Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2021

PETER HANDKE, Η ΚΛΕΦΤΡΑ ΤΩΝ ΦΡΟΥΤΩΝ Ή ΑΠΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗΝ ΕΝΔΟΧΩΡΑ, Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Εκδόσεις Gutenberg-Aldina

Ένας ηλικιωμένος αφηγητής εκλαμβάνει το τσίμπημα μιας μέλισσας ως οιωνό ότι πρέπει να κινητοποιηθεί. Αφήνει τον Κόλπο του Κανένα και (παρ)ακολουθεί την Κλέφτρα των Φρούτων στην πορεία της στην ενδοχώρα της Πικαρδίας στη Βόρεια Γαλλία. Το "απλό ταξίδι στην ενδοχώρα" διαρκεί τρεις αυγουστιάτικες μέρες, από τη στιγμή που η Κλέφτρα συναντά τον πατέρα της που θέλει να τις δώσει ορισμένες συμβουλές για το ταξίδι  ώσπου να ξαναβρεθεί με τον πατέρα, τη χαμένη μητέρα και τον μικρότερο αδελφό της, ο οποίος έχει εγκαταλείψει ονομαστό λύκειο του Παρισιού και σπουδάζει ξυλουργός σε ένα μικρό χωριό της περιοχής. H Αλέξια, όπως είναι το βαπτιστικό της όνομα, έχει προηγουμένως ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο αναζητώντας τη μητέρα της, τραπεζική υπάλληλο και διευθυντικό στέλεχος, γι' αυτό το τριήμερο ταξίδι στην Πικαρδία είναι "απλό" σε σχέση με το άλλο, αν και καθοριστικό για την ωριμότητα και την αυτογνωσία της. Οι αναμνήσεις της από  το "μεγάλο ταξίδι στον κόσμο" διαστέλλουν τον μυθιστορηματικό χώρο και χρόνο. Πρόκειται για ένα "επικό" μυθιστόρημα, όπως το χαρακτήρισε ο ίδιος ο συγγραφέας του, που επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις με επίκεντρο την πράξη της γραφής και τη σχέση της με την ανθρώπινη εμπειρία, αλλά και την Ιστορία, τον Μύθο, την Φύση, τη Λογοτεχνία.

Ο τίτλος και ο υπότιτλος του βιβλίου υποδηλώνουν εναλλακτικά τη βασική πρωταγωνίστρια ή / και το "απλό ταξίδι" της στην ενδοχώρα, τον δράστη ή / και τη δράση. Η ηρωίδα ονομάζεται από τη βασική της δεξιότητα, "κλέφτρα των φρούτων", που την απέκτησε όταν ήταν παιδί ακόμη, "τη μέρα που πατώντας στην πλάτη ενός αγοριού απ' το χωριό πήδησε από το -μάλλον χαμηλό- τοιχάκι στο διπλανό οικόπεδο, σκαρφάλωσε στο δέντρο και στρίβοντας το κοτσάνι έκοψε το φρούτο που εδώ και μέρες της γυάλιζε το μάτι " (σελ. 145). 

Οι ίδιες οι πράξεις της κλοπής στα μάτια της "ήταν καλές πράξεις. Και ωραίες πράξεις. Υποδειγματικά ωραίες. Ναι, εντάξει: αυτό που έκανε κάθε φορά δεν ήταν σωστό. Ήταν ένα στραβοπάτημα. Αλλά κι αυτή ακόμα η έκφραση είχε για κείνη σημασία διαφορετική από τη συνηθισμένη. Γιατί καθετί στραβό, έστω και λίγο, ελάχιστα στραβό, της δημιουργούσε μια αίσθηση οικειότητας, μια αίσθηση θαλπωρής που τόσο την είχε ανάγκη" (σελ. 148). 

"Η μυρωδιά του κλεμμένου φρούτου (που ήταν πάντα ένα, εκτός κι αν επρόκειτο για καρύδια ή σταφύλια) ήταν άλλο ένα τμήμα της παράπλευρης αυτής και δευτερεύουσας ανακάλυψης: ποτέ δεν μπορούσε ένα αγορασμένο, χαρισμένο ή τυχαία κερασμένο φρούτο να 'χει τέτοια κρυφή και μυστηριώδη και οικεία μυρωδιά, μυρωδιά περιπέτειας και μυρωδιά θαλπωρής, σαν αυτήν που ανάδιναν τα κλεμμένα της. Και η γεύση; Γι' αυτό  το θέμα δεν έλεγε σχεδόν τίποτα η Κλέφτρα των Φρούτων. Απ' ό,τι φαίνεται πολλά από τα φρούτα που έκλεβε, τ' άφηνε να ξεραθούν ή  να σαπίσουν χωρίς να τ' αγγίξει [...] Η κλέφτρα των φρούτων έκλεβε φρούτα αλλά δεν ήταν κλεπτομανής [...] ήταν δυνατόν να θεωρεί τις κλοπές της κάτι σαν αποστολή; Ήταν αυτό δυνατόν; Ήθελε, ονειρευόταν, φιλοδοξούσε ίσως, να συμπεριληφθεί η κλοπή των φρούτων στα ολυμπιακά αθλήματα; Δεν θα 'ταν και τόσο τρελό κάτι τέτοιο, αν σκεφτεί κανείς τι αθλήματα έχουν πρόσφατα χαρακτηρισθεί ολυμπιακά" (σελ. 152-153).

Το πραγματικό της όνομα , "Αλέξια" ή και "Αλίσια", όπως την ονομάζει ένας νεαρός συνταξιδιώτης της, παραμένει άδηλο στον τίτλο του βιβλίου και χρησιμοποιείται ελάχιστα στο κείμενο, χωρίς να είναι ξεκάθαρο κιόλας αν αυτό ήταν ή όχι το βαφτιστικό της. " Αλέξια ή Aleksija - δεν ήταν αυτό τ' όνομά της. Αλλά έτσι την έλεγαν όλοι, από τον καιρό ήδη που παιδί είχε χαθεί, κι ύστερα είχε ζήσει χρόνια ολόκληρα στο ίδιο σπίτι με τη μάνα της, χωρίς εκείνη να την αναγνωρίζει (ο πατέρας της απών, ο αδελφός της αγέννητος ακόμη), απ' τον Άγιο με το όνομα αυτό, τον Αλέξιο, που η ιστορία του έμοιαζε με τη δική της. Αλλά εκείνος είχε ζήσει όλη του τη ζωή άγνωστος, στο καμαράκι κάτω από τη σκάλα του πατρικού του, και μόνο την ώρα του θανάτου του κατάλαβαν οι γονείς τους πως ήταν το χαμένο τους παιδί" (σελ. 120-122).

Άλλο χαρακτηριστικό της Κλέφτρας των Φρούτων είναι το περπάτημα προς τα πίσω "μετρώντας μ' επισημότητα τα βήματα, πάντα μονό αριθμό, έντεκα, δεκατρία, δεκαεφτά", γιατί πίστευε ότι αυτό "βοηθούσε από μακριά κάποιον που της ήταν σημαντικός". "Μετρώντας τώρα προς τα πίσω τα βήματά της, πίστευε ότι βοηθούσε τη χαμένη μητέρα της. Προς το τέλος της προληπτικής αυτής τελετουργίας έπρεπε ακόμα να κλείσει τα μάτια -και αυτό έκανε. Από πάντα της έμεναν απεικάσματα διαφόρων πραγμάτων , εικόνες καθαρότερες και διαρκέστερες απ' αυτές που έβλεπε με τα μάτια ανοιχτά" (σελ. 158). Πισωπατήματα και μάτια κλειστά λοιπόν για να προσεγγίζουν ευκολότερα την αλήθεια!

Απροσδιόριστο όνομα, κορίτσι με σάρκα και οστά και συγχρόνως φασματική παρουσία, άγνωστη ακόμα και για τους γεννήτορες της, "φυγομανής". Κάθε λίγους μήνες εξαφανιζόταν, μέρες ολόκληρες και μετά ξαναβρισκόταν κάπου ανάμεσα στην πόλη και την εξοχή, και ποτέ δε ήξερα πώς είχε φτάσει ως εκεί, πάνω ή καμιά φορά κάτω από τη ράμπα ενός σταθμού για φορτηγά τρένα, σε κάποιο κηπάκι μακριά από τα σπίτια, σ' ένα σκουριασμένο λεωφορείο, συχνά μάλιστα και πέρα από τα σύνορα, πέρα από τις Άλπεις, πέρα από τα Πυρηναία, πέρα από τις Αρδέννες. Εθεωρείτο άρρωστη και η αρρώστια της είχε όνομα. Όταν γύρισε (από τη Ρωσία) και κανείς δεν την αναγνώρισε, όταν ξαναβρέθηκε με τη μητέρα της και με τον πατέρα της, η Αλέξια γιατρεύτηκε και μάλιστα οριστικά από τη φυγομανία της. Πράγμα που δεν σημαίνει ότι εγκαταστάθηκε κάπου μόνιμα. Έμενε, βέβαια, έκτοτε στο ευρύχωρο διαμέρισμά της, όπου επίσης δούλευε. Τακτικά ωστόσο έφευγε για μεγάλα ταξίδια, λίγο πολύ σχεδιασμένα, ήξερε δηλαδή πού πήγαινε [...] Το ταξίδι στην Πικαρδία τώρα, στο Βεξέν, δεν ήταν από τα μεγάλα της, μακρινά ταξίδια. [...] Στα μάτια της η υπόσχεση του ταξιδιού μόνο παιχνιδάκι δεν ήταν, Ήξερε, ήδη πριν ξεκινήσει, ότι θα ήταν μάλιστα το πρώτο της αληθινό ταξίδι, αυτό που θα της μάθαινε, όπως ήταν κάπου γραμμένο, "ποιος ήταν ο δικός της τρόπος" (σελ. 123-124).

Προβληματική η σχέση των γονιών της μεταξύ τους, ενώ η μητέρα είναι λιγότερο παρούσα στη ζωή της σε σχέση με τον πατέρα. "Κάποτε, όταν κατ' εξαίρεση είχε ακόμη δικές της γνώμες, είχε (κατ' εξαίρεση) τη γνώμη πως η μητέρα της είχε κάνει καλά που τον παράτησε. Αυτήν την γνώμη δεν την είχε πια, γενικά δεν είχε γνώμη πια. Ποιος είχε παρατήσει ποιον; Δεν ήξερε και δεν ήθελε να ξέρει. Αν της ζητούσαν τώρα τη γνώμη της, το πολύ πολύ ν' αναφωνούσε σαν την Τζέιν Έιρ (ή μήπως ήταν η Τζέιν Όστιν;) "Τη γνώμη μου;!" αλλά όχι έντρομη σαν την Αγγλίδα ρομαντική του δέκατου ένατου αιώνα, όχι θα το 'λεγε έτσι απλά" (σελ. 136).

Φασματικά σημαίνεται στον υπότιτλο του μυθιστορήματος και ο μυθιστορηματικός χώρος. Στην ουσία πρόκειται για την ενδοχώρα της Πικαρδίας, το οροπέδιο, την εξοχή και τα χωριά της: οροπέδιο του Βεξέν, Λαβιγιτέρτρ, Σερζί, Σαρ, Μονβίλ, Σομόν, Διέπη, κόλπος του Σομ... Πρόκειται για τη "γαλλική Πρωτο-Χώρα, όπως του άρεσε να τη λέει ο, γεωγράφος και ιστορικός μαζί ", πατέρας της. Εκεί έχει καταφύγει αιφνιδίως η μητέρα της, "διότι το Βεξέν ήταν το μόνο μέρος που ακόμη μετρούσε" γι' αυτήν. Άλλωστε, "η μητέρα σου θέλει να την ψάξεις, θέλει να την ψάξεις εσύ και μόνον εσύ, κι αυτό το ξέρω, στο δικό σου κάλεσμα, στη δική σου φωνή θ' απαντήσει μόνο, το ξέρω, το ξέρω μ' όλο μου το είναι...Να κοιτάς τα ξεχασμένα ρούχα στις κρεμάστρες των μπαρ και των ξενοδοχείων: το να ξεχνάει εκεί σάλια, καπέλα, μαντίλια, είναι η ειδικότητά της... Δεν θα χαθεί, όσο κι αν είναι κάτι που τη βάζει σε πειρασμό -μπαίνει στον πειρασμό να χαθεί, να τα παρατήσει [...] και κανείς δεν θα τη σκοτώσει, όσο κι αν εκείνη, από τότε που τη γνώρισα, το εύχεται: να συναντήσει κάποιον που θα τον καταφέρει να τη σκοτώσει... Γυναίκα επικίνδυνων πειρασμών ή γυναίκα επικίνδυνων παθών" (σελ. 130), όπως σκιαγραφεί το πορτρέτο της στη κόρη του ο πατέρας. 

"Στο Βεξέν είχε πάει, νομίζω, κι ο πολύς Ισαάκ Μπάμπελ, πριν από εκατό χρόνια, και σ' ένα από τα βιβλία του, μακάρι νά 'ξερα σε ποιό, έχει γράψει γι' αυτά τα χωριά, όπου στους δρόμους μπροστά στ' αγροτόσπιτα βλέπεις μόνο ψηλούς τοίχους, δίχως παράθυρα, χωριά σαν κάστρα από την εποχή του Εκατονταετούς Πολέμου... Το τυρί της Πικαρδίας πέφτει βαρύ στο στομάχι, αλλά λίγα τρίμματα μέσα στο γλυκό δίνουν πολύ ιδιαίτερη γεύση [...] ξάστερες νύχτες θα ζήσεις στην εξοχή, κοίτα να μη χάσεις τα πεφταστέρια, να τα δεις όλα, Αύγουστος, ο μήνας των πεφταστεριών... Να κολυμπήσεις στα ποτάμια, στα ποταμάκια, στον Βιόν, στον Τροέν, με το ρεύμα κόντρα στο ρεύμα, αλλά προσοχή, υπάρχουνε κάτι ξαφνικά βαθιά, κάτι λασπουριές στο βυθό, κι ας βλέπεις το νερό αποπάνω καθαρό κρυστάλλινο, εσύ κοίτα να πατάς γερά, να προσέχεις [...] Ν' αποφεύγεις το φως κόντρα στα μάτια σου. Δηλαδή να περπατάς με το φως καταπρόσωπο μόνο το μεσημέρι, όταν ο ήλιος βρίσκεται στο ζενίθ του. Ειδάλλως, το πρωί και το απόγευμα, που ο ήλιος είναι χαμηλά, να προχωράς με γυρισμένη την πλάτη σου σ' αυτόν. Το φως κόντρα στα μάτια ξεγελάει, κάνει τα πράγματα να φαίνονται πιο μεγάλα, πιο μικρά [...] Και κάτι ακόμα: φρόντισε να'χεις αρκετά "στο μεταξύ", όσο το δυνατόν περισσότερα. Πόσο έπαιρνα ανάσα, πόσο πιο ήσυχα ανάσαινα κάθε που μια δραματική ιστορία κοβόταν μ' ένα "στο μεταξύ". Τα Μεταξύ είναι στο χέρι σου. Μην αφήσεις να σου τα πάρουν! Στα μεταξύ, στα ενδιάμεσα διαστήματα, εκεί συμβαίνει, εκεί γίνεται, εκεί είναι, εκεί. Ψάχνεις, σταματάς, φωνάζεις, τρέχεις, τα δάση, τα πιο μικρά, αυτά προπάντων, τα χτενίζεις, τους μεγάλους δρόμους, τις πόλεις, τα χωριά, αυτά που είναι μια χούφτα σπίτια, προπάντων αυτά, τα ερευνάς εξαντλητικά, ναι. Στο μεταξύ, πάντως, δεν βλάπτει να παίρνεις και το δρόμο πίσω από τους κήπους" (σελ. 129-133).

Η Κλέφτρα των Φρούτων συναντά ανέστιους περιπλανώμενους ανθρώπους, πρόσφυγες αλλά και ντόπιους: "Clochard, η λέξη δεν σήμαινε μόνο τους άστεγους των μεγάλων πόλεων; Τις άμορφες μορφές που ζούσαν στους δρόμους τους; Ναι: αλλά πώς αλλιώς να τους ονομάσω αυτούς τους δύο, που σαν σκουλαρίκια κρέμονταν ο ένας από δω κι ο άλλος από κει μεριά του παρατημένου σταθμού; "Κλοσάρ" δεν μπορούσαν να είναι εδώ στην ερημιά, στην ακατοίκητη εξοχή, που αυτοί μόνοι κατοικούσαν. Αλλά ούτε "αλήτες" μπορούσες να τους πεις, ούτε "γύφτους". Και μόνο έτσι που τους έβλεπες ακίνητους, ο ένας καθιστός, σκυμμένος μπροστά, με το βλέμμα καρφωμένο (;) στα παπούτσια του, παπούτσια εντελώς ακατάλληλα για περπάτημα, κι ο αντικρινός του το ίδιο ακίνητος, λοξά κάπως, λες κι η μόνη δυνατή κίνηση στην περίπτωσή του θα ήταν ίσως να ξαπλώσει. Δεν τους ταίριαζε ούτε ο χαρακτηρισμός "SDF", συντομογραφία της έκφρασης "sans domicile fixe" (χωρίς σταθερή διαμονή). Διότι το να ζεις χωρίς σταθερή διαμονή -δεν θα μπορούσε να είναι ιδανικό για κάποιον; " (σελ. 113).

Φιλοξενείται σε σπίτια ή πανδοχεία της περιοχής, συμμετέχει στην ξαγρύπνια νεκρού σε σπίτι και ακολουθεί το ξόδι του, παρακολουθεί μια υπαίθρια κυριακάτικη λειτουργία, συντροφεύεται από έναν νεαρό διανομέα πίτσας, τον Βάλτερ, και βρίσκουν μαζί  μια μισοπεθαμένη χαμένη γάτα, συναντά σε ένα κεμπαπτζήδικο μια παλιά της συμμαθήτρια , με την οποία πήγαιναν μαζί στο ίδιο σχολείο στο Παρίσι και είχαν δώσει μαζί τις απολυτήριες εξετάσεις τους, ! Στο τέλος του ταξιδιού συναντά τον αδελφό της από τον οποίο μαθαίνει ότι την προηγούμενη ημέρα τον επισκέφτηκε η μητέρα τους και ότι όλο αυτό το "απλό ταξίδι στην ενδοχώρα" είναι σχέδιο της μητέρας , για να τους ενώσει όλους μαζί σε μια "γιορτή της οικογένειας". Στη γιορτή αυτή ο πατέρας "αυτός ο ακοινώνητος, ο εκκεντρικός, ο μαγκούφης, άρχισε (δίχως να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως "σόι", ή "οικογένεια") μ' ένα "εμείς", που δεν το 'χαμε ξανακούσει ποτέ από το στόμα του [...] Εμείς οι απάτριδες, οι δίχως κράτος, οι εδώ και σήμερα φευγάτοι από το κράτος [...] οι πρόσφυγες του χρόνου, ήρωες της φυγής. Εμείς χωρίς ρόλο, οι άφοβοι, οι διστακτικοί και οι αναβλητικοί. Οι ανυπόμονοι εν Κυρίω. Οι παρακάμπτοντες. Οι κύκλω και ελλείψει περιπατούντες. Εμείς που ρίχνουμε ματιές πίσω μας κοιτάζοντας το κενό. Οι προπατορικά αμαρτήσαντες. Οι εραστές του πικρού. Εμείς οι πρόθυμοι να προσφέρουμε υπηρεσία, δυναστεία διακονητών, αριστοκρατία των υπηρετών. Εμείς οι τριμμένοι και οι φθαρμένοι, οι γόνοι κόμητες και βαρόνοι της τριβής και της φθοράς. Εμείς οι πρωταγωνιστές του περιθωρίου [...] Εμείς οι παράνομοι και οι ντεσπεράδος. Που έχουνε όμως νόμο. Κι όποιος έχει νόμο, έχει πεπρωμένο. Έχει μοίρα. Εμείς οι απομονωμένοι κι οι αβοήθητοι" (σελ. 474-476).

Παρόλο που εκπεφρασμένη επιδίωξη του συγγραφέα είναι η ανανέωση της παραδοσιακής αφήγησης, το μυθιστόρημα διαθέτει μια ξεκάθαρη πλοκή που αναπτύσσεται ζιγκ-ζαγκ, όπως τα βήματα της ηρωίδας. Σε κάθε σταθμό της πορείας της εισάγεται ένα καινούριο επεισόδιο, καθώς η Κλέφτρα των Φρούτων συναντιέται με ντόπιους ή ταξιδιώτες, περιπλανιέται στην πόλη, στα χωριά ή στην εξοχή, δοκιμάζει καινούριες εμπειρίες και γεύσεις, (ανα)γνωρίζει τον εαυτό της και στοχάζεται για την οικογένειά της, την θέση της στον κόσμο, την ανθρώπινη μοίρα. Οι περιγραφές του αστικού τοπίου και της εξοχής είναι εκπληκτικές και απολαυστικές τόσο για τον λεκτικό τους πλούτο όσο και για τις εικόνες που αποτυπώνουν (κυρίως εγκατάλειψης και μοναξιάς), ενώ το φυσικό τοπίο δεν αποτελεί απλώς ένα σκηνικό ανεξάρτητο από την ανθρώπινη δράση. 

Οι απροσδόκητες περιπέτειες της ηρωίδας, με όλη την αντιφατικότητά της (γενναία και δυνατή, αθώα και γλυκιά), περιγράφονται από έναν ώριμο αφηγητή, που πιθανόν αποτελεί το alter ego του συγγραφέα, καθώς ζει και εργάζεται σε συνθήκες παρόμοιες με τις δικές του. Σταδιακά ταυτίζεται με τη φωνή του πατέρα, που νουθετεί και αυτοσαρκάζεται, διατυπώνει ερωτήματα και αντιφάσεις και εν τέλει μιλά εξ ονόματος όλων των αδικημένων, των περιθωριακών, περιπλανώμενων, των παραβατών ενός άδικου κόσμου. Η αφήγησή του συνδυάζει την γλαφυρότητα με την ειρωνεία, τις ιστορίες και την Ιστορία με το Μύθο, τις μπαλάντες των τροβαδούρων με τα τραγούδια-μεγάλες επιτυχίες του εικοστού αιώνα, τα διαβάσματα με τους πίνακες ζωγραφικής, συνιστώντας τελικά έναν ύμνο στην αφήγηση και στη χιλιετή παράδοση της.

Απολαυστική αναγνωστική εμπειρία, στοχαστική περιπέτεια! Ποιος μπορεί να αντισταθεί στην Κλέφτρα των Φρούτων;


Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα κριτικών.

»It’s very appealing that the The Fruit Thief flitters between a character of flesh and blood and a phantasm throughout the entire story.« Frankfurter Allgemeine Zeitung

»In contrast to what the author might believe, the strength of this, as well as his other epic projects, does not lie in the world-spanning gesture of the narrator. But instead in the passages where he allows his Doppelgänger to go first, the drafter of notes and the master of prose of the present moment.« Süddeutsche Zeitung

»Like all of Handke’s books, The Fruit Thief is a very strange book, one that is aware of its strangeness. It contains marvellous and unusual things and, as one might expect in the case of a modern Parzival, the occasional wound – which the narration cannot heal, but at most cover.« Die literarische Welt

»In short, this book is a delight, an additional milestone in the oeuvre of one of the great authors of our time.« WDR

»Transformation is the keyword in Handke’s project of a new epic narration.« Tages-Anzeiger


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου