Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2022

BYATT S. ANTONIA (2022), ΕΜΜΟΝΗ, Μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Αθήνα: Πόλις





Γύρω από τον μεγάλο βικτοριανό ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας μαίνεται ένας υπόγειος πόλεμος. Πανεπιστημιακοί, φιλόλογοι, μελετητές, διεκδικούν την αποκλειστικότητα της μελέτης του έργου του. Όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται, ακόμη και η κλοπή χειρογράφων, η δόλια απόσπαση πληροφοριών, η εξαπάτηση. Αλλά καθώς αυτές οι ακαδημαϊκές διαμάχες κορυφώνονται, ο νεαρός ερευνητής Ρόλαντ Μίτσελ ανακαλύπτει μια επιστολή του ποιητή που απευθύνεται σε μια άγνωστη γυναίκα. Μαζί με τη φεμινίστρια, πρωτοπόρο των γυναικείων σπουδών, Μωντ Μπέιλι, θα επιχειρήσουν να διαλευκάνουν το ερωτικό μυστήριο που φαίνεται να περιβάλλει την επιστολή. Οι δυο τους, κρυφά από συναδέλφους και ανταγωνιστές μελετητές, θα αποδυθούν σ' ένα ασθματικό κυνήγι θησαυρού και πολύ γρήγορα η διανοητική τους περιπέτεια θα γίνει και πραγματική.

Από τα αρχοντικά του Λίνκολνσαϊρ στους βαλτότοπους και στις λίμνες του βόρειου Γιορκσάιρ, από τους θρύλους για τη Νεράιδα Μελουζίνα και την καταποντισμένη πόλη Υς στις φυσιοδιφικές αναζητήσεις και τις πνευματιστικές ανησυχίες των επιφανών βικτοριανών, από τους παράνομους έρωτες στις ρομαντικές αυτοκτονίες, το κορυφαίο μυθιστόρημα της βραβευμένης Αγγλίδας συγγραφέως υφαίνει ένα δίχτυ παθών, παραπλάνησης και τραγωδίας. Και είναι ταυτόχρονα ένα δεξιοτεχνικό παιχνίδι «μίμησης ύφους» ποιητών και ποιητριών του 19ου αιώνα, ένας αφηγηματικός άθλος που αξιοποιεί τα πιο συναρπαστικά στοιχεία του λογοτεχνικού αινίγματος που ονομάζεται ρομαντικό μυθιστόρημα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

***

Η "Εμμονή" ξεκινά το 1986 στο Αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, όπου ο Ρόλαντ Μίτσελ - μεταδιδακτορικός βοηθός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και ήρωας του μυθιστορήματος - ψαχουλεύει ένα παλιό βιβλίο που κάποτε ανήκε στον βικτoριανό ποιητή που λατρεύει, τον Ράντολφ Χένρι Ας. Καθώς το φυλλομετρά πέφτουν από το σκονισμένο βιβλίο δύο ανυπόγραφα χειρόγραφα γράμματα του Ας, που αποκαλύπτουν μια μέχρι τότε άγνωστη σχέση του ποιητή με μία γυναίκα, όχι τη σύζυγό του. Έτσι ξεκινά μια απίθανη αναζήτηση για τον προσδιορισμό της ταυτότητας αυτής της γυναίκας, ώστε να σκιαγραφηθεί με μεγαλύτερη πληρότητα η προσωπική ζωή και το έργο του ποιητή.

Ο Ρόλαντ Μίτσελ, ως έξυπνος λογοτεχνικός ντετέκτιβ, υποψιάζεται ότι τα γράμματα του Ας απευθύνονταν σε μια άλλη ποιήτρια της βικτoριανής εποχής, την Κρίσταμπελ Λαμότ. Στο πλαίσιο αναζήτησης τεκμηρίων συναντά τη Μωντ Μπέιλι, φεμινίστρια ακαδημαϊκό, κορυφαία μελετήτρια της Λαμότ, η οποία τυχαίνει να είναι και μακρινός απόγονός της. Μαζί επισκέπτονται ένα εξοχικό σπίτι, όπου η Λαμότ έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, ανακαλύπτουν αρκετές επιστολές που αντάλλαξαν ο Ας και τη Λαμότ, και προσπαθούν να πείσουν το, σημερινό ιδιοκτήτη, τον σερ Τζορτζ Μπέιλι, να τους επιτρέψει να τις μελετήσουν, καθώς το περιεχόμενό τους ανατρέπει τις καθιερωμένες προσεγγίσεις των δύο ποιητών.

Φαίνεται ωστόσο ότι ο Μίτσελ και η Μπέιλι δεν είναι οι μόνοι πανεπιστημιακοί που ενδιαφέρονται για την επικοινωνία του Ας με τη Λαμότ. Κοντά σε αυτούς υπάρχει η καθηγήτρια Λεονόρα Στερν, που εστιάζει στη σχέση της Λαμότ με μια γυναίκα που ονομάζεται Μπλανς Γκλόβερ, η Μπίαρτις Νεστ, επιμελήτρια του ημερολογίου της Ελεν Ας, γυναίκας του ποιητή, ο καθηγητής Τζέιμς Μπλάκανττερ, μέντορας του Μίτσελ, που επιμελείται τα άπαντα του Ας, και  Μόρτιμερ Κρόπερ, ένας Αμερικανός επιχειρηματίας, που επιθυμεί να αποκτήσει το σύνολο του έργου του Ας και να το μεταφέρει στην Αμερική. 

Όλοι οι ανωτέρω μελετητές προσεγγίζουν ό ένας τον άλλο και τον "ιδιοκτήτη" των επιστολών, μελετούν με νέα δεδομένα το έργο των δύο βικτωριανών ποιητών στο οποίο έχει πρόσβαση ο καθένας τους, τα ημερολόγια και τις επιστολές τους, ενώ συχνά προσπαθούν να παραπλανήσουν τους "ανταγωνιστές" τους, "κερδίζοντας δρόμο" στην επαγγελματική τους εξέλιξη και στην ανακάλυψη της "αλήθειας", όπως την εννοεί ο καθένας.

Οι Μίτσελ και Μπέιλι, προσπαθώντας να ακολουθήσουν τα "βήματα" των δύο ποιητών, οι οποίοι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική μελέτη του έργου τους, ημερολογίων και  επιστολών, είχαν ταξιδέψει κρυφά μαζί,  βρίσκονται αρχικά σε μια περιοχή του Γιορκσάιρ  και στη συνέχεια στη Βρετάνη, όπου η Λαμότ είχε φιλοξενηθεί για ένα διάστημα. Εκεί ανακαλύπτουν μια χειρόγραφη διαθήκη της Λαμότ, βάσει της οποίας τα πνευματικά δικαιώματα του έργου της φαίνεται να τα έχει η Μωντ Μπέιλι, ως απόγονός της. Οι υπόλοιποι ενδιαφερόμενοι μελετητές τους ακολουθούν κατά πόδας, και τελικά συγκεντρώνονται όλοι μαζί στον περίβολο εκκλησίας του Σάσεξ, όπου έχουν ταφεί ο Άς και στη συνέχεια η γυναίκα του Έλεν. Εκεί μετατρέπονται σε τυμβωρύχους αποκαλύπτοντας όλα τα μυστικά της σχέσης των δύο ποιητών και της μετέπειτα ζωής τους...

***

Της Αργυρώς Μαντόγλου

Η Εμμονή κυκλοφόρησε το 1990, απόσπασε το βραβείο Booker και έκτοτε έγινε αντικείμενο μελέτης προκαλώντας πλήθος κριτικών εργασιών καθώς στο ίδιο το έργο δοκιμάζονται και εφαρμόζονται ένας αριθμός από τις σύγχρονες μεταμοντέρνες θεωρίες για το μυθιστόρημα. Ο τρόπος χειρισμού του παρελθόντος αλλά και η οργανική συνύπαρξη όλων σχεδόν των λογοτεχνικών ειδών, το κατέστησαν ένα από τα πλέον καινοτομικά έργα τόσο στη μορφή όσο και στη δομή. Ένα από τα κύρια ερωτήματα που προκύπτουν από την ανάγνωσή του είναι σε ποιο βαθμό η έρευνα και τα θεωρητικά εργαλεία είναι ικανά να ξεκλειδώσουν κείμενα περασμένων εποχών. Μήπως είμαστε καταδικασμένοι να αναπαράγουμε τις δικές μας εμμονές και οι αναγνώσεις μας να καθρεφτίζουν τις δικές μας ελλείψεις; Μήπως πάρα την ενδελεχή και σχολαστική έρευνα υπάρχουν πληροφορίες που μοιραία θα μείνουν στην αφάνεια, καλυμμένες για πάντα από τη σκόνη του χρόνου;

Η αδυναμία πρόσβασης στην αλήθεια και η ανικανότητα απόκτησης της «απόλυτης γνώσης», απηχούν τις σύγχρονες θεωρίες για τη μεταμοντέρνα κατάσταση και την παραδοχή ότι το παρελθόν δεν είναι παρά μια ακόμα κατασκευή. Με εξαιρετική μαεστρία η Μπάιατ εξετάζει το παρελθόν στο ίδιο πλαίσιο με το παρόν, ενώ οι αντίστοιχοι χαρακτήρες συγχρονίζονται και σταδιακά εξελίσσονται παράλληλα: Δύο ζευγάρια, δύο διαφορετικών εποχών και με μεγάλη χρονική απόσταση, δοκιμάζονται σε δύσκολα και απρόσβατα στους άλλους πεδία, αλλά τόσο τα γεγονότα του παρελθόντος όσο και του παρόντος που αρχικά μοιάζουν αδικαιολόγητα και ανεξήγητα, κάποια στιγμή υπακούουν στους νόμους του αίτιου και αιτιατού.

Στο μυθιστόρημα δεν υπάρχει κανένα γεγονός που να μην παίξει αργότερα τον ρόλο του στο μέλλον και να μη βρει τη θέση του στη μεγαλύτερη εικόνα. Αυτό που στην αρχή μοιάζει τυχαίο καταλήγει να είναι μέρος μιας αλυσίδας γεγονότων που λόγω της άγνοιας και των χαμένων κρίκων προβάλλει μυστηριώδες και σκοτεινό. Η αποκατάσταση και η συγκέντρωση πληροφοριών προσφέρουν μεν ερμηνείες, αλλά κάποια μυστήρια δεν πρόκειται ποτέ να έρθουν στην επιφάνεια είτε λόγω της απουσίας γραπτών μαρτυριών και της έλλειψης ντοκουμέντων είτε λόγω της προκατάληψης των μελετητών. Η Μπάιατ πίσω από την πολυδαίδαλη πλοκή του μυθιστορήματος, την επιστράτευση πλήθους θεωρητικών μεθόδων προσέγγισης, την εξαντλητική έρευνα, την ενορχήστρωση εγκιβωτισμένων μυστηρίων, τις κλοπές ντοκουμέντων και βιογραφικού υλικού, μοιάζει να ισχυρίζεται πως ποτέ δεν πρόκειται να έρθει στο φως ολόκληρη η αλήθεια, εκτός από μια εκδοχή της, ενώ το βάρος πέφτει σε αυτούς που θα αναλάβουν την έρευνα, οι οποίοι λειτουργούν και ως ντετέκτιβ.

Συνδυάζοντας έναν αριθμό λογοτεχνικών ειδών, επιστολικό μυθιστόρημα, ημερολογιακό, μυστήριο, ρομάντζο, επική ποίηση, λυρική ποίηση, κριτικό δοκίμιο, η συγγραφέας επιχειρεί να φωτίσει έναν αριθμό μυστηρίων και παρεξηγήσεων και να καταδείξει την αδυναμία της απόλυτης αναπαραγωγής των γεγονότων, παρά την αξιοπιστία της μεθόδου που επιστρατεύεται.

Ανεπίδοτες επιστολές

Ο Ρόλαντ Μίτσελ, κεντρικός χαρακτήρας και ερευνητής ανακαλύπτει στο αναγνωστήριο της Βιβλιοθήκης του Λονδίνου, δύο κρυμμένες ημιτελείς επιστολές του διάσημου βικτοριανού ποιητή Ράντολφ Χένρι Ας, ο οποίος είναι και αντικείμενο των μελετών του. Ο Ρόλαντ έρχεται σε επαφή με την Μοντ Μπέιλι, μια ερευνήτρια της ποίησης της Κρισταμπέλ Λα Μοτ, μιας βικτοριανής ποιήτριας, μικρότερης εμβέλειας με την οποία έχουν ασχοληθεί ιδιαίτερα οι φεμινίστριες και οι ερευνήτριες των γυναικείων σπουδών. Μετά από πολλές περιπέτειες και λόγω της επιμονής και της σχολαστικής έρευνάς τους, ανακαλύπτουν την κρυμμένη αλληλογραφία των δυο ποιητών που έζησαν τον δέκατο ένατο αιώνα. Η αναζήτησή τους θα τους οδηγήσει από τη Βρετανία σε διάφορα μέρη της Γαλλίας και θα γίνουν μάρτυρες της θυελλώδους ερωτικής τους ιστορίας η οποία έμεινε κρυμμένη για αιώνες. Κατά τη διαδικασία αναζήτησης των χαμένων χειρογράφων και των επιστολών και μέσα από τον επαναπροσδιορισμό των λογοτεχνικών προγόνων τους, ο Ρόλαντ και η Μοντ βιώνουν και διάφορα στάδια στην εξέλιξη της δικής τους σχέσης.

Η κυρίως αφήγηση διακόπτεται από την ποίηση του Ας και της Λα Μοτ. Η ποίηση της γυναίκας θυμίζει ποιήματα της Ντίκινσον, εσωστρεφή και λυρικά με μια αλληγορική ποιότητα, ενώ τα επικά ποιήματα του Ας διαθέτουν κάτι από τον αέρα από Κόλεριτζ. Η γραφή του κάθε κεφαλαίου διαφοροποιείται και το ύφος προσαρμόζεται είτε πρόκειται για τις ημερολογιακές καταχωρήσεις της Ελεν, της συζύγου του Ας, είτε για τα κριτικά δοκίμια των ακαδημαϊκών που ασχολούνται με τα έργα των δύο βικτοριανών ποιητών. Κάποια από τα ποιήματα καταλαμβάνουν ιδιαίτερα μεγάλη έκταση αλλά προχωρώντας την ανάγνωση γίνεται εμφανές ότι οι παραθέσεις τους είναι απαραίτητες καθώς μέσα από τις ερμηνείες που ακολουθούν παρουσιάζονται και οι παραναγνώσεις τους. Οι κρίσεις και τα επιχειρήματα του εκάστοτε ερευνητή μοιάζουν ανάλογα της Σχολής που υπηρετεί και ενίοτε η ποίηση «τεμαχίζεται», προκειμένου να ταιριάξει με κάποια θεωρία.

Αμοιβαίες εμμονές

Οι ήρωες της Μπάιατ έχουν πολλά εμπόδια να υπερπηδήσουν, έναν αριθμό μυστήριων να επιλύσουν, πλήθος ντοκουμέντων να ξεθάψουν για να πλησιάσουν την «ενήλικη αλήθεια» – την ιστορική στιγμή που υπάρχει η απαιτούμενη ωριμότητα και το κατάλληλο πεδίο αποδοχής της. Η εμμονή των δυο σύγχρονων εραστών με το παρελθόν σβήνει το παρόν μέχρι να πάρει τη θέση που του αρμόζει και τότε να επιτρέψουν και στις δικές τους επιθυμίες να εκδηλωθούν.

Η Μπάιατ έχει αναπλάσει τον κόσμο του δεκάτου ενάτου αιώνα με το λογοτεχνικό του μεγαλείο και κατασκεύασε χαρακτήρες μεγάλου βάθους που γοητεύονται απ’ αυτόν, εμπλέκοντας επιδέξια τις δυο παράλληλες πλοκές και οδηγώντας το κάθε κεφάλαιο σε ένα κρεσέντο που προκαλείται κυρίως από το πάθος της ίδιας της συγγραφέως για τη γλώσσα και τη γραφή.

Το πάθος, η επαγρύπνηση και η εμμονή είναι κεντρικά μοτίβα του έργου. Η εμμονή εμφανίζεται με διάφορους τρόπους και είναι μια ποιότητα που όλοι διαθέτουν. Υπάρχει η εμμονή του Ρόλαντ με τα κλεμμένα γράμματα, η αμοιβαία εμμονή των νεκρών εραστών αλλά και των επιγόνων τους, των ακαδημαϊκών με το αντικείμενο της έρευνάς τους, αλλά και η εμμονή των χαρακτήρων με τη σεξουαλικότητα. Υπαινικτική και υπόγεια κατά τη βικτοριανή εποχή και με την υπερέκθεση της κατά τον εικοστό αιώνα, η σεξουαλικότητα προβάλλει ως ρυθμιστικός παράγοντας της ιστορίας. Στο μυθιστόρημα ασκείται κριτική τόσο στο βικτοριανό σύστημα όπου αποφεύγεται κάθε αναφορά καθώς και στην υπερανάλυση των ημερών μας προκειμένου να αναδειχτεί η σημασία της ίδιας της πράξης – ιδιαίτερα στο τελευταίο κεφάλαιο όπου περιγράφεται η σκηνή της ερωτικής συνεύρεσης των εραστών.

Οι βικτοριανές κατασκευές για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι περιορισμένες αλλά και οι θεωρίες του εικοστού αιώνα είναι εξίσου περιοριστικές. Οι ακαδημαϊκοί που διαβάζουν την ποίηση της Λα Μοτ ως χάρτη του γυναικείου σώματος και οι σύγχρονες φεμινίστριες που παγιδεύονται στη θεωρία, γίνονται θύματα της ερμηνευτικής οδού που επιλέγουν και συχνά αδυνατούν να δουν το προφανές. Η Μπάιατ παίρνει κριτική απόσταση από όλες τις θεωρίες, προβάλλοντας τις παγίδες που ελλοχεύουν για όσους παρακάμψουν το βίωμα και διαβάσουν την κυριολεξία ως μεταφορά, καθώς, προκειμένου να συνταιριάξουν τις ψηφίδες: μπορεί να βρεθούν με μια λανθασμένη εικόνα και ακόμα χειρότερα να μη το μάθουν ποτέ. Αυτό το επικά σύνθετο και πολυειδές έργο αποδόθηκε με έμπνευση και μεγάλη επινοητικότητα από την Κατερίνα Σχινά.

* Η ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της «Τρικυμίες παθών» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος.

Απόσπασμα από το βιβλίο

«Πότε πότε, υπάρχουν αναγνώσεις που κάνουν το χνούδι στον αυχένα μας, το ανύπαρκτο τρίχωμά μας, να σηκώνεται και να τρέμει, όταν κάθε λέξη καίει και αστράφτει σκληρή και διάφανη και αιώνια και ακριβής, σαν τα πετράδια της φωτιάς, σαν τις κουκίδες των άστρων στο σκοτάδι- αναγνώσεις που η γνώση ότι θα γνωρίσουμε το κείμενο διαφορετικά, καλύτερα ή πιο ικανοποιητικά προηγείται κάθε ικανότητας να πούμε τι γνωρίζουμε ή πώς. Σ’ αυτές τις αναγνώσεις, η αίσθηση ότι το κείμενο έχει εμφανιστεί ως εντελώς καινούργιο, πρωτοφανέρωτο και πρωτοείδωτο, ακολουθείται, σχεδόν αμέσως, από την αίσθηση ότι ήταν πάντα εκεί, ότι εμείς οι αναγνώστες το ξέραμε ότι ήταν πάντα εκεί και πάντα γνωρίζαμε ότι ήταν όπως ήταν, αν και τώρα για πρώτη φορά αναγνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε πλήρως τη γνώση μας». [Σελ. 580-581]

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2022

ERRI DE LUCA (2022), ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ, Μετάφραση Άννα Παπασταύρου, Αθήνα: Κέλευθος



 "Αδύνατο είναι ο ορισμός ενός γεγονότος μία στιγμή προτού συμβεί"

Ένας έμπειρος ορειβάτης, που έχει πληρώσει με πολυετή φυλάκιση για τη συμμετοχή του σε αντι-εξουσιαστική οργάνωση, βρίσκεται στο ίδιο ορειβατικό μονοπάτι με τον πρώην συναγωνιστή του και καταδότη του. Και συμβαίνει το αδύνατο· Ο "προδότης" ανασύρεται νεκρός από το βάθος του γκρεμού.

Υπάρχει ένοχος;

Μέσα από τη διαδικασία μιας ανάκρισης ξεδιπλώνονται δύο διαφορετικές οπτικές της ηθικής, του αγώνα, της προδοσίας. Ανακριτής και κατηγορούμενος μάχονται καθένας για το δικό του δίκαιο.

Το Αδύνατο αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Erri de Luca, διότι συνδυάζει την ιδιαίτερη λογοτεχνική γραφή του με τον πολιτικό του λόγο. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

~~~~

Στο νέο μυθιστόρημα του Έρρι ντε Λούκα, το "Impossibile" που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Feltrinelli και με το οποίο ο συγγραφέας πρωταγωνιστεί στην έναρξη του Φεστιβάλ Λογοτεχνίας της Μάντοβας στις 4 Σεπτεμβρίου [του 2919, στη Γαλλία κυκλοφόρησε τώρα - σ.σ.], καλούμαστε να ασχοληθούμε με "τις συμπτώσεις που διέπουν τη ζωή μας ακόμη και όταν δεν το συνειδητοποιούμε" και με "κόμπους που σκόπιμα δεν λύνονται". Δύο άντρες, ένας μετανοημένος και ένας πρώην σύντροφός του από την εποχή που ήταν και οι δύο νέοι, συναντιούνται, δεκαετίες μετά το τέλος της φιλίας τους, σε ένα απότομο ορεινό μονοπάτι. Ο μετανοημένος καταλήγει σε γκρεμό και πεθαίνει. Σπρώχτηκε ή έπεσε; Και είναι τυχαίο ότι δύο πρώην επαναστάτες, που βρέθηκαν για ένα διάστημα σε αντίθετες όχθες, συναντιούνται στα βουνά του Val Badia; Ο νεαρός δικαστής, που ανασυνθέτει την ιστορία στο βιβλίο μέσω της ανάκρισης του κατηγορουμένου, δυσκολεύεται να πιστέψει σε ατύχημα. Η αντιπαράθεση / σύγκρουση του άνδρα με τον δικαστή, ο οποίος είναι είκοσι χρόνια νεότερός του, εναλλάσσεται με τα γράμματα που γράφει στη γυναίκα που αγαπά, την "Ammoremio", όπως την αποκαλεί. "Το Impossibile δεν έχει καμία σχέση με αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι ένα είδος που δεν διαβάζω, δεν μου αρέσει. Το βλέπω σαν μια κατασκευή. Υπάρχει κάτι μηχανικό στο αστυνομικό μυθιστόρημα, ακόμα και όταν είναι καλοφτιαγμένο. Εδώ δεν υπάρχει ιστορία, δεν υπάρχει πλοκή, είναι μια συνάντηση μεταξύ δύο γενεών, που τη μία την έχει κατακλύσει ο εικοστός αιώνας, ο κατ 'εξοχήν αιώνας των επαναστάσεων, ο πιο επαναστατικός στην ιστορία της ανθρωπότητας."

Η άλλη γενιά, αυτή του δικαστή, έρχεται τώρα να ανασυνθέσει εκείνη την εποχή μέσω των δικαστικών εγγράφων, αλλά μοιάζει "σαν να αντανακλά τα αστέρια" λέει ο ντε Λούκα στην ANSA, την παραμονή της άφιξής του στη Μάντοβα. "Είναι ένας διάλογος όπου ο κατηγορούμενος έχει, για πρώτη φορά, την ευκαιρία να μιλήσει για την ιστορία του ενώ ο δικαστής έρχεται, για πρώτη φορά, αντιμέτωπος με μία άποψη για τη ζωή που του είναι άγνωστη. Η άρνηση του κατηγορουμένου να έχει επίσημο δικηγόρο οφείλεται και στο εξής: πρόκειται για έναν αμφίδρομο διάλογο. Ένα τρίτο άτομο θα τον επανέφερε στο επίπεδο της ανάκρισης. Και η διαφορά στην ηλικία είναι καθοριστική" εξηγεί ο συγγραφέας.

Οι διάφοροι προβληματισμοί γύρω από τους μετανοημένους που είναι "προδότες", τον κομμουνισμό, τα λογοτεχνικά αποσπάσματα, από τον Παζολίνι ως τον Λεονάρντο Σάσα, αλλά και η υπόθεση Μόρο, δεν κάνουν ποτέ τον ντε Λούκα να παρεκκλίνει από την επιφυλακτικότητά του σε αυτήν την ιστορία.

 "Εκείνοι που προδίδουν σκοτώνουν ένα μέρος του εαυτού τους. Δεν είναι απλώς ότι αλλάζουν άποψη, αποσυνδέονται κι από τον εαυτό τους", λέει.

Στο μυθιστόρημα ξαναβρίσκουμε την αγάπη για τα βουνά, την πολιτική δέσμευση, την προσοχή στην έννοια των λέξεων, αλλά ο συγγραφέας διευκρινίζει: "Δεν συμμετείχα στη δραστηριότητα των ένοπλων ομάδων, στις ενέδρες και τις επιθέσεις όπως οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Αυτή η ιστορία μού ήρθε στο μυαλό καθώς ανέβαινα ένα στενό πέρασμα στο Val Badia". "Δεν πρόκειται για ένα φανταστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών, αλλά για τη διάρρηξη μιας προσωπικής ιστορίας που δημιουργήθηκε μεταξύ των δύο φίλων, πέρα από την ομάδα στην οποία ανήκαν."

"Για μένα, ο μόνος τρόπος να μιλήσω για εκείνη την εποχή είναι να αφήσω στην άκρη τους δογματικούς και κομματικούς τίτλους και να αφήσω τις προσωπικές σχέσεις να μιλήσουν για το πώς η ζωή και τα συναισθήματα κατακλύστηκαν", εξηγεί ο συγγραφέας. Και για το τρέχον πολιτικό σενάριο, δηλώνει: "Περάσαμε ένα χρόνο μέσα στη σύγχυση δύο πολιτικών κινημάτων που δεν είχαν τίποτα κοινό και τώρα επαναλαμβάνεται η ίδια απίθανη κατάσταση. Εν τω μεταξύ, το γεγονός ότι απαλλαχτήκαμε από το απόστημα του Υπουργού Εσωτερικών [εννοεί τον Σαλβίνι - σ.σ.] είναι μία ανακούφιση. Δεν μπορώ να βρω άλλο πολιτικό συναίσθημα παρά μόνο μία προσωρινή ανακούφιση", τονίζει.

 Κι αν είναι αλήθεια ότι "το Αδύνατο εμφανίζεται τακτικά στη ζωή μας, τα ερωτικά γράμματα του βιβλίου διηγούνται μία ιδιωτική ιστορία και ταυτόχρονα είναι και μία αφορμή για να αποκτήσουν φωνή όσα ο κατηγορούμενος δεν μπορεί να πει στον δικαστή, η σκιώδης πλευρά του διαλόγου: έτσι ο άντρας μιλά στον δικαστή για τον πολιτικό Σάσα και στο Ammoremio για λογοτεχνία", λέει ο ντε Λούκα που δεν του αρέσει να παρουσιάζει τα βιβλία του, αλλά προτιμάει να έχει μάλλον "την ευκαιρία να πει κάτι για αυτό "που συμβαίνει γύρω".

Mauretta Capuano


 ΠΕΡΙ ΤΙΝΟΣ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ;

ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ "ΤΟ ΑΔΥΝΑΤΟ";

ΑΔΥΝΑΤΟ ΕΊΝΑΙ:

Να είναι κανείς απόλυτα ελεύθερος;

Να υπάρχει δίκαιος φόνος;

Να απονείμουν δικαιοσύνη η τύχη, οι συμπτώσεις, το ισχύον θεσμικό πλαίσιο και οι λειτουργοί του;

Να ισχύει η συλλογική ευθύνη;

Να προσεγγίσει κανείς την αλήθεια, χωρίς αυτοψία, έρευνα, αγώνα...

Να επικοινωνήσουν δύο διαφορετικές γενιές , να κατανοηθεί μια άλλη εποχή, να μεταδοθεί το πάθος του οράματος και η πίστη σε μια ιδεολογία, όταν αυτά έχουν χρεωκοπήσει;

Να δηλωθεί /εκφραστεί το άρρητο, το ιδιωτικό, το συναίσθημα;

Να υπάρξει ειλικρίνεια ανάμεσα σε έναν ανώτερο και έναν κατώτερο ιεραρχικά;

Να υπερβεί κανείς την προδοσία;

Να διατηρηθεί μια φιλία;

Να υπάρξει μετάνοια;

Να λειτουργήσει η φύση /οι φυσικοί νόμοι ως πρότυπο κοινωνικής συμβίωσης;

Να κυριαρχήσει η λογική στις ενορμήσεις /στα ενστικτά/ στα συναισθήματα;

Αυτά και άλλα πολλά ερωτήματα εγείρει η έξοχη νουβέλα του Erri de Luca ήδη από τον τίτλο της, οι απαντήσεις στα οποία κρύβονται στις σελίδες του βιβλίου και στην πρόσληψη κάθε επαρκούς αναγνώστη της. Η γραφή αριστοτεχνικά λιτή και στιβαρή, μοιράζεται ανάμεσα στις ερωταποκρίσεις των ανακρίσεων -δίκην πρακτικών- και στα ανεπίδοτα γράμματα του κρατουμένου προς την αγαπημένη του. Έτσι ο δημόσιος λόγος συμπληρώνει τον ιδιωτικό, ο επίσημος τον απόκρυφο, η λογική επιχειρηματολογία την ερωτική εξομολόγηση. Μόνο όταν η ανακριτική διαδικασία ολοκληρώνεται, ανακριτής και ανακρινόμενος επικοινωνούν έξω από το τυπικό πλαίσιο των ρόλων τους, διαμορφώνοντας ένα τέλος που συνιστά νέα αρχή...

Και ενώ το προφανές σκηνικό του βιβλίου είναι το κελί της φυλακής και το δωμάτιο της προανάκρισης, η αφήγηση των συνθηκών συνάντησης των δύο ορειβατών και θανάτου του ενός εξ αυτών μας μεταφέρει στις άβατες -για τους πολλούς- βουνοκορφές, μέσα στα δάση  και στα τρεχούμενα νερά, στα αγριόγιδα και στις ελαφίνες, στην τεχνική της αναρρίχησης και στους θανάσιμους κινδύνους που ελλοχεύουν, αλλά και σε σκηνές ηρωισμού, αντίστασης, ερωτικής απόλαυσης, κομματικής αφοσίωσης, πολιτικού και ένοπλου αγώνα, συντροφικότητας και αντιπαράθεσης σε πολλαπλά επίπεδα.

Το διαβάζεται απνευστί, είναι φαινομενικά απλό , πάντως ανοικτό σε πολλαπλές προσεγγίσεις, κοινωνικοπολιτικές, φιλοσοφικές, ψυχολογικές, λογοτεχνικές κ.ά, κάθως υπάρχει και εντόνη διακειμενικότητα, λ.χ. ο στίχος από τη "Φαίδρα" του Ρακίνα "Χαμένη πάει η εκδίκησή μου, αν αυτός, ενώ πεθαίνει, αγνοεί πως ο φονιάς του είμαι εγώ", ή στίχοι από τη "Θεία Κωμωδία" ή από βιβλίο του Τζακ Λόντον ή "Σκέψεις" του Πασκάλ.

Χαρακτηριστικά αποσπάσματα που εν μέρει υπαινίσσονται τις απαντήσεις στα ερωτήματα του τίτλου:

Το βιβλίο ενός Γάλλου αναρριχητή έχει τίτλο: "Οι κατακτητές του ανώφελου". Ανώφελο: αυτό το επίθετο έχει αξία για μένα. Στην οικονομική ζωή, όπου όλα λογαριάζονται σύμφωνα με το ισοζύγιο του δούναι και λαβείν, με το όφελος και τη χρησιμότητα, το να πηγαίνεις στο βουνό, να το ανεβαίνεις, να φτάνεις στην κορυφή του, είναι μια προσπάθεια με τις ευλογίες του ανώφελου. Δε χρησιμεύει και δε θέλει να χρησιμέψει.

Το πέρασμά μου ξαφνιάζει μια ελαφίνα. Είναι ένα πλάσμα με αυθεντική χάρη, γιατί έχει μάθει να επαγρυπνά για κινδύνους τριγύρω. Μεταμορφώνει την επαγρύπνισή της σε κινήσεις ευέλικτες, τέλειες, η φυγή της είναι χορός [...] Δεν γερνούν. δεν έχω δει καμιά τους να καταντάει σταφιδιασμένη όπως συμβαίνει σ' εμάς. Πεθαίνουν εγκάιρως, προτού αναγκαστούν να σέρνονται στη ζωή εξουθενωμένες, εξαντλημένες.

Όποιος καταδίδει τους συντρόφους του ταιριάζει το ρήμα "προδίδω". Αυτό που εσείς αποκαλείτε μετάνοια είναι αποκήρυξη, απάρνηση μιας ιδεολογίας, η οποία ευνοείται με ποικίλα προνόμια από το πρόγραμμα προστασίας μαρτύρων μέχρι την αλλαγή του ονόματος, την ανάκτηση της ελευθερίας.

Το να μαθαίνεις τα γεγονότα μιας εποχής μέσα από δικογραφίες είναι σαν να μελετάς τα άστρα κοιτάζοντάς τα να καθρεφτίζονται σ' ένα βάλτο.

Αυτός που έχει διαπράξει προδοσία, έχει προδώσει και τον εαυτό του. Όσο κι αν προσπαθεί να πειστεί ότι έχει κάνει αυτό που όφειλε, έχει καταστρέψει ένα κομμάτι του εαυτού του, της νιότης του.

Στην ανάκριση έπιασα να μιλάω για τον Λεονάρντο Σάσα, για την περίοδο όπου από συγγραφέας είχε βαλθεί να κάνει το βουλευτή [...] σε μία φράση του που δεν την καλοθυμάμαι, γράφει ότι η αλήθεια βρισκεται στον πάτο του πηγαδιού κι αν κάποιος σκύψει από πάνω βλέπει την αντανάκλαση του ήλιου ή του φεγγαριού. Όμως αν κατεβεί στο πηγάδι, δε θα βρει ούτε τη μία ούτε την άλλη. Θα βρει την αλήθεια. Έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει ή να κατεβείς ή να πέσεις μέσα. Για παράδειγμα, ο δικαστής με ανακρίνει πίσω από το παραπέτο. Δεν κατεβαίνει κάτω, το πολύ πολύ να σκύψει λίγο.

Θαυμάζω τα ζώα γιατί ελαχιστοποιούν  κάθε αξίωση για πρωτοτυπία.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2022

ΚΡΙΣΤΙΝ ΜΑΝΓΚΑΝ (2020), ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΤΑΓΓΕΡΗΣ, Αθήνα: Ψυχογιός


Το πρώτο μυθιστόρημα της Κριστίν Μάνγκαν πετυχαίνει κάτι πολύ ενδιαφέρον: παίρνει την πολυχρησιμοποιημένη συνταγή του ψυχολογικού θρίλερ και την κάνει ένα διακειμενικό αστυνομικό, με διαρκείς αναφορές σε βιβλία και ταινίες, κυρίως στη Ρεβέκκα της Δάφνης ντυ Μωριέ και στην Πατρίσια Χάισμιθ, αλλά και αμέτρητες κινηματογραφικές ταινίες όπου συμπρωταγωνιστεί η Ταγγέρη (όπως τα Living Daylights, My favorite spy, Inception, Sheltering Sky, Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά, κλπ.). Οι ηρωίδες, Άλις και Λούσι, εναλλάσσονται στην αφήγηση, τελείως αναξιόπιστες και οι δύο, σε μια ιστορία με διαρκείς ανατροπές, σε μια μυστηριώδη, χαοτική και γραφική, επικίνδυνη πόλη. Οι αναφορές σε βιβλία και συγγραφείς είναι ένα παιχνίδι γνώσεων για τον υποψιασμένο αναγνώστη. Το εξαιρετικά καλοφτιαγμένο εξώφυλλό του, αποτυπώνει το μυστήριο και τον αισθησιασμό μιας άλλης εποχής, χαρακτηριστικά που εμφανίζονται εν μέρει και στο κείμενο, ενώ η μετάφραση της Κατερίνας Καπνίση, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής, σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία. Τα δικαιώματα του βιβλίου έχει αγοράσει ο Τζορτζ Κλούνι και στην ταινία θα πρωταγωνιστεί η Σκάρλετ Γιόχανσον.

Αναλυτικότερα, η  ιστορία εξελίσσεται στην Ταγγέρη του Μαρόκου το 1956, λίγο πριν την ανεξαρτησία του.  Εκεί βρίσκουμε την Άλις Σίπλεϊ, μια εξαιρετικά ήσυχη, απομονωμένη και νευρική γυναίκα, που πρόσφατα παντρεύτηκε με τον Τζον. Ξαφνικά από το πουθενά εμφανίζεται η άλλοτε καλύτερή της φίλη και συγκάτοικος στο κολέγιο, η Λούσι Μέισον, με την οποία έχει διακόψει κάθε επαφή, μετά τα συμβάντα μιας θυελλώδους νύχτας που άλλαξαν την ζωή τους ως πρωτοετείς φοιτήτριες. Τώρα ίσως έχουν μια δεύτερη ευκαιρία, αν και η Άλις διστακτικά αποφασίζει να ξαναπροσπαθήσει, πιστεύοντας πως η Λούσι θα την βοηθήσει στη δύσκολη προσαρμογή της στην οικογενειακή ζωή στην Ταγγέρη. Σύντομα, όμως, τα πράγματα περιπλέκονται, ιδιαίτερα όταν ο Τζον εξαφανίζεται.

Η αφήγηση της ιστορίας γίνεται μέσω των "φωνών" της Άλις και της Λούσι, με εναλλασσόμενο ρυθμό, πράγμα που μας επιτρέπει όχι μόνο να έχουμε δύο διαφορετικές οπτικές της ίδιας ιστορίας, μα και δύο διαφορετικές αλήθειες που η μία φαίνεται να συμπληρώνει την άλλη, χωρίς ωστόσο να προκύπτει από τα λεγόμενά τους μια ξεκάθαρη εικόνα. Έτσι, η συγγραφέας σκιαγραφεί με επιτυχία την αναξιοπιστία των δύο αφηγητριών της, γράφοντας και ξαναγράφοντας την ιστορία  μαζί τους. Η Λούσι θυμάται τα πρώτα δύο χρόνια τους στο Μπένινγκτον ως ειδυλλιακά και ονειρεύεται να γεννήσει στο Παρίσι και τη Βουδαπέστη, αλλά οι αναμνήσεις της Άλις είναι πιο αβέβαιες και λιγότερο ενθουσιώδεις. Όταν η Άλις άρχισε να βγαίνει με ένα αγόρι από ένα γειτονικό σχολείο, η συμπεριφορά της Λούσι έγινε, κατά την άποψή της, παράξενη: ντύνεται με τα ρούχα της, ή φορά ένα βραχιόλι της μητέρας της, επιμένοντας ότι ήταν  δώρο της δικής της μητέρα, πράγμα που την επόμενη μέρα αρνείται , υποστηρίζοντας ότι έχει να το δει καιρό και υπόσχεται στη φίλη της ψάξουν μαζί να το βρουν. Η Άλις δεν μπορεί να είναι σίγουρη αν θυμάται κάτι από όλα αυτά σωστά, ενώ τίποτα από όσα αφηγείται η Λούσι για εκείνη την περίοδο δεν υποδηλώνει ότι θα έκανε κάτι τόσο σκληρό στο κορίτσι που λατρεύει.

‎‎Από την άλλη, η Λούσι έχει δίκιο για τον άθλιο γάμο της Άλις, έστω κι αν εκείνη διστάζει να το παραδεχτεί στην αρχή. Ο Τζον αγαπά την Ταγγέρη, αλλά η Άλις όχι. Σχεδόν ποτέ δεν φεύγει από το διαμέρισμά τους, συγκλονισμένη από τη ζέστη και το φως της Βόρειας Αφρικής και από τα πλήθη της πόλης. «Η Ταγγέρη φαίνεται να προσελκύει έναν συγκεκριμένο τύπο», παρατηρεί στη Λούσι, «και φοβάμαι ότι γενικά δεν ταιριάζω αυτόν». Η Λούσι, αντίθετα, περιηγείται στα δαιδαλώδη σοκάκια της παλιάς πόλης, «σκέφτεται και παζαρεύει», φοράει παντελόνια, συχνάζει σε καφετέριες και κάνει παρέα με τον Γιουσέφ, έναν ντόπιο, παρόλο που ο Τζον την προειδοποιεί ότι εκμεταλλεύεται τους τουρίστες. Μέσω του Γιουσέφ η Λούσι επιβεβαιώνει την εξωσυζυγική σχέση του Τζον, που τον είχε δει σε ένα μπαρ να απλώνει το χέρι του στον μηρό μιας μελαχρινής γυναίκας. Αυτό, πιστεύει, ότι θα λειτουργήσει ως θρυαλλίδα για να χωρίσει το ζευγάρι, κάτι που δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύκολο, καθώς ο άπληστος Τζον εξαρτάται από το εισόδημα της Άλις που προέρχεται από ένα οικογενειακό καταπίστευμα. 

‎‎Η συγγραφέας έχει γράψει μια διατριβή για τη γοτθική μυθοπλασία του δέκατου όγδοου αιώνα,  η οποία βεβαίως κλίνει μάλλον προς το υπερφυσικό το γκροτέσκο και το τρομακτικό. Το βιβλίο της όμως ανήκει σε ένα διαφορετικό λογοτεχνικό είδος εμπεριέχοντας ένα συνονθύλευμα επιρροών, καμία από τις οποίες  δεν είναι ιδιαίτερα "γοτθική" με την παραδοσιακή έννοια. Το σκηνικό της εξωτικής περιόδου παραπέμπει στην περιπλάνηση του ρομαντικού σασπένς (η Whitney τοποθετεί τα μυθιστορήματά της στη Σάντα Φε της Ιαπωνίας και σε άλλες γραφικές τοποθεσίες), ενώ οι πρωτοπρόσωπες  αφηγήσεις των δύο πρωταγωνιστριών δημιουργούν ένα ψυχολογικό σασπένς (το "‎‎Gone Girl‎‎" της Τζίλιαν Φλιν, το "‎‎The Girl on the Train‎‎" της Πόλα Χόκινς), με  σεξουαλικές, πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις και  έμφαση στην παθιασμένη και τοξική φιλία μεταξύ δύο γυναικών (όπως στην Έλενα Φερράντε). 

‎Τέλος, μια ταινία μπορεί να βασιστεί στην ίδια την Ταγγέρη για να αποδοθεί η ατμόσφαιρα της. Σε ένα μυθιστόρημα όμως που την έχει για σκηνικό του, αυτό επιτυγχάνεται με τη γραφή . Και εδώ η συγγραφέας σπάνια καταφέρνει να μεταδώσει κάτι περισσότερο από τη ζέστη, την υγρασία (ή τη σκόνη), τους «περιορισμένους και χαοτικούς δρόμους» και το γλυκό τσάι μέντας. Έτσι η γραφή της παραμένει γενική, καθόλου συγκεκριμένη, εγκεφαλική παρά περιγραφική, ενώ οι φωνές των δύο πρωταγωνιστριών χαρακτηρίζονται από μια αρχαϊκή ευγένεια όπως λανθασμένα εικάζεται πώς σκέφτονταν και μιλούσαν οι προηγούμενες γενιές. Και ενώ η δράση του μυθιστορήματος λαμβάνει χώρα καθώς το Μαρόκο κερδίζει την ανεξαρτησία του από τη Γαλλία, το ιστορικό αυτό γεγονός εξαντλείται στην παρατήρηση του Τζον ότι «οι ιθαγενείς γίνονται ανήσυχοι, αγαπητέ μου». Έτσι, η βαρυσήμαντη κοσμοϊστορική αλλαγή παραμένει για το μυθιστόρημα ένα μακρινό, συγκεχυμένο, εξωτικό σκηνικό που προσδίδει έναν  απόηχο πολιτικής ίντριγκας στην κεντρική αφήγηση. 


Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΣΒΕΤΛΑΝΑ ΑΛΕΞΙΕΒΙΤΣ (2022), ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, Μετάφραση Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκης



Όταν  το 2015 η Alexievich  προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ, υποστηρίχθηκε ότι  το έργο της είναι «μοναδικό, χωρίς προηγούμενο στα χρονικά της παγκόσμιας λογοτεχνίας». Η ίδια η ιδέα της να παρακολουθήσει την πορεία της σοβιετικής και μετα-σοβιετικής ιστορίας και του «Homo Sovieticus», και να την "τεκμηριώσει" λογοτεχνικά είναι μοναδική. Το είδος που επέλεξε για να αναπαραστήσει αυτή την ιδέα, από το ένα βιβλίο στο άλλο, είναι επίσης μοναδικό: «οι μικροί άνθρωποι» μιλούν για τον εαυτό τους, εξομολογούνται τις πεποιθήσεις, τις "αμαρτίες", τα βάσανα και τις ματαιώσεις τους. Είναι ταυτόχρονα η μακρο-και η μικρο-ϊστορία μιας μεγάλης εποχής. 

Ως συγγραφέας ουκρανικής και λευκορωσικής κληρονομιάς, αλλά που γράφει ουσιαστικά για ολόκληρο τον μετα-σοβιετικό χώρο, είναι αμφίθυμη για τη σύγχρονη Ρωσία. Δεν είναι σίγουρη αν θα χρησιμοποιήσει το  «εμείς» ή το «αυτοί» όταν μιλάει για Ρώσους. Εκεί που είναι πιο σίγουρη είναι στις απόψεις της για τον Πούτιν και το σημερινό πολιτικό κλίμα. «Πιστεύαμε ότι θα αφήσουμε πίσω μας τον κομμουνισμό και όλα θα πάνε καλά. Αλλά αποδεικνύεται ότι δεν μπορείς να τον αφήσεις πίσω σου και να γίνεις ελεύθερος, γιατί αυτοί οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τι είναι ελευθερία».‎

‎Έχει επικρίνει επανειλημμένα τη ρωσική προσάρτηση της ‎‎Κριμαίας‎‎ και την επέμβαση στην ανατολική Ουκρανία, η οποία έχει οδηγήσει σε ρήξη με πολλούς Ρώσους φίλους, λέει. Ποτέ δεν ξέρει ακριβώς πώς θα πάνε οι συνομιλίες όταν επισκέπτεται τη Μόσχα. Θυμάται μια πρόσφατη επίσκεψή της όταν μπήκε στο διαμέρισμα ενός παλιού γνωστού: «Μόλις είχα μπει στην πόρτα και έβγαλα το παλτό μου, όταν με κάθισε και μου είπε: "Σβετότσκα, για να είναι όλα ξεκάθαρα, επιτρέψτε μου να πω ότι η Κριμαία δεν είναι δική μας". Είναι σαν κωδικός πρόσβασης! "Δόξα τω Θεώ", της είπα».‎

Το πιο πρόσφατο βιβλίο της, ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ – αποτέλεσμα χρόνων έρευνας και εκατοντάδων συνεντεύξεων – διαβάζεται ως ρέκβιεμ για τη διάλυση της σοβιετικής αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιώντας τις φωνές αφηγητών που προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και τις γωνιές της χώρας, αφηγείται τη  σοβιετική κατάρρευση και την επακόλουθη εθνοκάθαρση, τους εμφυλίους πολέμους, τη φτωχοποίηση και την απώλεια νοήματος για τα εκατομμύρια των πρώην Σοβιετικών πολιτών. Εξιστορώντας το σοκ και το υπαρξιακό κενό που χαρακτήριζε τη δεκαετία του 1990 μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, βοηθά να εξηγηθεί η απήχηση των υποσχέσεων του Πούτιν να επαναφέρει την υπερηφάνεια σε ένα πληγωμένο, μετα-αυτοκρατορικό έθνος.‎

‎Το βιβλίο ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ, αποτελείται από δύο μέρη: το πρώτο  «Η παρηγοριά της Αποκάλυψης» εστιάζει στην περεστρόικα του Γκορμπατσόφ, στα όνειρα για έναν σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο , στις υποσχέσεις για ελευθερία, πλουτισμό, άνετη ζωή και καπιταλισμό . Δεν εξελίχθηκαν όμως έτσι τα πράγματα! Η πλειονότητα των κατοίκων της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήξερε πώς να ζήσουν στη νέα παράξενη πατρίδα, με την ελευθερία της αγοράς, όπου ληστές ανέλαβαν την εξουσία, λεηλατώντας τη χώρα. 

Στο πλαίσιο αυτό, το πρώτο μέρος συμπεριλαμβάνει και τις ιστορίες δέκα αυτοκτονιών, "μια εσωτερική σκηνή στο κόκκινο" με φόντο τα ερείπια της αυτοκρατορίας. Άλλωστε τη δεκαετία του 1990 η Ρωσία κατέλαβε την πρώτη θέση παγκοσμίως στον αριθμό των αυτοκτονιών. Αυτές που εξιστορούνται στο βιβλίο είναι ενός στρατάρχη, ενός ποιητή και απλών ανθρώπων, που έχοντας μεγαλώσει με το κομμουνιστικό ιδεώδες, δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στη νέα ζωή. ‎Αυτές οι δέκα αυτοκτονίες πλαισιώνονται από μια "χορωδία φωνών" από τη ρωσική κουζίνα προκειμένου να σκιαγραφηθεί το πορτρέτο του λαού, της χώρας και της εποχής. Γιατί η  εστίαση στη ρωσική κουζίνα; Επειδή αυτή  είναι η "φάντη" της αλήθειας για τους Ρώσους. Εκεί γίνονται όλες οι  σοβαρές συζητήσεις για τη δουλειά και την πολιτική, τον πόλεμο στην Τσετσενία και τη θρησκεία, την κοινοτοπία και το αιώνιο.‎..

Στο δεύτερο μέρος που τιτλοφορείται «η γοητεία του κενού», εξιστορείται η σημερινή εικόνα της Ρωσίας, όπου η σοσιαλιστική ουτοπία έχει αντικατασταθεί από μια νομισματική ουτοπία, το παλιό σύστημα αξιών έχει καταρρεύσει εντελώς, αλλά δεν υπάρχει  το νέο που θα το αντικαταστήσει. Και όπως ακριβώς στον Μεσαίωνα, η μόνη ελπίδα είναι η θρησκεία. Οι άνθρωποι αισθάνονται μετέωροι και μόνοι. Από ακαδημαϊκούς μέχρι οδοκαθαριστές όλοι αναζητούν το νόημα της ζωής. Αν ο κόσμος ήταν κάποτε χωρισμένος σε εκείνους που διάβαζαν Σολζενίτσιν και σε εκείνους που δεν το έκαναν,  σήμερα χωρίζεται σε εκείνους που μπορούν να αγοράσουν και σε εκείνους που δεν μπορούν. Νέες σκέψεις, νέα συναισθήματα, ένας νέος άνθρωπος, που από πολλές απόψεις εξακολουθεί να είναι σοβιετικός . 

‎Και στο δεύτερο μέρος αναφέρονται αυτοκτονίες, που έχουν όμως διαφορετικούς λόγους: ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα "ξαναζούν" στην περιφέρεια της πρώην Αυτοκρατορίας,  όπου ξεσπούν εθνικιστικές συγκρούσεις και ένας Αρμένιος δεν μπορεί  να παντρευτεί ένα κορίτσι από το Αζερμπαϊτζάν.  Μια αστυνομικός που στάλθηκε στην Τσετσενία,  μετά  από τρεις μήνες αυτοπυροβολείται, αφήνοντας ένα σημείωμα: «Ποτέ δεν ήξερα ότι ήταν τόσο εύκολο να σκοτώσω κάποιον. Δεν μπορώ να ζήσω με αυτό»....

‎Ενώ η προηγούμενη ζωή των Ρώσων ονομαζόταν "σοσιαλισμός", η νέα εξακολουθεί να μην έχει όνομα. Οι άνθρωποι  μιλούν για τον εαυτό τους, τις περιπέτειές τους και για το πού κατευθύνεται το κρατικό πλοίο που ονομάζεται Ρωσία. αναρωτιούνται για το τέλος του Κόκκινου ανθρώπου και την αρχή ενός νέου είδους ύπαρξης, χωρίς να μπορούν να το ονομάσουν...

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ, ΚΟΥΤΣΟ, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ, Εκδόσεις Οpera


Το “Κουτσό” είναι δύο βιβλία σε ένα. Το αναφέρει στον πίνακα οδηγιών ο Αργεντινός. Και υποδεικνύει τρόπους να το διαβάσεις. Αλλά σε αφήνει να το διαβάσεις φτιάχνοντας τη διαδρομή σου. Το “Κουτσό” είναι η αναψηλάφηση της ύπαρξης, της ακατανόητης μα απαραίτητης δημιουργίας. Το “Κουτσό” είναι η σύνοψη και η αέναη αναδιάταξη της τέχνης. Το “Κουτσό” είναι εκατομμύρια ερωτήσεις με μία μόνο απάντηση: Το ίδιο το βιβλίο. Το “Κουτσό” είναι η Γαλλία, το Παρίσι, η Αργεντινή και κάθε πόλη αυτής. Το “Κουτσό” είναι δύο πρόσωπα. Ο Ολιβέιρα και η Μάγα και τα κομμάτια τους. Ο Γκρεγκορόβιους, η Μπερτ Τρεπά, ο Τράβελερ, κ.α. Η ένωση σε ένα σημείο και η διάσπαση που ξεκινά από την έκρηξη του σημείου. Η ροή του βιβλίου είναι ένας ατελείωτος συνειρμός που ξεκινά από άγνωστο σημείο και καταλήγει σε τέτοιο.

Ο Κορτάσαρ αδιαφορεί για τον αναγνώστη. Αδιαφορεί για το κοινό. Ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα ενώσει και θα χωρίσει το ζευγάρι. Σαρώνει γλώσσες (φράσεις, λέξεις, γαλλικές, γερμανικές, ισπανικές, αγγλικές), πρόσωπα (Τ Σ Ελιοτ, Νίτσε, Ρεμπώ), καταστάσεις. Το απόλυτο μυθιστόρημα με την έννοια του απόλυτα καλυμμένου. Τίποτα δεν χάσκει, τίποτα δεν περισσεύει. Σε αυτή τη λογοτεχνική σύνθεση που μοιάζει με το χάος του Πόλοκ φτιάχνεται το μεγαλείο του Κορτάσαρ.

Η μετάφραση ανήκει στον Αχιλλέα Κυριακίδη. Σε αυτόν το “θηρίο” στην αρχή του βιβλίου. Ο κόπος του μεγάλος. Η αγωνία και ο ιδρώτας του έχουν “ποτίσει” το κείμενο. Η μεταφορά του έργου στην ελληνική γλώσσα δύσκολη, αλλά ο Κυριακίδης τα καταφέρνει σεβόμενος απόλυτα τα σημεία που ο Κορτάσαρ δεν ήθελε να αγγιχθούν. Κυρίως οι λέξεις και φράσεις που μένουν στη μητρική τους γλώσσα. Διαφωτιστικές και άκρως βοηθητικές οι σημειώσεις που υπάρχουν στο παράρτημα του βιβλίου. Το “Κουτσό” είναι πραγματικό θηρίο.


Kazuo Ishiguro (1997), Ο ΑΠΑΡΗΓΟΡΗΤΟΣ, μετάφραση ΠΟΛΕΝΤΑΣ ΜΑΝΩΛΗΣ, Αθήνα: Καστανιώτης



Ο βασικός ήρωας του μυθιστορήματος, ο Ράιντερ, Άγγλος πιανίστας διεθνούς φήμης, φτάνει σε ένα ξενοδοχείο μιας μικρής πόλης της Κεντρικής Ευρώπης, όπου πρόκειται να δώσει ρεσιτάλ σε μια σημαντική συναυλία. Από την επίσκεψή του διακυβεύονται πολλά και για την ίδια την πόλη, η οποία βρίσκεται σε φάση παρακμής της τοπικής κλασικής μουσικής σκηνής. Ένας άλλοτε διακεκριμένος μαέστρος, ο κύριος Μπρόντσκι, έχει γίνει ένας αξιολύπητος αλκοολικός. ένας τσελίστας, ο κύριος Κριστόφ, έχει πέσει σε δυσμένεια. Όπως τονίζεται επανειλημμένα, το ρεσιτάλ του κυρίου Ράιντερ—και η ίδια του η παρουσία— θα αποκαταστήσει τη φήμη της πόλης και την αυτοεκτίμηση του πληθυσμού. Οι επαφές του, τυχαίες οι περισσότερες, τον εμπλέκουν σε περιπέτειες, με αποτέλεσμα να εκτροχιάζεται διαρκώς το χρονοδιάγραμμα των δραστηριοτήτων της τριήμερης παραμονής του. Ο ίδιος τονίζει, με αυξανόμενη ανυπομονησία, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, «έχω ένα ιδιαίτερα σφιχτό πρόγραμμα…», του οποίου όμως δεν μπορεί να θυμηθεί τις λεπτομέρειες ούτε να βρει ένα αντίγραφό του! Το μόνο που ξέρει είναι ότι η συναυλία, από την οποία εξαρτώνται τόσα πολλά, πρόκειται να γίνει την τελευταία βραδιά. Καθώς τα διαδοχικά εμπόδια απειλούν την εκπλήρωση της κύριας υποχρέωσής του και καθώς οι πολύτιμες ώρες περνούν, ο Ράιντερ στερείται τροφής και ύπνου ενώ συνειδητοποιεί ότι δεν έχει εξασκηθεί για τη συναυλία ούτε έχει διαλέξει καν ποιο κομμάτι θα ερμηνεύσει! Καταστάσεις έξω από τις αρμοδιότητές του βρίσκονται ξαφνικά στην απόλυτη ευθύνη του ενώ όταν χρειάζεται να διορθώσει μια παρεξήγηση, προσπαθεί απεγνωσμένα να μιλήσει, αλλά ακούγονται μόνο γρυλίσματα! Κοντά σ' αυτά οι φυσικοί νόμοι του χρόνου και του χώρου ανατρέπονται: ένα επίσημο δείπνο πολύ μακριά με το αυτοκίνητο αποδεικνύεται, κατά την επιστροφή ότι γινόταν, στο αίθριο του ξενοδοχείου του! 

Μέσα στο άναρχο παιχνίδι της λογικής των ονείρων, ο Ishiguro υφαίνει πολλά σκέλη συμβατικής πλοκής που, καθώς βαθαίνουν και χτίζονται, αντέχουν στη σύγχυση της οπτικής του Ράιντερ: ο μαέστρος, ο κύριος Μπρόντσκι, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την  πρώην αγαπημένη του, ένας ηλικιωμένος αχθοφόρος ξενοδοχείου, ο Γκούσταβ, ελπίζει να αποκαταστήσει την  σχέση του με την κόρη του Σόφι (που φαίνεται να είναι η σύζυγος του Ράιντερ και μητέρα του παιδιού), ο διευθυντής του ξενοδοχείου και διοργανωτής της συναυλίας, κύριος Χόφμαν, θέλει να κερδίσει τον σεβασμό της απογοητευμένης συζύγου του, ενώ ο γιος τους, Στέφαν, σχεδιάζει να επιδείξει το υποτιμημένο ταλέντο του ως πιανίστας στη συναυλία.

Όπως έχει αναγνωρίσει ο ίδιος ο Ishiguro,  η αριστεία του Ράιντερ ως μουσικού θέλει να πηγάζει από τη λαχτάρα να συμφιλιώσει τους αντιμαχόμενους γονείς του. Στο υποσυνείδητό του, όπως και όλων μας άλλωστε, ο τρόμος της αποτυχίας, της απόρριψης και της ταπείνωσης ζει και δεν μετριάζεται από καμία κοσμική επιτυχία. Τα επιτεύγματα και οι διακρίσεις, υποστηρίζει ο Ishiguro σε όλη τη μυθοπλασία του, είναι ανάξια υποκατάστατα, και συχνά εμπόδια, για μια ζωή με αληθινό νόημα. Η πόλη στο The Unconsoled δεν θα υπερβεί την παρακμή της επιδιώκοντας πολιτιστικό κύρος ούτε ο Ράιντερ θα ξεπεράσει τη δυστυχία του δίνοντας το καλύτερο ρεσιτάλ της καριέρας του.

Θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι μια απτή  απόδειξη της κατασπατάλησης του χρόνου και των χαμένων ευκαιριών : 510 σελίδες αφιερώνονται στον Ράιντερ που περιμένει να πρωταγωνιστήσει σε μια συναυλία που δεν δίδεται ποτέ! Φτάνει ασθμαίνων στη σκηνή για να αντιμετωπίσει ένα άδειο αμφιθέατρο, ενώ το κοινό του έχει ήδη μαζέψει τα πράγματά του και έχει ξεκινήσει για το σπίτι του! Αν αυτό δεν συμβολίζει τον χαμένο χρόνο, την αδυναμία του να εκμεταλλευτεί τη στιγμή, την έλλειψη επικοινωνίας, την ασύμφορη απορία και τη σπατάλη δυνάμεων και χρόνου, τότε τι σημαίνει; Φαίνεται ακόμα πως ο Ράιντερ δεν καταφέρνει ποτέ να κατανοήσει τους γύρω του, συνεχώς παρερμηνεύει και παρεξηγεί ακόμα και τα πιο οικεία του πρόσωπα, όπως τη Σόφι, τη μητέρα του παιδιού του, που του φωνάζει στο τέλος: «Άφησε μας, ήσουν πάντα έξω από την αγάπη μας». Έτσι ο Ράιντερ είναι "απαρηγόρητος", καθώς βιώνει την «καταστροφική δύναμη της αγάπης χωρίς ενσυναίσθηση»!