"Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί
όντας ο κόσμος λείψει!"
Βασίλης Χατζημιχαήλ Μιχαηλίδης
https://www.mixanitouxronou.com.cy/wp-content/uploads/2017/07/basilis-mixailidis-.jpg
"Η ρωμιοσύνη εν να χαθεί
όντας ο κόσμος λείψει!"
Βασίλης Χατζημιχαήλ Μιχαηλίδης
https://www.mixanitouxronou.com.cy/wp-content/uploads/2017/07/basilis-mixailidis-.jpg
Μ
«Το Σχήμα του νερού» είναι ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι ανάμεσα σε έργο του Λεονάρντο Σάσα (του «εθνικού» συγγραφέα της Σικελίας) και του Τζον Λε Καρρέ. Επίσης, είναι η ιστορία της Σικελίας, το αίμα, ο δόλος, η οργανωμένη διαφθορά και τα παιχνίδια της εξουσίας, όπως και η μαγεία του τοπίου και των ανθρώπων. Ήρωας του Αντρέα Καμιλλέρι είναι ο σινιόρ «Το Σχήμα του νερού» είναι ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα, κάτι ανάμεσα σε έργο του Λεονάρντο Σάσα (του «εθνικού» συγγραφέα της Σικελίας) και του Τζον Λε Καρρέ. Επίσης, είναι η ιστορία της Σικελίας, το αίμα, ο δόλος, η οργανωμένη διαφθορά και τα παιχνίδια της εξουσίας, όπως και η μαγεία του τοπίου και των ανθρώπων. Ήρωας του Αντρέα Καμιλλέρι είναι ο σινιόρ Μονταλμπάνο, που στην αρχή θυμίζει τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, αλλά εξελίσσεται σε κάτι πολύ ευρύτερο, σε ένα πρόσωπο οικείο και πολυδιάστατο: στην ενσάρκωση της «σικελικότητας», που είναι μια γλώσσα, μια κουλτούρα, μια μεγάλη περιπέτεια. Το «Σχήμα του νερού» είναι ένα μεγάλο ιταλικό μπέστ σέλερ, ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα για το πώς ζει και πεθαίνει κανείς στη σημερινή Σικελία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) που στην αρχή θυμίζει τον επιθεωρητή Μαιγκρέ, αλλά εξελίσσεται σε κάτι πολύ ευρύτερο, σε ένα πρόσωπο οικείο και πολυδιάστατο: στην ενσάρκωση της «σικελικότητας», που είναι μια γλώσσα, μια κουλτούρα, μια μεγάλη περιπέτεια. Το «Σχήμα του νερού» είναι ένα μεγάλο ιταλικό μπέστ σέλερ, ένα φιλοσοφικό αστυνομικό μυθιστόρημα για το πώς ζει και πεθαίνει κανείς στη σημερινή Σικελία. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο που αποκαλύπτει την εμπνευσμένη επιλογή τίτλου:
"Εγώ είχα ένα σύντροφο στα παιδικά μου παιχνίδια, γιο χωρικών και μικρότερο από μένα. Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρόνων. ΜΙα μέρα είδα το φίλο μου να αποθέτει στο χείλος ενός πηγαδιού ένα ξύλινο κουπάκι, ένα φλιτζάνι, ένα τσαγερό κι ένα τενεκεδένιο τετράγωνο δοχείο, όλα γεμάτα ως πάνω με νερό, και να τα παρατηρεί με εμβρίθεια.
¨Τι κάνεις εκεί; θέλησα να μάθω. Κι εικείνος με τη σειρά του μου έκανε την εξής ερώτηση: "Ποιο είναι το σχήμα του νερού; Μα το νερό δεν έχει σχήμα: απκρίθηκα γελώντας Παίρνει το σχήμα που του δίνεται"...(σελ. 159)
Ετσι και η αλήθεια που αναζητείται για τον θάνατο ενός εξέχοντος πολιτικού παίρνει το σχήμα που της δίδει κάθε εμπλεκόμενος στην υπόθεση, με προεξάρχοντα τον επιθεωρητή Μολταλμπάνο, ο οποίος καθορίζει το σχήμα-πλαίσιο ερμηνείας του θανάτου, απονομής δικαιοσύνης ...
Το βραβευμένο με BOOKER (2023) μυθιστόρημα παρουσιάζει μία δυστοπική Ιρλανδία, όπου ανεξήγητα και απροσδόκητα ίσως, καθώς δεν συνδέεται με το πολυτάραχο παρελθόν της, έχει εγκαθιδρυθεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ανελευθερίας, ζόφου, εξαθλίωσης, ευτελισμού της ζωής, βίας, κτηνωδίας και θανάτου, στο πλαίσιο του οποίου μία μικροαστική οικογένεια παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, αν και δεν το καταφέρνει χωρίς απώλειες.
"Κεντρικό πρόσωπο, η Άιλις, η οποία μετά τη σύλληψη και εξαφάνιση του άντρα της Λάρι βρίσκεται στη δεινή θέση να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά τους, ενώ η κατάσταση διαρκώς επιδεινώνεται και η επιβίωση γίνεται στοίχημα.
Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Άιλις ως όχημά του, αφού ως γυναίκα απέχει, εκ πρώτης τουλάχιστον, από το άμεσα πολιτικό. Εάν είχε επιλέξει τον σύζυγο ή τον μεγάλο γιο που στη συνέχεια πηγαίνει να πολεμήσει με τους αντάρτες, τότε το βάρος θα δινόταν στο ιστορικό πλαίσιο, το εκτός οικείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Στο βιβλίο αυτό, όμως, η δράση ως ένα σημείο τουλάχιστον κινείται στον οικιακό χώρο. Η εστία είναι το πρώτο πέπλο που σκίζεται, αφήνοντας τις σκιές να εισέλθουν στον χώρο εντός, καθιστώντας τον τρόμο πολύ πιο προσωπικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου όταν μιλάμε για τον 21ο αιώνα σε μια ευνομούμενη χώρα αντηχεί στο δυτικό κοινό εντελώς διαφορετικά, λαμβάνοντας τις διαστάσεις θρίλερ (έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της θεματολογίας του κλασικού θρίλερ, δηλαδή την εισβολή άγνωστου προσώπου στην οικία, με το πολιτικό του αντίστοιχο, όπου τη θέση του εγκληματία παίρνει το Κράτος και οι απρόσωποι εντολοδόχοι του).
Παραβίαση του ιδιωτικού
Η γυναίκα, σύζυγος και μητέρα καλείται να λειτουργήσει εντός του καθορισμένου από τους άλλους πλαισίου. Θα ανταποκριθεί στον ρόλο της ως προς όλα. Και στη συνέχεια, όταν θα χρειαστεί, θα εξέλθει από τον παραβιασμένο ιδιωτικό χώρο, στον έξω κόσμο. Εκεί θα αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις, τη βία στην ωμή της μορφή, χάνοντας μαζί με αγαπημένα της πρόσωπα και κομμάτια του εαυτού της.
Δεν διαθέτει τίποτα υπερηρωικό, επιμένει μάλιστα μέχρι τέλους να παραμείνει στον χώρο της και στα πάτρια εδάφη, προσμένοντας κάποιο θαύμα. Κι όταν αποφασίσει να αποχωρήσει, να κλείσει πίσω της την πόρτα, θα το κάνει με την ίδια αποφασιστικότητα, χωρίς να γνωρίζει κανείς -ούτε ο αναγνώστης- εάν πήρε την ορθή απόφαση. Μόνο η θάλασσα στην οποία καταλήγει, γνωρίζει. Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν λόγο, αφού όσα είχαν να πουν και να πράξουν την οδήγησαν ως εκεί.
Ο Λιντς αφαιρεί σε κάθε κεφάλαιο και κάποια βεβαιότητα: την ιδιωτικότητα, το απαραβίαστο, την ελευθερία, την ασφάλεια και φυσικά τη ζωή ως το ύψιστο αγαθό. Τα άτομα χάνουν την ταυτότητά τους, αρχικά ως οικογενειακοί ρόλοι και αργότερα ως πολίτες μιας χώρας. Το πόσο επώδυνο είναι αυτό, ίσως δεν μπορεί να το καταλάβει εύκολα ο πολίτης μιας ευνομούμενης (έστω αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα) χώρας, ο οποίος νιώθει οικεία εντός των προκαθορισμένων και παραδεδεγμένων ρόλων που τον ακολουθούν από τη γέννηση ως τον θάνατο.
|
Είναι αυτή η απώλεια της ταυτότητας που αποστεγνώνει την Άιλις, μετατρέποντας ταυτόχρονα τον περιβάλλοντα χώρο από «σπίτι» σε «έρημη χώρα». Και είναι αυτό το τελευταίο που αφήνει πίσω της, μαζί με τους νεκρούς της που δεν πρόλαβε καν να θρηνήσει και να θάψει. Όση ζωή απομένει, τα παιδιά που επέζησαν, θα τα πάρει μαζί της στη ξενιτιά. Αλλά αυτό που αφήνει πίσω της δεν είναι πλέον το σπίτι, η πατρίδα, παρά ένα μέρος που κατοικεί ο θάνατος.
Πάνω σε αυτές τις θεματικές, ο Lynch έχτισε ένα βιβλίο που κινείται με την αρμόζουσα από το θέμα του ταχύτητα, χωρίς περιττές παύσεις και επαναλήψεις. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη, ενώ προς τιμή του ο συγγραφέας δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Μάλιστα από τη μέση και κάτω το έργο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, οδηγώντας προς τη μη βεβιασμένη ολοκλήρωσή του. Ως προς αυτό, ο Λιντς επέτυχε τον στόχο του. Κι εδώ αρχίζουν οι ενστάσεις μου. Όλα αυτά καλά, κι αν ο σκοπός είναι ένα ευχάριστο ως προς τη ανάγνωση (όχι ως προς το θέμα) βιβλίο, κρίνεται επιτυχής.
Ετούτη όμως είναι μια επιφανειακή αξιολόγηση που δεν έχει, κατά την κρίση μου, νόημα per se. Εφόσον οι κεντρικές θεματικές είναι αυτές που παρέθεσα προηγουμένως, οφείλω να τονίσω ότι τις έχουμε δει αρκετές φορές, με εναλλαγή τόπου και χρόνου. Από μόνο του το γεγονός ίσως να μην είναι αρνητικό, αφού σε τελική ανάλυση οι περισσότερες ιστορίες έχουν ειπωθεί με κάποιον τρόπο. Τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί το ένα κείμενο από το άλλο, καθιστώντας το πόνημα άξιο λόγου; Τίποτα λιγότερο από το προφανές: το ύφος του, η ματιά του δημιουργού του όπως σκηνοθετεί τη γλώσσα. Εδώ υπολείπεται ο, συμπαθής κατά τα άλλα, Πολ Λιντς.
Διάβασα σε ένα σημείο της συνέντευξής του σε ελληνικό έντυπο ότι ως συγγραφέας οφείλει πολλά στο σινεμά. Η δήλωσή του επιβεβαίωσε κάτι που είχα διακρίνει από τα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου, τη χρήση δηλαδή κινηματογραφικής οπτικής. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής αυτής είναι όσα έχω ήδη αναφέρει, δηλαδή ταχύτητα, ρυθμός και ένταση συναισθημάτων που κλιμακώνει σταδιακά, κρατώντας αδιάλειπτα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αυτή δεν είναι δα τόσο πρωτότυπη και η κινηματογραφική οπτική της δεν συνδράμει στο να αποδοθεί με τρόπο που θα ξεπεράσει τον σκόπελο αυτόν.
Μου θύμισε σε σημεία ένα καλοστημένο σενάριο που όσο κι αν το θέμα είναι δυσοίωνο και σκοτεινό, «παίζει» με οικεία μοτίβα, οπότε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση της κανονικότητας κάθε στιγμή, αφού το ύφος δεν δοκιμάζει τις αισθητικές του αντοχές. Θέλω να πω εδώ ότι ένα δυσφορικό θέμα απαιτεί κι έναν αντίστοιχα ανοικειωτικό τρόπο θέασης, προκειμένου να μην εκπέσει στο κοινότοπο. Και κάτι τέτοιο δεν διέκρινα στο βιβλίο.
Ο Λιντς χωρίζει το κείμενο σε δύο διακριτά μέρη από υφολογικής πλευράς. Αφενός δίνει το βάρος στην κινηματογραφική πλοκή με γλώσσα στρωτή, μολονότι συχνά μακροπερίοδου λόγου. Αφετέρου παρενθέτει εμβόλιμα ποιητική γραφή, την οποία χρησιμοποιεί συνήθως αντιστικτικά: η φύση (η νύχτα, το σκοτάδι, ο κήπος, το τοπίο, οι εναλλαγές των εποχών) σε σχέση/ αντίθεση με το αστικό περιβάλλον και με τη βία, είναι το κλασικό μοτίβο που κυριαρχεί.
Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει την επαναληπτικότητα των μοτίβων, τα οποία εκτός του ότι παραπέμπουν σε υπέρτερη υφολογικά λογοτεχνία, δείχνουν ελαφρώς βεβιασμένα, υπό τη λογική ότι προσπαθούν να επιχρίσουν με λογοτεχνικότητα αυτό που κατά βάση είναι ένα σενάριο ταινίας. Με απλά λόγια, ο Λιντς αποδεικνύεται ικανότερος στο σενάριο παρά στη λογοτεχνία καθ’ εαυτήν. Είναι τελικά η πλοκή που οδηγεί το βιβλίο και τον αναγνώστη κι όχι οι παρεμβαλλόμενες λογοτεχνίζουσες στιγμές που βρίσκονται εκεί ακριβώς για να θυμίζουν ότι πρόκειται περί «σοβαρού» μυθιστορήματος. Ίσως φανώ υπερβολικός, αλλά θεωρώ πως το ίδιο βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του ακόμα και πιο «στεγνό» υφολογικά, μιας και το επιπλέον δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό..."
[Ολόκληρη η κριτική του Φώτη Καραμπεσίνη εδώ]
Το βιβλίο έχει ως προμετωπίδες το ακόλουθο απόσπασμα από τον Εκκλησιαστή (1,9) "τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον", και το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Τον καιρό της φρίκης, θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι θα τραγουδάμε: το τραγούδι της φρίκης".
Καθόλου τυχαία επιλογή, εφόσον προοικονομούν το περιεχόμενο, τον λυρισμό της φρίκης, όπως αποτυπώνεται στη γραφή του βιβλίου, και την επαναληπτικότητά της στην Ιστορία. Την αντίληψη αυτή επιβεβαιώνει ο τίτλος του βιβλίου και ένα καθόλου τυχαίο απόσπασμα προς το τέλος του έργου "αυτό που τελειώνει είναι η ζωή σου, η δική σου ζωή και μόνο, αυτό που έχουν τραγουδήσει οι προφήτες τραγουδιέται ξανά και ξανά μέσα στο χρόνο, ο ερχομός του ξίφους, η φωτιά που κατακαίει τα πάντα, ο ήλιος που βυθίζεται στη γη καταμεσήμερο σκοτεινιάζοντας τον κόσμο, η οργή ενός θεού ενσαρκωμένου στο στόμα ενός προφήτη έξαλλου με την κακία που κανείς δεν βλέπει, ο προφήτης δεν τραγουδάει το τέλος του κόσμου, τραγουδάει ό,τι συνέβη και ό,τι θα συμβεί ..."
Αποσπάσματα από το βιβλίο
"Πώς έρχεται το σκοτάδι και πέφτει αθόρυβα πάνω στις κερασιές. Μαζεύει τα τελευταία φύλλα και τα φύλλα δεν του αντιστέκονται, το δέχονται το σκοτάδι ψιθυριστά".
"νομίζεις πως εγώ δεν κάνω τίποτα, πως κάθομαι και περιμένω να γυρίσει ο μπαμπάς σου, αλλά δεν είν' αλήθεια, κάτι κάνω, κάνω το πιο δύσκολο απ' όλα, κρατάω ενωμένη αυτή την οικογένεια, σ' έναν κόσμο που μοιάζει να'χει σχέδιο να τη διαλύσει, μερικές φορές το να μην κάνεις τίποτα είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις αυτό που θέλεις, μερικές φορές πρέπει να το βουλώνεις και να σκύβεις το κεφάλι, μερικές φορές, την ώρα που σηκώνεσαι το πρωί, πρέπει να'σαι πιο προσεκτική με τα ρούχα που διαλέγεις να φορέσεις¨".
"¨Αργά ή γρήγορα ο πόνος ξεπερνάει το φόβο, κι ότανα παίρνει δρόμο ο φόβος του κόσμου, τότε παίρνει δρόμο και το καθεστώς".
«Πώς να φύγουμε, είχαμε ένα σωρό υποχρεώσεις, ένα σωρό ευθύνες, κι όταν μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν, δεν υπήρχε πια επιλογή καμιά, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι πίστευα στην ελευθερία της βούλησης, ναι, αν με ρωτούσε κανείς πριν γίνουν όλα αυτά, θα απαντούσα ότι είμαι ελεύθερη σαν το πουλί, τώρα όμως δεν είμαι και τόσο βέβαιη πια, τώρα δεν νομίζω ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση όταν είσαι παγιδευμένος σε τέτοια φρίκη, το ένα φέρνει το άλλο και μετά το άλλο, και το κακό παίρνει φόρα και εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, τώρα καταλαβαίνω πως αυτό που θεωρούσα ελευθερία ήταν αγώνας, καμιά ελευθερία δεν υπήρχε ποτέ…»
"από τον τρόμο γεννιέται συμπόνια κι από τη συμπόνια αγάπη και με την αγάπη ο κόσμος μπορεί να σωθεί ξανά..."
*Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας.
ΣυγγραφέαςΒernhard Schlink
Εκδοτικός οίκοςΚΡΙΤΙΚΗ
ΜετάφρασηΑπόστολος Στραγαλινός
ISBN978-960-586-466-8
Σελίδες408
ΚατηγορίαΞένη Λογοτεχνία
Ο Bernhard Schlink είναι ο συγγραφέας που κατέκτησε την παγκόσμια φήμη το 1995 με το «Διαβάζοντας στη Χάννα» – ένα βιβλίο χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής του παραγωγής. Σ’ εκείνο, όπως και στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Εγγονή», ο Σλινκ μέσα από τους πρωταγωνιστές του ασχολείται με τη γερμανική Ιστορία από τη σκοπιά του σήμερα. Όμως, ενώ στο «Διαβάζοντας…» το θέμα ήταν οι συνεργασθέντες με το ναζιστικό καθεστώς (ποιοι ήταν και τι απέγιναν μετά το τέλος του πολέμου), στην «Εγγονή» τον απασχολεί η επανένωση των δύο Γερμανιών και η επίμονη παρουσία των ακροδεξιών ρευμάτων στην πολιτική ζωή της πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Ο πρωταγωνιστής του, ο Κάσπαρ, στα 70 του (όχι τυχαία περίπου συνομήλικος του συγγραφέα, που έχει δηλώσει ότι υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία στον χαρακτήρα αυτό), είναι βιβλιοπώλης. Το καλοκαίρι του 1964, στη συνάντηση της Γερμανικής Νεολαίας, έχει γνωρίσει στο Ανατολικό Βερολίνο την Μπίργκιτ. Το Τείχος έχει ανεγερθεί πριν από λίγα χρόνια κι έτσι, για να μπορέσει να ζήσει μαζί της, ο Κάσπαρ βρίσκει τρόπο να οργανώσει τη διαφυγή της Μπίργκιτ στο Δυτικό Βερολίνο, χωρίς να μάθει ούτε και να υποψιαστεί ότι, προκειμένου εκείνη να τον ακολουθήσει, αφήνει πίσω της μια νεογέννητη κόρη. Ο Κάσπαρ πληροφορείται την αλήθεια μόνο μετά τον θάνατο της Μπίργκιτ, διαβάζοντας το σχέδιο του μυθιστορήματός της – που θα ήταν στην πραγματικότητα μια λογοτεχνική κατεργασία της ζωής της, η αυτοβιογραφία της.
Η «Εγγονή» χωρίζεται σε τρία μέρη, που αντιστοιχούν ακριβώς σε αυτά που σχεδίαζε η Μπίργκιτ να έχει το μυθιστόρημά της. Μόνο το πρώτο μέρος είναι γραμμένο όμως από την Μπίργκιτ: είναι το χειρόγραφο που βρίσκει ο Κάσπαρ, και που αφορά τη μεταξύ τους σχέση, την αποκάλυψη της αλήθειας για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε η κόρη της, το πώς αποφάσισε να την αφήσει στην Ανατολική Γερμανία, τις σκέψεις που έκανε στη συνέχεια για το ποια θα μπορούσε να είναι η τύχη της εκεί και για το εάν θα μπορούσε να την εντοπίσει.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, ο Κάσπαρ αναλαμβάνει να εκτελέσει την αναζήτηση που η γυναίκα του δεν τόλμησε να κάνει, όσο κι αν τη σκεφτόταν: να ψάξει για την κόρη της – κι ακόμα περισσότερο, μαθαίνοντας για την ύπαρξη της εγγονής του, να βρει τον τρόπο να οικοδομήσει μια σχέση μαζί της, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, καθώς ο κόσμος του Κάσπαρ δε μοιάζει σε τίποτα με τον κόσμο που η εξ αγχιστείας κόρη του έχει επιλέξει να ζήσει. Ο Κάσπαρ ζει περικυκλωμένος από βιβλία και μουσική, η κόρη της Μπίργκιτ, Σβένια, είναι εθνικίστρια. Αφού στην πρώτη της νιότη συμμετείχε σε ομάδες σκίνχεντς, στη μέση ηλικία έχει μεταστραφεί στην αγροτική ζωή σε ένα χωριό νατιβιστών, με έντονη την αίσθηση της κοινότητας και την αναφορά στην πατρίδα και στο έδαφος: «εκεί έξω ο κόσμος δεν ξέρει πια τι είναι κοινότητα, και ο καθένας ζει για τον εαυτό του, καταστρέφεται ο καθένας μόνος του και πεθαίνει ο καθένας μόνος του […]. Είμαστε έτοιμοι να αγωνιστούμε. Εμείς μεγαλώνουμε σε γερμανικό έδαφος, από το γερμανικό έδαφος παίρνουμε εμείς τη δύναμή μας». Στο χωριό διατηρούν τους παραδοσιακούς ρόλους ανδρών και γυναικών και απορρίπτουν κάθε τι ξενόφερτο (όχι τζιν, όχι κινηματογράφος, όχι κόκα κόλα, φορεσιά ντιρντλ αντί για άλλα φορέματα) – ένας τρόπος ζωής που ασκεί γοητεία και στην κόρη της Σβένια, τη δεκατετράχρονη Ζίγκριντ, που μαθαίνει με ενθουσιασμό ρουνικά σύμβολα, συμμετέχει σε μακρές πεζοπορίες στα βουνά («πορεία της λυκοπαγίδας») και ετοιμάζεται για τη δική της τελετή του χρίσματος: «μια γιορτή αποχωρισμού από την παιδική ηλικία και εισόδου στην ενήλικη ζωή με την εκτέλεση μιας αποστολής, σ’ έναν μεγάλο οικογενειακό, φιλικό και συντροφικό κύκλο με δάδες, τραγούδια, ρητά και, στο τέλος, μ’ ένα χαστούκι, επειδή ο αποχωρισμός από την παιδική ηλικία πονάει κι επειδή στις χειροτονίες των ιπποτών περιλαμβανόταν κι εκεί ένα χαστούκι».
Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, η εγγονή έχει πλέον ενηλικιωθεί. Ο κύκλος της μαθητείας της κοντά στον παππού, που δεν ήξερε μέχρι την εφηβική της ηλικία ότι είχε, έχει ολοκληρωθεί, και η ώρα των αποφάσεων έχει φτάσει και για την ίδια. Η εγγονή ξαναπερπατάει –κατ’ αναλογία– τον ίδιο δρόμο με τη μητέρα και με τη γιαγιά της: ο αποχαιρετισμός από την παιδική ηλικία είναι μια τομή ανάμεσα στην «Ανατολή» όπου μεγάλωσε και τη «Δύση» που γνωρίζει τόσο λίγο.
Με την ευανάγνωστη, ήσυχη πρόζα του, ο Σλινκ παραδίδει με την «Εγγονή» ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη: κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα του Τείχους» (Ostwestroman), κατά το παράδειγμα του «Μοιρασμένου Ουρανού» της Κρίστα Βόλφ (μυθιστόρημα ήδη επιτυχημένο το 1964, στο οποίο αναφέρονται και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές της «Εγγονής») και κατά το ήμισυ «μυθιστόρημα ενηλικίωσης/μαθητείας» (Bildungsroman). Όσο κι αν η απλή γραφή του, που δεν ψάχνει τον εντυπωσιασμό, μοιάζει διδακτική, ο Σλινκ δε λαθεύει, ούτε τώρα, στην επιλογή των θεμάτων του, γράφοντας, με τρυφερή ματιά, 33 χρόνια –μια γενιά ολόκληρη– μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών, για το πώς η επανένωση παρέμεινε ημιτελής, οι Γερμανίες παρέμειναν δύο, και κάποιοι άνθρωποι χάθηκαν στο αναμεταξύ.
Ο Άκης Παπαντώνης, καθηγητής της Επιγενετικής στην ιατρική σχολή του Γκέτιγκεν, μεταφράζει, γράφει και διαβάζει λογοτεχνία. Βραβεύτηκε για το πρώτο του έργο, τη νουβέλα Καρυότοπος, το 2014 ως ο καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας από το περιοδικό Αναγνώστης. Πέντε χρόνια μετά έρχεται με το μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές και το 2021 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή τιτλοφορούμενη Bildungsroman. Φέτος επέστρεψε με το Η τελευταία αρκούδα του δάσους, μια νουβέλα με χαρακτήρα ιστορικοπολιτικό που εστιάζει στη διαμόρφωση των λογοτεχνικών χαρακτήρων συντηρώντας άτυπα το χαρακτηριστικό του bildungsroman.
Ο αφηγητής της ιστορίας, Θοδωρής, μεγαλώνει χωρίς την παρουσία του πατέρα. Κοντά του βρίσκονται ο παππούς του και η μητέρα του. Στα εφηβικά του χρόνια έχει δίπλα του τον αδελφό του, Νίκο – κι αργότερα Νικηφόρο- που ως μέλος ενός Εθνικού Συνδέσμου μπλέκεται σε δυσάρεστες καταστάσεις. Κάτω από το φόβο της σκιάς των αποκαλύψεων κανείς δε ρωτά τι συμβαίνει. Ο Νίκος βοηθά το Θοδωρή από μακριά. Είναι παρών και ταυτόχρονα απών. Ο Θοδωρής παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν. Χρειάζεται απαντήσεις τις οποίες και θα λάβει μόνος του καθώς η μητέρα διατηρεί μέχρι το τέλος τη σιωπή της.
Η νουβέλα καλύπτει χρονικά το διάστημα από το 1980 έως και το 2004. Στο διάστημα αυτό έλαβαν χώρα συμβάντα σημαντικά, ένα από αυτά ήταν κ ο σφαγιασμός Μουσουλμάνων στη Σρεμπρένιτσα με τη συμμετοχή Ελλήνων πολιτών όπως αποδείχθηκε αργότερα. Ο Παπαντώνης με λεπτούς χειρισμούς εντάσσει το γεγονός στην ιστορία του με βασικό μέτοχο τον ήρωά του Νίκο/ Νικηφόρο.
“Ξανανοίγω τον υπολογιστή· γκουγκλάρω: Βοσνία- Ερζεγοβίνη ΕΕΦ (έτσι, χωρίς τελείες). 662 αποτελέσματα, 0,53 δευτερόλεπτα αναζήτησης. Πατάω «Εικόνες», ανοίγουν μπροστά μου σεντόνι. Φοβάμαι να κλικάρω πάνω σε κάποια μην τυχόν και, μόλις μεγεθυνθεί, δω το πρόσωπό του Νικηφόρου”.
Η σκιαγράφηση των χαρακτήρων πραγματοποιείται σταδιακά και με λιτές περιγραφές εντάσσοντας τον αναγνώστη στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της ιστορίας. Ακολουθώντας τις στάσεις που έχει επιλέξει να δημιουργήσει ο συγγραφέας μέσω των περιεχομένων του ο αναγνώστης έρχεται κοντά στους ήρωες. Η γνωριμία με το Θοδωρή πραγματοποιείται με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποκαλύπτοντας ο ίδιος, in medias res, στοιχεία από την ζωή του.
“Φθινόπωρο του ’95, πρωτοετής στο Χημικό του Α.Π.Θ., δεν έχω χωρίσει ακόμα με την Άννα, μα τραβιέμαι με μια Χριστίνα, τελειόφοιτη της Νομικής. Εκείνη νοικιάζει στην Παπάφη, εγώ ψηλά στις Σαράντα Εκκλησιές – από το μικροσκοπικό παράθυρο του μπάνιου της γκαρσονιέρας μου διακρίνει το βράδυ τα φώτα της Άνω Πόλης (το πρώτο πράγμα που φρόντισε να μας δείξει ο μεσίτης)”.
Η παρουσίαση του Νίκου γίνεται σταδιακά μέσα από τις πράξεις του. Με τη χρήση επιθέτων και απλών προτάσεων ο Θοδωρής σχολιάζει την εμφάνιση του αδερφού του. Ο Παπαντώνης στο σημείο αυτό, όπως και σε άλλα, δημιουργεί λεκτικά την κοινωνική και ιδεολογική ταυτότητα του ήρωά του.
“Ο Νίκος παρακολουθεί από ένα παγκάκι στο βάθος. Φοράει εκείνο το μαύρο fly μπουφάν που πάνω μου έδειχνε πάντα παράταιρο, από τα θηλάκια του τζιν του κρέμεται μια αλυσίδα. Οι συμμαθητές μου χειροκροτάνε, η κιθάρα σταματάει. Τα ντραμς δίνουν τον ρυθμό για τον Εθνικό Ύμνο. «Σε γνωρίζω από την όψη…» και ο Νίκος σηκώνεται όρθιος πάνω στο παγκάκι. Τεντώνει το δεξί χέρι και τραγουδάει μαζί με τη χορωδία δυνατά”.
Η δομή της νουβέλας ακολουθεί τις στάσεις στις ζωές των ηρώων. Ξεκινώντας από το προοίμιο όπου περιλαμβάνει μια μαρτυρία ανθρώπου από το μέτωπο του πολέμου, συνεχίζει με την ανώνυμη επιστολή του Νικηφόρου προς τον αδερφό του παρουσιάζοντάς του σύντομα και ελλειπτικά τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Ακολουθούν οι στάσεις τηρώντας την σειρά του αλφαβήτου. Με το τελευταίο γράμμα του αλφάβητου το Ω και τελευταίο κεφάλαιο Ταφή ο αναγνώστης ολοκληρώνει το αναγνωστικό του ταξίδι έχοντας γνωρίσει τη τελευταία αρκούδα του δάσους και συγκεντρώσει τις απαντήσεις που οι ήρωες φοβόντουσαν να λάβουν.
Ο Παπαντώνης φέρνει στο αναγνωστικό κοινό μια νουβέλα με ιστορικό και πολιτικό υπόβαθρο τηρώντας τις ισορροπίες χάρη στον απλό λόγο, τις σύντομες προτάσεις, τους λιτούς διαλόγους και την απουσία λυρικών στοιχείων. Με την ενηλικίωση των δύο χαρακτήρων έρχονται στην επιφάνεια θέματα σε σχέση με πατρίδα, την εθνική ταυτότητα, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων σε οικογενειακό επίπεδο.
Η βιβλιοκριτική της Αναστασίας Τσουκαλά αντλήθηκε από εδώ: https://www.fractalart.gr/i-teleytaia-arkoyda-toy-dasoys/
Ακολουθεί η συνέντευξη του συγγραφέα στο "bookpress "
Συνέντευξη με τον συγγραφέα Άκη Παπαντώνη με αφορμή τη νέα του νουβέλα «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» (εκδ. Κίχλη).
Συνέντευξη στον Διονύση Μαρίνο
Δύο αδέλφια που η σχέση τους περνάει πολλές διακυμάνσεις. Ο μικρός (Θοδωρής) ψάχνει συνεχώς ένα στήριγμα, ενώ ο μεγάλος (Νίκος), αν και γίνεται ο δεύτερος πατέρας του, στην ουσία έχει βυθιστεί στις δικές του ιδεολογικές ονειροφαντασιές. Γίνεται μέλος ακροδεξιάς οργάνωσης και ως Νικηφόρος (πια) καταλήγει να πολεμάει ως εθελοντής στον Εμφύλιο της πρώην Ενωμένης Γιουγκοσλαβίας.
Ο πατέρας τους έχει εξαφανιστεί από καιρό, ενώ η μάνα είναι υποφωτισμένη από την ίδια της τη ζωή. Κάπως έτσι αρθρώνεται η νουβέλα του Άκη Παπαντώνη Η τελευταία αρκούδα του δάσους (εκδ. Κίχλη) που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Μας μιλάει για τη σχέση που έχει η μεγάλη Ιστορία στα βιβλία του (προφανώς και στο τελευταίο), τη δύναμη των σιωπών και τα τραύματα που είναι (ή δεν είναι) σε θέση να κουβαλήσει ένας άντρας.
Τέταρτο βιβλίο, τρίτο πεζογραφικό, και δεν γίνεται να μην ρωτήσω πώς και παραμένεις σταθερός στον χώρο της νουβέλας;
Δεν αναρωτιέμαι ποτέ a priori για τη φόρμα των βιβλίων μου. Αυτή προκύπτει οργανικά από τις ανάγκες της αφήγησης. Τόσο ο Καρυότυπος (το πρώτο μου βιβλίο) όσο και η Τελευταία αρκούδα του δάσους (το τελευταίο μου) είναι αφηγήσεις που περιστρέφονται γύρω από ένα κεντρικό πρόσωπο, με μία –πάνω κάτω– γωνία θέασης, χωρίς την έκταση (αλλά με την βαθύτητα, θέλω να ελπίζω) που θα περίμενε κανείς από ένα μυθιστόρημα. Το Ρηχό νερό, σκιές από την άλλη (το δεύτερο πεζό μου) είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, αν και σχετικά μικρής έκτασης, μιας και είναι φυγόκεντρο, συγκεράζοντας ιστορίες διαφορετικών προσώπων κάτω από την σκέπη μιας κοινής ιστορικής συγκυρίας.
Επίσης, το σχήμα «μεγάλο γεγονός-ιδιωτική σφαίρα» είναι κάτι που εμφανίζεται και στο τελευταίο σου βιβλίο. Η Ιστορία σαρώνει, τελικά, τους ανθρώπους;
Αυτό είναι κάτι που με ενδιαφέρει πολύ. Οι ήρωές των βιβλίων μου –όπως κι ο καθένας μας άλλωστε– δε ζουν εν κενώ, ούτε συμπεριφέρονται εκτός συγκειμένου. Η Μεγάλη Ιστορία δεν θα μπορούσε παρά να είναι καθοριστική των μικρών, προσωπικών ιστοριών του καθενός μας. Υπάρχει βέβαια και το «χρηστικό» κομμάτι αυτής της επιλογής: οι σημαντικές ιστορικές τομές αποτελούν ένα σημείο πρώτης προσέγγισης με τους αναγνώστες, καθώς εκείνοι –όπως κι εγώ– έχουν δει, διαβάσει, ακούσει, επηρεαστεί από σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος. Η Ιστορία, λοιπόν, ναι, σαρώνει τους ανθρώπους (συγγραφείς και αναγνώστες εξίσου) και τις σχέσεις τους, ξανασχεδιάζει τις πορείες τους – συχνά ερήμην των ίδιων. Κι αυτό το βρίσκω συναρπαστικό.
Πιστεύω πως οι σιωπές, ακριβώς όπως οι παύσεις στη μουσική, έχουν μεγάλη δύναμη. Οι σιωπές, τα λόγια που δεν αρθρώνονται, είναι όσα δίνουν πραγματικά ρυθμό σε μια συνομιλία –τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή.
Όλο το βιβλίο το διαπερνάει η σιωπή και το ανείπωτο. Πράγματα που δεν εκστομίζονται, γεγονότα που μένουν στο ημίφως. Είναι μια σκιαμαχία οι σχέσεις των ηρώων σου;
Δεν είναι οι περισσότερες σχέσεις μια σκιαμαχία; Πιστεύω πως οι σιωπές, ακριβώς όπως οι παύσεις στη μουσική, έχουν μεγάλη δύναμη. Οι σιωπές, τα λόγια που δεν αρθρώνονται, είναι όσα δίνουν πραγματικά ρυθμό σε μια συνομιλία – τόσο στη λογοτεχνία όσο και στη ζωή. Αν, ως συγγραφέας, καταφέρεις να πεις αυτό που θες χωρίς να το βάλεις στο στόμα των ηρώων σου, αλλά να το δηλώνουν οι βουβές χειρονομίες τους, η ξαφνική (ή η παρατεταμένη) σιωπή τους, τότε έχεις μάλλον πετύχει κάτι. Το προσπάθησα αυτό σε πολλά σημεία της νουβέλας. Νομίζω πως είναι το κομμάτι του βιβλίου στο οποίο αφιέρωσα τον περισσότερο χρόνο, την περισσότερη «δουλειά».
Κάθε κεφάλαιο φέρει ως προμετωπίδα μαρτυρίες από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για την Πρώην Γιουγκοσλαβία. Αν ενώσεις όλες αυτές τις φωνές δημιουργείται ένας χορός τραγωδίας. Ήταν αυτός ο σκοπός σου;
Ακριβώς αυτός – και σ’ ευχαριστώ που το αναδεικνύεις. Δεν ήταν επουδενί πρόθεσή μου να παραθέσω πληροφορίες ή αυτούσιες μαρτυρίες από τον γιουγκοσλαβικό εμφύλιο, να γράψω ένα ιστορικό μυθιστόρημα ή να αναπαράξω γεγονότα με τρόπο δημοσιογραφικό. Είχα δεκάδες σελίδες σημειώσεων, τις οποίες διύλισα σε αυτές τις (μεταλλαγμένες βέβαια) μαρτυρίες των λίγων αράδων. Κάθε μία είναι σε συνομιλία με το κεφάλαιο το οποίο εισάγει, και όλες μαζί είναι η σπαρακτική ηχώ ενός τραύματος που πλανάται πάνω από την ιστορία του Νικηφόρου και του Θοδωρή.
Ο Άκης Παπαντώνης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Είναι καθηγητής Επιγενετικής στην Ιατρική Σχολή του Γκέτινγκεν· γράφει και μεταφράζει λογοτεχνία. Τα βιβλία του, η νουβέλα Καρυότυπος (2014, Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού Ο Αναγνώστης), το μυθιστόρημα Ρηχό νερό, σκιές (2019), η ποιητική συλλογή bildungsroman (2021) και η νουβέλα Η τελευταία αρκούδα του δάσους (2023) κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κίχλη. |
Δεν ξέρω αν η οικογένεια του βιβλίου σου είναι αυτό που λέμε «τυπική ελληνική οικογένεια», ωστόσο, η συγκεκριμένη φέρει πολλά τραύματα. Είχες στο μυαλό σου τον κίνδυνο μην πέσεις σε «ψυχαναλυτισμούς»; Πώς τους απέφυγες;
Υπάρχει πάντα ο φόβος της υπερβολής: το να μην έχουν οι ήρωές σου τίποτα άλλο πέρα από τραύματα· υπάρχει και ο φόβος του «ψυχαναλυτισμού» όπως λες. Αν και δεν είχα ποτέ ένα (συνειδητό) πλάνο για να αποφύγω οποιοδήποτε εκ των δύο, νομίζω πως η οικογένεια του βιβλίου «γειώνεται» από την πραγματικότητα των δεκαετιών στις οποίες ζει. Με άλλα λόγια, τα ίδια τα γεγονότα των δεκαετιών του ’80, του ’90 και του ’00 βάζουν τα μέλη της οικογένειας του Θοδωρή στη θέση στην οποία είναι. Και τα γεγονότα αυτά είναι αδιάψευστα. Οι άνθρωποι της ηλικίας μας θυμούνται αυτές τις δεκαετίες με νοσταλγία, μα είχαν και τις σκοτεινές πτυχές τους εκείνα τα χρόνια, τις οποίες επισκεπτόμαστε ξανά τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια.
Ο Θοδωρής έχεις κάτι από τον Ν. του Καρυότυπου; Είναι κι αυτός ένας άνθρωπος χωρίς πυξίδα; Ένας μονήρης που κουβαλάει τα βιώματά του σαν βάρος;
Είναι ενδιαφέρουσα παρατήρηση αυτή – ομολογώ πως δεν έγινε από πρόθεση, αλλά όντως υπάρχουν κάποιες ομοιότητες. Ο Θοδωρής, στα δικά μου μάτια, είναι ένας άνθρωπος, αν όχι χωρίς πυξίδα, σίγουρα με «μπερδεμένη» πυξίδα. Τα βιώματά του του είναι βάρος, αλλά και οδηγός – όπως όλων μας. Η φυγή του πατέρα του, για παράδειγμα, είναι ένα προφανές τραύμα, αλλά η αγάπη του αδελφού του (όταν εκδηλώνεται) είναι βάλσαμο. Από την άλλη, ο Ν. του Καρυότυπου κουβαλάει ένα βαθύ, καθοριστικό τραύμα –αυτό των ορφανοτροφείων του καθεστώτος Τσαουσέσκου– που ούτε καν η αμέριστη αγάπη των ανάδοχων γονιών του μπορεί να επουλώσει. Εν τέλει, βέβαια, και στους δύο ήρωες αυτό καθορίζει τις σχέσεις τους, ειδικά εκείνες με το άλλο φύλο.
Ο Νίκος, ο αδελφός του Θοδωρή, γίνεται Νικηφόρος. Εντάσσεται στην άκρα Δεξιά, νοηματοδοτεί τη φασίζουσα ιδεολογία του και πηγαίνει εθελοντής στον πόλεμο της Πρώην Γιουγκοσλαβίας. Τον θεωρείς μια ακόμη τραγική φιγούρα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως αποτελεί και τραγική φιγούρα. Βέβαια, αυτό ενέχει τον κίνδυνο του να αμβλύνει την βαρύτητα των επιλογών του – το ότι ασπάστηκε την ακροδεξιά (αν και στρατολογήθηκε έφηβος) και το ότι συμμετείχε εθελοντικά στα γεγονότα της Σρεμπενίτσα (αν και παραμένει αμφίθυμο στο βιβλίο αν έκανε ο ίδιος αξιόποινες πράξεις). Είναι μια αδιόρατη γραμμή αυτή πάνω στην οποία βαδίζει ο χαρακτήρας του Νικηφόρου: και βασανισμένος και βασανιστής, και παραπλανημένος και αμετανόητος. Εν τέλει, όπως κάθε τι σε ένα βιβλίο, είναι στο χέρι του αναγνώστη πώς θα αξιολογήσει τους πρωταγωνιστές και τις επιλογές τους. Άλλωστε η (καλή) λογοτεχνία πρωτίστως θέτει ερωτήματα, δεν τα απαντάει.
Oι άνθρωποι –είτε είναι ήρωες λογοτεχνικών βιβλίων είτε υπαρκτά πρόσωπα– καθορίζονται από τις αντιφάσεις τους και από τον τρόπο που αυτές συναρμόζονται.
Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που διαχειρίζεσαι την κρυμμένη σεξουαλικότητα του Νικηφόρου. Θεωρείς πως αυτό είναι σημαντικό για να «δέσει» η ψυχοσύνθεσή του;
Πιστεύω πως οι άνθρωποι –είτε είναι ήρωες λογοτεχνικών βιβλίων είτε υπαρκτά πρόσωπα– καθορίζονται από τις αντιφάσεις τους και από τον τρόπο που αυτές συναρμόζονται. Στην περίπτωση του «επινοημένου» Νικηφόρου, η αντίφαση που ήθελα να αναδείξω είναι αυτή των «ματσό» προσδοκιών της ακροδεξιάς ταγής του με την ανάγκη του να μην κρύβει άλλο την σεξουαλικότητά του και την ανάγκη του για αγάπη. Αυτό το επιχειρεί μέσα από τα αδέξια στιχάκια που γράφει δεξιά κι αριστερά και τα οποία θα ήθελε, τελικά, κάποιος να τα διαβάσει, να τα αποκρυπτογραφήσει.
Η απουσία πατέρα στιγματίζει και τα δύο αδέλφια. Είναι κι αυτό μια εξήγηση που δεν καταφέρνουν ποτέ να συνομιλήσουν ανοιχτά; Το κοινό τους στοιχείο είναι η τραυματισμένη αρρενωπότητα;
Η τραυματισμένη αρρενωπότητα δεν ήταν ποτέ κάτι που είχα στο νου μου ως εξήγηση για την φύση της σχέσης των δύο αδελφών. Θέλοντας να αποφύγω τους «ψυχαναλυτισμούς» (όπως είπες πιο πάνω) και εδώ, θα πω το εξής: εν τη απουσία του πατέρα τους, ο Νίκος/Νικηφόρος αναλαμβάνει –ακουσίως ή εκκουσίως– τον ρόλο του «προστάτη» για τον μικρότερο αδερφό του και ο Θοδωρής ενηλικιώνεται εντός αυτής της συνθήκης.
Έτσι όταν χάνεται «η τελευταία αρκούδα του δάσους», ο Θοδωρής βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο: έχει αφενός χάσει τον άνθρωπο που φύλαγε σκοπιά έξω από το παιδικό του δωμάτιο ή έξω από το παράθυρό του φοιτητικού του διαμερίσματος, αφετέρου όμως φεύγει από πάνω του το βάρος των πράξεων που γνωρίζει πως είχε κάνει ο Νικηφόρος.
Και με αυτή τη νέα συνθήκη καλείται πλέον να ζήσει, στη μακρύτερη ίσως σιωπή του βιβλίου – όπως λέει άλλωστε και το μοναδικό ποίημα που γράφει ο Θοδωρής: «[…] ο κόσμος μου εἶναι οἱ χειμῶνες σου./ Ἄνοιξα ἀπόψε ἕνα ἀκόμα κιβώτιο μὲ τὰ πράγματά σου/ μὲ τὸν χαρτοκόπτη ποὺ ἄνοιγα τὰ γράμματά σου,/ μὰ πρὶν κοιτάξω μέσα/ πάγωσαν ὅλες οἱ χειρονομίες μου».
Από τη βιβλιοκριτική της Τιτίκας Δημητρούλια, που δημοσιεύτηκε εδώ
Μια νεαρή λογίστρια σε σούπερ μάρκετ, πολύ καλή στη δουλειά της, όμορφη, ζωηρή, ανεξάρτητη, σκορπάει τα λεφτά της και χαίρεται τη ζωή της, ενώ η μικρή ανιψιά της περιμένει επί ματαίω να γίνει παρανυφάκι στον γάμο της. Η μοίρα, όμως, και μια απρόσεκτη χελώνα άλλα κελεύουν για την ανώνυμη αυτή «θεία». Η Σωτηρία, νεοφερμένη στην Αθήνα, απολαμβάνει τους καφέδες, τα ταβερνάκια και τα μπουζούκια με τον άντρα και τις φίλες της. Αλλά πάνω από όλα λατρεύει τα ψώνια και μαγεύεται από τον παράδεισο του σούπερ μάρκετ, σε σημείο που ξεχνιέται και κλείνεται μέσα για μια ολόκληρη νύχτα. Έμπορος οικοδομικών υλικών ο Βασίλης, μπουχτισμένος από τους πελάτες και τις ιδιοτροπίες τους, κλείνει μια μέρα νωρίς το μαγαζί και αφηγείται στον υπάλληλό του την άδοξη ερωτική του ιστορία με μια εργαζόμενη στο παρακείμενο σούπερ μάρκετ συγχωριανή του με τραγικό παρελθόν. Η Μαρίνα, μια φιλόλογος εγκλωβισμένη για χρόνια σε μια αδιέξοδη κι άχαρη σχέση με έναν επιτήδειο της Αλλαγής, μαθαίνει ότι είναι σωματέμπορος, παίρνει με τρόπο θανατηφόρα ριζικό στα χέρια της τη ζωή της, αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Το σωτήριον έτος 1993, η μικρή Χριστίνα λέει τα κάλαντα με τον εξάδελφό της, που την παρατάει στα κρύα του λουτρού για να συνεχίσει με άλλη παρέα. Κλαίει και οδύρεται, αλλά βρίσκει τελικά τρόπο να μαζέψει ένα τεράστιο, για τα μάτια της, ποσό. Μόνο που η παλιά τραγουδίστρια της όπερας, στην έπαυλη όπου πηγαίνει να κλείσει θριαμβευτικά την περιοδεία της, την χαρακτηρίζει «φτωχό παιδάκι», χαλώντας της μεν το κέφι, αλλά χωρίς να κλονίσει στο ελάχιστο την αυτοεικόνα της ως πλούσιας, την οποία ενισχύει περαιτέρω η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ μητέρα της. Η τραβεστί Λιζέτα, η πιο παλιά στη Συγγρού, άλλως Γρέντζω ή Μάνα, αποσύρεται όταν αρρωσταίνει από τη νέα επάρατο της εποχής στο χωριό του, γίνεται νεωκόρος κι οι χωριανοί, που δεν ξεχνάνε το επονίτικο παρελθόν του, τρέμουν μπροστά στα ορατά σημάδια της ασθένειάς του και τις πιθανότητες μετάδοσής της.
Έξι πρόσωπα στη μεγάλη ανατροπή της Αλλαγής
Έξι πρόσωπα ζητούσαν συγγραφέα, να αφηγηθεί τις μικρές, προσωπικές τους ιστορίες, μέσα στη μεγάλη ανατροπή που έφερε ο καιρός και η «Αλλαγή» στη δεκαετία του ’80 και του ’90, μέσα στη μεγάλη ιστορία αλλά και στο περιθώριό της. Ιστορίες που κυλούν στον ρυθμό του χρόνου, του οποίου οι κραδασμοί διαμορφώνουν ήδη το συλλογικό μέλλον, αλλά προσλαμβάνονται στο ατομικό παρόν, φυσικοποιημένοι, ως επιλογές – κάτι χάνεται, κάτι μένει, κάτι καινούργιο εμφανίζεται και η ζωή συνεχίζεται. Έξι λαϊκά πρόσωπα, σε μια εποχή όπου η ίδια η έννοια του λαϊκού επαναπροσδιοριζόταν, στο πλαίσιο μιας συνολικής αναδιάρθρωσης της ανθρωπογεωγραφίας και των πολιτισμικών πρακτικών, ζητούσαν συγγραφέα.
Βρήκαν τη συγγραφέα τους στο πρόσωπο της Χαράς Ρόμβη, η οποία φέρνει στο προσκήνιο, στην πρώτη της λογοτεχνική κατάθεση, μια εποχή διαμορφωτική για την ελληνική ταυτότητα και τον ζωντανό της μύθο, όπως ανακατασκευάζεται και συντηρείται από τη συλλογική μνήμη –τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τις σχετικές εκδόσεις και τη μεγάλη έκθεση στην Τεχνόπολη, γίνεται λόγος ακόμη και για «ογδονταλγία», για τη νοσταλγία (άλλης) μιας χαμένης εποχής της αθωότητας. Κι ας είχε δείξει με ενάργεια, από τότε ακόμη, μια πτυχή της συγκαιρινής λογοτεχνίας πώς οι αλλαγές αυτές, συνυφασμένες με την εγχώρια πραγμάτωση της παγκοσμιοποίησης, προετοίμαζαν την ακύρωση του μέλλοντος –φέρνω πρόχειρα στον νου μου τα μυθιστορήματα «Οι λεύκες ασάλευτες» και «Εις τον πάτον της εικόνας», της Μάρως Δούκα ή τη Φανταστική περιπέτεια του Αλέξανδρου Κοτζιά–, ενόσω μια άλλη πτυχή της αποθέωνε τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του τέλους της Ιστορίας, που φυσικά δεν ήρθε ποτέ…
Η τάξη που χωράει τους πάντες
Γεννημένη το 1985, η Ρόμβη προσεγγίζει την εποχή της παιδικής της ηλικίας εξ όνυχος, μέσα από ιστορίες συγκρότησης του μικρομεσαίου ήθους και ύφους στη ροή μιας καθημερινότητας που παρασέρνει τους ανθρώπους, γεννώντας μαζί ελπίδες και ψευδαισθήσεις. Ζωντανεύει την εποχή που οι πληθυσμοί της επαρχίας αφήνουν πίσω τους, με ακόμη πιο γοργό ρυθμό και ανανεωμένες προσδοκίες, τα «κωλοχώρια», για να γλιτώσουν από «τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες», την οπισθοδρόμηση και τους κλειστούς ορίζοντες – όσο κι αν προσαρμόζονται κι αυτά στο νέο πνεύμα, ειδικά τα καλοκαίρια, της επιστροφής μικρών και μεγάλων, οπότε αντηχούν από τα ξένα τραγούδια πλάι στα ελαφρολαϊκά και δίνουν και παίρνουν οι σημαιούλες στα ποτά και στα παγωτά. Που οι πρώτοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ήδη ως η ρίζα του (κάθε) κακού, σε πείσμα της πιο απτής πραγματικότητας. Που οι γυναίκες δουλεύουν και ζουν, υποτίθεται, όπως θέλουν, σε ροζ συννεφάκια, σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, ανάμεσα στα ράφια του σούπερ μάρκετ, υπό τους ήχους μιας χαρούμενης μουσικής που ωθεί στη «λωτοφαγική δραστηριότητα της κατανάλωσης», εκεί όπου δουλεύουν άλλες γυναίκες, πεπεισμένες κι αυτές και τα παιδιά τους ότι ανήκουν πλέον στην τάξη των προνομιούχων, η οποία μοιάζει πια να χωράει τους πάντες, καλούς και κακούς, πλούσιους, μαφιόζους και μεροκαματιάρηδες. Την εποχή που ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός, η μοναξιά, ο (ανανεωμένος) ρατσισμός, η αλλοτρίωση, η γλίτσα, θριαμβεύουν και εμπεδώνονται, μαζί με τον (όποιο) εκσυγχρονισμό και ενάντιά του.
Ο λόγος της Ρόμβη είναι δουλεμένα απλός, μαζί αποστασιοποιημένος, αιχμηρός και συμπονετικός για τα πρόσωπα που σχεδιάζει κι αναζητούν απελπισμένα το καθένα τη δική του σωτηρία, παρασυρμένα από το ρεύμα ενώ νομίζουν πως κυβερνούν τη ζωή τους. Σχολιάζει τα μεγάλα μέσα από τα μικρά, με το σούπερ μάρκετ να είναι πανταχού παρόν, ως ένας συμβολικός μη τόπος της αλλοτρίωσης και με τους μονολόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους να αποτυπώνουν δυναμικά τη διαμόρφωση των αισθημάτων και της (ψευδούς) συνείδησης, έξω από τα γεγονότα της μεγάλης ιστορίας. «Με είπε φτωχό παιδάκι. Εμένα που έχω δικά μου δύο ποδήλατα. Ένα στην Αθήνα και ένα στο χωριό. […] Που έχω από τη νονά μου ολόχρυση καδένα με το ζώδιό μου και ολόχρυσα σκουλαρίκια. Που οι γονείς μου το βράδυ θα πάνε στα μπουζούκια, σε μπροστά-μπροστά τραπέζι. Που πήραμε καινούργιο αμάξι […] Που αυτό το καλοκαίρι δεν θα πάμε διακοπές στο χωριό, θα πάμε στη Ρόδο», σκέφτεται η μικρή Χριστίνα – κι ο παιδικός λόγος, που αρθρώνεται ήδη στο πρώτο διήγημα, είναι από τα πιο ισχυρά χαρτιά της Ρόμβη, μαζί με τον μετέωρο, ανοιχτό χαρακτήρα των ιστοριών της και τη δημιουργία ατμόσφαιρας, την απόδοση του Zeitgeist με τα ελάχιστα. Μια δυναμική πρώτη δουλειά που γεννά μεγάλες προσδοκίες.