Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

ΝΙΚΟΣ ΔΑΒΒΕΤΑΣ, άντρες χωρίς άντρες, Εκδόσεις Πατάκης



Μια αναφορά , κι εκείνη αβέβαιη, σε αποχαρακτηρισμένο έγγραφο στης Ασφάλειας από την περίοδο της δικτατορίας, "στις παρακολουθήσεις φοιτητών συμμετείχε και ο Χ. Λ., έμμισθος συνεργάτης της υπηρεσίας, που αποτάχθηκε λόγω ομοφυλοφιλίας...", μου κίνησε το ενδιαφέρον. Ποιος ήταν ο Χ.Λ.; Πού μεγάλωσε; Είχε οικογένεια; Ποια ήταν τα κίνητρά του; Τι απέγινε μετά την απόταξή του; Ερευνώντας σε διάφορα αρχεία δεν βρήκα και πολλά πράγματα, έτσι θέλησα να γράψω τη ζωή του, μέσα από πρόσωπα και προσωπεία που εγώ φαντάστηκα, να συμπληρώσω τα κενά της ισχνής βιογραφίας του με τη βοήθεια της μυθοπλασίας, να εξερευνήσω την ανθρώπινη εμπειρία πέρα από τα στερεότυπα, να δοκιμάσω και τις αντοχές των πολλαπλών αφηγήσεων μέσα σε ένα μυθοπλαστικό σύμπαν.  

Αυτή την ομολογία καταθέτει ο συγγραφέας για το ερέθισμα σύνθεσης του νέου του μυθιστορήματός του. όπως και για τις επιδιώξεις της γραφής του. Έτσι συνθέτει ένα έργο όπου καταγράφονται κοντά εβδομήντα χρόνια της σύγχρονης ιστορίας μας μέσα από τις "φωνές" ενός πατέρα, αφανούς ακροδεξιού παρακρατικού και ομοφυλόφιλου, του Χρήστου Λώρη, του γιού του και του κολλητού του φίλου, που προέρχεται από αριστερή οικογένεια. Η αφήγηση, χωρίς να ακολουθεί τη γραμμή του χρόνου, καλύπτει τα χρόνια από το Δεκέμβρη του 1944 μέχρι το 2012 και τις συνέπειες της  οικονομικής κρίσης. Ως μυθιστορηματικοί τόποι κυριαρχούν περιοχές της Αθήνας και του Πειραιά, όπου μετακομίζει κατά καιρούς η οικογένεια του ακροδεξιού: πλατεία Βάθης, Θησείο, πλατεία Συντάγματος, Τρούμπα, πλατεία Αμερικής, Παπάγου, Κυψέλη, ενώ αμυδρά αναφέρεται ο τόπος καταγωγής, το Κατάκολο, και το Παρίσι - Μπελβίλ, όπου καταφεύγει ο γιος του παρακρατικού-αφανούς ομοφυλόφιλου. 

Ο Χρήστος Λώρης εξομολογείται, στο τέλος της ζωής του, στον γιο του την ομοφυλοφιλία του. Η κρυφή του ζωή δεν καλύπτει μόνο τον ερωτικό του προσανατολισμό, αλλά και όλες τις ίντριγκες και τις μεθοδεύσεις και τις διώξεις της κυβερνώσας δεξιάς σε βάρος των αριστερών. Κυρίαρχο πρόσωπο σε αυτές είναι ο θείος Μιχαλάκης, παλιός Χίτης, που αμείβεται για τις υπηρεσίες του και διορίζεται στην Ασφάλεια Πειραιώς στο Τμήμα Ηθών, στην αστυνομική φρουρά της Βουλής ενώ στη συνέχεια γίνεται Νομάρχης και υφυπουργός Εμπορίου στην κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Με τις δικές του γνωριμίες και πλάτες άλλωστε ο Χρήστος Λώρης διορίζεται (χωρίς απολυτήριο γυμνασίου) μετά το πραξικόπημα της Χούντας, στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως, τμήμα ταυτοτήτων, και στη συνέχεια στο Υπουργείο Γεωργίας, διεύθυνση εγγειοβελτιωτικών και αποστραγγιστικών έργων, και (δυσμενώς το 1981) στον Οργανισμό Αποξήρανσης της λίμνης Κωπαϊδας, απ' όπου και συνταξιοδοτείται. Συμμετέχει στα συλλαλητήρια των "αγανακτισμένων" και έχει ληξιπρόθεσμα χρέη από πιστωτικές κάρτες, λογαριασμούς και απλήρωτες δόσεις στεγαστικού δανείου σε ελβετικό φράγκο. 

Όλη του τη ζωή ο Χρήστος Λώρης άλλο φαίνεται και άλλο είναι . Κρατά ασημένιο μπρελόκ με το σήμα της Ένωσης Αντιστασιακών Βορείου Ελλάδος, ενώ κατάγεται από τον Πελοπόννησο και είναι πληροφοριοδότης της Ασφάλειας. Ομοφυλόφιλος, παντρεύεται (ιδέα του αδελφού του), για συγκάλυψη σκανδάλου, κόρη αριστερών, που έχουν "χοντρό φάκελο στην Ασφάλεια", και έτσι εξασφαλίζεται η επιβίωσή τους. Άλλωστε "πρώτη αποστολή είναι η επιβίωση" και πάντα πρέπει "να βρίσκεις τρόπο να επιπλέεις, ωραίος σαν νούφαρο, δίχως καμιά ρίζα". Την περίοδο της δικτατορίας ισχυρίζεται ότι "βοήθησε τόσους αριστερούς και τάισε τόσον κοσμάκη, που δεν τους ενόχλησε κανείς μετά". Τους μόνους που δεν μπορεί να ξεγελάσει είναι οι συμπατριώτες του στο Κατάκολο, το οποίο επισκέπτονται μετά από τριάντα χρόνια μαζί με τον αδελφό του Μιχάλη. Έτσι ο νόστος ακυρώνεται από τη μνήμη όσων δεν θέλουν να ξεχάσουν. 

Η γυναίκα του εγκαταλείπει πατέρα και γιο για λίγο την άνοιξη του 1967, ζει με έναν φοιτητή της νεολαίας των Λαμπράκηδων όλο το κλίμα της αντίστασης στη δεξιά και επιστρέφει κακήν κακώς στην οικογενειακή εστία, όταν επικρατεί η Χούντα και ο φοιτητής συλλαμβάνεται. Η ματαίωση, η παραίτηση και η κατάθλιψη την οδηγούν σε απόπειρα αυτοκτονίας, από την οποία τη σώζει την τελευταία στιγμή η υπηρέτρια Σεβαστή. Έκτοτε παραμένει σιωπηλή και ξαπλωμένη ακούει ραδιόφωνο, κυρίως "Το σπίτι των ανέμων", που ως υπόκρουση επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, προκαλώντας συνειρμούς για το σπίτι του Λώρη.

Ο γιος του Λώρη δεν μοιάζει καθόλου με τον πατέρα του ούτε φυσιογνωμικά ούτε ιδεολογικά. Άλλωστε, όπως μαθαίνει τυχαία από τους γιατρούς του ετοιμοθάνατου πατέρα του, δεν έχουν το ίδιο DNA, άρα δεν είναι ο βιολογικός γιος του. "Χαμένος στα προβλήματα της εφηβείας, τους πρώτους έρωτες και τις πρώτες απογοητεύσεις, δεν υποψιάζεται το πάθος του πατέρα του". Φοιτητής της Νομικής εγγράφεται στον Δημοκρατικό Αγώνα, μαζί με τον φίλο του, μαθαίνει καλά Γαλλικά, όπως ήθελε η μητέρα του, διαβάζει λογοτεχνία και πολιτικά-φιλοσοφικά δοκίμια και γράφει ημερολόγια, διηγήματα, ποιήματα, υπογράφοντας με το επώνυμο της μητέρας του. Καταφεύγει στο Παρίσι , δεν τελειώνει το μεταπτυχιακό του , αλλά διακρίνεται ως διηγηματογράφος και δημοσιογράφος - ανταποκριτής ελληνικών εφημερίδων. Εκ πεποιθήσεως εργένης χαρακτηρίζει τις περιστασιακές σχέσεις του "ατυχήματα" που αποκαλύπτουν την "ανεπάρκειά του στις σχέσεις". Μόνη εξαίρεση η Ινγκρές, χωρισμένη με παιδί, με την οποία διατηρεί πολύχρονη σχέση, χωρίς να παντρεύονται, γιατί, όπως παραδέχεται η σύντροφός του, "όσες φορές και να κοιμηθούμε μαζί, δεν θα δούμε το ίδιο όνειρο".

Κυρίαρχο συναίσθημα του γιου για τον πατέρα είναι η ντροπή, ντροπή για το ακροδεξιό παρελθόν του, ντροπή για την ταπεινή καταγωγή του, ντροπή για την έλλειψη παιδείας, ντροπή για τις ερωτικές του αποκλίσεις: "πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι στο σπίτι μας το μοναδικό βιβλίο που υπήρχε σε περίοπτη θέση ήταν το βιβλιάριο ενσήμων του πατέρα μου, γι' αυτό νιώθω αλληλέγγυος με τον Κάφκα όταν κατηγορεί τον γεννήτορά του ότι είναι τόσο αγροίκος, τόσο ακαλλιέργητος, που δεν μπαίνει στον κόπο να διαβάσει ούτε τη Βίβλο" . Χωρίς όμως αυτό "το ένα και μοναδικό βιβλιάριο ενσήμων και ασφάλισης, δεν θα υπήρχε η δυνατότητα να ζήσει, να μεγαλώσει, να σπουδάσει απρόσκοπτα, να ονειρευτεί το μέλλον διαφορετικό από το μέλλον του πατέρα του". Άλλωστε, "ολόκληρη η βιβλιοθήκη του χρωστά τελικά την ύπαρξή της σε εκείνο το πρώτο βιβλίο που ανακάλυψε στο συρτάρι του πεθαμένου πατέρα του, μαζί με τη ληξιαρχική πράξη γέννησης, το συνταγολόγιο και το βιβλιάριο Ταμιευτηρίου - άδειο από καιρό". Όπως του επισημαίνει και ο κολλητός του "δεν μπορείς να διαχειριστείς την απουσία μιας ένδοξης κληρονομιάς, δεν μπορείς να χωνέψεις το γεγονός ότι δεν κυνηγούσε τίποτε άλλο στη ζωή του παρά μονάχα αγοράκια. Δεν βρίσκεις να γράψεις ούτε μια αράδα για τον πατέρα σου, γι' αυτό και καταφεύγεις σε μια δανεική μνήμη".

Φασματική παρουσιάζεται και η σχέση του φίλου του με τον δικό του πατέρα, τον οποίο χάνει πολύ νωρίς σε τροχαίο. Ο δικός του πατέρας έχει υπογράψει δήλωση μετανοίας αλλά δεν έχει γλυτώσει από τις οχλήσεις της Ασφάλειας ούτε απέφυγε την προσωρινή κράτηση την περίοδο της δικτατορίας. Και ενώ ο γιος προσπαθεί να επουλώσει το τραύμα της απώλειας και το αίσθημα της ματαίωσης με συνεδρίες σε ψυχολόγους, οι φίλοι του τον χαρακτηρίζουν "τυχερό", ενώ ο ίδιος θεωρεί τυχερούς εκείνους που "είχαν τον πατέρα τους να τους σκάει το χαρτζιλίκι κάθε πρώτη και δεκαπέντε του μήνα, να πληρώνει αγόγγυστα λογαριασμούς και εμβάσματα, βιβλία και φροντιστήρια, μέχρι να πάρουν το κωλοπτυχίο, τη στιγμή που η δική του ζωή κρεμόταν από μια κλωστή", αναγκαζόμενος να δουλεύει και να σπουδάζει συγχρόνως.

Και ο ένας και ο άλλος γιος αναζητούν τον πατέρα, τον εαυτό τους και το παρελθόν τους καταφεύγοντας στη γραφή διηγημάτων με θέμα ο ένας την οικογένεια του άλλου! Έτσι εγκιβωτίζεται η μια αφήγηση μέσα στην άλλη, το διήγημα μέσα στο μυθιστόρημα, αναδεικνύοντας τον ρόλο της γραφής στην επούλωση των τραυμάτων, στην ενίσχυση της αυτογνωσίας, στη διατήρηση της μνήμη και στην αποκατάσταση της αλήθειας. 

 "Το αληθινό τραύμα το ξέρουν οι συγγενείς σου καλύτερα από τον καθένα, δεν είναι στις μαρτυρίες των επιζώντων, στο χώμα της εκταφής που κοσκινίζουν, στις βέρες και στα ρολόγια των θυμάτων που ανασύρουν από τους ομαδικούς τάφους, είναι ασώματο, άυλο, άπιαστο, περνά από γενιά σε γενιά, σαν γενετική ανωμαλία που αναπαράγεται μέσα στο πρώτο κύτταρο".

"Έκανα τεράστια προσπάθεια στα νιάτα μου να αποδεχτώ το γεγονός ότι αυτός, "ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες", που διέσχιζε αθόρυβα το σαλόνι μας και εξαφανιζόταν τις νύχτες, ήταν ο πατέρας μου, ύστερα να αποδεχτώ το γεγονός ότι δεν ήταν αυτό που έβλεπα αλλά κάτι διαφορετικό, ένα γύψινο προσωπείο που ξέφτιζε, μαδούσε παρά τη θέλησή του, δίνοντας τη θέση του σε μια απαγορευμένη επιθυμία. Και τώρα, τώρα πρέπει να τα σβήσω όλα και να προσπαθήσω να γίνω ο γιος ενός άγνωστου άντρα, που μπορεί να έχει πεθάνει προ ετών, να ζει στην Ανταρκτική, στον Αμαζόνιο ή να σαπίζει στη φυλακή, καταδικασμένος για πλαστοπροσωπία και βιασμούς αγοριών κατά συρροήν. [...] μόνο με την αγάπη μπορώ να κατανοήσω ό,τι συνέβη. Μόνο που η αγάπη δεν είναι μια ασθένεια γενετικά μεταδιδόμενη, δεν την κληρονομείς. Η αγάπη προϋποθέτει τη συγχώρεση και εσύ είσαι ακόμη οργισμένος μαζί του".

Τελικά φαίνεται πως η μνήμη, οπλισμένη με την κατανόηση, τη συγχώρεση, την ωριμότητα κατορθώνει να ανασύρει μια εικόνα πατέρα  αντάξια του ρόλου του: "είμαι ιδρωμένος, μούσκεμα, αυτός μου αλλάζει φανελάκι, βρακάκι, με σκουπίζει σε όλο το σώμα μ' ένα σφουγγάρι, απλώνει μπλε οινόπνευμα γύρω από τον λαιμό. Διαλύει μισή ασπιρίνη σε ένα κουταλάκι χαμομήλι και μου τη δίνει να την πιω με το ζόρι. Ύστερα με βαστά όρθιο, τυλιγμένο στη γαλάζια κουβέρτα μου [...] κρατώ με κόπο τα μάτια μου ανοιχτά. Τον κοιτάζω. Πόσες ώρες ξαγρυπνά από πάνω μου; Τα χείλη του αργοσαλεύουν, κάτι μου λέει αλλά δεν ακούω τίποτα, σαν να μας χωρίζει ένας γυάλινος τοίχος. Πρώτη φορά προσέχω τα χαρακτηριστικά του "Μπαμπά" ψιθυρίζω και πέφτω πάλι σε λήθαργο. [...] Φαίνεται πως φυλούσα χρόνια τώρα μέσα μου, καταχωνιασμένη, τούτη τη λαμπερή εικόνα, σαν της ζωής μου τη μόνη πραγματικά πλήρη ευτυχία".

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου