Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

HANS FALLADA, Λύκος ανάμεσα σε λύκους, Μετάφραση Εισαγωγή Ιωάννα Αβραμίδου, Εκδόσεις Gutenberg Orbis Literae

 


"Βερολίνο 1923: ο τρελός πληθωρισμός οδηγεί τα μεσαία στρώματα στα πρόθυρα της πείνας. Η επιθετικότητα της ακροδεξιάς μεγαλώνει.  Ο νεαρός Βόλφγκανγκ Πάγκελ, αξιωματικός στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άνεργος πλέον, προσπαθεί να επιβιώσει ρισκάροντας τα πάντα στο καζίνο και στη ζωή" (οπισθόφυλλο βιβλίου).

Το έργο-ποταμός που θεωρείται το magnum opus του συγγραφέα, ξεκίνησε να γράφεται το 1936, εκδόθηκε το 1938 επί ναζιστικού καθεστώτος και απεικονίζει με ενάργεια και παραστατικότητα την καθημερινότητα που επικρατεί στο Βερολίνο και στην επαρχία το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1923.

"Πρόκειται για μια κοινωνική τοιχογραφία της Γερμανίας την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, και πιο συγκεκριμένα την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης που οδήγησε σε έναν καταστροφικό υπερπληθωρισμό και στο οικονομικό κραχ του 1929 που έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία. Είναι ένα σαρωτικό έπος της κατάρρευσης της γερμανικής οικονομίας, όταν μετά την καταστροφική ήττα και την ντροπιαστική Συνθήκη των Βερσαλλιών, αλλά και την κατοχή από τους Γάλλους της Ρουρ -καρδιά της βαριάς βιομηχανίας της χώρας- ο γερμανικός λαός οδηγήθηκε σε οικονομική ανέχεια, πείνα, φτώχεια, ανεργία, πορνεία, παρανομία, χρήση ναρκωτικών, εμπόριο όπλων, εγκληματικότητα και απόγνωση, με συνέπεια το ξέσπασμα κοινωνικών αναταραχών.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου η ιστορία διαδραματίζεται στην πόλη του Βερολίνου και ο χρόνος της αφήγησης καλύπτει μόνο είκοσι τέσσερις ώρες. Το δεύτερο μέρος παρουσιάζει την εικόνα στην επαρχία, όπου και εκεί η οικονομική κρίση παίρνει μεγάλες διαστάσεις αλλά και οι ανθρώπινες σχέσεις διέρχονται σοβαρή κρίση.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται γύρω από τους τρεις βασικούς ήρωες, τρεις στρατιωτικούς που πολέμησαν στο ίδιο σύνταγμα ιππικού κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου: τον πρώην ίλαρχο και μεγαλοτσιφλικά Γιόαχιμ φον Πράκβιτς, τον υπολοχαγό φον Στούντμαν και τον πρώην δόκιμο αξιωματικό  και νυν άνεργο, ανεύθυνο και ανέμελο νεαρό τζογαδόρο Βόλφγκανγκ Πάγκελ. Όλοι αυτοί συναντώνται τυχαία στο διεφθαρμένο και απάνθρωπο Βερολίνο, το οποίο ο Γιόαχιμ φον Πράκβιτς αποκαλεί "ανατολίτικο παζάρι".

Το πρώτο συνθετικό του ονόματος του Πάγκελ "Βολφ", που σημαίνει "λύκος", δίνει και τον τίτλο στο μυθιστόρημα. Ο Φάλαντα παρακολουθεί στενά τους τρεις ήρωές του, και ειδικά τον νεαρό Πάγκελ, περιγράφοντας τη σταδιακή και ριζική μεταμόρφωσή του: έχοντας χάσει τα πάντα στην πόλη του Βερολίνου, ακόμα και τη γυναίκα που αγαπούσε, πείθεται -όπως και ο φον Στούντμαν- από τον πρώην ίλαρχο να τον ακολουθήσει στην επαρχία για να εργαστεί στο μεγάλο τσιφλίκι που ο Πράκβιτς κληρονόμησε από τον σκληρόκαρδο και τσιγγούνη πεθερό του. το κάνει, πιστεύοντας ότι η ύπαιθρος θα λειτουργήσει επάνω του θεραπευτικά και θα του επιτρέψει να ζήσει μια τίμια ζωή. Στην ύπαιθρο όλα τα γεγονότα θα εξελιχθούν μέσα στην ατμόσφαιρα που δημιουργεί ο ηττημένος γερμανικός στρατός, ο οποίος κινητοποιείται εκεί μυστικά προετοιμάζοντας ένα μεγάλο πραξικόπημα με βοήθεια των αρχών της κωμόπολης Νόιλοε και άλλων παραγόντων" (από την εισαγωγή της Ιωάννας Αβραμίδου, σελ . 9-10).

Ο παντογνώστης αφηγητής σε αρκετά σημεία του έργου προβαίνει σε κρίσεις και ψυχολογικές αναλύσεις, ενώ δεν λείπει και ο σαρκασμός προσώπων και καταστάσεων. Η απεικόνιση των χαρακτήρων είναι πειστική, η δομή σφιχτοδεμένη, ο ρυθμός γοργός, ενίοτε ασθματικός και η γλώσσα (στην άψογη μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου) απλή, προσιδιάζοντας στον προφορικό, καθημερινό λόγο των ηρώων του. Και εδώ, όπως και στα άλλα μυθιστορήματα του Φάλαντα, είναι καθηλωτική η ρεαλιστική αποτύπωση των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων: της πόρνης, του πότη, του τζογαδόρου, του εργάτη γης, του "ανθρωπάκου", τους οποίους αντιμετωπίζει με κατανόηση και συμπάθεια. Είναι άλλωστε ο κόσμος του, αφού και ο ίδιος αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες, κατέφυγε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά και νοσηλεύτηκε σε άσυλο.

"Το χειρότερο απ' όλα όμως ήταν τα κορίτσια. Περιφέρονταν παντού, φώναζαν, ψιθύριζαν, κρεμιούνταν από έναν περαστικό, έτρεχαν μαζί του, γελούσαν. Μερικές ήταν ήδη μεθυσμένες και όλες τους -εξαιτίας της ζέστης και της δουλειάς τους- είχαν ξεγυμνωθεί σε βαθμό που καταντούσαν ξεδιάντροπες. Ένα παζάρι σάρκας - άλλες χοντρές και κατάλευκες, βουτηγμένες στο λικέρ, άλλες αδύνατες και σκουρόχρωμες που έμοιαζαν καμένες από δυνατά σναπς. Και το χειρότερο απ' όλα ήταν εκείνες που είχαν χάσει κάθε ίχνος ντροπής, οι σχεδόν άφιλες: γυναίκες μορφινομανείς με τις αιχμηρές κόρες των ματιών τους σαν κεφάλια καρφίτσας, εκείνες που έκαναν χρήση σκόνης με τις άσπρες τους μύτες, οι κοκαϊνομανείς με τις διαπεραστικές φωνές και τα τραβηγμένα πρόσωπα [...] Και στο μέσον όλης αυτής της ανηθικότητας, της μιζέριας και της επαιτείας, εν μέσω της πείνας, της απατεωνιάς και των δηλητηρίων, έβγαιναν από τα καταστήματα κοριτσόπουλα που είχαν μόλις τελειώσει το σχολείο, με κούτες ή τσάντες. Τίποτε δεν ξέφευγε από τα διαπεραστικά και βιαστικά βλέμματά τους και η φιλοδοξία τους να είναι εξίσου αναιδείς με τις πόρνες, να μην αφήσουν τίποτα να τις καταπλήσσει, ούτε να νιώθουν ντροπή, να φορούν εξίσου κοντά φορέματα, να μαζεύουν κι εκείνες ξένα νομίσματα [...] Τα χειρότερα απ' όλα όμως ήταν τα αγόρια. Ντυμένα ναύτες, δείχνοντας το αποτριχωμένο στέρνο τους, με το τσιγάρο στο στόμα, γλιστρούσαν παντού ανάμεσα στους περαστικούς, δεν μιλούσαν αλλά κοιτούσαν και άγγιζαν" (σελ. 131-133) 

Η κατάρρευση της οικονομίας και η συνακόλουθη κατάρρευση των αξιών είναι εμφανής σε κάθε σελίδα του βιβλίου. Η επαναλαμβανόμενη πληροφόρηση για την συνεχώς μεταβαλλόμενη ισοτιμία του δολαρίου με το μάρκο αποτελεί τρόπο τινά το λάιτ μοτίβ του έργου και την "αληθεστάτην πρόφασιν" των όσων συμβαίνουν. 

"Πολλοί δρόμοι γύρω από το Σταθμό της Σιλεσίας είχαν τα μαύρα τους τα χάλια. τότε, το 1923, στη μουντάδα των προσόψεων, στις άσχημες μυρωδιές, στη μιζέρια αυτής της μονότονης, άγονης, πέτρινης ερημιάς προστέθηκε και μια αχαλίνωτη και απελπισμένη αναίδεια, απότοκη της δυστυχίας και της αδιαφορίας, μια λαγνεία γεννημένη από τη λαχτάρα να αισθανθεί κανείς έστω για μια φορά ο εαυτός του, να είναι κάποιος μέσα σ' έναν κόσμο που, στην ορμητική, τρελή πορεία του, συμπαρασύρει τους πάντες σε άγνωστη, σκοτεινή μοίρα [...] όσο η φτώχεια μεγάλωνε στην πόλη, τόσο μειωνόταν η μερίδα του ψωμιού, και όσο η γη  πρόσφερε την απαραίτητη τροφή, τόσο περισσότερο συνέρρεαν οι άνθρωποι στις πόλεις. Έμοιαζαν με πεταλούδες που έλκονται από τη φονική φλόγα" ΄(σελ. 29, 31).

Η χρεωκοπία δεν επηρεάζει μόνο μία τάξη ή τους αδύναμους χαρακτήρες: από τους μεγαλοτσιφλικάδες μέχρι τους εργάτες γης , τους ξυλοκόπους και τους στρατιώτες, τις γυναίκες και τους άντρες, τους νεότερους και τους ηλικιωμένους, όλοι διαφθείρονται, αλλοτριώνονται, υποφέρουν, απομονώνονται από τους γύρω τους. Ακόμα και οι ειλικρινέστερες σχέσεις, γονεϊκές, ερωτικές ή φιλικές επηρεάζονται και δοκιμάζονται. 

"Έτρεχαν στους δρόμους όλοι τους βιαστικοί, έτρεχαν να προλάβουν το τρένο, να συναντήσουν το κορίτσι, να ξοδέψουν το χαρτονόμισμα πριν υποτιμηθεί τελείως. Τι τάχα διαρκεί; Και γιατί θα έπρεπε να διαρκεί και η αγάπη; " (σελ. 126)

Είναι γεγονός ότι στο τέλος υποφώσκει μια χαραμάδα ελπίδας για μεμονωμένους ήρωες του έργου, αν και η "λύση" αυτή φαίνεται, στα μάτια μου τουλάχιστον, βεβιασμένη και πάντως χωρίς γερά θεμέλια και αισιόδοξες προοπτικές (αν σκεφτεί κανείς και τα ιστορικά γεγονότα που ακολουθούν).

"Κάπου σ' αυτή την πόλη, μια μηχανή -φυσικά μια μηχανή, γιατί ο κόσμος δεν αφήνει να τον κακομεταχειρίζονται με αυτόν τον τρόπο- ξερνούσε μέρα νύχτα τόνους χαρτιά πάνω στην πόλη και στο λαό. Τα ονόμαζαν "χρήμα", τύπωναν πάνω τους υπέροχους, στρογγυλούς αριθμούς με άπειρα μηδενικά που γίνονταν όλο και πιο στρογγυλά. Και όταν είχες δουλέψει, όταν είχες εξοντωθεί, όταν είχες καταφέρει να εξοικονομήσεις κάτι για τα γεράματά σου, ξαφνικά όλα αυτά έχαναν κάθε αξία. Χαρτιά, χαρτιά, παλιόχαρτα!" (σελ. 111).

Στο πλαίσιο της αδύναμης δημοκρατίας της Βαϊμάρης και της καταρρέουσας οικονομίας, η εμφάνιση και η κυριαρχία του ναζισμού προδιαγράφεται αλλά δεν ονομάζεται, χαρακτηριστικό για το οποίο το έργο δέχτηκε κριτική. Είναι εντυπωσιακό ότι και το όνομα του Xίτλερ δεν αναφέρεται πουθενά, αν και το φάντασμα της ιδεολογίας του πλανάται πάνω από το Βερολίνο της δεκαετίας του '20. Και ενώ εμφανίζονται πολλοί ανθρώπινοι τύποι και κοινωνικές ομάδες, δεν αποτυπώνονται στο έργο οι εβραίοι και απουσιάζουν οι αντισημιτικοί υπαινιγμοί. 

Ο τίτλος του έργου, απόλυτα επιτυχής, διαμορφώνει τον ορίζοντα προσδοκιών του αναγνώστη, αναλύεται σε όλο το έργο και επαναλαμβάνεται σε αρκετά σημεία.

"Είναι λαίμαργη εποχή, εποχή των λύκων. Οι γιοί έχουν στραφεί εναντίον των γονιών τους, το πεινασμένο κοπάδι των λύκων τρίζει τα δόντια -ζήτω ο δυνατός! Θάνατος στον αδύναμο! Να πεθάνει από τη δική μου δαγκωματιά! " (σελ. 266).

"¨Οχι, τ' ορκίζομαι! Δεν θέλω να γίνω καλύτερος! Δεν θέλω ν' αλλάξω τον εαυτό μου! Ήμουν μια χαρά όπως ήμουν, με δόντια κοφτερά, λύκος ανάμεσα σε λύκους!" (σελ. 1255).

"Όλα έμοιζαν να διαλύονται, να καταρρέουν εν τη γενέσει τους, ακόμα και η ισχυρότερη βούληση παρέμενε ανίσχυρη και η ιδέα της αυτοθυσίας φαινόταν γελοία - ο καθένας για τον εαυτό του, αλλά όλοι εναντίον ενός" (σελ. 1342).


Για την οικονομική και πολιτική κατάσταση στα χρόνια της δημοκρατίας της Βαϊμάρης βλ. εδώ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου