Τετάρτη 29 Ιουλίου 2020

ΜΗΤΡΙΚΗ ΤΙΜΩΡΙΑ & ΕΞΙΛΕΩΣΗ


Η μητρική τιμωρία και η προσπάθεια εξιλέωσης σε δυο αγαπημένα κείμενα που συνομιλούν αναπάντεχα: Οικογενειακό κειμήλιο της Βάσας Ξανθάκη Σολωμού και Χαρράγκα του Mahi Binebine.

Τα σχετικά αποσπάσματα από το πρώτο, που προηγείται χρονικά (1993), αναφέρονται στον ζωγράφο μάστρο-Ευστάθιο, "που είχε κομμένα δάκτυλα και στα δυο του χέρια και κρατούσε το πινέλο με τη γροθιά του σαν σπαθί".
"Ο Στρατής βυθισμένος στο όραμά του άπλωνε πια τη σύνθεσή του όπου λάχαινε, χρησιμοποιώντας έξω απ΄το τετράδιό του αποκόμματα υφασμάτων, ενώ η γλώσσα του τώρα έκανε τον καλπασμό του αλόγου κλαπ κλάπ κλαπ... Οι καρέκλες μας έφτιαναν γι' αυτόν κλειστό σκηνικό, η φαντασία και τα μολύβια οργίαζαν εκεί μέσα, το ανεξήγητο έπαιρνε σχήμα, το άπιαστο λογική γραμμούλα, σε μια στιγμή μάλιστα μου άρπαξε το ποδάρι μουρμουρίζοντας θυμωμένα: "Τώρα θα δεις! Να πας στο χωριό σου! Να σου φορούν ένα μόνο ρούχο το χειμώνα και να τρως αποζυμάρια..." Του δίνω μια κλωτσιά: "Στρατή κάτσε φρόνιμα! Δεν είμαι εγώ η Νυφούλα. Παράτα το ποδάρι μου!" "Τι λες εσύ εκεί;" μου κάνει η κυρία Άννα [η μητέρα του]. Και σε λίγο πιο δυνατά: "Ασπασία, μην τραβάς το μανίκι!" "Ποιο μανίκι κυρία;" διαμαρτυρήθηκα. "Με πήρε για την Ασπασία!" άκουσα τον Στρατή κάτω απ' τη μηχανή να ψιθυρίζει. Αλλ' ώσπου να καταλάβω τι πήγαινε να κάνει, κι ενώ ο διάβολος είχε από ώρα φορέσει για καλά τα τσαρούχια του ανάποδα, ο Στρατής άρπαξε στα χέρια του το μεγάλο ψαλίδι και χραπ! έκοψε το άσπρο μεταξένιο ύφασμα, πάνω στο οποίο, βαθειά προσηλωμένος, ήθελε να ζωγραφίσει με το χρωματιστό μολύβι του.
Οι αναμνήσεις τώρα γυρνούν ορμητικά μέσα μου σαν μετανάστες ύστερα από χρόνια στα χωριά τους. Τίποτα δεν χάνω: τον στρόβιλο των υφασμάτων, τις φόδρες, τις βάτες, την κυρία Άννα στη μέση του δωματίου με τις καρφίτσες στο στόμα και το μπράτσο τεντωμένο σαν κάποιον που προσπαθεί να στηρίξει μιαν αμπάρα να μη χυμήξει απάνω του η κατολίσθηση. τις δυο σταγόνες τέλος ιδρώτα πάνω στο μέτωπό της.
Στο μεταξύ όλοι είχαμε φυσικά σηκωθεί και κάναμε κινήσεις εδώ κι εκεί, περισσότερο ανόητες παρά πρακτικές. Ο Στρατής με το κομμένο μανίκι του νυφικού ακόμα στο χέρι έμοιαζε να τον έχει παραλύσει ο τρόμος. Κάποιος που τον κυνηγούσε άπειρες φορές στα όνειρά του να τον πιάσει, τώρα τον ακινητοποίησε επιτέλους, κολλώντας τον στον τοίχο: ήταν το βλέμμα της μητέρας του που τον κάρφωσε τρελά εκεί, δίχως να μπορεί να κάνει ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μέσα απ' αυτό το βλέμμα είδα κι εγώ μαζί του, με την παιδική μου τότε αντίληψη, ν' αναβλύζει όλη η λάβα της τυραγνισμένης ψυχής που έμελλε να συναντήσω αργότερα στη ζωή μου, το απέραντο εκείνο απόθεμα θέλησης για το έργο -που πάντα διαψεύδει την αθλιότητα- και μαζί το σφίξιμο, την πίκρα και την απογοήτευση, όσων, ενώ έχουν αποδεχθεί την αναρχία στη σοφία του Θεού, ωστόσο σπεύδουν γι' ακόμα μια φορά να την καταργήσουν.
Ύστερα απ' αυτό το βλέμμα ο Στρατής δεν πρόφτασε καν ν' αντιδράσει, έστω κι αστραπιαία. Η μητέρα του με μια εκπληκτική ταχύτητα και λύσσα έβγαζε μια μια τις καρφίτσες απ' το στόμα και τις περνούσε πάνω στα δάκτυλά του, ενώ όλοι εμείς από γύρω τρέχαμε να της εμποδίσουμε τα χέρια.
-Κακούργε! Κακούργε! Κακούργε! φώναζε.
Ο Στρατής στην αρχή δεν κατάλαβε τίποτα. ούτε καν αυτόν τον φυσικό πόνο. "Τι τρέχει;" σαν να έλεγε το ξαφνιασμένο του πρόσωπο. "Γιατί μου ματώνουν τα δάχτυλα;" Τα δάχτυλα όμως ήσαν ήδη ματωμένα και καταλερωμένα απ' το απογευματινό παιχνίδι. κι η μητέρα εξακολουθούσε, απωθημένα απ' όλους εμάς σε μια γωνιά, να φωνάζει ξεμαλλιασμένη: "Κακούργε! Κακούργε!"
Ύστερα ξαφνικά όλα ησύχασαν. Ο πατέρας κι ο Αντρέας άρχισαν να μπαινοβγαίνουν σιγανά στο δωμάτιο κουρασμένοι κι άναβαν τσιγάρο. Έμπαιναν και έβγαιναν πολλήν ώρα. Ο Στρατής τέλος, όταν είδε πως δεν κινδυνεύει πια, ταρακουνήθηκε. Στην αρχή μεμιάς απότομα, σε λίγο απανωτά και πολλές φορές. Ήταν το αναφιλητό, αλλά ένα περίεργο αναφιλητό, έμοιαζε περισσότερο με λύγκιασμα, κακόσυρτο, σαν να έκανε μιαν υπόγεια εσωτερική διαδρομή. και δεν ακουγόταν σχεδόν καθόλου.[...]
Τον Στρατή τον είχαμε εντελώς ξεχάσει. Ή σχεδόν εντελώς, γιατί πού και πού κάποιος στρεφόταν απότομα να τον μαλώσει, ενώ αυτός κρατούσε σφιχτά τα χέρια του για να μην πονούν ανάμεσα στα σκέλη του, ώσπου κάποια παλάμη τον ακούμπησε μαλακά στον ώμο. Ήταν ο Αντρέας. Αυτός τον πήρε σε λίγο αγκαλιά και τον πήγε στο άλλο δωμάτιο. Εκεί τον τοποθέτησε στο κρεβάτι του να ησυχάσει. Η αλήθεια είναι πως είχε εξαντληθεί πια και με κόπο κρατούσε τα πρησμένα του βλέφαρα ανοιχτά. Την ώρα που ήρθα και στάθηα πάνω του εγώ με μια λεκάνη ζεστό νερό, όπως μου ζήτησαν, έκανε να παραπονεθεί σε κείνον που το έπλυνε τις πληγές, μα τελικά το κάτω χειλάκι, αφού τρεμούλιασε μια δυο φορές προτεταμένο, κόλλησε οριστικά στο επάνω, δίχως άλλη διαμαρτυρία. Ωστόσο το κακό ήδη είχε γίνει και το πλύσιμο ήρθε μάλλον αργά.[...]
Την επόμενη ξύπνησε με πολύ πυρετό. Η κυρία Άννα νομίζοντας μέσα στην έχθρα της πως απλώς ιδιοτρόπευε, πέρασε σκουντώντας τον να σηκωθεί, ενώ ο πατέρας φόρε το σακάκι του να φύγει. Ο Στρατής βόγγηξε ελαφρά. Είχε βγάλει τα χέρια έξω απ' την ζεστή κουβέρτα κι ήσαν τούτα κατακόκκινα και φλογισμένα. Και τότε είδα τον μάστρο Θανάση , αυτόν που ζωή ολόκληρη το ένα του δάχτυλο το είχε ταπεινα στη γη το άλλο στον ουρανό, να σταματάει αναστατωμένος:
-Στρατή, παλικάρι μου! φώναξε. Τι έπαθες; Και πώς δεν είπες σε κανέναν τίποτα καμάρι μου;
Μα ο Στρατής, καθώς πήγαμε να τον ανασηκώσουμε, λιποθύμησε. Με στείλανε αμέσως να φωνάξω μιαν ηλικιωμένη γειτόνισσα που ήξερε διάφορα πρακτικά. Τώρα αυτή πασπάτευε και ξεμάτιαζε τον Στρατή έχοντας στο αριστερό της χέρι ένα ποτηράκι νερό με τρεις καντηλήθρες λάδι που επιπλέανε. Κάθε τόσο χασμουριόταν κι έλεγε κρυφές ευχές, και πάλι χασμουριόταν επιδεικτικά, πράγμα που φανέρωνε πως καθόλου δεν γελαστήκαμε να θεωρήσουμε τον Στρατή, έξω από τη φλόγωση, και ματιασμένον. Η κυρία Αννα είχε σκύψει κι αυτή από πάνω του, περισσότερο διστακτική παρά τρομαγμένη. Και καθώς ο Στρατής συνήλθε σχεδόν ολότελα, νωτισμένος μέσα στον ιδρώτα του, και μάλιστα ήπιε και μια πορτοκαλάδα, ακριβώς την ώρα που του κάνανε τον σταυρό με το λαδάκι του ξεματιάσματος στο μέτωπό του, τούτο το σημάδι στρίμωξε στα μύχια της ψυχής της κυρίας Άννας, εντελώς ύπουλα, την επιθυμητή πίστη πως αποκλείεται οτιδήποτε άλλο. Έτσι βούλιαξαν στην εγκληματική αποβλάκωση δύο ολόκληρες μέρες.
Εδώ πάλι έχω ένα ζωηρό κενό που όλα τα καταπίνει. Δεν μπορείς να ανασύρεις απ' αυτό ούτε τα στοιχειώδη. Λόγου χάριν τι κάνει το άλλο αγόρι της οικογένειας; Πώς συμπεριφέρεται; Ράφτηκε το νυφικό; Έγινε ο γάμος; Πώς βρεθήκαμε όλοι στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο; Με ποια διαδικασία έγιναν όσα έγιναν; Πώς ακρωτηριάστηκαν τα περισσότερα απ' τα δάχτυλα και των δυο χεριών του Στρατή; Και το σπουδαιότερο: γιατί απουσίαζε απ' τη σκηνή το κυριότερο πρόσωπο της παράστασης, η μαμά του; Τώρα μ' ένα μπόγο ρουχαλάκια στα χέρια διέσχιζα αυλές πολλές, μακρινούς διαδρόμους. Οι θάλαμοι μισανοιχτοί. Μερικοί εκεί μέσα βογγούσαν, άλλοι από εγωισμό, άλλοι γιατί είχαν πραγματικούς πόνους. Ο Στρατής, αντίθετα, κειτόταν ακίνητος, εντελώς υπομονετικός. "Υποφέρει σαν καλός Έλληνας" είπε ο γιατρός. "Με μέτρο και αξιοπρέπεια. ξέρει να πληρώνει". Είχε μάθει φαίνεται την ιστορία. [...]
Επιτέλους εκείνη φάνηκε. Μεμιάς όλα τα μάτια σαν προβολείς από διάφορες μεριές στράφηκαν προς τον έναν και μοναδικό στόχο, την κυρία Άννα. Ήταν με επιμέλεια χτενισμένη και ντυμένη. Καθώς προχώρησε ένα βήμα, έκανε μια προσπάθεια να φανεί ευχάριστη στους γύρω. Κοίταξε τον άντρα της, ύστερα με τη σειρά τον Άντρέα, εμένα, τελευταία τον γιατρό και χαμογέλασε δειλά. Τα χείλη της κάτι πήγαν να ψιθυρίσουν, αλλά γυρίζοντας τα λόγια πίσω άφησε τη ματιά της να πλανηθεί στον θάλαμο. ύστερα ακούμπησε ένα πλεχτό πανέρι που κρατούσε στο κομοδίνο.
-Λίγα μανταρίνια, της ξέφυγε σαν από απροσεξία και ξαναπροσπάθησε να χαμογελάσει.
Ο Στρατής όμως δεν ήταν γι' αυτά. Την τράβηξε απ' την αδεξιόττητά της με μια χαρούμενη κραυγή δείχνοντας τις δυο τυλιγμένες του γροθίτσες.
-Κοίτα μανούλα τι τα κάναμε τα παλιόχερα!
Κι αμέσως, με μάτια ορθάνοιχτα, προσπάθησε να διαβάσει βίαια πάνω στο πρόσωπό της. να δει αν άλλαξε εκεί η κακιά εποχή, άν έφυγαν οι μουντές μέρες, αν ο ήλιος, ανοίγοντας τις Μαρτιάτικες αφράτες τρυπούλες, έφαγε το παγωμένο χιόνι. Όχι! Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Το πιο ανησυχητικό: ό,τι είχε αλλάξει, είχε αλλάξει προς το ακατανόητο. Άσφαλτος σαν  να είχε περάσει πάνω από το ποτάμι τα δάκρυα, και πάνω σ' αυτήν την επικίνδυνη επιφάνεια η κυρία Άννα περπατούσε προσεκτικά. Όλοι το παρατηρήσαμε. Κρατώντας το στόμα σφιχτά κλειστό είχε τώρα αγκιστρωθεί στο κάτω μέρος του κρεβατιού, όπου κρεμόταν ο πίνακας με τις καμπύλες του πυρετού, σαν να επρόκειτο να ξεκινήσει από κει απότομα ένα καράβι και φοβόταν να μην την ρίξει κάτω.
Όλα αυτά γέμισαν τον Στρατή άπειρο πόνο. Σίγουρα έκανε τη σκέψη που έκανα κι εγώ. Θρηνούσε μέσα της και τον αγαπούσε. αλλά για κείνην θρηνούσε. Λυπόταν πάνω απ' όλα τον εαυτό της που θα είχε ένα παιδί δίχως δάκτυλα και μάλιστα γι' αυτό θα έφταιγε η ίδια. ¨Ήταν γεμάτη τύψεις για ό,τι έγινε μα πάλι για τον εαυτό της οι τύψεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου