Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

ΓΙΑΣΜΙΝΑ ΧΑΝΤΡΑ, Χαλίλ, Μετάφραση Γιάννης Στρίγκος, Αθήνα 2018, Εκδόσεις Πατάκης

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου του 2015. Ένα γλυκό χειμωνιάτικο βράδυ, με γιορτινή ατμόσφαιρα. Τα παρισινά μπιστρό είναι γεμάτα κόσμο και στο Σταντ ντε Φρανς το ενθουσιώδες πλήθος έχει προσέλθει για να υποστηρίξει την εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της χώρας ενάντια στη Γερμανία. Ζωσμένος με εκρηκτικά, ο Χαλίλ περιμένει να έρθει η στιγμή για να περάσει στην πράξη. Είναι μέλος της οργάνωσης που ετοιμάζεται να αιματοκυλήσει την πόλη. Ποιος είναι όμως ο Χαλίλ και πώς έφτασε ως εδώ; Εμπνεόμενος από τα πραγματικά γεγονότα που συγκλόνισαν τη Γαλλία αλλά και την παγκόσμια κοινότητα, ο Γιασμίνα Χάντρα προσεγγίζει με πρωτόγνωρο τρόπο το ζήτημα της τρομοκρατίας, μ’ έναν ρεαλισμό και μια ακρίβεια που κόβουν την ανάσα: μια ιλιγγιώδης κατάβαση στο μυαλό ενός καμικάζι, τον οποίο και ακολουθεί κατά πόδας ως το τελευταίο του χαράκωμα, μια ανατριχιαστικά ακριβής ακτινογραφία της εποχής μας, που προβάλλει μετέωρη ανάμεσα στην εύθραυστη διαύγεια της συνείδησης και στη δυσβάσταχτη θηριωδία της παραφροσύνης. [οπισθόφυλλο βιβλίου]

Το πρώτο μότο του βιβλίου: 

"Για να κατακτήσει κανείς την αιωνιότητα, δε χρειάζεται να είναι ήρωας ή μεγαλοφυΐα, αρκεί να φυτέψει ένα δέντρο"

Η αρχή του πρώτου κεφαλαίου: 

«Παρίσι, πόλη του φωτός. 

Ένας μόνο φανοστάτης του να σβήσει κι όλος ο κόσμος βυθίζεται πάλι στο σκοτάδι. 

Ήμασταν τέσσερις καμικάζι. Η αποστολή μας ήταν να μετατρέψουμε το Σταντ ντε Φρανς σε τόπο παγκόσμιου πένθους. 

Στριμωγμένοι στο αμάξι που έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο, καθόμασταν βουβοί. Υπήρχαν δύο αδελφοί τους οποίους δε γνώριζα, ο ένας μπροστά, με τον Αλί, τον οδηγό, κι ο άλλος στο πίσω κάθισμα, δίπλα στον Ντρις και σ’ εμένα».

Και δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα:

"Ο αποκλεισμός εντείνει την ευθιξία, η ευθιξία γεννά τη ματαίωση, τα αισθήματα ματαίωσης γεννούν το μίσος και το μίσος οδηγεί στη βία" (σελ. 96),

"Οι πραγματικοί εγκληματίες δεν είναι αυτοί που ανατινάζονται μέσα στο πλήθος, αλλά αυτοί που προκαλούν το μακελειό" (σελ. 148).

Όπως ειπώθηκε χαρακτηριστικά:

«Στο κεφάλι ενός τρομοκράτη. Ο Γιασμίνα Χάντρα υπογράφει ένα μεγάλο επίτευγμα, ένα μυθιστόρημα μεγάλου πάθους και εξαιρετικής νηφαλιότητας ταυτόχρονα. Εμβληματικό βιβλίο». Livres Hebdo 

«Η πένα του Γιασμίνα Χάντρα διαθέτει μια μοναδική δύναμη που μας αιχμαλωτίζει και μας οδηγεί σε πεδία αδιανόητα». L’ Actualité 

«Ένα εξαιρετικά δυνατό μυθιστόρημα που θέτει επιτακτικά ζητήματα». Le Soir

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, άντρες χωρίς άντρες, Εκδόσεις Πατάκης



Μια αναφορά , κι εκείνη αβέβαιη, σε αποχαρακτηρισμένο έγγραφο στης Ασφάλειας από την περίοδο της δικτατορίας, "στις παρακολουθήσεις φοιτητών συμμετείχε και ο Χ. Λ., έμμισθος συνεργάτης της υπηρεσίας, που αποτάχθηκε λόγω ομοφυλοφιλίας...", μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ποιος ήταν ο Χ.Λ.; Πού μεγάλωσε; Είχε οικογένεια; Ποια ήταν τα κίνητρά του; Τι απέγινε μετά την απόταξή του; Ερευνώντας σε διάφορα αρχεία δεν βρήκα και πολλά πράγματα, έτσι θέλησα να γράψω τη ζωή του, μέσα από πρόσωπα και προσωπεία που εγώ φαντάστηκα, να συμπληρώσω τα κενά της ισχνής βιογραφίας του με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, να εξερευνήσω την ανθρώπινη εμπειρία πέρα από τα στερεότυπα, να δοκιμάσω και τις αντοχές των πολλαπλών αφηγήσεων μέσα σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν.  

Αυτή την ομολογία καταθέτει ο συγγραφέας για το ερέθισμα σύνθεσης του νέου του μυθιστορήματός του. όπως και για τις επιδιώξεις της γραφής του. Έτσι συνθέτει ένα έργο όπου καταγράφονται κοντά εβδομήντα χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας μέσα από τις "φωνές" ενός πατέρα, αφανούς ακροδεξιού παρακρατικού και ομοφυλόφιλου, του Χρήστου Λώρη, του γιού του και του κολλητού του φίλου, που προέρχεται από αριστερή οικογένεια. Η αφήγηση, χωρίς να ακολουθεί τη γραμμή του χρόνου, καλύπτει τα χρόνια από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι το 2012 και τις συνέπειες της  οικονομικής κρίσης. Ως μυθιστορηματικοί τόποι κυριαρχούν περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, όπου μετακομίζει κατά καιρούς η οικογένεια του ακροδεξιού: πλατεία Βάθης, Θησείο, πλατεία Συντάγματος, Τρούμπα, πλατεία Αμερικής, Παπάγου, Κυψέλη, ενώ αμυδρά αναφέρεται ο τόπος καταγωγής, το Κατάκολο, και το Παρίσι - Μπελβίλ, όπου καταφεύγει ο γιος του παρακρατικού-αφανούς ομοφυλόφιλου. 

Ο Χρήστος Λώρης εξομολογείται, στο τέλος της ζωής του, στον γιο του την ομοφυλοφιλία του. Η κρυφή του ζωή δεν καλύπτει μόνο τον ερωτικό του προσανατολισμό, αλλά και όλες τις ίντριγκες και τις μεθοδεύσεις και τις διώξεις της κυβερνώσας δεξιάς σε βάρος των αριστερών. Κυρίαρχο πρόσωπο σε αυτές είναι ο θείος Μιχαλάκης, παλιός Χίτης, που αμείβεται για τις υπηρεσίες του και διορίζεται στην Ασφάλεια Πειραιώς στο Τμήμα Ηθών, στην αστυνομική φρουρά της Βουλής ενώ στη συνέχεια γίνεται Νομάρχης και υφυπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Με τις δικές του γνωριμίες και πλάτες άλλωστε ο Χρήστος Λώρης διορίζεται (χωρίς απολυτήριο γυμνασίου) μετά το πραξικόπημα της Χούντας, στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, τμήμα ταυτοτήτων, και στη συνέχεια στο Υπουργείο Γεωργίας, διεύθυνση εγγειοβελτιωτικών και αποστραγγιστικών έργων, και (δυσμενώς το 1981) στον Οργανισμό Αποξήρανσης της λίμνης Κωπαϊδας, απ' όπου και συνταξιοδοτείται. Συμμετέχει στα συλλαλητήρια των "αγανακτισμένων" και έχει ληξιπρόθεσμα χρέη από πιστωτικές κάρτες, λογαριασμούς και απλήρωτες δόσεις στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο. 

Όλη του τη ζωή ο Χρήστος Λώρης άλλο φαίνεται και άλλο είναι . Κρατά ασημένιο μπρελόκ με το σήμα της Ένωσης Αντιστασιακών Βορείου Ελλάδος, ενώ κατάγεται από τον Πελοπόννησο και είναι πληροφοριοδότης της Ασφάλειας. Ομοφυλόφιλος, παντρεύεται (ιδέα του αδελφού του), για συγκάλυψη σκανδάλου, κόρη αριστερών, που έχουν "χοντρό φάκελο στην Ασφάλεια", και έτσι εξασφαλίζεται η επιβίωσή τους. Άλλωστε "πρώτη αποστολή είναι η επιβίωση" και πάντα πρέπει "να βρίσκεις τρόπο να επιπλέεις, ωραίος σαν νούφαρο, δίχως καμιά ρίζα". Την περίοδο της δικτατορίας ισχυρίζεται ότι "βοήθησε τόσους αριστερούς και τάισε τόσον κοσμάκη, που δεν τους ενόχλησε κανείς μετά". Τους μόνους που δεν μπορεί να ξεγελάσει είναι οι συμπατριώτες του στο Κατάκολο, το οποίο επισκέπτονται μετά από τριάντα χρόνια μαζί με τον αδελφό του Μιχάλη. Έτσι ο νόστος ακυρώνεται από τη μνήμη όσων δεν θέλουν να ξεχάσουν. 

Η γυναίκα του εγκαταλείπει πατέρα και γιο για λίγο την άνοιξη του 1967, ζει με έναν φοιτητή της νεολαίας των Λαμπράκηδων όλο το κλίμα της αντίστασης στη δεξιά και επιστρέφει κακήν κακώς στην οικογενειακή εστία, όταν επικρατεί η Χούντα και ο φοιτητής συλλαμβάνεται. Η ματαίωση, η παραίτηση και η κατάθλιψη την οδηγούν σε απόπειρα αυτοκτονίας, από την οποία τη σώζει την τελευταία στιγμή η υπηρέτρια Σεβαστή. Έκτοτε παραμένει σιωπηλή και ξαπλωμένη ακούει ραδιόφωνο, κυρίως "Το σπίτι των ανέμων", που ως υπόκρουση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, προκαλώντας συνειρμούς για το σπίτι του Λώρη.

Ο γιος του Λώρη δεν μοιάζει καθόλου με τον πατέρα του ούτε φυσιογνωμικά ούτε ιδεολογικά. Άλλωστε, όπως μαθαίνει τυχαία από τους γιατρούς του ετοιμοθάνατου πατέρα του, δεν έχουν το ίδιο DNA, άρα δεν είναι ο βιολογικός γιος του. "Χαμένος στα προβλήματα της εφηβείας, τους πρώτους έρωτες και τις πρώτες απογοητεύσεις, δεν υποψιάζεται το πάθος του πατέρα του". Φοιτητής της Νομικής εγγράφεται στον Δημοκρατικό Αγώνα, μαζί με τον φίλο του, μαθαίνει καλά Γαλλικά, όπως ήθελε η μητέρα του, διαβάζει λογοτεχνία και πολιτικά-φιλοσοφικά δοκίμια και γράφει ημερολόγια, διηγήματα, ποιήματα, υπογράφοντας με το επώνυμο της μητέρας του. Καταφεύγει στο Παρίσι , δεν τελειώνει το μεταπτυχιακό του , αλλά διακρίνεται ως διηγηματογράφος και δημοσιογράφος - ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων. Εκ πεποιθήσεως εργένης χαρακτηρίζει τις περιστασιακές σχέσεις του "ατυχήματα" που αποκαλύπτουν την "ανεπάρκειά του στις σχέσεις". Μόνη εξαίρεση η Ινγκρές, χωρισμένη με παιδί, με την οποία διατηρεί πολύχρονη σχέση, χωρίς να παντρεύονται, γιατί, όπως παραδέχεται η σύντροφός του, "όσες φορές και να κοιμηθούμε μαζί, δεν θα δούμε το ίδιο όνειρο".

Κυρίαρχο συναίσθημα του γιου για τον πατέρα είναι η ντροπή, ντροπή για το ακροδεξιό παρελθόν του, ντροπή για την ταπεινή καταγωγή του, ντροπή για την έλλειψη παιδείας, ντροπή για τις ερωτικές του αποκλίσεις: "πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι στο σπίτι μας το μοναδικό βιβλίο που υπήρχε σε περίοπτη θέση ήταν το βιβλιάριο ενσήμων του πατέρα μου, γι' αυτό νιώθω αλληλέγγυος με τον Κάφκα όταν κατηγορεί τον γεννήτορά του ότι είναι τόσο αγροίκος, τόσο ακαλλιέργητος, που δεν μπαίνει στον κόπο να διαβάσει ούτε τη Βίβλο" . Χωρίς όμως αυτό "το ένα και μοναδικό βιβλιάριο ενσήμων και ασφάλισης, δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να ζήσει, να μεγαλώσει, να σπουδάσει απρόσκοπτα, να ονειρευτεί το μέλλον διαφορετικό από το μέλλον του πατέρα του". Άλλωστε, "ολόκληρη η βιβλιοθήκη του χρωστά τελικά την ύπαρξή της σε εκείνο το πρώτο βιβλίο που ανακάλυψε στο συρτάρι του πεθαμένου πατέρα του, μαζί με τη ληξιαρχική πράξη γέννησης, το συνταγολόγιο και το βιβλιάριο Ταμιευτηρίου - άδειο από καιρό". Όπως του επισημαίνει και ο κολλητός του "δεν μπορείς να διαχειριστείς την απουσία μιας ένδοξης κληρονομιάς, δεν μπορείς να χωνέψεις το γεγονός ότι δεν κυνηγούσε τίποτε άλλο στη ζωή του παρά μονάχα αγοράκια. Δεν βρίσκεις να γράψεις ούτε μια αράδα για τον πατέρα σου, γι' αυτό και καταφεύγεις σε μια δανεική μνήμη".

Φασματική παρουσιάζεται και η σχέση του φίλου του με τον δικό του πατέρα, τον οποίο χάνει πολύ νωρίς σε τροχαίο. Ο δικός του πατέρας έχει υπογράψει δήλωση μετανοίας αλλά δεν έχει γλυτώσει από τις οχλήσεις της Ασφάλειας ούτε απέφυγε την προσωρινή κράτηση την περίοδο της δικτατορίας. Και ενώ ο γιος προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα της απώλειας και το αίσθημα της ματαίωσης με συνεδρίες σε ψυχολόγους, οι φίλοι του τον χαρακτηρίζουν "τυχερό", ενώ ο ίδιος θεωρεί τυχερούς εκείνους που "είχαν τον πατέρα τους να τους σκάει το χαρτζιλίκι κάθε πρώτη και δεκαπέντε του μήνα, να πληρώνει αγόγγυστα λογαριασμούς και εμβάσματα, βιβλία και φροντιστήρια, μέχρι να πάρουν το κωλοπτυχίο, τη στιγμή που η δική του ζωή κρεμόταν από μια κλωστή", αναγκαζόμενος να δουλεύει και να σπουδάζει συγχρόνως.

Και ο ένας και ο άλλος γιος αναζητούν τον πατέρα, τον εαυτό τους και το παρελθόν τους καταφεύγοντας στη γραφή διηγημάτων με θέμα ο ένας την οικογένεια του άλλου! Έτσι εγκιβωτίζεται η μια αφήγηση μέσα στην άλλη, το διήγημα μέσα στο μυθιστόρημα, αναδεικνύοντας τον ρόλο της γραφής στην επούλωση των τραυμάτων, στην ενίσχυση της αυτογνωσίας, στη διατήρηση της μνήμη και στην αποκατάσταση της αλήθειας. 

 "Το αληθινό τραύμα το ξέρουν οι συγγενείς σου καλύτερα από τον καθένα, δεν είναι στις μαρτυρίες των επιζώντων, στο χώμα της εκταφής που κοσκινίζουν, στις βέρες και στα ρολόγια των θυμάτων που ανασύρουν από τους ομαδικούς τάφους, είναι ασώματο, άυλο, άπιαστο, περνά από γενιά σε γενιά, σαν γενετική ανωμαλία που αναπαράγεται μέσα στο πρώτο κύτταρο".

"Έκανα τεράστια προσπάθεια στα νιάτα μου να αποδεχτώ το γεγονός ότι αυτός, "ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες", που διέσχιζε αθόρυβα το σαλόνι μας και εξαφανιζόταν τις νύχτες, ήταν ο πατέρας μου, ύστερα να αποδεχτώ το γεγονός ότι δεν ήταν αυτό που έβλεπα αλλά κάτι διαφορετικό, ένα γύψινο προσωπείο που ξέφτιζε, μαδούσε παρά τη θέλησή του, δίνοντας τη θέση του σε μια απαγορευμένη επιθυμία. Και τώρα, τώρα πρέπει να τα σβήσω όλα και να προσπαθήσω να γίνω ο γιος ενός άγνωστου άντρα, που μπορεί να έχει πεθάνει προ ετών, να ζει στην Ανταρκτική, στον Αμαζόνιο ή να σαπίζει στη φυλακή, καταδικασμένος για πλαστοπροσωπία και βιασμούς αγοριών κατά συρροήν. [...] μόνο με την αγάπη μπορώ να κατανοήσω ό,τι συνέβη. Μόνο που η αγάπη δεν είναι μια ασθένεια γενετικά μεταδιδόμενη, δεν την κληρονομείς. Η αγάπη προϋποθέτει τη συγχώρεση και εσύ είσαι ακόμη οργισμένος μαζί του".

Τελικά φαίνεται πως η μνήμη, οπλισμένη με την κατανόηση, τη συγχώρεση, την ωριμότητα κατορθώνει να ανασύρει μια εικόνα πατέρα  αντάξια του ρόλου του: "είμαι ιδρωμένος, μούσκεμα, αυτός μου αλλάζει φανελάκι, βρακάκι, με σκουπίζει σε όλο το σώμα μ' ένα σφουγγάρι, απλώνει μπλε οινόπνευμα γύρω από τον λαιμό. Διαλύει μισή ασπιρίνη σε ένα κουταλάκι χαμομήλι και μου τη δίνει να την πιω με το ζόρι. Ύστερα με βαστά όρθιο, τυλιγμένο στη γαλάζια κουβέρτα μου [...] κρατώ με κόπο τα μάτια μου ανοιχτά. Τον κοιτάζω. Πόσες ώρες ξαγρυπνά από πάνω μου; Τα χείλη του αργοσαλεύουν, κάτι μου λέει αλλά δεν ακούω τίποτα, σαν να μας χωρίζει ένας γυάλινος τοίχος. Πρώτη φορά προσέχω τα χαρακτηριστικά του "Μπαμπά" ψιθυρίζω και πέφτω πάλι σε λήθαργο. [...] Φαίνεται πως φυλούσα χρόνια τώρα μέσα μου, καταχωνιασμένη, τούτη τη λαμπερή εικόνα, σαν της ζωής μου τη μόνη πραγματικά πλήρη ευτυχία".

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2021

JURGEN BUCHMANN, Γραμματική των Γλωσσών της Βαβέλ, Μετάφραση Συμεών Γρ. Σταμπουλού, Εκδόσεις Gutenberg-Aldina


Ο ξακουστός περιηγητής Μάρκο Πόλο, φυλακισμένος στο Palazzo del Capitano στη Γένουα (1298-1299), μετά την ήττα του βενετσιάνικου στόλου από τους Γενουάτες κατά τη ναυμαχία στη νήσο Κούρτσολα (1298), αφηγείται στον συγκρατούμενό του, ποιητή από την Πίζα, Ρουστιτσάνο, τις εμπειρίες του από το ταξίδι του στην Άπω Ανατολή. Οι αναμνήσεις αυτές εκδόθηκαν με τον τίτλο Βιβλίο των Θαυμάτων του Κόσμου ή Τα Ταξίδια του Μάρκο Πόλο, όπως τιτλοφορήθηκε στα ελληνικά. 

Στο πλαίσιο αυτό ο ποιητής Ρουστιτσάνο παρακολουθώντας τις αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, κρατά ένα είδος σημειώσεων περιθωρίου, από τις παρατηρήσεις του περιηγητή για τη γλώσσα, τη δύναμη, τη φθορά της καθώς και τη λειτουργία των αρχέγονων γλωσσών, με βάση τα τελευταία τους απομεινάρια, περισσότερο στις χειρονομίες και τη μιμική, και λιγότερο στα λόγια των ανθρώπων. Οι παρατηρήσεις αυτές λόγω της θεματικής τους ιδιαιτερότητας δεν εντάχθηκαν στο κυρίως έργο που διαδόθηκε ταχύτατα σε όλη την Εσπερία. 

Οι σημειώσεις αυτές αποτελούν τον πυρήνα του ιδιότυπου έργου του Jurgen Buchmann, με τίτλο "Γραμματική των Γλωσσών της Βαβέλ". Ο συγγραφέας προσθέτει κάτω από τον τίτλο ότι το βιβλίο "σχεδιάστηκε μετά τις συνομιλίες του μέσερ Μάρκο Πόλο, ευγενούς από τη Βενετία, δια χειρός μαΐστορα Ρουστικέλο ντα Πίζα, του επονομαζόμενου Ρουστιτσάνο, στο δεσμωτήριο της Γένουα". To έργο αποτελείται από 34 πεζόμορφα ποιήματα, συνοδευόμενα από έναν πρόλογο του Ρουστιτσάνο ντα Πίζα, ένα Γλωσσολογικό Παράρτημα με τον βιβλιογραφικό σχολιασμό των κειμένων.  Ακολουθούν τα επιλεγόμενα του συγγραφέα για το βιβλίο του και του μεταφραστή για τον συγγραφέα και το έργο του.



Στον πρόλογό του ο Ρουστιτσάνο ομολογεί ότι "από όσα μου διηγήθηκε ο μέσερ Μάρκο για τη γλώσσα, πράγματα που συνάντησε στη διάρκεια των ταξιδιών του, σημείωσα εκείνα που εντυπώθηκαν στη μνήμη μου και τα συγκέντρωσα με ιδιαίτερη φροντίδα. Προς μεγάλη μου ικανοποίηση τη δουλειά μου επιδοκιμάστηκε από τον μεγάλο βενετσιάνο. Μόνον ο τίτλος που μου πρότεινε, με έφερε σε αμηχανία. Πρότεινε, λοιπόν να τιτλοφορηθεί αυτή η εργασία Μια ρητορική της σιωπής, κάτι που φαίνεται κάπως τεχνητό για μια συναγωγή γραμματικών σχεδίων. [...] Ύστερα από πολλές σκέψεις αποφάσισα να διαφοροποιηθώ ως προς αυτό από την πρότασή του και να επιλέξω ως τίτλο το Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ. Με αυτό συνδέομαι, επίσης, με μία από τις παρατηρήσεις του. Επειδή, όταν κάποτε εξέφρασα την απορία μου για την προέλευση ενός τόσο ανυπολόγιστου αριθμού γλωσσών, με παρέπεμψε στο χτίσιμο του Πύργου της Βαβέλ και πρόσθεσε: 'Ανταλλάξαμε τον απαγορευμένο ουρανό με την πολυσχιδία των γλωσσών. αν το καλοεξετάσεις, δεν ήταν ίσως η χειρότερη εμπορική συναλλαγή" (σελ. 20-21)

Στο πρώτο από τα τριάντα τέσσερα κείμενα γίνεται λόγος για μια γλώσσα ημερήσια, "γλώσσα του εμπορίου, της πολιτικής, της επιστήμης και της εκπαίδευσης", η οποία διδάσκεται στα σχολεία της χώρας, και μια νυχτερινή, που  "χρησιμοποιούν παιδιά και ερωτευμένοι" και στη οποία "ακούγονται όλες οι εκφράσεις που δεν έχουν δημόσιο χαρακτήρα και ξεπηδούν ευθέως από την καρδιά", "ενώ τα σχολεία καλλιεργούν την άποψη ότι η νυχτερινή γλώσσα δεν είναι τίποτε περισσότερο από μία ενδεέστερη εκδοχή της άλλης" (σελ. 25-26).

Στο τρίτο επισημαίνεται ότι "η επικρατούσα γλώσσα της χώρας διασπάται σε δύο λεξιλογικούς καταλόγους. Το ένα τμήμα του Λεξικού μοιάζει με το δικό μας. το άλλο έχει την ιδιοτυπία να μην έχει μιληθεί. [...] Κανείς δεν πρόκειται να προφέρει αυτές τις λέξεις, και η γλώσσα καταδικάζεται για πάντα σε σιωπή" (σελ. 28).

Αλλού αποδοκιμάζεται η εξαιρετική δυσκινησία μιας διαλέκτου, καθώς "εκεί που η γλώσσα μας χρειάζεται μία λέξη, εκείνη απαιτεί ολόκληρη πρόταση. μια πρόταση με τη σειρά της απαιτεί μια ομιλία και μια ομιλία ένα ογκώδες βιβλίο" , "σπατάλη που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς επαχθή και μάλιστα σχεδόν ηρωική" (σελ. 31). Περισσότερο όμως ψέγεται "η γλώσσα που σπέρνει μονίμως τη διχόνοια", καθώς "η γραμματική χαρακτηρίζει με τους με τους ίδιους τύπους εντελώς διαφορετικά πράγματα, και η ίδια πρόταση επιτρέπει τις πλέον διαφορετικές σημασίες» (σελ. 33). 

Περιγράφεται ακόμα μια γλώσσα στην οποία "έχουν εκλείψει όλοι οι χρόνοι πλην του Μέλλοντος",  έτσι "στον τόπο αυτό γνωρίζουν μόνο τα μέλλοντα να συμβούν, ληξιπρόθεσμες αποφάσεις και μελλοντική ευτυχία. (σελ. 36). Σε μια άλλη περιοχή πάλι οι κάτοικοι "δεν διαθέτουν καμιά δική τους γλώσσα. Αντί γι' αυτήν μαθαίνουνε με ζήλο τη γλώσσα του εκάστοτε Αφέντη τους που αλλάζει συχνά, επειδή η επαρχία αποτελεί αντικείμενο νέων διαρκώς κατακτήσεων" (σελ. 39), εκεί που σε άλλη περίπτωση "κανένας λαός δεν περιφρουρεί τη γλώσσα του τόσο προσεκτικά όσο αυτός. Απαιτούν από κάθε πρόταση να περιλαμβάνει συγκεκριμένες λέξεις, που λέγονται σφραγιδόλογα και υπενθυμίζονται αδιάκοπα στα σχολεία, στις υπηρεσίες και στις δημόσιες ανακοινώσεις" (σελ. 47). Άλλοτε πάλι "η επικρατούσα γλώσσα της χώρας δεν ομιλείται από κανέναν. και στη θέση της χρησιμοποιούν τη μετάφραση" (σελ. 41).

Σύμφωνα με τον Jurgen Buchmann, το χειρόγραφο του κειμένου, χρονολογημένο στα 1299, εντοπίστηκε στην Ρώμη το 1985 από την ερευνήτρια Beatrice Signorelli (αγνώστων λοιπών στοιχείων). Η ίδια η ιστορία του χειρογράφου και η αξιοποίησή του από τον συγγραφέα αναδεικνύουν τη φθορά των γλωσσών στο πέρασμα των χρόνων και της μετάφρασης: "Το (υποτιθέμενο) αρχικό κείμενο του Ρουστιτσάνο αναγράφει τις (υποτιθέμενες) αφηγήσεις του Μάρκο Πόλο, που με τη σειρά τους αναπλάθουν αφηγήσεις αυτοχθόνων στις βόρειες Ινδίες, τα Ιμαλάια και αλλού. Η Signorelli μεταγράφει προφανώς το μεσαιωνικό βενετσιάνικο ιδίωμα στη σύγχρονη ιταλική, απ' όπου ο Buchmann μεταφέρει το χειρόγραφο στη γερμανική γλώσσα. όθεν η μεταφορά του κειμένου στην ελληνική κ.ο.κ. Τι απομένει όμως από την αρχική αφήγηση, είναι άγνωστο ή μάλλον υπονοείται στη διασπορά, αλλοίωση και φθορά των γλωσσικών σημείων" (Επιλεγόμενα Συμεών Γρ. Σταμπουλού, σελ 97).

Ακόμα, σύμφωνα με τον μεταφραστή του βιβλίου, η Γραμματική των γλωσσών της Βαβέλ είναι ένα μπρεχτικού τύπου σχόλιο στην παρακμή της Ευρώπης", μια "μεταφορά των Αόρατων Πόλεων του Italo Calvino και ένα εγχείρημα ανάλογο με το έργο του Umberto Eco Η αναζήτηση της τέλειας γλώσσας". Πρόκειται δηλαδή για "ένα σημειολογική παραμύθι, ταξίδι αναζήτησης της τέλειας γλώσσας, από τον κήπο της Εδέμ μέχρι τον Πύργο της Βαβέλ, από την Αίγυπτο μέχρι την Αρχαία Ελλάδα και ως τη γλώσσα των ηλεκτρονικών υπολογιστών [...] Αλλά τι μένει τότε, όταν το κείμενο αιωρείται χωρίς αναφορικότητα; Μένει αυτό που ήταν μάλλον εξ αρχής η μοναδική πρόθεση: μία υψηλών προδιαγραφών λογοτεχνία καμωμένη από άηχους, δασείς φθόγγους και μετέωρες χειρονομίες" (Επιλεγόμενα Συμεών Γρ. Σταμπουλού, σελ. 99)

Αξίζει να διαβαστεί η εξαιρετική βιβλιοπαρουσίαση-κριτική του βιβλίου από την Ανθούλα Δανιήλ εδώ


Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

PETER HANDKE, Η ΚΛΕΦΤΡΑ ΤΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ Ή ΑΠΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ, Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Gutenberg-Aldina

Ένας ηλικιωμένος αφηγητής εκλαμβάνει το τσίμπημα μιας μέλισσας ως οιωνό ότι πρέπει να κινητοποιηθεί. Αφήνει τον Κόλπο του Κανένα και (παρ)ακολουθεί την Κλέφτρα των Φρούτων στην πορεία της στην ενδοχώρα της Πικαρδίας στη Βόρεια Γαλλία. Το "απλό ταξίδι στην ενδοχώρα" διαρκεί τρεις αυγουστιάτικες μέρες, από τη στιγμή που η Κλέφτρα συναντά τον πατέρα της που θέλει να τις δώσει ορισμένες συμβουλές για το ταξίδι  ώσπου να ξαναβρεθεί με τον πατέρα, τη χαμένη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό της, ο οποίος έχει εγκαταλείψει ονομαστό λύκειο του Παρισιού και σπουδάζει ξυλουργός σε ένα μικρό χωριό της περιοχής. H Αλέξια, όπως είναι το βαπτιστικό της όνομα, έχει προηγουμένως ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο αναζητώντας τη μητέρα της, τραπεζική υπάλληλο και διευθυντικό στέλεχος, γι' αυτό το τριήμερο ταξίδι στην Πικαρδία είναι "απλό" σε σχέση με το άλλο, αν και καθοριστικό για την ωριμότητα και την αυτογνωσία της. Οι αναμνήσεις της από  το "μεγάλο ταξίδι στον κόσμο" διαστέλλουν τον μυθιστορηματικό χώρο και χρόνο. Πρόκειται για ένα "επικό" μυθιστόρημα, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο συγγραφέας του, που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις με επίκεντρο την πράξη της γραφής και τη σχέση της με την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά και την Ιστορία, τον Μύθο, την Φύση, τη Λογοτεχνία.

Ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου υποδηλώνουν εναλλακτικά τη βασική πρωταγωνίστρια ή / και το "απλό ταξίδι" της στην ενδοχώρα, τον δράστη ή / και τη δράση. Η ηρωίδα ονομάζεται από τη βασική της δεξιότητα, "κλέφτρα των φρούτων", που την απέκτησε όταν ήταν παιδί ακόμη, "τη μέρα που πατώντας στην πλάτη ενός αγοριού απ' το χωριό πήδησε από το -μάλλον χαμηλό- τοιχάκι στο διπλανό οικόπεδο, σκαρφάλωσε στο δέντρο και στρίβοντας το κοτσάνι έκοψε το φρούτο που εδώ και μέρες της γυάλιζε το μάτι " (σελ. 145). 

Οι ίδιες οι πράξεις της κλοπής στα μάτια της "ήταν καλές πράξεις. Και ωραίες πράξεις. Υποδειγματικά ωραίες. Ναι, εντάξει: αυτό που έκανε κάθε φορά δεν ήταν σωστό. Ήταν ένα στραβοπάτημα. Αλλά κι αυτή ακόμα η έκφραση είχε για κείνη σημασία διαφορετική από τη συνηθισμένη. Γιατί καθετί στραβό, έστω και λίγο, ελάχιστα στραβό, της δημιουργούσε μια αίσθηση οικειότητας, μια αίσθηση θαλπωρής που τόσο την είχε ανάγκη" (σελ. 148). 

"Η μυρωδιά του κλεμμένου φρούτου (που ήταν πάντα ένα, εκτός κι αν επρόκειτο για καρύδια ή σταφύλια) ήταν άλλο ένα τμήμα της παράπλευρης αυτής και δευτερεύουσας ανακάλυψης: ποτέ δεν μπορούσε ένα αγορασμένο, χαρισμένο ή τυχαία κερασμένο φρούτο να 'χει τέτοια κρυφή και μυστηριώδη και οικεία μυρωδιά, μυρωδιά περιπέτειας και μυρωδιά θαλπωρής, σαν αυτήν που ανάδιναν τα κλεμμένα της. Και η γεύση; Γι' αυτό  το θέμα δεν έλεγε σχεδόν τίποτα η Κλέφτρα των Φρούτων. Απ' ό,τι φαίνεται πολλά από τα φρούτα που έκλεβε, τ' άφηνε να ξεραθούν ή  να σαπίσουν χωρίς να τ' αγγίξει [...] Η κλέφτρα των φρούτων έκλεβε φρούτα αλλά δεν ήταν κλεπτομανής [...] ήταν δυνατόν να θεωρεί τις κλοπές της κάτι σαν αποστολή; Ήταν αυτό δυνατόν; Ήθελε, ονειρευόταν, φιλοδοξούσε ίσως, να συμπεριληφθεί η κλοπή των φρούτων στα ολυμπιακά αθλήματα; Δεν θα 'ταν και τόσο τρελό κάτι τέτοιο, αν σκεφτεί κανείς τι αθλήματα έχουν πρόσφατα χαρακτηρισθεί ολυμπιακά" (σελ. 152-153).

Το πραγματικό της όνομα , "Αλέξια" ή και "Αλίσια", όπως την ονομάζει ένας νεαρός συνταξιδιώτης της, παραμένει άδηλο στον τίτλο του βιβλίου και χρησιμοποιείται ελάχιστα στο κείμενο, χωρίς να είναι ξεκάθαρο κιόλας αν αυτό ήταν ή όχι το βαφτιστικό της. " Αλέξια ή Aleksija - δεν ήταν αυτό τ' όνομά της. Αλλά έτσι την έλεγαν όλοι, από τον καιρό ήδη που παιδί είχε χαθεί, κι ύστερα είχε ζήσει χρόνια ολόκληρα στο ίδιο σπίτι με τη μάνα της, χωρίς εκείνη να την αναγνωρίζει (ο πατέρας της απών, ο αδελφός της αγέννητος ακόμη), απ' τον Άγιο με το όνομα αυτό, τον Αλέξιο, που η ιστορία του έμοιαζε με τη δική της. Αλλά εκείνος είχε ζήσει όλη του τη ζωή άγνωστος, στο καμαράκι κάτω από τη σκάλα του πατρικού του, και μόνο την ώρα του θανάτου του κατάλαβαν οι γονείς τους πως ήταν το χαμένο τους παιδί" (σελ. 120-122).

Άλλο χαρακτηριστικό της Κλέφτρας των Φρούτων είναι το περπάτημα προς τα πίσω "μετρώντας μ' επισημότητα τα βήματα, πάντα μονό αριθμό, έντεκα, δεκατρία, δεκαεφτά", γιατί πίστευε ότι αυτό "βοηθούσε από μακριά κάποιον που της ήταν σημαντικός". "Μετρώντας τώρα προς τα πίσω τα βήματά της, πίστευε ότι βοηθούσε τη χαμένη μητέρα της. Προς το τέλος της προληπτικής αυτής τελετουργίας έπρεπε ακόμα να κλείσει τα μάτια -και αυτό έκανε. Από πάντα της έμεναν απεικάσματα διαφόρων πραγμάτων , εικόνες καθαρότερες και διαρκέστερες απ' αυτές που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά" (σελ. 158). Πισωπατήματα και μάτια κλειστά λοιπόν για να προσεγγίζουν ευκολότερα την αλήθεια!

Απροσδιόριστο όνομα, κορίτσι με σάρκα και οστά και συγχρόνως φασματική παρουσία, άγνωστη ακόμα και για τους γεννήτορες της, "φυγομανής". Κάθε λίγους μήνες εξαφανιζόταν, μέρες ολόκληρες και μετά ξαναβρισκόταν κάπου ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή, και ποτέ δε ήξερα πώς είχε φτάσει ως εκεί, πάνω ή καμιά φορά κάτω από τη ράμπα ενός σταθμού για φορτηγά τρένα, σε κάποιο κηπάκι μακριά από τα σπίτια, σ' ένα σκουριασμένο λεωφορείο, συχνά μάλιστα και πέρα από τα σύνορα, πέρα από τις Άλπεις, πέρα από τα Πυρηναία, πέρα από τις Αρδέννες. Εθεωρείτο άρρωστη και η αρρώστια της είχε όνομα. Όταν γύρισε (από τη Ρωσία) και κανείς δεν την αναγνώρισε, όταν ξαναβρέθηκε με τη μητέρα της και με τον πατέρα της, η Αλέξια γιατρεύτηκε και μάλιστα οριστικά από τη φυγομανία της. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι εγκαταστάθηκε κάπου μόνιμα. Έμενε, βέβαια, έκτοτε στο ευρύχωρο διαμέρισμά της, όπου επίσης δούλευε. Τακτικά ωστόσο έφευγε για μεγάλα ταξίδια, λίγο πολύ σχεδιασμένα, ήξερε δηλαδή πού πήγαινε [...] Το ταξίδι στην Πικαρδία τώρα, στο Βεξέν, δεν ήταν από τα μεγάλα της, μακρινά ταξίδια. [...] Στα μάτια της η υπόσχεση του ταξιδιού μόνο παιχνιδάκι δεν ήταν, Ήξερε, ήδη πριν ξεκινήσει, ότι θα ήταν μάλιστα το πρώτο της αληθινό ταξίδι, αυτό που θα της μάθαινε, όπως ήταν κάπου γραμμένο, "ποιος ήταν ο δικός της τρόπος" (σελ. 123-124).

Προβληματική η σχέση των γονιών της μεταξύ τους, ενώ η μητέρα είναι λιγότερο παρούσα στη ζωή της σε σχέση με τον πατέρα. "Κάποτε, όταν κατ' εξαίρεση είχε ακόμη δικές της γνώμες, είχε (κατ' εξαίρεση) τη γνώμη πως η μητέρα της είχε κάνει καλά που τον παράτησε. Αυτήν την γνώμη δεν την είχε πια, γενικά δεν είχε γνώμη πια. Ποιος είχε παρατήσει ποιον; Δεν ήξερε και δεν ήθελε να ξέρει. Αν της ζητούσαν τώρα τη γνώμη της, το πολύ πολύ ν' αναφωνούσε σαν την Τζέιν Έιρ (ή μήπως ήταν η Τζέιν Όστιν;) "Τη γνώμη μου;!" αλλά όχι έντρομη σαν την Αγγλίδα ρομαντική του δέκατου ένατου αιώνα, όχι θα το 'λεγε έτσι απλά" (σελ. 136).

Φασματικά σημαίνεται στον υπότιτλο του μυθιστορήματος και ο μυθιστορηματικός χώρος. Στην ουσία πρόκειται για την ενδοχώρα της Πικαρδίας, το οροπέδιο, την εξοχή και τα χωριά της: οροπέδιο του Βεξέν, Λαβιγιτέρτρ, Σερζί, Σαρ, Μονβίλ, Σομόν, Διέπη, κόλπος του Σομ... Πρόκειται για τη "γαλλική Πρωτο-Χώρα, όπως του άρεσε να τη λέει ο, γεωγράφος και ιστορικός μαζί ", πατέρας της. Εκεί έχει καταφύγει αιφνιδίως η μητέρα της, "διότι το Βεξέν ήταν το μόνο μέρος που ακόμη μετρούσε" γι' αυτήν. Άλλωστε, "η μητέρα σου θέλει να την ψάξεις, θέλει να την ψάξεις εσύ και μόνον εσύ, κι αυτό το ξέρω, στο δικό σου κάλεσμα, στη δική σου φωνή θ' απαντήσει μόνο, το ξέρω, το ξέρω μ' όλο μου το είναι...Να κοιτάς τα ξεχασμένα ρούχα στις κρεμάστρες των μπαρ και των ξενοδοχείων: το να ξεχνάει εκεί σάλια, καπέλα, μαντίλια, είναι η ειδικότητά της... Δεν θα χαθεί, όσο κι αν είναι κάτι που τη βάζει σε πειρασμό -μπαίνει στον πειρασμό να χαθεί, να τα παρατήσει [...] και κανείς δεν θα τη σκοτώσει, όσο κι αν εκείνη, από τότε που τη γνώρισα, το εύχεται: να συναντήσει κάποιον που θα τον καταφέρει να τη σκοτώσει... Γυναίκα επικίνδυνων πειρασμών ή γυναίκα επικίνδυνων παθών" (σελ. 130), όπως σκιαγραφεί το πορτρέτο της στη κόρη του ο πατέρας. 

"Στο Βεξέν είχε πάει, νομίζω, κι ο πολύς Ισαάκ Μπάμπελ, πριν από εκατό χρόνια, και σ' ένα από τα βιβλία του, μακάρι νά 'ξερα σε ποιό, έχει γράψει γι' αυτά τα χωριά, όπου στους δρόμους μπροστά στ' αγροτόσπιτα βλέπεις μόνο ψηλούς τοίχους, δίχως παράθυρα, χωριά σαν κάστρα από την εποχή του Εκατονταετούς Πολέμου... Το τυρί της Πικαρδίας πέφτει βαρύ στο στομάχι, αλλά λίγα τρίμματα μέσα στο γλυκό δίνουν πολύ ιδιαίτερη γεύση [...] ξάστερες νύχτες θα ζήσεις στην εξοχή, κοίτα να μη χάσεις τα πεφταστέρια, να τα δεις όλα, Αύγουστος, ο μήνας των πεφταστεριών... Να κολυμπήσεις στα ποτάμια, στα ποταμάκια, στον Βιόν, στον Τροέν, με το ρεύμα κόντρα στο ρεύμα, αλλά προσοχή, υπάρχουνε κάτι ξαφνικά βαθιά, κάτι λασπουριές στο βυθό, κι ας βλέπεις το νερό αποπάνω καθαρό κρυστάλλινο, εσύ κοίτα να πατάς γερά, να προσέχεις [...] Ν' αποφεύγεις το φως κόντρα στα μάτια σου. Δηλαδή να περπατάς με το φως καταπρόσωπο μόνο το μεσημέρι, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ του. Ειδάλλως, το πρωί και το απόγευμα, που ο ήλιος είναι χαμηλά, να προχωράς με γυρισμένη την πλάτη σου σ' αυτόν. Το φως κόντρα στα μάτια ξεγελάει, κάνει τα πράγματα να φαίνονται πιο μεγάλα, πιο μικρά [...] Και κάτι ακόμα: φρόντισε να'χεις αρκετά "στο μεταξύ", όσο το δυνατόν περισσότερα. Πόσο έπαιρνα ανάσα, πόσο πιο ήσυχα ανάσαινα κάθε που μια δραματική ιστορία κοβόταν μ' ένα "στο μεταξύ". Τα Μεταξύ είναι στο χέρι σου. Μην αφήσεις να σου τα πάρουν! Στα μεταξύ, στα ενδιάμεσα διαστήματα, εκεί συμβαίνει, εκεί γίνεται, εκεί είναι, εκεί. Ψάχνεις, σταματάς, φωνάζεις, τρέχεις, τα δάση, τα πιο μικρά, αυτά προπάντων, τα χτενίζεις, τους μεγάλους δρόμους, τις πόλεις, τα χωριά, αυτά που είναι μια χούφτα σπίτια, προπάντων αυτά, τα ερευνάς εξαντλητικά, ναι. Στο μεταξύ, πάντως, δεν βλάπτει να παίρνεις και το δρόμο πίσω από τους κήπους" (σελ. 129-133).

Η Κλέφτρα των Φρούτων συναντά ανέστιους περιπλανώμενους ανθρώπους, πρόσφυγες αλλά και ντόπιους: "Clochard, η λέξη δεν σήμαινε μόνο τους άστεγους των μεγάλων πόλεων; Τις άμορφες μορφές που ζούσαν στους δρόμους τους; Ναι: αλλά πώς αλλιώς να τους ονομάσω αυτούς τους δύο, που σαν σκουλαρίκια κρέμονταν ο ένας από δω κι ο άλλος από κει μεριά του παρατημένου σταθμού; "Κλοσάρ" δεν μπορούσαν να είναι εδώ στην ερημιά, στην ακατοίκητη εξοχή, που αυτοί μόνοι κατοικούσαν. Αλλά ούτε "αλήτες" μπορούσες να τους πεις, ούτε "γύφτους". Και μόνο έτσι που τους έβλεπες ακίνητους, ο ένας καθιστός, σκυμμένος μπροστά, με το βλέμμα καρφωμένο (;) στα παπούτσια του, παπούτσια εντελώς ακατάλληλα για περπάτημα, κι ο αντικρινός του το ίδιο ακίνητος, λοξά κάπως, λες κι η μόνη δυνατή κίνηση στην περίπτωσή του θα ήταν ίσως να ξαπλώσει. Δεν τους ταίριαζε ούτε ο χαρακτηρισμός "SDF", συντομογραφία της έκφρασης "sans domicile fixe" (χωρίς σταθερή διαμονή). Διότι το να ζεις χωρίς σταθερή διαμονή -δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικό για κάποιον; " (σελ. 113).

Φιλοξενείται σε σπίτια ή πανδοχεία της περιοχής, συμμετέχει στην ξαγρύπνια νεκρού σε σπίτι και ακολουθεί το ξόδι του, παρακολουθεί μια υπαίθρια κυριακάτικη λειτουργία, συντροφεύεται από έναν νεαρό διανομέα πίτσας, τον Βάλτερ, και βρίσκουν μαζί  μια μισοπεθαμένη χαμένη γάτα, συναντά σε ένα κεμπαπτζήδικο μια παλιά της συμμαθήτρια , με την οποία πήγαιναν μαζί στο ίδιο σχολείο στο Παρίσι και είχαν δώσει μαζί τις απολυτήριες εξετάσεις τους, ! Στο τέλος του ταξιδιού συναντά τον αδελφό της από τον οποίο μαθαίνει ότι την προηγούμενη ημέρα τον επισκέφτηκε η μητέρα τους και ότι όλο αυτό το "απλό ταξίδι στην ενδοχώρα" είναι σχέδιο της μητέρας , για να τους ενώσει όλους μαζί σε μια "γιορτή της οικογένειας". Στη γιορτή αυτή ο πατέρας "αυτός ο ακοινώνητος, ο εκκεντρικός, ο μαγκούφης, άρχισε (δίχως να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως "σόι", ή "οικογένεια") μ' ένα "εμείς", που δεν το 'χαμε ξανακούσει ποτέ από το στόμα του [...] Εμείς οι απάτριδες, οι δίχως κράτος, οι εδώ και σήμερα φευγάτοι από το κράτος [...] οι πρόσφυγες του χρόνου, ήρωες της φυγής. Εμείς χωρίς ρόλο, οι άφοβοι, οι διστακτικοί και οι αναβλητικοί. Οι ανυπόμονοι εν Κυρίω. Οι παρακάμπτοντες. Οι κύκλω και ελλείψει περιπατούντες. Εμείς που ρίχνουμε ματιές πίσω μας κοιτάζοντας το κενό. Οι προπατορικά αμαρτήσαντες. Οι εραστές του πικρού. Εμείς οι πρόθυμοι να προσφέρουμε υπηρεσία, δυναστεία διακονητών, αριστοκρατία των υπηρετών. Εμείς οι τριμμένοι και οι φθαρμένοι, οι γόνοι κόμητες και βαρόνοι της τριβής και της φθοράς. Εμείς οι πρωταγωνιστές του περιθωρίου [...] Εμείς οι παράνομοι και οι ντεσπεράδος. Που έχουνε όμως νόμο. Κι όποιος έχει νόμο, έχει πεπρωμένο. Έχει μοίρα. Εμείς οι απομονωμένοι κι οι αβοήθητοι" (σελ. 474-476).

Παρόλο που εκπεφρασμένη επιδίωξη του συγγραφέα είναι η ανανέωση της παραδοσιακής αφήγησης, το μυθιστόρημα διαθέτει μια ξεκάθαρη πλοκή που αναπτύσσεται ζιγκ-ζαγκ, όπως τα βήματα της ηρωίδας. Σε κάθε σταθμό της πορείας της εισάγεται ένα καινούριο επεισόδιο, καθώς η Κλέφτρα των Φρούτων συναντιέται με ντόπιους ή ταξιδιώτες, περιπλανιέται στην πόλη, στα χωριά ή στην εξοχή, δοκιμάζει καινούριες εμπειρίες και γεύσεις, (ανα)γνωρίζει τον εαυτό της και στοχάζεται για την οικογένειά της, την θέση της στον κόσμο, την ανθρώπινη μοίρα. Οι περιγραφές του αστικού τοπίου και της εξοχής είναι εκπληκτικές και απολαυστικές τόσο για τον λεκτικό τους πλούτο όσο και για τις εικόνες που αποτυπώνουν (κυρίως εγκατάλειψης και μοναξιάς), ενώ το φυσικό τοπίο δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό ανεξάρτητο από την ανθρώπινη δράση. 

Οι απροσδόκητες περιπέτειες της ηρωίδας, με όλη την αντιφατικότητά της (γενναία και δυνατή, αθώα και γλυκιά), περιγράφονται από έναν ώριμο αφηγητή, που πιθανόν αποτελεί το alter ego του συγγραφέα, καθώς ζει και εργάζεται σε συνθήκες παρόμοιες με τις δικές του. Σταδιακά ταυτίζεται με τη φωνή του πατέρα, που νουθετεί και αυτοσαρκάζεται, διατυπώνει ερωτήματα και αντιφάσεις και εν τέλει μιλά εξ ονόματος όλων των αδικημένων, των περιθωριακών, περιπλανώμενων, των παραβατών ενός άδικου κόσμου. Η αφήγησή του συνδυάζει την γλαφυρότητα με την ειρωνεία, τις ιστορίες και την Ιστορία με το Μύθο, τις μπαλάντες των τροβαδούρων με τα τραγούδια-μεγάλες επιτυχίες του εικοστού αιώνα, τα διαβάσματα με τους πίνακες ζωγραφικής, συνιστώντας τελικά έναν ύμνο στην αφήγηση και στη χιλιετή παράδοση της.

Απολαυστική αναγνωστική εμπειρία, στοχαστική περιπέτεια! Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην Κλέφτρα των Φρούτων;


Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα κριτικών.

»It’s very appealing that the The Fruit Thief flitters between a character of flesh and blood and a phantasm throughout the entire story.« Frankfurter Allgemeine Zeitung

»In contrast to what the author might believe, the strength of this, as well as his other epic projects, does not lie in the world-spanning gesture of the narrator. But instead in the passages where he allows his Doppelgänger to go first, the drafter of notes and the master of prose of the present moment.« Süddeutsche Zeitung

»Like all of Handke’s books, The Fruit Thief is a very strange book, one that is aware of its strangeness. It contains marvellous and unusual things and, as one might expect in the case of a modern Parzival, the occasional wound – which the narration cannot heal, but at most cover.« Die literarische Welt

»In short, this book is a delight, an additional milestone in the oeuvre of one of the great authors of our time.« WDR

»Transformation is the keyword in Handke’s project of a new epic narration.« Tages-Anzeiger


Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

HANS FALLADA, Λύκος ανάμεσα σε λύκους, Μετάφραση Εισαγωγή Ιωάννα Αβραμίδου, Εκδόσεις Gutenberg Orbis Literae

 


"Βερολίνο 1923: ο τρελός πληθωρισμός οδηγεί τα μεσαία στρώματα στα πρόθυρα της πείνας. Η επιθετικότητα της ακροδεξιάς μεγαλώνει.  Ο νεαρός Βόλφγκανγκ Πάγκελ, αξιωματικός στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άνεργος πλέον, προσπαθεί να επιβιώσει ρισκάροντας τα πάντα στο καζίνο και στη ζωή" (οπισθόφυλλο βιβλίου).

Το έργο-ποταμός που θεωρείται το magnum opus του συγγραφέα, ξεκίνησε να γράφεται το 1936, εκδόθηκε το 1938 επί ναζιστικού καθεστώτος και απεικονίζει με ενάργεια και παραστατικότητα την καθημερινότητα που επικρατεί στο Βερολίνο και στην επαρχία το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1923.

"Πρόκειται για μια κοινωνική τοιχογραφία της Γερμανίας την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και πιο συγκεκριμένα την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης που οδήγησε σε έναν καταστροφικό υπερπληθωρισμό και στο οικονομικό κραχ του 1929 που έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Είναι ένα σαρωτικό έπος της κατάρρευσης της γερμανικής οικονομίας, όταν μετά την καταστροφική ήττα και την ντροπιαστική Συνθήκη των Βερσαλλιών, αλλά και την κατοχή από τους Γάλλους της Ρουρ -καρδιά της βαριάς βιομηχανίας της χώρας- ο γερμανικός λαός οδηγήθηκε σε οικονομική ανέχεια, πείνα, φτώχεια, ανεργία, πορνεία, παρανομία, χρήση ναρκωτικών, εμπόριο όπλων, εγκληματικότητα και απόγνωση, με συνέπεια το ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου η ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη του Βερολίνου και ο χρόνος της αφήγησης καλύπτει μόνο είκοσι τέσσερις ώρες. Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει την εικόνα στην επαρχία, όπου και εκεί η οικονομική κρίση παίρνει μεγάλες διαστάσεις αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις διέρχονται σοβαρή κρίση.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται γύρω από τους τρεις βασικούς ήρωες, τρεις στρατιωτικούς που πολέμησαν στο ίδιο σύνταγμα ιππικού κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: τον πρώην ίλαρχο και μεγαλοτσιφλικά Γιόαχιμ φον Πράκβιτς, τον υπολοχαγό φον Στούντμαν και τον πρώην δόκιμο αξιωματικό  και νυν άνεργο, ανεύθυνο και ανέμελο νεαρό τζογαδόρο Βόλφγκανγκ Πάγκελ. Όλοι αυτοί συναντώνται τυχαία στο διεφθαρμένο και απάνθρωπο Βερολίνο, το οποίο ο Γιόαχιμ φον Πράκβιτς αποκαλεί "ανατολίτικο παζάρι".

Το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Πάγκελ "Βολφ", που σημαίνει "λύκος", δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα. Ο Φάλαντα παρακολουθεί στενά τους τρεις ήρωές του, και ειδικά τον νεαρό Πάγκελ, περιγράφοντας τη σταδιακή και ριζική μεταμόρφωσή του: έχοντας χάσει τα πάντα στην πόλη του Βερολίνου, ακόμα και τη γυναίκα που αγαπούσε, πείθεται -όπως και ο φον Στούντμαν- από τον πρώην ίλαρχο να τον ακολουθήσει στην επαρχία για να εργαστεί στο μεγάλο τσιφλίκι που ο Πράκβιτς κληρονόμησε από τον σκληρόκαρδο και τσιγγούνη πεθερό του. το κάνει, πιστεύοντας ότι η ύπαιθρος θα λειτουργήσει επάνω του θεραπευτικά και θα του επιτρέψει να ζήσει μια τίμια ζωή. Στην ύπαιθρο όλα τα γεγονότα θα εξελιχθούν μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο ηττημένος γερμανικός στρατός, ο οποίος κινητοποιείται εκεί μυστικά προετοιμάζοντας ένα μεγάλο πραξικόπημα με βοήθεια των αρχών της κωμόπολης Νόιλοε και άλλων παραγόντων" (από την εισαγωγή της Ιωάννας Αβραμίδου, σελ . 9-10).

Ο παντογνώστης αφηγητής σε αρκετά σημεία του έργου προβαίνει σε κρίσεις και ψυχολογικές αναλύσεις, ενώ δεν λείπει και ο σαρκασμός προσώπων και καταστάσεων. Η απεικόνιση των χαρακτήρων είναι πειστική, η δομή σφιχτοδεμένη, ο ρυθμός γοργός, ενίοτε ασθματικός και η γλώσσα (στην άψογη μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου) απλή, προσιδιάζοντας στον προφορικό, καθημερινό λόγο των ηρώων του. Και εδώ, όπως και στα άλλα μυθιστορήματα του Φάλαντα, είναι καθηλωτική η ρεαλιστική αποτύπωση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων: της πόρνης, του πότη, του τζογαδόρου, του εργάτη γης, του "ανθρωπάκου", τους οποίους αντιμετωπίζει με κατανόηση και συμπάθεια. Είναι άλλωστε ο κόσμος του, αφού και ο ίδιος αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, κατέφυγε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και νοσηλεύτηκε σε άσυλο.

"Το χειρότερο απ' όλα όμως ήταν τα κορίτσια. Περιφέρονταν παντού, φώναζαν, ψιθύριζαν, κρεμιούνταν από έναν περαστικό, έτρεχαν μαζί του, γελούσαν. Μερικές ήταν ήδη μεθυσμένες και όλες τους -εξαιτίας της ζέστης και της δουλειάς τους- είχαν ξεγυμνωθεί σε βαθμό που καταντούσαν ξεδιάντροπες. Ένα παζάρι σάρκας - άλλες χοντρές και κατάλευκες, βουτηγμένες στο λικέρ, άλλες αδύνατες και σκουρόχρωμες που έμοιαζαν καμένες από δυνατά σναπς. Και το χειρότερο απ' όλα ήταν εκείνες που είχαν χάσει κάθε ίχνος ντροπής, οι σχεδόν άφιλες: γυναίκες μορφινομανείς με τις αιχμηρές κόρες των ματιών τους σαν κεφάλια καρφίτσας, εκείνες που έκαναν χρήση σκόνης με τις άσπρες τους μύτες, οι κοκαϊνομανείς με τις διαπεραστικές φωνές και τα τραβηγμένα πρόσωπα [...] Και στο μέσον όλης αυτής της ανηθικότητας, της μιζέριας και της επαιτείας, εν μέσω της πείνας, της απατεωνιάς και των δηλητηρίων, έβγαιναν από τα καταστήματα κοριτσόπουλα που είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, με κούτες ή τσάντες. Τίποτε δεν ξέφευγε από τα διαπεραστικά και βιαστικά βλέμματά τους και η φιλοδοξία τους να είναι εξίσου αναιδείς με τις πόρνες, να μην αφήσουν τίποτα να τις καταπλήσσει, ούτε να νιώθουν ντροπή, να φορούν εξίσου κοντά φορέματα, να μαζεύουν κι εκείνες ξένα νομίσματα [...] Τα χειρότερα απ' όλα όμως ήταν τα αγόρια. Ντυμένα ναύτες, δείχνοντας το αποτριχωμένο στέρνο τους, με το τσιγάρο στο στόμα, γλιστρούσαν παντού ανάμεσα στους περαστικούς, δεν μιλούσαν αλλά κοιτούσαν και άγγιζαν" (σελ. 131-133) 

Η κατάρρευση της οικονομίας και η συνακόλουθη κατάρρευση των αξιών είναι εμφανής σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Η επαναλαμβανόμενη πληροφόρηση για την συνεχώς μεταβαλλόμενη ισοτιμία του δολαρίου με το μάρκο αποτελεί τρόπο τινά το λάιτ μοτίβ του έργου και την "αληθεστάτην πρόφασιν" των όσων συμβαίνουν. 

"Πολλοί δρόμοι γύρω από το Σταθμό της Σιλεσίας είχαν τα μαύρα τους τα χάλια. τότε, το 1923, στη μουντάδα των προσόψεων, στις άσχημες μυρωδιές, στη μιζέρια αυτής της μονότονης, άγονης, πέτρινης ερημιάς προστέθηκε και μια αχαλίνωτη και απελπισμένη αναίδεια, απότοκη της δυστυχίας και της αδιαφορίας, μια λαγνεία γεννημένη από τη λαχτάρα να αισθανθεί κανείς έστω για μια φορά ο εαυτός του, να είναι κάποιος μέσα σ' έναν κόσμο που, στην ορμητική, τρελή πορεία του, συμπαρασύρει τους πάντες σε άγνωστη, σκοτεινή μοίρα [...] όσο η φτώχεια μεγάλωνε στην πόλη, τόσο μειωνόταν η μερίδα του ψωμιού, και όσο η γη  πρόσφερε την απαραίτητη τροφή, τόσο περισσότερο συνέρρεαν οι άνθρωποι στις πόλεις. Έμοιαζαν με πεταλούδες που έλκονται από τη φονική φλόγα" ΄(σελ. 29, 31).

Η χρεωκοπία δεν επηρεάζει μόνο μία τάξη ή τους αδύναμους χαρακτήρες: από τους μεγαλοτσιφλικάδες μέχρι τους εργάτες γης , τους ξυλοκόπους και τους στρατιώτες, τις γυναίκες και τους άντρες, τους νεότερους και τους ηλικιωμένους, όλοι διαφθείρονται, αλλοτριώνονται, υποφέρουν, απομονώνονται από τους γύρω τους. Ακόμα και οι ειλικρινέστερες σχέσεις, γονεϊκές, ερωτικές ή φιλικές επηρεάζονται και δοκιμάζονται. 

"Έτρεχαν στους δρόμους όλοι τους βιαστικοί, έτρεχαν να προλάβουν το τρένο, να συναντήσουν το κορίτσι, να ξοδέψουν το χαρτονόμισμα πριν υποτιμηθεί τελείως. Τι τάχα διαρκεί; Και γιατί θα έπρεπε να διαρκεί και η αγάπη; " (σελ. 126)

Είναι γεγονός ότι στο τέλος υποφώσκει μια χαραμάδα ελπίδας για μεμονωμένους ήρωες του έργου, αν και η "λύση" αυτή φαίνεται, στα μάτια μου τουλάχιστον, βεβιασμένη και πάντως χωρίς γερά θεμέλια και αισιόδοξες προοπτικές (αν σκεφτεί κανείς και τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν).

"Κάπου σ' αυτή την πόλη, μια μηχανή -φυσικά μια μηχανή, γιατί ο κόσμος δεν αφήνει να τον κακομεταχειρίζονται με αυτόν τον τρόπο- ξερνούσε μέρα νύχτα τόνους χαρτιά πάνω στην πόλη και στο λαό. Τα ονόμαζαν "χρήμα", τύπωναν πάνω τους υπέροχους, στρογγυλούς αριθμούς με άπειρα μηδενικά που γίνονταν όλο και πιο στρογγυλά. Και όταν είχες δουλέψει, όταν είχες εξοντωθεί, όταν είχες καταφέρει να εξοικονομήσεις κάτι για τα γεράματά σου, ξαφνικά όλα αυτά έχαναν κάθε αξία. Χαρτιά, χαρτιά, παλιόχαρτα!" (σελ. 111).

Στο πλαίσιο της αδύναμης δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της καταρρέουσας οικονομίας, η εμφάνιση και η κυριαρχία του ναζισμού προδιαγράφεται αλλά δεν ονομάζεται, χαρακτηριστικό για το οποίο το έργο δέχτηκε κριτική. Είναι εντυπωσιακό ότι και το όνομα του Xίτλερ δεν αναφέρεται πουθενά, αν και το φάντασμα της ιδεολογίας του πλανάται πάνω από το Βερολίνο της δεκαετίας του '20. Και ενώ εμφανίζονται πολλοί ανθρώπινοι τύποι και κοινωνικές ομάδες, δεν αποτυπώνονται στο έργο οι εβραίοι και απουσιάζουν οι αντισημιτικοί υπαινιγμοί. 

Ο τίτλος του έργου, απόλυτα επιτυχής, διαμορφώνει τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, αναλύεται σε όλο το έργο και επαναλαμβάνεται σε αρκετά σημεία.

"Είναι λαίμαργη εποχή, εποχή των λύκων. Οι γιοί έχουν στραφεί εναντίον των γονιών τους, το πεινασμένο κοπάδι των λύκων τρίζει τα δόντια -ζήτω ο δυνατός! Θάνατος στον αδύναμο! Να πεθάνει από τη δική μου δαγκωματιά! " (σελ. 266).

"¨Οχι, τ' ορκίζομαι! Δεν θέλω να γίνω καλύτερος! Δεν θέλω ν' αλλάξω τον εαυτό μου! Ήμουν μια χαρά όπως ήμουν, με δόντια κοφτερά, λύκος ανάμεσα σε λύκους!" (σελ. 1255).

"Όλα έμοιζαν να διαλύονται, να καταρρέουν εν τη γενέσει τους, ακόμα και η ισχυρότερη βούληση παρέμενε ανίσχυρη και η ιδέα της αυτοθυσίας φαινόταν γελοία - ο καθένας για τον εαυτό του, αλλά όλοι εναντίον ενός" (σελ. 1342).


Για την οικονομική και πολιτική κατάσταση στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης βλ. εδώ