Παρασκευή 6 Ιουνίου 2025

ΙΣΜΗΝΗ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ, Sarah en Berlin, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΤΑΜΟΣ

 ΜΕΝΟΥ

Sarah en Berlin

Συγγραφείς: Καρυωτάκη Ισμήνη
Έτος: 2024
ISBN/ISSN: 978-960-545-090-8
Σελίδες: 272
Διαστάσεις: 14x20,6 εκ., χαρτόδετο
Ημερ/νία Έκδοσης: December 19, 2024
Διαθεσιμότητα: Διαθέσιμο
16,90€ 15,21€Άνευ ΦΠΑ: 14,35€

Sarah en Berlin

Ποταμόπλοια / 59

Μυθιστόρημα

Why I am here? Αναρωτιέται καθημερινά η κυρία από την Νεάπολη Εξαρχείων όντας σε μια ξένη πόλη άγνωστη μεταξύ αγνώστων χωρίς να γνωρίζει καν τη γλώσσα των κατοίκων της και βιώνοντάς την με κέντρο τον χώρο διαμονής της, το ‘’Sara en Berlin’’. Παρασύρεται σε άγνωστους δρόμους, σουλατσάρει σε πλατείες, καφενεία, σταθμούς, εμπιστεύεται ανθρώπους ικανούς να αλλάξουν την πορεία της, υπακούει στις ιστορίες τους, υποκύπτει σ’ αυτές άνευ όρων και τις αφηγείται εκ των υστέρων λέξη λέξη στο σημειωματάριο της μπρος το παράθυρο του Δωματίου 3, του ‘’Sarah en Berlin’’. Πέραν των άλλων φαίνεται ότι έχει αναπτύξει μια ρομαντική σχέση μ’ αυτό το διαολεμένο ‘’Sarah en Berlin’’. Καμιά διάθεση να το αποχωριστεί. Ας μη βρεθεί ποτέ το σπίτι στο Βερολίνο. Καλύτερα. 
Αυτό με το που το σκέφτηκε σταμάτησε ο χρόνος.

ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΓΡΑΨΑΝ:

Αναζητώντας ταυτότητα
Ισορροπώντας ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και την άμεση παρατήρηση, με το στοιχείο του ρευστού και του φευγαλέου να υπογραμμίζουν την αίσθηση του διαφορετικού και του «μη ανήκειν», δημιουργεί ένα βιβλίο-καθρέφτη, αποκαλυπτικό της ανθρώπινης εμπειρίας στην ξενιτιά
Η Ισμήνη Καρυωτάκη, στο Sarah en Berlin, μας μυεί σε ένα ταξίδι στο σύγχρονο Βερολίνο, με βασικούς θεματικούς άξονες την εμπειρία της ξενότητας, της περιπλάνησης και της αναζήτησης ταυτότητας. Το βιβλίο της, αντλώντας από την παράδοση της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (Claudio Magris, Joseph Roth) και τον υπαρξιακό στοχασμό του Βύρωνα Λεοντάρη, συγκροτεί ένα συνειρμικό, πυκνό και, σε πολλά σημεία, αυτοαναφορικό κείμενο, με πολλά στοιχεία διακειμενικότητας. Σε μια τύποις ημερολογιακή καταγραφή, η αφήγηση ξεκινά με μια υπαρξιακή δήλωση: «Ενα ωραίο πρωί αφήνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις –σαν να σε κυνηγάνε– κι έρχεσαι και θρονιάζεσαι σε μια ξένη πόλη χωρίς καν να ξέρεις το γιατί»
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Χρύσα Φάντη, efsyn, 27.4.25

Το spleen του Βερολίνου
Η Ισμήνη Καρυωτάκη έγινε γνωστή με το μυθιστόρημα Στους δρόμους (εκδ. Ροδακιό, 2017), το οποίο αναφέρεται στην περίοδο της δικτατορίας∙ μέχρι πρότινος εξαντλημένο, θα επανακυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Ποταμός. Τιμήθηκε επίσης με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023 για το μυθιστόρημα Φυγόδικος. Το Sarah en Berlin είναι το ένατο βιβλίο της, έχει ισπανικό τίτλο και εντούτοις εκτυλίσσεται στη γερμανική πρωτεύουσα.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Θανάσης Μήνας, oanagnostis, 10.4.2025

Ονειρεύτηκα (σ)το Βερολίνο
Η βραβευμένη συγγραφέας Ισμήνη Καρυωτάκη, στο πιο ώριμο –κατ’ εμέ– μέχρι στιγμής έργο της, πετά το προσωπείο της πλαστοπροσωπίας και της persona, καλώντας τον αναγνώστη να σεργιανίσει μαζί της στο Βερολίνο και ευρύτερα στην Ευρώπη του 20ού και των αρχών του 21ου αιώνα μέσα από τα τοπόσημα, γνωστά και άγνωστα, αυτής της πόλης, που για την ίδια είναι συνεκδοχικά η μικρογραφία ενός ευρύτερου μετανεωτερικού κόσμου υπό συνεχή ανακατασκευή, όπου το Βερολίνο δεν είναι Βερολίνο, αλλά συγχρόνως και Μαδρίτη και Ιστανμπούλ, Περού και ΗΠΑ, αλλά και Εξάρχεια.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Δημήτρης Α. Χριστόπουλος, booksjournal, 28.3.2025

Flâneuse
Η ηρωίδα και αφηγήτρια, η «κυρία από τη Νεάπολη Εξαρχείων», όπως την αποκαλεί η Σάρα του τίτλου, θα βρεθεί στο Βερολίνο τον Ιούνιο του 2008. Το Sarah en Berlin είναι το όνομα της πανσιόν που θα μείνει για τρεις μήνες, καθώς αναζητά σπίτι. Τη διατηρεί η Σάρα, «Περουάνα βέρα» (σ. 14). Το ημερολογιακό μυθιστόρημα της Ισμήνης Καρυωτάκη (Ιωάννινα, 1947) τυγχάνει αυτομυθοπλασία. Η συγγραφέας φροντίζει να το καταλάβουμε: «Μα σας το είπα, δεν είμαι ηθοποιός, επανέλαβα, μια φορά έπαιξα [...]» (σ. 153), θα πει η ηρωίδα. Η Καρυωτάκη έχει παίξει σε μία ταινία του Σταύρου Τορνέ. 
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Αλέξανδρος Ζωγραφάκης, www.istos.gr, 15.3.2025

Εξάρχεια – Βερολίνο
Είναι γραμμένο από Ελληνίδα συγγραφέα, διαδραματίζεται στο Βερολίνο και έχει ισπανικό τίτλο. Το «Sarah en Berlin» είναι το πρόσφατο μυθιστόρημα -το ένατο- της Ισμήνης Καρυωτάκη, συγγραφέα του εμβληματικού «Στους δρόμους», μυθιστορήματος για την περίοδο της δικτατορίας, που είχε βγει από το Ροδακιό, είναι εξαντλημένο και θα ξανακυκλοφορήσει από τον Ποταμό, αλλά και του «Φυγόδικος δεν ήμουν», βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός και που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023.
Στο «Sarah en Berlin» πρωταγωνίστρια είναι μια Ελληνίδα που έχει αποδράσει από τη χώρα της και το σπίτι της και αναζητά το «γιατί» της φυγής σε μια πόλη που εκπέμπει ελευθερία, το Βερολίνο, και όπου βρίσκει καταφύγιο σε πανσιόν. Η πανσιόν έχει το όνομα του τίτλου του μυθιστορήματος, είναι μια Περουβιανή, η Σάρα, που τη λειτουργεί και που είναι και αυτή βασική πρωταγωνίστρια, δίνοντας διττή σημασία σε αυτό τον τίτλο. Σε τούτη την πανσιόν σχεδόν όλοι οι ένοικοι είναι ξένοι, είναι όλοι με τον τρόπο τους φυγάδες από την πραγματικότητα των χωρών τους και των σπιτικών τους, είναι νότιοι με την ευρεία σημασία του όρου, από τη νότια Ευρώπη ή από τη Νότια Αμερική αλλά και από την Αφρική.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Μανώλης Πιμπλής, epohi, 2.3.2025

Sarah en Berlin: Μια ωδή στην περιπλάνηση και στην εστία… που απελευθερώνει – Δύο λόγια για το νέο βιβλίο της Ισμήνης Καρυωτάκη
Το Sara en Berlin είναι ένας ξενώνας που μέσα από τη διήγηση της περιπλανώμενης ηρωίδας του βιβλίου, που τη φωνάζουν «κυρία από τη Νεάπολη Εξαρχείων», αποκτά μια ξεχωριστή οντότητα ενός ακόμη χαρακτήρα – από τους τόσους που ξεφυτρώνουν στη διήγηση – του καινούργιου βιβλίου της Ισμήνης Καρυωτάκη.
Μετά το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023 για το – εξαιρετικό – Φυγόδικος δεν ήμουν, η συγγραφέας επιστρέφει με ένα πολύ προσωπικό έργο που καταφέρνει όμως να ξεφύγει από τα στενά όρια του εαυτού της και να γίνει μια ωδή τόσο για ένα  Βερολίνο που – όπως λένε οι γνωρίζοντες αλλάζει ή έχει αλλάξει ανεπιστρεπτί – αλλά και για κάθε άνθρωπο που αναζητά τον εαυτό του.
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Γιάννης Καφάτος, viewtag, 9.2.2025

Ελληνική λογοτεχνία: Οι νέες εκδόσεις που διαβάσαμε και ξεχωρίσαμε
Η ομάδα του «Κ» επιλέγει μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων και ποιημάτων από τις πρόσφατες κυκλοφορίες
Η Ισμήνη Καρυωτάκη έγραψε ένα ημερολογιακό μυθιστόρημα, Sarah en Berlin (εκδ. Ποταμός), με τον τίτλο να παραπέμπει στο όνομα του καταλύματος μιας Ελληνίδας επισκέπτριας στη γερμανική πρωτεύουσα. Η «κυρία από τη Νεάπολη Εξαρχείων» σημειώνει τις σκέψεις, τις βόλτες και τις κουβέντες της με τους ανθρώπους που γνωρίζει στην πόλη και μ’ αυτές τις σύντομες καταχωρίσεις στο ημερολόγιο δίνει έναν ωραίο ρυθμό στην ανάγνωση. —Α.Δ. 
Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ
   Άθως Δημουλάς, kathimerini, 18.12.2024

Τετάρτη 4 Ιουνίου 2025

ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, ΞΕΧΑΣΜΕΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 Χρύσα Φάντη

Στις Ξεχασμένες λέξεις ο Αλέξης Πανσέληνος, με όχημα τον ημερολογιακό λόγο του μετανάστη Νάσου Λύρα, χαρτογραφεί τον βυθό της μνήμης κατασκευάζοντας ένα έργο όπου οι λέξεις από το παρελθόν, όπως ακριβώς και τα τραύματα, επιστρέφουν με επιμονή, φιλοδοξώντας να αποκαταστήσουν το πρωταρχικό τους νόημα. Η γλώσσα -όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος- αποτελεί την κεντρική ατραπό για την αναψηλάφηση της ταυτότητας του Λύρα, θέτοντας εμμέσως το ερώτημα: ποια είναι τελικά η γλώσσα του; Αυτή που μιλά ή αυτή που τον θυμάται όταν ο ίδιος έχει πάψει να τη χειρίζεται; Οι «ξεχασμένες λέξεις», όπως «κουτσουμπού», «τσερβέλο» ή «τσελβόλ», «κοράκια», «νίβομαι», «νίπτω τας χείρας», «μάνταλο» -ακόμη και το βαφτιστικό όνομά του, το οποίο δεν χρησιμοποιεί πια- εκτός από μνημονικά κατάλοιπα, αναδεικνύουν μια κληρονομιά που επανεμφανίζεται μαγικά και αναδύεται σχεδόν μεταφυσικά∙ ένα είδος συμβολικού γονιδίου που επιβιώνει, ακόμη και όταν η πολιτισμική του προέλευση έχει αλλοιωθεί.

Ο ηλικιωμένος Νάσος (Θανάσης) Λύρας παρακολουθεί την κατάρρευση της Ελλάδας από την ασφάλεια και την ευημερία του Μονάχου. Οι περιγραφές του για τη γερμανική οργάνωση -τα καθαρά πεζοδρόμια, τη φορολογική συνέπεια κ.λπ.- λειτουργούν ως κατηγορητήριο απέναντι σε μια χώρα που δεν κατάφερε ποτέ να οργανωθεί και να ορθοποδήσει. Ομως, πίσω από τον θαυμασμό του για τη Γερμανία και την επικριτική του στάση για την πατρίδα, κρύβεται μια συναισθηματική ψυχρότητα, μια απονέκρωση. Ο ήρωας αφηγείται τη ζωή του περισσότερο ως απλή εξιστόρηση, παρά ως επώδυνο βίωμα –στοιχείο που κατά παράδοξο τρόπο επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα την ψυχοσύνθεσή του χωρίς το βάρος του μελοδραματισμού ή της νοσταλγίας.

Στο ημερολόγιό του, εκτός από τα επαγγελματικά και τα ερωτικά του επιτεύγματα -για τα οποία νιώθει αρκετά περήφανος-, αναφέρεται στα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα του και κυρίως σε μία από τις πιο κρίσιμες φάσεις της πρόσφατης πολιτικής κρίσης, η οποία συμπίπτει με την περίοδο της γραφής του (από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Απρίλιο του 2016). Ο συνταξιούχος, πρώην επιτυχημένος διευθυντής πολυτελών ξενοδοχείων, γράφει γι’ αυτά με περίσσεια αυτοπεποίθηση και λόγο προσεκτικά ζυγισμένο –απλό, ρεαλιστικό και ενίοτε κυνικό. Ταυτόχρονα με συνεχή φλας μπακ ανατρέχει στο παρελθόν του και αναλογίζεται πώς αυτό επηρέασε την πορεία του, καθώς και τη μοίρα των οικείων του τα χρόνια της Κατοχής και της χούντας.

Ο Λύρας επί της ουσίας είναι ένας «ξένος», όπου κι αν βρεθεί. Οι πρώτες εμπειρίες του από τη Γερμανία διέπονται από παιδική αφέλεια· όμως ο χρόνος και η μνήμη μετατρέπουν στο τέλος αυτή τη φαντασμαγορία σε κάτι σχεδόν σκοτεινό και πολύ πιο περίπλοκο. Η σχέση του με τη Ζίγκι -μια Γερμανίδα ανώτερη τραπεζικό και σημαντικά νεότερή του- εισάγει την ιδιωτική διάσταση στο ευρύτερο πολιτισμικό σχόλιο. Η αδυναμία του να διαχειριστεί την ερωτική ελευθεριότητα της συντρόφου του αποκαλύπτει τα συντηρητικά του αντανακλαστικά και τα απωθημένα που σφράγισαν μια στερημένη νεότητα. Το πρώην μεγαλοστέλεχος, που πέρασε τη ζωή του σ’ ένα διεθνικό περιβάλλον, δείχνει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τα σύγχρονα ήθη. Η σύγκρουση γενεών, πολιτισμών και έμφυλων ρόλων γίνεται εδώ εμφανής. Ο Λύρας είναι ο ενδιάμεσος: ο άνθρωπος που έζησε ανάμεσα στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση και τη μεταμοντέρνα ρευστότητα, χωρίς να ενσωματωθεί πραγματικά σε καμία από τις δύο.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα -έστω για λίγο, έστω στην εκπνοή του βίου του- η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του ναυαγεί. Συνειδητοποιεί ότι «η ξενότητα» δεν είναι τόπος, αλλά κατάσταση –μια συνθήκη ύπαρξης. Αφού ακόμη και στον τόπο καταγωγής του, τη Μυτιλήνη, αρκετοί τον αποκαλούν «ο Γερμανός». Στον ύστατο απολογισμό του το οικογενειακό μυστικό που αποκαλύπτεται και σχετίζεται με τα χρόνια της Κατοχής και τη σχέση με το εβραϊκό ζευγάρι φέρνει στο φως μια απώτερη αλήθεια: η ζωή δεν είναι μόνο προϊόν επιλογής, αλλά πρωτίστως αποτέλεσμα μιας σειράς από τυχαίες συναντήσεις και παρεξηγήσεις. Ομως αυτό δεν την καθιστά λιγότερο αυθεντική –το αντίθετο. Αναδεικνύει την ανθρώπινη μοίρα ως ένα σύνθετο μίγμα βούλησης και συγκυριών.

Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου διαχειρίζεται το μοτίβο της σύμπτωσης (του τυχαίου με νόημα) περίτεχνα. Αλλά και το ίδιο το τυχαίο αναδύεται και ενσωματώνεται οργανικά στην προβληματική του έργου. Πρόκειται για έργο με πλούσια πλοκή και μινιμαλιστική δομή –υπαρξιακό, με σαφείς πολιτικές θέσεις και προεκτάσεις. Εκτός από τη σαγήνη της ιστορίας του, την ακρίβεια στην περιγραφή, την αφηγηματική ωριμότητα και την οικονομία του, λειτουργεί ως μαρτυρία για την ελληνική κρίση των ετών 2010–2016 –και όχι μόνο.



Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης

Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει κατακτήσει μια θέση στον σύγχρονο νεοελληνικό λογοτεχνικό Κανόνα κυρίως χάρη στα εκτενή μυθιστορήματά του, κάποια από τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Τέτοια είναι τα: Η μεγάλη πομπή (1985), εντυπωτικό πανόραμα της εφηβικής φαντασίας με πρωτοποριακά στοιχεία ποπ κουλτούρας, κυρίως από τον κόσμο των κόμικ​· Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια (1996), τολμηρή σύνθεση/συνάντηση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με την άρτι επαναστατημένη Ελλάδα· Σκοτεινές Επιγραφές (2011), ευρυγώνια και πολυπρισματική αναπαράσταση της νεοελληνικής παράνοιας· Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια (2018), σπονδυλωτό πολυαφήγημα για τις σκληρές αντιφάσεις της μεταπολεμικής Αθήνας (και συνεκδοχικά, της Ελλάδας).

Υπάρχουν όμως και μικρότερα σε έκταση κείμενά του, αναπτυγμένες και πλήρεις ιστορίες πάντοτε, όπως το «Παραμύθιασμα», πρωτότυπο και δυσκατάτακτο μυστηριώδες αφήγημα από τις Ιστορίες με σκύλους (1982), ή το διήγημα «Μαύρα μεσάνυχτα», το τρίτο στη σειρά από τη συλλογή Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι (2004), ιστορία ερωτικού παροξυσμού με πολιτικό υπόβαθρο, στα οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να διατρέξει, με τρόπο που καμιά φορά μονάχα η μικρή φόρμα το επιτρέπει, σπανιότερες κλίμακες από αυτές στις οποίες το συνηθίζει. Στο καινούργιο, ευσύνοπτο μυθιστόρημά του, Ξεχασμένες λέξεις –αν και θεματικά μπορεί να βρει κανείς συγγένειες με το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημά του, Λάδι σε καμβά, όπου μια ιδιότυπη ερωτική εμπειρία υπήρξε το πρελούδιο μιας γενικότερης ματαίωσης με πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις–, νιώθω ότι μας συστήνεται ένας διαφορετικός Πανσέληνος: πιο λιτός, πιο ακριβής, πιο υπαρξιακός.

metaixmio panselinos xehasmenes lexeis

Ματαιωμένη χώρα

Βεβαίως, η Ελλάδα της Χούντας είναι παρούσα, αφού ο κεντρικός ήρωας, ο Νάσος Λύρας, «το σκάει» μεν από τη χώρα το 1966 για να σπουδάσει ξενοδοχειακά επαγγέλματα στη Γερμανία, με πρακτική εξάσκηση στη Ζυρίχη, αλλά τρία χρόνια μετά παγιδεύεται και πάλι στην Ελλάδα της δικτατορίας, λιμνάζοντας χωρίς διαβατήριο και κατεύθυνση, εξαιτίας μιας ερωτικής περιπέτειας με μια Βίκυ, αλλά και λόγω άλλων ψυχολογικών εκκρεμοτήτων. Κι εδώ, η ματαίωση είναι εν πολλοίς κυρίαρχο συναίσθημα, πρωτίστως όμως σε ό,τι αφορά τη χώρα, αφού τα χρόνια της βαθιάς κρίσης, μέχρι το 2016, όπου ολοκληρώνεται ο αφηγηματικός χρόνος, ο Νάσος τα ζει ως παρατηρητής, από το ασφαλές καταφύγιο της Γερμανίας, και συγκεκριμένα από το Μόναχο, όπου ζει πλέον ως συνταξιούχος, έπειτα από μια εύκολη και λίαν επιτυχημένη καριέρα ως στέλεχος μεγάλων ξενοδοχείων. Η κορύφωση της ελληνικής κρίσης, που συμβολικά εντοπίζεται στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015, τον βρίσκει κι εν μέσω μιας προσωπικής κρίσης, καθώς η σχέση του με την κατά αρκετά χρόνια νεότερη σύντροφό του, τη Ζίγκι, οδεύει προς το τέλος.

Το γλωσσικό ύφος, με την απόλυτα ελεγχόμενη θερμοκρασία του, την αποστασιοποίηση από την τύρβη των πραγμάτων, τη σοφία που έχει αποδεχτεί τις ήττες και τους περιορισμούς της ζωής, μου θύμισε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές του Μισέλ Ουελμπέκ

Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι σε αυτή την ιστορία, ο 72χρονος ήρωας με τη ζηλευτή ζωτικότητα, εμπλέκεται σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται, κι ότι όλα τα γύρω γύρω είναι απλώς ο διάκοσμος αυτού του αισθήματος. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο μονοσήμαντα. Η υπαρξιακή διάσταση για την οποία μίλησα παραπάνω διαποτίζει γενικότερα την πορεία αυτού του ήρωα, καθώς η επιλογή του να είναι ένας ξένος είναι βαθιά και ριζική (ο «Γερμανός», τον αποκαλούν τα μαστόρια, όταν ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη, έχοντας έστω και στο βασίλεμα της ζωής του πραγματώσει τον καλά κρυμμένο, αν όχι «ξεχασμένο», νόστο του).

Ο «Γερμανός» και το αίσθημα ξενότητας

Άλλωστε, από την πρώτη φράση του, για την άφιξη του ήρωα στη Γερμανία, το μυθιστόρημα μας εισάγει σε αυτήν την παραδοξότητα: «Όταν έφτασα με το τρένο στις 20 Οκτωβρίου του ΄66, τα σκαλοπάτια του βαγονιού ήταν σαν να με αποβίβασαν σε μέρος παραμυθένιο». Και λίγο παρακάτω, στο τέλος της πρώτης παραγράφου: «[…] με πλημμύριζε η χαρά του παιδιού που μπήκε σε ένα πολύχρωμο, αεικίνητο λούνα παρκ». Το ξένο βιώνεται εξαρχής ως οικείο και θελκτικό, την ίδια ώρα που το οικείο εμποτίζεται όλο και εντονότερα με ένα δυσφορικό αίσθημα ξενότητας. Ο ήρωας θα περάσει όλη τη ζωή του παίζοντας μέσα σε αυτό το τεράστιο «λούνα παρκ», έστω για να διαπιστώσει στην πορεία ότι πολλά από τα λαμπερά παιχνίδια του δεν ήταν παρά ένα καλά στημένο μεταπολεμικό σκηνικό. Αυτή η αμφίθυμη Ευρώπη, και ειδικότερα η αμφίθυμη Γερμανία ως προς την Ευρώπη και ως προς τον εαυτό της, θεματοποιείται εξαιρετικά μέσα από τη σχέση της Ζίγκι (και του αδερφού της) με τον διάσημο μαέστρο πατέρα τους, τον Χάιντς Κέστνερ, ο οποίος βαρύνεται με το στίγμα της συνεργασίας με το ναζιστικό καθεστώς. Πολύ ωραίο εύρημα, το οποίο ο Πανσέληνος το εκμεταλλεύεται πολλαπλά, χτίζοντας παράλληλα μια σχέση με το ζεύγος των Εβραίων Καρλ και Έθελ, η μοίρα των οποίων, εμμέσως, σχετίζεται με τις αποσιωπήσεις της δικής του οικογενειακής ιστορίας.

politeia deite to vivlio 250X102 ARISTERA

Λέξεις που τον τραβούν πίσω

Όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, αν όχι παγωμένα, στη λεία επιφάνεια της γερμανικής ζωής του Νάσου Λύρα, εκτός από αυτές τις άτιμες τις «ξεχασμένες λέξεις» που τον επισκέπτονται συχνά σε κάποιο πρωινό όνειρο ή στο ημίφως του ξυπνήματος, τραβώντας τον πίσω σε παλιές ιστορίες της παιδικής ή εφηβικής του ηλικίας. Λέξεις όπως το «Τσελβόλ» (ύφασμα από το οποίο ήταν φτιαγμένα τα σακάκια που φορούσε ο πατέρας του) ή η «Κουτσουμπού» (παρατσούκλι της συμμαθήτριας με την οποία είχε την πρώτη του ερωτική εμπειρία), προκαλούν ρωγμές, απ’ όπου αναβλύζει ένας κόσμος παλιός και επιμελώς παραμελημένος, ο οποίος όμως, καθώς τα χρόνια περνούν, διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνείδησή του.

(...) τα ξενοδοχεία ταιριάζουν γάντι σε αυτόν τον μονήρη και ιδιόμορφο χαρακτήρα, έναν οξυδερκή bon vivant που μπορεί να εκτιμήσει εξίσου το καλό φαγητό όσο και μια όπερα του Βάγκνερ, (...)

Προς το τέλος του βιβλίου, μια οικογενειακή αποκάλυψη από τα χρόνια της Κατοχής, που έχει τεχνηέντως προετοιμαστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, θα ρίξει ένα διαφορετικό φως στα (ασύνειδα) κίνητρα των επιλογών του Νάσου. Το μυστήριο ωστόσο παραμένει ενεργό: Η ξενότητα μοιάζει να είναι συνισταμένη πολλών και διαφορετικών ψυχικών εγγραφών του, καθιστώντας τον έτσι ενδιαφέροντα και εξαιρετικά μοντέρνο. Το γλωσσικό ύφος, με την απόλυτα ελεγχόμενη θερμοκρασία του, την αποστασιοποίηση από την τύρβη των πραγμάτων, τη σοφία που έχει αποδεχτεί τις ήττες και τους περιορισμούς της ζωής, μου θύμισε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές του Μισέλ Ουελμπέκ (όπως και το σεξουαλικό ρίγος που διαπερνά τις σελίδες). Κατά τα λοιπά, ο κόσμος των πολυτελών ξενοδοχείων, του μεγάλου πλούτου, των αντιθέσεων και της ταξικής διαπάλης, δεν λαμβάνει στο μυθιστόρημα του Πανσέληνου σημαντική θέση, όπως σε μυθοπλασίες του Γάλλου συγγραφέα (π.χ. τα ξενοδοχεία και ο μαζικός τουρισμός στην Πλατφόρμα). Ο κόσμος αυτός αναπτύσσεται πειστικά στην πορεία της αφήγησης, χωρίς όμως λεπτομέρειες: παραμένει κυρίως ένα φόντο, βιογραφικό στοιχείο του ήρωα – μια μεταφορά, ίσως. Με τον διεθνικό τους χαρακτήρα, την εγγενή τους προσωρινότητα, την υπόσχεση μιας ζωής έξω από τα συνηθισμένα, τα ξενοδοχεία ταιριάζουν γάντι σε αυτόν τον μονήρη και ιδιόμορφο χαρακτήρα, έναν οξυδερκή bon vivant που μπορεί να εκτιμήσει εξίσου το καλό φαγητό όσο και μια όπερα του Βάγκνερ, και που καθώς το βιβλίο κλείνει και ο ορίζοντας στενεύει δηλώνει ευθαρσώς: «Καλά ήταν ως εδώ».

Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025

ΚΩΣΤΑΣ ΑΚΡΙΒΟΣ, ΟΝΟΜΑ ΠΑΤΡΟΣ ΔΟΥΝΑΒΗΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 

istrati panait

Για το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Όνομα πατρός: Δούναβης» (εκδ. Μεταίχμιο). Στην κεντρική εικόνα, ο Παναΐτ Ιστράτι, συγγραφέας και πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος του Κώστα Ακρίβου. 

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Όταν ο Ρομέν Ρολάν διάβασε διηγήματα του Παναΐτ Ιστράτι, κατάλαβε τη λογοτεχνική του ιδιοφυΐα, τον «καυτερό άνεμο πάνω στους κάμπους της Ανατολής», και τον χαρακτήρισε «Ανατολίτη παραμυθά». Και πράγματι, δεν θα μπορούσε πιο εύστοχος χαρακτηρισμός να του δοθεί. Ο Ιστράτι, συγγραφέας με έκδηλη «ελληνικότητα», σε διάλογο του ελληνικού στοιχείου με το βαλκανικό, με χαρακτηριστικά των γραφιάδων της Ανατολής, ιδιοφυής οπωσδήποτε στην εξέλιξη των μύθων του με διαρκείς ανατροπές, δικαιούται μια θέση ξεχωριστή ανάμεσα στους κλασικούς της γραφής. Και είναι ευχής έργο που επανέρχεται στο προσκήνιο σαν ένας ακόμη συγγραφέας από το παρελθόν που κερδίζει το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό. Από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ξαναδιαβάσαμε σε μετάφραση από την έμπειρη Ρίτα Κολαΐτη, ένα από τα γνωστότερα έργα του (μάλιστα το πρώτο που εκδόθηκε στη Γαλλία, το 1924, στη γαλλική γλώσσα, και τον έκανε ευρύτερα γνωστό), την Κυρά Κυραλίνα. Και τώρα, από τον Κώστα Ακρίβο έχουμε μια εξαιρετική προσέγγιση στον Ιστράτι, τον λησμονημένο εν πολλοίς σήμερα, παρεξηγημένο κατά καιρούς, περιφρονημένο από πολλούς αλλά και εκθειασμένο για τον τρόπο γραφής του από άλλους.

metaixmio akrivos onoma patros dounavis

Ο τρόπος που ο Ακρίβος παρουσιάζει τον Ιστράτι θα μπορούσε ως είδος λογοτεχνικό να χαρακτηρισθεί μυθιστορηματική βιογραφία, ωστόσο είναι κάτι περισσότερο από μια γραφή αντιπροσωπευτική του είδους. Κι αυτό γιατί δεν έχουμε απλώς μια βιογραφία με μυθοπλαστικά στοιχεία, άλλοτε εντελώς επινοημένα άλλοτε εν μέρει πραγματικά που, όμως, διανθίζονται από ευρηματικές επινοήσεις. Ο Ακρίβος, μελετώντας το έργο του Ιστράτι, είδε πώς τα αληθινά γεγονότα της ζωής του εισχωρούσαν στη μυθοπλασία του, σε σημείο που να αναγνωρίζουμε μέσα της βιογραφικά στοιχεία και όχι μόνον βιωματικά. Έτσι, καθώς τον βιογραφεί, παρεμβάλλει, άλλοτε εν συνόψει και άλλοτε εκτενέστερα, τα έργα του, ώστε να αποτυπώνεται, σε μια διαρκή ανταλλαγή/συνομιλία, ταυτόχρονα ο συγγραφέας και ο άνθρωπος πίσω από τα γραπτά του.

politeia deite to vivlio 250X102

Μάλιστα, το γεγονός πως ο Ιστράτι, λόγω της λαϊκής του καταγωγής, αναγκάστηκε από νωρίς να παλέψει για την επιβίωσή του κάνοντας ποικίλα επαγγέλματα, συναναστρεφόμενος με τους ομοίους του, ανθρώπους του μόχθου, οδήγησε στην αποτύπωση απλών ανθρώπινων τύπων ως προς την καταγωγή μέσα στα βιβλία του, με το ενδιαφέρον να εστιάζεται στον αγώνα τους (όχι πάντοτε επιτυχημένο) να διασωθούν από το περιθώριο στο οποίο τους είχε καταδικάσει η ζωή. Η γραφή του ακολούθησε τη συμβουλή που του είχε δώσει ο Ρολάν, να την καταλαβαίνουν οι απλοί άνθρωποι και όχι ο «ντελικάτοι», να είναι μια γραφή «αναιδής, αφρόντιστη».

Η ιδιαιτερότητα του Ιστράτι και η σχέση του με τον Καζαντζάκη 

Ο Ιστράτι, με τον τρόπο που δένει την προσωπική του ιστορία με τις ιστορούμενες στα βιβλία του, μπορεί να δημιουργεί -αυτός ο πλάνης των πολιτισμών- μια μυθοπλασία μαγική, αληθινή στην αυθεντικότητά της αλλά και παγκόσμια στην ευρύτητα του πνεύματος που τη διακατέχει. Και αυτό, χωρίς να έχει το θεωρούμενο απαραίτητο κοινωνικό (αστικό) πλαίσιο ως εφαλτήριο για να ευδοκιμήσει η μεγάλη αφήγηση, δηλαδή το μυθιστόρημα, χωρίς να μπορεί να επικαλεστεί ως έρεισμα μια εθνική ταυτότητα. Γεννημένος το 1884 στη Βραΐλα της Ρουμανίας, από Ρουμάνα μητέρα και στην ουσία άγνωστο πατέρα (αν και διασώζεται η ίσως τυχαία σχέση του με τον Κεφαλλονίτη Γεώργιο Βαλσαμή), υιοθέτησε το επίθετο της μητέρας του, που παραπέμπει στον Ίστρο, δηλαδή τον Δούναβη. Βαλκάνιος στην καταγωγή, μοιρασμένος, όμως, ανάμεσα στη Δύση που τον ελκύει και στην Ανατολή που τον εκφράζει, πράγματι μπορεί να θεωρηθεί, κι ας λέγεται Ελληνορουμάνος, ένας «διεθνής» στην ιδεολογία, ένας παγκόσμιος στις ιδέες του· αυτές, άλλωστε, τον έφεραν σε στενή σχέση με τον Νίκο Καζαντζάκη, σχέση που επηρέασε και τους δύο, περισσότερο τον Καζαντζάκη.

Ο Ιστράτι έχει περάσει από τον μάχιμο συνδικαλισμό, έχει γνωρίσει τις αδικίες που υφίσταται η εργατική τάξη, είναι έτοιμος να δει την έμπρακτη επανάσταση (αυτήν που ονειρευόταν) σε μορφή πλέον καθεστώτος.

Από τα πιο ενδιαφέροντα κομμάτια του βιβλίου είναι η εξιστόρηση του ταξιδιού του Ιστράτι στην τότε Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος του καθεστώτος στους εορτασμούς για τα δέκα χρόνια της Επανάστασης. Εκεί θα γνωρίσει τον Καζαντζάκη (αρχή μιας σπουδαίας φιλίας) με τις ιδέες τους αλλού να συναντώνται και αλλού να διαχωρίζονται. Αφορμή για να επαναπροσδιορίσουν τις θέσεις τους, να συμφωνήσουν και να διαφωνήσουν, να γνωρίσουν σημαντικές προσωπικότητες της διανόησης. Ο Ιστράτι έχει περάσει από τον μάχιμο συνδικαλισμό, έχει γνωρίσει τις αδικίες που υφίσταται η εργατική τάξη, είναι έτοιμος να δει την έμπρακτη επανάσταση (αυτήν που ονειρευόταν) σε μορφή πλέον καθεστώτος. Μέσα του, βέβαια, δίπλα στον επαναστατικό οίστρο, έχει μια θέση και για τον ανθρωπισμό και την ηθική του Τολστόι. Θα προβληματιστεί όταν θα δει τη φιμωμένη αντιπολίτευση, τη μονομέρεια, τη σκόπιμη απομόνωσή τους από τον απλό λαό, ώστε να επικοινωνούν μόνο επιλεκτικά και κάτω από την καθοδήγηση του καθεστώτος. Θα συναντήσουν τον Γκόρκι, ο Καζαντζάκης θα ενθουσιαστεί από την ψυχρότητά του, ερμηνεύοντάς την ως «περήφανη πειθαρχία», ο Ιστράτι -ατίθασο πνεύμα, ελεύθερο- θα τον θεωρήσει «κρύο», τελείως αντίθετο με αυτό που ο ίδιος πιστεύει πως χρειάζεται ένας λαός για να προχωρήσει. Μέσα από τέτοια στιγμιότυπα, διάσπαρτα στο βιβλίο, σκιαγραφείται ο Ιστράτι, σε αντιπαράθεση με τους γύρω του, και αναδεικνύεται το ήθος του.

Γιατί οι σημαντικοί άνθρωποι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι εκεί που έζησαν, εκεί που έγραψαν, εκεί που περιμένουν κάποιους σημερινούς να τους ανακαλύψουν ή να τους ξαναθυμηθούν.

Ο Ακρίβος, σοβαρός μελετητής των προσώπων που μυθο-ηθο-βιογραφεί (αδόκιμος ο όρος, ωστόσο, πιστεύω ακριβής στο νόημά του, προκειμένου για τον τρόπο της προσέγγισης των προσώπων), αλλά και δεινός ιστορητής (όπως ο παππούς στο διήγημα του Βιζυηνού «Το μόνο της ζωής του ταξίδιον», που όλα τα είδε με τα μάτια της ψυχής), κατόρθωσε να δώσει ένα μυθιστόρημα μέσα από τα μυθιστορήματα του Ιστράτι, μια βιογραφία που η ίδια είναι από μόνη της μυθιστόρημα, ένα βιβλίο που έχει μέσα του πολλά βιβλία, έχει μέσα του τον Ιστράτι ως συγγραφέα και ως άνθρωπο, τη ζωή του την πραγματική και την αφηγημένη μέσα από τα βιβλία του, χωρίς να έχει καμία σημασία να τα ξεχωρίσεις αυτά τα δύο. Για να το κάνει αυτό, «συναντήθηκε» με τον Ιστράτι, όχι μόνο μέσα από τα βιβλία του, και από όσα έχουν γραφτεί γι’ αυτόν, αλλά ψάχνοντας το αποτύπωμά του στη σημερινή Βραΐλα. Γιατί οι σημαντικοί άνθρωποι, όσα χρόνια κι αν περάσουν, είναι εκεί που έζησαν, εκεί που έγραψαν, εκεί που περιμένουν κάποιους σημερινούς να τους ανακαλύψουν ή να τους ξαναθυμηθούν.

* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας. Το νέο της βιβλίο, «Ο φλοιός και ο χυμός – Υπέργειες και υπόγειες προσεγγίσεις σε λογοτεχνικούς τόπους» κυκλοφορεί από τις εκδ. Κουκκίδα.


Απόσπασμα από το βιβλίο 

Πολλές είναι οι αμφιβολίες για το τι μπορεί να προσφέρει στον αναγνώστη η επίσκεψη στον τόπο που έζησε ένας συγγραφέας ή έδρασαν τα πρόσωπα των βιβλίων του. Ωστόσο μπαίνεις στον πειρασμό και το επιχειρείς. Να ήταν εδώ η ταβέρνα όπου έγινε ο τρομερός καβγάς με τον αρχηγό της άλλης συμμορίας – τώρα ένα μικροσκοπικό οίκημα και παρκαρισμένα μπροστά του δεκάδες φορτηγά με ουκρανικές πινακίδες, που φορτώνουν προμήθειες για τον πόλεμο. Να ήταν σ’ αυτόν τον δρόμο το χαντάκι όπου έπεσε και έσπασε το πόδι της η Νεραντζούλα; Αποδώ να μπήκε νυχτιάτικα στην πόλη η Ζωίτσα απ’ το Μπαλντοβινέστι, κουβαλώντας στην πλάτη της τον μικρό της γιο για να γλιτώσει το διπλό προξενιό; Να είναι άραγε αυτό το μίνι μάρκετ το μπακάλικο όπου ο Παναΐτ με τη Σαμόιλα Πετρόφ βρήκαν καθισμένο κατάχαμα τον Μιχαήλ να διαβάζει; Και σ’ αυτήν εδώ την κατηφορική όχθη του ποταμού να κουτρουβαλούσαν οι «μουσαφίρηδες» της Κυρά Κυραλίνας όταν ορμούσαν μες στο σπίτι ο άντρας με τον μεγάλο της γιο για να την ξυλοφορτώσουν; … (σσ. 333-334).

Δυο λόγια για τον συγγραφέα

Ο Κώστας Ακρίβος (Γλαφυρές Μαγνησίας, 1958) εκτός από αφηγηματικά βιβλία έχει γράψει ένα θεατρικό έργο, πήρε μέρος σε συλλογικές εκδόσεις και ανθολογίες, συμμετείχε στη συγγραφή δύο σχολικών εγχειριδίων και επιμελήθηκε τη σειρά «Μια πόλη στη λογοτεχνία» (Μεταίχμιο).

akrivos kostas

Το 2019 το μυθιστόρημά του Γάλα μαγνησίας βραβεύτηκε με το The Athens Prize for Literature του περιοδικού (δε)κατα. Συνεργάστηκε με το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) στα προγράμματα Λέσχες Ανάγνωσης και Συγγραφείς στα Σχολεία, ενώ από το 1983 ως το 2017 δίδαξε φιλολογικά μαθήματα στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα ολλανδικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, πολωνικά και αλβανικά. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και του PEN Greece.