Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΕΡ (2011), Η ΑΛΕΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, Μετάφραση Κώστας Κοσμάς, Αθήνα: Καστανιώτης

Ρουμανία, τέλη της δεκαετίας του '80: Η Αντίνα είναι μια μελαγχολική αλλά αποφασιστική δασκάλα, η Κλάρα μια ωραία, ξέγνοιαστη εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο συρμάτων, και οι δυο τους κάτι περισσότερο από στενές φίλες. Τυχαίνει όμως να ζουν σε μια από τις σκληρότερες δικτατορίες της Ευρώπης, όπου η φιλία μετατρέπεται σε εργαλείο της Σεκουριτάτε, ο έρωτας αποτελεί συνώνυμο του άγχους και οι καλύτεροι αναγνώστες της ποίησης τελικά είναι οι πράκτορες του Τσαουσέσκου, που ψάχνουν ανάμεσα στις γραμμές για απαγορευμένα μηνύματα. Κάτι όμως συνδέει τους συνταξιούχους που προσπαθούν να ξεχάσουν την πείνα τους, τους γιατρούς που μιλούν για αυτοκτονίες ασθενών τους και τους πράκτορες της Σεκουριτάτε στις μικροαποτυχίες τους: η φράση "δε βαριέσαι" συνοψίζει τον φόβο, την κρυφή απειλή και την παραίτηση, και πλαισιώνει ολόκληρο το μυθιστόρημα, από το μότο της αρχής μέχρι το καταληκτικό του κεφάλαιο. Κι όταν το καθεστώς θα καταρρεύσει, κάποιοι από τους φίλους θα παραμείνουν εξαφανισμένοι, ο διευθυντής θα γίνει αρχιεργάτης και ο αρχιεργάτης διευθυντής, φυσικός υπεύθυνος για την αλλαγή και τον εκδημοκρατισμό: η αλεπού θα παραμείνει ο κυνηγός... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δε βαριέσαι, δε βαριέσαι, 
σκέφτηκα, δε βαριέσαι [το αρχικό μότο που επαναλαμβάνεται από όλους τους ήρωες του βιβλίου]
Ό,τι γυαλίζει βλέπει κιόλας
"Η μπούκλα στο μέτωπο γυαλίζει. Βλέπει τη χώρα κάθε μέρα. Το κάδρο του δικτάτορα κάθε μέρα στην εφημερίδα είναι τόσο μεγάλο όσο και το μισό τραπέζι. Κάτω από την μπούκλα στο μέτωπο, το πρόσωπο είναι σαν δυο χέρια όταν η Αντίνα τα κρατάει με την ανάστροφη το ένα δίπλα στο άλλο και κοιτάζει το κενό, ξανακαταπίνοντας την ίδια της την ανάσα.
Το μαύρο στο μάτι του δικτάτορα είναι όπως το νύχι στον αντίχειρα όταν ο αντίχειρας λυγίζει χωρίς να θέλει να πιάσει κάτι. Το μαύρο στο μάτι βλέπει κάθε μέρα τη χώρα από την εφημερίδα".
Το μέσα του ουρανού ... μια κακοφορμισμένη ποδάγρα
"Όποιος γνωρίζει το ποτάμι έχει δει το μέσα του ουρανού, λένε οι ψαράδες. Όταν σκοτεινιάζει η πόλη, το ρολόι στο καμπαναριό δεν μπορεί να μετρήσει την ώρα. Η πλάκα του ρολογιού ασπρίζει, μια λάμψη ξεκολλάει και πέφτει στο πάρκο. Τότε τα λεπτά πριονωτά φύλλα της ακακίας μοιάζουν με λοφία. Οι δείκτες πηδούν, το βράδυ δεν τους πιστεύει. Η λευκή λάμψη δεν διαρκεί για πολύ.
Όση ώρα διαρκεί η λευκή λάμψη, οι ψαράδες ξαπλώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον, μπρούμυτα. Κοιτάζουν τον ποταμό. Ο ποταμός δείχνει σε΄όποιον γνωρίζει, για όση ώρα κρατάει η λευκή λάμψη, λένε οι ψαράδες, μια κακοφορμισμένη ποδάγρα. Αυτό είναι το μέσα του ουρανού. Η ποδάγρα βρίσκεται στη μέση του νερού, όχι στον πάτο. Έχει τόσα πολλά φορέματα, που φτάνουν από τη μία γέφυρα ως την άλλη. Είναι τα φορέματα των πνιγμένων. λένε οι ψαράδες".
Ο φόβος μελίγκρα
"Όταν κάθεσαι πολλή ώρα στο καφέ, ο φόβος στρογγυλοκάθεται και περιμένει. Κι αν αύριο ξανάρθεις, εκείνος βρίσκεται ήδη εκεί που πας να καθίσεις. Είναι μελίγκρα στο κεφάλι, δεν φεύγει. Αν μείνεις πολλή ώρα, κάθεται εκεί και κάνει την ψόφια".
Η τριχιά του αυτόχειρα και το σφαγείο
"Ο άντρας που μύριζε χορτάρι άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του κρεμασμένου και είπε, κρίμα την τριχιά. Δεν την έκοψε, μόνο χαλάρωσε λίγο τη θηλιά, και ο σιδηρουργός έπεσε κάτω. Η πέτσινη ποδιά του λύγισε καθώς έπεσε. Ο κρεμασμένος δεν λύγισε, χτύπησε με τον ώμο στο πάτωμα, το κεφάλι του έμεινε αλύγιστο. Ο άντρας που μύριζε χορτάρι έλυσε τον κόμπο, έπιασε την τριχιά με τον αντίχειρα και τον δείκτη και την τύλιξε ανάμεσα στην παλάμη και στον αγκώνα. Την έδεσε κόμπο με το κομμάτι που περίσσεψε, την τριχιά θα τη χρειαστούμε στο σφαγείο, είπε".

Οι μυρμηγκιές των παιδιών & το παιχνίδι της πείνας
"Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται το άρπαγμα, το σκούντηγμα, και η κλωτσιά, το ζούληγμα και το ζόρισμα, το μίσος όταν σπρώχνονται κι έρχονται στα χέρια. Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται ο άτολμος έρωτας που το βάζει στα πόδια, η πονηριά των μητέρων και των πατεράδων, των συγγενών και των γειτόνων και των ξένων".
"Εκεί τα παιδιά ξεριζώνουν τα χορταράκια και τα ρουφάνε, έτσι, για παιχνίδι. Και το παιχνίδι είναι η πείνα. Τα πνευμόνια τους αναπτύσσονται αργά, το γάλα από τα χορτάρια ταΐζει τα βρώμικα δάχτυλα, τις μυρμηγκιές. Τα πρώτα τους δόντια όχι, αυτά τα χάνουν. Δεν κουνιούνται για πολύ, πέφτουν στα χέρια τους καθώς μιλούν. Τα παιδιά πετάνε, σήμερα ένα, αύριο ένα, πίσω από την πλάτη τους, στα χόρτα. Όσο τα δόντια είναι στον αέρα, τα παιδιά φωνάζουν:\
Ποντικέ, ποντικέ, φέρε μου καινούργιο δόντι,
να σου δώσω το παλιό.
Μόλις το δόντι χαθεί στο αβέβαιο σημείο μες στα χορτάρια, τότε μόνο κοιτάζουν πίσω τους και αυτό το λένε παιδική ηλικία. 
Ο ποντικός παίρνει το δοντάκι και βάζει άσπρα πλακάκια στους διαδρόμους κάτω από την πολυκατοικία. Καινούργια δόντια δεν φέρνει".
Τα μανταλάκια της ...ανταλλακτικής κοινωνίας
"Οι λεύκες κιτρινίζουν εξαιτίας του εργοστασίου, εκεί όπου οι γυναίκες φτιάχνουν κόκκινα γιογιο και πράσινα μανταλάκια. Οι γυναίκες αδυνατίζουν και βήχουν, και οι λεύκες κιτρινίζουν. Οι γυναίκες του εργοστασίου φοράνε χοντρά εσώρουχα, και το καλοκαίρι με μπατζάκια μέχρι τα γόνατα και λάστιχα. Κρύβουν κάθε μέρα τόσα μανταλάκια στα εσώρουχά τους, μέχρι που τα πόδια τους και οι κοιλιές τους έχουν παραγεμίσει τόσο, ώστε τα μανταλάκια να μην χτυπούν αναμεταξύ τους καθώς περπατούν. Και στο κέντρο, στην Πλατεία της Όπερας, τα παιδιά των γυναικών κουβαλούν τα μανταλάκια στους ώμους τους, πιασμένα σε σκοινιά, τα ανταλλάσσουν με κάλτσες, τσιγάρα ή σαπούνια. Τον χειμώνα οι γυναίκες κρύβουν στα εσώρουχά τους και γιογιό γεμάτα με μανταλάκια. Κάτω από τα παλτά τους δεν φαίνονται".
Οι χνουδωτές μπάλες από τα γαϊδουράγκαθα είναι για τα μαξιλάρια των νεκρών
"Εκεί που στο νερό πλέουν μαξιλαράκια από το χνούδι που βγάζουν τα φυτά. Εκεί που οι άνθρωποι μετρούν αυτά τα μαξιλαράκια και ξέρουν ότι ο Δούναβης, για κάθε έναν που σκοτώνεται, έχει στα κύματά του για τρεις μέρες κι από ένα μαξιλαράκι, και για τρεις μέρες μια λάμψη στα κύματα, σαν πολλά κεριά μαζί. Οι άνθρωποι στον νότο ξέρουν τον αριθμό των νεκρών. Τα ονόματα των νεκρών και τα πρόσωπά τους δεν τα ξέρουν".
Οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές είναι ψηλές, λέει ο οδηγός, αυτό είναι καλό, αν κάθεσαι ψηλά, δεν βλέπεις τους νεκρούς μέσα στα στάχυα.
Η περίοδος του καρπουζιού και οι εφημερίδες
"Όταν οι γυναίκες φορούν βαμβάκι ανάμεσα στους μηρούς τους, έχουν στην κοιλιά τους το αίμα του καρπουζιού. Κάθε μήνα, η περίοδος των καρπουζιών και το βάρος των καρπουζιών είναι που πονάει. 
Με το αίμα του καρπουζιού κάθε γυναίκα μπορεί να τυλίξει όποιον άντρα θέλει, λέει η Κλάρα. Στο εργοστάσιο συρμάτων οι γυναίκες λένε η μία στην άλλη πώς ανακατεύουν το αίμα του καρπουζιού στην ντοματόσουπα των αντρών, αργά το απόγευμα, μία φορά το μήνα."
"Πάνω από το καζανάκι είναι ένας μικρός φεγγίτης χωρίς τζάμι, σκεπασμένος μόνο με ιστούς αράχνης. Στον ιστό δεν κάθονται ποτέ αράχνες, τις διώχνει το καζανάκι. Μονάχα μια αχτίδα φως πηγαίνει και κάθεται κάθε μέρα στον τοίχο και τις κοιτάζει όλες να τρίβουν το χαρτί της εφημερίδας στα χέρια τους, μέχρι τα γράμματα να ξεθωριάσουν και τα δάχτυλα να βάψουν, Το τριμμένο χαρτί της εφημερίδας δεν γδέρνει τα σκέλια".
"Η καθαρίστρια επιτρέπεται να κόβει μόνο τις τελευταίες σελίδες της εφημερίδας, τα ρεπορτάζ, τα αθλητικά και το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Τις πρώτες σελίδες πρέπει να τις δίνει στον διευθυντή, μπαίνουν στη συλλογή του γραμματέα του κόμματος."
Απαγορεύονται οι γάμοι
"Η γαμήλια πομπή είναι μικρή. Ακολουθεί πίσω από το τρακτέρ και πίσω από τους μουσικούς. Στον πρώτο δρόμο πίσω από το ανάχωμα του σταδίου είναι η Εστία της Νεολαίας, εκεί είναι το δημαρχείο. Κατά μήκος της γαμήλιας πομπής περπατούν έξι αστυνομικοί. Δεν τους έχει καλέσει κανείς, ήρθαν από μόνοι τους, οι γάμοι απαγορεύονται, είπαν, επειδή απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις",
Τα καινούργια ρούχα του δικτάτορα
"Ο δικτάτορας φοράει κάθε μέρα καίνούργια εσώρουχα, είπε η κόρη της υπηρέτριας. Καινούργιο κοστούμι, καινούργιο πουκάμισο, καινούργια γραβάτα, καινούργιες κάλτσες, καινούργια παπούτσια. Όλα σφραγισμένα σε διαφανείς σάκους, είχε πει η γυναίκα του αξιωματικού από την πρωτεύουσα, μην τυχόν και τα δηλητηριάσει κανείς. Και τον χειμώνα, κάθε πρωί, καινούργιο κασκόλ, καινούργιος γούνινος σκούφος ή καπέλο. Λες και όλα όσα είχε φορέσει την προηγούμενη είχαν ξαφνικά μικρύνει, επειδή μέσα στην ησυχία της νύχτας η εξουσία μεγαλώνει",

Κυνηγώντας τη μνήμη και το μελάνι

Η Αντίνα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι μια νέα καθηγήτρια που ζει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Με οξυμμένη ευαισθησία, παρακολουθεί τη ζωή, τη δική της και του περίγυρου, να απειλείται, ενόσω περιμένει τα γράμματα του αγαπημένου της Ίλιε. Ο Ίλιε βρίσκεται στον Νότο, φοράει στρατιωτική στολή και πολεμάει κατά του καθεστώτος. Βρισκόμαστε στο έτος 1989.

Στην άλλη πλευρά του Δούναβη, ο θάνατος δεν μυρίζει μπαρούτι αλλά σναπς. Εκεί ζουν όσοι πίνουν από το πρωί, κάνουν κεφάλι για να ξεχάσουν τους πυροβολισμούς, καλλιεργούν τα χωράφια τους και μουρμουρίζουν άψυχα «δε βαριέσαι». Ο ολοκληρωτισμός έχει θερίσει και θερίζει ακόμα στο διάβα του, ο φόβος διαφεντεύει και παραλύει.

Στο μεταξύ, η μυστική αστυνομία, η Σεκουριτάτε, εκτελεί σε όλη τη χώρα χρέη «υπηρεσίας δωματίου» και «καθαρίζει». Οι πράκτορες, σε κάθε τους επίσκεψη, αφήνουν σαδιστικά σημάδια. Η Αντίνα παρατηρεί πως η γούνα της αλεπούς στο πάτωμα του σπιτιού της κάθε φορά συρρικνώνεται. Αφαιρούν κι από ένα της κομμάτι. Όσο η γούνα της αλεπούς μικραίνει, τόσο η «μπούκλα του δικτάτορα» μακραίνει, κατακλύζοντας προπαγανδιστικά την οθόνη και κοσμώντας υποχωρητικά όλο και περισσότερες κορνίζες.

Σε αυτό το αλληγορικό, συμβολικό πλαίσιο κινείται το μυθιστόρημα της Γερμανίδας, ρουμανικής καταγωγής, Χέρτα Μύλερ (γεν. 1953). Τα μέρη, ως δείκτες συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων –π.χ. η αιματηρή μαζική διαδήλωση στην Τιμοσοάρα–, δεν κατονομάζονται, παραμένουν κεκαλυμμένα μες στην ποιητική αχλή. Η συγγραφέας εισάγει στο βιβλίο πολλά στοιχεία της ζωής της, βιογραφικές πληροφορίες που ενσωματώνει με μυθοπλαστική μαεστρία στην υπαινικτική της πρόζα.

Γνωρίζουμε πως η Χέρτα Μύλερ βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος Τσαουσέσκου εφόσον ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα Ες Ες. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η μητέρα της, μία από τις πολλές Γερμανορουμάνες που απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1945, είχε περάσει πέντε χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Όπως έγραψε η συγγραφέας στο δοκίμιό της Sich und tötet το 2003, το καθεστώς Τσαουσέσκου την είχε μετατρέψει για χρόνια σε «αντικείμενο ανθρωποκυνηγητού». Κι όπως εξομολογήθηκε το 2009, στο δοκίμιό της Die Securitate ist noch im Dienst, το περιστατικό με την αλεπού ήταν αληθινό, αποτελούσε μέθοδο εκβιασμού της Σεκουριτάτε.

Στον αντίποδα της Αντίνα, η καρδιακή της φίλη Κλάρα, που επιλέγει να ζήσει εντός γραμμής. Αυτή η όμορφη νεαρή, εργάτρια σε εργοστάσιο συρμάτων, πέφτοντας στην ερωτική παγίδα θα συνάψει σχέση με τον παντρεμένο δικηγόρο Πάβελ, που πρώτα την αφήνει έγκυο κι έπειτα μεσολαβεί για την έκτρωση (οι εκτρώσεις είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς). Ο Πάβελ είναι όργανο, ανακριτής, υπαίτιος για τον θάνατο συμπατριωτών της. Τότε η Αντίνα ξεσπά με οργή, για εκείνην η Κλάρα είναι μια ξένη, δεν υπάρχει επιστροφή.

Με την κατακρεούργηση της φιλίας των γυναικών –δεν θα μπορούσαν ποτέ, και να το ήθελαν ακόμη, να ζήσουν στην ίδια γη–, κορυφώνεται η τραγική μοίρα των κατατρεγμένων, η μοίρα να μην ανήκουν πουθενά, ούτε καν ο ένας στον άλλο.

Στο βιβλίο Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός, που μετέφρασε ωραία από τα γερμανικά ο Κώστας Κοσμάς, απεικονίζεται η κλειστοφοβική ιστορία μιας κοινωνίας που υπόκειται στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, καταστρέφεται, εξαχρειώνεται, σωπαίνει, υποφέρει από τα τραύματά της. Αποτυπώνεται όμως και η ανατροπή, ο τρόπος που η αλεπού από θήραμα γίνεται, ή μπορεί τελικά να γίνει, ο κυνηγός.

Η αφήγηση της Μύλερ είναι γραμμική, περιγράφει όμως τα συμβάντα θραυσματικά, υπονομεύοντας την ενότητα της πλοκής. Στην ιστορία της φιλίας που διακόπτεται, όπως τη χώρα διαιρεί στα δύο ο Δούναβης, παρεμβάλλονται σκηνές από τη ρουμανική ζωή της επαρχίας και της πόλης, αναμειγνύονται οι μυρωδιές των καρπών με των πτωμάτων, παράλληλα παρεισδύει μια ανάκριση, παρεισφρέουν συνομιλίες ή παραληρήματα δευτερευόντων ηρώων.

Όλα αυτά μάλλον περιπλέκουν την υπόθεση. Ίσως γιατί η Χέρτα Μύλερ δεν θέλει να διηγηθεί μία και μόνο ιστορία, όσο την αδυναμία να ειπωθεί μια ιστορία ολόκληρη σε εποχή δικτατορίας. Οι ιστορίες είναι αρκετές και μισοειπωμένες και συνδέονται μεταξύ τους κλιμακωτά. Οπότε το στοίχημα δεν φαίνεται να είναι η αφηγηματική δεινότητα, όσο ο γλωσσικός χειρισμός: η Μύλερ κατασκευάζει αριστοτεχνικές ποιητικές εικόνες, αναπαριστά αισθήσεις (κυρίως τον φόβο), επαναλαμβάνει στον αναγνώστη ξανά και ξανά πως τα νοήματα εγκαταβιώνουν στα διάστιχα.

Άλλωστε η Χέρτα Μύλερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ γιατί, «με την ποιητική της προσήλωση και την ακρίβεια της πρόζας της, αναπαριστά τη γη των στερημένων».

Στον ποιητικό της καμβά, οι στερημένοι πατρίδα είναι σχεδόν διάτρητοι, διάφανοι, αέρινοι. Αν δεν συγκινούν με τη σαρκική τους στιβαρότητα και δεν πείθουν αντιστοίχως για το ψυχικό τους σθένος, επιβραβεύουν την ανάγνωση με την ενορατική τους, αβαρή, δύναμη.

Η Γερμανίδα συγγραφέας είναι η δωδέκατη γυναίκα που τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ, μετά τη Σουηδή Salma Lagerlöf (1909). Βραβεύεται μάλιστα το 2009, την επέτειο των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Μετέωροι ταξιδιώτες και Άγγελος της πείνας.

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7-6-2011)
Αντλήθηκε από εδώ


 

Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ROBERT - PENN WARREN (2020), ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ, Μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου, Αθήνα: Πόλις



 Νέος, οραματιστής και φιλόδοξος, ο Γουίλι Σταρκ ξεκινά την πολιτική του σταδιοδρομία αποφασισμένος να πάρει εκδίκηση για την ταπεινή του καταγωγή, να ταχθεί στην υπηρεσία του λαού, των απόκληρων και των αδικημένων, να αγωνιστεί για μια άλλη, προοδευτική Αμερική.

Τώρα πια είναι ο πανίσχυρος κυβερνήτης μιας Πολιτείας του αμερικανικού Νότου. Πεπεισμένος ότι τα αγνά ιδανικά ελάχιστη σχέση έχουν με τη σκληρή πραγματικότητα, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι, αν θέλει να παραμείνει πιστός στους στόχους του και ταυτόχρονα να διατηρηθεί στην εξουσία, δεν πρέπει να φοβάται αλλά, αντιθέτως, να εκμεταλλεύεται τη διαφθορά που επικρατεί στις ανθρώπινες σχέσεις, και να επιδίδεται με κυνισμό στον κατάλληλο χειρισμό ανθρώπων και καταστάσεων.

Όταν ο αριστοκρατικής καταγωγής δικαστής Μόνταγκιου Ίρβιν, που έχει τη φήμη του αδιάφθορου, στέκεται απέναντί του, ο Σταρκ καλεί σε βοήθεια τον σύμβουλό του Τζακ Μπέρντεν, στον οποίο αναθέτει να ξεψαχνίσει το παρελθόν του δικαστή: είναι βέβαιος ότι και εκείνος έχει θαμμένους σκελετούς στην ντουλάπα του. Ο Τζακ είναι ο άλλος κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματος. Πρώην δημοσιογράφος, με ιστορικές σπουδές, άνθρωπος ιδιαίτερα καλλιεργημένος, παρατηρεί τα πάντα ως αφηγητής και αυτόπτης μάρτυρας, παραμένοντας διαρκώς αποστασιοποιημένος. Έχει επίγνωση τόσο της αξίας του καλού όσο και της κυριαρχίας του κακού. Διχάζεται ανάμεσα στον θαυμασμό και την απέχθειά του για το πρόσωπο του Σταρκ, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του πως δεν θα καταφέρει να μείνει αμέτοχος ως το τέλος και πως η Ιστορία θα τον αδράξει.

Το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά είναι ένα πολιτικό μυθιστόρημα, φιλοσοφικών και ηθικών αναζητήσεων, που αναδεικνύει το βάθος του στοχασμού και το εύρος της καλλιέργειας του συγγραφέα του, ένα έργο που εντυπωσιάζει με τη λεπτοδουλεμένη γλώσσα και με το ύφος του, συχνά λυρικό, ενίοτε απλό και λιτό, πάντα όμως νευρώδες και πλημμυρισμένο από εικόνες.

Εξαίρετη, υποβλητική ελεγεία για την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά συγκαταλέγεται στα μεγάλα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. [οπισθόφυλλο βιβλίου]

"Γραμμένο με άφθαστο λυρισμό και δραματική ένταση, το πολιτικό αυτό μυθιστόρημα, περιστρέφεται γύρω από τη διεφθαρμένη φύση της εξουσίας και το ζήτημα της ευθύνης που αναλαμβάνουν τα άτομα για τις ενέργειές τους, ενώ ταυτόχρονα είναι και μια ηθογραφία της αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’30.  


Ο άνθρωπος συλλαμβάνεται μέσα στην αμαρτία, γεννιέται μέσα στη διαφθορά και περνάει από την μπόχα της πάνας στην αποφορά του σάβανου. Πάντα κάτι υπάρχει.’

Ο Τζακ, ο αφηγητής – και, ίσως, ο βασικότερος χαρακτήρας –  περιφέρεται άσκοπα στη ζωή, δεν τελείωσε ποτέ τη διατριβή του στην ιστορία, δεν  παντρεύτηκε την πρώτη του αγάπη, την Άνν Στάντον, αντιμετωπίζει δε με απίστευτο κυνισμό τα πάντα  και κάνει ό,τι μπορεί για να παραμείνει ανεξάρτητος από τη ζωή και τους ανθρώπους. Ο ρόλος του είναι να χρησιμοποιεί τις ικανότητές και τις γνώσεις του ως ιστορικός για να βοηθήσει τον Γουίλι να εκβιάσει και να ελέγξει τους αντιπάλους του.  Η θεωρία του είναι πως ό,τι κάνει ο καθένας ελέγχεται από κάποια τυχαία ώθηση «στο αίμα.» Εάν αυτό ισχύει, τότε κανείς δεν έχει καμία ευθύνη για τυχόν συνέπειες που μπορεί να έχουν οι ενέργειές του. Έτσι προστατεύεται από την ευθύνη για όσα έχει κάνει στο παρελθόν και για όσα θα κάνει στο μέλλον. 

Η δουλειά του λοιπόν είναι να ανακαλύπτει κάποιο σκοτεινό μυστικό από το μακρινό παρελθόν του κάθε αντιπάλου, την Αχίλλειο πτέρνα του, για να το χρησιμοποιήσει ο Γουίλι σαν μοχλό πίεσης  ώστε να πετύχει τους στόχους του. Από τις ιδιότυπες αυτές έρευνες δεν ξεφεύγει ‘διότι ίσως δεν γίνεται στ’ αλήθεια να φεύγεις απ’ όλα εκείνα που θέλεις σαν και τι να φύγεις’ ούτε ο ηλικιωμένος δικαστής Ίρβιν, μια πατρική φιγούρα της νιότης του Τζακ και οικογενειακός φίλος, ο οποίος με τον φόβο της αποκάλυψης του παρελθόντος του οδηγείται στην αυτοκτονία.

Τόσο ο  Γουίλι Σταρκ όσο και ο Τζακ Μπέρντεν είναι δαιδαλώδεις χαρακτήρες και παρουσιάζονται περίπλοκα. Και οι δύο ενεργούν με τρόπους που φαίνονται αντιφατικοί, αλλά αυτά τα φαινομενικά αντιφατικά κίνητρα έχουν ρίζες στο παρελθόν τους, στα πράγματα που έκαναν ή που τους συνέβησαν όταν ήταν νεότεροι. 

Η στάση του Τζακ, για παράδειγμα,  δείχνει να έχει σχέση με την αποχώρηση του πατέρα του σε νεαρή ηλικία, την προφανή έλλειψη της συναισθηματική κάλυψης από τη μητέρα του αλλά και την αποτυχημένη σχέση του με την Άνν Στάντον. Έτσι παρόλο που μπορεί να διερευνήσει μια υπόθεση σε βάθος, με ψυχρή ακρίβεια, είναι ανήμπορος να κατανοήσει τα κίνητρα των άλλων και τις συνέπειές τους, ως αποτέλεσμα της άρνησής του να σηκώσει το βάρος της ευθύνης.

Ανάμεσά τους κινείται ένας αριθμός δευτερευόντων χαρακτήρων που εξυπηρετούν την ιστορία και βοηθούν να αναδυθούν τα θέματα του βιβλίου. Η Ανν Στάντον, η πρώτη αγαπημένη του Τζακ και ο μόνος άνθρωπος που δείχνει να αντιδρά στον κυνισμό του. Ο αδελφός της Ανν, ο Άνταμ, ένας γιατρός αλτρουιστής και αφοσιωμένος στο λειτούργημά του που εκπροσωπεί τον  άκαμπτο ηθικό κώδικα του παλαιού Νότου. Η Λούσι Σταρκ, η ταπεινή και περιθωριοποιημένη σύζυγος του Γουίλι, η Σέιντι Μπερκ, η γραμματέας και ερωμένη του και αρκετοί ακόμη. " [απόσπασμα από τη βιβλιοκριτική στο passepartoutreading.gr Ολόκληρο το κείμενο εδώ

"Η διηνεκής αξία του Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο Γουίλι Σταρκ κατέλαβε μια θέση στη συλλογική λογοτεχνική μας συνείδηση, δίπλα στον Κάπτεν Άχαμπ, τον Χοκ Φιν, τον Τζέι Γκάτσμπυ, τον Χόλντεν Κόλφιλντ, τον "Λαγό" Άρμστρονγκ και μερικούς ακόμη". (Τζόυς Κάρολ Όουτς, The New York Review of Books)

"Αρχίζει ως κωμωδία της εξουσίας, δανείζεται τους τρόπους της ιστορικής τοιχογραφίας και καταλήγει ως τραγωδία. Η λαμπρότητα της γραφής είναι αντάξια του βάθους του στοχασμού. Αριστούργημα; Ναι". (Les Inrocks)

«Το καλογραμμένο μυθιστόρημα του R.P. Warren, που αναφέρεται στη δημοκρατία του Μεσοπολέμου, δεν παύει να είναι αντιπροσωπευτικό της γενικότερης πολιτικής σήψης και του αριβισμού που διακρίνει την πολιτική και την εξουσία. Η δημοκρατία γύρω από έναν «βασιλιά» δεν είναι ακριβώς δημοκρατική, ο «βασιλιάς» καταστρατηγεί τη νόμιμή του ισχύ, αφού κατευθύνει «μαριονέτες», όσο κι αν έχει ξεκινήσει από ιδεαλιστικές πρακτικές και συμπεριφορές, και το παρασκήνιο υπονομεύει την επιφάνεια, καθώς η διαπλοκή, ο εκβιασμός και η διαφθορά είναι πάντοτε παρόντα.

Η πολιτική, ωστόσο, παρόλο που είναι πανταχού παρούσα, συχνά παραμερίζει μπροστά στα ψυχολογικά διλήμματα και τις ευαισθησίες, κυρίως του αφηγητή. Ενώ κι ο ίδιος ξέρει ότι συμμετέχει με τις έρευνές του στους εκβιασμούς του αφεντικού του, προσπαθεί να τα έχει καλά με τη συνείδησή του και αναζητά στηρίγματα προς δύο κατευθύνσεις: Αφενός, δίνει ευκαιρίες στους ανθρώπους να αμυνθούν, όπως έκανε με τον Δικαστή Ίρβιν, μολονότι –σε ένα είδος αριστοτελικής περιπέτειας– οδήγησε στα αντίθετα αποτελέσματα και στην αποκάλυψη στοιχείων για τη δική του ζωή. Αφετέρου, με μνημονικές εξακτινώσεις, όπως με τον πρόγονό του, Κας Μάστερν, το αγνό ξεκίνημα του Γουίλι Σταρκ, την προδοσία του απ’ αυτόν όσον αφορά τη νεανική του αγάπη κ.λπ., επιχειρεί να αναδείξει τις εσωτερικές συγκρούσεις, τον διχασμό του –όσο θεωρεί ότι η ιστορία του Σταρκ είναι κομμάτι της δικής του ιστορίας– και σε κάποια κρίσιμη φάση τις αποστάσεις που παίρνει από το Αφεντικό.

Ο ίδιος ο Γουίλι Σταρκ αναδεικνύεται σε σημαίνουσα λογοτεχνική μορφή. Δεν είναι κακός, αφού κάνει πολλά με στόχο το κοινό καλό (χτίζει νοσοκομείο, επιβάλλει φορολογικά μέτρα κατά των πλούσιων, στηρίζει την πολιτειακή ομάδα μπέιζμπολ)· συνάμα όμως ως στυγνός πολιτικός και κυνικός στις αποφάσεις και τις πράξεις του παίζει το παιχνίδι των εκβιασμών, του πολιτικού τσαμπουκά και της αδίστακτης πυγμής. Έτσι, συμπαθής και αντιπαθής συνάμα, τίθεται στο κέντρο μιας σύγχρονης τραγωδίας, όπου η ύβρις συναντά την τίσιν, η αλαζονεία βρίσκει για όλους την τιμωρία της (όχι μόνο ο δικαστής Ίρβιν αυτοκτονεί, αλλά κι ο γιος του κυβερνήτη μένει παράλυτος, ενώ κι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής τιμωρείται κατάστηθα) κι ο αναγνώστης «δι’ ελέου και φόβου» φτάνει σε μια οδυνηρή κάθαρση.

Πολιτικό και ψυχολογικό, γραμμένο με δεξιότητα, αφηγηματική (λόγω της σοφής μίξης παρόντος και παρελθόντος όπως και της εξιστόρησης γεγονότων και σκέψεων), και τραγωδιακή με την εξαιρετική αυξομείωση της έντασης, το μυθιστόρημα προβληματίζει για τα όρια της δημοκρατίας αλλά και για τις αντοχές της ψυχής." [Απόσπασμα από την βιβλιοκριτική του Γιώργου Περαντωνάκη εδώ]



ULRICH ALEXANDER BOSCHWITZ (2019), Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Αθήνα: Κλειδάριθμος

 


Ένα λογοτεχνικό ντοκουμέντο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1939 και αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη σε μυθιστόρημα μαρτυρία για τη "Νύχτα των Κρυστάλλων". Θεωρούνταν χαμένο, μέχρι που το χειρόγραφο-θησαυρός βρέθηκε πρόσφατα στη Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη και ανασύρθηκε στο φως της δημοσιότητας.

«Για εμάς τους Εβραίους η ζωή απαγορεύεται», είπε ο Ζίλμπερμαν. «Τι θα κάνετε; Θα υπακούσετε στην απαγόρευση;»

Ο Ότο Ζίλμπερμαν, Εβραίος επιχειρηματίας και διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, χάνει το σπίτι και την επιχείρησή του εξαιτίας των πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1938. Μ' έναν χαρτοφύλακα γεμάτο χρήματα, που κατάφερε τελευταία στιγμή να διασώσει, προσπαθεί να περάσει παράνομα τα σύνορα, αλλά αποτυγχάνει και αναζητά καταφύγιο στα τρένα. Αρχίζει να ταξιδεύει ασταμάτητα, χωρίς προορισμό, περνώντας τις μέρες του σε βαγόνια, αποβάθρες, σταθμούς, εστιατόρια και αίθουσες αναμονής...

Οι συναντήσεις και οι γνωριμίες που κάνει στα κουπέ των τρένων είναι οι συγκλονιστικές στιγμές αυτής της ατέρμονης φυγής που, κάποια στιγμή, τερματίζεται απότομα. [οπισθόφυλλο βιβλίου]


"Το βιβλίο επικεντρώνεται στις περιπέτειες του γερμανοεβραίου επιχειρηματία Ότο Ζίλμπερμαν, ενός α-τυπικού άντρα της εποχής που είδε τη ζωή του να κατακρημνίζεται από το βάραθρό της με την έλευση του ναζισμού. Ο Ζίλμπερμαν, σεπτό μέλος της κοινωνίας, μαζί με την γυναίκα του, Έλφριντε, γνώρισε από κοντά τα περίεργα χρόνια του Βερολίνου κατά τη δεκαετία του ’30. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο μοντερνισμός, η ελευθεριότητα, αλλά και οι αντιπαλότητες που απονέκρωσαν τις πολιτικές δυνάμεις και άνοιξαν την πόρτα στον Χίτλερ, του ήταν απόλυτα γνωστές.

Παρά ταύτα, ίσως επειδή η προσωπικότητα και η θέση του στην κοινωνία δεν ενέπιπταν στην τυπική προπαγάνδα των ναζί κατά των Εβραίων, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει άρον άρον τη βολή του. Είναι προφανές πως δεν περίμενε ότι μέσα σε μια νύχτα θα γινόταν φυγάς. Έχασε το σπίτι του, την επιχείρησή του και υπό το φόβο να γίνει βορά στις άγριες διαθέσεις των ναζιστών αναγκάστηκε να βάλει σε μια βαλίτσα όσα χρήματα μπορούσε να διασώσει από την περιουσία του και να τραπεί σε άτακτη φυγή. Οι σελίδες του βιβλίου όπου βλέπουμε τον Ζίλμπερμαν να σέρνεται σαν φοβισμένη σκιά στους καπνισμένους δρόμους του Βερολίνου, είναι άκρως υποβλητικές. Δεν χωράει αμφιβολία: βρισκόμαστε ακριβώς στην πιο καθοριστική στιγμή. Ο Ζίλμπερμαν φεύγει από το σπίτι του σαν κυνηγημένος το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938. Είναι η νύχτα που έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». 

Ακόμη και σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση, όμως, ο Ζίλμπερμαν αποδεικνύεται εξόχως ευφάνταστος. Αντί για περιδεές ανθρωπάκι, ο Μπόσβιτς μάς τον εμφανίζει ευφάνταστο, διορατικό και με λάμψεις μαύρου χιούμορ. Ως άλλος καφκικός ήρωας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποξενωθεί εντελώς από την εβραϊκή ρίζα του, περικόπτει το όνομά του με το αποτέλεσμα, ωστόσο, να είναι επισφαλές. Από τρένο σε τρένο κι από πόλη σε πόλη, ο Ζίλμπερμαν βιώνει τη ζωή του ως πλάνης. Έρχεται σε επαφή με ένα ετερόκλιτο πλήθος ανθρώπων και τούτη η παράξενη συνάφεια δίνει την ευκαιρία στον Μπόσβιτς να ανοίξει την οπτική γωνία του μυθιστορήματος και να μας δώσει μια γενικότερη εικόνα της εποχής. 

Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν κυνικοί κερδοσκόποι (όπως ο πρώην συνεργάτης του Ζίλμπερμαν που εξελίχθηκε σε μέλος του ναζιστικού κόμματος), γραφειοκράτες που βαυκαλίζονταν ότι έκαναν απλώς το καθήκον τους, ξένοι επιχειρηματίες που είτε αγνοούσαν είτε δεν ήθελαν να δουν τους διωγμούς των Εβραίων, έως και αλτρουιστές κομμουνιστές που δεν δίσταζαν να σώσουν από τα νύχια των ναζιστών ακόμη και τους ταξικούς τους εχθρούς (όπως συνέβη στην περίπτωση του πρωταγωνιστή μας).

Ο Μπόσβιτς αποδεικνύεται μάστορας του ρυθμού. Ενόσω κορυφώνει την πλοκή, ανεβάζει βαθμιαία και την ένταση στον εσωτερικό κόσμο του Ζίλμπερμαν, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει ούτε καν το θόρυβο που κάνουν τα τρένα πάνω στις ράγες. Ακολουθώντας κινηματογραφικές τεχνικές, ο Μπόσβιτς μάς παραδίδει τον ήρωα εντελώς εξουθενωμένο και καταπτοημένο. Τριγύρω του και μέσα του η τανάλια του φόβου περισφίγγει. Οι τελευταίες σκηνές του βιβλίου μοιάζουν με ανηλεές κρεσέντο. Οι λέξεις πέφτουν σαν καταιγίδα, η μια εικόνα είναι πιο δυνατή από την προηγούμενη. Αυτό που διαβάζεις μοιάζει να βγαίνει από θρίλερ, από βιβλίο κατασκοπείας, από περιπετειώδες ανάγνωσμα ή από το πιο σκοτεινό κατάστιχο της Ιστορίας. Εντέλει: είναι σαν να αναδύονται όλοι οι φόβοι του ανθρώπου που υφίσταται τα επίχειρα κάπου πράγματος που τον ξεπερνάει. 

Ο Ταξιδιώτης επέχει τη θέση μαρτυρίας και ντοκουμέντου. Μιλάει με αυθεντικό τρόπο για τις διώξεις των Εβραίων κατά την περίοδο της ναζιστικής λαίλαπας, αλλά και την κατάρρευση της γερμανικής κουλτούρας. Ο Μπόσβιτς αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο αυτή τη σκιαμαχία του «μικρού» ανθρώπου με τις «μεγάλες» ιστορικές συνθήκες, με την τελική έκβαση να είναι πάντα κατά της μονάδας. Η Μαρία Αγγελίδου ακολουθεί κατά πόδας στη μετάφρασή της τη ρυθμική ένταση της γραφής του Μπόσβιτς, η οποία είναι κομβικής σημασίας για την πρόσληψη του μυθιστορήματος"

[Απόσπασμα από την βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου που αντλήθηκε από εδώ]


Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

Jean Bloch - Michel (2020), O ΜΑΡΤΥΡΑΣ, Μετάφραση - Επίμετρο Ευγενία Γραμματικοπούλου, Θεσσαλονίκη: Οκτάνα



 Σήμερα ξέρω πως το μοναδικό πάθος που με διακατείχε ήταν η αδυναμία μου να δράσω. Έχτισα τη ζωή μου πάνω στον φόβο και την άρνηση: αυτό με προφύλασσε από κάθε κίνδυνο. Ήμουν αποφασισμένος να υπερασπιστώ τη μοναχικότητά μου και να προσπαθήσω να κλείσω τα μάτια σε όλα όσα δεν ήθελα πια να βλέπω. Η περιφρόνηση που έδειχνα για οτιδήποτε ξέφευγε από το πεδίο της δουλειάς μου δεν ήταν αξεχώριστη από μια κάποια ζήλια για εκείνους που επιτύγχαναν εκεί όπου εγώ δεν τολμούσα να δοκιμαστώ. Όλη μου η συμπεριφορά δεν ήταν στην πραγματικότητα παρά μια εσκεμμένη πόζα. Ξέρω πολύ καλά ότι έτσι κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι. Εκείνο που με πείραζε πάνω απ' όλα ήταν η ευκολία με την οποία έκριναν τη ζωή μου, τη στιγμή που, για να είμαι ειλικρινής, εκτιμούσα ότι η δική μου ζωή ήταν πιο πολύτιμη από τη δική τους. Η μητέρα μου, οι μαθητές μου, ο Μισέλ, η Κλωντ, η Εριέττα. Σήμερα ξέρω ποιο είναι το έγκλημά μου.

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για έναν άνδρα που συντρίβεται από το βάρος της ίδιας του της ατολμίας.

Μια σαρωτική μαρτυρία για τους φιλήσυχους πολίτες, τους αιώνιους άπραγους θεατές και τα ανυποψίαστα θύματά τους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Ο Mάρτυρας κυκλοφόρησε το 1948 στη σειρά «Ελπίδα» της Gallimard που διηύθυνε ο Albert Camus, στενός φίλος, συνεργάτης και συναγωνιστής στην Αντίσταση του Jean Bloch-Michel (Παρίσι, 1912-1987). Σχεδόν δέκα χρόνια μετά, ο Camus εξέδωσε την Πτώση που θεωρείται το αριστούργημά του, έργο που οφείλει πολλά στον Μάρτυρα. Ο Jean Bloch- Michel διακινδύνευσε τη ζωή του στην παρανομία. Ωστόσο στον Μάρτυρα τολμά μια ανατριχιαστική αντιστροφή θέσεων: αντλεί από τα προσωπικά του βιώματα ως αγωνιστής όχι για να αναπαραστήσει τον επώνυμο εχθρό που πολέμησε αλλά τον ανώνυμο σύμμαχο κάθε αυθαιρεσίας. Ο αναγνώστης παρακολουθεί τον νεαρό κεντρικό ήρωα να ανδρώνεται χωρίς να ωριμάζει, να ερωτεύεται χωρίς να δένεται, να πολεμά χωρίς να πιστεύει στη νίκη, να διδάσκει χωρίς να εμπνέει. Ο ναρκισσισμός και η δυσπιστία του απέναντι στους πάντες και τα πάντα τον κρατούν ασφαλή μέσα στη δίνη των γεγονότων και εν τέλει του σώζουν τη ζωή. Μια ζωή που όμως καταλήγει αβίωτη, αφότου ο ίδιος συνειδητοποιεί πως ο ίδιος απλά επέπλευσε ενώ οι κοντινοί του άνθρωποι βούτηξαν στα βαθειά χωρίς να υπολογίζουν το κόστος.

William Melvin Kelley (2020), ΕΝΑΣ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΤΥΜΠΑΝΙΣΤΗΣ, Μετάφραση Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, Αθήνα: Μεταίχμιο



Το πρώτο μυθιστόρημα του Αφροαμερικανού συγγραφέα William Melvin Kelley, ενός "χαμένου γίγαντα της αμερικανικής λογοτεχνίας", που πρωτοκυκλοφόρησε το 1962 και τον κατέταξε μεταξύ των James Baldwin και William Faulkner, επανέρχεται σε νέα έκδοση για να πάρει, έστω και με καθυστέρηση, τη θέση που του αξίζει στα ράφια της κλασικής λογοτεχνίας.

Μια μέρα του 1957, στο Σάτον, μια μικρή πόλη μιας επινοημένης πολιτείας του αμερικάνικου Νότου ανάμεσα στο Μισισίπι και την Αλαμπάμα, ο νεαρός μαύρος αγρότης Τάκερ Κάλιμπαν ρίχνει αλάτι στα χωράφια του, σκοτώνει τα ζωντανά του, βάζει φωτιά στο σπίτι του, παίρνει τη γυναίκα και το παιδί του και φεύγει. Οι λευκοί της μικρής πόλης παρακολουθούν σαστισμένοι· τις επόμενες μέρες, το σάστισμά τους εντείνεται, καθώς ο ένας μετά τον άλλον οι μαύροι κάτοικοι φοράνε τα κυριακάτικά τους, παίρνουν ό,τι πολύτιμο έχουν και φεύγουν και εκείνοι.

Μια ερμηνεία της μαύρης ταυτότητας μέσα από τα μάτια των λευκών πάντα αφηγητών και σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις, ανάγκες και επιθυμίες. Πώς αντιλαμβάνονται αυτήν την αυθόρμητη απόρριψη της υποτέλειας εκ μέρους των μαύρων συμπολιτών τους αγόρια, κορίτσια, γυναίκες και άντρες; Φιλελεύθεροι και συντηρητικοί; Μισαλλόδοξοι και φίλα προσκείμενοι; Ένα συγκλονιστικό, άκρως επίκαιρο βιβλίο που ρίχνει νέο φως στα φυλετικά προβλήματα που μαστίζουν χρόνια την αμερικάνικη κοινωνία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Είναι το «Ένας διαφορετικός τυμπανιστής» ο νέος Στόουνερ, όπως διαφημίζεται στο εξωτερικό; Το χαμένο αριστούργημα ενός ιδιοφυούς αφροαμερικανού συγγραφέα (ανάλογου αναστήματος με τον Φώκνερ) που περιέπεσε στην αφάνεια για να τον ανακαλύψουν μόλις πρόσφατα ξανά στην Αμερική; Είναι και δεν είναι. Πρόκειται σίγουρα για ένα πολύ αξιόλογο βιβλίο. Αλλά Φώκνερ; Δεν είναι. Ο Κέλλυ, που γεννήθηκε το 1937 και πέθανε το 2017, εξέδωσε το πρώτο του μυθιστόρημα, τον Τυμπανιστή, το 1962, πάνω στη φλόγα του ζητήματος των φυλετικών διακρίσεων. Έπειτα ο ίδιος και το βιβλίο ξεχάστηκαν. Αν κι εκείνος δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει. 

Σε μια φανταστική πολιτεία του Νότου (κι εδώ τελειώνουν οι συγκρίσεις με τον Φώκνερ), ένας νέγρος ονόματι Τάκερ Κάλιμπαν αποφασίζει να ρίξει αλάτι στο χωράφι του, να σκοτώσει τα ζωντανά του, να κάψει το σπίτι του και να φύγει. Ταυτόχρονα έγχρωμοι από όλη την Πολιτεία, χωρίς καν να οργανωθούν, από στόμα σε στόμα, ξεκινάν να φεύγουν. Πίσω τους αφήνουν τα πάντα, παίρνουν μόνον την οικογένεια και τα καλά τους ρούχα. Και σε λίγο η Πολιτεία έχει μόνο λευκούς. Την ιστορία τη βλέπουμε τριτοπρόσωπα μέσα από τα μάτια των λευκών, και κυρίως του κύριου Λίλαντ, ενός μικρού αγοριού. Αφηγητές πρωτοπρόσωπα είναι ακόμα και κάποια από τα μέλη της οικογένειας Γουίλσον, που υπήρξαν αφεντάδες των προγόνων του Τάκερ, και δικά του αφεντικά. Αλλά κανένας μαύρος δεν μιλάει, ούτε βλέπουμε τι σκέφτεται. Κι αυτό αφηγηματικά είναι πραγματικά εντυπωσιακό. 

Το βασικό θέμα είναι ο ρατσισμός στην μετεμφυλιακή Αμερική. Και ο σεξισμός. Πρωταγωνιστές άνθρωποι που θυμούνται τους παππούδες τους σκλάβους, και με κάποιο τρόπο συνεχίζουν να είναι κι αυτοί. Αλλά και άλλοι, που θυμούνται πώς ήταν να έχουν σκλάβους, που δεν κάθονται στα ίδια μαγαζιά, ούτε στην ίδια θέση στο λεωφορείο με έγχρωμους, που αρνούνται τη μόρφωση, τη φιλία, την ελπίδα σε συνανθρώπους τους. Που νομίζουν πως παραχωρούν δικαιώματα, αν λένε τους Αφρομερικανούς νέγρους (negro) κι όχι αράπηδες (nigger). 

Ο Κέλλυ φτάνει το θέμα βαθιά, ως εκεί που πονάει προσωπικά τον καθένα. Δεν μασάει τα λόγια του, δεν ανέχεται ευφημισμούς. Ολοκληρώνει τις σκέψεις των ηρώων, δεν αφήνει αμφιβολία για τις προθέσεις και το ποιόν τους. Η λευκή Αμερική του ’60 δεν του συγχώρεσε πως προσπάθησε να μιλήσει εξ ονόματος της και για αυτόν τον καταδίκασε στην λήθη. Το συγκλονιστικότερο είναι πως εξήντα χρόνια μετά, το βιβλίο είναι για την Αμερική, αλλά και για όλον τον κόσμο, επίκαιρο. Ο ρατσισμός, αυτός που υφέρπει στην καθημερινή ζωή, ακόμα μας καταδυναστεύει. Και για αυτό, το βιβλίο του Κέλλυ, που λογοτεχνικά είναι εξαιρετικό, μοιάζει και από πλευράς θεματολογίας πιο ενδιαφέρον από ποτέ. 

 Η βιβλιοκριτική είναι της Κατερίνας Μαλακατέ και αντλήθηκε από εδώ

Αυτό το οποίο διαπραγματεύεται ο Κέλι στο Ένας διαφορετικός τυμπανιστής δεν είναι άλλο παρά η αντίδραση των λευκών κατοίκων μιας φανταστικής αμερικανικής πολιτείας του νότου στην απόφαση των μαύρων κατοίκων της να την εγκαταλείψουν. Το εύρημά του αυτό το πλαισιώνει αφηγηματικά δίνοντας τον λόγο αποκλειστικά στους λευκούς. Και αν το εύρημα της εγκατάλειψης της πολιτείας από το σύνολο των μαύρων κατοίκων της είναι ευφάνταστο και πρωτότυπο, η επιλογή της αφήγησης της ιστορίας αποκλειστικά από την πλευρά των λευκών είναι πραγματικά ευφυής, αφού η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης των ίδιων των μαύρων σχετικά με την απόφαση τους να εγκαταλείψουν την πολιτεία λειτουργεί περίφημα, καθώς καθιστά προφανείς και δεδομένους τους λόγους αυτούς, παραμερίζοντας την εν πολλοίς επαναλαμβανόμενη θεωρητική συζήτηση και περνώντας στη δράση. Οι μαύροι πήραν την απόφασή τους και τραβούν τον δρόμο που επέλεξαν, το μπαλάκι περνά τώρα στην πλευρά των λευκών.         

Η πολυφωνική αφήγηση επιτρέπει στον Κέλι να διερευνήσει πολύπλευρα την αντίδραση των εναπομείναντων κατοίκων, συμπεριλαμβάνοντας ετερόκλητα μέλη της τοπικής λευκής κοινωνίας. Αγόρια, κορίτσια, άντρες και γυναίκες διαφόρων ηλικιών και τάξεων, φιλελεύθεροι και συντηρητικοί, μορφωμένοι ή όχι, παρά τις όποιες διαφωνίες τους, αδυνατούν αρχικά να κατανοήσουν την απόφαση των μαύρων να φύγουν και να αφήσουν πίσω τις περιουσίες τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οργανώθηκαν. Η συζήτηση και οι σκέψεις για την επόμενη μέρα θα ακολουθήσουν σύντομα. Η σιωπή των μαύρων αποτυπώνεται κυρίως στο πρόσωπο του νεαρού μαύρου αγρότη Τάκερ Κάλιμπαν. Οι περισσότεροι λευκοί τον θεωρούν υποκινητή της φυγής αυτής. Σύμφωνα με μια ιστορία, που με τα χρόνια έχει αποκτήσει διαστάσεις θρύλου, ο Τάκερ είναι απόγονος ενός πανύψηλου Αφρικανού δούλου που έφτασε πριν από πολλά χρόνια στα μέρη εκείνα κρατώντας ένα βρέφος στην αγκαλιά του. Ήταν τόσο ψηλός και δυνατός που κατάφερε να σπάσει τις αλυσίδες που τον κρατούσαν ακίνητο και να διαφύγει. Ο Ντιούιτ Γουίλσον, αρχιτέκτονας της επικράτησης των Νοτίων, και νικητής της δημοπρασίας για την απόκτηση του συγκεκριμένου δούλου, θα τον κυνηγήσει συνοδευόμενος από ομάδες ένοπλων λευκών. Η αποστασία ενός μαύρου και η προδοσία της θέσης των πρώην συντρόφων του θα επιτρέψει στους λευκούς να τους περικυκλώσουν. Ο πρόγονος του Τάκερ δεν θα παραδοθεί. Έτσι, παρότι ο Γουίλσον τον ήθελε ζωντανό, θα τον σκοτώσουν. Το βρέφος θα επιζήσει και από τότε οι Κάλιμπαν ανήκουν στους Γουίλσον. Είναι η εκδίκηση του Τάκερ για τη δολοφονία του προγόνου του, ισχυρίζονται αρκετοί.


Στοίχημα για κάθε πολυφωνική αφήγηση αποτελεί η επιτυχία στη σύνθεση των φωνών που τη συνθέτουν. Παρότι και σε μια μονοφωνική αφήγηση η αληθοφάνεια αποτελεί πρωταρχικό ζητούμενο, στην περίπτωση μυθιστορημάτων όπως αυτό, η αναπόφευκτη σύγκριση μεταξύ των φωνών καθιστά το διακύβευμα αυτό ακόμα πιο απαιτητικό. Ο Κέλι τα καταφέρνει περίφημα. Κάθε φωνή όχι απλώς στέκει διακριτή και απολύτως σύμφωνη με τα χαρακτηριστικά του κάθε αφηγητή, αλλά ταυτόχρονα μοιράζεται τα κοινά στοιχεία ταυτότητας που οι αφηγητές φέρουν. Έτσι, οι φωνές της οικογένειας Γουίλσον για παράδειγμα, παρότι διακριτές, καθώς υπόκεινται στις διαφορές που ο χαρακτήρας, το φύλο και η ηλικία επιτάσσουν, μοιράζονται εντούτοις ομοιότητες που έχουν να κάνουν με το κοινό κοινωνικό και μορφωτικό υπόβαθρο. Αυτές οι λεπτές, σχεδόν αδιόρατες, αποχρώσεις του λόγου καθενός από τους αφηγητές καθιστούν την επιλογή της πολυφωνικής αφήγησης κάτι παραπάνω από απλώς αφηγηματικά λειτουργική, καθώς επιτρέπουν στο μυθιστόρημα να υπερκεράσει τους περιορισμούς του αρχικού ευρήματος.


Το μυθιστόρημα του Κέλι είναι πολυεπίπεδο και δεν αναλώνεται στο φυλετικό ζήτημα και την σκληρή καθημερινότητα της μαύρης κοινότητας, δεν εξαντλείται σε μια μονοδιάστατη πρόσληψη της πραγματικότητας, δεν αποσκοπεί σε μια λογοτεχνία στρατευμένη να υπηρετήσει έναν και μόνο σκοπό. Ο ρατσισμός που γνωρίζουν οι μαύροι, παρά τη δεδομένη σημασία του, δεν αποτελεί το μοναδικό γνώρισμα της εποχής, αλλά μία από τις πολλές εκφάνσεις των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν, και που σε αναλογία εντοπίζονται τόσο στη σημερινή εποχή όσο και εκτός του αμερικανικού νότου, καθιστώντας το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής ένα οικουμενικό και διαχρονικό μυθιστόρημα. Η οικονομική ανισότητα, οι ιδεολογικές διώξεις και η θέση της γυναίκας βρίσκονται ανάμεσα στα ζητήματα που διαπραγματεύεται ο Κέλι. Το γεγονός πως ένας μαύρος συγγραφέας μιλάει εξ ονόματος των λευκών δεν έχει μόνο σημειολογική αξία. Στην επιμονή όμως του Κέλι να τοποθετεί στον πυρήνα των έργων του τη λευκή ματιά ίσως να οφείλεται η περιορισμένη αποδοχή του έργου του, καθώς οι λευκοί αναγνώστες στέκουν μάλλον αμήχανοι απέναντι σε έναν μαύρο που μιλάει εξ ονόματός τους, την ίδια στιγμή που οι μαύροι δεν αναγνωρίζουν σε εκείνον κάποιον που μάχεται για τα δικαιώματά τους.


Η ανάγνωση δικαίωσε εν τέλει το αναγνωστικό ένστικτο έναντι στη φωνή της λογικής. Το Ένας διαφορετικός τυμπανιστής είναι ένα σπουδαίο βιβλίο, που ανήκει στο κυρίως σώμα της μεγάλης αμερικανικής -και όχι- μόνο λογοτεχνίας.


Η δεύτερη βιβλιοκριτική αντλήθηκε από εδώ

 

Η Φράνι Στόουν ανέκαθεν ήταν ικανή να αγαπήσει αλλά ανίκανη να μείνει. Αφήνοντας πίσω της τα πάντα εκτός από τον ερευνητικό εξοπλισμό της, φτάνει στη Γροιλανδία με έναν και μοναδικό σκοπό: να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια που έχουν απομείνει στον κόσμο, στην τελευταία τους, ίσως, αποδημία στην Ανταρκτική. Η Φράνι πείθει το πλήρωμα ενός αλιευτικού σκάφους να την πάρει μαζί του και έτσι σαλπάρουν ενώ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη στεριά και την ασφάλεια. Καθώς όμως η ιστορία της Φράνι αρχίζει να ξετυλίγεται -ένας παθιασμένος έρωτας, μια απούσα οικογένεια, ένα ολέθριο έγκλημα- γίνεται ξεκάθαρο ότι κυνηγάει πολλά περισσότερα από τα πουλιά. Όταν τα σκοτεινά μυστικά της Φράνι αποκαλύπτονται, θα κληθεί να αποφασίσει τι είναι διατεθειμένη να ρισκάρει για μια ακόμα ευκαιρία εξιλέωσης.

Επικό και βαθύ, σπαρακτικό και λυτρωτικό, το "Πριν χαθούν τα πουλιά" είναι μια ωδή στους άγριους τόπους και σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά και μια ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, που κόβει την ανάσα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Δεν είναι η αγάπη ούτε ο φόβος. Είναι η ερημιά εντός μου που απαιτεί να επιβιώσω

Μια ωδή στους άγριους τόπους και τα πλάσματα που τώρα απειλούνται, και μια επική ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ένα άγριο, καθηλωτικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα.

Μπορεί να φανταστεί κανείς από εμάς πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς τα ζώα και τα πουλιά; Ίσως ακούγεται ουτοπικό ή ακόμη και απίθανο να συμβεί, όμως ας σκεφτούμε πόσα και πόσα απίθανα σενάρια έχουν πραγματοποιηθεί σε τούτο τον πλανήτη.
Στο μυθιστόρημα της Charlotte McConaghy που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αυτό είναι μια πραγματικότητα, καθώς πολλά είδη ζώων και πτηνών έχουν εξαφανιστεί ή βρίσκονται υπό εξαφάνιση. Η αγάπη της Φράνι Στόουν για τα πουλιά ξεκινάει από την παιδική της ηλικία, όταν είχε καταφέρει να κάνει φίλους της τα κοράκια, να τα ταΐζει και κείνα να της φέρνουν διάφορα δώρα που φυλούσε με ευλάβεια. Η συνεχής αναζήτησή της για ένα σκοπό στη ζωή της, η εσωτερική ανάγκη για εξερεύνηση και ελευθερία την οδήγησαν στο να επιβιβαστεί σε ένα αλιευτικό σκάφος ώστε να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια στον κόσμο, ως τη Γροιλανδία.


Μέσα από την προσωπική της αφήγηση ξετυλίγεται σιγά σιγά το κουβάρι των αναμνήσεών της, και ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα βαθιά πληγωμένο πλάσμα που από μικρό παιδί συνεχώς αναζητάει την αγάπη, την οποία εύκολα της δίνεται αλλά η ίδια δεν αφήνει τον εαυτό της να την απολαύσει.


Οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι του πληρώματος, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, προσπαθούν να την καταλάβουν, να μάθουν το λόγο που μια νέα γυναίκα αποφασίζει να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή της και να ακολουθήσει τα αποδημητικά πουλιά σε ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους, με τους πάγους της Ανταρκτικής να δυσκολεύουν την πορεία τους -οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση είναι τόσο ζωντανές και καθηλωτικές που αισθάνεσαι την παγωνιά να σε τυλίγει- αλλά και ένα σωρό αστάθμητους παράγοντες να εμποδίζουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
Ο αινιγματικός καπετάνιος Ένις, απρόσιτος στην αρχή μα όσο ξετυλίγεται η ιστορία γίνεται από τους αγαπημένους ήρωες, μπορεί φαινομενικά να διαφέρει πολύ από τη Φράνι, όμως στην ουσία είναι ο μόνος που την καταλαβαίνει και έχει τόσα κοινά στοιχεία μαζί της.


Μια μοναδική περιπέτεια που θυμίζει την Οδύσσεια, τη συνεχή αναζήτηση για ένα σκοπό, που δίνει όμως ελπίδα ότι δεν μπορεί να χαθούν τα πουλιά αν προσπαθήσουμε εμείς οι άνθρωποι να αντιληφθούμε τη σημασία που έχουν για τη συνέχιση του ανθρώπινου είδους.
Ένα μυθιστόρημα βαθιάς εσωτερικής αναζήτησης, τόσο ατμοσφαιρικό και γεμάτο αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα. [Ιουλία Ιωάννου]

«Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα της Climate Fiction εδώ (για τους φίλους: cli-fi), του υποείδους δηλαδή της Επιστημονικής Φαντασίας που μελετά τον κόσμο τού αύριο, με άλλα λόγια τον κόσμο που ο άνθρωπος (πρέπει να σταματήσει να) φτιάχνει σιγά-σιγά. (...) Όσοι αναγνώστες φοβούνται ή δεν γνωρίζουν το είδος, ας το τολμήσουν: δεν είναι ένα cli-fi που αφορά το απώτατο μέλλον, δεν είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό βιβλίο ? διαδραματιζόμενο στο πολύ κοντινό μέλλον, το Πριν χαθούν τα πουλιά δυστυχώς αφορά το παρόν μας». (Κυριάκος Αθανασιάδης, bookpress.gr, 06/03/2020)

Για βιβλιοπαρουσίαση κριτική βλ. εδώ και εδώ και ιδιαίτερα την εξαιρετική κριτική του Κυριάκου Αθανασιάδη εδώ





Απόσπασμα από το βιβλίο


«Όταν ήμουν έξι ετών, η μητέρα μου καθόταν μαζί μου στον πίσω κήπο του σπιτιού μας και βλέπαμε τα κοράκια να κουρνιάζουν στην τεράστια ιτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες τα μακριά, κρεμαστά φύλλα γίνονταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο χώμα, ή σαν τα αραιά μουστάκια κάποιου αρχαίου, και τα κοράκια που κρύβονταν ανάμεσά τους ήταν έντονα σημάδια από κάρβουνο. Για μένα ήταν η παρουσία κάτι βαθυστόχαστου, αν και στα έξι μου δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Κάτι σαν τη μοναξιά ή το αντίθετό της. Ήταν ο χρόνος και ο κόσμος· ήταν οι αποστάσεις που μπορούσαν να διασχίσουν πετώντας και τα μέρη στα οποία δεν γινόταν να τα ακολουθήσω ποτέ. 


Η μαμά μου είπε να μην τα ταΐζω, αλλιώς θα γίνονταν επικίνδυνα, όμως όταν πήγαινε μέσα εγώ τα τάιζα. Τους έδινα τις κόρες από το ψωμί μου ή κομμάτια από το κέικ πορτοκάλι του κυρίου Χέιζελ, που τα έκρυβα προσεκτικά στις τσέπες μου και μετά τα σκορπούσα με τρόπο στο παγωμένο έδαφος. Τα κοράκια άρχισαν να περιμένουν τα κεράσματα και πλησίαζαν συχνότερα· σύντομα έρχονταν καθημερινά. Κούρνιαζαν στην ιτιά και παρακολουθούσαν πότε θα ρίξω ψίχουλα. Ήταν δώδεκα. Μερικές φορές λιγότερα, αλλά ποτέ περισσότερα. Περίμενα ώσπου η μαμά να καταπιαστεί με κάτι κι ύστερα ξεγλιστρούσα έξω, εκεί όπου με περίμεναν. 

Τα κοράκια άρχισαν να με ακολουθούν. Αν περπατούσαμε ως τα μαγαζιά, πετούσαν μαζί μας και κούρνιαζαν στις στέγες των σπιτιών. Όταν τριγύριζα στις ξερολιθιές των λόφων, έκαναν κύκλους πάνω από το κεφάλι μου. Με συνόδευαν στο σχολείο και περίμεναν στα δέντρα να τελειώσω τη μέρα μου. Ήταν οι μόνιμοι σύντροφοί μου και η μητέρα μου, επειδή ίσως διαισθανόταν πως είχα ανάγκη να είναι το μυστικό μου, παρίστανε διαρκώς ότι δεν πρόσεχε το αφοσιω­μένο μαύρο μου σύννεφο.

Μια μέρα τα κοράκια άρχισαν να μου φέρνουν κι αυτά δώρα. Άφηναν στον κήπο ή έριχναν κοντά στα πόδια μου πετρούλες ή γυαλιστερά περιτυλίγματα από γλυκά. Συνδετήρες και παραμάνες, κοσμήματα ή σκουπιδάκια, μερικές φορές κοχύλια ή πετρώματα ή κομμάτια πλαστικού. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί που χρόνο με τον χρόνο γινόταν και μεγαλύτερο. Ακόμα κι όταν ξεχνούσα να ταΐσω τα πουλιά, αυτά μου έφερναν δώρα. Ήταν δικά μου κι ήμουν δική τους κι αγαπιόμασταν. 

Αυτό συνεχίστηκε επί τέσσερα χρόνια καθημερινά, χωρίς καμιά εξαίρεση. Μέχρι που άφησα όχι μόνο τη μητέρα μου, αλλά και τις δώδεκα αδελφές ψυχές μου. Μερικές φορές τα ονειρεύομαι να περιμένουν σ’ εκείνο το δέντρο για ένα κορίτσι που δεν θα έρθει ποτέ, φέρνοντας το ένα πολύτιμο δώρο μετά το άλλο που μετά απόμενε ανεπιθύμητο στο γρασίδι».


Τρίτη 6 Απριλίου 2021

OCEAN VUONG (2021), ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ, Μετάφραση Έφη Φρυδά, Αθήνα: Gutenberg-Aldina [επιλεγμένα αποσπάσματα]

 


"Μαμά. Μου 'πες κάποτε ότι η μνήμη είναι επιλογή. Αν όμως ήσουνα θεός θα 'ξερες ότι είναι πλημμύρα".

"Σκέφτομαι πάλι τον Μπαρτ. Ο συγγραφέας είναι κάποιος που παίζει με το σώμα της μητέρας του, λέεί μετά το θάνατο της δικής του μητέρας, με σκοπό να το εξυμνήσει, να το εξωραΐσει. Πόσο θέλω να αληθεύει αυτό",
"Τα πιο αληθινά ερείπια δεν καταγράφονται. Το κορίτσι που γνώριζε η γιαγιά τότε στο Γκο Κονγκ, εκείνο που φορούσε σανδάλια φτιαγμένα από σαμπρέλες κατεστραμμένων στρατιωτικών τζιπ, το κορίτσι που έσβησε από προσώπου γης σε μια αεροπορική επιδρομή τρεις εβδομάδες πριν το τέλος του πολέμου - εκείνη είναι ένα ερείπιο που κανείς δεν μπορεί να καταδείξει. Ένα ερείπιο χωρίς τοποθεσία, όπως μια γλώσσα".

"Λένε πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή φοβούνται πως θα διαρκέσει περισσότερο απ' όσο μπορούν να το αγαπήσουν".

"Ένα απόγευμα, που έβλεπα τηλεόραση μαζί με τη Λαν, είδαμε ένα κοπάδι από βίσωνες, τον έναν πίσω από τον άλλον, πάνω σ' ένα λόφο, μια ολόκληρη ασθμαίνουσα σειρά, σε χρώματα τεχνικολόρ, να ορμά ποδοβολώντας στο γκρεμό. "Γιατί σκοτώνουν έτσι τον εαυτό τους;" ρώτησε η Λαν μένοντας με το στόμα ανοιχτό. Ως συνήθως επινόησα κάτι επιτόπου: "Δεν το θέλουν, γιαγιά. Απλώς ακολουθούν την οικογένειά τους. Αυτό είν' όλο. Δεν ξέρουν ότι πάνε ίσια κάτω στο γκρεμό".


"Υπάρχει μια λέξη που ο Τρέβορ μου είπε κάποτε, μια λέξη που είχε μάθει από τον Μπάφορντ, που, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, υπηρέτησε στο ναυτικό στη Χαβάη: kipuka. Είναι το κομμάτι γης που σώθηκε αφότου η λάβα κύλησε από το βουνό - ένα νησί σχηματισμένο από ό,τι επέζησε έπειτα από μια μικρής έκτασης αποκάλυψη. Πριν κατέβει η λάβα, καψαλίζοντας τα βρύα στην πλαγιά, το κομμάτι αυτό ήταν ασήμαντο, ένα τίποτα μέσα σε μια απέραντη πράσινη μάζα. Μονάχα αντέχοντας κερδίζει την ονομασία του. Ξαπλωμένος στρωματσάδα πλάι σου, δεν μπορώ παρά να θέλω να είμαστε το kipuka μας, το δικό μας -ορατό- διασωθέν".

Κυριακή 4 Απριλίου 2021

OCEAN VUONG (2021), ΣΤΗ ΓΗ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΡΟΣΚΑΙΡΑ ΥΠΕΡΟΧΟΙ, Μετάφραση Έφη Φρυδά, Αθήνα: Gutenberg-Aldina



Το Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι είναι το γράμμα ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του. Ο Λιτλ Ντογκ, Αμερικανός βιετναμέζικης καταγωγής, φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του από τον πόλεμο του Βιετνάμ ως την εγκατάστασή της στην Αμερική, εστιάζοντας στη δραματική ζωή της στοργικής αλλά συχνά βίαιης μητέρας του και της γιαγιάς του. Παράλληλα, ψηλαφώντας τα τραύματα του παρελθόντος αποκαλύπτει σκέψεις και πλευρές της ζωής του που η μητέρα του αγνοούσε: αγωνίες, φόβους του, έναν δυνατό έρωτα.

Μια ωμή, αλλά βαθιά λυρική και ειλικρινής εξομολόγηση που φτάνει στη θαρραλέα αποκάλυψη συγκλονιστικών προσωπικών στιγμών. [Οπισθόφυλλο βιβλίου]

Ο Βουόνγκ γεννήθηκε το 1988 στη Σαϊγκόν, αλλά δεν έζησε ποτέ στον γενέθλιο τόπο. Σε ηλικία μόλις δύο ετών μεταναστεύει στις ΗΠΑ μαζί με τη μητέρα του και τη γιαγιά του. Ο πατέρας του θα τους παρατήσει, κάπως έτσι ξεκινάει η περιπέτειά του. Ο Βουόνγκ, αίφνης, γίνεται το παιδί ενός περάσματος, μια γέφυρα που ενώνει το παρελθόν της μητέρας του με το δικό του παρόν. Πετώντας πάνω από τον Ειρηνικό Ωκεανό η μητέρα του θα τον «βαφτίσει» Όσιαν. Είναι μια δάνεια ταυτότητα από τις πολλές που θα αναγκαστεί να φέρει πάνω του. 

Μια νέα ζωή

Εγκαθίσταται στο Κονέκτικατ μόνο που αυτός ο νέος τόπος του προσδίδει ολοένα και περισσότερο το αίσθημα της ξενότητας. Μεγαλώνει ως παιδί που δεν μπορεί να έχει ισότιμη σχέση με τους λευκούς, ενώ ταυτόχρονα η ομοφυλοφιλία του θα τον τοποθετήσει στη γωνία της εργατικής συνοικίας που διέμενε. Ένας γκέι σε έναν κόσμο στρέιτ εκείνα τα χρόνια ήταν πάντα ένα ζήτημα, που αν δεν κουκουλωνόταν σίγουρα προκαλούσε αντιδράσεις. Κι όμως, ο μικρός Βουόνγκ έχει ένα παράξενο φλέγμα. Είναι παιδί που παίρνει τα γράμματα. Γίνεται ο μόνος στην οικογένεια που καταφέρνει να κάνει ανώτατες σπουδές, τη στιγμή που η μητέρα του ήταν αναλφάβητη και δούλευε ως μανικουρίστα για τα προς το ζην. 

Διαπερνώντας τις ειδολογικές διαφορές και ενσωματώνοντας την ποιητική αύρα στο πεζό του και την ευρυχωρία μιας πλοκής στην ποιητική γραφή του, ο Βουόνγκ είναι ένας «ολικός» δημιουργός, αλλά και πνεύμα των δημιουργημάτων του. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τίτλος του πεζού του είναι, αντιστοίχως, τίτλος ενός ποιήματος της συλλογής του. Το συγγραφικό του σύμπαν είναι ενιαίο, διαβάζεται ως μια κύρια πτύχωση της προβληματικής του που είναι η αναζήτηση αυτής της ταυτότητας. 

Κι αν στην ποίησή του η μορφή του απόντος πατέρα είναι κυρίαρχη, στο πεζό η μητρική θωριά είναι εκείνη που αναζωπυρώνει την πληγή του. Ναι, υπάρχει μια ανοιχτή πληγή στον Βουόνγκ, διότι η ζωή του είναι σαν να πηγαίνει παράλληλα μ’ αυτόν, και τώρα, πιο ώριμος και έτοιμος, είναι αποφασισμένος διά της γραφής να συνενώσει τα κομμάτια. Η συντροφικότητα, το θάλπος του σώματος, η θέρμη της επιθυμίας, το σκίρτημα του σώματος, η κληρονομικότητα, ο γενέθλιος τόπος που παραμένει μακρινός και ξένος, ο νέος κόσμος στον οποίο εντάχθηκε βιαίως, η σχέση με τους γονείς. Όλα τούτα είναι ζητήματα που ο Βουόνγκ τα απλώνει σε έναν καμβά που τον διαμορφώνει με λέξεις που προσπαθεί να οικειοποιηθεί. Μια γλώσσα που την έμαθε γράμμα-γράμμα αναζητώντας –τι άλλο;– τη νέα του ταυτότητα. 

Η προφορικότητα της ποίησής του, αλλά και η απόφασή του να γράψει το πεζό του σε μορφή μονολογικής επιστολής προς τη μητέρα του, δείχνουν πως γι’ αυτόν η γλώσσα έχει πρωτίστως φωνή πριν αποκτήσει γραπτό σώμα. Η φωνοαισθητική διάσταση της δημιουργίας του δεν γίνεται να μείνει εκτός ανάλυσης, διότι είναι αυτή που τον συνεγείρει και τον κινητοποιεί. Όπως έχει πει και ο ίδιος: «Η βιετναμέζικη γλώσσα είναι τονική, πχ. οι λέξεις má, mả, ma. στα βιετναμέζικα διαφοροποιούνται στην προφορά και σημαίνουν: μητέρα, μνήμα, φάντασμα». Ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο γλώσσες-κόσμους τοποθετείται ο Βουόνγκ δημιουργώντας τον δικό του. 

Εντάσσεται, άραγε, το μυθιστόρημά του στην queer λογοτεχνία; Πάλι με τα δικά του λόγια: «Τo queer προσκαλεί το καινούργιο, το καινοτόμο και είναι ευρύτερο από την σεξουαλικότητα και το φύλο. Είναι δράση. Κι η δράση αυτή ξεκινά στην ακινησία, όπου η σιωπή γίνεται μία αρχιτεκτονική στην υπηρεσία της πρόθεσης». Σαν κάτι να θέλει να μας πει εδώ ο Βουόνγκ. Δεν είναι ένας Ζενέ, ούτε ένας Βιντάλ. Δεν είναι ένας Ίσεργουντ ούτε ένας Καπότε. Προφανώς και δεν αποποιείται τη σεξουαλική του ταυτότητα ούτε την υποβιβάζει σε μια μικρή πτυχή της ζωής του. Αντιθέτως, είναι κεντρικό σημείο στο επιστολικό του μυθιστόρημα. Όσο βαραίνει μέσα του ο θάνατος της γιαγιάς του, άλλο τόσο βαραίνει και ο θάνατος του πρώτου εραστή του από ναρκωτικά.

Ωστόσο, πώς γίνεται να συνδέεσαι με το τραύμα του ακόμη κι αν δεν έχεις τον ίδιο σεξουαλικό προσανατολισμό μαζί του; Η απάντηση είναι απλή: η σημαντική λογοτεχνία, καίτοι εντός της έχει ευδιάκριτες διαφορές, στην ουσία της συμπεριλαμβάνει κάθε άνθρωπο. Ο Βουόνγκ γράφει πρώτα για εκείνον, μια δραστική και αποκαλυπτική autofiction, συμπεριλαμβάνοντας όλους μας. Δεν είναι το φύλο η βασική του μέριμνα, αλλά ο άνθρωπος. 

Ακόμη κι αυτός που δεν μπορεί να διαβάσει την επιστολή του; Κυρίως αυτός. Ο Βουόνγκ στέλνει αυτό το μακροσκελές γράμμα στη μητέρα του γνωρίζοντας πως θα μείνει αδιάβαστο και αναπάντητο. Πώς αλλιώς; Δεν γνωρίζει γραφή και ανάγνωση. Γι’ αυτόν, όμως, είναι μια λυτρωτική πράξη αυτογνωσίας και αναζήτησης. Είναι ένας τρόπος να την πλησιάσει, να αγγίξει μια πρώτη φορά τόσα άμεσα και πραγματικά τη μητέρα του. Η σχέση τους ορίζεται από μια παρουσία-απουσία. Οι συχνές εκρήξεις βίας της μητέρας του (μια γυναίκα που έχει βιώσει στο πετσί της τις θηριωδίες του πολέμου στο Βιετνάμ) θέτουν οριακά ερωτήματα στον μικρό Βουόνγκ και αφήνουν μια χαίνουσα πληγή στον ενήλικο εαυτό του. Αν επουλώνονται αυτές οι πληγές μέσω της γραφής; Ο συγγραφέας/ποιητής αντιδράει: «όχι, δεν έχει τέτοια λειτουργία η λογοτεχνία». 

Τούτη η επιστολή ακολουθώντας τις παραβολικές τροχιές της μνήμης κάνει ένα συνεχές μπρος-πίσω, κουβαλώντας τα φερτά υλικά της θύμησης με έναν άτακτο τρόπο, αλλά που στην ουσία είναι ο μόνος για να συνθέσει τις σπασμένες ψηφίδες της ζωής. Γράφει σε μια γλώσσα που δεν είναι η μητρική του ευελπιστώντας έτσι να του γίνει πιο οικεία, σαν ένα δεύτερο δέρμα που δεν σκιάζει το πρώτο. Είναι μια προσπάθεια να μιλήσει ανοιχτά για τη σεξουαλικότητά του και πώς αυτή τον καθόρισε σε έναν κόσμο του οποίου η πλειοψηφία στοιχίζεται στο βασίλειο των στρέιτ.

Ο Βουόνγκ είναι ομοίως βίαιος και λυρικός. Ωμός, αλλά και στοχαστικός. Ρεαλιστής, αλλά και ποιητικός. Η επιστολή του φέρνει στο νου το Ημερολόγιο πένθους του Ρολάντ Μπαρτ. Εντέλει μάς προσφέρει μια βιωμένη ιστορία, ανεπεξέργαστη και ατόφια, την οποία καθώς τη γράφει την τοποθετεί μέσα του, την αναστυλώνει, επιθυμεί να της δώσει ένα περίγραμμα και μια ουσία κατανόησης. 

Πρόκειται για μια αποκάλυψη. Από τις ωραιότερες της τρέχουσας χρονιάς. Η μετάφραση της Εφης Φρυδά, αλλά και του Δημήτρη Μαύρου στα ποιήματα του Βουόνγκ, αξίζουν ιδιαίτερης μνείας. Εδώ δεν έχουμε απλώς λέξεις, είναι ένα λεκτικό σύμπαν που επιθυμεί να αποκτήσει υπόσταση, να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του. Καθόλου εύκολη δουλειά για έναν μεταφραστή. Ευδόκιμη, εντούτοις.

Αντλήθηκε από την βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου: https://bookpress.gr/kritikes/xeni-pezografia/13265-vuong-ocean-gutenberg-sti-gi-eimaste-proskaira-uperochoi-marinos

ΝΓΚΟΥΓΚΙ ΓΟΥΑ ΘΙΟΓΚΟ (2016), ΠΕΤΑΛΑ ΑΠΟ ΑΙΜΑ, Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου, Αθήνα: Καστανιώτης

 


Όταν τον περασμένο Νοέμβριο μαινόταν η διαμάχη για την απονομή του Βραβείου Νομπέλ στον Μπομπ Ντίλαν, το αναγνωστικό κοινό ξαναήρθε σε επαφή με το όνομα του γεννημένου το 1938 κενυάτη συγγραφέα Νγκούγκι γουά Θιόνγκο, ως μια ακόμη απόδειξη «αδικίας». Το όνομα του Νγκούνγκι είχε ξαναπαίξει στο παρελθόν, κυρίως σε καιρούς που η Σουηδική Ακαδημία έκανε ανοίγματα προς πολιτικά ορθές κατευθύνσεις - τον Τρίτο Κόσμο, τις γυναίκες, τις μειονοτικές ομάδες, τους εξορίστους κ.λπ. Η αλήθεια είναι ότι φαντάζει ως ένας επιδέξιος συγγραφέας, βαθιά πολιτικοποιημένος και γνώστης των δυτικών συγγραφικών παραδόσεων, που κατάφερε να συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου της μετααποικιακής Μαύρης Ηπείρου δίπλα στον γνωστό μας Τσινούα Ατσέμπε, τον Λεοπόλντ Σεντάρ Σενγκόρ, τον Γουόλε Σογίνκα (Βραβείο Νομπέλ 1986) και μερικούς άλλους, άγνωστους στην Ελλάδα συγγραφείς. Οταν πρωτοβγήκε το παρόν βιβλίο στα 1978 βρισκόμουν στην Κένυα επισκεπτόμενος τα εθνικά πάρκα της χώρας, και μέρος των εκεί εμπειριών αποτυπώθηκε στο πρώτο μου βιβλίο Μύθοι της Ανάπτυξης στους Τροπικούς. Εζησα λοιπόν τον αναβρασμό που δημιούργησε το Πέταλα από αίμα και η φυλάκιση του Νγκούγκι από την κυβέρνηση του Γιόμο Κενιάτα. Δεν κατάφερα τότε να ολοκληρώσω το βιβλίο, λόγω άλλων προτεραιοτήτων. Κακώς ίσως, γιατί θα εμπλούτιζα τις γνώσεις μου για τις επιπτώσεις της αποαποικιοποίησης, την έναρξη των περίφημων «αναπτυξιακών δεκαετιών στον Τρίτο Κόσμο», και κυρίως για την απομυθοποίηση των πρώην εξεγερμένων του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος που είχαν ήδη εξελιχθεί σε τυράννους /δυνάστες - χειρότερους, κατά τον συγγραφέα, από τα πρώην λευκά αφεντικά.

Σήμερα, το βιβλίο του Νγκούγκι μπορεί να διαβαστεί ως χρονικό εποχής, αλλά και ως αποτίμηση της ιστορίας των ιδεών. Η Κένυα απέκτησε την ανεξαρτησία της το 1963, ταυτόχρονα σχεδόν με σειρά άλλων αποικιών στην Μαύρη Ηπειρο, εν μέρει ως συνέπεια τοπικών εθνικοαπελευθερωτικών εξεγέρσεων, κυρίως όμως λόγω αδυναμίας της πληγωμένης Ευρώπης να διαχειρισθεί τις αυτοκρατορίες της μετά τις καταστροφές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι ενδεικτικό ότι ο στρατηγός Ντε Γκολ έδωσε σε μια νύχτα την ανεξαρτησία τους σε 14 (!) γαλλικές αποικίες την πρωτοχρονιά του 1960 συγκροτώντας αυτοβούλως νέα κράτη που είχαν να αντιπαλέψουν τον πολυφυλετισμό τους και την αυθαίρετη χάραξη συνόρων. Ρίξτε μια ματιά στον χάρτη της Αφρικής και θα δείτε ότι τα σύνορα είναι κατά κανόνα ατέρμονες ευθείες που καταργούν κάθε ανθρωπογεωγραφική φυσική ενότητα. Συχνά, καμιά εκατοντάδα και βάλε φυλές, με διαφορετικά ήθη, πεποιθήσεις, θρησκείες, «τρόπο παραγωγής» και κυρίως γλώσσα, όφειλαν να στριμωχτούν κάτω από την ίδια εθνική σημαία, να εκλέξουν από κοινού τους εκπροσώπους τους, και να συνεννοηθούν στο μοναδικό κοινό ιδίωμα, δηλαδή τα αγγλικά, τα πορτογαλικά ή τα γαλλικά. Ετσι έγινε και στην ήδη ταλαιπωρημένη από το χιλιετές αραβικό δουλεμπόριο Κένυα, μια από τις πλέον προσφιλείς στους λευκούς αποικίες, τη λεγομένη «χώρα των καλών αγρίων» (των Μασάι), εξίσου ελκυστική και για τη λογοτεχνία (από το Πέρα από την Αφρική της Κάρεν Μπλίξεν ώς τα Χιόνια του Κιλιμάντζαρο του Χέμινγουεϊ, και στα καθ' ημάς από το Αμρε Αμούγκου του Καραγάτση ώς το Λίγο από το αίμα σου της Σώτης Τριανταφύλλου).  Ο Νγκούγκι περιγράφει αυτήν ακριβώς την στενάχωρη διαδικασία - έναν δρόμο σπαρμένο με ασυνεννοησία, διαψευσμένες ελπίδες, εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνικής τάξης αυτόχθονων κυρίαρχων διψασμένων για πλούτο και άμετρη ισχύ, χωρίς τους εξισορροπητικούς μηχανισμούς των δυτικών επικυρίαρχων. Οι αφρικανικοί εμφύλιοι πόλεμοι δεν ήταν τότε μακριά, μόνο που στα χρόνια εκείνα κανείς δεν μπορούσε να μαντέψει την έλευσή τους, καθώς αιτία όλων των κακών θεωρούνταν ο ευρωπαίος δυνάστης και κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, ο καπιταλισμός.

Κικούγιου

Οι τέσσερις βασικοί ήρωες του βιβλίου συνδέονται λόγω της καταφυγής τους στην επινοημένη αγροκτηνοτροφική κοινότητα του Ιλμορογκ, όχι μακριά από το Ναϊρόμπι, στην περιοχή που ελέγχεται από την κυρίαρχη γεωργική φυλή των Κικούγιου (όπως και ο συγγραφέας). Η ζώνη αυτή είδε να αναπτύσσεται κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας η οικονομία των φυτειών, με αποδοτικά ευρωπαϊκά αγροκτήματα (τσάι, καφές, σισάλ) και τους ντόπιους να δουλεύουν πρωτίστως ως αγρεργάτες. Πρόκειται για τον Αμπντάλα, που έχει χάσει το πόδι του στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και τώρα βιοπορίζεται έχοντας ανοίξει ένα κατάστημα μικρομπακαλικής που εξελίσσεται σε μπαρ. Για τον Μουνίρα, απογοητευμένο από τα γήινα δάσκαλο, που αφήνει την οικογένειά του και καταφεύγει στο Ιλμορογκ με άφθονο ιδεαλισμό στις αποσκευές του, αναζητώντας τις ρίζες της φυλής του και τον λόγο του Θεού. Για τον Καρέγκα, πρώην φοιτητή, που εξελίσσεται σε συνδικαλιστή όταν πια το Ιλμορογκ εκσυγχρονίζεται λόγω της διάνοιξης του διαφρικανικού δρόμου και της εκβιομηχάνισης της περιοχής. Και για τη γοητευτική Γουαντζά, εγγονή της σεβάσμιας γερόντισσας του χωριού που επιστρέφει για να αρχίσει μια νέα ζωή μετά τις περιπλανήσεις της στον κόσμο της νύχτας ως μπαργούμαν και περιστασιακή πόρνη. Οι τέσσερις θα σχετισθούν, όπως είναι φυσικό. Οι τρεις άντρες θα ποθήσουν μέχρις εσχάτων και θα κατακτήσουν την περιστασιακή εύνοια της Γουαντζά. Θα κάνουν συνεχείς παρατεταμένες αναδρομές στο παρελθόν, όταν ακόμη πίστευαν ότι με την αποχώρηση των λευκών θα λυθούν αυτομάτως όλα τα προβλήματα - κοινωνικά και προσωπικά. Θα ανατρέξουν στις απαρχές της ιστορίας της Κένυας και του ίδιου του ανθρώπινου είδους. Θα οργανώσουν μια πορεία προς την πρωτεύουσα για να διεκδικήσουν το μερτικό της παραμελημένης περιοχής τους στην ευημερία και εκεί θα αντιμετωπισθούν με άμετρη σκληρότητα από ιερωμένους, πολιτικούς, επιχειρηματίες κ.λπ. (όλοι μαύροι, σημειωτέον). Η Γουαντζά θα βιασθεί από τον πρώτο της εραστή που την είχε εγκαταλείψει με ένα μωρό στην κοιλιά. Κι έτσι, εν μέσω κοινωνικής αδικίας και συλλογικού αποπροσανατολισμού, έπειτα από αφίξεις και αναχωρήσεις θα ξαναβρεθούν όλοι μαζί στο ραγδαία αναπτυσσόμενο Ιλμορογκ.

Ξέρει την κοινωνία

Εδώ χρειάζεται μια παρένθεση. Η διαδικασία του εκσυγχρονισμού της χώρας και των λεγόμενων αναπτυξιακών δεκαετιών δίνεται στο βιβλίο μετά λόγου γνώσεως. Ο Νγκούγκι, έχοντας λάβει άριστη αγγλοσαξονική παιδεία (ιδού ένα οξύμωρο ως προς την ιδεολογική του συγκρότηση) είναι καλός γνώστης των αναγκαιοτήτων της εμπειρικής, συγγραφικής έρευνας. Είναι κοινωνός της βιβλιογραφίας της εποχής - από τον αντιαποικιοκράτη Φραντς Φανόν ώς τον νομπελίστα Ντέρεκ Γουόλκοτ, όπως επίσης και από τις «αναπτυξιακές» κατευθύνσεις σπουδών που ανθούσαν τα χρόνια εκείνα, έως και την προβληματική των σχολών της υπανάπτυξης, της θεωρίας κέντρου - περιφέρειας κ.λπ. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι ξέρει (και όταν δεν ξέρει ψάχνει) την κοινωνία του, τόσο ως προς το σκέλος της παράδοσης, όσο και ως προς εκείνο του εκσυγχρονισμού: η περίφραξη των φυσικών πόρων, ο εκτοπισμός αυτόχθονων φυλών προκειμένου να οριοθετηθούν οι περίφημοι εθνικοί  δρυμοί με την γνωστή μεγάλη πανίδα της χώρας, η εμπορευματοποίηση των γαιών, ο εκχρηματισμός παραδοσιακών οικονομικών δραστηριοτήτων, η λειτουργία του τραπεζικού δανεισμού και η συνεπακόλουθη υπερχρέωση ή και εκποίηση των γαιών των νοικοκυριών, η άμετρη αστικοποίηση, ακόμη και η εκπόρνευση των γυναικών παρελαύνουν με γνώση και ακρίβεια.

Πολιτική ένταξη

Εκεί που τα χαλάει ο συγγραφέας είναι πρώτον τα αλλεπάλληλα, όχι ιδιαίτερα πειστικά, μακροσκελή φλασμπάκ, που είναι ριγμένα άγαρμπα στο χαρτί, έχουν πολλαπλές επαναλήψεις και αποπροσανατολίζουν την αφήγηση με ένα είδος μνημονικού λυρισμού που τραβιέται στα άκρα. Δεύτερον και κυριότερο, η προγραμματική ένταξή του στο πολιτικό μπλοκ του υπαρκτού σοσιαλισμού με τρόπο ακραία στρατευμένο και διόλου λογοτεχνικό. Ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός κυριαρχεί στην αφήγηση, ο καπιταλισμός καταγγέλλεται με κάθε ευκαιρία, λογύδρια για την ανθρώπινη απελευθέρωση αναμειγνύονται με τη λυρική ποιητικότητα των λεγόμενων «προφορικών πολιτισμών», η πίστη στη Σοβιετική Ενωση υποφώσκει άκριτα (δεν είναι τυχαίο ότι το βιβλίο ολοκληρώθηκε κατά τη φιλοξενία του συγγραφέα στη Γιάλτα).

Συνεπιμέλεια: Κράμερ μαζί με Κράμερ;

Μια πυρκαγιά στο μπουρδέλο της Γουαντζά

Και η καθεαυτή αφήγηση; Αν και στενάζει υπό το βάρος του Ψυχρού Πολέμου, έχει εντούτοις φωτεινές αναλαμπές. Ηδη από την πρώτη σελίδα μαθαίνουμε για μια πυρκαγιά στο μπουρδέλο της Γουαντζά που σκότωσε τρεις από τους κακούς μαύρους του βιβλίου (εκμεταλλευτές, καπιταλιστές, βιαστές, πλούσιους και άπληστους, όλα μαζί). Ποιος διέπραξε τον φόνο; Ο θρησκόληπτος Μουνίρα, ο άτυχος της ζωής Αμπντάλα ή ο φτωχός συνδικαλιστής Καρέγκα αν όχι η ίδια γοητευτική ηρωίδα μας που έχει εξελιχθεί και η ίδια σε άπληστη επιχειρηματία, επενδύοντας στο κορμί των άλλων; Θα περάσουν εξακόσιες σελίδες συνεχών αναδρομών για να το μάθουμε, και θα ανταμειφθούμε άλλοτε μέσω αναδιφήσεων στην οικογενειακή ιστορία του καθενός, άλλοτε μέσω αναλύσεων για τη διαδοχή των τρόπων παραγωγής και άλλοτε μέσα από απόπειρες συγκρότησης μιας θεωρίας εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο (και το αντίθετό της, όπως θα 'λεγε ο ανεκδοτολόγος της παρέας).

Την ίδια περίοδο - θυμάμαι έτσι εκ του προχείρου - εγκαθιδρύθηκε το μαρξιστικό καθεστώς του Μενγκίστου στην Αιθιοπία, έφτασαν κουβανικά στρατεύματα σε ποικίλες χώρες της Αφρικής και ανετράπη ο στυγνός δικτάτορας της Ουγκάντα Αμίν Νταντά, αλλά και ο κατηγορούμενος ως πράκτορας της CIA Μομπούτου του Ζαΐρ. Δεν ξέρω πού αποδίδει σήμερα ο Νγκούγκι τα δεινά της ηπείρου - αν αντιμετωπίζει λ.χ. με την ίδια καχυποψία την ισλαμική τζιχάντ ή την κινεζική διείσδυση στην αφρικανική ήπειρο που φέρνει άφθονη ανάπτυξη αλλά εξίσου άφθονη κοινωνική ανισορροπία. Να τα αποδίδει μήπως στην παγκοσμιοποίηση ή ίσως στη χρεοκοπία του σοβιετικού πειράματος; Το ενδιαφέρον πάντως είναι ότι η μεγαλόψυχη, ενοχική και λάτρις των τριτοκοσμικών ακτιβιστών Δύση τον δέχθηκε προ πολλού στις αγκάλες της. Σήμερα είναι εγκατεστημένος στις ΗΠΑ όπου διδάσκει σε αμερικανικά πανεπιστήμια, μη έχοντας εγκαταλείψει μάλιστα τις ελπίδες του για ένα μαύρο Νομπέλ.

Ποιος είναι

Εξέχων εκπρόσωπος των αφρικανικών γραμμάτων

Ο 79χρονος Νγκούγκι γουά Θιόνγκο είναι πεζογράφος και δοκιμιογράφος, εξέχων εκπρόσωπος των αφρικανικών γραμμάτων με εκτεταμένο έργο. Γεννήθηκε το 1938 στο Λιμούρου της Κένυας και βαπτίστηκε ως Τζέιμς Γκούγκι. Μετά την ενηλικίωσή του απέρριψε τον χριστιανισμό και υιοθέτησε το αφρικανικό όνομα για να τονίσει την πολιτισμική του ταυτότητα. «Τα πέταλα από αίμα» εκδόθηκαν το 1977, το τελευταίο βιβλίο του στα αγγλικά. Εκτοτε δήλωσε πως θα γράφει στη μητρική του διάλεκτο, την κικούγιου, και παρότρυνε τους αφρικανούς συγγραφείς να κάνουν το ίδιο. Οι μαχητικές πολιτικές απόψεις του τού στοίχισαν πολυετή αυτοεξορία από τη χώρα του. Σήμερα είναι καθηγητής συγκριτικής λογοτεχνίας και αγγλικής φιλολογίας, καθώς και διευθυντής του Διεθνούς Κέντρου Γραφής και Μετάφρασης στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας (Ιρβάιν). Τα τελευταία χρόνια συγκαταλέγεται σταθερά στους διεκδικητές του Βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας.

[Η βιβλιοκριτική είναι του Μιχάλη Μοδινού στα "Νέα":

 https://www.tanea.gr/2017/04/27/lifearts/tropikos-lyrismos-kai-sosialistikos-realismos-enos-ypopsifioy-nompelista/, ]