Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2020

ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΠΟΛΛΑΠΛΩΝ ΔΕΞΙΟΤΗΤΩΝ

 Κορίτσια στο Αφγανιστάν δίνουν τις εξετάσεις εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο, με 37 βαθμούς θερμοκρασία τηρώντας τις οφειλόμενες στην επιδημία αποστάσεις καθισμένες στο χώμα.


Το πάθος τους για μόρφωση ξεπερνάει κάθε εμπόδιο. Η πανδημία, οι δύσκολες συνθήκες κατά την εξέταση, τα συντρίμμια και οι συνέπειες των ενόπλων συγκρούσεων, η πατριαρχικά δομημένη κοινωνία, δεν στάθηκαν ικανά να τις εμποδίσουν από το κυνήγι του ονείρου τους.



ΟΛΓΚΑ ΤΟΚΑΡΤΣΟΥΚ, ΤΟ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΚΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ

 



Ενα ασυνήθιστο και εξαιρετικά γοητευτικό μυθιστόρημα μας έρχεται από την Πολωνία. Και η συγγραφέας του Ολγκα Τοκάρτσουκ μας προετοιμάζει γι’ αυτό από την αρχή: «Το Αρχέγονο» λέει «βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος». «Αρχέγονο» είναι το όνομα ενός χωριού στην Πολωνία, όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση αυτού του θαυμάσιου μυθιστορήματος, όπου σε μόλις 272 σελίδες η Τοκάρτσουκ μάς εξιστορεί τη ζωή δύο οικογενειών, των Νιεμπίσκι και των Μπόσκι, καλύπτοντας τρεις γενιές – και μια χρονική περίοδο που αρχίζει το 1914 και τελειώνει τη δεκαετία του 1980 με το κίνημα της «Αλληλεγγύης».

Αφού το χωριό «βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος», είναι επόμενο να το φυλάνε οι αρχάγγελοι Ραφαήλ, Γαβριήλ, Μιχαήλ και Ουριήλ. Ολοκληρώνοντας ωστόσο την ανάγνωση του βιβλίου καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι αυτό το χωριό, όπως το παρουσιάζει η συγγραφέας, δεν είναι παρά ένας μικρόκοσμος της Κεντρικής Ευρώπης.
Ποιοι είναι όμως οι «άλλοι καιροί» του τίτλου; Καιρός εδώ είναι ο χρόνος που η Τοκάρτσουκ μάς τον δίνει τμηματικά. Τα πάντα έχουν τον χρόνο τους: οι χαρακτήρες, ο Θεός, τα περιβόλια, τα ζώα και τα φυτά, ακόμη και τα άψυχα. Και ο κάθε «καιρός» δίνεται χωριστά σε σύντομα κεφάλαια που φαντάζουν αυτόνομα αλλά διαθέτουν εσωτερική συνοχή και διαμορφώνουν το χρονικό 80 ετών που συνοψίζει τη συλλογική μνήμη και την παράδοση μιας χώρας και μιας ιστορικής εποχής σε μεγάλο βάθος χρόνου.

Ηπαράδοση είναι η εβραιοχριστιανική – και άρα όχι μόνο πολωνική. Η εποχή είναι γενικότερα ευρωπαϊκή και οι χαρακτήρες της Τοκάρτσουκ προσπαθούν να βρουν το νόημα της ύπαρξής τους αναλύοντας αρχέτυπα και σύμβολα. (Επί του προκειμένου η επίδραση του Καρλ Γιουνγκ είναι φανερή – αφομοιωμένη εν τούτοις.) Οσο για τη ζωή της φύσης και για την ανθοφορία, δεν είναι απλές περιγραφές της αγροτικής ζωής αλλά μια πολλαπλή αλληγορία για το νόημα της ύπαρξης.

Μαγικός ρεαλισμός
Κάποιοι κριτικοί εντόπισαν επιδράσεις του λατινοαμερικανικού μαγικού ρεαλισμού στο μυθιστόρημα. Η συγγραφέας διαφώνησε, όμως οι κριτικοί μάλλον έχουν δίκιο. Για παράδειγμα, το κεφάλαιο της σελ. 64 αρχίζει ως εξής: «Στην καλύβα της Σταχούλας στο Βιντίματς έμεναν ένα φίδι, μια κουκουβάγια κι ένα περδικογέρακο. Τα ζωντανά αυτά δεν διασταυρώνονταν ποτέ. Το φίδι ζούσε στην κουζίνα, δίπλα στη φωτιά, όπου η Σταχούλα τού έβαζε ένα πιατάκι με γάλα. Η κουκουβάγια καθόταν στο πατάρι, στη γωνία πίσω από ένα χτισμένο παράθυρο. Εμοιαζε με αγαλματίδιο. Το περδικογέρακο είχε βολευτεί στη σκεπή, στο ψηλότερο σημείο του μικρού σπιτιού, αλλά το πραγματικό του σπίτι ήταν ο ουρανός». Η παράγραφος μοιάζει σαν να γράφτηκε για να καταλήξει στην τελευταία πρόταση που την απογειώνει.
Το κεφάλαιο Ο καιρός του βαρόνου Ποπιέλσκι της σελ. 163 θα μπορούσε κάλλιστα να είναι διήγημα του Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Και η παρακάτω παράγραφος (σελ. 84) είναι σαν να έχει αποσπαστεί από διήγημα του Αργεντινού: «Ο γερο-Μπόσκι πέρασε όλη του τη ζωή στη στέγη του παλατιού. Το παλάτι ήταν τεράστιο, οπότε τεράστια ήταν και η στέγη του – γεμάτη λοξές γραμμές, κλίσεις και γωνίες. Και όλα αυτά ήταν καλυμμένα με όμορφα ξύλινα κεραμίδια. Αν διέλυε κανείς τη στέγη και την άπλωνε στο έδαφος, θα καλυπτόταν όλη η γη που είχε στην ιδιοκτησία του ο Μπόσκι».
Η μεταμόρφωση της πραγματικότητας, των εικόνων που πατούν στη γη και στο τέλος ανεβαίνουν προς τον ουρανό ή μεταφέρονται στον κόσμο της φαντασίας και του αόρατου είναι το κύριο γνώρισμα της αφηγηματικής γοητείας της συγγραφέως αλλά και της γλωσσικής της ποιότητας: η αντίστιξη πραγματικότητας και φαντασίας ή πιο σωστά η μετάβαση από την εικόνα στην προβολή της και από το πραγματικό στο μεταφυσικό ρίγος.
Καθώς προχωρείς στην ανάγνωση δεν μπορείς να μην ανακαλέσεις το Μακόντο στο Εκατό χρόνια μοναξιά του Γκαρσία Μάρκες ή ακόμη και να το συγκρίνεις με το Αρχέγονο της Τοκάρτσουκ.
Το Αρχέγονο, όπως και το Μακόντο, είναι ένας τόπος φανταστικός και ταυτοχρόνως πραγματικός, όπου όλα ταιριάζουν μεταξύ τους κι εξηγούνται όπως στα παραμύθια – αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με παραμύθι (ή αν το πούμε έτσι είναι παραμύθι για ενηλίκους), γιατί κάτω από το καθετί κρύβεται μια θλίψη.
Περιγραφική δύναμη
Η ποιητικότητα του βιβλίου συνδυάζεται θαυμάσια με την ακρίβεια των περιγραφών και την αδρότητα των χαρακτήρων. Δεκάδες πρόσωπα περνούν μέσα από την αφήγηση, πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενε κανείς σε ένα βιβλίο αυτού του μεγέθους, κι όμως ο αναγνώστης δύσκολα θα ξεχάσει τη Σταχούλα, την Γκενοβέφα, τον Μίχαλ Νιεμπιέσκι, τον βαρόνο Ποπιέλσκι, τη Μίσια, τον γερμανό αξιωματικό Κουρτ, τον Πνιγμένο Πλουστς, τον Ιζίντορ, τον Ιβάν Μούκτα και πλήθος άλλους.
Η περιγραφική δύναμη της Τοκάρτσουκ, γνώρισμα γνήσιου ταλέντου, είναι ασύγκριτη. Ακόμη και οι πιο παράξενες περιγραφές της μοιάζουν τελείως ρεαλιστικές. Οι πάντες και τα πάντα «μιλούν» σε αυτό το μυθιστόρημα. Οι άνθρωποι, τα δέντρα, οι ζωντανοί και οι νεκροί, που διατηρούν τη συνείδησή τους και μετά θάνατον, όπως ο Μπόσκι που «με το που πέθανε κατάλαβε… πως είχε πεθάνει με λανθασμένο και απρόσεκτο τρόπο, πως την ώρα που πέθαινε είχε χάσει τον δρόμο του και πως τώρα έπρεπε να τα ξαναπάρει όλα από την αρχή». ΓιατίΔιότι «μετά θάνατον οι άνθρωποι ανακάλυπταν το μυστικό της ζωής».
Το Αρχέγονο και άλλοι καιροί εκδόθηκε το 1996, όταν η συγγραφέας ήταν 34 ετών. Δεν είναι τυχαίο που υμνήθηκε από την κριτική και αγαπήθηκε από το κοινό. Ελπίζω να το απολαύσουν και οι αναγνώστες της χώρας μας στην αριστοτεχνική και εξόχως ποιητική μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου.

ΑΝΤΛΗΘΗΚΕ ΑΠΟ https://www.tovima.gr/2017/08/04/books-ideas/to-goiteytiko-arxegono-tis-olgka-tokartsoyk/

DAVIS NATALIE ZEMON, Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΑΡΤΙΝΟΥ ΓΚΕΡ

 




Στα 1540, στο Languedoc, ένας πλούσιος αγρότης εγκαταλείπει σπίτι, γυναίκα και παιδί και εξαφανίζεται. Επιστρέφει -ή τουλάχιστον αυτό πιστεύουν όλοι- μετά από λίγα χρόνια αλλά σύντομα η γυναίκα του υποστηρίζει ότι έπεσε θύμα εξαπάτησης και στέλνει στο δικαστήριο τον άνθρωπο που παρουσιάστηκε ως σύζυγός της. Στη δίκη, ο κατηγορούμενος σχεδόν πείθει τους δικαστές ότι είναι ο πραγματικός Μαρτίνος Γκερ μέχρι που -ως εκ θαύματος- ο αληθινός σύζυγος εμφανίζεται την τελευταία στιγμή. Η Natalie Zemon-Davis ανασύρει από τη λήθη αυτή την απίστευτη αλλά αληθινή ιστορία για να προσεγγίσει με ευαισθησία και πρωτοτυπία τις αγροτικές κοινωνίες του 16ου αιώνα, στάσεις, νοοτροπίες, ταυτότητες και συμπεριφορές αλλά και για να μας θυμίσει, με την πλούσια, ζωντανή, πραγματικά συναρπαστική γραφή της, ότι η ιστορική γνώση μπορεί να συνυπάρξει δημιουργικά με την αισθητική απόλαυση που προσφέρει ένα θαυμάσιο αφήγημα. Ένα βιβλίο-σταθμός στη σύγχρονη ιστοριογραφία που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες σ' όλο τον κόσμο και μια ιστορία-θρύλος που γνώρισε πρόσφατα δύο επιτυχημένες κινηματογραφικές εκδοχές (Le retour de Martin Guerre με τον Gerard Depardieu και Sommerthby με τον Richard Gere). (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΜΗΤΡΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ & ΕΞΙΛΕΩΣΗ


Η μητρική τιμωρία και η προσπάθεια εξιλέωσης σε δυο αγαπημένα κείμενα που συνομιλούν αναπάντεχα: Οικογενειακό κειμήλιο της Βάσας Ξανθάκη Σολωμού και Χαρράγκα του Mahi Binebine.

Τα σχετικά αποσπάσματα από το πρώτο, που προηγείται χρονικά (1993), αναφέρονται στον ζωγράφο μάστρο-Ευστάθιο, "που είχε κομμένα δάκτυλα και στα δυο του χέρια και κρατούσε το πινέλο με τη γροθιά του σαν σπαθί".
"Ο Στρατής βυθισμένος στο όραμά του άπλωνε πια τη σύνθεσή του όπου λάχαινε, χρησιμοποιώντας έξω απ΄το τετράδιό του αποκόμματα υφασμάτων, ενώ η γλώσσα του τώρα έκανε τον καλπασμό του αλόγου κλαπ κλάπ κλαπ... Οι καρέκλες μας έφτιαναν γι' αυτόν κλειστό σκηνικό, η φαντασία και τα μολύβια οργίαζαν εκεί μέσα, το ανεξήγητο έπαιρνε σχήμα, το άπιαστο λογική γραμμούλα, σε μια στιγμή μάλιστα μου άρπαξε το ποδάρι μουρμουρίζοντας θυμωμένα: "Τώρα θα δεις! Να πας στο χωριό σου! Να σου φορούν ένα μόνο ρούχο το χειμώνα και να τρως αποζυμάρια..." Του δίνω μια κλωτσιά: "Στρατή κάτσε φρόνιμα! Δεν είμαι εγώ η Νυφούλα. Παράτα το ποδάρι μου!" "Τι λες εσύ εκεί;" μου κάνει η κυρία Άννα [η μητέρα του]. Και σε λίγο πιο δυνατά: "Ασπασία, μην τραβάς το μανίκι!" "Ποιο μανίκι κυρία;" διαμαρτυρήθηκα. "Με πήρε για την Ασπασία!" άκουσα τον Στρατή κάτω απ' τη μηχανή να ψιθυρίζει. Αλλ' ώσπου να καταλάβω τι πήγαινε να κάνει, κι ενώ ο διάβολος είχε από ώρα φορέσει για καλά τα τσαρούχια του ανάποδα, ο Στρατής άρπαξε στα χέρια του το μεγάλο ψαλίδι και χραπ! έκοψε το άσπρο μεταξένιο ύφασμα, πάνω στο οποίο, βαθειά προσηλωμένος, ήθελε να ζωγραφίσει με το χρωματιστό μολύβι του.
Οι αναμνήσεις τώρα γυρνούν ορμητικά μέσα μου σαν μετανάστες ύστερα από χρόνια στα χωριά τους. Τίποτα δεν χάνω: τον στρόβιλο των υφασμάτων, τις φόδρες, τις βάτες, την κυρία Άννα στη μέση του δωματίου με τις καρφίτσες στο στόμα και το μπράτσο τεντωμένο σαν κάποιον που προσπαθεί να στηρίξει μιαν αμπάρα να μη χυμήξει απάνω του η κατολίσθηση. τις δυο σταγόνες τέλος ιδρώτα πάνω στο μέτωπό της.
Στο μεταξύ όλοι είχαμε φυσικά σηκωθεί και κάναμε κινήσεις εδώ κι εκεί, περισσότερο ανόητες παρά πρακτικές. Ο Στρατής με το κομμένο μανίκι του νυφικού ακόμα στο χέρι έμοιαζε να τον έχει παραλύσει ο τρόμος. Κάποιος που τον κυνηγούσε άπειρες φορές στα όνειρά του να τον πιάσει, τώρα τον ακινητοποίησε επιτέλους, κολλώντας τον στον τοίχο: ήταν το βλέμμα της μητέρας του που τον κάρφωσε τρελά εκεί, δίχως να μπορεί να κάνει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μέσα απ' αυτό το βλέμμα είδα κι εγώ μαζί του, με την παιδική μου τότε αντίληψη, ν' αναβλύζει όλη η λάβα της τυραγνισμένης ψυχής που έμελλε να συναντήσω αργότερα στη ζωή μου, το απέραντο εκείνο απόθεμα θέλησης για το έργο -που πάντα διαψεύδει την αθλιότητα- και μαζί το σφίξιμο, την πίκρα και την απογοήτευση, όσων, ενώ έχουν αποδεχθεί την αναρχία στη σοφία του Θεού, ωστόσο σπεύδουν γι' ακόμα μια φορά να την καταργήσουν.
Ύστερα απ' αυτό το βλέμμα ο Στρατής δεν πρόφτασε καν ν' αντιδράσει, έστω κι αστραπιαία. Η μητέρα του με μια εκπληκτική ταχύτητα και λύσσα έβγαζε μια μια τις καρφίτσες απ' το στόμα και τις περνούσε πάνω στα δάκτυλά του, ενώ όλοι εμείς από γύρω τρέχαμε να της εμποδίσουμε τα χέρια.
-Κακούργε! Κακούργε! Κακούργε! φώναζε.
Ο Στρατής στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα. ούτε καν αυτόν τον φυσικό πόνο. "Τι τρέχει;" σαν να έλεγε το ξαφνιασμένο του πρόσωπο. "Γιατί μου ματώνουν τα δάχτυλα;" Τα δάχτυλα όμως ήσαν ήδη ματωμένα και καταλερωμένα απ' το απογευματινό παιχνίδι. κι η μητέρα εξακολουθούσε, απωθημένα απ' όλους εμάς σε μια γωνιά, να φωνάζει ξεμαλλιασμένη: "Κακούργε! Κακούργε!"
Ύστερα ξαφνικά όλα ησύχασαν. Ο πατέρας κι ο Αντρέας άρχισαν να μπαινοβγαίνουν σιγανά στο δωμάτιο κουρασμένοι κι άναβαν τσιγάρο. Έμπαιναν και έβγαιναν πολλήν ώρα. Ο Στρατής τέλος, όταν είδε πως δεν κινδυνεύει πια, ταρακουνήθηκε. Στην αρχή μεμιάς απότομα, σε λίγο απανωτά και πολλές φορές. Ήταν το αναφιλητό, αλλά ένα περίεργο αναφιλητό, έμοιαζε περισσότερο με λύγκιασμα, κακόσυρτο, σαν να έκανε μιαν υπόγεια εσωτερική διαδρομή. και δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου.[...]
Τον Στρατή τον είχαμε εντελώς ξεχάσει. Ή σχεδόν εντελώς, γιατί πού και πού κάποιος στρεφόταν απότομα να τον μαλώσει, ενώ αυτός κρατούσε σφιχτά τα χέρια του για να μην πονούν ανάμεσα στα σκέλη του, ώσπου κάποια παλάμη τον ακούμπησε μαλακά στον ώμο. Ήταν ο Αντρέας. Αυτός τον πήρε σε λίγο αγκαλιά και τον πήγε στο άλλο δωμάτιο. Εκεί τον τοποθέτησε στο κρεβάτι του να ησυχάσει. Η αλήθεια είναι πως είχε εξαντληθεί πια και με κόπο κρατούσε τα πρησμένα του βλέφαρα ανοιχτά. Την ώρα που ήρθα και στάθηα πάνω του εγώ με μια λεκάνη ζεστό νερό, όπως μου ζήτησαν, έκανε να παραπονεθεί σε κείνον που το έπλυνε τις πληγές, μα τελικά το κάτω χειλάκι, αφού τρεμούλιασε μια δυο φορές προτεταμένο, κόλλησε οριστικά στο επάνω, δίχως άλλη διαμαρτυρία. Ωστόσο το κακό ήδη είχε γίνει και το πλύσιμο ήρθε μάλλον αργά.[...]
Την επόμενη ξύπνησε με πολύ πυρετό. Η κυρία Άννα νομίζοντας μέσα στην έχθρα της πως απλώς ιδιοτρόπευε, πέρασε σκουντώντας τον να σηκωθεί, ενώ ο πατέρας φόρε το σακάκι του να φύγει. Ο Στρατής βόγγηξε ελαφρά. Είχε βγάλει τα χέρια έξω απ' την ζεστή κουβέρτα κι ήσαν τούτα κατακόκκινα και φλογισμένα. Και τότε είδα τον μάστρο Θανάση , αυτόν που ζωή ολόκληρη το ένα του δάχτυλο το είχε ταπεινα στη γη το άλλο στον ουρανό, να σταματάει αναστατωμένος:
-Στρατή, παλικάρι μου! φώναξε. Τι έπαθες; Και πώς δεν είπες σε κανέναν τίποτα καμάρι μου;
Μα ο Στρατής, καθώς πήγαμε να τον ανασηκώσουμε, λιποθύμησε. Με στείλανε αμέσως να φωνάξω μιαν ηλικιωμένη γειτόνισσα που ήξερε διάφορα πρακτικά. Τώρα αυτή πασπάτευε και ξεμάτιαζε τον Στρατή έχοντας στο αριστερό της χέρι ένα ποτηράκι νερό με τρεις καντηλήθρες λάδι που επιπλέανε. Κάθε τόσο χασμουριόταν κι έλεγε κρυφές ευχές, και πάλι χασμουριόταν επιδεικτικά, πράγμα που φανέρωνε πως καθόλου δεν γελαστήκαμε να θεωρήσουμε τον Στρατή, έξω από τη φλόγωση, και ματιασμένον. Η κυρία Αννα είχε σκύψει κι αυτή από πάνω του, περισσότερο διστακτική παρά τρομαγμένη. Και καθώς ο Στρατής συνήλθε σχεδόν ολότελα, νωτισμένος μέσα στον ιδρώτα του, και μάλιστα ήπιε και μια πορτοκαλάδα, ακριβώς την ώρα που του κάνανε τον σταυρό με το λαδάκι του ξεματιάσματος στο μέτωπό του, τούτο το σημάδι στρίμωξε στα μύχια της ψυχής της κυρίας Άννας, εντελώς ύπουλα, την επιθυμητή πίστη πως αποκλείεται οτιδήποτε άλλο. Έτσι βούλιαξαν στην εγκληματική αποβλάκωση δύο ολόκληρες μέρες.
Εδώ πάλι έχω ένα ζωηρό κενό που όλα τα καταπίνει. Δεν μπορείς να ανασύρεις απ' αυτό ούτε τα στοιχειώδη. Λόγου χάριν τι κάνει το άλλο αγόρι της οικογένειας; Πώς συμπεριφέρεται; Ράφτηκε το νυφικό; Έγινε ο γάμος; Πώς βρεθήκαμε όλοι στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο; Με ποια διαδικασία έγιναν όσα έγιναν; Πώς ακρωτηριάστηκαν τα περισσότερα απ' τα δάχτυλα και των δυο χεριών του Στρατή; Και το σπουδαιότερο: γιατί απουσίαζε απ' τη σκηνή το κυριότερο πρόσωπο της παράστασης, η μαμά του; Τώρα μ' ένα μπόγο ρουχαλάκια στα χέρια διέσχιζα αυλές πολλές, μακρινούς διαδρόμους. Οι θάλαμοι μισανοιχτοί. Μερικοί εκεί μέσα βογγούσαν, άλλοι από εγωισμό, άλλοι γιατί είχαν πραγματικούς πόνους. Ο Στρατής, αντίθετα, κειτόταν ακίνητος, εντελώς υπομονετικός. "Υποφέρει σαν καλός Έλληνας" είπε ο γιατρός. "Με μέτρο και αξιοπρέπεια. ξέρει να πληρώνει". Είχε μάθει φαίνεται την ιστορία. [...]
Επιτέλους εκείνη φάνηκε. Μεμιάς όλα τα μάτια σαν προβολείς από διάφορες μεριές στράφηκαν προς τον έναν και μοναδικό στόχο, την κυρία Άννα. Ήταν με επιμέλεια χτενισμένη και ντυμένη. Καθώς προχώρησε ένα βήμα, έκανε μια προσπάθεια να φανεί ευχάριστη στους γύρω. Κοίταξε τον άντρα της, ύστερα με τη σειρά τον Άντρέα, εμένα, τελευταία τον γιατρό και χαμογέλασε δειλά. Τα χείλη της κάτι πήγαν να ψιθυρίσουν, αλλά γυρίζοντας τα λόγια πίσω άφησε τη ματιά της να πλανηθεί στον θάλαμο. ύστερα ακούμπησε ένα πλεχτό πανέρι που κρατούσε στο κομοδίνο.
-Λίγα μανταρίνια, της ξέφυγε σαν από απροσεξία και ξαναπροσπάθησε να χαμογελάσει.
Ο Στρατής όμως δεν ήταν γι' αυτά. Την τράβηξε απ' την αδεξιόττητά της με μια χαρούμενη κραυγή δείχνοντας τις δυο τυλιγμένες του γροθίτσες.
-Κοίτα μανούλα τι τα κάναμε τα παλιόχερα!
Κι αμέσως, με μάτια ορθάνοιχτα, προσπάθησε να διαβάσει βίαια πάνω στο πρόσωπό της. να δει αν άλλαξε εκεί η κακιά εποχή, άν έφυγαν οι μουντές μέρες, αν ο ήλιος, ανοίγοντας τις Μαρτιάτικες αφράτες τρυπούλες, έφαγε το παγωμένο χιόνι. Όχι! Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το πιο ανησυχητικό: ό,τι είχε αλλάξει, είχε αλλάξει προς το ακατανόητο. Άσφαλτος σαν  να είχε περάσει πάνω από το ποτάμι τα δάκρυα, και πάνω σ' αυτήν την επικίνδυνη επιφάνεια η κυρία Άννα περπατούσε προσεκτικά. Όλοι το παρατηρήσαμε. Κρατώντας το στόμα σφιχτά κλειστό είχε τώρα αγκιστρωθεί στο κάτω μέρος του κρεβατιού, όπου κρεμόταν ο πίνακας με τις καμπύλες του πυρετού, σαν να επρόκειτο να ξεκινήσει από κει απότομα ένα καράβι και φοβόταν να μην την ρίξει κάτω.
Όλα αυτά γέμισαν τον Στρατή άπειρο πόνο. Σίγουρα έκανε τη σκέψη που έκανα κι εγώ. Θρηνούσε μέσα της και τον αγαπούσε. αλλά για κείνην θρηνούσε. Λυπόταν πάνω απ' όλα τον εαυτό της που θα είχε ένα παιδί δίχως δάκτυλα και μάλιστα γι' αυτό θα έφταιγε η ίδια. ¨Ήταν γεμάτη τύψεις για ό,τι έγινε μα πάλι για τον εαυτό της οι τύψεις.

Τρίτη 28 Ιουλίου 2020

ΠΛΑΝΗΤΕΣ, ΟΛΓΚΑ ΤΟΚΑΡΤΣΟΥΚ

ΟΛΓΚΑ ΤΟΚΑΡΤΣΟΥΚ
Πλάνητες
μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου
εκδ. Καστανιώτη, 2020, σελ. 464 
Στην αρχή διάβαζα «Πλανήτες», με τον τόνο στο ήτα. Ομως, ο σωστός τίτλος του βιβλίου της Πολωνής Ολγκα Τοκάρτσουκ είναι «Πλάνητες». Η αγγλική μετάφραση φέρει τον τίτλο «Flights», που παραπέμπει στις «πτήσεις» ή σε «φυγές», «διαφυγές», «αποδράσεις». Το ελληνικό «Πλάνητες» όμως νομίζω είναι πιο εύστοχο (γενικά η μετάφραση της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου από τα πολωνικά είναι υποδειγματική), διότι εδώ δεν έχουμε απλώς να κάνουμε με ταξίδια αεροπορικά ή αποδράσεις από κάτι προς κάτι. Στους «Πλάνητες» το θέμα, αν όχι και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής, είναι η κίνηση καθεαυτή, η αέναη, ακατάπαυστη κίνηση, η περιπλάνηση ως στάση ζωής, ως τρόπος σκέψης και ονειροπόλησης, στοχασμού και ως διαρκής εσωτερική μεταμόρφωση. (Ενας λόγος που διάβαζα «πλανήτες» ήταν και αυτός: τα ουράνια σώματα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση στο Διάστημα). Δεν είναι ο προορισμός ούτε η χιλιοειπωμένη «χάρη του ταξιδιού»: ίσα ίσα, σε κάποια από αυτά τα εκατόν δεκαέξι επεισόδια που συνθέτουν αυτό το χωρίς φαινομενική πλοκή μυθιστόρημα, η έκβαση του ταξιδιού είναι πολύ δυσάρεστη και η όποια σαγήνη χάνεται.
Η πρωτοπρόσωπη αφηγήτρια (μα και χρονικογράφος και σχολιογράφος, δοκιμιογράφος, συγγραφέας ημερολογίου και προσωπικών σημειωματαρίων, διηγηματογράφος – η αφηγήτρια της Τοκάρτσουκ είναι όλα αυτά μαζί, συχνά ταυτόχρονα, καθιστώντας το όλο κείμενο εξόχως υβριδικό) θυμίζει τους καρχαρίες που κινούνται ακόμα και όταν κοιμούνται. Αν πάψουν να κινούνται, θα μείνουν από οξυγόνο και θα πεθάνουν. Σημείο εκκίνησης του μυθιστορήματος είναι η ανώνυμη αφηγήτρια, που θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η ίδια η συγγραφέας αλλά μπορεί και όχι, η οποία παρατηρεί τον κόσμο μέσα από ένα παράθυρο. Ο κόσμος της είναι η κομμουνιστική Πολωνία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 (ένας κόσμος αφόρητης στατικότητας και ασφυξίας). Επειτα είναι οι μάλλον στατικοί γονείς της και στη συνέχεια μια πρώτη απόπειρα «διαφυγής» και περιπλάνησης στον ποταμό Οντερ.

Tο θραυσματικό, αποσπασματικό μυθιστόρημα της Τοκάρτσουκ είναι ένα ποτάμι με γάργαρο δροσερό νερό, γεμάτο ορμητικά ρεύματα και μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες, βράχια και φύλλα, κλαριά και ψάρια, στο οποίο όμως πράγματι «δεν μπαίνεις ποτέ δύο φορές».
Οπως αναφέρει η αφηγήτρια, κάπου είχε διαβάσει ότι ποτέ δεν μπαίνεις στο ίδιο ποτάμι δύο φορές. Αυτή η έμμεση αναφορά στο περίφημο χωρίο του Ηράκλειτου μας προδιαθέτει για τη συνέχεια: το θραυσματικό, αποσπασματικό μυθιστόρημά της είναι ένα ποτάμι με γάργαρο δροσερό νερό, γεμάτο ορμητικά ρεύματα και μικρούς ή μεγάλους καταρράκτες, βράχια και φύλλα, κλαριά και ψάρια, στο οποίο όμως πράγματι «δεν μπαίνεις ποτέ δύο φορές». Από το ένα απόσπασμα στο άλλο, από το ένα επεισόδιο στο άλλο, δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις ποτέ τι σε περιμένει. Και όμως είναι ένας συμπαγής κόσμος μέσα στο ετερόκλητο, χαώδες εκ πρώτης όψεως περιεχόμενό του.
Ο ανυποψίαστος αναγνώστης περιμένει στην αρχή πως θα ακολουθήσουμε με έναν τρόπο γραμμικό την πορεία της αφηγήτριας, πολύ γρήγορα αποδεικνύεται όμως ότι αυτό δεν ισχύει: τα ταξίδια της στον χρόνο και στον χώρο πάνε συνεχώς μπρος-πίσω. Στην πραγματικότητα, παρά την πρωτοπρόσωπη οπτική, η αφηγήτρια μοιάζει να είναι μια καλά μεταμφιεσμένη τριτοπρόσωπη «παντεπόπτρια αφηγήτρια» που έχει εποπτεία πάνω σχεδόν στο οτιδήποτε. Δεν είναι τυχαίο ότι σε κάποιο σημείο του βιβλίου, συναντά μια ταξιδιώτισσα η οποία φιλοδοξεί να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο θα καταγράφονται όλες οι κακές πράξεις από καταβολής κόσμου.
Ανατρέχοντας στην Ιστορία, σε μια όμως πιο απόκρυφη Ιστορία, στο περιθώριο των μεγάλων προσωπικοτήτων και γεγονότων, από ιατρικά χρονικά της ανατομίας του δεκάτου εβδόμου αιώνα έως την περίφημη μεταφορά της καρδιάς του νεκρού Φρειδερίκου Σοπέν (ο μεγάλος συνθέτης είχε τον βαθύ φόβο της νεκροφάνειας και είχε ζητήσει μετά τον θάνατό του να αφαιρεθεί η καρδιά του για παν ενδεχόμενο), βλέπουμε ότι πλάνητες δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι με τα σώματά μας αλλά τα σώματά μας από μόνα τους, αυτόνομα σχεδόν, όπως και τα όργανά μας. Η περιπλάνηση της Πολωνής συγγραφέως δεν είναι αποκλειστικά γεωγραφική, εννοείται, είναι μια περιπλάνηση και στον χρόνο, στην Ιστορία, στη μνήμη, την ατομική και τη συλλογική, αλλά και στο ίδιο το ανθρώπινο σώμα. Η σάρκα πλανάται με πολλούς και διαφόρους τρόπους άλλωστε.
Εύστοχα μας υπενθυμίζει το περιοδικό The New Yorker ότι το βιβλίο αυτό είναι γραμμένο εδώ και περίπου δέκα χρόνια. Συνεπώς, αγνοεί την προσφυγική, μεταναστευτική πυρετώδη, και γεμάτη τραγικότητα, κίνηση των τελευταίων ετών. Αυτό δεν σχολιάζεται εδώ ως μειονέκτημα του βιβλίου αλλά ως ένα παράξενο, ειρωνικό γύρισμα της τύχης: το βιβλίο δεν μυθοποιεί και δεν ωραιοποιεί την έννοια του ταξιδιού που τόση αποθέωση έχει γνωρίσει τα τελευταία χρόνια. Τα φθηνά αεροπορικά εισιτήρια και οι τουριστικές προσφορές, το Instagram και το facebook, με τον ορυμαγδό των «ιδανικών» φωτογραφιών μας από ταξίδια, κοντινά ή εξωτικά, όλα συνέβαλαν σε μια «φετιχοποίηση» του ταξιδιού, αν όχι και των ζωών μας των ίδιων γενικά. Αντίθετα, όμως, οι «Πλάνητες» θέτουν την έννοια της κίνησης ως θεμελιώδη συνιστώσα της ανθρώπινης ύπαρξης διαχρονικά, συνεπώς είναι κάτι περισσότερο από επίκαιρο αυτή την ταραγμένη στιγμή που ζούμε.
«Σύνδρομο Επαναλαμβανόμενης Αποτοξίνωσης»
Η στιγμή που ζούμε είναι ταραγμένη και για έναν ακόμη λόγο: εξαιτίας της πανδημίας – η οποία, άλλη ειρωνεία εδώ, δυναμίτισε την τουριστική βιομηχανία και ειδικά τα αεροπορικά ταξίδια. Ειπώθηκε μάλιστα ότι αυτή η αλόγιστη ανταλλαγή πληθυσμών (ένα Σαββατοκύριακο στο Μπαλί τα τελευταία χρόνια έγινε περίπου κοινός τόπος για πολλούς) επέφερε και τη μετάδοση αλλά και μετάλλαξη ιών και μικροβίων. Η στατικότητα της καραντίνας μοιάζει να βρίσκεται στον αντίποδα της φιλοσοφίας που διέπει τους «Πλάνητες» της Τοκάρτσουκ. Δεν το νομίζω όμως: το μυαλό, η σκέψη, όπως ευφυώς δείχνει η συγγραφέας με περισσότερους από έναν τρόπο, δεν παύει ποτέ. Εξάλλου, όπως προείπα, δεν είναι το ταξίδι, με την τρέχουσα έννοια του συρμού το θέμα της (στ’ αλήθεια, όποιος πάρει να διαβάσει αυτό το βιβλίο προσδοκώντας να απολαύσει μια προχωρημένη ταξιδιωτική λογοτεχνία, θα απογοητευθεί), αλλά αυτή η ενστικτώδης, ανακλαστική κίνηση προς τα μπροστά, προς οπουδήποτε. Κινούμαι άρα υπάρχω, μοιάζει να λέει η συγγραφέας. Με ό,τι αυτό περιλαμβάνει: ευτυχίες και δυστυχίες – ρωτήστε και τον δύστυχο Πολωνό Κουνίτσκι να σας πει, έναν από τους πολλούς «ήρωες» αυτού του βιβλίου.
Από την αρχή, η αφηγήτρια της Τοκάρτσουκ διευκρινίζει πως η κατάστασή της δεν είναι κάτι φυσιολογικό ή ομαλό αλλά μια «ιστορία ανεπάρκειας», ένα σύνδρομο. Το αποκαλεί μάλιστα «Σύνδρομο Επαναλαμβανόμενης Αποτοξίνωσης», κατά βάθος, όπως γράφει, «μια πολύ αστική ασθένεια»: «με τραβάει οτιδήποτε είναι χαλασμένο, ατελές, σπασμένο, ραγισμένο. Ενδιαφέρουν σε οποιαδήποτε μορφή τα λάθη της δημιουργίας τα αδιέξοδα. (…) Οι μορφές που δεν υπακούουν στη συμμετρία, που πολλαπλασιάζονται, αναπτύσσονται προς τα πλάγια, βλασταίνουν ή, αντιθέτως, συμπυκνώνουν τα πολλά σε ένα».
Αν ρωτούσαμε έναν ογκολόγο ενδεχομένως να μας επιβεβαίωνε την υποψία ότι ειδικά στην τελευταία πρόταση κρύβεται ένας ωραίος ορισμός του καρκίνου ως νόσου. Αυτό είναι ένα τυπικό παράδειγμα πρότασης της Τοκάρτσουκ: ένα και δύο επίπεδα νοήματος συμπυκνωμένα μέσα στην ίδια πρόταση ή παράγραφο.

Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου έχει συμπεριληφθεί ως επίμετρο η ομιλία της συγγραφέως (στη φωτογραφία, υπογράφει αντίτυπα των βιβλίων της) στη Στοκχόλμη.
Είπα «νόημα» και θυμήθηκα το εξής: το ταξίδι, ειδικά όπως το προβάλλαμε μέσα από τους λογαριασμούς μας στα κοινωνικά δίκτυα, λογίζεται ως μια αποθέωση της ύπαρξης, κυρίως της «εμπειρίας». Είναι «εμπειρία» να κολυμπήσεις με καρχαρίες στις Μπαχάμες ή στο Κεϊπτάουν. Είναι «εμπειρία» να επισκεφθείς τον πύργο του αιμοβόρου Ντράκιουλ στα Καρπάθια. Είναι «εμπειρία» να δοκιμάσεις τα κρασιά στους αμπελώνες της Καλιφόρνιας ή να περπατήσεις στα τείχη της μεσαιωνικής Λούκα στην Τοσκάνη. Και τα λοιπά, και τα λοιπά. Οπου όμως «εμπειρία» είναι η λέξη - αμφίεση που χρησιμοποιούμε για την απόλαυση, την ευχαρίστηση.
Το πρόβλημα με την ευχαρίστηση είναι ότι διαρκεί λίγο. Τελειώνει και μετά θες κι άλλη. Κι άλλη. Γίνεται η δίνη του εθισμού. Αντίθετα, η επιδίωξη, η αναζήτηση του νοήματος πάνω στα πράγματα έχει μια διάρκεια η οποία απαλύνει, σε ένα βαθμό έστω, την ανελέητη ροή του χρόνου.
Με άλλα λόγια, αυτό που λέμε «νόημα» είναι κατά βάση μια καταβύθιση θανάτου: το να δώσεις στον θάνατο νόημα, ένα νόημα έστω, ισοδυναμεί με το να δώσεις νόημα στα πράγματα, μέσα σου και γύρω σου. Δεν είναι μόνον δύσκολο, συχνά είναι και άχαρο – και οπωσδήποτε δεν προϋποθέτει την «ευχαρίστηση», αυτό το «να περνάτε όμορφα» των ραδιοφωνικών παραγωγών.
Νομίζω, λοιπόν, πως αυτό κατορθώνει μέσα από το πολυπρισματικό ψηφιδωτό που συνδέει τα πιο ανόμοια πράγματα η Τοκάρτσουκ. Η κίνηση προϋποθέτει και σύνδεση, συνδέσεις. Και μπορεί αυτό να το κατορθώνει έχοντας στις αποσκευές της μεγάλες λογοτεχνίες, από τους αρχαίους κλασικούς και τον Μοντένιο έως τον Μέλβιλ, τον Ζέμπαλντ και τον Ιταλο Καλβίνο, αλλά το κατορθώνει με τη δική της φωνή. Συχνά, διαβάζοντας τους «Πλάνητες» θυμήθηκα τον σκοτεινό συμπατριώτη της, τον αυτόχειρα Γέρζι Κοζίνσκι των αριστουργηματικών «Βημάτων», αλλά και την περίφημη «Μουσική για αεροδρόμια», το κλασικό πια μουσικό άλμπουμ του Μπράιαν Ινο (Ambient
Η βιβλιοκριτική από την Καθημερινή :https://www.kathimerini.gr/1085208/gallery/politismos/vivlio/h-kinhsh-h-aenah-akatapaysth-kinhsh