Κυριακή 30 Μαΐου 2021

ΟΥΙΛΛΙΑΜ ΦΩΚΝΕΡ (2020), Ο ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ, Μετάφραση, επίμετρο: Γιάννης Παλαβός, Αθήνα: Κίχλη


 

Ο "ΑΧΥΡΩΝΑΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ" είναι ένα από τα αρτιότερα και τα πιο συχνά ανθολογημένα διηγήματα του Ουίλλιαμ Φώκνερ. Η πλοκή του αναπτύσσεται γύρω από το εναγώνιο δίλημμα ενός δεκάχρονου αγοριού, που υποχρεώνεται να επιλέξει ανάμεσα στην υποταγή στον βίαιο πατέρα του και στην επώδυνη χειραφέτηση. Στον πυρήνα του διηγήματος ανιχνεύεται αυτό που ο συγγραφέας όρισε, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ, ως το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς: "τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του". Ο "Αχυρώνας φλέγεται", εκτός από μια κλασική ιστορία ενηλικίωσης, αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα αυτής της σύγκρουσης που διατρέχει ολόκληρο το έργο του Φώκνερ.

Στον καμβά του διηγήματος συνυφαίνονται με πολλή τέχνη και άλλα θέματα: οι ταξικές και φυλετικές ανισότητες στον αμερικανικό Νότο την περίοδο της Ανασυγκρότησης, ο ρατσισμός που διαποτίζει τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς και οι συνθήκες διαβίωσης των αγροτών και το πώς αυτές τροφοδοτούν το μίσος διαιωνίζοντας τον κύκλο της βίας. (Οπισθόφυλλο του βιβλίου)

***

Το 1949 το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται στον Ουίλιαμ Φώκνερ  με τη Σουηδική Ακαδημία να αναφέρεται στο έργο του σαν ένα απέραντο παγκόσμιο θέατρο της ανθρωπότητας, μαγικά φωτισμένο και γεμάτο χαρακτήρες μεγαλύτερους από τη ζωή. Ο ίδιος ο Φώκνερ στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου είπε ότι το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς είναι «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του».


Το μικρής φόρμας έργο του, «ο Αχυρώνας Φλέγεται», που είναι και από τα πιο γνωστά του, είναι μια ιστορία ‘αποτύπωμα’ αυτής της θεμελιώδους αρχής του Φώκνερ και ένα υπόδειγμα της συγγραφικής του τέχνης. Οι δαιδαλώδεις προτάσεις – που χρειάζεται να διαβαστούν δύο φορές για να αποκαλυφθούν όσα ηθελημένα κρύβει ο συγγραφέας -, οι άριστα δουλεμένοι χαρακτήρες, το ουσιώδες δίλημμα που αντιμετωπίζει ο βασικός ήρωας, οι ζωντανές εικόνες της αμερικανικής υπαίθρου λίγα χρόνια μετά τον εμφύλιο και η αποτύπωση των κοινωνικών διαφορών είναι τα κύρια στοιχεία αυτής της σύντομης ιστορίας που αρχίζει και τελειώνει με το κάψιμο ενός αχυρώνα.


Η ιστορία ξεκινά στο παντοπωλείο μιας πόλης, το οποίο χρησιμεύει και για αίθουσα δικαστηρίου, με ένα δεκάχρονο αγόρι τον Σάρτυ Σνόουπς, να παρατηρεί τη δίκη του πατέρα του, Άμπνερ Σνόουπς, που κατηγορείται για το κάψιμο του αχυρώνα ενός γείτονα. Ο Σάρτυ γνωρίζει ότι ο πατέρας του έκαψε τον αχυρώνα, όπως έχει κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, και συναισθάνεται την αδικία και την καταστροφή που έχει προκαλέσει με την πράξη του. Ντρέπεται γι’ αυτόν αλλά και τον φοβάται και αγωνιά για τη στιγμή που θα κληθεί σαν μάρτυρας στη δίκη. Το δίλημμα που αντιμετωπίζει είναι κατά πόσο πρέπει να υπηρετήσει τους οικογενειακούς δεσμούς ή να ακολουθήσει τον δρόμο του δικαίου. Τη λύση στην αγωνία του δίνει το θύμα του εμπρησμού, που παραιτείται από τη δίκη για να μην αναγκάσει το παιδί να καταθέσει εναντίον του πατέρα του και ο δικαστής επιβάλει στον πατέρα να φύγει από την πόλη. Ο κοινωνικός εξοστρακισμός που ήταν συνήθης εκείνη την εποχή, καταγράφεται και στα λόγια του πατέρα που προειδοποιεί τον γιό του όταν καταλαβαίνει ότι θα έλεγε την αλήθεια στο δικαστήριο.


«Ήσουν έτοιμος να με καρφώσεις. Θα με κάρφωνες». Το παιδί δεν απάντησε. Ο πατέρας του το χτύπησε με την παλάμη στον κρόταφο, σκληρά αλλά αδιάφορα, ακριβώς όπως είχε χτυπήσει  τα δυό μουλάρια έξω από το παντοπωλείο, ακριβώς όπως θα βίτσιζε το ένα ή το άλλο για να σκοτώσει μια αλογόμυγα, και η φωνή του ήχησε και πάλι απαθής, δίχως θυμό: «Σε λίγο θα γίνεις άντρας. Πρέπει να μάθεις. Πρέπει να μάθεις να παραστέκεσαι στο ίδιο σου το αίμα, αλλιώς δεν θα μείνει αίμα να παρασταθεί σ’ εσένα. Νομίζεις ότι αυτοί οι δύο το πρωί – ο οποιοσδήποτε εκεί μέσα – θα σου παραστέκονταν; Δεν καταλαβαίνεις ότι ένα πράμα γύρευαν, να με φάνε, επειδή ήξεραν ότι τους νίκησα; Ε;».

Ο Άμπνερ Σνόουπς είναι ένας άνδρας θυμωμένος με την κοινωνία λόγω της φτώχειας του.  Είναι η φτώχεια και ο τρόπος που τον αντιμετωπίζουν εκείνοι που δεν είναι φτωχοί που δηλητηριάζει τις ενέργειες του και τον γεμίζει φθόνο και περιφρόνηση. Βλέπει τον εαυτό του και την οικογένειά του  σαν θύματα των ιδιοκτητών φυτειών για τους οποίους εργάζεται και στρέφει το μένος του προς αυτούς. Η βίαιη φύση του όμως εκδηλώνεται και προς τα μέλη της οικογένειας που τον υπομένουν αδιαμαρτύρητα. Ο Σάρτυ παρόλο που είναι μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον χαρακτηρίζεται από μια πιο υψηλή ηθική και αυτό είναι που τον οδηγεί στο δίλημμα «οικογένεια ή δικαιοσύνη».


Μετά τη δίκη, η οικογένεια φεύγει για άλλη περιοχή και στη νέα φυτεία που βρίσκουν δουλειά ο Άμπνερ δημιουργεί καινούργιους καυγάδες και τριβές που οδηγούν μοιραία στο κάψιμο ενός ακόμη αχυρώνα.


Ο μικρός Σάρτυ αγωνιά βλέποντας τα γεγονότα, διχάζεται και διστάζει όχι από φόβο για τον βίαιο πατέρα που τον κρατάει δέσμιο, αλλά από μια ηρωοποίηση του πατέρα-τραυματία πολέμου, η οποία όμως δεν είναι ικανή να του κρύψει την πραγματική διάσταση της κατάστασης. Κι έτσι αντιδρά και κάνει ό, τι απαιτεί η στιγμή από αυτόν, έτοιμος να υποστεί τις συνέπειες.


«Ο Αχυρώνας Φλέγεται»  είναι η ιστορία μιας συγκεκριμένης στιγμής, μιας συγκεκριμένης απόφασης, η σημασία της και οι συνέπειές της. Και με αυτή την απόφαση υπάρχει η δυνατότητα της λύτρωσης.


«Τα μεσάνυχτα το παιδί καθόταν στην κορυφή ενός λόφου. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν ούτε πόσο είχε απομακρυνθεί. Ωστόσο δεν φαινόταν πιά πίσω του λαμπάδιασμα, τώρα καθόταν με τα νώτα στραμμένα προς το μέρος που είχε βαφτίσει σπίτι του τις τελευταίες τέσσερις μέρες, ενώ ατένιζε το σκοτεινό δάσος όπου θα βυθιζόταν μόλις ανακτούσε την αναπνοή του, αδύναμο, ριγώντας αδιάκοπα μες στο ψυχρό σκοτάδι, τρίβοντας το κορμί του που το σκέπαζε το ψιλό, λιωμένο πουκάμισο, έχοντας την αίσθηση ότι η οδύνη και η απόγνωση δεν ήταν πλέον φόβος και τρόμος μα απλώς οδύνη και απόγνωση.»

Ο μικρός Σάρτυ κάνει αυτό που πιστεύει σωστό και φεύγει χωρίς να κοιτάξει πίσω του.  Είναι πλέον ελεύθερος έχοντας σώσει την ψυχή του από την ηθική διαφθορά του πατέρα του. Με την πράξη του δείχνει να πιστεύει ότι ελευθερώνει όχι μόνο τον εαυτό του από τους δεσμούς της υποχρέωσης σε βάρος της αλήθειας και της δικαιοσύνης αλλά και την οικογένειά του. Πιστεύει ότι ακόμη κι αν φεύγει μακριά τους, τους σώζει από τη βία και την παραμέληση του πατέρα. Όσο για τον ίδιο είναι έτοιμος και αποφασισμένος να πάρει τη ζωή του στα χέρια του και να χτίσει το μέλλον του πάνω στις δικές του αξίες.

(η βιβλιοκριτική αντλήθηκε από εδώ)



ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΕΡ (2010), Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΗΣ ΠΕΙΝΑΣ, Μετάφραση Γιώτα Λαγουδάκου, Αθήνα: Καστανιώτης

Ρουμανία 1945. Ο 17χρονος Γερμανός Λέοπολντ Άουμπεργκ από την Τρανσυλβανία εκτοπίζεται σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας για πέντε ολόκληρα χρόνια. Αρχικά, θέλοντας να ξεφύγει από τον ασφυκτικό κλοιό της οικογένειας και της κωμόπολης όπου ζει, αναγκασμένος να καλύπτει την ομοφυλοφιλία του, η ιδέα ότι θα εκτοπιστεί δεν τον τρομάζει καθόλου- το αντίθετο μάλιστα. Σύντομα όμως θα έρθει αντιμέτωπος με την αμείλικτη πραγματικότητα του στρατοπέδου, όπου οι ταπεινωτικές συνθήκες εργασίας και η εξευτελιστική καθημερινή μάχη για την επιβίωση θα σημαδέψουν την ψυχή του και θα τον συνοδεύουν για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Οι εμπειρίες της σκληρής, αδιάκοπης πείνας, ο εγωκεντρισμός, η χυδαιότητα και η μοναξιά απαιτούν μια γλώσσα ιδιαίτερη, μια γλώσσα που να μπορεί να περιγράψει τη μοναδικότητα μιας τέτοιας κατάστασης. Η Χέρτα Μύλερ, με μεγάλη γλωσσική δεξιοτεχνία και δύναμη, με ύφος γεμάτο εικόνες, μεταφορές και υπαινιγμούς, με μια γλώσσα καθαρά αλληγορική, περιγράφει συχνά το απερίγραπτο. Επινοώντας λέξεις και γλωσσικές δομές πρωτόγνωρες, μετατρέποντας συχνά τον πεζό λόγο σε ποιητικό, καταφέρνει να αποδώσει την απάνθρωπη και ζοφερή ζωή των ανθρώπων εκείνων που βρέθηκαν τότε στα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. (ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ) 

****

Η μητέρα του κλαίει καθώς τον αποχαιρετά αλλά η γιαγιά του τού λέει: ΞΕΡΩ ΟΤΙ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ.



Μ’αυτά τα λόγια ν’αντηχούν στ’αυτιά του και με την ελπίδα στην καρδιά, ξεκινά το 1945 σε ηλικία 17 ετών ο Λέο, ο ήρωας του βιβλίου «Ο άγγελος της πείνας» της Χέρτα Μύλλερ (Nόμπελ Λογοτεχνίας 2009) για ένα σοβιετικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας στην Ουκρανία.

Μαζί με άλλους Γερμανούς μιας μειονότητας που ζούσε στη Ρουμανία, θα οδηγηθεί εκεί για να εργαστεί στις χειρότερες και πιο βαριές δουλειές, θα γίνει μάρτυρας της απανθρωπιάς ορισμένων συμπολιτών του αλλά και της καλωσύνης κάποιων αγνώστων. Η εξοντωτική καθημερινή εργασία θα διαρκέσει πολλά χρόνια, ο Λέο και οι γείτονές του θα ξεχάσουν ότι κάποτε υπήρξαν άνθρωποι και όχι γαϊδούρια που κουβαλάνε τσιμέντα και χαλίκι και κάρβουνο, που ζητιανεύουν στις αγορές για ένα ξεροκόμματο, που κρύβουν τα λιγοστά προσωπικά αντικείμενα, τα οποία έφεραν μαζί τους, σαν θησαυρούς από ένα ξεχασμένο παρελθόν. Ένα παρελθόν που δεν θέλουν να το αναπολούν γιατί τους πονάει. Εδώ δεν έχουν οικογένεια, δεν έχουν φίλους, και δεν ξέρουν πόσο θα κρατήσει αυτό το μαρτύριο.

Το μαρτύριο της πείνας.

Ο άγγελος της πείνας καραδοκεί πάνω απ’τα κεφάλια τους και περιμένει να τους βρει εντελώς αδύναμους για να τους πάρει μαζί του.

Ο άγγελος της πείνας σκαρφαλώνει στον ουρανίσκο μου και κρεμάει την ζυγαριά του, λέει ο Λέο.

Και εξηγεί με περισσότερες λεπτομέρειες:

Όλοι πέφτουμε στην παγίδα του ψωμιού.

Στην παγίδα του να μείνουμε εγκρατείς στο πρωινό, στην παγίδα του ν’ανταλλάξουμε ψωμιά στο βραδινό, στην παγίδα του να φυλάξουμε ψωμί κάτω απ’τα μαξιλάρια μας τη νύχτα. Η χειρότερη παγίδα που σου στήνει ο άγγελος της πείνας είναι να μείνεις εγκρατής: να πεινάς και να έχεις ψωμί αλλά να αρνηθείς να το φας. Να φανείς σκληρός απέναντι στον εαυτό σου, πιο σκληρός κι απ’το παγωμένο ώς το βάθος του έδαφος. Κάθε πρωί ο άγγελος της πείνας λέει: Σκέψου το βράδυ.

Και το βράδυ, πάνω απ’τη λαχανόσουπα, γίνεται η ανταλλαγή του ψωμιού, γιατί το ψωμί το δικό σου πάντα σου φαίνεται λιγότερο από των άλλων. Κι αυτό ισχύει για όλους.

Τέτοιες περιγραφές του ψωμιού ως ύψιστης πολυτέλειας έχουμε διαβάσει και αλλού, ήταν κοινός τόπος φαίνεται στα χιτλερικά και στα σταλινικά στρατόπεδα το να προσπαθείς να επιβιώσεις μ’ένα κομματάκι ψωμί και λίγη σούπα μετά από μια ολόκληρη μέρα σκληρής εργασίας σε θερμοκρασίες υπό το μηδέν.

Για να γράψει αυτό το βιβλίο με ήρωα τον νεαρό ομοφυλόφιλο Λέο, η Χέρτα Μύλλερ βασίστηκε σε μια αληθινή ιστορία, κρατώντας λεπτομερείς σημειώσεις απ’όσα της διηγήθηκε ο λογοτέχνης Όσκαρ Πάστιορ. Ο Πάστιορ ήταν ο Λέο, ενώ και η μητέρα της Μύλλερ είχε οδηγηθεί στα ίδια στρατόπεδα όπου πέρασε πέντε μαρτυρικά χρόνια όπως και άλλοι 70 χιλιάδες Γερμανοί της Ρουμανίας. (ολόκληρη η παρουσίαση εδώ)

****

Το κατόρθωμα της Μύλερ έγκειται στο γεγονός ότι η βαθύτατη ευαισθησία της συμβαδίζει με την ψυχραιμία της πάνω στο λεπτότατο σχοινί του τραγικού,. Όλο το κείμενο διακατέχεται από μια αναπάντεχη νηφαλιότητα που ειρηνεύει τον αναγνώστη, ακόμη κι όταν διαβάζει γεγονότα ιδιαίτερης σκληρότητας. Εκεί που το συμβάν είναι βαρύ σα μολύβι οι λέξεις της γίνονται μικρά αστραφτερά διαμάντια. Η ύλη: ο άνθρακας, η κίτρινη άμμος, οι τσιμεντόλιθοι, τα δέκα ρούβλια, γίνονται τίτλοι κεφαλαίων που ξεκινάς να διαβάζεις ολότελα ανυποψίαστος γι’ αυτό που θα συναντήσεις. Διότι αυτό που συναντάς διαπνέεται ολοκληρωτικά από έναν ατελεύτητο ερωτισμό.


Ο χρόνος μεταπηδά απροειδοποίητα από το παρόν στο παρεθλόν, από διαρκείας γίνεται στιγμιαίος, από αιωνιότητα στιγμή. Η Μύλερ ενώνει τα πάντα δίχως ίχνος κόμπλεξ. Αυτό, μόνον η ποίηση μπορεί να το κατορθώσει δίχως να θυσιάσει το νόημα στην έμπνευση ή το αντίθετο.


Μήπως, λοιπόν, “Ο άγγελος της πείνας” είναι στην πραγματικότητα ένα μακροσκελές ποίημα; Ένα κατ’ επίφασιν μυθιστόρημα που σεβόμενο τον τρόμο των θνητών μπροστά στην ποίηση, φόρεσε τη μάσκα του πεζού λόγου για να τρυπώσει υπογείως στην απαρηγόρητη ζωή μας προκειμένου να την παρηγορήσει;


Αντί απάντησης και επιλόγου, παραθέτω τρία αποσπάσματα. 


“Οι λέξεις που περιγράφουν την πείνα, όπως και οι λέξεις που περιγράφουν φαγητά, επικρατούν στους διαλόγους, κι ωστόσο παραμένεις μόνος. Καθένας τρώει μόνος του τις λέξεις του. Η συμμετοχή στην πείνα των άλλων είναι μηδενική, δε γίνεται να συμμετάσχεις στην πείνα. Η λαχανόσουπα ως βασικό φαγητό ήταν η θεμελιώδης αιτία για να χάνεις τη σάρκα από το σώμα σου και τα λογικά από το κεφάλι σου. Ο άγγελος της πείνας τριγυρνούσε σαν υστερικός. Έχανε κάθε μέτρο, μεγάλωνε μέσα σε μια μέρα τόσο πολύ όσο δε ψηλώνει το χορτάρι ένα ολόκληρο καλοκαίρι ή το χιόνι έναν ολόκληρο χειμώνα. Τόσο πολύ ίσως όσο ψηλώνει ένα ψηλό μυτερό δέντρο σε όλη του τη ζωή. Μου φαίνεται πως ο άγγελος της πείνας δε μεγάλωνε απλώς, πολλαπλασιαζόταν. Παρείχε στον καθένα το δικό του, το προσωπικό του μαρτύριο, παρόλο που όλοι μοιάζαμε μεταξύ μας. Αφού με το τρισυπόστατο που αποτελούν το πετσί, το κόκκαλο και το νερό που προκαλεί δυστροφία, οι άντρες και οι γυναίκες δεν ξεχωρίζουν πια μεταξύ τους κι οι γενετήσιες ορμές καταστέλλονται. Συνεχίζεις βέβαια να λες Ο και Η, όπως λες ο γλόμπος και η χτένα. Όπως αυτά, έτσι κι οι μισοπεθαμένοι από την πείνα δεν είναι γένους ούτε αρσενικού ούτε θηλυκού παρά αντικειμενικά άφυλοι σαν αντικείμενα, -προφανώς ουδέτεροι.


… όλα όσα έκανα πεινούσαν. Κάθε αντικείμενο ισούται ως προς το ύψος, το βάρος, το μήκος και το χρώμα με τις διαστάσεις της πείνας μου. Ανάμεσα στην ουράνια σκεπή και στη σκόνη της γης, κάθε τόπος μυρίζει από ένα διαφορετικό φαγητό. Ο κεντρικός δρόμος του στρατοπέδου μύριζε καραμέλα, η είσοδος του στρατοπέδου φρεσκοψημένο ψωμί, ο δρόμος από το στρατόπεδο μέχρι το εργοστάσιο ζεστά βερύκοκα, ο ξύλινος φράχτης του εργοστασίου ζαχαρωμένα αμύγδαλα, η είσοδος του εργοστασίου ομελέτα…

… Ήταν μαγεία και μαρτύριο. Ακόμα κι ο αέρας έτρεφε την πείνα, ύφαινε ορατό φαγητό, καθόλου αφηρημένο…”


“Πώς κυκλοφορεί κανείς στον κόσμο όταν δεν μπορεί να πεί τίποτε άλλο για τον εαυτό του παρά μόνον ότι πεινάει. Όταν δεν μπορεί να σκεφτεί πια τίποτε άλλο. Ο ουρανίσκος είναι μεγαλύτερος από το κεφάλι, ένας θόλος ψηλός και διαπερατός, που φτάνει μέχρι ψηλά στο κρανίο. Όταν κανείς δεν αντέχει άλλο την πείνα, ο ουρανίσκος του τον τραβάει σάμπως πίσω από το πρόσωπο να του έχουν τεντώσει ένα φρέσκο λαγοτόμαρο για να στεγνώσει. Τα μάγουλα ξεραίνονται και καλύπτονται μ’ ένα χνούδι…”


“Τα ταξίδια είναι πάντα ευτυχία.


Πρώτον: Όσο ταξιδεύεις, ακόμα δεν έχεις φτάσει. Όσο δεν έχεις φτάσει δεν χρειάζεται να δουλεύεις. Το ταξίδι είναι περίοδος χάριτος.


Δεύτερον: Όταν ταξιδεύεις, φτάνεις σε μια περιοχή που δε νοιάζεται καθόλου για σένα…”

(ολόκληρη η κριτική εδώ)

Κυριακή 23 Μαΐου 2021

EMILY ST. JOHN MANDEL (2021), ΤΟ ΓΥΑΛΙΝΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ, Μετάφραση: Βάσια Τζανακάκη, Αθήνα: Ίκαρος

 


Η ΒΙΝΣΕΝΤ εργάζεται στο Ξενοδοχείο Κάιετ, ένα παλάτι πέντε αστέρων από γυαλί και κέδρο, στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας. Το βράδυ που γνωρίζει τον Τζόναθαν Αλκάιτις, στην τζαμαρία του ξενοδοχείου εμφανίζεται ένα απειλητικό μήνυμα: Πρόσεχε μην καταπιείς κανένα σπασμένο γυαλί.

ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΕΠΟΧΗ στο Μανχάταν ο Αλκάιτις απολαμβάνει τα κέρδη μιας καλοστημένης επενδυτικής απάτης, μεταφέροντας ανύπαρκτα χρηματικά ποσά μεταξύ των λογαριασμών των πελατών του. Όταν η επιχείρηση καταρρέει, αφανίζοντας περιουσίες και καταστρέφοντας ανθρώπινες ζωές, η Βίνσεντ -που παρίστανε τη σύζυγό του- εξαφανίζεται μέσα στη νύχτα. Χρόνια μετά ένα από τα θύματα της απάτης του Αλκάιτις προσλαμβάνεται για να διερευνήσει την παράξενη εξαφάνιση μιας γυναίκας από το κατάστρωμα ενός πλοίου.

Σε αυτή τη συναρπαστική ιστορία κρίσεων και επιβίωσης, η Emily St. John Mandel φωτίζει αθέατες πλευρές ενός μωσαϊκού που το συνθέτουν τα παραπήγματα των αστέγων, τα υπόγεια κλαμπ, η διεθνής ναυτιλία, οι παροχές των πολυτελών ξενοδοχείων, η ζωή σε μια ομοσπονδιακή φυλακή.

ΠΙΣΩ ΑΠΟ την απρόσμενη ομορφιά του, το Γυάλινο ξενοδοχείο κρύβει την απληστία και την ενοχή, την αγάπη και την αυταπάτη, φαντάσματα και ανεξέλεγκτες συνέπειες· τους αμέτρητους τρόπους που μπορεί κανείς να αναζητήσει το νόημα της ζωής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

****

Πόσο εύκολο είναι να αλλάξει κανείς ολοκληρωτικά τη ζωή του; Να μεταπηδήσει από μια οικονομική κατάσταση σε μια άλλη εκ διαμέτρου αντίθετη; Υπάρχουν ευκαιρίες για να συμβεί κάτι τέτοιο, πώς τις διακρίνει κανείς και, κυρίως, πώς μπορεί να τις εκμεταλλευτεί με τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα; Μέχρι ποιο σημείο μπορεί κανείς να βλάψει, με ελαφριά καρδιά, έναν γνωστό, φίλο ή συγγενή, για να πετύχει τον στόχο του; Και πόσο έτοιμος θα είναι να πληρώσει το ανάλογο τίμημα, αν στην πορεία υπάρξουν ανατροπές; 

Η ευκαιρία

Bρισκόμαστε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο στη Νήσο Βανκούβερ της Βρετανικής Κολομβίας. Φτιαγμένο από γυαλί και ξύλο κέδρου, σε μια τοποθεσία στη μέση του πουθενά, όπου υπάρχει πρόσβαση μόνο με σκάφος, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Φιλοξενεί ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να πραγματοποιήσουν μια προσωρινή απόδραση από τον κόσμο. Η Βίνσεντ, μια κοπέλα αντισυμβατική και ανεξάρτητη, που έχασε πρόσφατα τη μητέρα της και ο ετεροθαλής αδελφός της ο Πολ, που μπαινοβγαίνει σε κέντρα απεξάρτησης, εργάζονται στο συγκεκριμένο ξενοδοχείο. Ο Αλκάιτις, ένας πλούσιος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου και διοργανωτής οικονομικών πυραμίδων, ψάχνει μια όμορφη κοπέλα για να την παρουσιάζει ως σύζυγό του. Επισκέπτεται το ξενοδοχείο για να αλιεύσει πιθανούς πελάτες κι εκεί θα γνωρίσει τη νεαρή υπάλληλο. Για κάποιον περίεργο λόγο, η Βίνσεντ –η οποία έχει καταφέρει και πληρώνει μόνη της το ενοίκιο του διαμερίσματός της από τα δεκαεφτά–, θα ακολουθήσει αυτόν τον κατά πολύ μεγαλύτερό της άντρα. Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά. Κι όταν έρχεται η ανατροπή και όλα καταρρέουν, οι ζωές των εμπλεκομένων στις ύποπτες επιχειρήσεις του Αλκάιτις καταστρέφονται. 

Και γύρω από τους δύο πρωταγωνιστές, ένα πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι ηθελημένα ή αθέλητα εμπλέκονται στις απάτες του Αλκάιτις και ενώ προέρχονται από διαφορετικούς επαγγελματικούς χώρους, έχουν ένα κοινό στοιχείο που τους συνδέει: ψάχνουν μια ευκαιρία για να βελτιώσουν τη ζωή τους ή να την αλλάξουν ολοκληρωτικά.

Μερικά χρόνια αργότερα, μια γυναίκα εξαφανίζεται από το κατάστρωμα ενός πλοίου. Είναι η ίδια γυναίκα, που μετά την οικονομική καταστροφή, αποφασίζει να εγκαταλείψει τη στεριά, να ζει ταξιδεύοντας διαρκώς και να δουλεύει ως βοηθός μάγειρα σε καράβι.  

Αντιθέσεις 

Η συγγραφέας στο μυθιστόρημά της (σε πολύ καλή μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη) κινείται με ευελιξία μεταξύ δύο εντελώς διαφορετικών κόσμων. Μας ξεναγεί στα υπόγεια κλαμπ και στα εξαθλιωμένα καταλύματα ανθρώπων του περιθωρίου, αλλά παράλληλα μας δείχνει και την άλλη όψη του νομίσματος. Πολυτελή ξενοδοχεία, πανάκριβες κατοικίες και έναν τρόπο ζωής μόνο για λίγους. Και περιέργως, οι περισσότεροι από τους ήρωες του βιβλίου, διαθέτουν εμπειρίες και των δύο κόσμων. Άνθρωποι που μέχρι πρότινος ζούσαν στη χλιδή και μπορούσαν να ικανοποιούν κάθε τους επιθυμία, καταλήγουν να βιοπορίζονται με ελάχιστα, να ζουν σε τροχόσπιτο ή, ακόμα χειρότερα, να ζουν στη φυλακή. Κι ενώ το πέρασμα από μια δύσκολη ζωή σε μια άλλη άνετη κι ευχάριστη, δεν παρουσιάζει δυσκολίες, καθώς εύκολα κανείς προσαρμόζεται σε κάτι καλύτερο από αυτό που βίωνε πριν, η αντίστροφη πορεία είναι αρκετά έως πολύ επώδυνη και ο καθένας αντιδρά διαφορετικά σε αυτή την αλλαγή. 

Βλέποντας τη ζωή μέσα από φακό

Η Βίνσεντ από παιδί έχει την τάση να μαγνητοσκοπεί ό,τι υπάρχει γύρω της, φτιάχνοντας πολυάριθμα αλλά μικρής διάρκειας βίντεο, και αυτός είναι ο τρόπος της να αντιμετωπίζει τις ιδιότυπες συνθήκες της ζωής της: την απομόνωση στη φύση από επιλογή της μητέρας της, την απουσία του πατέρα καθώς εκείνος βρίσκεται σε άλλο γάμο, την απώλεια της μητέρας πριν ακόμα η Βίνσεντ ενηλικιωθεί, την αδυναμία σύναψης ουσιαστικής σχέσης με τον ετεροθαλή αδελφό της. «Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται». 

Ένας αντίστοιχος μηχανισμός άμυνας των ηρώων του βιβλίου είναι να ζουν με τη φαντασία τους σε μια άλλη ζωή, εντελώς διαφορετική, σε εκείνη τη ζωή που θα ζούσαν αν είχαν κάνει άλλες επιλογές. Επίσης να επικοινωνούν με ανθρώπους που δεν ζουν πια, αλλά υπήρξαν σημαντικοί στη ζωή τους, ή με ανθρώπους για τους οποίους νιώθουν υπεύθυνοι για τον θάνατό τους. Αισθάνονται λοιπόν την παρουσία τους στον χώρο και βλέπουν φευγαλέα την εικόνα τους, είτε γιατί με τον τρόπο αυτό παίρνουν δύναμη από αυτούς είτε γιατί προσπαθούν να εξιλεωθούν απέναντί τους, λέγοντάς τους ό,τι δεν τους είχαν πει όσο οι άνθρωποι αυτοί ήταν εν ζωή. 

Η αφήγηση είναι τριτοπρόσωπη με μεταβλητή εστίαση, ανάλογα με τον πρωταγωνιστή του κάθε κεφαλαίου. Μόνο στην αρχή και στο τέλος έχουμε δύο μικρά μέρη σε πρώτο πρόσωπο. Είναι η φωνή της Βίνσεντ που καθοδηγεί με κάποιον τρόπο τη συγγραφέα για την αφηγηματική τεχνική που θα χρησιμοποιήσει για να πει την ιστορία της. Ξεκινά από το τέλος, από το τώρα και επιστρέφει στο παρελθόν ξανά και ξανά, στις χρονιές που υπήρξαν καθοριστικές για τη ζωή των ηρώων της. 

«Ο φακός μπορεί να λειτουργήσει σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εσένα και στον κόσμο όταν ο κόσμος μερικές φορές δεν αντέχεται». 

Διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καταδύεται μαζί του στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, εξερευνώντας την πορεία που ακολουθεί κανείς, τους συμβιβασμούς και τις θυσίες που μπορεί να κάνει μόνο και μόνο για να βγει από μια μίζερη ζωή, και, κυρίως, αποτυπώνοντας τη δυσκολία του καθενός να βρει τι είναι γι’ αυτόν σημαντικό στη ζωή.


* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.

EMILY ST. JOHN MANDEL (2018), ΣΤΑΘΜΟΣ ΕΝΤΕΚΑ, Μετάφραση Βάσια Τζανακάκη, Αθήνα: Ίκαρος

 Ο Σταθμός Έντεκα είναι ένα υποβλητικό μυθιστόρημα, σκοτεινό και ελεγειακό, μα συνάμα νοσταλγικό, λαμπερό και αισιόδοξο.

Μια χιονισμένη νύχτα, ο Άρθουρ Λιάντερ, διάσημος ηθοποιός του Χόλιγουντ, παθαίνει καρδιακή προσβολή πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας παράστασης του Βασιλιά Ληρ.

Ο Τζίβαν Σόντρι, ένας νεαρός παπαράτσι που σπουδάζει νοσηλευτική, βρίσκεται στο κοινό και σπεύδει να βοηθήσει, υπό το βλέμμα μιας οχτάχρονης ηθοποιού, της Κίρστεν Ρεϊμόντ. Όμως, παρά τις προσπάθειές του, ο Άρθουρ καταλήγει νεκρός. Καθώς ο Τζίβαν γυρίζει σπίτι, διασχίζοντας το χιονισμένο Τορόντο, πληροφορείται ότι έχει ξεσπάσει μια θανατηφόρα γρίπη που εξαπλώνεται ραγδαία. Αποφασίζει να οχυρωθεί στο διαμέρισμα του αδερφού του, σε έναν ουρανοξύστη, απ' όπου παρατηρεί τον κόσμο, όπως τον ήξερε, να καταρρέει.

Είκοσι χρόνια αργότερα, η Κίρστεν είναι ηθοποιός στην Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια ομάδα ηθοποιών και μουσικών που ταξιδεύει στους οικισμούς του αλλαγμένου πια κόσμου, ανεβάζοντας Σαίξπηρ και παίζοντας μουσική. Η ζωή τους είναι ένας καθημερινός αγώνας επιβίωσης, καθώς οι αναμνήσεις τους μπλέκονται επώδυνα με τη νέα τους πραγματικότητα, ενώ το κακό μπορεί να καραδοκεί παντού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)


Ξεκίνησα τον «Σταθμό Έντεκα» της Έμιλυ Μάντελ με μεγάλο ενθουσιασμό γιατί ανήκει στο είδος που μου αρέσει να διαβάζω – και να γράφω εδώ που τα λέμε. Στην αρχή ενθουσιάστηκα, η ιδέα ήταν εξαιρετική και ο ήπιος χειρισμός της έδινε μια διαφορετική νότα. Έπειτα ένιωσα σε κάποια σημεία το νεαρό της ηλικίας της συγγραφέως, πως δεν έχει αρκετά διαβάσματα πίσω της για να υποστηρίξει τα κομμάτια δρόμου, ας πούμε. Και μετά, ξαναχάθηκα στην μαγεία του βιβλίου, το τελείωσα γρήγορα και τελικά αποφάσισα πως είναι του γούστου μου. 

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Μια πανδημία γρίπης σαρώνει την Γη και το 99% του πληθυσμού πεθαίνει μέσα στις πρώτες δύο μέρες. Όλα ξεκινούν όταν ο διάσημος ηθοποιός Άρθουρ Λιάντερ παθαίνει ανακοπή επί σκηνής, ενώ παίζει βασιλιά Ληρ. Ένας άνθρωπος από το κοινό πετάγεται και του κάνει τεχνητή αναπνοή. Μέσα από τα δικά του μάτια θα δούμε τις πρώτες μέρες της καταστροφής. Και μέσα από τα μάτια ενός μικρού κοριτσιού που συμμετείχε στην παράσταση, θα δούμε τι γίνεται είκοσι χρόνια μετά, σε έναν κόσμο χωρίς ρεύμα και τρεχούμενο νερό, χωρίς βενζίνη, που δεν είναι πρωτόγονος, αλλά δεν μπορεί και να λειτουργήσει πια ως σύγχρονος. Σε έναν κόσμο σε αναμονή. 

Η εξαιρετική έμπνευση της Μαντέλ είναι τα συνεχή φλασμπακ στην ζωή πριν την γρίπη και η απόφαση να ακολουθήσει τους χαρακτήρες της, να μην αφεθεί μόνον στην γοητεία του μετα- αποκαλυπτικού κόσμου που στήνει. Σε κάποια σημεία- αυτά του δρόμου- φαίνεται ένα έλλειμμα σε υπόβαθρο και διαβάσματα, σαν να μην έχει η συγγραφέας κατά νου τα Σταφύλια της οργής, σαν να μην έχει διαβάσει Μακάρθυ. Αυτά είναι και τα πιο αδύναμα. Όλα τα υπόλοιπα όμως είναι εξαιρετικά, ένα μεγάλο πανηγύρι χαρακτήρων και σκηνικού. 

Στα καλά μετά-αποκαλυπτικά βιβλία, όπως αυτό, οι κανόνες υπάρχουν με σαφήνεια στο κεφάλι του συγγραφέα, ο αναγνώστης δεν νιώθει πουθενά να τον «κλέβουν», να του εμφανίζουν έναν λαγό μέσα από το καπέλο. Στα καλά βιβλία φαντασίας δεν χρειάζεται από μηχανής θεός. Κι εδώ δεν υπάρχει. Ευτυχώς. Όπως δεν είναι απαραίτητος ο διδακτισμός. Η Μάντελ μας μιλά για την τέχνη- επιλέγει να ακολουθήσει την Περιπλανώμενη Συμφωνία, μια κομπανία μουσικών και ηθοποιών που παίζουν μόνο Σαιξπηρ για να μας δείξει τον νέο κόσμο- με εξαιρετική λεπτότητα, χωρίς σνομπισμούς. Με αληθινή αγάπη. Και πίστη. Πως η τέχνη ακόμα και σε τέτοιες συνθήκες θα επιβιώσει. Όπως επιβίωσε ο ίδιος ο Σαίξπηρ από την πανούκλα. 

Απόλαυσα τον «Σταθμό έντεκα», είναι ένα καλογραμμένο βιβλίο, χωρίς περιττές γλωσσικές ακροβασίες, που χειρίζεται με μαεστρία το θέμα του χρόνου, του χώρου και της ανθρώπινης φύσης. Η Έμιλυ Μαντέλ είναι εξαιρετική στον στήσιμο των χαρακτήρων και μας δίνει το βασικό θέμα, αυτό της ματαίωσης των προσδοκιών και των ονείρων των ηρώων της, τόσο γλυκά, που σχεδόν ξεχνάμε τον ορυμαγδό γύρω τους. 

                                                                                 Κατερίνα Μαλακατέ

ΚΑΖΟΥΟ ΙΣΙΓΚΟΥΡΟ (2021), Η ΚΛΑΡΑ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ, Αθήνα: Ψυχογιός



Στο πρώτο μυθιστόρημά του μετά τη βράβευσή του με το Νομπέλ (2017), ο Καζούο Ισιγκούρο αφηγείται την ιστορία της Κλάρας, μιας Τεχνητής Φίλης με εκπληκτική παρατηρητικότητα και ιδιαίτερη ευαισθησία, η οποία από τη θέση της στο κατάστημα, όπου πωλείται, παρακολουθεί με προσοχή τη συμπεριφορά όσων έρχονται για να ρίξουν μια ματιά, αλλά και όσων περνούν απ' έξω, στον δρόμο. Και ελπίζει πως σύντομα κάποιος θα τη διαλέξει.

Ένα βαθιά συγκινητικό βιβλίο που μας προσφέρει μια μοναδική άποψη του διαρκώς μεταβαλλόμενου κόσμου μας μέσα από τα μάτια μιας αξέχαστης αφηγήτριας. Η αριστοτεχνικά συγκρατημένη πρόζα του Ισιγκούρο ενισχύει τη συναισθηματική δύναμη και τη σπάνια τρυφερότητα του κειμένου, που διερευνά το πλέον θεμελιώδες ερώτημα: Τι σημαίνει στ' αλήθεια ν' αγαπάς; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

"Ένα παραμύθι για έναν μοναχικό κόσμο που ψυχορραγεί, ο οποίος φαίνεται να μην απέχει πολύ από την πραγματικότητά μας". (KIRKUS REVIEWS)

"Όπως και στα υπόλοιπα έργα του Ισιγκούρο, οι εσωτερικοί στοχασμοί των πρωταγωνιστών του μεταδίδουν ηχηρά μηνύματα. Οι χαμηλών τόνων αλλά διεισδυτικές παρατηρήσεις της Κλάρας για την ανθρώπινη φύση διαθέτουν μοναδική βαρύτητα... Αυτό το υπέροχο μυθιστόρημα, που υπερβαίνει κατηγοριοποιήσεις, είναι σκέτη απόλαυση". (PUBLISHERS WEEKLY)

«Μεγάλο μέρος της απόλαυσης που χαρίζει η ανάγνωση αυτού του μυθιστορήματος οφείλεται στην τεχνική του. Η ανάθεση της αφήγησης σε ένα ανθρωποειδές αποδεικνύεται παράξενη όσο και γοητευτική συνθήκη. Η Κλάρα είναι πλάσμα ευαίσθητο και νοήμον, που παρότι έχει την ικανότητα να συμπάσχει, να προσδοκά και να φοβάται, αναρωτιόμαστε διαρκώς σε ποιο βαθμό μετέχει βαθύτερα στις ανθρώπινες αγωνίες της ζωής και του θανάτου». (Κώστας Κατσουλάρης, bookpress.gr, 28/03/2021)

Βλ. παρουσίαση βιβλίου εδώ και εδώ

Τετάρτη 12 Μαΐου 2021

HANS FALLADA (2012), Ο ΠΟΤΗΣ, Μετάφραση Έμη Βαϊκούση, Αθήνα: Κίχλη


ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ '30. Ο Έρβιν και η Μάγδα Ζόμερ ζουν μια ήσυχη, ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή. Όλα όμως ανατρέπονται, όταν η επιχείρησή τους παίρνει την κάτω βόλτα, μετά την αποχώρηση της δραστήριας και δυναμικής Μάγδας. Η δυσμενής αυτή εξέλιξη κλονίζει τον γάμο τους συθέμελα και τελικά συνθλίβει τον Έρβιν, ο οποίος γυρίζει την πλάτη στην πραγματικότητα και καταφεύγει στο ποτό. Το αλκοόλ αμβλύνει ένα αίσθημα αδυναμίας που τον κατέτρυχε ανέκαθεν, του προσφέρει διαφυγή από την πεζή, απονεκρωμένη καθημερινότητα, που ασφυκτιά μέσα σ' ένα σύστημα άτεγκτων γερμανικών κανόνων, και του αποκαλύπτει την απόλαυση που μπορεί να προσφέρει το ανοιξιάτικο ξύπνημα της φύσης αλλά και της καταπιεσμένης του σεξουαλικότητας. Παρασυρμένος από τη μέθη που του προκαλεί η ανακάλυψη πρωτόγνωρων εμπειριών, παραπαίοντας ανάμεσα στην ενοχή που συνεπάγεται η απώλεια της αστικής αξιοπρέπειας και στην ηδονή που νιώθει τσαλαπατώντας την, αποξενώνεται από το οικογενειακό και κοινωνικό του περιβάλλον έρμαιο πλέον ενός ανεξέλεγκτου αλκοολισμού, θύμα των ανθρώπων του υποκόσμου που συναναστρέφεται, συλλαμβάνεται λόγω παραβατικής συμπεριφοράς και φυλακίζεται σε άσυλο.

Περιγράφοντας τις ψυχικές μεταπτώσεις του ήρωα, ο συγγραφέας σκηνοθετεί με δεξιοτεχνία τη συνάντηση του τραγικού με το κωμικό, με φόντο το ζοφερό άσυλο, μικρογραφία μιας κοινωνίας που βυθίζεται στη φρίκη του Ναζισμού. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Κεντρικό θέμα του μυθιστορήματος δεν είναι στην πραγματικότητα ο αλκοολισμός όσο η αδυναμία του χαρακτήρα, η οποία συνιστά το υπόβαθρο κάθε εξάρτησης.

Όπως εκθέτει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στην πρώτη κιόλας παράγραφο ο ήρωας, είχε ανέκαθεν επίγνωση της αδυναμίας του χαρακτήρα του, την οποία φρόντιζε να κρύβει επιμελώς κάτω από ένα προσωπείο αυτοπεποίθησης. Ωστόσο η αδυναμία αυτή είχε παγιώσει μέσα του ένα ισχυρότατο σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στη σύζυγό του. Το συναίσθημα αυτό της μειονεξίας παρήγαγε με τη σειρά του ισχυρά ψυχικά φορτία επιθετικότητας, η οποία παρέμενε σε λανθάνουσα κατάσταση ως τη στιγμή που εκδηλώθηκε η συζυγική κρίση. Η επιθετικότητα απέρρεε βεβαίως από τη χρόνια αδυναμία του Έρβιν Ζόμερ να διεκδικεί με φυσιολογικό τρόπο στην καθημερινότητα της σχέσης την ισοτιμία εκείνη που είναι αναγκαία για τη διατήρηση του αισθήματος του αυτοσεβασμού.