Δευτέρα 13 Μαΐου 2024

ΚΟΡΜΑΚ ΜακΚΆΡΘΙ, ΟΛΑ ΤΑ ΟΜΟΡΦΑ ΑΛΟΓΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΏΤΗ


Το μυθιστόρημα, πρώτο της "Τριλογίας των συνόρων", έχει ήρωα τον John Grady Cole, έναν 16χρονο που μεγάλωσε στο ράντσο του παππού του στο San Angelo του Τέξας, από μια οικογένεια μεξικανικής καταγωγής που δούλευε εκεί. Η ιστορία ξεκινά το 1949, λίγο μετά τον θάνατο του παππού του, όταν ο Grady μαθαίνει ότι το ράντσο όπου μεγάλωσε πρόκειται να πουληθεί. Αντιμέτωπος με την προοπτική να μετακομίσει στην πόλη, ο Grady επιλέγει να φύγει και πείθει τον καλύτερό του φίλο, Lacey Rawlins, να τον συνοδεύσει. Ταξιδεύουν με άλογο νότια προς το Μεξικό, όπου ελπίζουν να βρουν δουλειά ως γελαδάρηδες.

Λίγο πριν περάσουν τα σύνορα με το Μεξικό , συναντούν ένα αγόρι περίπου 13 ετών που λέει ότι ονομάζεται Jimmy Blevins. Η ηλικία, η καταγωγή και η αυθεντικότητα του ονόματός του δεν διευκρινίζονται ποτέ. Ο Blevins καβαλάει ένα τεράστιο καθαρόαιμο άλογο που επιμένει ότι είναι δικό του. Καθώς ταξιδεύουν νότια μετά από μια σφοδρή καταιγίδα, το άλογο του Blevins εξαφανίζεται και συγχρόνως χάνει το πιστόλι του. Ο Blevins πείθει τον Grady και τον Rawlins να τον συνοδεύσουν στην κοντινότερη πόλη για να βρουν το άλογό του και το χαρακτηριστικό vintage πιστόλι του. Τα βρίσκουν και τα δύο αλλά δεν έχουν τρόπο να αποδείξουν ότι είναι ιδιοκτησία του Blevins. Παρά την υπόδειξη / συμβουλή των συντρόφων του ο Blevins κλέβει το άλογο. Καθώς οι τρεις τους καταδιωκόμενοι απομακρύνονται από την πόλη, ο Μπλέβινς χωρίζει από τους άλλους δύο, οι διώκτες ακολουθούν τον Blevins και έτσι ο Rawlins και ο Grady ξεφεύγουν και κατευθύνονται νοτιότερα. 

Στην εύφορη περιοχή της όασης της Coahuila, γνωστή ως Bolsón de Cuatro Ciénegas , βρίσκουν δουλειά σε ένα μεγάλο ράντσο. Εκεί, ο Grady συναντά για πρώτη φορά την όμορφη κόρη του ιδιοκτήτη του ράντσο, την Αλεξάνδρα.  Η ικανότητα του Grady να εξημερώνει τα άλογα τραβάει την προσοχή του ιδιοκτήτη, ο οποίος τον  προάγει σε εκπαιδευτή και εκτροφέα αλόγων. Παράλληλα, ο Grady ξεκινά μια ερωτική σχέση με την Αλεξάνδρα, η οποία γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη θεία της, μια έξυπνη και ισχυρή χήρα που στα νιάτα της αψήφησε τις κοινωνικές συμβάσεις και υποστηρίξε, ενάντια στα συμφέροντα της τάξης της και τις επιθυμίες του πατέρα της, τους Μεξικανούς επαναστάτες. Σε μια συνάντηση με τον Grady του επισημαίνει ότι στο Μεξικό είναι, ακόμα, οδυνηρές οι συνέπειες για όποια γυναίκα χάσει την τιμή της. Συγχρόνως αφηγείται τη δική της ιστορία αγάπης και απώλειας, και ενώ φαίνεται να κατανοεί τα συναισθήματα της ανιψιάς της στην πράξη αντιτίθεται στη σχέση τους.

Ενώ ο Grady και η Αλεξάνδρα συναντούνται καθε βράδυ κρυφά, μια ομάδα Μεξικανών δασοφυλάκων επισκέπτεται το ράντσο και στη συνέχεια αποχωρεί χωρίς εξήγηση. Η Αλεξάνδρα επιστρέφει στην Πόλη του Μεξικού, όπου πηγαίνει στο σχολείο, ενώ οι δασοφύλακες επιστρέφουν και συλλαμβάνουν τον Rawlins και τον John Grady. Μεταφέρονται σε ένα θλιβερό κελί, όπου ανακαλύπτουν ότι ο Blevins είναι επίσης υπό κράτηση, καθώς επέστρεψε στο χωριό όπου είχε βρει το άλογό του, αυτή τη φορά για να πάρει πισω και το πιστόλι του, και ότι την προσπάθειά του αυτή πυροβόλησε και σκότωσε έναν άνδρα. Τα τρία αγόρια ανακρίνονται και ξυλοκοπούνται ενώ με πρόσχημα τη μεταφορά τους  σε μια μεγαλύτερη φυλακή, ο αξιωματικός και οι συνοδοί  αστυνομικοί τους οδηγούν σε ένα απομακρυσμένο ράντσο. Εκεί ο Blevins αποσπάται βίαια από τους φίλους του, οι οποίοι τον παρακολουθούν ανίσχυροι να επέμβουν και τελικά ακούν τους  πυροβολισμούς της εκτέλεσης του. Έπειτα οι δύο φίλοι μεταφέρονται σε μια μεγαλύτερη φυλακή, όπου οι τρόφιμοι δοκιμάζουν τις αντοχές τους. Μετά βίας επιβιώνουν και προσπαθούν να βρουν τρόπο να δραπετεύσουν. Ο Rawlins σύντομα τραυματίζεται βαριά από έναν κρατούμενο και απομακρύνεται ενώ ο Grady δεν γνωρίζει αν έχει επιζήσει. Λίγο αργότερα, ο Grady επίσης τραυματίζεται,  στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει την επίθεση ενός συγκρατούμενου του μαχαιροβγάλτη, τον οποίο και αμυνόμενος σκοτώνει. Μετά από μακρά περίοδο ανάρρωσης, ο Grady απελευθερώνεται μαζί με τον Rawlins συνειδητοποιώντας ότι η θεία της Αλεξάνδρας μεσολάβησε για να τους ελευθερώσει, αλλά με τη δέσμευση η ανιψιά της να μην ξαναδεί τον Grady.

Ο Rawlins επιστρέφει στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο Grady προσπαθεί να συναντήσει ξανά την αγαπημένη του. Κατά τη διάρκεια μιας σύντομης συνάντησης η Αλεξάνδρα αποφασίζει να κρατήσει την υπόσχεσή της στη θεία της και αρνείται την πρόταση γάμου του Grady. Εκείνος στο δρόμο της επιστροφής στο Τέξας, απάγει, υπό την απειλή όπλου, τον αξιωματικό που εκτέλεσε τον Blevins, τον αναγκάζει να του επιστρέψει τα άλογα και τα όπλα των δύο φίλων του. Τραυματίζεται βαριά προσπαθώντας να αποφύγει τον πυροβολισμό του αξιωματικού που κρατά ως όμηρο και τον οποίο σκέφτεται προς στιγμή να σκοτώσει. Τον σώζει μια ομάδα Μεξικανών που αυτοαποκαλούνται «άνθρωποι της χώρας» παίρνουν τον αξιωματικό αιχμάλωτο. Τελικά ο Grady επιστρέφει στο Τέξας και περνά μήνες προσπαθώντας να βρει τον ιδιοκτήτη του αλόγου του Blevins. Αποκτά νόμιμα την την κυριότητα του αλόγου του σε μια δικαστική ακρόαση, όπου αφηγείται ολόκληρη την ιστορία του ταξιδιού του πέρα ​​από τα σύνορα, ενώ ο δικαστής προσπαθεί αργότερα να τον απαλλάξει  από τις ενοχές του τόσο για τη δολοφονία του συγκρατούμενου που του επιτέθηκε, όσο και για την αδυναμία του να αποτρέψει την εκτέλεση του Blevins.

Ο Grady επανενώνεται για λίγο με τον Rawlins, του επιστρέφει το άλογό του και μαθαίνει ότι ο πατέρας του έχει πεθάνει (κάτι που είχε διαισθανθεί). Αφού παρακολούθησε την εκφορά και την ταφή της ηλικιωμένης Μεξικανής που είχε αναθρέψει τρεις γενιές της οικογένειάς του, ο Grady φεύγει προς στη Δύση με το άλογο του Blevins.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ 

"Μέχρι τα μέσα του πρωινού οχτώ από τ' άλογα στέκονταν δεμένα και τ' άλλα οχτώ έδειχναν πιο άγρια και από ελάφια. Σκόρπιζαν και ύστερα μαζεύονταν κατά μήκος του φράχτη, τρέχοντας μέσα σε μια θάλασσα σκόνης που φούντωνε καθώς ζέσταινε η μέρα, φτάνοντας σιγά σιγά να καταλάβουν , μέσ' από την ανελέητη μεταμόρφωση του ρευστού και συλλογικού τους είναι , αυτήν την κατάσταση μοναχικής και ανήμπορης παράλυσης που έμοιαζε να σέρνεται ανάμεσά τους σαν πανούκλα. Όλοι οι κτηνοτρόφοι είχαν έρθει να παρακολουθήσουν και μέχρι το μεσημέρι και τα δεκάξι μεστένιος (πουλάρια) στέκονταν μες στη μάντρα πεδικλωμένα στο ίδιο τους το χαλινάρι, δείχνοντας από κάθε άποψη και σε κάθε μεταξύ τους σχέση, τσακισμένα. Έμοιαζαν με ζώα που τα είχαν πιάσει παιδιά και τα είχαν δέσει για πλάκα, και έστεκαν εκεί περιμένοντας, χωρίς να ξέρουν ούτε αυτά τι, με τη φωνή του εκπαιδευτή να αντηχεί ακόμα μες στο μυαλό τους σαν φωνή κάποιου θεού που είχε στοιχειώσει μέσα τους ... όταν τελείωσαν τ' άλογα στέκονταν μέσα στη μάντρα ή βημάτιζαν σέρνοντας πίσω τους στο χώμα τα σχοινιά από τα χαλινάρια τους, προσέχοντας να μην τα πατήσουν και τραβήξουν προς τα κάτω τις πονεμένες τους μουσούδες, κι αυτό έδινε στην κίνησή τους έναν αέρα όλο χάρη και περηφάνια. Τα άγρια και φρενιασμένα άλογα που περιφέρονταν μέσα στη μάντρα το πρωί σαν μπίλιες που στριφογυρίζουν μέσα σε βάζο, θα 'λεγες πως σχεδόν δεν υπήρχαν πια. Και τα ζώα χλιμίντριζαν και απαντούσαν το ένα στο άλλο μες στο σκοτάδι, λες κι έλειπε κάτι ή κάποιο απ' αυτά". 

Το απόσπασμα αποτυπώνει παραστατικά το "τσάκισμα", δηλαδή την προσπάθεια να περάσουν χαλινάρι στα άγρια άλογα και να τα τιθασεύσουν. Λαμβάνοντας υπόψη τον τίτλο του μυθιστορήματος, μήπως το "τσάκισμα" αφορά "όλα τα όμορφα άλογα" που τελικά υποτάσσονται σε  μια ανώτερη δύναμη / βούληση, όπως αυτή νοηματοδοτείται από τον εκάστοτε αναγνώστη? Τα άλογα είναι όμορφα στη φυσική τους κατάσταση ενώ χάνουν την "αρετή" τους όταν απεκδύονται τη συλλογικότητα, υποκύπτοντας στην ατομική παράλυση που τους επιβάλλεται.

"Δεν υπάρχει συγχώρεση. Για τις γυναίκες. Ένας άντρας μπορεί να χάσει την τιμή του και να την ξανακερδίσει. Η γυναίκα όμως δεν μπορεί. Δεν μπορεί... Οι κοινωνίες με τις οποίες ήρθα σε επαφή μου φάνηκαν, σε μεγάλο βαθμό, σαν μηχανισμοί καταπίεσης της γυναίκας... " υποστηρίζει η θεία της Αλεξάνδρας, ανάπηρη η ίδια από προσωπική αβλεψία "Έχασα τα δάχτυλά μου σ' ένα δυστύχημα, είπε. Κυνηγουσα περιστέρια όταν έσκασε η δεξιά κάννη του όπλου. Ήμουν δεκαεφτά χρόνων. Στην ηλικά της Αλεξάνδρας. Δεν υπάρχει λόγος να στεχοχωριέται κανείς. οι άνθρωποι έχουν περιέργεια, είναι φυσικό. Υποθέτω ότι η ουλή στο μάγουλό σου είναι από άλογο... Οι ουλές έχουν μια περίεργη δύναμη να μας θυμίζουν ότι το παρελθόν μας υπάρχει πραγματικά. Τα γεγονότα που τις προκαλούν δεν ξεχνιούνται ποτέ...Οι πιο στενοί δεσμοί που μπορεί ποτέ να έχουμε είναι δεσμοί πόνου, Η βαθύτερη αλληλεγγύη είναι εκείνη της θλίψης... " 

Ξανά οι "ουλές", η οδύνη, οι κοινωνικές διακρίσεις, η υποταγή, η συμμόρφωση, αυτή τη φορά για τις γυναίκες, τις δύο γυναίκες του μυθιστορήματος, την θεία και την ανιψιά, την παλαιά και τη νέα γενιά. Το συγκεκριμένο λέγεται ότι είναι το πιο "γυναικείο" μυθιστόρημα του συγγραφέα, μιας και γενικά δεν κυριαρχούν στο το έργο του οι γυναικείες φιγούρες. 

"Τα πράγματα που έχουν τη δύναμη να μας περιορίσουν, αλλάζουν όνομα με τα χρόνια. Η συμβατικότητα και η εξουσία αντικαθίστανται από την ανημπόρια... Για μένα το ερώτημα υπήρξε πάντα αν αυτό που βλέπουμε σα σχήμα της ζωής μας υπήρξε εκεί από την αρχή ή αν αυτά τα τυχαία γεγονότα τα ονομάζουμε απλά μοντέλο αφότου συμβούν. Γιατί αλλιώς δεν είμαστε τίποτα. Πιστεύεις στη μοίρα;... Νομίζω πως αν τις οικογένειές μας τις διαφέντευε η μοίρα, θα μπορούσε ίσως να την καλοπιάσει κανείς ή να την κάνει να λογικευτεί... Για μένα ανέκαθεν ο κόσμος υπήρξε περισσότερο ένα  κουκλοθέατρο. Όταν όμως κοιτάξει κανείς πίσω από την αυλαία και παρακολουθήσει τα νήματα πρός τα πάνω, τα βλέπει να καταλήγουν στα χέρια από άλλες κούκλες, που κι αυτές κρέμονται από τα δικά τους νήματα, που κατευθύνονται προς τα πάνω, και πάει λέγοντας. Είδα στη ζωή μου αυτά τα νήματα - που δεν έχουν αρχή - να ορίζουν το θάνατο σπουδαίων ανθρώπων μεσα στη βία και την παραφροσύνη. Να καθορίζουν την καταστροφή ενός έθνους... "

"Οι άνθρωποι της γενιάς μου είναι πιο προσεκτικοί. Νομίζω ότι δεν πιστεύουμε πως οι άνθρωποι μπορούν να βελτιώσουν το χαρακτήρα τους με τη λογική. Αυτή η ιδέα φαίνεται ότι είναι πολύ γαλλική... Δεν υπάρχει μεγαλύτερο τέρας από τη λογική... Στην Ιστορία δεν υπάρχουν ομάδες ελέγχου. Δεν υπάρχει κανείς να μας πει τι θα μπορούσε να είχε συμβεί. Θρηνούμε για κείνο που θα μπορούσε να είχε συμβεί. Δεν υπάρχει όμως θα μπορούσε να είχε συμβεί ποτέ δεν υπήρξε. Υποτίθεται πως είναι αλήθεια ότι εκείνοι που αγνοούν την Ιστορία είναι καταδικασμένοι να την επαναλάβουν. Εγώ δεν πιστεύω ότι η γνώση μπορεί να μας γλυτώσει. Εκείνο που παραμένει σταθερό μέσα στην Ιστορία είναι η απληστία και η βλακεία, και η δίψα για αίμα. Και αυτό είναι κάτι που ακόμα και ο Θεός - που γνωρίζει τα πάντα - μοιάζει αδύναμος ν' αλλάξει..."

Ωστόσο η νομοτέλεια της βίας, της παραφροσύνης, της υποταγής, της εκμετάλλευσης φαίνεται ξεκάθαρα ότι αφορούν κάθε άνθρωπο, ως ατομική ή συλλογική οντότητα ανά τους αιώνες, θυμίζοντας τη θουκυδίδεια αντίληψη για την "ανθρώπινη φύση" και την βαθύτερη αιτία των ιστορικών γεγονότων.

"Χορτάρι και αίμα. Αίμα και πέτρες. Πέτρες και σκούρες κηλίδες που άφηναν πάνω του οι πρώτες χοντές σταγόνες της βροχής. Θυμήθηκε την Αλεξάνδρα και τη θλίψη που είδε για πρώτη φορά στην καμπύλη των ώμων της - την οποία υπέθεσε πως είχε καταλάβει και για την οποία δεν ήξερε τίποτα. και ένιωσε μια μοναξιά που παρόμοια δεν είχε νιώσει από τότε που ήταν παιδί. και ένιωσε τελείως αποξενωμένος από τον κόσμο, μολονότι τον αγαπούσε ακόμα. Σκέφτηκε πως μέσα στην ομορφιά του κόσμου κρυβόταν κάποιο μυστικό. Σκέφτηκε πως η καρδιά του κόσμου χτυπούσε με κάποιο τρομερό κόστος και πως η οδύνη και η ομορφιά του κόσμου προχωρούσαν  αντίρροπα, με μια σχέση ισοτιμίας, καί ότι αυτή η απερίσκεπτη απώλεια αίματος των πολλών ίσως μπορούσε τελικά να εξισωθεί με τη θέα από ένα και μόνο λουλούδι".

Η βία και η ομορφιά του κόσμου. Δυνάμεις αντίρροπες. Ποια υπερισχύει? Η απάντηση προφανής.

Και η καταληκτική παράγραφος του έργου:

"Η έρημος όπου κάλπαζε ήταν κόκκινη και κόκκινη η σκόνη που σήκωνε. η λεπτή σαν άχνη σκόνη που σκέπαζε τα πόδια του αλόγου που ίππευε, του αλόγου που οδηγούσε. Κατά το σούρουπο σηκώθηκε άνεμος και όλος ο ουρανός μπροστά του κοκκίνησε. Υπήρχαν λιγοστά γελάδια σ' αυτόν τον τόπο, γιατί ήταν ένας τόπους πράγματι γυμνός. Και όμως, αυτός βρέθηκε εκείνο το δειλινό μπροστά σ' ένα μοναχικό ταύρο που κυλιόταν μέσα στη σκόνη, σαν ζώο που υποφέρει στο θυσιαστήριο. Η πορφυρόχρωμη σκόνη ανέμιζε και ερχόταν από τη μεριά του ήλιου. Άγγιξε με τα τακούνια του το άλογο και προχώρησε. Προχώρησε με τον ήλιο να του βάφει μπρούτζινο το πρόσωπο και τον κόκκινο άνεμο να φυσάει από τα δυτικά πάνω στη γη του δειλινού και τα μικρά πουλιά της ερήμου να τιτιβίζουν ανάμεσα στους ξεραμένους θάμνους - και άλογο , καβαλάρης και άλογο πέρασαν, και μαζί πέρασαν οι μακρόστενες σκιές τους όπως ο ίσκιος ενός και μόνου πλάσματος. Πέρασαν και έσβησαν πάνω στη γη που σκοτείνιαζε, μέσα στον κόσμο που έμελλε να έρθει."

Το κόκκινο του ήλιου που δύει, το κόκκινο της ερήμου, της πέτρας, του ουρανού, της σκόνης που καλύπτει τα πάντα, αλλά και το κόκκινο του αίματος, της βίας, της θυσίας. Και οι σκιές που μεγαλώνουν καθώς το σκότος κυριαρχεί και τελικά τις εξαφανίζει στο έρεβος του κόσμου που έρχεται. Πασίδηλη η ταύτιση της μοίρας ανθρώπου και αλόγου / ζώου (εντυπωσιακή η εικόνα του μοναχικού ταύρου στο θυσιαστήριο όπως και των δύο σκιών που γίνονται μία) ως προς τη ματαιότητα, τη θυσία, την οδύνη, την υποταγή, τη θνητότητα... Τελικά "όλα τα όμορφα άλογα" χάνονται ... στη σκόνη του χρόνου, της λήθης, της νομοτέλειας... 

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

LASZLO KRASZNAHORKAI, HERSCHT 07769 Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ


 ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ BOOKPRESS


Γράφει ο Φώτης Καραμπεσίνης


«Η προβληματική της μυθιστορηματικής μορφής είναι η αντανάκλαση ενός κατακερματισμένου κόσμου». Γκ. Λούκατς «Η θεωρία του μυθιστορήματος» (μτφρ. Γιώργος Ηλιόπουλος, εκδ. Νήσος)


Ο Κρασναχορκάι θα μπορούσε κάλλιστα να αναγορευτεί σε δεινό εκφραστή αυτού που ποιητικά αποκαλείται «κατακερματισμένος κόσμος». Πρόκειται εκ πρώτης για υπερβολική και ακαθόριστη φράση, όπως κάθε φιλοσοφική απόφανση η οποία αυτονομείται και λαμβάνει το περιεχόμενο που κάποιο λαμπρό πνεύμα της προσδίδει, απουσία συνήθως των μαζών στις οποίες δυνητικά απευθύνεται. Εν πάσει περιπτώσει, για να το θέσω πιο απλά, ο συγγραφέας μας δεν είναι οπτιμιστής, δεν πιστεύει στην ανθρωπότητα και στο λαμπρό της πεπρωμένο. Κανένα βιβλίο του δεν έχει αίσια εκκίνηση, συνέχεια και κατάληξη. Τίποτα στους κόσμους που δημιουργεί δεν είναι λυσιτελές, ελπιδοφόρο και απεγκλωβιστικό. Οι πρωταγωνιστές του είναι αμφίθυμοι και αμφιταλαντευόμενοι όχι ακριβώς μεταξύ καλού και κακού, αλλά περισσότερο κινούνται σε εκείνες τις γκρίζες ζώνες που συνορεύουν με τη Νότια πλευρά του Παραδείσου. Συγκεκριμένα, ο κατά Κρασναχορκάι κόσμος μπορεί να μην είναι η Κόλαση, σίγουρα όμως είναι το μετείκασμά της και αναδίδει οσμή από θειάφι. Δεν είναι τυχαίο ότι το «Herscht 07769» ξεκινάει με την καθηλωτική δήλωση: «Η ελπίδα αποτελεί σφάλμα».


Μπορεί ο κατακερματισμένος κόσμος, στον οποίο αναφέρεται η ως άνω ρήση του Λούκατς να αντιστοιχεί προφανώς στην εμπορευματική κοινωνία, αλλά στον συμπατριώτη του συγγραφέα λαμβάνει ευρύτερη διάσταση, ενίοτε μεταφυσική, και περιλαμβάνει το σύνολο της ανθρώπινης ύπαρξης. Κατά την έννοια αυτή, η «προβληματική της μυθιστορηματικής μορφής» του ανταποκρίνεται πλήρως στον κατακερματισμό που ο συγγραφέας διαβλέπει στα ανθρώπινα, κυρίως με την έννοια της σχάσης, της αλλοτρίωσης και της φθοροποιού διαμεσολάβησης.


Οι χαρακτήρες των βιβλίων τού Κρασναχορκάι κινούνται σε σκοτεινά τοπία, θλιβερές επαρχιακές πόλεις και χωριά κατά βάση, βροχερά και υγρά, ακόμα και όταν οι εποχές αλλάζουν, καθότι το φως είναι πάντα ελάχιστο και το σκοτάδι κυριαρχεί σε τοπία και ανθρώπους. Η παρουσία του κακού είναι μια ακόμα μόνιμη παράμετρος στα βιβλία του και παίρνει διαφορετικές μορφές: μπορεί να είναι συγκεκριμένα πρόσωπα, μπορεί να είναι ακόμα κι ο ίδιος ο Εκπεσών που παρασύρει τους ανυποψίαστους αλλά καθόλου αθώους («Τανγκό του Σατανά»), σημασία έχει ότι το σκότος αποτελεί την κανονικότητα και οι εκλάμψεις του καλού παραμένουν εξαίρεση. Μόνο η τέχνη διασώζεται, ως προσωρινό, αν και όχι ακαταμάχητο, αντιστάθμισμα στη φθοροποιό τοξική επίδραση της κανονικότητας.


Στο εν λόγω βιβλίο η μουσική του Μπαχ είναι εκείνη που προσφέρει αφενός ανακούφιση στον πάσχοντα ήρωα ο οποίος έρχεται σε σύγκρουση με τις καραδοκούσες δυνάμεις του χάους (ύλη και αντιύλη) και αφετέρου είναι εκείνη που τον οδηγεί σε ενός είδους αυτογνωσία, με αναπάντεχα βέβαια αποτελέσματα όπως θα δούμε στη συνέχεια. Εντούτοις, αποτελεί το μοναδικό φως στον σκοτεινό θάλαμο που ανοίγουν τα μάτια τους, μεταφορικά πάντα, τα βιβλία του συγγραφέα, αφήνοντας στον αναγνώστη το… χρέος να ανακαλύψει τη δύσβατη κέλευθο προς τα έξω. 


Το έργο


Ο Φλόριαν Χερστ, ο πρωταγωνιστής του έργου, λειτουργεί όπως οι περισσότεροι χαρακτήρες των βιβλίων του Ούγγρου, αν όχι συμβολικά, σε μη ρεαλιστικό πλαίσιο. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αποφεύγεται ο μανιχαϊστικός διδακτισμός που συνήθως συνοδεύει τους χονδροειδείς συμβολισμούς, με αποτέλεσμα επιφανειακούς χαρακτήρες που επιτρέπουν την εύκολη ταύτιση του αναγνώστη εις βάρος της εμβάθυνσης. Εν προκειμένω, ο Φλόριαν είναι μεν ο νεαρός άνδρας εργατικής τάξης που συνδέεται με φιλία με έναν νεοναζί αρχηγό συμμορίας, αλλά ταυτόχρονα περιβάλλεται από μια υπεράνθρωπη άλω (όχι όμως στη λογική του Übermensch).


Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο πρωταγωνιστής κινείται στον χώρο και τον χρόνο της επαρχιακής πόλης ως ο παράξενος μοναχικός λοξός, του οποίου η αθώα ιδιαιτερότητα είναι ότι σε τακτά διαστήματα στέλνει γράμματα στην τότε Καγκελάριο Μέρκελ. Στόχος του να την προειδοποιήσει για την επικείμενη καταστροφή του κόσμου, επηρεασμένος από τις διδαχές του δασκάλου και φίλου του καθηγητή φυσικής που επιχειρεί να του μεταλαμπαδεύσει τις βασικές αρχές της κβαντικής φυσικής. Ο νεαρός μαθητευόμενος, κι εδώ ξεκινάει η παραδοξότητα, δεν θα αφομοιώσει παρά στρεβλά το μάθημα, προσαρμόζοντάς το στην εμμονική και πεισιθάνατη κοσμοθεωρία του. Θα μεσολαβήσουν γεγονότα όπως η βεβήλωση μνημείων του Μπαχ (καταγωγή από τη Θουριγγία), η σχέση με τους τοπικούς νεοναζί και κάπου εκεί θα ξεκινήσει η εισβολή του παράδοξου, του αλλόκοτου.


Από απλός ακούσιος παρατηρητής της τοπικής μπάντας που παίζει Μπαχ, ο Φλόριαν θα μετατραπεί σε δεινό ακροατή. Η μουσική θα τον κατακλύσει, θα ανοίξει εντός του μια διάσταση, προσφέροντας στον απλοϊκό του νου βάθος και ενόραση.


Στην αρχή θα εξαφανιστεί ο δάσκαλος του Φλόριαν. Στη συνέχεια, θα εμφανιστεί αγέλη άγριων λύκων που θα επιτεθεί σε ανθρώπους, ενώ ταυτόχρονα ο πρωταγωνιστής θα αρχίσει να μεταβάλλεται. Η πρώτη αλλαγή θα γίνει μέσω της τέχνης. Από απλός ακούσιος παρατηρητής της τοπικής μπάντας που παίζει Μπαχ, ο Φλόριαν, θα μετατραπεί σε δεινό ακροατή. Η μουσική θα τον κατακλύσει, θα ανοίξει εντός του μια διάσταση, προσφέροντας στον απλοϊκό του νου βάθος και ενόραση. Αυτή η διαστολή του εαυτού του θα ολοκληρωθεί όταν ανακαλύψει ότι ο μέχρι πρότινος προστάτης και καθοδηγητής του, ο νεοναζί Μπόσης, δολοφόνησε κάποιους αθώους συμπολίτες τους. Ο φιλειρηνικός γίγας θα μεταμορφωθεί σε άγγελο εκδικητή και θα ξεκινήσει πόλεμο ενάντια στους μέχρι πρότινος συναγωνιστές του, κυνηγώντας τους ένα προς έναν. Η φυσική του ρώμη θα συνδυαστεί με το ένστικτο του κυνηγού, καθοδηγώντας τον, βοηθώντας τον να ξεφεύγει από τις δυνάμεις του νόμου, μέχρι να ανακαλύψει και την τελευταία και πιο επικίνδυνη γυναίκα της συμμορίας. Η τελική αναμέτρηση έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ξανά το σκότος θα καλύψει τους πάντες – όλοι ηττημένοι σε έναν κόσμο από τον οποίο απουσιάζει η ελπίδα. 


Η κριτική του


Ο λογοτεχνικός κόσμος του Κρασναχορκάι είναι γέννημα τριών κυρίως πατεράδων: του Μπέρνχαρντ, του Κάφκα και σε βαθύτερο επίπεδο του Σαραμάγκου. Ο μακροπερίοδος λόγος, οι εμμονές, η ασφυκτική περιέλιξη των αδιαχώριστων παραγράφων που κυματίζουν σε σελίδες, αυτή η «À bout de souffle» ανέλιξη του κειμένου παραπέμπει ευθέως στον Αυστριακό συγγραφέα. Μόνο που ο Ούγγρος συνάδελφός του αραιώνει το μείγμα με δυστοπικές πινελιές, σε αντίθεση με τον δάσκαλο που κινείται σε πιο ρεαλιστικά τοπία, ενώ σφυροκοπά τον αναγνώστη του με συνεχείς επιθέσεις στη χώρα καταγωγής του και το ναζιστικό παρελθόν, τις κατεστημένες νοοτροπίες της, τους πνιγηρούς οικογενειακούς δεσμούς και τις προβληματικές ανθρώπινες σχέσεις. Σε αυτό το σημείο διακρίνω τις επιρροές από τον Σαραμάγκου, ο οποίος επίσης χρησιμοποιούσε μακροπερίοδο λόγο χωρίς σημεία στίξης, με διαφορετικές βέβαια θεματικές, πλην όμως με δυστοπικό χαρακτήρα. Προφανώς ο Κάφκα είναι ο πρόδρομος όλων, καθότι ο πρώτος που μετέτρεψε τον οικείο χώρο σε παγίδα που κλείνει σταδιακά, μετατρέποντας πρώτος το οικογενειακό περιβάλλον σε φωλιά σαρκοβόρων (Μεταμόρφωση) και τον κοινωνικό χώρο προοίμιο στρατοπέδου συγκέντρωσης (Δίκη, Πύργος). Ουδείς έκτοτε διέφυγε από τον κόσμο που έπλασε ο Τσέχος.


Εντούτοις, η κριτική δεν μπορεί να είναι άξια του ονόματός της, αν ο κρίνων δεν καταθέσει τις αντιρρήσεις του, τις αδυναμίες που διέγνωσε. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Κρασναχορκάι έδωσε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με τα προηγούμενά του. Δεν θεωρώ ότι το εγχείρημά του υπήρξε απόλυτα επιτυχές, καθώς οι 100 ίσως επιπλέον σελίδες δεν προσέθεσαν κάτι τόσο υφολογικά όσο και θεματικά. Κι αν το ιδιαίτερο στιλ του συγγραφέα είναι εκείνο για το οποίο ο αναγνώστης προστρέχει στα βιβλία του, το περιεχόμενο, η ιστορία που θέλει να πει, δεν αντιστοιχεί στην έκταση, αφού η τελευταία θεωρώ ότι την αποδυναμώνει, με συνέπεια ο συγγραφέας να παρεμβάλει κάποιες δευτερεύουσες πλοκές και πρόσωπα τα οποία δεν έχουν τελικά τόσο ενδιαφέρον. Οι οπτικές τους, μέσω της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υιοθετεί σε όλο το βιβλίο ο συγγραφέας, δεν προσθέτουν κάτι στο σύνολο. Αντιθέτως θεωρώ ότι αποσπούν την προσοχή, οπότε σε σημεία βρήκα τον εαυτό μου να αδιαφορεί για την τύχη (δράσεις και σκέψεις) των συγκεκριμένων, ανυπομονώντας την επιστροφή στο κύριο ρεύμα της αφήγησης.


Οι οπτικές τους, μέσω της τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης που υιοθετεί σε όλο το βιβλίο ο συγγραφέας, δεν προσθέτουν κάτι στο σύνολο. Αντιθέτως θεωρώ ότι αποσπούν την προσοχή, οπότε σε σημεία βρήκα τον εαυτό μου να αδιαφορεί για την τύχη (δράσεις και σκέψεις) των συγκεκριμένων, ανυπομονώντας την επιστροφή στο κύριο ρεύμα της αφήγησης.


Γενικεύοντας, στην περίπτωση του «Herscht 07769» ισχύει το εξής: μολονότι εκείνο που χαρακτηρίζει το έργο τέχνης είναι το στιλ του συγγραφέα, η προσωπική του «σκηνοθετική ματιά» στα γεγονότα, τελικά αυτή πρέπει να είναι ισοβαρής με το περιεχόμενο. Κι αυτό για χάρη του χρυσού κανόνα που διέπει το έργο τέχνης – την αρμονία, την ενότητα των επιμέρους που καθιστούν το όλο συνεκτικό και αρραγές. Είναι προφανές ότι ως μη εικαστική τέχνη, η λογοτεχνία μπορεί πιο εύκολα να υποπέσει στο αμάρτημα της πλεονεξίας, της ματαιοδοξίας του γράφοντος που συχνά προσθέτει εκεί που θα έπρεπε να αφαιρεί. Κι αν αυτό μπορεί να συμβεί ακόμα και στους κορυφαίους (Τολστόι και Ντοστογιέφσκι δεν υπήρξαν ποτέ μετρημένοι), είναι η τιτάνια γραφή τους που καθιστά ακόμα και την υπερβολή τους συγγνωστή. Για τους λιγότερο τιτάνιους όμως, η αμετροέπεια, η υπερβολή θα προκαλέσει προβλήματα ανισορροπίας και τα αποτελέσματα θα γίνουν εμφανή στο κριτικό μάτι. Είναι προφανές ότι οι φανατικοί αναγνώστες του συγγραφέα θα δυσφορήσουν με την παρατήρηση αυτή, καθότι θα θεωρήσουν ότι κι αν υφίσταται μια μικρή υπερβολή, είναι τόσο αυθεντικός ο λόγος του συγγραφέα που καθιστά τον πλεονασμό άνευ σημασίας για το τελικό αποτέλεσμα. Όσον αφορά τον κρίνοντα, θεωρώ ότι το βιβλίο χρειαζόταν ένα μικρό συμμάζεμα, για να μην προκληθεί πλήξη.


Επιπλέον, αν και ήσσονος σημασίας, θεωρώ ότι το εύρημα του αετού που συνδράμει τον πρωταγωνιστή Φλόριαν δεν ήταν τόσο επιτυχημένο. Κατανοώ τον συμβολισμό, αλλά το ανέγνωσα κυρίως ως «σεναριακή ευκολία», έναν από μηχανής Θεό που τελικά δεν προσέδωσε κάτι ιδιαίτερο στην πλοκή. Αν έλειπε, νομίζω πως το βιβλίο δεν θα έχανε πολλά από τη δύναμή του, δεδομένου μάλιστα ότι η παρουσία της αγέλης των λύκων ήταν αρκετή για την ενίσχυση του συμβολισμού. Επιπρόσθετα, θα αντιπαρέλθω τις κοινωνικές / πολιτικές / οικολογικές ερμηνείες που δίνονται στο έργο αυτό (αυτό δεν αποτελεί βέβαια πρόβλημα του συγγραφέα και του βιβλίου), θεωρώντας τες ελαφρώς επιφανειακές, προκειμένου να τραβήξουν επιπλέον αναγνωστικό κοινό που ενδιαφέρεται για απτά και μετρήσιμα διδάγματα κατά την ανάγνωση και ως επίγευση με το πέρας της. Όχι πως δεν υπάρχουν κι αυτά στο βιβλίο (οι νεοναζί, η άγρια φύση κλπ.), αλλά είναι τα επιφαινόμενα και όχι ο λόγος ύπαρξης του έργου. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αυτά τα συμπεράσματα για να αναδείξει το τραύμα, τη χαίνουσα πληγή, την ίδια την ανθρώπινη μοίρα που σε κάθε του βιβλίο χορεύει το Τανγκό του Σατανά. Αυτή τη φορά, σε αυτό το βιβλίο, σχετίζεται με ένα πολιτικό και οικολογικό θέμα. Επουδενί όμως δεν αποτελεί το μείζον ζήτημα και την αφετηρία συγγραφής. Ας απαλλαγούμε επιτέλους από αυτή την ευκολία που αφαιρεί από το έργο για να καθησυχάσει τον οκνηρό αναγνώστη που αναζητά μόνιμα διδαχές και σαφείς οδηγίες πλεύσης.


Ο Κρασναχορκάι είναι μεγάλη δύναμη στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα και δεν έχει ανάγκη τη συνδρομή ή την απόρριψη κανενός (θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πάρει το Νόμπελ των τελευταίων ετών). Μολονότι δεν πρόκειται να υπερβεί, ως σύγχρονός τους, την κληρονομιά των λογοτεχνικών προγόνων και αναφορών (κανένας σύγχρονος δεν μπορεί, ιδίως από τον Παλιό Κόσμο που επιχειρεί απεγνωσμένα να υπερβεί τα όρια που έθεσε ο Μοντερνισμός, απλά για να καταλήξει στη σοβαροφάνεια και την ανειλικρίνεια) συνεχίζει χαράσσοντας τον δικό του δρόμο. Μολονότι δεν καινοτομεί και έχει πάψει πλέον να μας εκπλήσσει, επαναλαμβάνοντας ελαφρώς τον εαυτό του (ο «Πόλεμος και πόλεμος» παραμένει το κορυφαίο του έργο), προσφέρει αναλλοίωτη λογοτεχνική απόλαυση, ακόμα και στις κάπως πιο αδύναμες στιγμές του.


*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. Διαχειρίζεται το βιβλιοφιλικό blog Αναγνώσεις.


 Απόσπασμα από το βιβλίο


«…γιατί τώρα ανακάλυψε την ομορφιά που τραντάζει τα σωθικά του ανθρώπου μέσα από τη μουσική του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, εδώ στάθηκε λιγάκι, διότι του άρεσε πολύ αυτό το “τραντάζει τα σωθικά του ανθρώπου”, έπιασε πάλι γρήγορα το τρίχρωμο στυλό, το γύρισε στο κόκκινο, και υπογράμμισε δύο φορές αυτό το “τραντάζει”, αλλά δεν είναι μονάχα η ομορφιά, έγραψε, αλλά και ότι στον Μπαχ, όπως πιστεύει, μπορεί να ενυπάρχει η πρόταση για το τι θα πρέπει να κάνουμε την ώρα της καταστροφής του κόσμου, και όπως της είχε γράψει αμέτρητες φορές πια, αυτή η καταστροφή μπορεί να επέλθει οποιαδήποτε στιγμή, γι’ αυτόν τον λόγο, τον Μπαχ, σύμφωνα με το ένστικτό του, θα έπρεπε να τον συμπεριλάβουν κι αυτόν στη συζήτηση του θέματος, εκείνος εδώ και μήνες βρισκόταν υπό την επίδραση του Μπαχ, δεν μπορεί να πει κάτι εγγύτερο, γιατί δεν είναι δυνατόν το δικό του το μυαλό να φτάσει μια τέτοια γιγάντια μορφή…»

ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΒΙΒΛΙΟΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΑΠΟ FRACTALART

Γράφει η Ελένη Γκίκα

Με γραφή που δεν μοιάζει με καμιά άλλη, και αυτό το βιβλίο του László Krasznahorkai «Herscht 07769 / Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ», επιβεβαιώνει τα λόγια του W. B. Sebald ότι η πρόζα του Κρασναχορκάι «ξεπερνά κατά πολύ όλες τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες της σύγχρονης γραφής».

Ο μεγάλος Ούγγρος συγγραφέας «ποιητής καταστροφής» και «στοχαστής ολέθρου», «ο συγγραφέας της αποκάλυψης» όπως έχει χαρακτηριστεί, διαθέτει εκείνη τη μοναδική διαύγεια και διάκριση να προβλέπει και να διακρίνει μαζί με την ολική καταστροφή, αναγνωρίζοντας πως ζούμε σε έναν κόσμο που έχει βαλθεί να αυτοκαταστραφεί, και τα ελάχιστα ψήγματα Καλού, την Τέχνη εκείνη που ωστόσο μαχαίρι που σκοτώνει, συγχρόνως όμως και κόβει το ψωμί.

Στην «Επιστροφή του βαρόνου Βένκχαϊμ» ήταν ο βαρόνος Μπέλα Βένκχαϊμ (ένας ήρωα που θυ­μίζει τον πρίγκιπα Μίσκιν) που επιστρέφει στη γενέθλια γη, έστω για να συναντήσει μια από τα ίδια.

Στο «Η Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω», η δύναμη της καλλιτεχνικής εμπειρίας σε όλη την πολυπλοκότητά της, η συγκίνηση που προκαλεί η μεγάλη τέχνη στον καθένα, όταν ο κομμουνισμός έχει καταρρεύσει, η πίστη στον Θεό και στις ιδεολογίες έχει κλονιστεί.

Στο «Τανγκό του Σατανά» το ποιητικό ταξίδι για την αναζήτηση της αλήθειας, η συμπόνια και η ανθρωπιά ως η μηδαμινή κουκκίδα που συνιστά η ύπαρξή μας μέσα σ’ έναν χαοτικό κόσμο.

Στο «Η μελαγχολία της αντίστασης» ο αλαφροΐσκιωτος Βάλουσκα, ο τρυφερός ήρωας του βιβλίου, η μοναδική αγνή και ευγενική ψυχή.

Πάντα, όμως, καταφέρνει αυτός ο Ούγγρος «μαιτρ της Αποκάλυψης», όπως τον αποκαλεί η Susan Sontag- να μας μεταφέρει «με συγκλονιστικό και ανθρώπινο τρόπο σ’ έναν κόσμο που διχάζεται ανάμεσα στην αγριότητα και τη μανιώδη ομορφιά».

Στο «Herscht 07769 / Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ», είναι ο «μπουνταλάς» αγαθιάρης γίγαντας Φλόριαν Χερστ που ανησυχεί για το μέλλον του κόσμου και ο Μπαχ.

Στην αρχή «Χερστ 07769», αυτό γράφει μόνο, ως αποστολέας, στους φακέλους των επιστολών που στέλνει στην Άνγκελα Μέρκελ, ο καθαριστής τοίχων που ζει σε μια μικρή πόλη της Θουριγγίας, Φλόριαν Χερστ, λέγοντας ότι η υπόθεση είναι εμπιστευτική, ενώ σε περίπτωση απάντησης ο ταχυδρόμος έτσι κι αλλιώς θα τον βρει με βάση το επίθετό του και τον ταχυδρομικό κώδικα. Ο προστατευόμενος του Μπόση, ιδιοκτήτη εταιρείας καθαρισμού τοίχων από γκραφίτι στην πόλη Κάνα της Θουριγγίας που ωστόσο είναι και ο αρχηγός μιας διμοιρίας νεοναζί. Φανατικός του Μπαχ, υποστηρίζει πως μόνο εκείνος αναγνωρίζει τα μεγάλα πατριωτικά ιδεώδη, που οργανώνει εκ του μηδενός μπάντα Μπαχ (μια ορχήστρα που δεν θα μπορέσει ποτέ να εκτελέσει σωστά την παραμικρή μουσική φράση του Μπαχ).

Ο Φλόριαν, παιδί που έζησε σε αναμορφωτήριο, χωρίς οικογένεια, έρχεται κυριολεκτικά από το πουθενά, αναγνωρίζει στο Μπόση τον πατέρα που ποτέ δεν είχε, αισθάνεται καλά υπό την προστασία του, υποτάσσεται σ’ αυτή και τον πιστεύει τυφλά. Ωστόσο τυφλά παρακολουθεί και τις διαλέξεις του κυρίου Κόλερ, μπερδεύεται με την ύλη και την αντιύλη, «στην πραγματικότητα δεν καταλάβαινε τίποτα, απλά τα μετέτρεπε όλα στο δικό του ιδιόμορφο σύστημα», και όπως όλα ξεκίνησαν από το απόλυτο Τίποτα κι από ένα τυχαίο γεγονός, γράφει και ξαναγράφει στην Άνγκελα Μέρκελ για να προλάβει την επερχόμενη καταστροφή. Η πικρή ειρωνεία είναι ότι αυτή δεν έρχεται από το Σύμπαν όπως πιστεύει, αλλά από τον μικρόκοσμο του Μπόση, κι έτσι περίεργα γκράφιτι με λύκους σε χώρους που συνδέονται με τον Μπαχ, εξαφανίσεις ατόμων, εκρήξεις σε βενζινάδικο, η συμμορία του Μπόση, ο «τρομοσύλλογος» Μπαχ, ναι ακόμα και ο… Μπαχ, οδηγούν την Κάνα αλλά και τον Φλόραν στην απόλυτη καταστροφή.

Ο Λάσλο Κρασναχορκάι σε ένα μυθιστόρημα 419 σελίδων με παντελή απουσία τελείας, κατορθώνει την απόλυτη καταβύθιση ενός ήρωα, του Φλόριαν, από την μεσσιανική του φύση στην τέλεια προσωπική του καταστροφή (ούτε ο Μπαχ θα καταφέρει να τον σώσει, εφόσον από την πατρική φιγούρα του Μπόση έχει πια προδοθεί), αλλά και μιας κοινωνίας, της επινοημένης Κάνα (την οποία τοποθετεί σχεδόν δίπλα στο Άιζεναχ, την πόλη όπου γεννήθηκε ο Μπαχ) από το κακό που φωλιάζει στις καρδιές των ανθρώπων, απ’ εκείνη τη συμμορία των νεοναζί.

Το μεγαλόπνοο έργο του Λάσλο Κρασναχορκάι, θεωρείται και όχι αδίκως, ως το μεγάλο γερμανικό μυθιστόρημα, διαδραματίζεται στη Γερμανία των ημερών μας, και μάλιστα στο μελαγχολικό ανατολικό τμήμα της, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα την πηγή των έργων του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ και την όλο και λιγότερο μυστική βάση των νεοναζιστικών κινημάτων. Έτσι ώστε, η ρωγμή στην ρουτίνα του Φλόριαν που ξεκινά από τις διαλέξεις ενός φυσικού και μετεωρολόγου της Κάνα με θέμα το μπιγκ μπανγκ, τα στοιχειώδη σωματίδια, την καταστροφή του σύμπαντος, να συντελείται τελικά και να εκρήγνυται από την μεγάλη κοινωνική ρωγμή.

Ένα συγκλονιστικό σε εκτέλεση και φιλοσοφία μυθιστόρημα που ρίχνει φως στην άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής, κρούει τον κώδωνα κινδύνου για την μεγάλη οικολογική και κοινωνική καταστροφή, αναφέρεται στην διαρκή μάχη του Καλού και Κακού, επιτρέπει στην Τέχνη και στην αγαθή ψυχή ακόμα να πάλλεται και να παλεύει, αφήνοντας όπως μόνο εκείνος γνωρίζει να κάνει καλά, μια λάμπα θυέλλης να βρίσκεται πάντα κάπου εκεί.

Εννοείται ότι είναι ένα μυθιστόρημα που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή. Και ένας μεταφραστικός άθλος, αναμφίβολα.

 

László Krasznahorkai

 

Υπενθυμίζουμε ότι ο Λάσλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1954 στην πόλη Gyula της Ουγγαρίας. Σπούδασε νομικά και φιλολογία στα Πανεπιστήμια του Σέγκεντ και της Βουδαπέστης. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ούγγρους συγγραφείς, ο οποίος υπηρετεί πιστά μια λογοτεχνία φιλόδοξη και απαιτητική. Έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία (ανάμεσά τους το βραβείο Kossuth, που αποτελεί τη σημαντικότερη διάκριση της Ουγγαρίας, και το γερμανικό βραβείο Bestenliste-Prize). Το 2015 τιμήθηκε με το The Man Booker International Prize. Τα έργα του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα ιταλικά, τα πολωνικά, τα τσέχικα, τα βουλγάρικα, τα εβραϊκά, τα ιαπωνικά και τώρα και στα ελληνικά. Δύο βιβλία του Λάσλο Κρασναχορκάι (Το τανγκό του Σατανά και Η μελαγχολία της αντίστασης) έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο από τον φίλο του σκηνοθέτη Μπέλα Ταρ, για τον οποίο εκείνος έχει γράψει και πρωτότυπα σενάρια. Το Χερστ 07769 έχει τιμηθεί στην Ουγγαρία με το Libri Prize.
Από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του: «Το τανγκό του Σατανά», «Η μελαγχολία της αντίστασης», «Πόλεμος και πόλεμος», «H Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω» και «Η επιστροφή του Βαρόνου Βένκχαϊμ».

 

Τρίτη 7 Μαΐου 2024

HAROLD BLOOM: ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΣ

Το Blood Meridian του Cormac McCarthy (1985) μου φαίνεται το αυθεντικό αμερικανικό αποκαλυπτικό μυθιστόρημα, πιο επίκαιρο τώρα από ό,τι όταν γράφτηκε. Η φήμη του Moby-Dick και του As I Lay Dying ενισχύεται από το Blood Meridian, αφού ο Cormac McCarthy είναι ο άξιος μαθητής τόσο του Melville όσο και του Faulkner. Τολμώ να υποστηρίξω ότι κανένας άλλος  Αμερικανός μυθιστοριογράφος, ούτε καν ο Pynchon, δεν μας έχει δώσει ένα βιβλίο τόσο δυνατό και αξέχαστο όσο το Blood Meridian , ένα απόλυτο Western, που δεν μπορεί  να ξεπεραστεί.

Η ανησυχία μου είναι ο αναγνώστης, γι' αυτό θα ξεκινήσω ομολογώντας ότι οι δύο πρώτες απόπειρές μου να διαβάσω το Blood Meridian απέτυχαν, επειδή τρελάθηκα από τη συντριπτική σφαγή που απεικονίζει ο McCarthy. Η βία ξεκινά από τη δεύτερη σελίδα του μυθιστορήματος, όταν ο 15χρονος Kid πυροβολείται στην πλάτη και ακριβώς κάτω από την καρδιά, και συνεχίζεται σχεδόν χωρίς ανάπαυλα μέχρι το τέλος, 30 χρόνια αργότερα, όταν ο δικαστής Χόλντεν, η πιο τρομακτική φιγούρα σε όλη την αμερικανική λογοτεχνία, δολοφονεί το παιδί σε ένα σπίτι. Τόσο φρικτές είναι οι συνεχείς σφαγές και οι ακρωτηριασμοί του Blood Meridian που θα μπορούσε κανείς να τη διαβάσει σήμερα σε μια έκθεση των Ηνωμένων Εθνών για τη φρίκη της Συρίας το 2019.

Παρόλα αυτά, προτρέπω τον αναγνώστη να επιμείνει, γιατί το Blood Meridian είναι τόσο μια αμερικανική όσο και μια παγκόσμια τραγωδία αίματος. Ο δικαστής Χόλντεν είναι ένας κακός αντάξιος του Ιάγου του Σαίξπηρ, ένας  δαιμονισμένος, ένας θεωρητικός του αιώνιου πολέμου. Και η μεγαλοπρέπεια του βιβλίου - η γλώσσα, το τοπίο, τα πρόσωπα, οι αντιλήψεις του - μετατρέπουν τη βία σε τρομακτική τέχνη, μια τέχνη συγκρίσιμη με αυτή του Μέλβιλ και του Φώκνερ. Όταν διδάσκω το βιβλίο, πολλοί από τους μαθητές μου αντιστέκονται αρχικά, όπως έκανα εγώ, και όπως συνεχίζουν να κάνουν ορισμένοι φίλοι μου. 

Αλλά δεν μπορώ να απομακρυνθώ από το Blood Meridian , τώρα που ξέρω πώς να το διαβάζω και γιατί πρέπει να διαβαστεί. Καμία από τις σφαγές του δεν είναι άσκοπη ή περιττή, συνέβη στα σύνορα Μεξικού-Τέξας το 1849 και το 1850, όπου και  διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος του μυθιστορήματος. Υποθέτω ότι θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει το Blood Meridian «ιστορικό μυθιστόρημα», καθώς εξιστορεί την αποστολή της συμμορίας Glanton, μιας δολοφονικής παραστρατιωτικής δύναμης που στάλθηκε τόσο από τις αρχές του Μεξικού όσο και από εκείνες του Τέξας για να περιορίσει και να δολοφονήσει όσο το δυνατόν περισσότερους Ινδιάνους. Ωστόσο, αυτό που απεικονίζεται δεν αφορά μόνο τις Ηνωμένες Πολιτείες και σχεδόν όλο τον κόσμο σε αυτήν την τρίτη χιλιετία. 

Το μυθιστόρημα δομείται πάνω στις δύο κεντρικές του φιγούρες, τον δικαστή Χόλντεν και το Παιδί. Ο McCarthy μας δείχνει διακριτικά τη μακρά, αργή εξέλιξη του Παιδιού από έναν ακόμα ανεγκέφαλο κυνηγό κεφαλών των Ινδιάνων στον θαρραλέο αντίδικο του δικαστή στην τελευταία τους συζήτηση σε ένα σαλόνι. Αλλά αν και η ηθική ωρίμανση του Παιδιού είναι ενθαρρυντική, η προσωπικότητά του παραμένει σε μεγάλο βαθμό κρυπτογραφημένη, τόσο ασαφής όσο και η έλλειψη ονόματος. 

Ο δικαστής Χόλντεν από την άλλη είναι ο πνευματικός ηγέτης των κυνηγών κεφαλών στη συμμορία του Γκλάντον και ο ΜακΚάρθι του αποδίδει μια μυθική υπόσταση, που θυμίζει τον μαγικό ιστό του Ιάγου, στον οποίο πιάνονται ο Οθέλλος, η Δεσδαιμόνα και ο Κάσσιο. Η περιγραφή του στην αρχή του μυθιστορήματος είναι ενδεικτική, πρόκειται για έναν τεράστιο άντρα, φαλακρό σαν πέτρα, χωρίς ίχνος γενειάδας και με μάτια χωρίς φρύδια ή βλεφαρίδες. Ένας αλμπίνος ύψους επτά ποδιών, που μοιάζει σχεδόν να έχει έρθει από κάποιον άλλο κόσμο, δεν κοιμάται ποτέ, χορεύει και παίζει με εξαιρετική τέχνη και ενέργεια, βιάζει και δολοφονεί μικρά παιδιά και των δύο φύλων και λέει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. Μέχρι το τέλος του βιβλίου, έχω καταλήξει να πιστεύω ότι ο δικαστής είναι αθάνατος. Είναι αθάνατος ως αρχή, ως ο Αιώνιος Πόλεμος, είναι υπαρκτό πρόσωπο ή συμβολίζει κάτι άλλο; Ο McCarthy δεν θα μας δεσμεύσει σε μία προσέγγιση, αφού η αμφισημία είναι πιο διεγερτική. 

Σκοτώνοντας το Παιδί, ο δικαστής Χόλντεν είναι ο τελευταίος επιζών της συμμορίας του Γκλάντον. Η καταστροφή των ιθαγενών της Νοτιοδυτικής Αμερικής δεν είναι  απολύτως ανάλογη με το κυνήγι για τη δολοφονία του Μόμπι Ντικ, και όμως ο ΜακΚάρθι μας δίνει μερικούς περίεργους παραλληλισμούς μεταξύ των δύο επιδιώξεων. Το πιο εντυπωσιακό είναι μεταξύ του κεφαλαίου 19 του Melville, όπου ένας κουρελιασμένος προφήτης που αυτοαποκαλείται Elijah προειδοποιεί τον Ismael και τον Queequeg να μην ταξιδεύουν με το Pequod, και του κεφαλαίου 4 του McCarthy, όπου «ένας παλιός Μεμονίτης» προειδοποιεί το Παιδί και τους συντρόφους του να μην συνοδεύσουν τον Captain Worth, προιδεάζοντας για τη μεγαλύτερη καταστροφή της εκστρατείας του Glanton.

Η  συσχέτιση αυτή, αν και εντυπωσιακή από μόνη της δεν είναι ικανή να μας φωτίσει για τον ρόλο του δικαστή Χόλντεν (το όνομα του υποδηλώνει ένα "κράτημα", πιθανώς μια επιρροή σε όλους όσους συναντά), ο οποίος σε αντίθεση με τον ήρωα του Μόμπι-Ντικ, δεν είναι εντελώς φανταστικός, όπως και ο Glanton άλλωστε, είναι ένας "ιστορικός" πλιατσικολόγος. 

Νομίζω λοιπόν ότι με τον ανωτέρω παραλληλισμό ο McCarthy προειδοποιεί τον αναγνώστη του ότι ο δικαστής ταυτίζεται με τον Moby Dick. Ως ένα άλλο λευκό αίνιγμα, ο αλμπίνο δικαστής, όπως και η φάλαινα αλμπίνο, δεν μπορεί να θανατωθεί. Ακόμα ο δικαστής Χόλντεν μιλάει όλες τις γλώσσες, γνωρίζει όλες τις τέχνες και τις επιστήμες και μπορεί να κάνει μαγικές, σαμανιστικές μεταμορφώσεις. Αν και η προφητεία του για τον αιώνιο πόλεμο είναι αυθεντικά καθολική, είναι πρωτίστως Δυτικοαμερικανός, δρα στα Τεξανο-Μεξικάνικα σύνορα και φέρει ένα τουφέκι με ασήμι, όπου το όνομά του είναι χαραγμένο κάτω από τη φράση: Et In Arcadia Ego . Στην Αμερικανική Αρκαδία ο θάνατος είναι  πάντα εκεί, εντοπισμένος στο όπλο του δικαστή που δεν αστοχεί ποτέ. Αν η αμερικανική παράδοση είναι ουσιαστικά μια ταινία Western, τότε ο δικαστής ενσαρκώνει αυτή την παράδοση, αν και θα απαιτούσε έναν σκηνοθέτη έτη φωτός μακράν του αείμνηστου Sam Peckinpah, του οποίου το The Wild Bunch απεικονίζει την ηπιότητα σε σύγκριση με τους παραστρατιωτικούς του Glanton...

Το Blood Meridian, εκτός από έναν επίλογο μιας παραγράφου, τελειώνει με τον δικαστή να χορεύει θριαμβευτικά και να διακηρύσσει ότι δεν κοιμάται ποτέ και δεν θα πεθάνει ποτέ. Όμως ο Μακάρθι δεν αφήνει τον δικαστή Χόλντεν να έχει τον τελευταίο λόγο. Το πιο παράξενο χωρίο του βιβλίου, ο επίλογος, τοποθετείται την αυγή, όπου ένας ανώνυμος άνδρας προχωρά σε μια πεδιάδα κάνοντας τρύπες στο βραχώδες έδαφος. Χρησιμοποιώντας ένα εργαλείο με δύο λαβές, ο άνδρας χτυπά «τη φωτιά στον βράχο που έχει βάλει εκεί ο Θεός». Γύρω από τον άνδρα περιπλανώμενοι ψάχνουν για οστά, ενώ ο ίδιος συνεχίζει να χτυπά φωτιά στις τρύπες προχωρώντας. Και αυτό είναι όλο.

Ο υπότιτλος του μυθιστορήματος, "The Evening Redness in the West", μάλλον συνδέεται με τον Δικαστή, τελευταίο επιζώντα της συμμορίας Glanton. Ίσως μπορούμε να υποθέσουμε με κάποια βεβαιότητα ότι ο άνδρας που χτυπά φωτιά στο βράχο την αυγή είναι μια φιγούρα αντίθετη εκείνης που κυριαρχεί κατά το βραδινό κοκκίνισμα στη Δύση. Ο Δικαστής δεν κοιμάται ποτέ, και ίσως δεν θα πεθάνει ποτέ, αλλά ένας νέος Προμηθέας μπορεί να εμφανιστεί για να τον αντιμετωπίσει...

Τα μυθιστορήματα του Μέλβιλ και του Φώκνερ είναι οι πρόδρομοι του  ΜακΚάρθι. Ο Αχαάβ του Μέλβιλ συγχωνεύει τους τραγικούς πρωταγωνιστές του Σαίξπηρ —Άμλετ, Ληρ, Μάκβεθ— και τους διασταυρώνει με μια αναζήτηση τόσο προμηθεϊκή όσο και αμερικανική. Αν και οι κριτικοί θα συνεχίσουν να συνδέουν τον McCarthy με τον Faulkner, ο οποίος σίγουρα επηρέασε το στυλ του McCarthy στο Suttree (1979), ο οραματιστής των Blood Meridian (1985) και The Border Trilogy (1992, 1994, 1998) έχει πολύ λιγότερα κοινά με τον Faulkner, οφείλοντας πολύ περισσότερα στον Μέλβιλ και στον Σαίξπηρ.



ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΝΥΧΤΑ

 


Το Ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση


σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες


όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι


αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται


μα πάθος για τη μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας


μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα


αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα


Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά


ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ


να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες


αδιάφθορες μες στο μονόλογο τον καθημερινό


κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγίζουν


μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τα αχαμνά ζωύφια


τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα


με αίσθημα ποτισμένες

Nίκος-Αλέξης Ασλάνογλου