Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024

Χαρά Ρόμβη (2023), «Σωτηρία», εκδόσεις Αντίποδες

 Από τη βιβλιοκριτική της Τιτίκας Δημητρούλια, που δημοσιεύτηκε εδώ

Μια νεαρή λογίστρια σε σούπερ μάρκετ, πολύ καλή στη δουλειά της, όμορφη, ζωηρή, ανεξάρτητη, σκορπάει τα λεφτά της και χαίρεται τη ζωή της, ενώ η μικρή ανιψιά της περιμένει επί ματαίω να γίνει παρανυφάκι στον γάμο της. Η μοίρα, όμως, και μια απρόσεκτη χελώνα άλλα κελεύουν για την ανώνυμη αυτή «θεία». Η Σωτηρία, νεοφερμένη στην Αθήνα, απολαμβάνει τους καφέδες, τα ταβερνάκια και τα μπουζούκια με τον άντρα και τις φίλες της. Αλλά πάνω από όλα λατρεύει τα ψώνια και μαγεύεται από τον παράδεισο του σούπερ μάρκετ, σε σημείο που ξεχνιέται και κλείνεται μέσα για μια ολόκληρη νύχτα. Έμπορος οικοδομικών υλικών ο Βασίλης, μπουχτισμένος από τους πελάτες και τις ιδιοτροπίες τους, κλείνει μια μέρα νωρίς το μαγαζί και αφηγείται στον υπάλληλό του την άδοξη ερωτική του ιστορία με μια εργαζόμενη στο παρακείμενο σούπερ μάρκετ συγχωριανή του με τραγικό παρελθόν. Η Μαρίνα, μια φιλόλογος εγκλωβισμένη για χρόνια σε μια αδιέξοδη κι άχαρη σχέση με έναν επιτήδειο της Αλλαγής, μαθαίνει ότι είναι σωματέμπορος, παίρνει με τρόπο θανατηφόρα ριζικό στα χέρια της τη ζωή της, αλλά δεν ξέρει τι να την κάνει. Το σωτήριον έτος 1993, η μικρή Χριστίνα λέει τα κάλαντα με τον εξάδελφό της, που την παρατάει στα κρύα του λουτρού για να συνεχίσει με άλλη παρέα. Κλαίει και οδύρεται, αλλά βρίσκει τελικά τρόπο να μαζέψει ένα τεράστιο, για τα μάτια της, ποσό. Μόνο που η παλιά τραγουδίστρια της όπερας, στην έπαυλη όπου πηγαίνει να κλείσει θριαμβευτικά την περιοδεία της, την χαρακτηρίζει «φτωχό παιδάκι», χαλώντας της μεν το κέφι, αλλά χωρίς να κλονίσει στο ελάχιστο την αυτοεικόνα της ως πλούσιας, την οποία ενισχύει περαιτέρω η υπάλληλος του σούπερ μάρκετ μητέρα της. Η τραβεστί Λιζέτα, η πιο παλιά στη Συγγρού, άλλως Γρέντζω ή Μάνα, αποσύρεται όταν αρρωσταίνει από τη νέα επάρατο της εποχής στο χωριό του, γίνεται νεωκόρος κι οι χωριανοί, που δεν ξεχνάνε το επονίτικο παρελθόν του, τρέμουν μπροστά στα ορατά σημάδια της ασθένειάς του και τις πιθανότητες μετάδοσής της.

Έξι πρόσωπα στη μεγάλη ανατροπή της Αλλαγής

Έξι πρόσωπα ζητούσαν συγγραφέα, να αφηγηθεί τις μικρές, προσωπικές τους ιστορίες, μέσα στη μεγάλη ανατροπή που έφερε ο καιρός και η «Αλλαγή» στη δεκαετία του ’80 και του ’90, μέσα στη μεγάλη ιστορία αλλά και στο περιθώριό της. Ιστορίες που κυλούν στον ρυθμό του χρόνου, του οποίου οι κραδασμοί διαμορφώνουν ήδη το συλλογικό μέλλον, αλλά προσλαμβάνονται στο ατομικό παρόν, φυσικοποιημένοι, ως επιλογές – κάτι χάνεται, κάτι μένει, κάτι καινούργιο εμφανίζεται και η ζωή συνεχίζεται. Έξι λαϊκά πρόσωπα, σε μια εποχή όπου η ίδια η έννοια του λαϊκού επαναπροσδιοριζόταν, στο πλαίσιο μιας συνολικής αναδιάρθρωσης της ανθρωπογεωγραφίας και των πολιτισμικών πρακτικών, ζητούσαν συγγραφέα.

Βρήκαν τη συγγραφέα τους στο πρόσωπο της Χαράς Ρόμβη, η οποία φέρνει στο προσκήνιο, στην πρώτη της λογοτεχνική κατάθεση, μια εποχή διαμορφωτική για την ελληνική ταυτότητα και τον ζωντανό της μύθο, όπως ανακατασκευάζεται και συντηρείται από τη συλλογική μνήμη –τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά τις σχετικές εκδόσεις και τη μεγάλη έκθεση στην Τεχνόπολη, γίνεται λόγος ακόμη και για «ογδονταλγία», για τη νοσταλγία (άλλης) μιας χαμένης εποχής της αθωότητας. Κι ας είχε δείξει με ενάργεια, από τότε ακόμη, μια πτυχή της συγκαιρινής λογοτεχνίας πώς οι αλλαγές αυτές, συνυφασμένες με την εγχώρια πραγμάτωση της παγκοσμιοποίησης, προετοίμαζαν την ακύρωση του μέλλοντος –φέρνω πρόχειρα στον νου μου τα μυθιστορήματα «Οι λεύκες ασάλευτες» και «Εις τον πάτον της εικόνας», της Μάρως Δούκα ή τη Φανταστική περιπέτεια του Αλέξανδρου Κοτζιά–, ενόσω μια άλλη πτυχή της αποθέωνε τον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του τέλους της Ιστορίας, που φυσικά δεν ήρθε ποτέ…

Η τάξη που χωράει τους πάντες

Γεννημένη το 1985, η Ρόμβη προσεγγίζει την εποχή της παιδικής της ηλικίας εξ όνυχος, μέσα από ιστορίες συγκρότησης του μικρομεσαίου ήθους και ύφους στη ροή μιας καθημερινότητας που παρασέρνει τους ανθρώπους, γεννώντας μαζί ελπίδες και ψευδαισθήσεις. Ζωντανεύει την εποχή που οι πληθυσμοί της επαρχίας αφήνουν πίσω τους, με ακόμη πιο γοργό ρυθμό και ανανεωμένες προσδοκίες, τα «κωλοχώρια», για να γλιτώσουν από «τη γλωσσοφαγιά και τις κηδείες», την οπισθοδρόμηση και τους κλειστούς ορίζοντες – όσο κι αν προσαρμόζονται κι αυτά στο νέο πνεύμα, ειδικά τα καλοκαίρια, της επιστροφής μικρών και μεγάλων, οπότε αντηχούν από τα ξένα τραγούδια πλάι στα ελαφρολαϊκά και δίνουν και παίρνουν οι σημαιούλες στα ποτά και στα παγωτά. Που οι πρώτοι μετανάστες αντιμετωπίζονται ήδη ως η ρίζα του (κάθε) κακού, σε πείσμα της πιο απτής πραγματικότητας. Που οι γυναίκες δουλεύουν και ζουν, υποτίθεται, όπως θέλουν, σε ροζ συννεφάκια, σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων, ανάμεσα στα ράφια του σούπερ μάρκετ, υπό τους ήχους μιας χαρούμενης μουσικής που ωθεί στη «λωτοφαγική δραστηριότητα της κατανάλωσης», εκεί όπου δουλεύουν άλλες γυναίκες, πεπεισμένες κι αυτές και τα παιδιά τους ότι ανήκουν πλέον στην τάξη των προνομιούχων, η οποία μοιάζει πια να χωράει τους πάντες, καλούς και κακούς, πλούσιους, μαφιόζους και μεροκαματιάρηδες. Την εποχή που ο καταναλωτισμός, ο ατομικισμός, η μοναξιά, ο (ανανεωμένος) ρατσισμός, η αλλοτρίωση, η γλίτσα, θριαμβεύουν και εμπεδώνονται, μαζί με τον (όποιο) εκσυγχρονισμό και ενάντιά του.

Ο λόγος της Ρόμβη είναι δουλεμένα απλός, μαζί αποστασιοποιημένος, αιχμηρός και συμπονετικός για τα πρόσωπα που σχεδιάζει κι αναζητούν απελπισμένα το καθένα τη δική του σωτηρία, παρασυρμένα από το ρεύμα ενώ νομίζουν πως κυβερνούν τη ζωή τους. Σχολιάζει τα μεγάλα μέσα από τα μικρά, με το σούπερ μάρκετ να είναι πανταχού παρόν, ως ένας συμβολικός μη τόπος της αλλοτρίωσης και με τους μονολόγους και τους εσωτερικούς μονολόγους να αποτυπώνουν δυναμικά τη διαμόρφωση των αισθημάτων και της (ψευδούς) συνείδησης, έξω από τα γεγονότα της μεγάλης ιστορίας. «Με είπε φτωχό παιδάκι. Εμένα που έχω δικά μου δύο ποδήλατα. Ένα στην Αθήνα και ένα στο χωριό. […] Που έχω από τη νονά μου ολόχρυση καδένα με το ζώδιό μου και ολόχρυσα σκουλαρίκια. Που οι γονείς μου το βράδυ θα πάνε στα μπουζούκια, σε μπροστά-μπροστά τραπέζι. Που πήραμε καινούργιο αμάξι […] Που αυτό το καλοκαίρι δεν θα πάμε διακοπές στο χωριό, θα πάμε στη Ρόδο», σκέφτεται η μικρή Χριστίνα – κι ο παιδικός λόγος, που αρθρώνεται ήδη στο πρώτο διήγημα, είναι από τα πιο ισχυρά χαρτιά της Ρόμβη, μαζί με τον μετέωρο, ανοιχτό χαρακτήρα των ιστοριών της και τη δημιουργία ατμόσφαιρας, την απόδοση του Zeitgeist με τα ελάχιστα. Μια δυναμική πρώτη δουλειά που γεννά μεγάλες προσδοκίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου