποία ενισχύει περαιτέρω η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ μητέρα της. Η τραβεστί Λιζέτα, η πιο παλιά στη Συγγρού, άλλως Γρέντζω ή Μάνα, αποσύρεται όταν αρρωσταίνει από τη νέα επάρατο της εποχής στο χωριό του, γίνεται νεωκόρος κι οι χωριανοί, που δεν ξεχνάνε το επονίτικο παρελθόν του, τρέμουν μπροστά στα ορατά σημάδια της ασθένειάς του και τις πιθανότητες μετάδοσής της.

Έξι πρόσωπα στη μεγάλη ανατροπή της Αλλαγής

Έξι πρόσωπα ζητούσαν συγγραφέα, να αφηγηθεί τις μικρές, προσωπικές τους ιστορίες, μέσα στη μεγάλη ανατροπή που έφερε ο καιρός και η «Αλλαγή» στη δεκαετία του ’80 και του ’90, μέσα στη μεγάλη ιστορία αλλά και στο περιθώριό της. Ιστορίες που κυλούν στον ρυθμό του χρόνου, του οποίου οι κραδασμοί διαμορφώνουν ήδη το συλλογικό μέλλον, αλλά προσλαμβάνονται στο ατομικό παρόν, φυσικοποιημένοι, ως επιλογές – κάτι χάνεται, κάτι μένει, κάτι καινούργιο εμφανίζεται και η ζωή συνεχίζεται. Έξι λαϊκά πρόσωπα, σε μια εποχή όπου η ίδια η έννοια του λαϊκού επαναπροσδιοριζόταν, στο πλαίσιο μιας συνολικής αναδιάρθρωσης της ανθρωπογεωγραφίας και των πολιτισμικών πρακτικών, ζητούσαν συγγραφέα.

Βρήκαν τη συγγραφέα τους στο πρόσωπο της Χαράς Ρόμβη, η οποία φέρνει στο προσκήνιο, στην πρώτη της λογοτεχνική κατάθεση, μια εποχή διαμορφωτική για την ελληνική ταυτότητα και τον ζωντανό της μύθο, όπως ανακατασκευάζεται και συντηρείται από τη συλλογική μνήμη –τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τις σχετικές εκδόσεις και τη μεγάλη έκθεση στην Τεχνόπολη, γίνεται λόγος ακόμη και για «ογδονταλγία», για τη νοσταλγία (άλλης) μιας χαμένης εποχής της αθωότητας. Κι ας είχε δείξει με ενάργεια, από τότε ακόμη, μια πτυχή της συγκαιρινής λογοτεχνίας πώς οι αλλαγές αυτές, συνυφασμένες με την εγχώρια πραγμάτωση της παγκοσμιοποίησης, προετοίμαζαν την ακύρωση του μέλλοντος –φέρνω πρόχειρα στον νου μου τα μυθιστορήματα «Οι λεύκες ασάλευτες» και «Εις τον πάτον της εικόνας», της Μάρως Δούκα ή τη Φανταστική περιπέτεια του Αλέξανδρου Κοτζιά–, ενόσω μια άλλη πτυχή της αποθέωνε τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του τέλους της Ιστορίας, που φυσικά δεν ήρθε ποτέ…

Η τάξη που χωράει τους πάντες

Γεννημένη το 1985, η Ρόμβη προσεγγίζει την εποχή της παιδικής της ηλικίας εξ όνυχος, μέσα από ιστορίες συγκρότησης του μικρομεσαίου ήθους και ύφους στη ροή μιας καθημερινότητας που παρασέρνει τους ανθρώπους, γεννώντας μαζί ελπίδες και ψευδαισθήσεις. Ζωντανεύει την εποχή που οι πληθυσμοί της επαρχίας αφήνουν πίσω τους, με ακόμη πιο γοργό ρυθμό και ανανεωμένες προσδοκίες, τα «κωλοχώρια», για να γλιτώσουν από «τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες», την οπισθοδρόμηση και τους κλειστούς ορίζοντες – όσο κι αν προσαρμόζονται κι αυτά στο νέο πνεύμα, ειδικά τα καλοκαίρια, της επιστροφής μικρών και μεγάλων, οπότε αντηχούν από τα ξένα τραγούδια πλάι στα ελαφρολαϊκά και δίνουν και παίρνουν οι σημαιούλες στα ποτά και στα παγωτά. Που οι πρώτοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ήδη ως η ρίζα του (κάθε) κακού, σε πείσμα της πιο απτής πραγματικότητας. Που οι γυναίκες δουλεύουν και ζουν, υποτίθεται, όπως θέλουν, σε ροζ συννεφάκια, σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, ανάμεσα στα ράφια του σούπερ μάρκετ, υπό τους ήχους μιας χαρούμενης μουσικής που ωθεί στη «λωτοφαγική δραστηριότητα της κατανάλωσης», εκεί όπου δουλεύουν άλλες γυναίκες, πεπεισμένες κι αυτές και τα παιδιά τους ότι ανήκουν πλέον στην τάξη των προνομιούχων, η οποία μοιάζει πια να χωράει τους πάντες, καλούς και κακούς, πλούσιους, μαφιόζους και μεροκαματιάρηδες. Την εποχή που ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός, η μοναξιά, ο (ανανεωμένος) ρατσισμός, η αλλοτρίωση, η γλίτσα, θριαμβεύουν και εμπεδώνονται, μαζί με τον (όποιο) εκσυγχρονισμό και ενάντιά του.

Ο λόγος της Ρόμβη είναι δουλεμένα απλός, μαζί αποστασιοποιημένος, αιχμηρός και συμπονετικός για τα πρόσωπα που σχεδιάζει κι αναζητούν απελπισμένα το καθένα τη δική του σωτηρία, παρασυρμένα από το ρεύμα ενώ νομίζουν πως κυβερνούν τη ζωή τους. Σχολιάζει τα μεγάλα μέσα από τα μικρά, με το σούπερ μάρκετ να είναι πανταχού παρόν, ως ένας συμβολικός μη τόπος της αλλοτρίωσης και με τους μονολόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους να αποτυπώνουν δυναμικά τη διαμόρφωση των αισθημάτων και της (ψευδούς) συνείδησης, έξω από τα γεγονότα της μεγάλης ιστορίας. «Με είπε φτωχό παιδάκι. Εμένα που έχω δικά μου δύο ποδήλατα. Ένα στην Αθήνα και ένα στο χωριό. […] Που έχω από τη νονά μου ολόχρυση καδένα με το ζώδιό μου και ολόχρυσα σκουλαρίκια. Που οι γονείς μου το βράδυ θα πάνε στα μπουζούκια, σε μπροστά-μπροστά τραπέζι. Που πήραμε καινούργιο αμάξι […] Που αυτό το καλοκαίρι δεν θα πάμε διακοπές στο χωριό, θα πάμε στη Ρόδο», σκέφτεται η μικρή Χριστίνα – κι ο παιδικός λόγος, που αρθρώνεται ήδη στο πρώτο διήγημα, είναι από τα πιο ισχυρά χαρτιά της Ρόμβη, μαζί με τον μετέωρο, ανοιχτό χαρακτήρα των ιστοριών της και τη δημιουργία ατμόσφαιρας, την απόδοση του Zeitgeist με τα ελάχιστα. Μια δυναμική πρώτη δουλειά που γεννά μεγάλες προσδοκίες.

Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024

JOHN WILLIAMS (2021), ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΛΑΡΗ, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, εκδόσεις Gutenberg-Aldina

 Ένα μυθιστόρημα-σταθμός, που υπερβαίνει το είδος του γουέστερν, στο οποίο εν πρώτοις εντάσσεται, μπολιάζοντάς το με αντιηρωικά, στοχαστικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά στοιχεία. Μπορεί ακόμα να θεωρηθεί και μυθιστόρημα ενηλικίωσης, τη στιγμή που ο βασικός 23χρονος ήρωας, καλοθρεμμένος και γραμματισμένος, αγνοεί βασικά στοιχεία του κόσμου και της φύσης του. Διαθέτει γνώσεις αλλά όχι αυτογνωσία και ανθρωπογνωσία. Μετά το Πέρασμα του Μακελάρη ανακαλύπτει αργά και επώδυνα μια "φύση" που τον τρομάζει, τη θεωρεί ξένη, συμβιβάζεται μαζί της, την γνωρίζει, την καθαίρει, την προωθεί. Το ίδιο όμως ενηλικιώνονται και οι άλλοι ήρωες-συνοδοιπόροι στο κυνήγι των βουβαλιών, του πλουτισμού, της ευδαιμονίας, καθώς αναγνωρίζουν την παντοδυναμία της φύσης, την ανθρώπινη φρίκη, τη ματαιοδοξία, τη θνητότητα, την ανατροπή, την τρέλα...

Συγχρόνως πρόκειται και για ένα βαθιά φιλοσοφικό, στοχαστικό και συμβολικό μυθιστόρημα. Θεωρήθηκε η απεικόνιση της ιμπεριαλιστικής Αμερικής αλλά και της πανανθρώπινης κυριαρχίας των ισχυρών σε βάρος των αδύναμων, της φύσης, των ζώων... Αποτελεί αποτύπωσης της περιβαλλόντικής καταστροφής, της υπερεκμετάλλευσης της φύσης μέχρις εξαντλήσεως των πόρων, της αυτοϋπονόμευσης του μέλλοντος στο όνομα ενός όλο και μεγαλύτερου κέρδους... Είναι η πορεία του ανθρώπιμου γένους πάνω στον πλανήτη-γη, ο homo sapiens, νέος και κάθε άλλο παρά "σοφός", το ίδιο άφρων και αλαζών είτε πρόκειται για καλλιεργημένο πεπαιδευμένο άτομο, είτε για θρησκευόμενο, είτε για χειρώνακτα. Είναι τελικά απαισιόδοξος ο στοχασμός του συγγραφέα; Ο ήρωάς του τα αφήνει όλα πίσω του και με τον καθαρμένο νέο του εαυτό ξεκινά ένα καινούριο ταξίδι, μη έχοντας οριοθετήσει ακόμα τον προσανατολισμό του. Ο κάθε αναγνώστης το "συμπληρώνει" ανάλογα με τον ορίζοντα των προσδοκιών του. 

Και δυο λόγια για τον τίτλο: το "Πέρασμα του Μακελάρη" είναι καταρχάς η πόλις-άπολις, το πέρασμα που οδηγεί στην κοιλάδα των βουβαλιών, το πέρασμα-μετάβαση από τον ανθρώπινο πολιτισμό στην άγρια φύση... Και "Μακελάρηδες" είναι λίγο ως πολύ όλοι οι ήρωες του βιβλίου,άρα ο άνθρωπος ως ατομική και συλλογική οντότητα, "μακελάρης" όμως είναι και άγρια φύση, με τα θηρία, τα βουνά, τους γκρεμούς, τα χιόνια, τα ποτάμια, που συνιστούν παγίδες θανάτου και απανθρωπο 

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2024

V 252 Παύλου του Σιλεντιάριου

 Ῥίψωμεν, χαρίεσσα, τὰ φάρεα. γυμνὰ δὲ γυμνοῖς ἐμπελάσει γυίοις γυῖα περιπλοκάδην.

μηδὲν ἔοι τὸ μεταξύ. Σεμιράμιδος γὰρ ἐκεῖνο τεῖχος ἐμοὶ δοκέει λεπτὸν ὕφασμα σέθεν.

στήθεα δ’ ἐζεύχθω, τά τε χείλεα. τἆλλα δὲ σιγῇ κρυπτέον. ἐχθαίρω τὴν ἀθυροστομίην.

ολγκα Τοκαρτσουκ, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών






Το μυθιστόρημα της νομπελίστριας Όλγκα Τοκάρτσουκ Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών –σε ρέουσα, γλαφυρή μετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη, για τις εκδόσεις Καστανιώτη–, γεφυρώνει την εμπειρία της πραγματικής ζωής και του φανταστικού, τα όνειρα και το παρόν καθώς και το παρελθόν και το παρόν. Η Τοκάρτσουκ γράφει για πράγματα εξαιρετικά, για θαύματα που έχουν τις ρίζες τους στην καθημερινή ζωή: το πιο σημαντικό κλειδί προσέγγισής της φαίνεται να είναι ο μυθογραφικός τόνος, εφόσον έτσι κι αλλιώς η γραφή της έχει συσχετισθεί με τη μεταμοντέρνα αισθητική.

Η εκκεντρική αφηγήτρια του Οδήγησε το αλέτρι σου..., η Γιανίνα Ντουσέικο, έχει διατελέσει μηχανικός γεφυρών, κατόπιν δασκάλα αγγλικών και, τέλος, σε κάπως πιο προχωρημένη (αλλά απροσδιόριστη) ηλικία, χειμερινή φύλακας σε μερικά καλοκαιρινά σπίτια στο απομονωμένο πολωνικό χωριουδάκι Κλότζκο: το σκηνικό είναι ένα οροπέδιο που βρίσκεται στα όρια με την Τσεχική Δημοκρατία. Η αληθοφάνεια και η τεκμηρίωση των πραγματολογικών στοιχείων μοιάζει να μην ενδιαφέρουν καθόλου τη συγγραφέα, που τοποθετεί στην εποχή του ίντερνετ και του κινητού τηλεφώνου έναν οδοντίατρο να αναισθητοποιεί τους ασθενείς του με βότκα προτού προβεί σε εξαγωγή δοντιού. Επίσης, η έλλειψη αληθοφάνειας σε πλείστα σημεία του μυθιστορήματος δεν αποβαίνει διόλου εις βάρος της υποβλητικής ατμόσφαιρας, αντιθέτως περιβάλλει την αφήγηση με μιαν αχλή παραμυθιού – ζοφερού όμως παραμυθιού.

Η Γιανίνα ξυπνά ένα βράδυ από τον γείτονά της που η ίδια αποκαλεί «Σκιάχτρο», ο οποίος την ενημερώνει ότι ο γείτονάς τους που φέρει το παρατσούκλι «Μεγάλη Πατούσα», είναι νεκρός στο σπίτι του. Πριν φτάσει η αστυνομία, η Γιανίνα και το Σκιάχτρο βρίσκουν ένα κόκαλο ελαφιού στο στόμα της Μεγάλης Πατούσας. Η αυθαίρετη ονοματοθεσία των προσώπων είναι ένα μόνο κομμάτι της πρωτοτυπίας στην αφηγηματική αυτή σύνθεση, που είναι δομημένη στα μύχια του γυναικείου ψυχισμού και απηχεί πάγιες θέσεις της συγγραφέως για τις εσφαλμένες, ετεροκανονικές επιλογές της ανθρωπότητας: ανάμεσα σε αυτές, πέρα από τον πόλεμο, την αλαζονεία, την ειρωνεία, κεντρική θέση κατέχει το κυνήγι και η κρεωφαγία. Οι θάνατοι που σημειώνονται στο χωριό της ιστορίας είναι όλοι αμφίβολης προέλευσης, φαντάζουν ως ένα βαθμό σαν ατυχήματα αλλά, για τη συνείδηση της αφηγήτριας, δεν είναι παρά μια οργανωμένη εκδίκηση της πανίδας της περιοχής για τη γενοκτονία των ζώων που γίνεται εκ μέρους των ανθρώπων. Τα όρια του ανθρώπινου και του ζωϊκού καταργούνται ως ένα βαθμό για τη Γιανίνα, καθώς η φύση δείχνει με ανιμιστικό τρόπο ενοποιημένη, να υπακούει σε προδιαγεγραμμένους («δεδικασμένους», όπως τους αποκαλεί σε επιστολή της προς την Αστυνομία) κανόνες που ο άνθρωπος επιμένει να αγνοεί. Προφανώς η Γιανίνα αντιμετωπίζεται ως η «τρελή» του χωριού, εξασφαλίζει όμως την πηγαία συνενοχή του αναγνώστη.

Μανιώδης οπαδός της αστρολογίας και, γενικότερα, επιρρεπής στο να θεωρητικοποιεί και να αποδίδει περιστατικά σε ευρύτερα, κοσμικά συστήματα αναφορών, αναπτύσσει και προπαγανδίζει τη θεωρία ότι τα ζώα σκοτώνουν τους ντόπιους για να εκδικηθούν για την κακοποίησή τους απ’ αυτούς. Πρόκειται για ένα μυστήριο δολοφονίας με γνωρίσματα ψυχολογικού θρίλερ, που παράλληλα εγκαινιάζει βαθύ διαλογισμό σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη και με το πώς η ανθρώπινη ζωή ταιριάζει –ή δεν ταιριάζει– με τον κόσμο γύρω της. Το λεξιλόγιο και τα τσιτάτα της η Γιανίνα τα δανείζεται από τον αγαπημένο της ποιητή, τον Ουίλιαμ Μπλέικ.

Πέρα από εξαιρετική ποιητική περιδιάβαση στη μοναδική αντίληψη ενός «σαλού» για την υπαρξιακή συνθήκη που απαρεγκλίτως οδηγεί τον άνθρωπο στη φθορά και στον θάνατο, το Οδήγησε το αλέτρι σου... είναι, υπό μιαν οπτική, ένα «οικολογικό θρίλερ» – αρκετοί συνηθισμένοι αλλά αντιπαθείς άντρες δολοφονούνται βάναυσα στο τέλος του χειμώνα και φαίνεται ότι η ίδια η φύση είναι που τους δολοφονεί. Εμφανείς είναι οι επιδράσεις του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού στο μυθιστόρημα (η νεκρή μητέρα και η νεκρή γιαγιά της αφηγήτριας περιδιαβαίνουν το λεβητοστάσιο ανενόχλητες και εκείνη προσπαθεί να τις ξαναστείλει στη διάσταση απ’ όπου επισκέπτονται τα όνειρά της), ωστόσο θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για «γραφικό ρεαλισμό», για ανατριχιαστική, επακριβή παρακολούθηση των πραγματικών, επιστημονικών δεδομένων της καθημερινής φθοράς των ανθρωπίνων. Τέλος, μοιάζει με θρίλερ αστυνομικής υφής, δεδομένης της «ιατροδικαστικής», σχεδόν, περιγραφής των νεκρών μελών (ιδιαίτερα των ποδιών) του ανθρώπινου σώματος και της «εντομολογικής» ακρίβειας μιας συλλογής από οστά, τεμάχια γούνας και λοιπά κτερίσματα που ανασυνθέτουν τη ζωή στα εξ ών συνετέθη. [αποσπάσματα από την κριτική του Νίκου Ξένιου στο BOOK PRESS, ολόκληρη η κριτική εδώ ]

Αυτό το σκοτεινά κωμικό και αναρχικό νουάρ προκάλεσε σεισμική αντίδραση στην Πολωνία, την πατρίδα της Τοκάρτσουκ, λόγω της ανυπόκριτης επίθεσής της στις αυταρχικές δομές, ενώ ο δεξιός Τύπος της χώρας βάφτισε τη συγγραφέα «οικοτρομοκράτισσα» και εθνική προδότρια.

Ένας από τους ήρωες του έργου αναφέρει: «Καμιά φορά μου φαίνεται πως ο καθένας μας ζει σε έναν κόσμο που κατασκευάζει για τον εαυτό του. Φτιάχνουμε χάρτες με σημασίες, τι είναι καλό και τι όχι, και μετά περνάμε όλη μας τη ζωή παλεύοντας με αυτό που έχουμε επινοήσει. Και βέβαια, επειδή ο καθένας έχει την εκδοχή του, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε ο ένας τον άλλον..»

Ένα στοχαστικό, ειρωνικό και απόκοσμο έργο μυστηρίου με φόνους, με αγωνιώδη αφήγηση, διασκεδαστικούς χαρακτήρες και παιγνιώδες χιούμορ, το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών είναι εντέλει μια ιστορία για το σύμπαν, την ποίηση και τους περιορισμούς και τις δυνατότητες του ακτιβισμού.

Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

BYATT S. ANTONIA (2022), ΕΜΜΟΝΗ, Μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Αθήνα: Πόλις





Γύρω από τον μεγάλο βικτοριανό ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος. Πανεπιστημιακοί, φιλόλογοι, μελετητές, διεκδικούν την αποκλειστικότητα της μελέτης του έργου του. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται, ακόμη και η κλοπή χειρογράφων, η δόλια απόσπαση πληροφοριών, η εξαπάτηση. Αλλά καθώς αυτές οι ακαδημαϊκές διαμάχες κορυφώνονται, ο νεαρός ερευνητής Ρόλαντ Μίτσελ ανακαλύπτει μια επιστολή του ποιητή που απευθύνεται σε μια άγνωστη γυναίκα. Μαζί με τη φεμινίστρια, πρωτοπόρο των γυναικείων σπουδών, Μωντ Μπέιλι, θα επιχειρήσουν να διαλευκάνουν το ερωτικό μυστήριο που φαίνεται να περιβάλλει την επιστολή. Οι δυο τους, κρυφά από συναδέλφους και ανταγωνιστές μελετητές, θα αποδυθούν σ' ένα ασθματικό κυνήγι θησαυρού και πολύ γρήγορα η διανοητική τους περιπέτεια θα γίνει και πραγματική.

Από τα αρχοντικά του Λίνκολνσαϊρ στους βαλτότοπους και στις λίμνες του βόρειου Γιορκσάιρ, από τους θρύλους για τη Νεράιδα Μελουζίνα και την καταποντισμένη πόλη Υς στις φυσιοδιφικές αναζητήσεις και τις πνευματιστικές ανησυχίες των επιφανών βικτοριανών, από τους παράνομους έρωτες στις ρομαντικές αυτοκτονίες, το κορυφαίο μυθιστόρημα της βραβευμένης Αγγλίδας συγγραφέως υφαίνει ένα δίχτυ παθών, παραπλάνησης και τραγωδίας. Και είναι ταυτόχρονα ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι «μίμησης ύφους» ποιητών και ποιητριών του 19ου αιώνα, ένας αφηγηματικός άθλος που αξιοποιεί τα πιο συναρπαστικά στοιχεία του λογοτεχνικού αινίγματος που ονομάζεται ρομαντικό μυθιστόρημα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

***

Η "Εμμονή" ξεκινά το 1986 στο Αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, όπου ο Ρόλαντ Μίτσελ - μεταδιδακτορικός βοηθός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ήρωας του μυθιστορήματος - ψαχουλεύει ένα παλιό βιβλίο που κάποτε ανήκε στον βικτoριανό ποιητή που λατρεύει, τον Ράντολφ Χένρι Ας. Καθώς το φυλλομετρά πέφτουν από το σκονισμένο βιβλίο δύο ανυπόγραφα χειρόγραφα γράμματα του Ας, που αποκαλύπτουν μια μέχρι τότε άγνωστη σχέση του ποιητή με μία γυναίκα, όχι τη σύζυγό του. Έτσι ξεκινά μια απίθανη αναζήτηση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας αυτής της γυναίκας, ώστε να σκιαγραφηθεί με μεγαλύτερη πληρότητα η προσωπική ζωή και το έργο του ποιητή.

Ο Ρόλαντ Μίτσελ, ως έξυπνος λογοτεχνικός ντετέκτιβ, υποψιάζεται ότι τα γράμματα του Ας απευθύνονταν σε μια άλλη ποιήτρια της βικτoριανής εποχής, την Κρίσταμπελ Λαμότ. Στο πλαίσιο αναζήτησης τεκμηρίων συναντά τη Μωντ Μπέιλι, φεμινίστρια ακαδημαϊκό, κορυφαία μελετήτρια της Λαμότ, η οποία τυχαίνει να είναι και μακρινός απόγονός της. Μαζί επισκέπτονται ένα εξοχικό σπίτι, όπου η Λαμότ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, ανακαλύπτουν αρκετές επιστολές που αντάλλαξαν ο Ας και τη Λαμότ, και προσπαθούν να πείσουν το, σημερινό ιδιοκτήτη, τον σερ Τζορτζ Μπέιλι, να τους επιτρέψει να τις μελετήσουν, καθώς το περιεχόμενό τους ανατρέπει τις καθιερωμένες προσεγγίσεις των δύο ποιητών.

Φαίνεται ωστόσο ότι ο Μίτσελ και η Μπέιλι δεν είναι οι μόνοι πανεπιστημιακοί που ενδιαφέρονται για την επικοινωνία του Ας με τη Λαμότ. Κοντά σε αυτούς υπάρχει η καθηγήτρια Λεονόρα Στερν, που εστιάζει στη σχέση της Λαμότ με μια γυναίκα που ονομάζεται Μπλανς Γκλόβερ, η Μπίαρτις Νεστ, επιμελήτρια του ημερολογίου της Ελεν Ας, γυναίκας του ποιητή, ο καθηγητής Τζέιμς Μπλάκανττερ, μέντορας του Μίτσελ, που επιμελείται τα άπαντα του Ας, και  Μόρτιμερ Κρόπερ, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας, που επιθυμεί να αποκτήσει το σύνολο του έργου του Ας και να το μεταφέρει στην Αμερική. 

Όλοι οι ανωτέρω μελετητές προσεγγίζουν ό ένας τον άλλο και τον "ιδιοκτήτη" των επιστολών, μελετούν με νέα δεδομένα το έργο των δύο βικτωριανών ποιητών στο οποίο έχει πρόσβαση ο καθένας τους, τα ημερολόγια και τις επιστολές τους, ενώ συχνά προσπαθούν να παραπλανήσουν τους "ανταγωνιστές" τους, "κερδίζοντας δρόμο" στην επαγγελματική τους εξέλιξη και στην ανακάλυψη της "αλήθειας", όπως την εννοεί ο καθένας.

Οι Μίτσελ και Μπέιλι, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα "βήματα" των δύο ποιητών, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική μελέτη του έργου τους, ημερολογίων και  επιστολών, είχαν ταξιδέψει κρυφά μαζί,  βρίσκονται αρχικά σε μια περιοχή του Γιορκσάιρ  και στη συνέχεια στη Βρετάνη, όπου η Λαμότ είχε φιλοξενηθεί για ένα διάστημα. Εκεί ανακαλύπτουν μια χειρόγραφη διαθήκη της Λαμότ, βάσει της οποίας τα πνευματικά δικαιώματα του έργου της φαίνεται να τα έχει η Μωντ Μπέιλι, ως απόγονός της. Οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι μελετητές τους ακολουθούν κατά πόδας, και τελικά συγκεντρώνονται όλοι μαζί στον περίβολο εκκλησίας του Σάσεξ, όπου έχουν ταφεί ο Άς και στη συνέχεια η γυναίκα του Έλεν. Εκεί μετατρέπονται σε τυμβωρύχους αποκαλύπτοντας όλα τα μυστικά της σχέσης των δύο ποιητών και της μετέπειτα ζωής τους...

***

Της Αργυρώς Μαντόγλου

Η Εμμονή κυκλοφόρησε το 1990, απόσπασε το βραβείο Booker και έκτοτε έγινε αντικείμενο μελέτης προκαλώντας πλήθος κριτικών εργασιών καθώς στο ίδιο το έργο δοκιμάζονται και εφαρμόζονται ένας αριθμός από τις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεωρίες για το μυθιστόρημα. Ο τρόπος χειρισμού του παρελθόντος αλλά και η οργανική συνύπαρξη όλων σχεδόν των λογοτεχνικών ειδών, το κατέστησαν ένα από τα πλέον καινοτομικά έργα τόσο στη μορφή όσο και στη δομή. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωσή του είναι σε ποιο βαθμό η έρευνα και τα θεωρητικά εργαλεία είναι ικανά να ξεκλειδώσουν κείμενα περασμένων εποχών. Μήπως είμαστε καταδικασμένοι να αναπαράγουμε τις δικές μας εμμονές και οι αναγνώσεις μας να καθρεφτίζουν τις δικές μας ελλείψεις; Μήπως πάρα την ενδελεχή και σχολαστική έρευνα υπάρχουν πληροφορίες που μοιραία θα μείνουν στην αφάνεια, καλυμμένες για πάντα από τη σκόνη του χρόνου;

Η αδυναμία πρόσβασης στην αλήθεια και η ανικανότητα απόκτησης της «απόλυτης γνώσης», απηχούν τις σύγχρονες θεωρίες για τη μεταμοντέρνα κατάσταση και την παραδοχή ότι το παρελθόν δεν είναι παρά μια ακόμα κατασκευή. Με εξαιρετική μαεστρία η Μπάιατ εξετάζει το παρελθόν στο ίδιο πλαίσιο με το παρόν, ενώ οι αντίστοιχοι χαρακτήρες συγχρονίζονται και σταδιακά εξελίσσονται παράλληλα: Δύο ζευγάρια, δύο διαφορετικών εποχών και με μεγάλη χρονική απόσταση, δοκιμάζονται σε δύσκολα και απρόσβατα στους άλλους πεδία, αλλά τόσο τα γεγονότα του παρελθόντος όσο και του παρόντος που αρχικά μοιάζουν αδικαιολόγητα και ανεξήγητα, κάποια στιγμή υπακούουν στους νόμους του αίτιου και αιτιατού.

Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει κανένα γεγονός που να μην παίξει αργότερα τον ρόλο του στο μέλλον και να μη βρει τη θέση του στη μεγαλύτερη εικόνα. Αυτό που στην αρχή μοιάζει τυχαίο καταλήγει να είναι μέρος μιας αλυσίδας γεγονότων που λόγω της άγνοιας και των χαμένων κρίκων προβάλλει μυστηριώδες και σκοτεινό. Η αποκατάσταση και η συγκέντρωση πληροφοριών προσφέρουν μεν ερμηνείες, αλλά κάποια μυστήρια δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν στην επιφάνεια είτε λόγω της απουσίας γραπτών μαρτυριών και της έλλειψης ντοκουμέντων είτε λόγω της προκατάληψης των μελετητών. Η Μπάιατ πίσω από την πολυδαίδαλη πλοκή του μυθιστορήματος, την επιστράτευση πλήθους θεωρητικών μεθόδων προσέγγισης, την εξαντλητική έρευνα, την ενορχήστρωση εγκιβωτισμένων μυστηρίων, τις κλοπές ντοκουμέντων και βιογραφικού υλικού, μοιάζει να ισχυρίζεται πως ποτέ δεν πρόκειται να έρθει στο φως ολόκληρη η αλήθεια, εκτός από μια εκδοχή της, ενώ το βάρος πέφτει σε αυτούς που θα αναλάβουν την έρευνα, οι οποίοι λειτουργούν και ως ντετέκτιβ.

Συνδυάζοντας έναν αριθμό λογοτεχνικών ειδών, επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολογιακό, μυστήριο, ρομάντζο, επική ποίηση, λυρική ποίηση, κριτικό δοκίμιο, η συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει έναν αριθμό μυστηρίων και παρεξηγήσεων και να καταδείξει την αδυναμία της απόλυτης αναπαραγωγής των γεγονότων, παρά την αξιοπιστία της μεθόδου που επιστρατεύεται.

Ανεπίδοτες επιστολές

Ο Ρόλαντ Μίτσελ, κεντρικός χαρακτήρας και ερευνητής ανακαλύπτει στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, δύο κρυμμένες ημιτελείς επιστολές του διάσημου βικτοριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας, ο οποίος είναι και αντικείμενο των μελετών του. Ο Ρόλαντ έρχεται σε επαφή με την Μοντ Μπέιλι, μια ερευνήτρια της ποίησης της Κρισταμπέλ Λα Μοτ, μιας βικτοριανής ποιήτριας, μικρότερης εμβέλειας με την οποία έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι φεμινίστριες και οι ερευνήτριες των γυναικείων σπουδών. Μετά από πολλές περιπέτειες και λόγω της επιμονής και της σχολαστικής έρευνάς τους, ανακαλύπτουν την κρυμμένη αλληλογραφία των δυο ποιητών που έζησαν τον δέκατο ένατο αιώνα. Η αναζήτησή τους θα τους οδηγήσει από τη Βρετανία σε διάφορα μέρη της Γαλλίας και θα γίνουν μάρτυρες της θυελλώδους ερωτικής τους ιστορίας η οποία έμεινε κρυμμένη για αιώνες. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης των χαμένων χειρογράφων και των επιστολών και μέσα από τον επαναπροσδιορισμό των λογοτεχνικών προγόνων τους, ο Ρόλαντ και η Μοντ βιώνουν και διάφορα στάδια στην εξέλιξη της δικής τους σχέσης.

Η κυρίως αφήγηση διακόπτεται από την ποίηση του Ας και της Λα Μοτ. Η ποίηση της γυναίκας θυμίζει ποιήματα της Ντίκινσον, εσωστρεφή και λυρικά με μια αλληγορική ποιότητα, ενώ τα επικά ποιήματα του Ας διαθέτουν κάτι από τον αέρα από Κόλεριτζ. Η γραφή του κάθε κεφαλαίου διαφοροποιείται και το ύφος προσαρμόζεται είτε πρόκειται για τις ημερολογιακές καταχωρήσεις της Ελεν, της συζύγου του Ας, είτε για τα κριτικά δοκίμια των ακαδημαϊκών που ασχολούνται με τα έργα των δύο βικτοριανών ποιητών. Κάποια από τα ποιήματα καταλαμβάνουν ιδιαίτερα μεγάλη έκταση αλλά προχωρώντας την ανάγνωση γίνεται εμφανές ότι οι παραθέσεις τους είναι απαραίτητες καθώς μέσα από τις ερμηνείες που ακολουθούν παρουσιάζονται και οι παραναγνώσεις τους. Οι κρίσεις και τα επιχειρήματα του εκάστοτε ερευνητή μοιάζουν ανάλογα της Σχολής που υπηρετεί και ενίοτε η ποίηση «τεμαχίζεται», προκειμένου να ταιριάξει με κάποια θεωρία.

Αμοιβαίες εμμονές

Οι ήρωες της Μπάιατ έχουν πολλά εμπόδια να υπερπηδήσουν, έναν αριθμό μυστήριων να επιλύσουν, πλήθος ντοκουμέντων να ξεθάψουν για να πλησιάσουν την «ενήλικη αλήθεια» – την ιστορική στιγμή που υπάρχει η απαιτούμενη ωριμότητα και το κατάλληλο πεδίο αποδοχής της. Η εμμονή των δυο σύγχρονων εραστών με το παρελθόν σβήνει το παρόν μέχρι να πάρει τη θέση που του αρμόζει και τότε να επιτρέψουν και στις δικές τους επιθυμίες να εκδηλωθούν.

Η Μπάιατ έχει αναπλάσει τον κόσμο του δεκάτου ενάτου αιώνα με το λογοτεχνικό του μεγαλείο και κατασκεύασε χαρακτήρες μεγάλου βάθους που γοητεύονται απ’ αυτόν, εμπλέκοντας επιδέξια τις δυο παράλληλες πλοκές και οδηγώντας το κάθε κεφάλαιο σε ένα κρεσέντο που προκαλείται κυρίως από το πάθος της ίδιας της συγγραφέως για τη γλώσσα και τη γραφή.

Το πάθος, η επαγρύπνηση και η εμμονή είναι κεντρικά μοτίβα του έργου. Η εμμονή εμφανίζεται με διάφορους τρόπους και είναι μια ποιότητα που όλοι διαθέτουν. Υπάρχει η εμμονή του Ρόλαντ με τα κλεμμένα γράμματα, η αμοιβαία εμμονή των νεκρών εραστών αλλά και των επιγόνων τους, των ακαδημαϊκών με το αντικείμενο της έρευνάς τους, αλλά και η εμμονή των χαρακτήρων με τη σεξουαλικότητα. Υπαινικτική και υπόγεια κατά τη βικτοριανή εποχή και με την υπερέκθεση της κατά τον εικοστό αιώνα, η σεξουαλικότητα προβάλλει ως ρυθμιστικός παράγοντας της ιστορίας. Στο μυθιστόρημα ασκείται κριτική τόσο στο βικτοριανό σύστημα όπου αποφεύγεται κάθε αναφορά καθώς και στην υπερανάλυση των ημερών μας προκειμένου να αναδειχτεί η σημασία της ίδιας της πράξης – ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο όπου περιγράφεται η σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης των εραστών.

Οι βικτοριανές κατασκευές για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι περιορισμένες αλλά και οι θεωρίες του εικοστού αιώνα είναι εξίσου περιοριστικές. Οι ακαδημαϊκοί που διαβάζουν την ποίηση της Λα Μοτ ως χάρτη του γυναικείου σώματος και οι σύγχρονες φεμινίστριες που παγιδεύονται στη θεωρία, γίνονται θύματα της ερμηνευτικής οδού που επιλέγουν και συχνά αδυνατούν να δουν το προφανές. Η Μπάιατ παίρνει κριτική απόσταση από όλες τις θεωρίες, προβάλλοντας τις παγίδες που ελλοχεύουν για όσους παρακάμψουν το βίωμα και διαβάσουν την κυριολεξία ως μεταφορά, καθώς, προκειμένου να συνταιριάξουν τις ψηφίδες: μπορεί να βρεθούν με μια λανθασμένη εικόνα και ακόμα χειρότερα να μη το μάθουν ποτέ. Αυτό το επικά σύνθετο και πολυειδές έργο αποδόθηκε με έμπνευση και μεγάλη επινοητικότητα από την Κατερίνα Σχινά.

* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Πότε πότε, υπάρχουν αναγνώσεις που κάνουν το χνούδι στον αυχένα μας, το ανύπαρκτο τρίχωμά μας, να σηκώνεται και να τρέμει, όταν κάθε λέξη καίει και αστράφτει σκληρή και διάφανη και αιώνια και ακριβής, σαν τα πετράδια της φωτιάς, σαν τις κουκίδες των άστρων στο σκοτάδι- αναγνώσεις που η γνώση ότι θα γνωρίσουμε το κείμενο διαφορετικά, καλύτερα ή πιο ικανοποιητικά προηγείται κάθε ικανότητας να πούμε τι γνωρίζουμε ή πώς. Σ’ αυτές τις αναγνώσεις, η αίσθηση ότι το κείμενο έχει εμφανιστεί ως εντελώς καινούργιο, πρωτοφανέρωτο και πρωτοείδωτο, ακολουθείται, σχεδόν αμέσως, από την αίσθηση ότι ήταν πάντα εκεί, ότι εμείς οι αναγνώστες το ξέραμε ότι ήταν πάντα εκεί και πάντα γνωρίζαμε ότι ήταν όπως ήταν, αν και τώρα για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε πλήρως τη γνώση μας». [Σελ. 580-581]