Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

MIN JIN LEE (2019), ΠΑΤΣΙΝΚΟ, Μετάφραση Βάσια Τζανακάρη, Αθήνα: Ίκαρος


ΓΙΟΝΓΚΝΤΟ, ΚΟΡΕΑ, 1911. Σε ένα μικρό ψαροχώρι στην ακτή της Ανατολικής θάλασσας, ένας ψαράς παντρεύεται ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι. Το φτωχό ζευγάρι φέρνει στον κόσμο μια κόρη, την πολύτιμή τους Σάντζα.

Η ΑΝΑΠΑΝΤΕΧΗ εγκυμοσύνη της Σάντζα μόλις στα δεκαέξι της χρόνια από έναν παντρεμένο άντρα, φέρνει την οικογένεια αντιμέτωπη με την ταπείνωση. Όμως, ο Ίσακ, ένας νεαρός ιερέας, της δίνει την ευκαιρία να τον ακολουθήσει στην Ιαπωνία και να ζήσουν μαζί ως σύζυγοι.

Η ΣΑΝΤΖΑ ακολουθεί έναν άντρα που μόλις έχει γνωρίσει σε μια εχθρική, για εκείνη, χώρα όπου δεν έχει φίλους, ούτε σπίτι, και δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους αφού δεν γνωρίζει τη γλώσσα.

Έτσι ξεκινά η μοναδική αφήγηση μιας οικογένειας μεταναστών, που εκτείνεται σε τέσσερις γενιές και οκτώ δεκαετίες. Μέσα από τους απέλπιδους αγώνες και τους σκληρά κερδισμένους θριάμβους, τα μέλη της παραμένουν βαθιά συνδεδεμένα καθώς αντιμετωπίζουν ζητήματα πίστης, ταυτότητας και διαρκούς επιβίωσης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο τίτλος του βιβλίου ‘Πατσίνκο’ είναι δανεισμένος από ένα τυχερό ιαπωνικό παιχνίδι τύπου φλίπερ, όπου ο παίκτης από το ταμπλώ του παιχνιδιού πρέπει να επιλέξει το μηχάνημα που έχει στατιστικά μεγαλύτερες ελπίδες να του αποδώσει κέρδη. "Όπως δηλαδή και στη ζωή, μόνο που το πατσίνκο είναι ένα παιχνίδι ενώ η ζωή όχι", όπως αναφέρεται και στο μυθιστόρημα.

Στις σημειώσεις του βιβλίου η συγγραφέας αναφέρει ότι η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε το 1989, όταν τριτοετής στο πανεπιστήμιο άκουσε από έναν ιεραπόστολο την ιστορία ενός νεαρού Κορεάτη που αυτοκτόνησε επειδή δεν άντεξε τον εκφοβισμό που υπέστη λόγω της καταγωγής του. Την ιστορία αυτή, όπως ομολογεί η ίδια, την "κουβαλούσε σχεδόν τριάντα χρόνια", συνθέτοντας πολλές αφηγήσεις και προσχέδια μυθιστορήματος που δεν δημοσιεύτηκαν ποτέ, μέχρι που υπέβαλε μια μυθοπλαστική αφήγηση της ιστορίας που άκουσε στο κολέγιο, και πήρε υποτροφία από το New York Foundation for the Arts για να ερευνήσει τη ζωή των Κορεατών που μετανάστευσαν στην Ιαπωνία. Άλλωστε, η ίδια έχει γεννηθεί στη Νότια Κορέα και μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν ήταν επτά ετών.

Πρόκειται για ένα έπος που ξεκινάει στη Νότια Κορέα το 1932 και ολοκληρώνεται στην Ιαπωνία το 1989. Με φόντο τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από την πλευρά της Κορέας και της Ιαπωνίας, και τον χωρισμό της Κορέας σε Βόρεια και Νότια, παρακολουθούμε τη ζωή τριών γενεών Κορεατών που ζουν στην Ιαπωνία. Μέσα από τις περιπέτειες και τα βιώματά τους θίγονται θέματα διαχρονικά, όπως ο έρωτας, ο πόλεμος, η φτώχεια, η εκμετάλλευση, το δίκαιο και το άδικο,  οι ρόλοι του άντρα και της γυναίκας, η σεξουαλικότητα και η ομοφυλοφιλία, η δύναμη της τύχης και η επίδραση της μόρφωσης στον χαρακτήρα του ανθρώπου. Κυρίως όμως απεικονίζονται οι φυλετικές διακρίσεις, οι ρατσιστικές αντιλήψεις, οι αυθαίρετες γενικεύσεις και τα στερεότυπα, με έμφαση στη δύσκολη θέση της γυναίκας, όπως σκιαγραφείται από την ιστορία της βασικής ηρωίδας, της Σάντσα, που την  παρακολουθούμε από τη γέννησή της μέχρι που αποχτάει τα δικά της εγγόνια: «η ζωή μιας γυναίκας είναι ατελείωτη δουλειά και βάσανα. Τα βάσανα δεν σταματάνε».

Ούτε όμως και η ζωή των αντρών είναι εύκολη, αφού είναι αυτοί που πρέπει να εξασφαλίσουν στέγη και φαγητό και γενικά να συντηρήσουν την οικογένειά τους και να μορφώσουν τα παιδιά τους. Όταν μάλιστα οι ρόλοι αντιστρέφονται και είναι η γυναίκα είναι εκείνη που καταφέρνει να γεμίσει το τραπέζι, τότε είναι μεγάλη προσβολή για τον ανδρισμό τους. «Τι είδους άντρας αφήνει τη γυναίκα του να δουλέψει σε εστιατόριο;... Ποιο ήταν το χειρότερο – η γυναίκα του να δουλεύει για τοκογλύφους ή να τους χρωστάει εκείνος λεφτά; Για έναν Κορεάτη, οι επιλογές ήταν πάντα σκατά».

Η συγγραφέας, μέσα από τα μάτια απλών ανθρώπων χωρίς πατρίδα και έναν άγνωστο για μας κόσμο, μεταφέρει εξαιρετικά την ατμόσφαιρα των περιοχών που περιγράφει, τα ιαπωνικά ήθη και έθιμα, τις προσφωνήσεις που ανταλλάσσουν, τις αξίες που πρεσβεύουν. Ο αναγνώστης μυρίζει την αλμύρα της θάλασσας και τα ψάρια από την ψαραγορά, βλέπει το χωμάτινο δάπεδο με τις ψάθες όπου κοιμούνται εναλλάξ οι νοικάρηδες, γεύεται το φημισμένο κίσμπι, το γεμάτο σκόρδο, και νιώθει μαζί με τους Κορεάτες μετανάστες στην Ιαπωνία τη νοσταλγία τους για την πατρίδα: «Η ζωή είναι σκατά, αλλά όχι πάντα... Εκτός από την καθημερινότητα, υπήρξαν στιγμές ακτινοβόλας ομορφιάς και μια κάποια λαμπρότητα».

Αυτοί που εύκολα επιβιώνουν είναι αυτοί που δεν νοιάζονται για πατρίδες και ιδεώδη, αλλά μόνο για τον εαυτό τους. είναι οι "γιακούζα", οι γκάνγκστερ, που όσο σκληροί κι αν είναι με τους άλλους, τόσο δοτικοί μπορούν να γίνουν με τους δικούς τους ανθρώπους. «Εγώ δεν είμαι καλός Κορεάτης και δεν είμαι καλός Γιαπωνέζος. Είμαι καλός στο να βγάζω λεφτά. Αυτή η χώρα θα κατέρρεε αν όλοι πίστευαν βλακείες για σαμουράι και τα λοιπά... Έχε υπόψη σου το εξής: αυτοί οι κομμουνιστές δεν νοιάζονται για σένα. Δεν νοιάζονται για κανέναν. Είσαι τρελός αν πιστεύεις ότι νοιάζονται για την Κορέα... Άνθρωποι σαν κι εμάς δεν έχουν πατρίδα». 

Αναλυτική παρουσίαση της υπόθεσης του μυθιστορήματος και κριτική βλ.  εδώ https://passepartoutreading.gr/2019/01/20/patsinko/ και εδώ https://diastixo.gr/kritikes/xenipezografia/12535-patsinko

JACK FAIRWEATHER (2020), Ο ΕΘΕΛΟΝΤΗΣ Η αληθινή ιστορία του ήρωα της αντίστασης που διείσδυσε στο Άουσβιτς, Μετάφραση Θεοδώρα Δαρβίρη, Αθήνα: Gutenberg / Ιστοσρία

Αυτή είναι η αληθινή ιστορία ενός αφανή ήρωα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, του Βίτολντ Πιλέτσκι. Ενός γενναίου αξιωματικού του πολωνικού στρατού και μέλους της αντίστασης της Βαρσοβίας, ο οποίος το φθινόπωρο του 1940 και ενώ οι Ναζί έχουν καταλάβει την Πολωνία διεισδύει εθελοντικά στο Άουσβιτς, συγκροτεί αντιστασιακό πυρήνα και συντάσσει αναφορές για τις ναζιστικές φρικαλεότητες. Επί τρία χρόνια περίπου βιώνει τον εφιάλτη και βλέπει το στρατόπεδο συγκέντρωσης να μετατρέπεται σε εργοστάσιο θανάτου. Κι όμως, όταν τελειώνει ο πόλεμος και οι Σοβιετικοί γίνονται οι νέοι κύριοι της αγαπημένης του πατρίδας, καταδικάζεται για εσχάτη προδοσία και εκτελείται έπειτα από μια παρωδία δίκης.

Οι ηρωικές του προσπάθειες να ενημερώσει τις συμμαχικές δυνάμεις για την κόλαση του Άουσβιτς και να τις πιέσει να αντιδράσουν αποκαλύφθηκαν δεκαετίες αργότερα, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και το άνοιγμα των πολωνικών κρατικών αρχείων. Ο Βίτολντ Πιλέτσκι έφυγε από τη ζωή νομίζοντας πως είχε αποτύχει. Η φωνή του, καθαρή και αισιόδοξη στην αρχή, στο τέλος έγινε ψίθυρος, έσβησε εξαντλημένη και απογοητευμένη. Κι όμως, η συνεισφορά του στην αποκάλυψη της αλήθειας για το τέρας του ναζισμού θεωρείται πλέον ανυπολόγιστη. [Οπισθόφυλλο βιβλίου]





Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δημήτρης Χριστόπουλος (2020), Τζίντιλι, Αθήνα: Εκδόσεις Το Ροδακιό

περιπέτειες ανθρώπων που βίωσαν μια απρόσμενη οικολογική καταστροφή και αποφάσισαν να δραπετεύσουν, να χτίσουν από την αρχή τη ζωή τους    τα Σόθιψα το χωριό τους, είναι το φανταστικό σκηνικό με τις απροσδιόριστες συντεταγμένες, ο τόπος απ' όπου ξεκίνησε το τέλος του κόσμου όπως τον ξέρουμε, με τις ακλόνητες βεβαιότητές του     δεκατέσσερις φωνές ηχούν και προλέγουν     μαζί τους οι Τζίντες -οι φανταντικές νεράιδες των βουνών- ανοίγουν το πηγάδι του Κάτω Κόσμου       και το Τζίντιλι, ο "ανεμοστρόβιλος" στα βλάχικα, συμπυκνώνει το φόβο για το ζοφερό μέλλον αλλά και το αισιόδοξο όραμα της στροφής προς μια οικο-κοινωνική διέξοδο      ο άνεμος της Ιστορίας φορτωμένος μνήμες, παραδόσεις, αλλά και ζωές και σχέσεις [οπισθόφυλλο βιβλίου]

ΤΖΙΝΤΙΛΙ
για τον άνεμο που φέρνει τη ζωή και τον θάνατο, 
για τις ανεμονεράιδες του Πόθου,
για τη δίνη του πολέμου και της αδελφοσφαγής, 
για τον ίλιγγο της ανάπτυξης, 
για τη χίμαιρα ενός επί γης παραδείσου, 
για τον ανεμοστρόβιλο των ψυχών που χαθήκαν,
για την ψευδαίσθηση και τη διάψευση,
για το τίποτα που πολεμήσαμε,
για τη χιονοθύελλα της οικολογικής καταστροφής,
για την τέφρα και το χαλασμένο νερό,
για τον χαλασμό του κόσμου που ξέραμε,
για τη φούσκα που όλους μας εμπεριέχει,
για το χάραμα που μας απογειώνει,
                     για "όσα παίρνει ο άνεμος".....