Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Ειρήνη Σταματοπούλου (2018), Ψιλή κυριότητα, Αθήνα: Απόπειρα

 




Η Λουίζα ταξιδεύει με τον σύντροφό της στην Ευρώπη, όταν ένα πρωί εισβάλλει στη ζωή της το παράλογο.
Πώς αντιδρά κανείς όταν όλες του οι βεβαιότητες αρχίζουν να μετατρέπονται σε γρίφους;
Πώς τοποθετείται μέσα στο σώμα του όταν η ίδια η ζωή μοιάζει να καταστρατηγεί τους νόμους της ύπαρξης και την ταυτότητά του την καπηλεύεται κάποιος άλλος;
Με ποιο τρόπο διαχειρίζονται οι ήρωες την ωριμότητα, την απόσταση και την εγγύτητα από μια ξένη εκδοχή ενός εαυτού που εμφανίζεται πιο οικείος από το είδωλο στον καθρέφτη;
Όπως μια απρόσμενη τραγωδία ή ένα θαύμα. [Οπισθόφυλλο βιβλίου]

Η «Ψιλή κυριότητα», η τρίτη πεζογραφική κατάθεση της Ειρήνης Σταματοπούλου, είναι ένα ευρηματικό έργο όπου το παρελθόν και το παρόν, το λογικό και το παράλογο, το ψυχρό και το θερμό, το υψηλό και το ποταπό, το ολοκληρωμένο και το ανολοκλήρωτο και δη το ανεκπλήρωτο, εναλλάσσονται και αναμειγνύονται διαρκώς.

Με αφορμή ένα ταξίδι στο εξωτερικό με τον σύντροφό της, η κεντρική ηρωίδα Λουίζα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια ιδιότροπη συνθήκη που ανατρέπει τα πάντα: παίρνοντας τηλέφωνο στο σπίτι της μιλάει με μια γυναίκα η οποία θα μπορούσε να είναι -ή είναι- η ίδια. Σε αυτό το πλαίσιο, η Σταματοπούλου θέτει με εξαίρετη μαστοριά ποικίλα ερωτήματα που σχετίζονται με την κατάρριψη των πιο συχνών βεβαιοτήτων, με το σώμα, την ύπαρξη και την έννοια της ταυτότητας, με την προσέγγιση, την αναθεώρηση και την αποδοχή του εαυτού -ή ενός εαυτού- που στοιχειώνεται από όσα τον φορτώνουν χωρίς να αφήνουν περιθώριο ελεύθερου αυτοπροσδιορισμού. Οι θεωρητικές αναλύσεις της Σταματοπούλου, οι οποίες εντάσσονται ομαλότατα στο πεδίο της αφήγησης και υποστηρίζονται μέσω του θεωρητικού υπόβαθρου της συγγραφέως, εναλλάσσονται με ανέμελες σκηνές της καθημερινότητας, ζωντανούς διαλόγους και δυνατές εικόνες, που λειτουργούν όπως η τεχνική του «εξ’ αντανακλάσεως» στο μοντέρνο σινεμά: όλα συνηγορούν στην αποδόμηση του εαυτού ως κοινωνικοπολιτικού κατασκευάσματος μιας εποχής, καθώς και στην επιτακτική ανάγκη ανασυγκρότησής του ως σύνθεση με προσωπική σάρκα και πνεύμα.

Συνομιλώντας με τη φράση του Κίρκεγκωρ «Επανάληψη και ανάμνηση είναι η ίδια κίνηση, μονάχα κατά τις αντίθετες κατευθύνσεις‧ γιατί ό,τι θυμόμαστε υπήρξε, επαναλαμβάνεται προς τα πίσω‧ ενώ, αντίθετα, την καθαυτό επανάληψη την αναθυμόμαστε προς τα μπροστά.», η Σταματοπούλου, με έξοχο ύφος και γλώσσα, μελετάει τη λειτουργία και τη δύναμη της μνήμης στο στήσιμο του εγώ, καθώς και τη σημασία της συνήθειας ως φορέα μιας ζωικής, κυτταρικής εκδοχής του όντος, που σταδιακά κυριαρχεί. Η συγγραφέας προσεγγίζει τη μοναξιά και τη συνύπαρξη ως στοιχεία επιτακτικής ανάγκης και τη φθορά ως «απόκομμα» από το πέρασμα του χρόνου. Ως εκ τούτου, στην «Ψιλή κυριότητα» ανατέμνονται οι ανθρώπινες σχέσεις αλλά κυρίως η σχέση με τον εαυτό, με την περιπλάνηση, την εξερεύνηση, τη σιωπή, με την ίδια τη ζωή. Τα πιο προσωπικά αποσπάσματα του έργου, τα οποία λειτουργούν και ως εξομολόγηση της ηρωίδας, έχουν τεράστια δύναμη και παρασύρουν τον αναγνώστη να συμπάσχει και έτσι να υποτάσσεται στο παράλογο ωσάν να είναι η πιο λογική εξέλιξη.

Με ματιά που ξεπερνάει τα τετριμμένα και ένα λυγμό που ενέχει έκθεση και άπειρη ομορφιά, η Ειρήνη Σταματοπούλου κατορθώνει να συνθέσει ένα πολυεπίπεδο και ιδιαίτερο μυθιστόρημα, όπου το απρόοπτο συνταιριάζεται με το συνηθισμένο, δομώντας έναν κόσμο απόλυτα υποκειμενικό και απολύτως καθολικό, ανύπαρκτο και ταυτόχρονα υπαρκτό, έναν κόσμο όπου ο άνθρωπος γεννιέται και πεθαίνει μόνος αλλά στην πορεία αναγνωρίζει και αναγνωρίζεται, ευτυχώς ζει.

Τζούλια Γκανάσου [η βιβλιοκριτική αντλήθηκε από εδώ]

Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ (2020), Ο ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ, Μετάφραση, επίμετρο: Γιάννης Παλαβός, Αθήνα: Κίχλη


 

Ο "ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ" είναι ένα από τα αρτιότερα και τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση. Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: "τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του". Ο "Αχυρώνας φλέγεται", εκτός από μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ.

Στον καμβά του διηγήματος συνυφαίνονται με πολλή τέχνη και άλλα θέματα: οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στον αμερικανικό Νότο την περίοδο της Ανασυγκρότησης, ο ρατσισμός που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης των αγροτών και το πώς αυτές τροφοδοτούν το μίσος διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας. (Οπισθόφυλλο του βιβλίου)

***

Το 1949 το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον Ουίλιαμ Φώκνερ  με τη Σουηδική Ακαδημία να αναφέρεται στο έργο του σαν ένα απέραντο παγκόσμιο θέατρο της ανθρωπότητας, μαγικά φωτισμένο και γεμάτο χαρακτήρες μεγαλύτερους από τη ζωή. Ο ίδιος ο Φώκνερ στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου είπε ότι το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς είναι «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του».


Το μικρής φόρμας έργο του, «ο Αχυρώνας Φλέγεται», που είναι και από τα πιο γνωστά του, είναι μια ιστορία ‘αποτύπωμα’ αυτής της θεμελιώδους αρχής του Φώκνερ και ένα υπόδειγμα της συγγραφικής του τέχνης. Οι δαιδαλώδεις προτάσεις – που χρειάζεται να διαβαστούν δύο φορές για να αποκαλυφθούν όσα ηθελημένα κρύβει ο συγγραφέας -, οι άριστα δουλεμένοι χαρακτήρες, το ουσιώδες δίλημμα που αντιμετωπίζει ο βασικός ήρωας, οι ζωντανές εικόνες της αμερικανικής υπαίθρου λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο και η αποτύπωση των κοινωνικών διαφορών είναι τα κύρια στοιχεία αυτής της σύντομης ιστορίας που αρχίζει και τελειώνει με το κάψιμο ενός αχυρώνα.


Η ιστορία ξεκινά στο παντοπωλείο μιας πόλης, το οποίο χρησιμεύει και για αίθουσα δικαστηρίου, με ένα δεκάχρονο αγόρι τον Σάρτυ Σνόουπς, να παρατηρεί τη δίκη του πατέρα του, Άμπνερ Σνόουπς, που κατηγορείται για το κάψιμο του αχυρώνα ενός γείτονα. Ο Σάρτυ γνωρίζει ότι ο πατέρας του έκαψε τον αχυρώνα, όπως έχει κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, και συναισθάνεται την αδικία και την καταστροφή που έχει προκαλέσει με την πράξη του. Ντρέπεται γι’ αυτόν αλλά και τον φοβάται και αγωνιά για τη στιγμή που θα κληθεί σαν μάρτυρας στη δίκη. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει είναι κατά πόσο πρέπει να υπηρετήσει τους οικογενειακούς δεσμούς ή να ακολουθήσει τον δρόμο του δικαίου. Τη λύση στην αγωνία του δίνει το θύμα του εμπρησμού, που παραιτείται από τη δίκη για να μην αναγκάσει το παιδί να καταθέσει εναντίον του πατέρα του και ο δικαστής επιβάλει στον πατέρα να φύγει από την πόλη. Ο κοινωνικός εξοστρακισμός που ήταν συνήθης εκείνη την εποχή, καταγράφεται και στα λόγια του πατέρα που προειδοποιεί τον γιό του όταν καταλαβαίνει ότι θα έλεγε την αλήθεια στο δικαστήριο.


«Ήσουν έτοιμος να με καρφώσεις. Θα με κάρφωνες». Το παιδί δεν απάντησε. Ο πατέρας του το χτύπησε με την παλάμη στον κρόταφο, σκληρά αλλά αδιάφορα, ακριβώς όπως είχε χτυπήσει  τα δυό μουλάρια έξω από το παντοπωλείο, ακριβώς όπως θα βίτσιζε το ένα ή το άλλο για να σκοτώσει μια αλογόμυγα, και η φωνή του ήχησε και πάλι απαθής, δίχως θυμό: «Σε λίγο θα γίνεις άντρας. Πρέπει να μάθεις. Πρέπει να μάθεις να παραστέκεσαι στο ίδιο σου το αίμα, αλλιώς δεν θα μείνει αίμα να παρασταθεί σ’ εσένα. Νομίζεις ότι αυτοί οι δύο το πρωί – ο οποιοσδήποτε εκεί μέσα – θα σου παραστέκονταν; Δεν καταλαβαίνεις ότι ένα πράμα γύρευαν, να με φάνε, επειδή ήξεραν ότι τους νίκησα; Ε;».

Ο Άμπνερ Σνόουπς είναι ένας άνδρας θυμωμένος με την κοινωνία λόγω της φτώχειας του.  Είναι η φτώχεια και ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουν εκείνοι που δεν είναι φτωχοί που δηλητηριάζει τις ενέργειες του και τον γεμίζει φθόνο και περιφρόνηση. Βλέπει τον εαυτό του και την οικογένειά του  σαν θύματα των ιδιοκτητών φυτειών για τους οποίους εργάζεται και στρέφει το μένος του προς αυτούς. Η βίαιη φύση του όμως εκδηλώνεται και προς τα μέλη της οικογένειας που τον υπομένουν αδιαμαρτύρητα. Ο Σάρτυ παρόλο που είναι μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον χαρακτηρίζεται από μια πιο υψηλή ηθική και αυτό είναι που τον οδηγεί στο δίλημμα «οικογένεια ή δικαιοσύνη».


Μετά τη δίκη, η οικογένεια φεύγει για άλλη περιοχή και στη νέα φυτεία που βρίσκουν δουλειά ο Άμπνερ δημιουργεί καινούργιους καυγάδες και τριβές που οδηγούν μοιραία στο κάψιμο ενός ακόμη αχυρώνα.


Ο μικρός Σάρτυ αγωνιά βλέποντας τα γεγονότα, διχάζεται και διστάζει όχι από φόβο για τον βίαιο πατέρα που τον κρατάει δέσμιο, αλλά από μια ηρωοποίηση του πατέρα-τραυματία πολέμου, η οποία όμως δεν είναι ικανή να του κρύψει την πραγματική διάσταση της κατάστασης. Κι έτσι αντιδρά και κάνει ό, τι απαιτεί η στιγμή από αυτόν, έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες.


«Ο Αχυρώνας Φλέγεται»  είναι η ιστορία μιας συγκεκριμένης στιγμής, μιας συγκεκριμένης απόφασης, η σημασία της και οι συνέπειές της. Και με αυτή την απόφαση υπάρχει η δυνατότητα της λύτρωσης.


«Τα μεσάνυχτα το παιδί καθόταν στην κορυφή ενός λόφου. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν ούτε πόσο είχε απομακρυνθεί. Ωστόσο δεν φαινόταν πιά πίσω του λαμπάδιασμα, τώρα καθόταν με τα νώτα στραμμένα προς το μέρος που είχε βαφτίσει σπίτι του τις τελευταίες τέσσερις μέρες, ενώ ατένιζε το σκοτεινό δάσος όπου θα βυθιζόταν μόλις ανακτούσε την αναπνοή του, αδύναμο, ριγώντας αδιάκοπα μες στο ψυχρό σκοτάδι, τρίβοντας το κορμί του που το σκέπαζε το ψιλό, λιωμένο πουκάμισο, έχοντας την αίσθηση ότι η οδύνη και η απόγνωση δεν ήταν πλέον φόβος και τρόμος μα απλώς οδύνη και απόγνωση.»

Ο μικρός Σάρτυ κάνει αυτό που πιστεύει σωστό και φεύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω του.  Είναι πλέον ελεύθερος έχοντας σώσει την ψυχή του από την ηθική διαφθορά του πατέρα του. Με την πράξη του δείχνει να πιστεύει ότι ελευθερώνει όχι μόνο τον εαυτό του από τους δεσμούς της υποχρέωσης σε βάρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης αλλά και την οικογένειά του. Πιστεύει ότι ακόμη κι αν φεύγει μακριά τους, τους σώζει από τη βία και την παραμέληση του πατέρα. Όσο για τον ίδιο είναι έτοιμος και αποφασισμένος να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και να χτίσει το μέλλον του πάνω στις δικές του αξίες.

(η βιβλιοκριτική αντλήθηκε από εδώ)



ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΕΡ (2010), Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ, Μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, Αθήνα: Καστανιώτης

Ρουμανία 1945. Ο 17χρονος Γερμανός Λέοπολντ Άουμπεργκ από την Τρανσυλβανία εκτοπίζεται σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας για πέντε ολόκληρα χρόνια. Αρχικά, θέλοντας να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας και της κωμόπολης όπου ζει, αναγκασμένος να καλύπτει την ομοφυλοφιλία του, η ιδέα ότι θα εκτοπιστεί δεν τον τρομάζει καθόλου- το αντίθετο μάλιστα. Σύντομα όμως θα έρθει αντιμέτωπος με την αμείλικτη πραγματικότητα του στρατοπέδου, όπου οι ταπεινωτικές συνθήκες εργασίας και η εξευτελιστική καθημερινή μάχη για την επιβίωση θα σημαδέψουν την ψυχή του και θα τον συνοδεύουν για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι εμπειρίες της σκληρής, αδιάκοπης πείνας, ο εγωκεντρισμός, η χυδαιότητα και η μοναξιά απαιτούν μια γλώσσα ιδιαίτερη, μια γλώσσα που να μπορεί να περιγράψει τη μοναδικότητα μιας τέτοιας κατάστασης. Η Χέρτα Μύλερ, με μεγάλη γλωσσική δεξιοτεχνία και δύναμη, με ύφος γεμάτο εικόνες, μεταφορές και υπαινιγμούς, με μια γλώσσα καθαρά αλληγορική, περιγράφει συχνά το απερίγραπτο. Επινοώντας λέξεις και γλωσσικές δομές πρωτόγνωρες, μετατρέποντας συχνά τον πεζό λόγο σε ποιητικό, καταφέρνει να αποδώσει την απάνθρωπη και ζοφερή ζωή των ανθρώπων εκείνων που βρέθηκαν τότε στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ) 

****

Η μητέρα του κλαίει καθώς τον αποχαιρετά αλλά η γιαγιά του τού λέει: ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ.



Μ’αυτά τα λόγια ν’αντηχούν στ’αυτιά του και με την ελπίδα στην καρδιά, ξεκινά το 1945 σε ηλικία 17 ετών ο Λέο, ο ήρωας του βιβλίου «Ο άγγελος της πείνας» της Χέρτα Μύλλερ (Nόμπελ Λογοτεχνίας 2009) για ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην Ουκρανία.

Μαζί με άλλους Γερμανούς μιας μειονότητας που ζούσε στη Ρουμανία, θα οδηγηθεί εκεί για να εργαστεί στις χειρότερες και πιο βαριές δουλειές, θα γίνει μάρτυρας της απανθρωπιάς ορισμένων συμπολιτών του αλλά και της καλωσύνης κάποιων αγνώστων. Η εξοντωτική καθημερινή εργασία θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ο Λέο και οι γείτονές του θα ξεχάσουν ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι και όχι γαϊδούρια που κουβαλάνε τσιμέντα και χαλίκι και κάρβουνο, που ζητιανεύουν στις αγορές για ένα ξεροκόμματο, που κρύβουν τα λιγοστά προσωπικά αντικείμενα, τα οποία έφεραν μαζί τους, σαν θησαυρούς από ένα ξεχασμένο παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν θέλουν να το αναπολούν γιατί τους πονάει. Εδώ δεν έχουν οικογένεια, δεν έχουν φίλους, και δεν ξέρουν πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο.

Το μαρτύριο της πείνας.

Ο άγγελος της πείνας καραδοκεί πάνω απ’τα κεφάλια τους και περιμένει να τους βρει εντελώς αδύναμους για να τους πάρει μαζί του.

Ο άγγελος της πείνας σκαρφαλώνει στον ουρανίσκο μου και κρεμάει την ζυγαριά του, λέει ο Λέο.

Και εξηγεί με περισσότερες λεπτομέρειες:

Όλοι πέφτουμε στην παγίδα του ψωμιού.

Στην παγίδα του να μείνουμε εγκρατείς στο πρωινό, στην παγίδα του ν’ανταλλάξουμε ψωμιά στο βραδινό, στην παγίδα του να φυλάξουμε ψωμί κάτω απ’τα μαξιλάρια μας τη νύχτα. Η χειρότερη παγίδα που σου στήνει ο άγγελος της πείνας είναι να μείνεις εγκρατής: να πεινάς και να έχεις ψωμί αλλά να αρνηθείς να το φας. Να φανείς σκληρός απέναντι στον εαυτό σου, πιο σκληρός κι απ’το παγωμένο ώς το βάθος του έδαφος. Κάθε πρωί ο άγγελος της πείνας λέει: Σκέψου το βράδυ.

Και το βράδυ, πάνω απ’τη λαχανόσουπα, γίνεται η ανταλλαγή του ψωμιού, γιατί το ψωμί το δικό σου πάντα σου φαίνεται λιγότερο από των άλλων. Κι αυτό ισχύει για όλους.

Τέτοιες περιγραφές του ψωμιού ως ύψιστης πολυτέλειας έχουμε διαβάσει και αλλού, ήταν κοινός τόπος φαίνεται στα χιτλερικά και στα σταλινικά στρατόπεδα το να προσπαθείς να επιβιώσεις μ’ένα κομματάκι ψωμί και λίγη σούπα μετά από μια ολόκληρη μέρα σκληρής εργασίας σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν.

Για να γράψει αυτό το βιβλίο με ήρωα τον νεαρό ομοφυλόφιλο Λέο, η Χέρτα Μύλλερ βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία, κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις απ’όσα της διηγήθηκε ο λογοτέχνης Όσκαρ Πάστιορ. Ο Πάστιορ ήταν ο Λέο, ενώ και η μητέρα της Μύλλερ είχε οδηγηθεί στα ίδια στρατόπεδα όπου πέρασε πέντε μαρτυρικά χρόνια όπως και άλλοι 70 χιλιάδες Γερμανοί της Ρουμανίας. (ολόκληρη η παρουσίαση εδώ)

****

Το κατόρθωμα της Μύλερ έγκειται στο γεγονός ότι η βαθύτατη ευαισθησία της συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού,. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι οι λέξεις της γίνονται μικρά αστραφτερά διαμάντια. Η ύλη: ο άνθρακας, η κίτρινη άμμος, οι τσιμεντόλιθοι, τα δέκα ρούβλια, γίνονται τίτλοι κεφαλαίων που ξεκινάς να διαβάζεις ολότελα ανυποψίαστος γι’ αυτό που θα συναντήσεις. Διότι αυτό που συναντάς διαπνέεται ολοκληρωτικά από έναν ατελεύτητο ερωτισμό.


Ο χρόνος μεταπηδά απροειδοποίητα από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενώνει τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο.


Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει;


Αντί απάντησης και επιλόγου, παραθέτω τρία αποσπάσματα. 


“Οι λέξεις που περιγράφουν την πείνα, όπως και οι λέξεις που περιγράφουν φαγητά, επικρατούν στους διαλόγους, κι ωστόσο παραμένεις μόνος. Καθένας τρώει μόνος του τις λέξεις του. Η συμμετοχή στην πείνα των άλλων είναι μηδενική, δε γίνεται να συμμετάσχεις στην πείνα. Η λαχανόσουπα ως βασικό φαγητό ήταν η θεμελιώδης αιτία για να χάνεις τη σάρκα από το σώμα σου και τα λογικά από το κεφάλι σου. Ο άγγελος της πείνας τριγυρνούσε σαν υστερικός. Έχανε κάθε μέτρο, μεγάλωνε μέσα σε μια μέρα τόσο πολύ όσο δε ψηλώνει το χορτάρι ένα ολόκληρο καλοκαίρι ή το χιόνι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τόσο πολύ ίσως όσο ψηλώνει ένα ψηλό μυτερό δέντρο σε όλη του τη ζωή. Μου φαίνεται πως ο άγγελος της πείνας δε μεγάλωνε απλώς, πολλαπλασιαζόταν. Παρείχε στον καθένα το δικό του, το προσωπικό του μαρτύριο, παρόλο που όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας. Αφού με το τρισυπόστατο που αποτελούν το πετσί, το κόκκαλο και το νερό που προκαλεί δυστροφία, οι άντρες και οι γυναίκες δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους κι οι γενετήσιες ορμές καταστέλλονται. Συνεχίζεις βέβαια να λες Ο και Η, όπως λες ο γλόμπος και η χτένα. Όπως αυτά, έτσι κι οι μισοπεθαμένοι από την πείνα δεν είναι γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού παρά αντικειμενικά άφυλοι σαν αντικείμενα, -προφανώς ουδέτεροι.


… όλα όσα έκανα πεινούσαν. Κάθε αντικείμενο ισούται ως προς το ύψος, το βάρος, το μήκος και το χρώμα με τις διαστάσεις της πείνας μου. Ανάμεσα στην ουράνια σκεπή και στη σκόνη της γης, κάθε τόπος μυρίζει από ένα διαφορετικό φαγητό. Ο κεντρικός δρόμος του στρατοπέδου μύριζε καραμέλα, η είσοδος του στρατοπέδου φρεσκοψημένο ψωμί, ο δρόμος από το στρατόπεδο μέχρι το εργοστάσιο ζεστά βερύκοκα, ο ξύλινος φράχτης του εργοστασίου ζαχαρωμένα αμύγδαλα, η είσοδος του εργοστασίου ομελέτα…

… Ήταν μαγεία και μαρτύριο. Ακόμα κι ο αέρας έτρεφε την πείνα, ύφαινε ορατό φαγητό, καθόλου αφηρημένο…”


“Πώς κυκλοφορεί κανείς στον κόσμο όταν δεν μπορεί να πεί τίποτε άλλο για τον εαυτό του παρά μόνον ότι πεινάει. Όταν δεν μπορεί να σκεφτεί πια τίποτε άλλο. Ο ουρανίσκος είναι μεγαλύτερος από το κεφάλι, ένας θόλος ψηλός και διαπερατός, που φτάνει μέχρι ψηλά στο κρανίο. Όταν κανείς δεν αντέχει άλλο την πείνα, ο ουρανίσκος του τον τραβάει σάμπως πίσω από το πρόσωπο να του έχουν τεντώσει ένα φρέσκο λαγοτόμαρο για να στεγνώσει. Τα μάγουλα ξεραίνονται και καλύπτονται μ’ ένα χνούδι…”


“Τα ταξίδια είναι πάντα ευτυχία.


Πρώτον: Όσο ταξιδεύεις, ακόμα δεν έχεις φτάσει. Όσο δεν έχεις φτάσει δεν χρειάζεται να δουλεύεις. Το ταξίδι είναι περίοδος χάριτος.


Δεύτερον: Όταν ταξιδεύεις, φτάνεις σε μια περιοχή που δε νοιάζεται καθόλου για σένα…”

(ολόκληρη η κριτική εδώ)

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

EMILY ST. JOHN MANDEL (2021), ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ, Μετάφραση: Βάσια Τζανακάκη, Αθήνα: Ίκαρος

 


Η ΒΙΝΣΕΝΤ εργάζεται στο Ξενοδοχείο Κάιετ, ένα παλάτι πέντε αστέρων από γυαλί και κέδρο, στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας. Το βράδυ που γνωρίζει τον Τζόναθαν Αλκάιτις, στην τζαμαρία του ξενοδοχείου εμφανίζεται ένα απειλητικό μήνυμα: Πρόσεχε μην καταπιείς κανένα σπασμένο γυαλί.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΠΟΧΗ στο Μανχάταν ο Αλκάιτις απολαμβάνει τα κέρδη μιας καλοστημένης επενδυτικής απάτης, μεταφέροντας ανύπαρκτα χρηματικά ποσά μεταξύ των λογαριασμών των πελατών του. Όταν η επιχείρηση καταρρέει, αφανίζοντας περιουσίες και καταστρέφοντας ανθρώπινες ζωές, η Βίνσεντ -που παρίστανε τη σύζυγό του- εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Χρόνια μετά ένα από τα θύματα της απάτης του Αλκάιτις προσλαμβάνεται για να διερευνήσει την παράξενη εξαφάνιση μιας γυναίκας από το κατάστρωμα ενός πλοίου.

Σε αυτή τη συναρπαστική ιστορία κρίσεων και επιβίωσης, η Emily St. John Mandel φωτίζει αθέατες πλευρές ενός μωσαϊκού που το συνθέτουν τα παραπήγματα των αστέγων, τα υπόγεια κλαμπ, η διεθνής ναυτιλία, οι παροχές των πολυτελών ξενοδοχείων, η ζωή σε μια ομοσπονδιακή φυλακή.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ την απρόσμενη ομορφιά του, το Γυάλινο ξενοδοχείο κρύβει την απληστία και την ενοχή, την αγάπη και την αυταπάτη, φαντάσματα και ανεξέλεγκτες συνέπειες· τους αμέτρητους τρόπους που μπορεί κανείς να αναζητήσει το νόημα της ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

****

Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει κανείς ολοκληρωτικά τη ζωή του; Να μεταπηδήσει από μια οικονομική κατάσταση σε μια άλλη εκ διαμέτρου αντίθετη; Υπάρχουν ευκαιρίες για να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς τις διακρίνει κανείς και, κυρίως, πώς μπορεί να τις εκμεταλλευτεί με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να βλάψει, με ελαφριά καρδιά, έναν γνωστό, φίλο ή συγγενή, για να πετύχει τον στόχο του; Και πόσο έτοιμος θα είναι να πληρώσει το ανάλογο τίμημα, αν στην πορεία υπάρξουν ανατροπές; 

Η ευκαιρία

Bρισκόμαστε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας. Φτιαγμένο από γυαλί και ξύλο κέδρου, σε μια τοποθεσία στη μέση του πουθενά, όπου υπάρχει πρόσβαση μόνο με σκάφος, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Φιλοξενεί ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μια προσωρινή απόδραση από τον κόσμο. Η Βίνσεντ, μια κοπέλα αντισυμβατική και ανεξάρτητη, που έχασε πρόσφατα τη μητέρα της και ο ετεροθαλής αδελφός της ο Πολ, που μπαινοβγαίνει σε κέντρα απεξάρτησης, εργάζονται στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Ο Αλκάιτις, ένας πλούσιος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και διοργανωτής οικονομικών πυραμίδων, ψάχνει μια όμορφη κοπέλα για να την παρουσιάζει ως σύζυγό του. Επισκέπτεται το ξενοδοχείο για να αλιεύσει πιθανούς πελάτες κι εκεί θα γνωρίσει τη νεαρή υπάλληλο. Για κάποιον περίεργο λόγο, η Βίνσεντ –η οποία έχει καταφέρει και πληρώνει μόνη της το ενοίκιο του διαμερίσματός της από τα δεκαεφτά–, θα ακολουθήσει αυτόν τον κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά. Κι όταν έρχεται η ανατροπή και όλα καταρρέουν, οι ζωές των εμπλεκομένων στις ύποπτες επιχειρήσεις του Αλκάιτις καταστρέφονται. 

Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά.

Μερικά χρόνια αργότερα, μια γυναίκα εξαφανίζεται από το κατάστρωμα ενός πλοίου. Είναι η ίδια γυναίκα, που μετά την οικονομική καταστροφή, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη στεριά, να ζει ταξιδεύοντας διαρκώς και να δουλεύει ως βοηθός μάγειρα σε καράβι.  

Αντιθέσεις 

Η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της (σε πολύ καλή μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη) κινείται με ευελιξία μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Μας ξεναγεί στα υπόγεια κλαμπ και στα εξαθλιωμένα καταλύματα ανθρώπων του περιθωρίου, αλλά παράλληλα μας δείχνει και την άλλη όψη του νομίσματος. Πολυτελή ξενοδοχεία, πανάκριβες κατοικίες και έναν τρόπο ζωής μόνο για λίγους. Και περιέργως, οι περισσότεροι από τους ήρωες του βιβλίου, διαθέτουν εμπειρίες και των δύο κόσμων. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος ζούσαν στη χλιδή και μπορούσαν να ικανοποιούν κάθε τους επιθυμία, καταλήγουν να βιοπορίζονται με ελάχιστα, να ζουν σε τροχόσπιτο ή, ακόμα χειρότερα, να ζουν στη φυλακή. Κι ενώ το πέρασμα από μια δύσκολη ζωή σε μια άλλη άνετη κι ευχάριστη, δεν παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς εύκολα κανείς προσαρμόζεται σε κάτι καλύτερο από αυτό που βίωνε πριν, η αντίστροφη πορεία είναι αρκετά έως πολύ επώδυνη και ο καθένας αντιδρά διαφορετικά σε αυτή την αλλαγή. 

Βλέποντας τη ζωή μέσα από φακό

Η Βίνσεντ από παιδί έχει την τάση να μαγνητοσκοπεί ό,τι υπάρχει γύρω της, φτιάχνοντας πολυάριθμα αλλά μικρής διάρκειας βίντεο, και αυτός είναι ο τρόπος της να αντιμετωπίζει τις ιδιότυπες συνθήκες της ζωής της: την απομόνωση στη φύση από επιλογή της μητέρας της, την απουσία του πατέρα καθώς εκείνος βρίσκεται σε άλλο γάμο, την απώλεια της μητέρας πριν ακόμα η Βίνσεντ ενηλικιωθεί, την αδυναμία σύναψης ουσιαστικής σχέσης με τον ετεροθαλή αδελφό της. «Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται». 

Ένας αντίστοιχος μηχανισμός άμυνας των ηρώων του βιβλίου είναι να ζουν με τη φαντασία τους σε μια άλλη ζωή, εντελώς διαφορετική, σε εκείνη τη ζωή που θα ζούσαν αν είχαν κάνει άλλες επιλογές. Επίσης να επικοινωνούν με ανθρώπους που δεν ζουν πια, αλλά υπήρξαν σημαντικοί στη ζωή τους, ή με ανθρώπους για τους οποίους νιώθουν υπεύθυνοι για τον θάνατό τους. Αισθάνονται λοιπόν την παρουσία τους στον χώρο και βλέπουν φευγαλέα την εικόνα τους, είτε γιατί με τον τρόπο αυτό παίρνουν δύναμη από αυτούς είτε γιατί προσπαθούν να εξιλεωθούν απέναντί τους, λέγοντάς τους ό,τι δεν τους είχαν πει όσο οι άνθρωποι αυτοί ήταν εν ζωή. 

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη με μεταβλητή εστίαση, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή του κάθε κεφαλαίου. Μόνο στην αρχή και στο τέλος έχουμε δύο μικρά μέρη σε πρώτο πρόσωπο. Είναι η φωνή της Βίνσεντ που καθοδηγεί με κάποιον τρόπο τη συγγραφέα για την αφηγηματική τεχνική που θα χρησιμοποιήσει για να πει την ιστορία της. Ξεκινά από το τέλος, από το τώρα και επιστρέφει στο παρελθόν ξανά και ξανά, στις χρονιές που υπήρξαν καθοριστικές για τη ζωή των ηρώων της. 

«Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται». 

Διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καταδύεται μαζί του στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, εξερευνώντας την πορεία που ακολουθεί κανείς, τους συμβιβασμούς και τις θυσίες που μπορεί να κάνει μόνο και μόνο για να βγει από μια μίζερη ζωή, και, κυρίως, αποτυπώνοντας τη δυσκολία του καθενός να βρει τι είναι γι’ αυτόν σημαντικό στη ζωή.


* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.

EMILY ST. JOHN MANDEL (2018), ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΝΤΕΚΑ, Μετάφραση Βάσια Τζανακάκη, Αθήνα: Ίκαρος

 Ο Σταθμός Έντεκα είναι ένα υποβλητικό μυθιστόρημα, σκοτεινό και ελεγειακό, μα συνάμα νοσταλγικό, λαμπερό και αισιόδοξο.

Μια χιονισμένη νύχτα, ο Άρθουρ Λιάντερ, διάσημος ηθοποιός του Χόλιγουντ, παθαίνει καρδιακή προσβολή πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του Βασιλιά Ληρ.

Ο Τζίβαν Σόντρι, ένας νεαρός παπαράτσι που σπουδάζει νοσηλευτική, βρίσκεται στο κοινό και σπεύδει να βοηθήσει, υπό το βλέμμα μιας οχτάχρονης ηθοποιού, της Κίρστεν Ρεϊμόντ. Όμως, παρά τις προσπάθειές του, ο Άρθουρ καταλήγει νεκρός. Καθώς ο Τζίβαν γυρίζει σπίτι, διασχίζοντας το χιονισμένο Τορόντο, πληροφορείται ότι έχει ξεσπάσει μια θανατηφόρα γρίπη που εξαπλώνεται ραγδαία. Αποφασίζει να οχυρωθεί στο διαμέρισμα του αδερφού του, σε έναν ουρανοξύστη, απ' όπου παρατηρεί τον κόσμο, όπως τον ήξερε, να καταρρέει.

Είκοσι χρόνια αργότερα, η Κίρστεν είναι ηθοποιός στην Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια ομάδα ηθοποιών και μουσικών που ταξιδεύει στους οικισμούς του αλλαγμένου πια κόσμου, ανεβάζοντας Σαίξπηρ και παίζοντας μουσική. Η ζωή τους είναι ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, καθώς οι αναμνήσεις τους μπλέκονται επώδυνα με τη νέα τους πραγματικότητα, ενώ το κακό μπορεί να καραδοκεί παντού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Ξεκίνησα τον «Σταθμό Έντεκα» της Έμιλυ Μάντελ με μεγάλο ενθουσιασμό γιατί ανήκει στο είδος που μου αρέσει να διαβάζω – και να γράφω εδώ που τα λέμε. Στην αρχή ενθουσιάστηκα, η ιδέα ήταν εξαιρετική και ο ήπιος χειρισμός της έδινε μια διαφορετική νότα. Έπειτα ένιωσα σε κάποια σημεία το νεαρό της ηλικίας της συγγραφέως, πως δεν έχει αρκετά διαβάσματα πίσω της για να υποστηρίξει τα κομμάτια δρόμου, ας πούμε. Και μετά, ξαναχάθηκα στην μαγεία του βιβλίου, το τελείωσα γρήγορα και τελικά αποφάσισα πως είναι του γούστου μου. 

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μια πανδημία γρίπης σαρώνει την Γη και το 99% του πληθυσμού πεθαίνει μέσα στις πρώτες δύο μέρες. Όλα ξεκινούν όταν ο διάσημος ηθοποιός Άρθουρ Λιάντερ παθαίνει ανακοπή επί σκηνής, ενώ παίζει βασιλιά Ληρ. Ένας άνθρωπος από το κοινό πετάγεται και του κάνει τεχνητή αναπνοή. Μέσα από τα δικά του μάτια θα δούμε τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Και μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που συμμετείχε στην παράσταση, θα δούμε τι γίνεται είκοσι χρόνια μετά, σε έναν κόσμο χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό, χωρίς βενζίνη, που δεν είναι πρωτόγονος, αλλά δεν μπορεί και να λειτουργήσει πια ως σύγχρονος. Σε έναν κόσμο σε αναμονή. 

Η εξαιρετική έμπνευση της Μαντέλ είναι τα συνεχή φλασμπακ στην ζωή πριν την γρίπη και η απόφαση να ακολουθήσει τους χαρακτήρες της, να μην αφεθεί μόνον στην γοητεία του μετα- αποκαλυπτικού κόσμου που στήνει. Σε κάποια σημεία- αυτά του δρόμου- φαίνεται ένα έλλειμμα σε υπόβαθρο και διαβάσματα, σαν να μην έχει η συγγραφέας κατά νου τα Σταφύλια της οργής, σαν να μην έχει διαβάσει Μακάρθυ. Αυτά είναι και τα πιο αδύναμα. Όλα τα υπόλοιπα όμως είναι εξαιρετικά, ένα μεγάλο πανηγύρι χαρακτήρων και σκηνικού. 

Στα καλά μετά-αποκαλυπτικά βιβλία, όπως αυτό, οι κανόνες υπάρχουν με σαφήνεια στο κεφάλι του συγγραφέα, ο αναγνώστης δεν νιώθει πουθενά να τον «κλέβουν», να του εμφανίζουν έναν λαγό μέσα από το καπέλο. Στα καλά βιβλία φαντασίας δεν χρειάζεται από μηχανής θεός. Κι εδώ δεν υπάρχει. Ευτυχώς. Όπως δεν είναι απαραίτητος ο διδακτισμός. Η Μάντελ μας μιλά για την τέχνη- επιλέγει να ακολουθήσει την Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια κομπανία μουσικών και ηθοποιών που παίζουν μόνο Σαιξπηρ για να μας δείξει τον νέο κόσμο- με εξαιρετική λεπτότητα, χωρίς σνομπισμούς. Με αληθινή αγάπη. Και πίστη. Πως η τέχνη ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες θα επιβιώσει. Όπως επιβίωσε ο ίδιος ο Σαίξπηρ από την πανούκλα. 

Απόλαυσα τον «Σταθμό έντεκα», είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο, χωρίς περιττές γλωσσικές ακροβασίες, που χειρίζεται με μαεστρία το θέμα του χρόνου, του χώρου και της ανθρώπινης φύσης. Η Έμιλυ Μαντέλ είναι εξαιρετική στον στήσιμο των χαρακτήρων και μας δίνει το βασικό θέμα, αυτό της ματαίωσης των προσδοκιών και των ονείρων των ηρώων της, τόσο γλυκά, που σχεδόν ξεχνάμε τον ορυμαγδό γύρω τους. 

                                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ

ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ (2021), Η ΚΛΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ, Αθήνα: Ψυχογιός



Στο πρώτο μυθιστόρημά του μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ (2017), ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται την ιστορία της Κλάρας, μιας Τεχνητής Φίλης με εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία, η οποία από τη θέση της στο κατάστημα, όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων έρχονται για να ρίξουν μια ματιά, αλλά και όσων περνούν απ' έξω, στον δρόμο. Και ελπίζει πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει.

Ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που μας προσφέρει μια μοναδική άποψη του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας μέσα από τα μάτια μιας αξέχαστης αφηγήτριας. Η αριστοτεχνικά συγκρατημένη πρόζα του Ισιγκούρο ενισχύει τη συναισθηματική δύναμη και τη σπάνια τρυφερότητα του κειμένου, που διερευνά το πλέον θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει στ' αλήθεια ν' αγαπάς; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

"Ένα παραμύθι για έναν μοναχικό κόσμο που ψυχορραγεί, ο οποίος φαίνεται να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητά μας". (KIRKUS REVIEWS)

"Όπως και στα υπόλοιπα έργα του Ισιγκούρο, οι εσωτερικοί στοχασμοί των πρωταγωνιστών του μεταδίδουν ηχηρά μηνύματα. Οι χαμηλών τόνων αλλά διεισδυτικές παρατηρήσεις της Κλάρας για την ανθρώπινη φύση διαθέτουν μοναδική βαρύτητα... Αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, που υπερβαίνει κατηγοριοποιήσεις, είναι σκέτη απόλαυση". (PUBLISHERS WEEKLY)

«Μεγάλο μέρος της απόλαυσης που χαρίζει η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος οφείλεται στην τεχνική του. Η ανάθεση της αφήγησης σε ένα ανθρωποειδές αποδεικνύεται παράξενη όσο και γοητευτική συνθήκη. Η Κλάρα είναι πλάσμα ευαίσθητο και νοήμον, που παρότι έχει την ικανότητα να συμπάσχει, να προσδοκά και να φοβάται, αναρωτιόμαστε διαρκώς σε ποιο βαθμό μετέχει βαθύτερα στις ανθρώπινες αγωνίες της ζωής και του θανάτου». (Κώστας Κατσουλάρης, bookpress.gr, 28/03/2021)

Βλ. παρουσίαση βιβλίου εδώ και εδώ

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

HANS FALLADA (2012), Ο ΠΟΤΗΣ, Μετάφραση Έμη Βαϊκούση, Αθήνα: Κίχλη


ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '30. Ο Έρβιν και η Μάγδα Ζόμερ ζουν μια ήσυχη, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Όλα όμως ανατρέπονται, όταν η επιχείρησή τους παίρνει την κάτω βόλτα, μετά την αποχώρηση της δραστήριας και δυναμικής Μάγδας. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη κλονίζει τον γάμο τους συθέμελα και τελικά συνθλίβει τον Έρβιν, ο οποίος γυρίζει την πλάτη στην πραγματικότητα και καταφεύγει στο ποτό. Το αλκοόλ αμβλύνει ένα αίσθημα αδυναμίας που τον κατέτρυχε ανέκαθεν, του προσφέρει διαφυγή από την πεζή, απονεκρωμένη καθημερινότητα, που ασφυκτιά μέσα σ' ένα σύστημα άτεγκτων γερμανικών κανόνων, και του αποκαλύπτει την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το ανοιξιάτικο ξύπνημα της φύσης αλλά και της καταπιεσμένης του σεξουαλικότητας. Παρασυρμένος από τη μέθη που του προκαλεί η ανακάλυψη πρωτόγνωρων εμπειριών, παραπαίοντας ανάμεσα στην ενοχή που συνεπάγεται η απώλεια της αστικής αξιοπρέπειας και στην ηδονή που νιώθει τσαλαπατώντας την, αποξενώνεται από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον έρμαιο πλέον ενός ανεξέλεγκτου αλκοολισμού, θύμα των ανθρώπων του υποκόσμου που συναναστρέφεται, συλλαμβάνεται λόγω παραβατικής συμπεριφοράς και φυλακίζεται σε άσυλο.

Περιγράφοντας τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα, ο συγγραφέας σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία τη συνάντηση του τραγικού με το κωμικό, με φόντο το ζοφερό άσυλο, μικρογραφία μιας κοινωνίας που βυθίζεται στη φρίκη του Ναζισμού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος δεν είναι στην πραγματικότητα ο αλκοολισμός όσο η αδυναμία του χαρακτήρα, η οποία συνιστά το υπόβαθρο κάθε εξάρτησης.

Όπως εκθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην πρώτη κιόλας παράγραφο ο ήρωας, είχε ανέκαθεν επίγνωση της αδυναμίας του χαρακτήρα του, την οποία φρόντιζε να κρύβει επιμελώς κάτω από ένα προσωπείο αυτοπεποίθησης. Ωστόσο η αδυναμία αυτή είχε παγιώσει μέσα του ένα ισχυρότατο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στη σύζυγό του. Το συναίσθημα αυτό της μειονεξίας παρήγαγε με τη σειρά του ισχυρά ψυχικά φορτία επιθετικότητας, η οποία παρέμενε σε λανθάνουσα κατάσταση ως τη στιγμή που εκδηλώθηκε η συζυγική κρίση. Η επιθετικότητα απέρρεε βεβαίως από τη χρόνια αδυναμία του Έρβιν Ζόμερ να διεκδικεί με φυσιολογικό τρόπο στην καθημερινότητα της σχέσης την ισοτιμία εκείνη που είναι αναγκαία για τη διατήρηση του αισθήματος του αυτοσεβασμού.

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΕΡ (2011), Η ΑΛΕΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, Μετάφραση Κώστας Κοσμάς, Αθήνα: Καστανιώτης

Ρουμανία, τέλη της δεκαετίας του '80: Η Αντίνα είναι μια μελαγχολική αλλά αποφασιστική δασκάλα, η Κλάρα μια ωραία, ξέγνοιαστη εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο συρμάτων, και οι δυο τους κάτι περισσότερο από στενές φίλες. Τυχαίνει όμως να ζουν σε μια από τις σκληρότερες δικτατορίες της Ευρώπης, όπου η φιλία μετατρέπεται σε εργαλείο της Σεκουριτάτε, ο έρωτας αποτελεί συνώνυμο του άγχους και οι καλύτεροι αναγνώστες της ποίησης τελικά είναι οι πράκτορες του Τσαουσέσκου, που ψάχνουν ανάμεσα στις γραμμές για απαγορευμένα μηνύματα. Κάτι όμως συνδέει τους συνταξιούχους που προσπαθούν να ξεχάσουν την πείνα τους, τους γιατρούς που μιλούν για αυτοκτονίες ασθενών τους και τους πράκτορες της Σεκουριτάτε στις μικροαποτυχίες τους: η φράση "δε βαριέσαι" συνοψίζει τον φόβο, την κρυφή απειλή και την παραίτηση, και πλαισιώνει ολόκληρο το μυθιστόρημα, από το μότο της αρχής μέχρι το καταληκτικό του κεφάλαιο. Κι όταν το καθεστώς θα καταρρεύσει, κάποιοι από τους φίλους θα παραμείνουν εξαφανισμένοι, ο διευθυντής θα γίνει αρχιεργάτης και ο αρχιεργάτης διευθυντής, φυσικός υπεύθυνος για την αλλαγή και τον εκδημοκρατισμό: η αλεπού θα παραμείνει ο κυνηγός... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δε βαριέσαι, δε βαριέσαι, 
σκέφτηκα, δε βαριέσαι [το αρχικό μότο που επαναλαμβάνεται από όλους τους ήρωες του βιβλίου]
Ό,τι γυαλίζει βλέπει κιόλας
"Η μπούκλα στο μέτωπο γυαλίζει. Βλέπει τη χώρα κάθε μέρα. Το κάδρο του δικτάτορα κάθε μέρα στην εφημερίδα είναι τόσο μεγάλο όσο και το μισό τραπέζι. Κάτω από την μπούκλα στο μέτωπο, το πρόσωπο είναι σαν δυο χέρια όταν η Αντίνα τα κρατάει με την ανάστροφη το ένα δίπλα στο άλλο και κοιτάζει το κενό, ξανακαταπίνοντας την ίδια της την ανάσα.
Το μαύρο στο μάτι του δικτάτορα είναι όπως το νύχι στον αντίχειρα όταν ο αντίχειρας λυγίζει χωρίς να θέλει να πιάσει κάτι. Το μαύρο στο μάτι βλέπει κάθε μέρα τη χώρα από την εφημερίδα".
Το μέσα του ουρανού ... μια κακοφορμισμένη ποδάγρα
"Όποιος γνωρίζει το ποτάμι έχει δει το μέσα του ουρανού, λένε οι ψαράδες. Όταν σκοτεινιάζει η πόλη, το ρολόι στο καμπαναριό δεν μπορεί να μετρήσει την ώρα. Η πλάκα του ρολογιού ασπρίζει, μια λάμψη ξεκολλάει και πέφτει στο πάρκο. Τότε τα λεπτά πριονωτά φύλλα της ακακίας μοιάζουν με λοφία. Οι δείκτες πηδούν, το βράδυ δεν τους πιστεύει. Η λευκή λάμψη δεν διαρκεί για πολύ.
Όση ώρα διαρκεί η λευκή λάμψη, οι ψαράδες ξαπλώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον, μπρούμυτα. Κοιτάζουν τον ποταμό. Ο ποταμός δείχνει σε΄όποιον γνωρίζει, για όση ώρα κρατάει η λευκή λάμψη, λένε οι ψαράδες, μια κακοφορμισμένη ποδάγρα. Αυτό είναι το μέσα του ουρανού. Η ποδάγρα βρίσκεται στη μέση του νερού, όχι στον πάτο. Έχει τόσα πολλά φορέματα, που φτάνουν από τη μία γέφυρα ως την άλλη. Είναι τα φορέματα των πνιγμένων. λένε οι ψαράδες".
Ο φόβος μελίγκρα
"Όταν κάθεσαι πολλή ώρα στο καφέ, ο φόβος στρογγυλοκάθεται και περιμένει. Κι αν αύριο ξανάρθεις, εκείνος βρίσκεται ήδη εκεί που πας να καθίσεις. Είναι μελίγκρα στο κεφάλι, δεν φεύγει. Αν μείνεις πολλή ώρα, κάθεται εκεί και κάνει την ψόφια".
Η τριχιά του αυτόχειρα και το σφαγείο
"Ο άντρας που μύριζε χορτάρι άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του κρεμασμένου και είπε, κρίμα την τριχιά. Δεν την έκοψε, μόνο χαλάρωσε λίγο τη θηλιά, και ο σιδηρουργός έπεσε κάτω. Η πέτσινη ποδιά του λύγισε καθώς έπεσε. Ο κρεμασμένος δεν λύγισε, χτύπησε με τον ώμο στο πάτωμα, το κεφάλι του έμεινε αλύγιστο. Ο άντρας που μύριζε χορτάρι έλυσε τον κόμπο, έπιασε την τριχιά με τον αντίχειρα και τον δείκτη και την τύλιξε ανάμεσα στην παλάμη και στον αγκώνα. Την έδεσε κόμπο με το κομμάτι που περίσσεψε, την τριχιά θα τη χρειαστούμε στο σφαγείο, είπε".

Οι μυρμηγκιές των παιδιών & το παιχνίδι της πείνας
"Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται το άρπαγμα, το σκούντηγμα, και η κλωτσιά, το ζούληγμα και το ζόρισμα, το μίσος όταν σπρώχνονται κι έρχονται στα χέρια. Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται ο άτολμος έρωτας που το βάζει στα πόδια, η πονηριά των μητέρων και των πατεράδων, των συγγενών και των γειτόνων και των ξένων".
"Εκεί τα παιδιά ξεριζώνουν τα χορταράκια και τα ρουφάνε, έτσι, για παιχνίδι. Και το παιχνίδι είναι η πείνα. Τα πνευμόνια τους αναπτύσσονται αργά, το γάλα από τα χορτάρια ταΐζει τα βρώμικα δάχτυλα, τις μυρμηγκιές. Τα πρώτα τους δόντια όχι, αυτά τα χάνουν. Δεν κουνιούνται για πολύ, πέφτουν στα χέρια τους καθώς μιλούν. Τα παιδιά πετάνε, σήμερα ένα, αύριο ένα, πίσω από την πλάτη τους, στα χόρτα. Όσο τα δόντια είναι στον αέρα, τα παιδιά φωνάζουν:\
Ποντικέ, ποντικέ, φέρε μου καινούργιο δόντι,
να σου δώσω το παλιό.
Μόλις το δόντι χαθεί στο αβέβαιο σημείο μες στα χορτάρια, τότε μόνο κοιτάζουν πίσω τους και αυτό το λένε παιδική ηλικία. 
Ο ποντικός παίρνει το δοντάκι και βάζει άσπρα πλακάκια στους διαδρόμους κάτω από την πολυκατοικία. Καινούργια δόντια δεν φέρνει".
Τα μανταλάκια της ...ανταλλακτικής κοινωνίας
"Οι λεύκες κιτρινίζουν εξαιτίας του εργοστασίου, εκεί όπου οι γυναίκες φτιάχνουν κόκκινα γιογιο και πράσινα μανταλάκια. Οι γυναίκες αδυνατίζουν και βήχουν, και οι λεύκες κιτρινίζουν. Οι γυναίκες του εργοστασίου φοράνε χοντρά εσώρουχα, και το καλοκαίρι με μπατζάκια μέχρι τα γόνατα και λάστιχα. Κρύβουν κάθε μέρα τόσα μανταλάκια στα εσώρουχά τους, μέχρι που τα πόδια τους και οι κοιλιές τους έχουν παραγεμίσει τόσο, ώστε τα μανταλάκια να μην χτυπούν αναμεταξύ τους καθώς περπατούν. Και στο κέντρο, στην Πλατεία της Όπερας, τα παιδιά των γυναικών κουβαλούν τα μανταλάκια στους ώμους τους, πιασμένα σε σκοινιά, τα ανταλλάσσουν με κάλτσες, τσιγάρα ή σαπούνια. Τον χειμώνα οι γυναίκες κρύβουν στα εσώρουχά τους και γιογιό γεμάτα με μανταλάκια. Κάτω από τα παλτά τους δεν φαίνονται".
Οι χνουδωτές μπάλες από τα γαϊδουράγκαθα είναι για τα μαξιλάρια των νεκρών
"Εκεί που στο νερό πλέουν μαξιλαράκια από το χνούδι που βγάζουν τα φυτά. Εκεί που οι άνθρωποι μετρούν αυτά τα μαξιλαράκια και ξέρουν ότι ο Δούναβης, για κάθε έναν που σκοτώνεται, έχει στα κύματά του για τρεις μέρες κι από ένα μαξιλαράκι, και για τρεις μέρες μια λάμψη στα κύματα, σαν πολλά κεριά μαζί. Οι άνθρωποι στον νότο ξέρουν τον αριθμό των νεκρών. Τα ονόματα των νεκρών και τα πρόσωπά τους δεν τα ξέρουν".
Οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές είναι ψηλές, λέει ο οδηγός, αυτό είναι καλό, αν κάθεσαι ψηλά, δεν βλέπεις τους νεκρούς μέσα στα στάχυα.
Η περίοδος του καρπουζιού και οι εφημερίδες
"Όταν οι γυναίκες φορούν βαμβάκι ανάμεσα στους μηρούς τους, έχουν στην κοιλιά τους το αίμα του καρπουζιού. Κάθε μήνα, η περίοδος των καρπουζιών και το βάρος των καρπουζιών είναι που πονάει. 
Με το αίμα του καρπουζιού κάθε γυναίκα μπορεί να τυλίξει όποιον άντρα θέλει, λέει η Κλάρα. Στο εργοστάσιο συρμάτων οι γυναίκες λένε η μία στην άλλη πώς ανακατεύουν το αίμα του καρπουζιού στην ντοματόσουπα των αντρών, αργά το απόγευμα, μία φορά το μήνα."
"Πάνω από το καζανάκι είναι ένας μικρός φεγγίτης χωρίς τζάμι, σκεπασμένος μόνο με ιστούς αράχνης. Στον ιστό δεν κάθονται ποτέ αράχνες, τις διώχνει το καζανάκι. Μονάχα μια αχτίδα φως πηγαίνει και κάθεται κάθε μέρα στον τοίχο και τις κοιτάζει όλες να τρίβουν το χαρτί της εφημερίδας στα χέρια τους, μέχρι τα γράμματα να ξεθωριάσουν και τα δάχτυλα να βάψουν, Το τριμμένο χαρτί της εφημερίδας δεν γδέρνει τα σκέλια".
"Η καθαρίστρια επιτρέπεται να κόβει μόνο τις τελευταίες σελίδες της εφημερίδας, τα ρεπορτάζ, τα αθλητικά και το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Τις πρώτες σελίδες πρέπει να τις δίνει στον διευθυντή, μπαίνουν στη συλλογή του γραμματέα του κόμματος."
Απαγορεύονται οι γάμοι
"Η γαμήλια πομπή είναι μικρή. Ακολουθεί πίσω από το τρακτέρ και πίσω από τους μουσικούς. Στον πρώτο δρόμο πίσω από το ανάχωμα του σταδίου είναι η Εστία της Νεολαίας, εκεί είναι το δημαρχείο. Κατά μήκος της γαμήλιας πομπής περπατούν έξι αστυνομικοί. Δεν τους έχει καλέσει κανείς, ήρθαν από μόνοι τους, οι γάμοι απαγορεύονται, είπαν, επειδή απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις",
Τα καινούργια ρούχα του δικτάτορα
"Ο δικτάτορας φοράει κάθε μέρα καίνούργια εσώρουχα, είπε η κόρη της υπηρέτριας. Καινούργιο κοστούμι, καινούργιο πουκάμισο, καινούργια γραβάτα, καινούργιες κάλτσες, καινούργια παπούτσια. Όλα σφραγισμένα σε διαφανείς σάκους, είχε πει η γυναίκα του αξιωματικού από την πρωτεύουσα, μην τυχόν και τα δηλητηριάσει κανείς. Και τον χειμώνα, κάθε πρωί, καινούργιο κασκόλ, καινούργιος γούνινος σκούφος ή καπέλο. Λες και όλα όσα είχε φορέσει την προηγούμενη είχαν ξαφνικά μικρύνει, επειδή μέσα στην ησυχία της νύχτας η εξουσία μεγαλώνει",

Κυνηγώντας τη μνήμη και το μελάνι

Η Αντίνα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι μια νέα καθηγήτρια που ζει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Με οξυμμένη ευαισθησία, παρακολουθεί τη ζωή, τη δική της και του περίγυρου, να απειλείται, ενόσω περιμένει τα γράμματα του αγαπημένου της Ίλιε. Ο Ίλιε βρίσκεται στον Νότο, φοράει στρατιωτική στολή και πολεμάει κατά του καθεστώτος. Βρισκόμαστε στο έτος 1989.

Στην άλλη πλευρά του Δούναβη, ο θάνατος δεν μυρίζει μπαρούτι αλλά σναπς. Εκεί ζουν όσοι πίνουν από το πρωί, κάνουν κεφάλι για να ξεχάσουν τους πυροβολισμούς, καλλιεργούν τα χωράφια τους και μουρμουρίζουν άψυχα «δε βαριέσαι». Ο ολοκληρωτισμός έχει θερίσει και θερίζει ακόμα στο διάβα του, ο φόβος διαφεντεύει και παραλύει.

Στο μεταξύ, η μυστική αστυνομία, η Σεκουριτάτε, εκτελεί σε όλη τη χώρα χρέη «υπηρεσίας δωματίου» και «καθαρίζει». Οι πράκτορες, σε κάθε τους επίσκεψη, αφήνουν σαδιστικά σημάδια. Η Αντίνα παρατηρεί πως η γούνα της αλεπούς στο πάτωμα του σπιτιού της κάθε φορά συρρικνώνεται. Αφαιρούν κι από ένα της κομμάτι. Όσο η γούνα της αλεπούς μικραίνει, τόσο η «μπούκλα του δικτάτορα» μακραίνει, κατακλύζοντας προπαγανδιστικά την οθόνη και κοσμώντας υποχωρητικά όλο και περισσότερες κορνίζες.

Σε αυτό το αλληγορικό, συμβολικό πλαίσιο κινείται το μυθιστόρημα της Γερμανίδας, ρουμανικής καταγωγής, Χέρτα Μύλερ (γεν. 1953). Τα μέρη, ως δείκτες συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων –π.χ. η αιματηρή μαζική διαδήλωση στην Τιμοσοάρα–, δεν κατονομάζονται, παραμένουν κεκαλυμμένα μες στην ποιητική αχλή. Η συγγραφέας εισάγει στο βιβλίο πολλά στοιχεία της ζωής της, βιογραφικές πληροφορίες που ενσωματώνει με μυθοπλαστική μαεστρία στην υπαινικτική της πρόζα.

Γνωρίζουμε πως η Χέρτα Μύλερ βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος Τσαουσέσκου εφόσον ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα Ες Ες. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η μητέρα της, μία από τις πολλές Γερμανορουμάνες που απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1945, είχε περάσει πέντε χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Όπως έγραψε η συγγραφέας στο δοκίμιό της Sich und tötet το 2003, το καθεστώς Τσαουσέσκου την είχε μετατρέψει για χρόνια σε «αντικείμενο ανθρωποκυνηγητού». Κι όπως εξομολογήθηκε το 2009, στο δοκίμιό της Die Securitate ist noch im Dienst, το περιστατικό με την αλεπού ήταν αληθινό, αποτελούσε μέθοδο εκβιασμού της Σεκουριτάτε.

Στον αντίποδα της Αντίνα, η καρδιακή της φίλη Κλάρα, που επιλέγει να ζήσει εντός γραμμής. Αυτή η όμορφη νεαρή, εργάτρια σε εργοστάσιο συρμάτων, πέφτοντας στην ερωτική παγίδα θα συνάψει σχέση με τον παντρεμένο δικηγόρο Πάβελ, που πρώτα την αφήνει έγκυο κι έπειτα μεσολαβεί για την έκτρωση (οι εκτρώσεις είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς). Ο Πάβελ είναι όργανο, ανακριτής, υπαίτιος για τον θάνατο συμπατριωτών της. Τότε η Αντίνα ξεσπά με οργή, για εκείνην η Κλάρα είναι μια ξένη, δεν υπάρχει επιστροφή.

Με την κατακρεούργηση της φιλίας των γυναικών –δεν θα μπορούσαν ποτέ, και να το ήθελαν ακόμη, να ζήσουν στην ίδια γη–, κορυφώνεται η τραγική μοίρα των κατατρεγμένων, η μοίρα να μην ανήκουν πουθενά, ούτε καν ο ένας στον άλλο.

Στο βιβλίο Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός, που μετέφρασε ωραία από τα γερμανικά ο Κώστας Κοσμάς, απεικονίζεται η κλειστοφοβική ιστορία μιας κοινωνίας που υπόκειται στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, καταστρέφεται, εξαχρειώνεται, σωπαίνει, υποφέρει από τα τραύματά της. Αποτυπώνεται όμως και η ανατροπή, ο τρόπος που η αλεπού από θήραμα γίνεται, ή μπορεί τελικά να γίνει, ο κυνηγός.

Η αφήγηση της Μύλερ είναι γραμμική, περιγράφει όμως τα συμβάντα θραυσματικά, υπονομεύοντας την ενότητα της πλοκής. Στην ιστορία της φιλίας που διακόπτεται, όπως τη χώρα διαιρεί στα δύο ο Δούναβης, παρεμβάλλονται σκηνές από τη ρουμανική ζωή της επαρχίας και της πόλης, αναμειγνύονται οι μυρωδιές των καρπών με των πτωμάτων, παράλληλα παρεισδύει μια ανάκριση, παρεισφρέουν συνομιλίες ή παραληρήματα δευτερευόντων ηρώων.

Όλα αυτά μάλλον περιπλέκουν την υπόθεση. Ίσως γιατί η Χέρτα Μύλερ δεν θέλει να διηγηθεί μία και μόνο ιστορία, όσο την αδυναμία να ειπωθεί μια ιστορία ολόκληρη σε εποχή δικτατορίας. Οι ιστορίες είναι αρκετές και μισοειπωμένες και συνδέονται μεταξύ τους κλιμακωτά. Οπότε το στοίχημα δεν φαίνεται να είναι η αφηγηματική δεινότητα, όσο ο γλωσσικός χειρισμός: η Μύλερ κατασκευάζει αριστοτεχνικές ποιητικές εικόνες, αναπαριστά αισθήσεις (κυρίως τον φόβο), επαναλαμβάνει στον αναγνώστη ξανά και ξανά πως τα νοήματα εγκαταβιώνουν στα διάστιχα.

Άλλωστε η Χέρτα Μύλερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ γιατί, «με την ποιητική της προσήλωση και την ακρίβεια της πρόζας της, αναπαριστά τη γη των στερημένων».

Στον ποιητικό της καμβά, οι στερημένοι πατρίδα είναι σχεδόν διάτρητοι, διάφανοι, αέρινοι. Αν δεν συγκινούν με τη σαρκική τους στιβαρότητα και δεν πείθουν αντιστοίχως για το ψυχικό τους σθένος, επιβραβεύουν την ανάγνωση με την ενορατική τους, αβαρή, δύναμη.

Η Γερμανίδα συγγραφέας είναι η δωδέκατη γυναίκα που τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ, μετά τη Σουηδή Salma Lagerlöf (1909). Βραβεύεται μάλιστα το 2009, την επέτειο των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Μετέωροι ταξιδιώτες και Άγγελος της πείνας.

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7-6-2011)
Αντλήθηκε από εδώ


 

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ROBERT - PENN WARREN (2020), ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ, Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, Αθήνα: Πόλις



 Νέος, οραματιστής και φιλόδοξος, ο Γουίλι Σταρκ ξεκινά την πολιτική του σταδιοδρομία αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για την ταπεινή του καταγωγή, να ταχθεί στην υπηρεσία του λαού, των απόκληρων και των αδικημένων, να αγωνιστεί για μια άλλη, προοδευτική Αμερική.

Τώρα πια είναι ο πανίσχυρος κυβερνήτης μιας Πολιτείας του αμερικανικού Νότου. Πεπεισμένος ότι τα αγνά ιδανικά ελάχιστη σχέση έχουν με τη σκληρή πραγματικότητα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι, αν θέλει να παραμείνει πιστός στους στόχους του και ταυτόχρονα να διατηρηθεί στην εξουσία, δεν πρέπει να φοβάται αλλά, αντιθέτως, να εκμεταλλεύεται τη διαφθορά που επικρατεί στις ανθρώπινες σχέσεις, και να επιδίδεται με κυνισμό στον κατάλληλο χειρισμό ανθρώπων και καταστάσεων.

Όταν ο αριστοκρατικής καταγωγής δικαστής Μόνταγκιου Ίρβιν, που έχει τη φήμη του αδιάφθορου, στέκεται απέναντί του, ο Σταρκ καλεί σε βοήθεια τον σύμβουλό του Τζακ Μπέρντεν, στον οποίο αναθέτει να ξεψαχνίσει το παρελθόν του δικαστή: είναι βέβαιος ότι και εκείνος έχει θαμμένους σκελετούς στην ντουλάπα του. Ο Τζακ είναι ο άλλος κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Πρώην δημοσιογράφος, με ιστορικές σπουδές, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος, παρατηρεί τα πάντα ως αφηγητής και αυτόπτης μάρτυρας, παραμένοντας διαρκώς αποστασιοποιημένος. Έχει επίγνωση τόσο της αξίας του καλού όσο και της κυριαρχίας του κακού. Διχάζεται ανάμεσα στον θαυμασμό και την απέχθειά του για το πρόσωπο του Σταρκ, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του πως δεν θα καταφέρει να μείνει αμέτοχος ως το τέλος και πως η Ιστορία θα τον αδράξει.

Το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, φιλοσοφικών και ηθικών αναζητήσεων, που αναδεικνύει το βάθος του στοχασμού και το εύρος της καλλιέργειας του συγγραφέα του, ένα έργο που εντυπωσιάζει με τη λεπτοδουλεμένη γλώσσα και με το ύφος του, συχνά λυρικό, ενίοτε απλό και λιτό, πάντα όμως νευρώδες και πλημμυρισμένο από εικόνες.

Εξαίρετη, υποβλητική ελεγεία για την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά συγκαταλέγεται στα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. [οπισθόφυλλο βιβλίου]

"Γραμμένο με άφθαστο λυρισμό και δραματική ένταση, το πολιτικό αυτό μυθιστόρημα, περιστρέφεται γύρω από τη διεφθαρμένη φύση της εξουσίας και το ζήτημα της ευθύνης που αναλαμβάνουν τα άτομα για τις ενέργειές τους, ενώ ταυτόχρονα είναι και μια ηθογραφία της αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’30.  


Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στην αμαρτία, γεννιέται μέσα στη διαφθορά και περνάει από την μπόχα της πάνας στην αποφορά του σάβανου. Πάντα κάτι υπάρχει.’

Ο Τζακ, ο αφηγητής – και, ίσως, ο βασικότερος χαρακτήρας –  περιφέρεται άσκοπα στη ζωή, δεν τελείωσε ποτέ τη διατριβή του στην ιστορία, δεν  παντρεύτηκε την πρώτη του αγάπη, την Άνν Στάντον, αντιμετωπίζει δε με απίστευτο κυνισμό τα πάντα  και κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει ανεξάρτητος από τη ζωή και τους ανθρώπους. Ο ρόλος του είναι να χρησιμοποιεί τις ικανότητές και τις γνώσεις του ως ιστορικός για να βοηθήσει τον Γουίλι να εκβιάσει και να ελέγξει τους αντιπάλους του.  Η θεωρία του είναι πως ό,τι κάνει ο καθένας ελέγχεται από κάποια τυχαία ώθηση «στο αίμα.» Εάν αυτό ισχύει, τότε κανείς δεν έχει καμία ευθύνη για τυχόν συνέπειες που μπορεί να έχουν οι ενέργειές του. Έτσι προστατεύεται από την ευθύνη για όσα έχει κάνει στο παρελθόν και για όσα θα κάνει στο μέλλον. 

Η δουλειά του λοιπόν είναι να ανακαλύπτει κάποιο σκοτεινό μυστικό από το μακρινό παρελθόν του κάθε αντιπάλου, την Αχίλλειο πτέρνα του, για να το χρησιμοποιήσει ο Γουίλι σαν μοχλό πίεσης  ώστε να πετύχει τους στόχους του. Από τις ιδιότυπες αυτές έρευνες δεν ξεφεύγει ‘διότι ίσως δεν γίνεται στ’ αλήθεια να φεύγεις απ’ όλα εκείνα που θέλεις σαν και τι να φύγεις’ ούτε ο ηλικιωμένος δικαστής Ίρβιν, μια πατρική φιγούρα της νιότης του Τζακ και οικογενειακός φίλος, ο οποίος με τον φόβο της αποκάλυψης του παρελθόντος του οδηγείται στην αυτοκτονία.

Τόσο ο  Γουίλι Σταρκ όσο και ο Τζακ Μπέρντεν είναι δαιδαλώδεις χαρακτήρες και παρουσιάζονται περίπλοκα. Και οι δύο ενεργούν με τρόπους που φαίνονται αντιφατικοί, αλλά αυτά τα φαινομενικά αντιφατικά κίνητρα έχουν ρίζες στο παρελθόν τους, στα πράγματα που έκαναν ή που τους συνέβησαν όταν ήταν νεότεροι. 

Η στάση του Τζακ, για παράδειγμα,  δείχνει να έχει σχέση με την αποχώρηση του πατέρα του σε νεαρή ηλικία, την προφανή έλλειψη της συναισθηματική κάλυψης από τη μητέρα του αλλά και την αποτυχημένη σχέση του με την Άνν Στάντον. Έτσι παρόλο που μπορεί να διερευνήσει μια υπόθεση σε βάθος, με ψυχρή ακρίβεια, είναι ανήμπορος να κατανοήσει τα κίνητρα των άλλων και τις συνέπειές τους, ως αποτέλεσμα της άρνησής του να σηκώσει το βάρος της ευθύνης.

Ανάμεσά τους κινείται ένας αριθμός δευτερευόντων χαρακτήρων που εξυπηρετούν την ιστορία και βοηθούν να αναδυθούν τα θέματα του βιβλίου. Η Ανν Στάντον, η πρώτη αγαπημένη του Τζακ και ο μόνος άνθρωπος που δείχνει να αντιδρά στον κυνισμό του. Ο αδελφός της Ανν, ο Άνταμ, ένας γιατρός αλτρουιστής και αφοσιωμένος στο λειτούργημά του που εκπροσωπεί τον  άκαμπτο ηθικό κώδικα του παλαιού Νότου. Η Λούσι Σταρκ, η ταπεινή και περιθωριοποιημένη σύζυγος του Γουίλι, η Σέιντι Μπερκ, η γραμματέας και ερωμένη του και αρκετοί ακόμη. " [απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική στο passepartoutreading.gr Ολόκληρο το κείμενο εδώ

"Η διηνεκής αξία του Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Γουίλι Σταρκ κατέλαβε μια θέση στη συλλογική λογοτεχνική μας συνείδηση, δίπλα στον Κάπτεν Άχαμπ, τον Χοκ Φιν, τον Τζέι Γκάτσμπυ, τον Χόλντεν Κόλφιλντ, τον "Λαγό" Άρμστρονγκ και μερικούς ακόμη". (Τζόυς Κάρολ Όουτς, The New York Review of Books)

"Αρχίζει ως κωμωδία της εξουσίας, δανείζεται τους τρόπους της ιστορικής τοιχογραφίας και καταλήγει ως τραγωδία. Η λαμπρότητα της γραφής είναι αντάξια του βάθους του στοχασμού. Αριστούργημα; Ναι". (Les Inrocks)

«Το καλογραμμένο μυθιστόρημα του R.P. Warren, που αναφέρεται στη δημοκρατία του Μεσοπολέμου, δεν παύει να είναι αντιπροσωπευτικό της γενικότερης πολιτικής σήψης και του αριβισμού που διακρίνει την πολιτική και την εξουσία. Η δημοκρατία γύρω από έναν «βασιλιά» δεν είναι ακριβώς δημοκρατική, ο «βασιλιάς» καταστρατηγεί τη νόμιμή του ισχύ, αφού κατευθύνει «μαριονέτες», όσο κι αν έχει ξεκινήσει από ιδεαλιστικές πρακτικές και συμπεριφορές, και το παρασκήνιο υπονομεύει την επιφάνεια, καθώς η διαπλοκή, ο εκβιασμός και η διαφθορά είναι πάντοτε παρόντα.

Η πολιτική, ωστόσο, παρόλο που είναι πανταχού παρούσα, συχνά παραμερίζει μπροστά στα ψυχολογικά διλήμματα και τις ευαισθησίες, κυρίως του αφηγητή. Ενώ κι ο ίδιος ξέρει ότι συμμετέχει με τις έρευνές του στους εκβιασμούς του αφεντικού του, προσπαθεί να τα έχει καλά με τη συνείδησή του και αναζητά στηρίγματα προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός, δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους να αμυνθούν, όπως έκανε με τον Δικαστή Ίρβιν, μολονότι –σε ένα είδος αριστοτελικής περιπέτειας– οδήγησε στα αντίθετα αποτελέσματα και στην αποκάλυψη στοιχείων για τη δική του ζωή. Αφετέρου, με μνημονικές εξακτινώσεις, όπως με τον πρόγονό του, Κας Μάστερν, το αγνό ξεκίνημα του Γουίλι Σταρκ, την προδοσία του απ’ αυτόν όσον αφορά τη νεανική του αγάπη κ.λπ., επιχειρεί να αναδείξει τις εσωτερικές συγκρούσεις, τον διχασμό του –όσο θεωρεί ότι η ιστορία του Σταρκ είναι κομμάτι της δικής του ιστορίας– και σε κάποια κρίσιμη φάση τις αποστάσεις που παίρνει από το Αφεντικό.

Ο ίδιος ο Γουίλι Σταρκ αναδεικνύεται σε σημαίνουσα λογοτεχνική μορφή. Δεν είναι κακός, αφού κάνει πολλά με στόχο το κοινό καλό (χτίζει νοσοκομείο, επιβάλλει φορολογικά μέτρα κατά των πλούσιων, στηρίζει την πολιτειακή ομάδα μπέιζμπολ)· συνάμα όμως ως στυγνός πολιτικός και κυνικός στις αποφάσεις και τις πράξεις του παίζει το παιχνίδι των εκβιασμών, του πολιτικού τσαμπουκά και της αδίστακτης πυγμής. Έτσι, συμπαθής και αντιπαθής συνάμα, τίθεται στο κέντρο μιας σύγχρονης τραγωδίας, όπου η ύβρις συναντά την τίσιν, η αλαζονεία βρίσκει για όλους την τιμωρία της (όχι μόνο ο δικαστής Ίρβιν αυτοκτονεί, αλλά κι ο γιος του κυβερνήτη μένει παράλυτος, ενώ κι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής τιμωρείται κατάστηθα) κι ο αναγνώστης «δι’ ελέου και φόβου» φτάνει σε μια οδυνηρή κάθαρση.

Πολιτικό και ψυχολογικό, γραμμένο με δεξιότητα, αφηγηματική (λόγω της σοφής μίξης παρόντος και παρελθόντος όπως και της εξιστόρησης γεγονότων και σκέψεων), και τραγωδιακή με την εξαιρετική αυξομείωση της έντασης, το μυθιστόρημα προβληματίζει για τα όρια της δημοκρατίας αλλά και για τις αντοχές της ψυχής." [Απόσπασμα από την βιβλιοκριτική του Γιώργου Περαντωνάκη εδώ]



ULRICH ALEXANDER BOSCHWITZ (2019), Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Αθήνα: Κλειδάριθμος

 


Ένα λογοτεχνικό ντοκουμέντο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1939 και αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη σε μυθιστόρημα μαρτυρία για τη "Νύχτα των Κρυστάλλων". Θεωρούνταν χαμένο, μέχρι που το χειρόγραφο-θησαυρός βρέθηκε πρόσφατα στη Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη και ανασύρθηκε στο φως της δημοσιότητας.

«Για εμάς τους Εβραίους η ζωή απαγορεύεται», είπε ο Ζίλμπερμαν. «Τι θα κάνετε; Θα υπακούσετε στην απαγόρευση;»

Ο Ότο Ζίλμπερμαν, Εβραίος επιχειρηματίας και διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, χάνει το σπίτι και την επιχείρησή του εξαιτίας των πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1938. Μ' έναν χαρτοφύλακα γεμάτο χρήματα, που κατάφερε τελευταία στιγμή να διασώσει, προσπαθεί να περάσει παράνομα τα σύνορα, αλλά αποτυγχάνει και αναζητά καταφύγιο στα τρένα. Αρχίζει να ταξιδεύει ασταμάτητα, χωρίς προορισμό, περνώντας τις μέρες του σε βαγόνια, αποβάθρες, σταθμούς, εστιατόρια και αίθουσες αναμονής...

Οι συναντήσεις και οι γνωριμίες που κάνει στα κουπέ των τρένων είναι οι συγκλονιστικές στιγμές αυτής της ατέρμονης φυγής που, κάποια στιγμή, τερματίζεται απότομα. [οπισθόφυλλο βιβλίου]


"Το βιβλίο επικεντρώνεται στις περιπέτειες του γερμανοεβραίου επιχειρηματία Ότο Ζίλμπερμαν, ενός α-τυπικού άντρα της εποχής που είδε τη ζωή του να κατακρημνίζεται από το βάραθρό της με την έλευση του ναζισμού. Ο Ζίλμπερμαν, σεπτό μέλος της κοινωνίας, μαζί με την γυναίκα του, Έλφριντε, γνώρισε από κοντά τα περίεργα χρόνια του Βερολίνου κατά τη δεκαετία του ’30. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο μοντερνισμός, η ελευθεριότητα, αλλά και οι αντιπαλότητες που απονέκρωσαν τις πολιτικές δυνάμεις και άνοιξαν την πόρτα στον Χίτλερ, του ήταν απόλυτα γνωστές.

Παρά ταύτα, ίσως επειδή η προσωπικότητα και η θέση του στην κοινωνία δεν ενέπιπταν στην τυπική προπαγάνδα των ναζί κατά των Εβραίων, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει άρον άρον τη βολή του. Είναι προφανές πως δεν περίμενε ότι μέσα σε μια νύχτα θα γινόταν φυγάς. Έχασε το σπίτι του, την επιχείρησή του και υπό το φόβο να γίνει βορά στις άγριες διαθέσεις των ναζιστών αναγκάστηκε να βάλει σε μια βαλίτσα όσα χρήματα μπορούσε να διασώσει από την περιουσία του και να τραπεί σε άτακτη φυγή. Οι σελίδες του βιβλίου όπου βλέπουμε τον Ζίλμπερμαν να σέρνεται σαν φοβισμένη σκιά στους καπνισμένους δρόμους του Βερολίνου, είναι άκρως υποβλητικές. Δεν χωράει αμφιβολία: βρισκόμαστε ακριβώς στην πιο καθοριστική στιγμή. Ο Ζίλμπερμαν φεύγει από το σπίτι του σαν κυνηγημένος το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938. Είναι η νύχτα που έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». 

Ακόμη και σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση, όμως, ο Ζίλμπερμαν αποδεικνύεται εξόχως ευφάνταστος. Αντί για περιδεές ανθρωπάκι, ο Μπόσβιτς μάς τον εμφανίζει ευφάνταστο, διορατικό και με λάμψεις μαύρου χιούμορ. Ως άλλος καφκικός ήρωας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποξενωθεί εντελώς από την εβραϊκή ρίζα του, περικόπτει το όνομά του με το αποτέλεσμα, ωστόσο, να είναι επισφαλές. Από τρένο σε τρένο κι από πόλη σε πόλη, ο Ζίλμπερμαν βιώνει τη ζωή του ως πλάνης. Έρχεται σε επαφή με ένα ετερόκλιτο πλήθος ανθρώπων και τούτη η παράξενη συνάφεια δίνει την ευκαιρία στον Μπόσβιτς να ανοίξει την οπτική γωνία του μυθιστορήματος και να μας δώσει μια γενικότερη εικόνα της εποχής. 

Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν κυνικοί κερδοσκόποι (όπως ο πρώην συνεργάτης του Ζίλμπερμαν που εξελίχθηκε σε μέλος του ναζιστικού κόμματος), γραφειοκράτες που βαυκαλίζονταν ότι έκαναν απλώς το καθήκον τους, ξένοι επιχειρηματίες που είτε αγνοούσαν είτε δεν ήθελαν να δουν τους διωγμούς των Εβραίων, έως και αλτρουιστές κομμουνιστές που δεν δίσταζαν να σώσουν από τα νύχια των ναζιστών ακόμη και τους ταξικούς τους εχθρούς (όπως συνέβη στην περίπτωση του πρωταγωνιστή μας).

Ο Μπόσβιτς αποδεικνύεται μάστορας του ρυθμού. Ενόσω κορυφώνει την πλοκή, ανεβάζει βαθμιαία και την ένταση στον εσωτερικό κόσμο του Ζίλμπερμαν, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει ούτε καν το θόρυβο που κάνουν τα τρένα πάνω στις ράγες. Ακολουθώντας κινηματογραφικές τεχνικές, ο Μπόσβιτς μάς παραδίδει τον ήρωα εντελώς εξουθενωμένο και καταπτοημένο. Τριγύρω του και μέσα του η τανάλια του φόβου περισφίγγει. Οι τελευταίες σκηνές του βιβλίου μοιάζουν με ανηλεές κρεσέντο. Οι λέξεις πέφτουν σαν καταιγίδα, η μια εικόνα είναι πιο δυνατή από την προηγούμενη. Αυτό που διαβάζεις μοιάζει να βγαίνει από θρίλερ, από βιβλίο κατασκοπείας, από περιπετειώδες ανάγνωσμα ή από το πιο σκοτεινό κατάστιχο της Ιστορίας. Εντέλει: είναι σαν να αναδύονται όλοι οι φόβοι του ανθρώπου που υφίσταται τα επίχειρα κάπου πράγματος που τον ξεπερνάει. 

Ο Ταξιδιώτης επέχει τη θέση μαρτυρίας και ντοκουμέντου. Μιλάει με αυθεντικό τρόπο για τις διώξεις των Εβραίων κατά την περίοδο της ναζιστικής λαίλαπας, αλλά και την κατάρρευση της γερμανικής κουλτούρας. Ο Μπόσβιτς αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο αυτή τη σκιαμαχία του «μικρού» ανθρώπου με τις «μεγάλες» ιστορικές συνθήκες, με την τελική έκβαση να είναι πάντα κατά της μονάδας. Η Μαρία Αγγελίδου ακολουθεί κατά πόδας στη μετάφρασή της τη ρυθμική ένταση της γραφής του Μπόσβιτς, η οποία είναι κομβικής σημασίας για την πρόσληψη του μυθιστορήματος"

[Απόσπασμα από την βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου που αντλήθηκε από εδώ]


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Jean Bloch - Michel (2020), O ΜΑΡΤΥΡΑΣ, Μετάφραση - Επίμετρο Ευγενία Γραμματικοπούλου, Θεσσαλονίκη: Οκτάνα



 Σήμερα ξέρω πως το μοναδικό πάθος που με διακατείχε ήταν η αδυναμία μου να δράσω. Έχτισα τη ζωή μου πάνω στον φόβο και την άρνηση: αυτό με προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Ήμουν αποφασισμένος να υπερασπιστώ τη μοναχικότητά μου και να προσπαθήσω να κλείσω τα μάτια σε όλα όσα δεν ήθελα πια να βλέπω. Η περιφρόνηση που έδειχνα για οτιδήποτε ξέφευγε από το πεδίο της δουλειάς μου δεν ήταν αξεχώριστη από μια κάποια ζήλια για εκείνους που επιτύγχαναν εκεί όπου εγώ δεν τολμούσα να δοκιμαστώ. Όλη μου η συμπεριφορά δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια εσκεμμένη πόζα. Ξέρω πολύ καλά ότι έτσι κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Εκείνο που με πείραζε πάνω απ' όλα ήταν η ευκολία με την οποία έκριναν τη ζωή μου, τη στιγμή που, για να είμαι ειλικρινής, εκτιμούσα ότι η δική μου ζωή ήταν πιο πολύτιμη από τη δική τους. Η μητέρα μου, οι μαθητές μου, ο Μισέλ, η Κλωντ, η Εριέττα. Σήμερα ξέρω ποιο είναι το έγκλημά μου.

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν άνδρα που συντρίβεται από το βάρος της ίδιας του της ατολμίας.

Μια σαρωτική μαρτυρία για τους φιλήσυχους πολίτες, τους αιώνιους άπραγους θεατές και τα ανυποψίαστα θύματά τους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο Mάρτυρας κυκλοφόρησε το 1948 στη σειρά «Ελπίδα» της Gallimard που διηύθυνε ο Albert Camus, στενός φίλος, συνεργάτης και συναγωνιστής στην Αντίσταση του Jean Bloch-Michel (Παρίσι, 1912-1987). Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, ο Camus εξέδωσε την Πτώση που θεωρείται το αριστούργημά του, έργο που οφείλει πολλά στον Μάρτυρα. Ο Jean Bloch- Michel διακινδύνευσε τη ζωή του στην παρανομία. Ωστόσο στον Μάρτυρα τολμά μια ανατριχιαστική αντιστροφή θέσεων: αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα ως αγωνιστής όχι για να αναπαραστήσει τον επώνυμο εχθρό που πολέμησε αλλά τον ανώνυμο σύμμαχο κάθε αυθαιρεσίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον νεαρό κεντρικό ήρωα να ανδρώνεται χωρίς να ωριμάζει, να ερωτεύεται χωρίς να δένεται, να πολεμά χωρίς να πιστεύει στη νίκη, να διδάσκει χωρίς να εμπνέει. Ο ναρκισσισμός και η δυσπιστία του απέναντι στους πάντες και τα πάντα τον κρατούν ασφαλή μέσα στη δίνη των γεγονότων και εν τέλει του σώζουν τη ζωή. Μια ζωή που όμως καταλήγει αβίωτη, αφότου ο ίδιος συνειδητοποιεί πως ο ίδιος απλά επέπλευσε ενώ οι κοντινοί του άνθρωποι βούτηξαν στα βαθειά χωρίς να υπολογίζουν το κόστος.

William Melvin Kelley (2020), ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ, Μετάφραση Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Αθήνα: Μεταίχμιο



Το πρώτο μυθιστόρημα του Αφροαμερικανού συγγραφέα William Melvin Kelley, ενός "χαμένου γίγαντα της αμερικανικής λογοτεχνίας", που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 και τον κατέταξε μεταξύ των James Baldwin και William Faulkner, επανέρχεται σε νέα έκδοση για να πάρει, έστω και με καθυστέρηση, τη θέση που του αξίζει στα ράφια της κλασικής λογοτεχνίας.

Μια μέρα του 1957, στο Σάτον, μια μικρή πόλη μιας επινοημένης πολιτείας του αμερικάνικου Νότου ανάμεσα στο Μισισίπι και την Αλαμπάμα, ο νεαρός μαύρος αγρότης Τάκερ Κάλιμπαν ρίχνει αλάτι στα χωράφια του, σκοτώνει τα ζωντανά του, βάζει φωτιά στο σπίτι του, παίρνει τη γυναίκα και το παιδί του και φεύγει. Οι λευκοί της μικρής πόλης παρακολουθούν σαστισμένοι· τις επόμενες μέρες, το σάστισμά τους εντείνεται, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι μαύροι κάτοικοι φοράνε τα κυριακάτικά τους, παίρνουν ό,τι πολύτιμο έχουν και φεύγουν και εκείνοι.

Μια ερμηνεία της μαύρης ταυτότητας μέσα από τα μάτια των λευκών πάντα αφηγητών και σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανάγκες και επιθυμίες. Πώς αντιλαμβάνονται αυτήν την αυθόρμητη απόρριψη της υποτέλειας εκ μέρους των μαύρων συμπολιτών τους αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες; Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί; Μισαλλόδοξοι και φίλα προσκείμενοι; Ένα συγκλονιστικό, άκρως επίκαιρο βιβλίο που ρίχνει νέο φως στα φυλετικά προβλήματα που μαστίζουν χρόνια την αμερικάνικη κοινωνία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Είναι το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» ο νέος Στόουνερ, όπως διαφημίζεται στο εξωτερικό; Το χαμένο αριστούργημα ενός ιδιοφυούς αφροαμερικανού συγγραφέα (ανάλογου αναστήματος με τον Φώκνερ) που περιέπεσε στην αφάνεια για να τον ανακαλύψουν μόλις πρόσφατα ξανά στην Αμερική; Είναι και δεν είναι. Πρόκειται σίγουρα για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο. Αλλά Φώκνερ; Δεν είναι. Ο Κέλλυ, που γεννήθηκε το 1937 και πέθανε το 2017, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Τυμπανιστή, το 1962, πάνω στη φλόγα του ζητήματος των φυλετικών διακρίσεων. Έπειτα ο ίδιος και το βιβλίο ξεχάστηκαν. Αν κι εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. 

Σε μια φανταστική πολιτεία του Νότου (κι εδώ τελειώνουν οι συγκρίσεις με τον Φώκνερ), ένας νέγρος ονόματι Τάκερ Κάλιμπαν αποφασίζει να ρίξει αλάτι στο χωράφι του, να σκοτώσει τα ζωντανά του, να κάψει το σπίτι του και να φύγει. Ταυτόχρονα έγχρωμοι από όλη την Πολιτεία, χωρίς καν να οργανωθούν, από στόμα σε στόμα, ξεκινάν να φεύγουν. Πίσω τους αφήνουν τα πάντα, παίρνουν μόνον την οικογένεια και τα καλά τους ρούχα. Και σε λίγο η Πολιτεία έχει μόνο λευκούς. Την ιστορία τη βλέπουμε τριτοπρόσωπα μέσα από τα μάτια των λευκών, και κυρίως του κύριου Λίλαντ, ενός μικρού αγοριού. Αφηγητές πρωτοπρόσωπα είναι ακόμα και κάποια από τα μέλη της οικογένειας Γουίλσον, που υπήρξαν αφεντάδες των προγόνων του Τάκερ, και δικά του αφεντικά. Αλλά κανένας μαύρος δεν μιλάει, ούτε βλέπουμε τι σκέφτεται. Κι αυτό αφηγηματικά είναι πραγματικά εντυπωσιακό. 

Το βασικό θέμα είναι ο ρατσισμός στην μετεμφυλιακή Αμερική. Και ο σεξισμός. Πρωταγωνιστές άνθρωποι που θυμούνται τους παππούδες τους σκλάβους, και με κάποιο τρόπο συνεχίζουν να είναι κι αυτοί. Αλλά και άλλοι, που θυμούνται πώς ήταν να έχουν σκλάβους, που δεν κάθονται στα ίδια μαγαζιά, ούτε στην ίδια θέση στο λεωφορείο με έγχρωμους, που αρνούνται τη μόρφωση, τη φιλία, την ελπίδα σε συνανθρώπους τους. Που νομίζουν πως παραχωρούν δικαιώματα, αν λένε τους Αφρομερικανούς νέγρους (negro) κι όχι αράπηδες (nigger). 

Ο Κέλλυ φτάνει το θέμα βαθιά, ως εκεί που πονάει προσωπικά τον καθένα. Δεν μασάει τα λόγια του, δεν ανέχεται ευφημισμούς. Ολοκληρώνει τις σκέψεις των ηρώων, δεν αφήνει αμφιβολία για τις προθέσεις και το ποιόν τους. Η λευκή Αμερική του ’60 δεν του συγχώρεσε πως προσπάθησε να μιλήσει εξ ονόματος της και για αυτόν τον καταδίκασε στην λήθη. Το συγκλονιστικότερο είναι πως εξήντα χρόνια μετά, το βιβλίο είναι για την Αμερική, αλλά και για όλον τον κόσμο, επίκαιρο. Ο ρατσισμός, αυτός που υφέρπει στην καθημερινή ζωή, ακόμα μας καταδυναστεύει. Και για αυτό, το βιβλίο του Κέλλυ, που λογοτεχνικά είναι εξαιρετικό, μοιάζει και από πλευράς θεματολογίας πιο ενδιαφέρον από ποτέ. 

 Η βιβλιοκριτική είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και αντλήθηκε από εδώ

Αυτό το οποίο διαπραγματεύεται ο Κέλι στο Ένας διαφορετικός τυμπανιστής δεν είναι άλλο παρά η αντίδραση των λευκών κατοίκων μιας φανταστικής αμερικανικής πολιτείας του νότου στην απόφαση των μαύρων κατοίκων της να την εγκαταλείψουν. Το εύρημά του αυτό το πλαισιώνει αφηγηματικά δίνοντας τον λόγο αποκλειστικά στους λευκούς. Και αν το εύρημα της εγκατάλειψης της πολιτείας από το σύνολο των μαύρων κατοίκων της είναι ευφάνταστο και πρωτότυπο, η επιλογή της αφήγησης της ιστορίας αποκλειστικά από την πλευρά των λευκών είναι πραγματικά ευφυής, αφού η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης των ίδιων των μαύρων σχετικά με την απόφαση τους να εγκαταλείψουν την πολιτεία λειτουργεί περίφημα, καθώς καθιστά προφανείς και δεδομένους τους λόγους αυτούς, παραμερίζοντας την εν πολλοίς επαναλαμβανόμενη θεωρητική συζήτηση και περνώντας στη δράση. Οι μαύροι πήραν την απόφασή τους και τραβούν τον δρόμο που επέλεξαν, το μπαλάκι περνά τώρα στην πλευρά των λευκών.         

Η πολυφωνική αφήγηση επιτρέπει στον Κέλι να διερευνήσει πολύπλευρα την αντίδραση των εναπομείναντων κατοίκων, συμπεριλαμβάνοντας ετερόκλητα μέλη της τοπικής λευκής κοινωνίας. Αγόρια, κορίτσια, άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών και τάξεων, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, μορφωμένοι ή όχι, παρά τις όποιες διαφωνίες τους, αδυνατούν αρχικά να κατανοήσουν την απόφαση των μαύρων να φύγουν και να αφήσουν πίσω τις περιουσίες τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκαν. Η συζήτηση και οι σκέψεις για την επόμενη μέρα θα ακολουθήσουν σύντομα. Η σιωπή των μαύρων αποτυπώνεται κυρίως στο πρόσωπο του νεαρού μαύρου αγρότη Τάκερ Κάλιμπαν. Οι περισσότεροι λευκοί τον θεωρούν υποκινητή της φυγής αυτής. Σύμφωνα με μια ιστορία, που με τα χρόνια έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου, ο Τάκερ είναι απόγονος ενός πανύψηλου Αφρικανού δούλου που έφτασε πριν από πολλά χρόνια στα μέρη εκείνα κρατώντας ένα βρέφος στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο ψηλός και δυνατός που κατάφερε να σπάσει τις αλυσίδες που τον κρατούσαν ακίνητο και να διαφύγει. Ο Ντιούιτ Γουίλσον, αρχιτέκτονας της επικράτησης των Νοτίων, και νικητής της δημοπρασίας για την απόκτηση του συγκεκριμένου δούλου, θα τον κυνηγήσει συνοδευόμενος από ομάδες ένοπλων λευκών. Η αποστασία ενός μαύρου και η προδοσία της θέσης των πρώην συντρόφων του θα επιτρέψει στους λευκούς να τους περικυκλώσουν. Ο πρόγονος του Τάκερ δεν θα παραδοθεί. Έτσι, παρότι ο Γουίλσον τον ήθελε ζωντανό, θα τον σκοτώσουν. Το βρέφος θα επιζήσει και από τότε οι Κάλιμπαν ανήκουν στους Γουίλσον. Είναι η εκδίκηση του Τάκερ για τη δολοφονία του προγόνου του, ισχυρίζονται αρκετοί.


Στοίχημα για κάθε πολυφωνική αφήγηση αποτελεί η επιτυχία στη σύνθεση των φωνών που τη συνθέτουν. Παρότι και σε μια μονοφωνική αφήγηση η αληθοφάνεια αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο, στην περίπτωση μυθιστορημάτων όπως αυτό, η αναπόφευκτη σύγκριση μεταξύ των φωνών καθιστά το διακύβευμα αυτό ακόμα πιο απαιτητικό. Ο Κέλι τα καταφέρνει περίφημα. Κάθε φωνή όχι απλώς στέκει διακριτή και απολύτως σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά του κάθε αφηγητή, αλλά ταυτόχρονα μοιράζεται τα κοινά στοιχεία ταυτότητας που οι αφηγητές φέρουν. Έτσι, οι φωνές της οικογένειας Γουίλσον για παράδειγμα, παρότι διακριτές, καθώς υπόκεινται στις διαφορές που ο χαρακτήρας, το φύλο και η ηλικία επιτάσσουν, μοιράζονται εντούτοις ομοιότητες που έχουν να κάνουν με το κοινό κοινωνικό και μορφωτικό υπόβαθρο. Αυτές οι λεπτές, σχεδόν αδιόρατες, αποχρώσεις του λόγου καθενός από τους αφηγητές καθιστούν την επιλογή της πολυφωνικής αφήγησης κάτι παραπάνω από απλώς αφηγηματικά λειτουργική, καθώς επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να υπερκεράσει τους περιορισμούς του αρχικού ευρήματος.


Το μυθιστόρημα του Κέλι είναι πολυεπίπεδο και δεν αναλώνεται στο φυλετικό ζήτημα και την σκληρή καθημερινότητα της μαύρης κοινότητας, δεν εξαντλείται σε μια μονοδιάστατη πρόσληψη της πραγματικότητας, δεν αποσκοπεί σε μια λογοτεχνία στρατευμένη να υπηρετήσει έναν και μόνο σκοπό. Ο ρατσισμός που γνωρίζουν οι μαύροι, παρά τη δεδομένη σημασία του, δεν αποτελεί το μοναδικό γνώρισμα της εποχής, αλλά μία από τις πολλές εκφάνσεις των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν, και που σε αναλογία εντοπίζονται τόσο στη σημερινή εποχή όσο και εκτός του αμερικανικού νότου, καθιστώντας το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής ένα οικουμενικό και διαχρονικό μυθιστόρημα. Η οικονομική ανισότητα, οι ιδεολογικές διώξεις και η θέση της γυναίκας βρίσκονται ανάμεσα στα ζητήματα που διαπραγματεύεται ο Κέλι. Το γεγονός πως ένας μαύρος συγγραφέας μιλάει εξ ονόματος των λευκών δεν έχει μόνο σημειολογική αξία. Στην επιμονή όμως του Κέλι να τοποθετεί στον πυρήνα των έργων του τη λευκή ματιά ίσως να οφείλεται η περιορισμένη αποδοχή του έργου του, καθώς οι λευκοί αναγνώστες στέκουν μάλλον αμήχανοι απέναντι σε έναν μαύρο που μιλάει εξ ονόματός τους, την ίδια στιγμή που οι μαύροι δεν αναγνωρίζουν σε εκείνον κάποιον που μάχεται για τα δικαιώματά τους.


Η ανάγνωση δικαίωσε εν τέλει το αναγνωστικό ένστικτο έναντι στη φωνή της λογικής. Το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που ανήκει στο κυρίως σώμα της μεγάλης αμερικανικής -και όχι- μόνο λογοτεχνίας.


Η δεύτερη βιβλιοκριτική αντλήθηκε από εδώ

 

Η Φράνι Στόουν ανέκαθεν ήταν ικανή να αγαπήσει αλλά ανίκανη να μείνει. Αφήνοντας πίσω της τα πάντα εκτός από τον ερευνητικό εξοπλισμό της, φτάνει στη Γροιλανδία με έναν και μοναδικό σκοπό: να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια που έχουν απομείνει στον κόσμο, στην τελευταία τους, ίσως, αποδημία στην Ανταρκτική. Η Φράνι πείθει το πλήρωμα ενός αλιευτικού σκάφους να την πάρει μαζί του και έτσι σαλπάρουν ενώ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη στεριά και την ασφάλεια. Καθώς όμως η ιστορία της Φράνι αρχίζει να ξετυλίγεται -ένας παθιασμένος έρωτας, μια απούσα οικογένεια, ένα ολέθριο έγκλημα- γίνεται ξεκάθαρο ότι κυνηγάει πολλά περισσότερα από τα πουλιά. Όταν τα σκοτεινά μυστικά της Φράνι αποκαλύπτονται, θα κληθεί να αποφασίσει τι είναι διατεθειμένη να ρισκάρει για μια ακόμα ευκαιρία εξιλέωσης.

Επικό και βαθύ, σπαρακτικό και λυτρωτικό, το "Πριν χαθούν τα πουλιά" είναι μια ωδή στους άγριους τόπους και σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά και μια ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, που κόβει την ανάσα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Δεν είναι η αγάπη ούτε ο φόβος. Είναι η ερημιά εντός μου που απαιτεί να επιβιώσω

Μια ωδή στους άγριους τόπους και τα πλάσματα που τώρα απειλούνται, και μια επική ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ένα άγριο, καθηλωτικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα.

Μπορεί να φανταστεί κανείς από εμάς πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς τα ζώα και τα πουλιά; Ίσως ακούγεται ουτοπικό ή ακόμη και απίθανο να συμβεί, όμως ας σκεφτούμε πόσα και πόσα απίθανα σενάρια έχουν πραγματοποιηθεί σε τούτο τον πλανήτη.
Στο μυθιστόρημα της Charlotte McConaghy που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αυτό είναι μια πραγματικότητα, καθώς πολλά είδη ζώων και πτηνών έχουν εξαφανιστεί ή βρίσκονται υπό εξαφάνιση. Η αγάπη της Φράνι Στόουν για τα πουλιά ξεκινάει από την παιδική της ηλικία, όταν είχε καταφέρει να κάνει φίλους της τα κοράκια, να τα ταΐζει και κείνα να της φέρνουν διάφορα δώρα που φυλούσε με ευλάβεια. Η συνεχής αναζήτησή της για ένα σκοπό στη ζωή της, η εσωτερική ανάγκη για εξερεύνηση και ελευθερία την οδήγησαν στο να επιβιβαστεί σε ένα αλιευτικό σκάφος ώστε να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια στον κόσμο, ως τη Γροιλανδία.


Μέσα από την προσωπική της αφήγηση ξετυλίγεται σιγά σιγά το κουβάρι των αναμνήσεών της, και ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα βαθιά πληγωμένο πλάσμα που από μικρό παιδί συνεχώς αναζητάει την αγάπη, την οποία εύκολα της δίνεται αλλά η ίδια δεν αφήνει τον εαυτό της να την απολαύσει.


Οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι του πληρώματος, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, προσπαθούν να την καταλάβουν, να μάθουν το λόγο που μια νέα γυναίκα αποφασίζει να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή της και να ακολουθήσει τα αποδημητικά πουλιά σε ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους, με τους πάγους της Ανταρκτικής να δυσκολεύουν την πορεία τους -οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση είναι τόσο ζωντανές και καθηλωτικές που αισθάνεσαι την παγωνιά να σε τυλίγει- αλλά και ένα σωρό αστάθμητους παράγοντες να εμποδίζουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
Ο αινιγματικός καπετάνιος Ένις, απρόσιτος στην αρχή μα όσο ξετυλίγεται η ιστορία γίνεται από τους αγαπημένους ήρωες, μπορεί φαινομενικά να διαφέρει πολύ από τη Φράνι, όμως στην ουσία είναι ο μόνος που την καταλαβαίνει και έχει τόσα κοινά στοιχεία μαζί της.


Μια μοναδική περιπέτεια που θυμίζει την Οδύσσεια, τη συνεχή αναζήτηση για ένα σκοπό, που δίνει όμως ελπίδα ότι δεν μπορεί να χαθούν τα πουλιά αν προσπαθήσουμε εμείς οι άνθρωποι να αντιληφθούμε τη σημασία που έχουν για τη συνέχιση του ανθρώπινου είδους.
Ένα μυθιστόρημα βαθιάς εσωτερικής αναζήτησης, τόσο ατμοσφαιρικό και γεμάτο αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα. [Ιουλία Ιωάννου]

«Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα της Climate Fiction εδώ (για τους φίλους: cli-fi), του υποείδους δηλαδή της Επιστημονικής Φαντασίας που μελετά τον κόσμο τού αύριο, με άλλα λόγια τον κόσμο που ο άνθρωπος (πρέπει να σταματήσει να) φτιάχνει σιγά-σιγά. (...) Όσοι αναγνώστες φοβούνται ή δεν γνωρίζουν το είδος, ας το τολμήσουν: δεν είναι ένα cli-fi που αφορά το απώτατο μέλλον, δεν είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό βιβλίο ? διαδραματιζόμενο στο πολύ κοντινό μέλλον, το Πριν χαθούν τα πουλιά δυστυχώς αφορά το παρόν μας». (Κυριάκος Αθανασιάδης, bookpress.gr, 06/03/2020)

Για βιβλιοπαρουσίαση κριτική βλ. εδώ και εδώ και ιδιαίτερα την εξαιρετική κριτική του Κυριάκου Αθανασιάδη εδώ





Απόσπασμα από το βιβλίο


«Όταν ήμουν έξι ετών, η μητέρα μου καθόταν μαζί μου στον πίσω κήπο του σπιτιού μας και βλέπαμε τα κοράκια να κουρνιάζουν στην τεράστια ιτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες τα μακριά, κρεμαστά φύλλα γίνονταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο χώμα, ή σαν τα αραιά μουστάκια κάποιου αρχαίου, και τα κοράκια που κρύβονταν ανάμεσά τους ήταν έντονα σημάδια από κάρβουνο. Για μένα ήταν η παρουσία κάτι βαθυστόχαστου, αν και στα έξι μου δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Κάτι σαν τη μοναξιά ή το αντίθετό της. Ήταν ο χρόνος και ο κόσμος· ήταν οι αποστάσεις που μπορούσαν να διασχίσουν πετώντας και τα μέρη στα οποία δεν γινόταν να τα ακολουθήσω ποτέ. 


Η μαμά μου είπε να μην τα ταΐζω, αλλιώς θα γίνονταν επικίνδυνα, όμως όταν πήγαινε μέσα εγώ τα τάιζα. Τους έδινα τις κόρες από το ψωμί μου ή κομμάτια από το κέικ πορτοκάλι του κυρίου Χέιζελ, που τα έκρυβα προσεκτικά στις τσέπες μου και μετά τα σκορπούσα με τρόπο στο παγωμένο έδαφος. Τα κοράκια άρχισαν να περιμένουν τα κεράσματα και πλησίαζαν συχνότερα· σύντομα έρχονταν καθημερινά. Κούρνιαζαν στην ιτιά και παρακολουθούσαν πότε θα ρίξω ψίχουλα. Ήταν δώδεκα. Μερικές φορές λιγότερα, αλλά ποτέ περισσότερα. Περίμενα ώσπου η μαμά να καταπιαστεί με κάτι κι ύστερα ξεγλιστρούσα έξω, εκεί όπου με περίμεναν. 

Τα κοράκια άρχισαν να με ακολουθούν. Αν περπατούσαμε ως τα μαγαζιά, πετούσαν μαζί μας και κούρνιαζαν στις στέγες των σπιτιών. Όταν τριγύριζα στις ξερολιθιές των λόφων, έκαναν κύκλους πάνω από το κεφάλι μου. Με συνόδευαν στο σχολείο και περίμεναν στα δέντρα να τελειώσω τη μέρα μου. Ήταν οι μόνιμοι σύντροφοί μου και η μητέρα μου, επειδή ίσως διαισθανόταν πως είχα ανάγκη να είναι το μυστικό μου, παρίστανε διαρκώς ότι δεν πρόσεχε το αφοσιω­μένο μαύρο μου σύννεφο.

Μια μέρα τα κοράκια άρχισαν να μου φέρνουν κι αυτά δώρα. Άφηναν στον κήπο ή έριχναν κοντά στα πόδια μου πετρούλες ή γυαλιστερά περιτυλίγματα από γλυκά. Συνδετήρες και παραμάνες, κοσμήματα ή σκουπιδάκια, μερικές φορές κοχύλια ή πετρώματα ή κομμάτια πλαστικού. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί που χρόνο με τον χρόνο γινόταν και μεγαλύτερο. Ακόμα κι όταν ξεχνούσα να ταΐσω τα πουλιά, αυτά μου έφερναν δώρα. Ήταν δικά μου κι ήμουν δική τους κι αγαπιόμασταν. 

Αυτό συνεχίστηκε επί τέσσερα χρόνια καθημερινά, χωρίς καμιά εξαίρεση. Μέχρι που άφησα όχι μόνο τη μητέρα μου, αλλά και τις δώδεκα αδελφές ψυχές μου. Μερικές φορές τα ονειρεύομαι να περιμένουν σ’ εκείνο το δέντρο για ένα κορίτσι που δεν θα έρθει ποτέ, φέρνοντας το ένα πολύτιμο δώρο μετά το άλλο που μετά απόμενε ανεπιθύμητο στο γρασίδι».