Χρύσα Φάντη
Στις Ξεχασμένες λέξεις ο Αλέξης Πανσέληνος, με όχημα τον ημερολογιακό λόγο του μετανάστη Νάσου Λύρα, χαρτογραφεί τον βυθό της μνήμης κατασκευάζοντας ένα έργο όπου οι λέξεις από το παρελθόν, όπως ακριβώς και τα τραύματα, επιστρέφουν με επιμονή, φιλοδοξώντας να αποκαταστήσουν το πρωταρχικό τους νόημα. Η γλώσσα -όπως υπαινίσσεται και ο τίτλος- αποτελεί την κεντρική ατραπό για την αναψηλάφηση της ταυτότητας του Λύρα, θέτοντας εμμέσως το ερώτημα: ποια είναι τελικά η γλώσσα του; Αυτή που μιλά ή αυτή που τον θυμάται όταν ο ίδιος έχει πάψει να τη χειρίζεται; Οι «ξεχασμένες λέξεις», όπως «κουτσουμπού», «τσερβέλο» ή «τσελβόλ», «κοράκια», «νίβομαι», «νίπτω τας χείρας», «μάνταλο» -ακόμη και το βαφτιστικό όνομά του, το οποίο δεν χρησιμοποιεί πια- εκτός από μνημονικά κατάλοιπα, αναδεικνύουν μια κληρονομιά που επανεμφανίζεται μαγικά και αναδύεται σχεδόν μεταφυσικά∙ ένα είδος συμβολικού γονιδίου που επιβιώνει, ακόμη και όταν η πολιτισμική του προέλευση έχει αλλοιωθεί.
Ο ηλικιωμένος Νάσος (Θανάσης) Λύρας παρακολουθεί την κατάρρευση της Ελλάδας από την ασφάλεια και την ευημερία του Μονάχου. Οι περιγραφές του για τη γερμανική οργάνωση -τα καθαρά πεζοδρόμια, τη φορολογική συνέπεια κ.λπ.- λειτουργούν ως κατηγορητήριο απέναντι σε μια χώρα που δεν κατάφερε ποτέ να οργανωθεί και να ορθοποδήσει. Ομως, πίσω από τον θαυμασμό του για τη Γερμανία και την επικριτική του στάση για την πατρίδα, κρύβεται μια συναισθηματική ψυχρότητα, μια απονέκρωση. Ο ήρωας αφηγείται τη ζωή του περισσότερο ως απλή εξιστόρηση, παρά ως επώδυνο βίωμα –στοιχείο που κατά παράδοξο τρόπο επιτρέπει στον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα την ψυχοσύνθεσή του χωρίς το βάρος του μελοδραματισμού ή της νοσταλγίας.
Στο ημερολόγιό του, εκτός από τα επαγγελματικά και τα ερωτικά του επιτεύγματα -για τα οποία νιώθει αρκετά περήφανος-, αναφέρεται στα μεγάλα πολιτικά γεγονότα που σημάδεψαν τη χώρα του και κυρίως σε μία από τις πιο κρίσιμες φάσεις της πρόσφατης πολιτικής κρίσης, η οποία συμπίπτει με την περίοδο της γραφής του (από τον Οκτώβριο του 2014 έως τον Απρίλιο του 2016). Ο συνταξιούχος, πρώην επιτυχημένος διευθυντής πολυτελών ξενοδοχείων, γράφει γι’ αυτά με περίσσεια αυτοπεποίθηση και λόγο προσεκτικά ζυγισμένο –απλό, ρεαλιστικό και ενίοτε κυνικό. Ταυτόχρονα με συνεχή φλας μπακ ανατρέχει στο παρελθόν του και αναλογίζεται πώς αυτό επηρέασε την πορεία του, καθώς και τη μοίρα των οικείων του τα χρόνια της Κατοχής και της χούντας.
Ο Λύρας επί της ουσίας είναι ένας «ξένος», όπου κι αν βρεθεί. Οι πρώτες εμπειρίες του από τη Γερμανία διέπονται από παιδική αφέλεια· όμως ο χρόνος και η μνήμη μετατρέπουν στο τέλος αυτή τη φαντασμαγορία σε κάτι σχεδόν σκοτεινό και πολύ πιο περίπλοκο. Η σχέση του με τη Ζίγκι -μια Γερμανίδα ανώτερη τραπεζικό και σημαντικά νεότερή του- εισάγει την ιδιωτική διάσταση στο ευρύτερο πολιτισμικό σχόλιο. Η αδυναμία του να διαχειριστεί την ερωτική ελευθεριότητα της συντρόφου του αποκαλύπτει τα συντηρητικά του αντανακλαστικά και τα απωθημένα που σφράγισαν μια στερημένη νεότητα. Το πρώην μεγαλοστέλεχος, που πέρασε τη ζωή του σ’ ένα διεθνικό περιβάλλον, δείχνει να μην μπορεί να συμβαδίσει με τα σύγχρονα ήθη. Η σύγκρουση γενεών, πολιτισμών και έμφυλων ρόλων γίνεται εδώ εμφανής. Ο Λύρας είναι ο ενδιάμεσος: ο άνθρωπος που έζησε ανάμεσα στη μεταπολεμική ανοικοδόμηση και τη μεταμοντέρνα ρευστότητα, χωρίς να ενσωματωθεί πραγματικά σε καμία από τις δύο.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα -έστω για λίγο, έστω στην εκπνοή του βίου του- η προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς του ναυαγεί. Συνειδητοποιεί ότι «η ξενότητα» δεν είναι τόπος, αλλά κατάσταση –μια συνθήκη ύπαρξης. Αφού ακόμη και στον τόπο καταγωγής του, τη Μυτιλήνη, αρκετοί τον αποκαλούν «ο Γερμανός». Στον ύστατο απολογισμό του το οικογενειακό μυστικό που αποκαλύπτεται και σχετίζεται με τα χρόνια της Κατοχής και τη σχέση με το εβραϊκό ζευγάρι φέρνει στο φως μια απώτερη αλήθεια: η ζωή δεν είναι μόνο προϊόν επιλογής, αλλά πρωτίστως αποτέλεσμα μιας σειράς από τυχαίες συναντήσεις και παρεξηγήσεις. Ομως αυτό δεν την καθιστά λιγότερο αυθεντική –το αντίθετο. Αναδεικνύει την ανθρώπινη μοίρα ως ένα σύνθετο μίγμα βούλησης και συγκυριών.
Το μυθιστόρημα του Πανσέληνου διαχειρίζεται το μοτίβο της σύμπτωσης (του τυχαίου με νόημα) περίτεχνα. Αλλά και το ίδιο το τυχαίο αναδύεται και ενσωματώνεται οργανικά στην προβληματική του έργου. Πρόκειται για έργο με πλούσια πλοκή και μινιμαλιστική δομή –υπαρξιακό, με σαφείς πολιτικές θέσεις και προεκτάσεις. Εκτός από τη σαγήνη της ιστορίας του, την ακρίβεια στην περιγραφή, την αφηγηματική ωριμότητα και την οικονομία του, λειτουργεί ως μαρτυρία για την ελληνική κρίση των ετών 2010–2016 –και όχι μόνο.
Γράφει ο Κ.Β. Κατσουλάρης
Ο Αλέξης Πανσέληνος έχει κατακτήσει μια θέση στον σύγχρονο νεοελληνικό λογοτεχνικό Κανόνα κυρίως χάρη στα εκτενή μυθιστορήματά του, κάποια από τα οποία δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν από αντίστοιχα ευρωπαϊκά. Τέτοια είναι τα: Η μεγάλη πομπή (1985), εντυπωτικό πανόραμα της εφηβικής φαντασίας με πρωτοποριακά στοιχεία ποπ κουλτούρας, κυρίως από τον κόσμο των κόμικ· Ζαΐδα ή η καμήλα στα χιόνια (1996), τολμηρή σύνθεση/συνάντηση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού με την άρτι επαναστατημένη Ελλάδα· Σκοτεινές Επιγραφές (2011), ευρυγώνια και πολυπρισματική αναπαράσταση της νεοελληνικής παράνοιας· Ελαφρά Ελληνικά Τραγούδια (2018), σπονδυλωτό πολυαφήγημα για τις σκληρές αντιφάσεις της μεταπολεμικής Αθήνας (και συνεκδοχικά, της Ελλάδας).
Υπάρχουν όμως και μικρότερα σε έκταση κείμενά του, αναπτυγμένες και πλήρεις ιστορίες πάντοτε, όπως το «Παραμύθιασμα», πρωτότυπο και δυσκατάτακτο μυστηριώδες αφήγημα από τις Ιστορίες με σκύλους (1982), ή το διήγημα «Μαύρα μεσάνυχτα», το τρίτο στη σειρά από τη συλλογή Τέσσερις Ελληνικοί Φόνοι (2004), ιστορία ερωτικού παροξυσμού με πολιτικό υπόβαθρο, στα οποία ο συγγραφέας καταφέρνει να διατρέξει, με τρόπο που καμιά φορά μονάχα η μικρή φόρμα το επιτρέπει, σπανιότερες κλίμακες από αυτές στις οποίες το συνηθίζει. Στο καινούργιο, ευσύνοπτο μυθιστόρημά του, Ξεχασμένες λέξεις –αν και θεματικά μπορεί να βρει κανείς συγγένειες με το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημά του, Λάδι σε καμβά, όπου μια ιδιότυπη ερωτική εμπειρία υπήρξε το πρελούδιο μιας γενικότερης ματαίωσης με πολιτικές και κοινωνικές συνδηλώσεις–, νιώθω ότι μας συστήνεται ένας διαφορετικός Πανσέληνος: πιο λιτός, πιο ακριβής, πιο υπαρξιακός.
Ματαιωμένη χώρα
Βεβαίως, η Ελλάδα της Χούντας είναι παρούσα, αφού ο κεντρικός ήρωας, ο Νάσος Λύρας, «το σκάει» μεν από τη χώρα το 1966 για να σπουδάσει ξενοδοχειακά επαγγέλματα στη Γερμανία, με πρακτική εξάσκηση στη Ζυρίχη, αλλά τρία χρόνια μετά παγιδεύεται και πάλι στην Ελλάδα της δικτατορίας, λιμνάζοντας χωρίς διαβατήριο και κατεύθυνση, εξαιτίας μιας ερωτικής περιπέτειας με μια Βίκυ, αλλά και λόγω άλλων ψυχολογικών εκκρεμοτήτων. Κι εδώ, η ματαίωση είναι εν πολλοίς κυρίαρχο συναίσθημα, πρωτίστως όμως σε ό,τι αφορά τη χώρα, αφού τα χρόνια της βαθιάς κρίσης, μέχρι το 2016, όπου ολοκληρώνεται ο αφηγηματικός χρόνος, ο Νάσος τα ζει ως παρατηρητής, από το ασφαλές καταφύγιο της Γερμανίας, και συγκεκριμένα από το Μόναχο, όπου ζει πλέον ως συνταξιούχος, έπειτα από μια εύκολη και λίαν επιτυχημένη καριέρα ως στέλεχος μεγάλων ξενοδοχείων. Η κορύφωση της ελληνικής κρίσης, που συμβολικά εντοπίζεται στο δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015, τον βρίσκει κι εν μέσω μιας προσωπικής κρίσης, καθώς η σχέση του με την κατά αρκετά χρόνια νεότερη σύντροφό του, τη Ζίγκι, οδεύει προς το τέλος.
Το γλωσσικό ύφος, με την απόλυτα ελεγχόμενη θερμοκρασία του, την αποστασιοποίηση από την τύρβη των πραγμάτων, τη σοφία που έχει αποδεχτεί τις ήττες και τους περιορισμούς της ζωής, μου θύμισε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές του Μισέλ Ουελμπέκ
Θα έμπαινε κανείς στον πειρασμό να υποθέσει ότι σε αυτή την ιστορία, ο 72χρονος ήρωας με τη ζηλευτή ζωτικότητα, εμπλέκεται σε μια υπαρξιακή κρίση που αντανακλά την κλεψύδρα του χρόνου που σώνεται, κι ότι όλα τα γύρω γύρω είναι απλώς ο διάκοσμος αυτού του αισθήματος. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ούτε τόσο μονοσήμαντα. Η υπαρξιακή διάσταση για την οποία μίλησα παραπάνω διαποτίζει γενικότερα την πορεία αυτού του ήρωα, καθώς η επιλογή του να είναι ένας ξένος είναι βαθιά και ριζική (ο «Γερμανός», τον αποκαλούν τα μαστόρια, όταν ετοιμάζεται να εγκατασταθεί στη Μυτιλήνη, έχοντας έστω και στο βασίλεμα της ζωής του πραγματώσει τον καλά κρυμμένο, αν όχι «ξεχασμένο», νόστο του).
Ο «Γερμανός» και το αίσθημα ξενότητας
Άλλωστε, από την πρώτη φράση του, για την άφιξη του ήρωα στη Γερμανία, το μυθιστόρημα μας εισάγει σε αυτήν την παραδοξότητα: «Όταν έφτασα με το τρένο στις 20 Οκτωβρίου του ΄66, τα σκαλοπάτια του βαγονιού ήταν σαν να με αποβίβασαν σε μέρος παραμυθένιο». Και λίγο παρακάτω, στο τέλος της πρώτης παραγράφου: «[…] με πλημμύριζε η χαρά του παιδιού που μπήκε σε ένα πολύχρωμο, αεικίνητο λούνα παρκ». Το ξένο βιώνεται εξαρχής ως οικείο και θελκτικό, την ίδια ώρα που το οικείο εμποτίζεται όλο και εντονότερα με ένα δυσφορικό αίσθημα ξενότητας. Ο ήρωας θα περάσει όλη τη ζωή του παίζοντας μέσα σε αυτό το τεράστιο «λούνα παρκ», έστω για να διαπιστώσει στην πορεία ότι πολλά από τα λαμπερά παιχνίδια του δεν ήταν παρά ένα καλά στημένο μεταπολεμικό σκηνικό. Αυτή η αμφίθυμη Ευρώπη, και ειδικότερα η αμφίθυμη Γερμανία ως προς την Ευρώπη και ως προς τον εαυτό της, θεματοποιείται εξαιρετικά μέσα από τη σχέση της Ζίγκι (και του αδερφού της) με τον διάσημο μαέστρο πατέρα τους, τον Χάιντς Κέστνερ, ο οποίος βαρύνεται με το στίγμα της συνεργασίας με το ναζιστικό καθεστώς. Πολύ ωραίο εύρημα, το οποίο ο Πανσέληνος το εκμεταλλεύεται πολλαπλά, χτίζοντας παράλληλα μια σχέση με το ζεύγος των Εβραίων Καρλ και Έθελ, η μοίρα των οποίων, εμμέσως, σχετίζεται με τις αποσιωπήσεις της δικής του οικογενειακής ιστορίας.
Λέξεις που τον τραβούν πίσω
Όλα μοιάζουν τακτοποιημένα, αν όχι παγωμένα, στη λεία επιφάνεια της γερμανικής ζωής του Νάσου Λύρα, εκτός από αυτές τις άτιμες τις «ξεχασμένες λέξεις» που τον επισκέπτονται συχνά σε κάποιο πρωινό όνειρο ή στο ημίφως του ξυπνήματος, τραβώντας τον πίσω σε παλιές ιστορίες της παιδικής ή εφηβικής του ηλικίας. Λέξεις όπως το «Τσελβόλ» (ύφασμα από το οποίο ήταν φτιαγμένα τα σακάκια που φορούσε ο πατέρας του) ή η «Κουτσουμπού» (παρατσούκλι της συμμαθήτριας με την οποία είχε την πρώτη του ερωτική εμπειρία), προκαλούν ρωγμές, απ’ όπου αναβλύζει ένας κόσμος παλιός και επιμελώς παραμελημένος, ο οποίος όμως, καθώς τα χρόνια περνούν, διεκδικεί όλο και μεγαλύτερο μερίδιο στη συνείδησή του.
(...) τα ξενοδοχεία ταιριάζουν γάντι σε αυτόν τον μονήρη και ιδιόμορφο χαρακτήρα, έναν οξυδερκή bon vivant που μπορεί να εκτιμήσει εξίσου το καλό φαγητό όσο και μια όπερα του Βάγκνερ, (...)
Προς το τέλος του βιβλίου, μια οικογενειακή αποκάλυψη από τα χρόνια της Κατοχής, που έχει τεχνηέντως προετοιμαστεί καθ’ όλη τη διάρκεια της αφήγησης, θα ρίξει ένα διαφορετικό φως στα (ασύνειδα) κίνητρα των επιλογών του Νάσου. Το μυστήριο ωστόσο παραμένει ενεργό: Η ξενότητα μοιάζει να είναι συνισταμένη πολλών και διαφορετικών ψυχικών εγγραφών του, καθιστώντας τον έτσι ενδιαφέροντα και εξαιρετικά μοντέρνο. Το γλωσσικό ύφος, με την απόλυτα ελεγχόμενη θερμοκρασία του, την αποστασιοποίηση από την τύρβη των πραγμάτων, τη σοφία που έχει αποδεχτεί τις ήττες και τους περιορισμούς της ζωής, μου θύμισε ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές του Μισέλ Ουελμπέκ (όπως και το σεξουαλικό ρίγος που διαπερνά τις σελίδες). Κατά τα λοιπά, ο κόσμος των πολυτελών ξενοδοχείων, του μεγάλου πλούτου, των αντιθέσεων και της ταξικής διαπάλης, δεν λαμβάνει στο μυθιστόρημα του Πανσέληνου σημαντική θέση, όπως σε μυθοπλασίες του Γάλλου συγγραφέα (π.χ. τα ξενοδοχεία και ο μαζικός τουρισμός στην Πλατφόρμα). Ο κόσμος αυτός αναπτύσσεται πειστικά στην πορεία της αφήγησης, χωρίς όμως λεπτομέρειες: παραμένει κυρίως ένα φόντο, βιογραφικό στοιχείο του ήρωα – μια μεταφορά, ίσως. Με τον διεθνικό τους χαρακτήρα, την εγγενή τους προσωρινότητα, την υπόσχεση μιας ζωής έξω από τα συνηθισμένα, τα ξενοδοχεία ταιριάζουν γάντι σε αυτόν τον μονήρη και ιδιόμορφο χαρακτήρα, έναν οξυδερκή bon vivant που μπορεί να εκτιμήσει εξίσου το καλό φαγητό όσο και μια όπερα του Βάγκνερ, και που καθώς το βιβλίο κλείνει και ο ορίζοντας στενεύει δηλώνει ευθαρσώς: «Καλά ήταν ως εδώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου