Δευτέρα 8 Απριλίου 2024

PAUL LYNCH (2024), ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ALDINA GUTENBERG


Το βραβευμένο με BOOKER (2023) μυθιστόρημα παρουσιάζει μία δυστοπική Ιρλανδία, όπου ανεξήγητα και απροσδόκητα ίσως, καθώς δεν συνδέεται με το πολυτάραχο παρελθόν της, έχει εγκαθιδρυθεί ένα ολοκληρωτικό καθεστώς ανελευθερίας, ζόφου, εξαθλίωσης, ευτελισμού της ζωής, βίας, κτηνωδίας και θανάτου, στο πλαίσιο του οποίου μία μικροαστική οικογένεια παλεύει να κρατηθεί στη ζωή, αν και δεν το καταφέρνει χωρίς απώλειες. 

"Κεντρικό πρόσωπο, η Άιλις, η οποία μετά τη σύλληψη και εξαφάνιση του άντρα της Λάρι βρίσκεται στη δεινή θέση να μεγαλώσει μόνη της τα παιδιά τους, ενώ η κατάσταση διαρκώς επιδεινώνεται και η επιβίωση γίνεται στοίχημα.

Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Άιλις ως όχημά του, αφού ως γυναίκα απέχει, εκ πρώτης τουλάχιστον, από το άμεσα πολιτικό. Εάν είχε επιλέξει τον σύζυγο ή τον μεγάλο γιο που στη συνέχεια πηγαίνει να πολεμήσει με τους αντάρτες, τότε το βάρος θα δινόταν στο ιστορικό πλαίσιο, το εκτός οικείας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Στο βιβλίο αυτό, όμως, η δράση ως ένα σημείο τουλάχιστον κινείται στον οικιακό χώρο. Η εστία είναι το πρώτο πέπλο που σκίζεται, αφήνοντας τις σκιές να εισέλθουν στον χώρο εντός, καθιστώντας τον τρόμο πολύ πιο προσωπικό. Ας μην ξεχνάμε ότι η παραβίαση του ιδιωτικού χώρου όταν μιλάμε για τον 21ο αιώνα σε μια ευνομούμενη χώρα αντηχεί στο δυτικό κοινό εντελώς διαφορετικά, λαμβάνοντας τις διαστάσεις θρίλερ (έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της θεματολογίας του κλασικού θρίλερ, δηλαδή την εισβολή άγνωστου προσώπου στην οικία, με το πολιτικό του αντίστοιχο, όπου τη θέση του εγκληματία παίρνει το Κράτος και οι απρόσωποι εντολοδόχοι του).

Παραβίαση του ιδιωτικού

Η γυναίκα, σύζυγος και μητέρα καλείται να λειτουργήσει εντός του καθορισμένου από τους άλλους πλαισίου. Θα ανταποκριθεί στον ρόλο της ως προς όλα. Και στη συνέχεια, όταν θα χρειαστεί, θα εξέλθει από τον παραβιασμένο ιδιωτικό χώρο, στον έξω κόσμο. Εκεί θα αντιμετωπίσει υπέρτερες δυνάμεις, τη βία στην ωμή της μορφή, χάνοντας μαζί με αγαπημένα της πρόσωπα και κομμάτια του εαυτού της.

Δεν διαθέτει τίποτα υπερηρωικό, επιμένει μάλιστα μέχρι τέλους να παραμείνει στον χώρο της και στα πάτρια εδάφη, προσμένοντας κάποιο θαύμα. Κι όταν αποφασίσει να αποχωρήσει, να κλείσει πίσω της την πόρτα, θα το κάνει με την ίδια αποφασιστικότητα, χωρίς να γνωρίζει κανείς -ούτε ο αναγνώστης- εάν πήρε την ορθή απόφαση. Μόνο η θάλασσα στην οποία καταλήγει, γνωρίζει. Οι άνθρωποι πλέον δεν έχουν λόγο, αφού όσα είχαν να πουν και να πράξουν την οδήγησαν ως εκεί.

Ο Λιντς αφαιρεί σε κάθε κεφάλαιο και κάποια βεβαιότητα: την ιδιωτικότητα, το απαραβίαστο, την ελευθερία, την ασφάλεια και φυσικά τη ζωή ως το ύψιστο αγαθό. Τα άτομα χάνουν την ταυτότητά τους, αρχικά ως οικογενειακοί ρόλοι και αργότερα ως πολίτες μιας χώρας. Το πόσο επώδυνο είναι αυτό, ίσως δεν μπορεί να το καταλάβει εύκολα ο πολίτης μιας ευνομούμενης (έστω αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα) χώρας, ο οποίος νιώθει οικεία εντός των προκαθορισμένων και παραδεδεγμένων ρόλων που τον ακολουθούν από τη γέννηση ως τον θάνατο.

paul lynch

 

Είναι αυτή η απώλεια της ταυτότητας που αποστεγνώνει την Άιλις, μετατρέποντας ταυτόχρονα τον περιβάλλοντα χώρο από «σπίτι» σε «έρημη χώρα». Και είναι αυτό το τελευταίο που αφήνει πίσω της, μαζί με τους νεκρούς της που δεν πρόλαβε καν να θρηνήσει και να θάψει. Όση ζωή απομένει, τα παιδιά που επέζησαν, θα τα πάρει μαζί της στη ξενιτιά. Αλλά αυτό που αφήνει πίσω της δεν είναι πλέον το σπίτι, η πατρίδα, παρά ένα μέρος που κατοικεί ο θάνατος.

Πάνω σε αυτές τις θεματικές, ο Lynch έχτισε ένα βιβλίο που κινείται με την αρμόζουσα από το θέμα του ταχύτητα, χωρίς περιττές παύσεις και επαναλήψεις. Ο αναγνώστης παρακολουθεί με αγωνία την εξέλιξη, ενώ προς τιμή του ο συγγραφέας δεν εκβιάζει το συναίσθημα. Μάλιστα από τη μέση και κάτω το έργο αποκτά περισσότερο ενδιαφέρον, οδηγώντας προς τη μη βεβιασμένη ολοκλήρωσή του. Ως προς αυτό, ο Λιντς επέτυχε τον στόχο του. Κι εδώ αρχίζουν οι ενστάσεις μου. Όλα αυτά καλά, κι αν ο σκοπός είναι ένα ευχάριστο ως προς τη ανάγνωση (όχι ως προς το θέμα) βιβλίο, κρίνεται επιτυχής.

Ετούτη όμως είναι μια επιφανειακή αξιολόγηση που δεν έχει, κατά την κρίση μου, νόημα per se. Εφόσον οι κεντρικές θεματικές είναι αυτές που παρέθεσα προηγουμένως, οφείλω να τονίσω ότι τις έχουμε δει αρκετές φορές, με εναλλαγή τόπου και χρόνου. Από μόνο του το γεγονός ίσως να μην είναι αρνητικό, αφού σε τελική ανάλυση οι περισσότερες ιστορίες έχουν ειπωθεί με κάποιον τρόπο. Τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί το ένα κείμενο από το άλλο, καθιστώντας το πόνημα άξιο λόγου; Τίποτα λιγότερο από το προφανές: το ύφος του, η ματιά του δημιουργού του όπως σκηνοθετεί τη γλώσσα. Εδώ υπολείπεται ο, συμπαθής κατά τα άλλα, Πολ Λιντς.

Διάβασα σε ένα σημείο της συνέντευξής του σε ελληνικό έντυπο ότι ως συγγραφέας οφείλει πολλά στο σινεμά. Η δήλωσή του επιβεβαίωσε κάτι που είχα διακρίνει από τα αρχικά κεφάλαια του βιβλίου, τη χρήση δηλαδή κινηματογραφικής οπτικής. Τα πλεονεκτήματα της τεχνικής αυτής είναι όσα έχω ήδη αναφέρει, δηλαδή ταχύτητα, ρυθμός και ένταση συναισθημάτων που κλιμακώνει σταδιακά, κρατώντας αδιάλειπτα το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Από την άλλη πλευρά, η ιστορία αυτή δεν είναι δα τόσο πρωτότυπη και η κινηματογραφική οπτική της δεν συνδράμει στο να αποδοθεί με τρόπο που θα ξεπεράσει τον σκόπελο αυτόν.

Μου θύμισε σε σημεία ένα καλοστημένο σενάριο που όσο κι αν το θέμα είναι δυσοίωνο και σκοτεινό, «παίζει» με οικεία μοτίβα, οπότε ο αναγνώστης έχει την αίσθηση της κανονικότητας κάθε στιγμή, αφού το ύφος δεν δοκιμάζει τις αισθητικές του αντοχές. Θέλω να πω εδώ ότι ένα δυσφορικό θέμα απαιτεί κι έναν αντίστοιχα ανοικειωτικό τρόπο θέασης, προκειμένου να μην εκπέσει στο κοινότοπο. Και κάτι τέτοιο δεν διέκρινα στο βιβλίο.

Ο Λιντς χωρίζει το κείμενο σε δύο διακριτά μέρη από υφολογικής πλευράς. Αφενός δίνει το βάρος στην κινηματογραφική πλοκή με γλώσσα στρωτή, μολονότι συχνά μακροπερίοδου λόγου. Αφετέρου παρενθέτει εμβόλιμα ποιητική γραφή, την οποία χρησιμοποιεί συνήθως αντιστικτικά: η φύση (η νύχτα, το σκοτάδι, ο κήπος, το τοπίο, οι εναλλαγές των εποχών) σε σχέση/ αντίθεση με το αστικό περιβάλλον και με τη βία, είναι το κλασικό μοτίβο που κυριαρχεί.

Ο προσεκτικός αναγνώστης θα διακρίνει την επαναληπτικότητα των μοτίβων, τα οποία εκτός του ότι παραπέμπουν σε υπέρτερη υφολογικά λογοτεχνία, δείχνουν ελαφρώς βεβιασμένα, υπό τη λογική ότι προσπαθούν να επιχρίσουν με λογοτεχνικότητα αυτό που κατά βάση είναι ένα σενάριο ταινίας. Με απλά λόγια, ο Λιντς αποδεικνύεται ικανότερος στο σενάριο παρά στη λογοτεχνία καθ’ εαυτήν. Είναι τελικά η πλοκή που οδηγεί το βιβλίο και τον αναγνώστη κι όχι οι παρεμβαλλόμενες λογοτεχνίζουσες στιγμές που βρίσκονται εκεί ακριβώς για να θυμίζουν ότι πρόκειται περί «σοβαρού» μυθιστορήματος. Ίσως φανώ υπερβολικός, αλλά θεωρώ πως το ίδιο βιβλίο θα μπορούσε να σταθεί στα πόδια του ακόμα και πιο «στεγνό» υφολογικά, μιας και το επιπλέον δεν προσθέτει κάτι ουσιαστικό..."

[Ολόκληρη η κριτική του Φώτη Καραμπεσίνη εδώ]

Το βιβλίο έχει ως προμετωπίδες το ακόλουθο απόσπασμα από τον Εκκλησιαστή (1,9) "τί τὸ γεγονός; αὐτὸ τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον", και το ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ "Τον καιρό της φρίκης, θα τραγουδάμε ακόμα; Ναι θα τραγουδάμε: το τραγούδι της φρίκης". 

Καθόλου τυχαία επιλογή, εφόσον προοικονομούν το περιεχόμενο, τον λυρισμό της φρίκης, όπως αποτυπώνεται στη γραφή του βιβλίου, και την επαναληπτικότητά της στην Ιστορία. Την αντίληψη αυτή επιβεβαιώνει ο τίτλος του βιβλίου και ένα καθόλου τυχαίο απόσπασμα προς το τέλος του έργου "αυτό που τελειώνει είναι η ζωή σου, η δική σου ζωή και μόνο, αυτό που έχουν τραγουδήσει οι προφήτες τραγουδιέται ξανά και ξανά μέσα στο χρόνο, ο ερχομός του ξίφους, η φωτιά που κατακαίει τα πάντα, ο ήλιος που βυθίζεται στη γη καταμεσήμερο σκοτεινιάζοντας τον κόσμο, η οργή ενός θεού ενσαρκωμένου στο στόμα ενός προφήτη έξαλλου με την κακία που κανείς δεν βλέπει, ο προφήτης δεν τραγουδάει το τέλος του κόσμου, τραγουδάει ό,τι συνέβη και ό,τι θα συμβεί ..."

 Αποσπάσματα από το βιβλίο

"Πώς έρχεται το σκοτάδι και πέφτει αθόρυβα πάνω στις κερασιές. Μαζεύει τα τελευταία φύλλα και τα φύλλα δεν του αντιστέκονται, το δέχονται το σκοτάδι ψιθυριστά".

"νομίζεις πως εγώ δεν κάνω τίποτα, πως κάθομαι και περιμένω να γυρίσει ο μπαμπάς σου, αλλά δεν είν' αλήθεια, κάτι κάνω, κάνω το πιο δύσκολο απ' όλα, κρατάω ενωμένη αυτή την οικογένεια, σ' έναν κόσμο που μοιάζει να'χει σχέδιο να τη διαλύσει, μερικές φορές το να μην κάνεις τίποτα είναι ο καλύτερος τρόπος να πετύχεις αυτό που θέλεις, μερικές φορές πρέπει να το βουλώνεις και να σκύβεις το κεφάλι, μερικές φορές, την ώρα που σηκώνεσαι το πρωί, πρέπει να'σαι πιο προσεκτική με τα ρούχα που διαλέγεις να φορέσεις¨".

"¨Αργά ή γρήγορα ο πόνος ξεπερνάει το φόβο, κι ότανα παίρνει δρόμο ο φόβος του κόσμου, τότε παίρνει δρόμο και το καθεστώς".

«Πώς να φύγουμε, είχαμε ένα σωρό υποχρεώσεις, ένα σωρό ευθύνες, κι όταν μετά τα πράγματα χειροτέρεψαν, δεν υπήρχε πια επιλογή καμιά, αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι πίστευα στην ελευθερία της βούλησης, ναι, αν με ρωτούσε κανείς πριν γίνουν όλα αυτά, θα απαντούσα ότι είμαι ελεύθερη σαν το πουλί, τώρα όμως δεν είμαι και τόσο βέβαιη πια, τώρα δεν νομίζω ότι υπάρχει ελεύθερη βούληση όταν είσαι παγιδευμένος σε τέτοια φρίκη, το ένα φέρνει το άλλο και μετά το άλλο, και το κακό παίρνει φόρα και εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, τώρα καταλαβαίνω πως αυτό που θεωρούσα ελευθερία ήταν αγώνας, καμιά ελευθερία δεν υπήρχε ποτέ…»

"από τον τρόμο γεννιέται συμπόνια κι από τη συμπόνια αγάπη και με την αγάπη ο κόσμος μπορεί να σωθεί ξανά..."


Ο ΦΩΤΗΣ ΚΑΡΑΜΠΕΣΙΝΗΣ είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου