Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

ΧΑΝ ΓΚΑΝΓΚ, Η ΧΟΡΤΟΦΑΓΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ




Η ΓιόνγκΧιε και ο σύζυγός της είναι δύο άνθρωποι του μέσου όρου. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του, δεν διακατέχεται από καμία φιλοδοξία. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία του γάμου τους ανατρέπεται όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μονάχα. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ακραία και να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η Νότια Κορέα. Και δεν φτάνει αυτό. Η παθητική αντίσταση της ΓιόνγκΧιε, μια διαδικασία ιδιότυπης μεταμόρφωσης, ξεπερνά κάθε όριο γκροτέσκου. Ποτέ δεν φορούσε με ευχαρίστηση σουτιέν, αλλά τώρα αρχίζει να το κάνει και δημοσίως. Επιπλέον, ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό. Σύσσωμη η οικογένεια θα στραφεί τελικά εναντίον της. Η βραβευμένη Χορτοφάγος είναι μια ιστορία καφκικής σύλληψης που αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις. Ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και αλλόκοτο, βίαιο και αισθησιακό, με το οποίο η ΧανΓκανγκ, από τις δημοφιλέστερες λογοτεχνικές φωνές της Άπω Ανατολής, διερευνά την επιθυμία και την ντροπή, την καταπίεση και την εξουσία.

 

«Η Χορτοφάγος είναι ένα αξέχαστο μυθιστόρημα, σφοδρό και αυθεντικό, που απέσπασε πανάξια και ομόφωνα το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ αφηγείται μέσα από τρεις φωνές, τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τούτη την πυκνή, παράξενη και εξαίρετα δομημένη ιστορία, περιγράφοντας πώς ακριβώς μια συνηθισμένη γυναίκα απορρίπτει τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις που τη δένουν με το σπίτι της, την οικογένειά της, την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Με ύφος λυρικό και συγχρόνως διαπεραστικό, το βιβλίο αποκαλύπτει τις συνέπειες που επιφέρει αυτή η μεγάλη άρνηση όχι μόνο στην ίδια την ηρωίδα αλλά και στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Αυτό το συμπαγές, θαυμάσιο και ανατριχιαστικό έργο θα παραμείνει για καιρό στις σκέψεις, ίσως και στα όνειρα, των αναγνωστών. Ένας απίστευτος και αδιάκοπος συνδυασμός ομορφιάς και ανατριχίλας διατρέχει κάθε του σελίδα».

Μπόιντ Τόνκιν, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής του Διεθνούς Βραβείου Booker 2016

 

«Μια ασυνήθιστη, αναπάντεχη αναγνωστική εμπειρία».

The Guardian


Της Εύας Στάμου

Η αυτονομία του σώματος, η αναζήτηση ταυτότητας μέσω της διαφορετικότητας, οι μέθοδοι με τις οποίες οι θεσμοί της οικογένειας, του γάμου, της σύγχρονης ιατρικής εγκλωβίζουν το γυναικείο σώμα ώστε να το οδηγήσουν στην υποταγή, ο τρόπος που η φαλλοκρατία συνδέεται με την κρεατοφαγία, η βία και η ανθρωποφαγία που ενέχουν και οι πιο στενές σχέσεις, είναι τα θέματα που κυριαρχούν στο έργο της Χαν Γκανγκ Η χορτοφάγος. Το μυθιστόρημα απέσπασε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ το 2016 και χάρη σε αυτή τη διάκριση η συγγραφέας κατάφερε να περάσει τα λογοτεχνικά σύνορα της Νότιας Κορέας, να οικοδομήσει ένα διεθνές προφίλ και να δει τα βιβλία της μεταφρασμένα σε πολλές γλώσσες.

Η ιστορία της χορτοφάγου ξεκινά με την περιγραφή της ηρωίδας από τον άντρα της ως μιας γυναίκας από κάθε άποψη συνηθισμένης και αδιάφορης, η οποία αποφασίζει ξαφνικά και χωρίς εξηγήσεις που να σχετίζονται με την υγεία, την πολιτική ιδεολογία ή τη θρησκεία της, να σταματήσει να τρώει κρέας. Ο σύζυγος παραδέχεται την απώθηση, ακόμη και την αηδία που νιώθει για τη γυναίκα του εξαιτίας της χορτοφαγίας της. Στα δικά του μάτια, η μεταμόρφωσή της δεν έχει να κάνει μόνο με την απόλυτη άρνησή της να φάει κρέας αλλά με την αποτυχία της να υποταχθεί στην αντρική βούληση και να νιώσει ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέρονται στον γάμο της.

Στα δικά του μάτια, η μεταμόρφωσή της δεν έχει να κάνει μόνο με την απόλυτη άρνησή της να φάει κρέας αλλά με την αποτυχία της να υποταχθεί στην αντρική βούληση και να νιώσει ευγνωμοσύνη για όσα της προσφέρονται στον γάμο της.

Οι συνάδελφοι του άντρα της καθώς και τα μέλη της οικογένειάς της αντιδρούν με αμηχανία και εκνευρισμό στην απόφαση της ΓιόνγκΧιε να γίνει χορτοφάγος. Απ' ό,τι φαίνεται η άρνησή της να καταναλώσει κρέας υπενθυμίζει σε όλους όχι μόνο τον τρόπο που οι άνθρωποι μπορεί να κακοποιούν και να θανατώνουν τα ζώα για την ευχαρίστησή τους, αλλά και κάθε μορφή αδικίας ή εκμετάλλευσης.

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο τρόπος που απεικονίζεται στο βιβλίο η σωματική και ψυχολογική βία, ή ο σαδισμός που κάποιες φορές χαρακτηρίζει και τις πιο στενές σχέσεις: ο σύζυγος που παγιδεύει τη χορτοφάγο σε ένα οικογενειακό γεύμα με σκοπό τον συνετισμό και την επαναφορά της στη «φυσιολογική» συμπεριφορά, η βιαιότητα του πατέρα και οι δειλές, υποταγμένες στην πατρική εξουσία, αντιδράσεις της μάνας, της αδελφής και του αδελφού, η παραδοχή ότι ο καθένας έχει αναλάβει έναν κοινωνικό ρόλο που οφείλει να φέρει εις πέρας, ακόμα και αν υποφέρει ή δυσφορεί.

Στην αρχή της ιστορίας μαθαίνουμε ότι η χορτοφάγος αρνείται να φορέσει στηθόδεσμο, αρνείται δηλαδή να υπακούσει στις κοινωνικές συμβάσεις και να αυτοπαρουσιαστεί ως σεξουαλικό ον, διαθέσιμο να ικανοποιεί τις αντρικές ανάγκες και φαντασιώσεις. Αφαιρώντας το σουτιέν και αργότερα τα ρούχα της, αφαιρεί εντέλει τους περιορισμούς στους οποίους υπόκειται το γυναικείο σώμα.

kang

Η Χαν Γκανγκ γεννήθηκε το 1970 στη ΓκουάνγκΤζου της Νότιας Κορέας. Σπούδασε Κορεατική Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο ΓιόνΣε. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1993 με πέντε ποιήματα. Η πρώτη της συλλογή διηγημάτων Γιόσου κυκλοφόρησε το 1995. Το βιβλίο Η χορτοφάγος (2007) χάρισε στην ίδια την παγκόσμια αναγνώριση, καθώς η αγγλική του μετάφραση (2015) τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ ζει στη νοτιοκορεατική πρωτεύουσα και είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της πόλης.

Για να ξεπεράσει την άρνηση της ΓιόνγκΧιε να κάνει σεξ, ο άντρας της καταφεύγει περισσότερες από μία φορές στον βιασμό, ενώ ο πατέρας της προσπαθεί να τη νουθετήσει, αρχικά πιέζοντάς τη να φάει κρέας και στη συνέχεια χτυπώντας την μπροστά στα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο αναγνώστης κατανοεί ότι σύμφωνα με τη συγγραφέα στην ουσία πρόκειται για παιδαγωγικές μεθόδους που έχουν ως στόχο τη συμμόρφωση της πρωταγωνίστριας. Η ηρωίδα αντιδρά στην πατρική εξουσία με τρόπο ακραίο κατά τη διάρκεια ενός οικογενειακού δείπνου και μεταφέρεται επειγόντως στο νοσοκομείο.

Στο δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος ο γαμπρός της ηρωίδας, ένας καλλιτέχνης που συνδυάζει τη ζωγραφική με τον κινηματογράφο, αποκτά εμμονή μαζί της, παραβιάζοντας επανειλημμένως την ιδιωτικότητά της και αντικειμενοποιώντας την, αρχικά μέσω της αδιάκριτης ματιάς του και στη συνέχεια μέσω της κάμερας που εισβάλει στο σπίτι εστιάζοντας στο σώμα της. Τελικά, θα υπερβεί κάθε φραγμό επιδιώκοντας και επιτυγχάνοντας την ερωτική τους ένωση, όχι από πραγματικό ενδιαφέρον για την ίδια, αλλά για καθαρά ναρκισσιστικούς λόγους που έχουν να κάνουν σε πρώτο επίπεδο με τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του και σε δεύτερο με την ικανοποίηση της σεξουαλικής του επιθυμίας.

Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου η μεγαλύτερη αδελφή αναλαμβάνει τη φροντίδα της ηρωίδας που έχει πλέον σταματήσει εντελώς να τρώει και δηλώνει την επιθυμία της να μεταμορφωθεί σε φυτό. Η ΊνΧιε αποφασίζει τον εγκλεισμό της ΓιόνγκΧιε σε ψυχιατρική κλινική ώστε η κατάστασή της να αντιμετωπιστεί από τους ειδικούς που θα της αφαιρέσουν σταδιακά κάθε εξουσία πάνω στο σώμα της, ταΐζοντάς τη δια της βίας, ώστε να την κρατήσουν στη ζωή. Η ΊνΧιε κατανοεί ωστόσο την άρνηση της αδελφής της για φαγητό και τη συνακόλουθη συρρίκνωση του σώματός της ως αντίσταση στην πατρική βία και όχι ως αποτέλεσμα κάποιας ψύχωσης. Η ίδια νιώθει ενοχές που σε όλη της τη ζωή ακολουθεί τους κανόνες, υπηρετεί αγόγγυστα τα πατροπαράδοτα ιδεώδη, δουλεύει σκληρά για να παίρνει τα εύσημα της καλής κόρης και της πιστής συζύγου.

Η υιοθέτησης μιας οικο-φεμινιστικής ανάγνωσης του μυθιστορήματος παρέχει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο κατανόησης της ιστορίας που μας βοηθά να αντιληφθούμε ότι με τη μεταμόρφωσή της σε φυτό η ΓιόνγΧιε επιδιώκει να σπάσει τον κύκλο της αναπαραγωγής και της κατανάλωσης, όχι μόνο κρέατος, μα και των καταπιεστικών αντιλήψεων που φυλακίζουν το γυναικείο σώμα.

Η Χαν Γκανγκ κατασκευάζει μια ηρωίδα που με τη μετάστασή της σε φυτό επιχειρεί να αντισταθεί στη βία της πατριαρχικής τάξης και την επιβολή της κρεατοφαγίας που η συγγραφέας μοιάζει να τα θεωρεί αλληλένδετα. Για την πρωταγωνίστρια, τα δέντρα και το βουνό συνιστούν ένα καταφύγιο από τη βία των ανθρώπων. Για τη συγγραφέα δεν υπάρχει πιο ειρηνική μορφή ζωής από τα μη-βίαια, μη-διεκδικητικά, μη-παρεμβατικά φυτά.

Με τη μεταμόρφωσή της σε φυτό η ΓιόνγΧιε επιδιώκει να σπάσει τον κύκλο της αναπαραγωγής και της κατανάλωσης, όχι μόνο κρέατος, μα και των καταπιεστικών αντιλήψεων που φυλακίζουν το γυναικείο σώμα.

Επηρεασμένη κατά πάσα πιθανότητα από τη ριζοσπαστική φεμινιστική θεώρηση της Λυς Ιριγκαρέ (Luce Irigaray), η οποία εστιάζει σε ζητήματα ηθικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας, η Χαν Γκανγκ δημιουργεί μια σουρεαλιστική ηρωίδα που ανακαλεί στη μνήμη μας τον ήρωα της Μεταμόρφωσης του Κάφκα. Για την Ιριγκαρέ τα φυτά συμμετέχουν στη διατήρηση της ζωής και της ανάπτυξης και δεν αποτελούν αντικείμενα με αναπαραγωγικές δυνατότητες υπό την κατοχή μας, όπως τα κατοικίδια και τα υπόλοιπα ζώα. Σύμφωνα με τη θεωρία της, κάθε μορφή σεξουαλικής διαφορετικότητας δεν είναι παρά μία κοινωνική δυνατότητα που δεν έχει ακόμα πραγματωθεί.

Και οι δύο κεντρικές γυναικείες φιγούρες του μυθιστορήματος αντιμετωπίζουν προσωπικές κρίσεις που συνδέονται τόσο με το κοινό παρελθόν τους όσο και με τη νοοτροπία που επικρατεί στη βαθιά συντηρητική κορεάτικη κοινωνία. Όπως διαφαίνεται σταδιακά καθώς η ιστορία ξεδιπλώνεται, και οι δύο αδελφές έχουν γαλουχηθεί σε έναν τρόπο ζωής που υπακούει στις κοινωνικές συμβάσεις για το τι είναι αναμενόμενο από τις γυναίκες, παραμερίζοντας τα δικά τους όνειρα και θυσιάζοντας την ελευθερία τους.

Μυθιστόρημα με ιδιαίτερα υποβλητική ατμόσφαιρα, υπερρεαλιστικές, ποιητικές περιγραφές κινηματογραφικής ακρίβειας που μαγεύουν και ταυτόχρονα προκαλούν σοκ.

Στο τέλος και οι δύο γυναίκες μένουν μόνες, προδομένες από τους συζύγους, κακοποιημένες από τον πατέρα, φυλακισμένες από το σύστημα, με μόνη ελπίδα για να ανακτήσουν τη ζωή τους τη συνειδητοποίηση του τι έχει συμβεί στο παρελθόν και την αλληλεγγύη.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με ιδιαίτερα υποβλητική ατμόσφαιρα, υπερρεαλιστικές, ποιητικές περιγραφές κινηματογραφικής ακρίβειας που μαγεύουν και ταυτόχρονα προκαλούν σοκ. Ένα έργο που αποτελεί αφορμή για μια σειρά από πρωτότυπες σκέψεις που αφορούν το σώμα ως έργο τέχνης, τον ρόλο της διαφορετικότητας στην κοινωνία του καταναλωτισμού, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, και –πάνω απ’ όλα– την καταλυτική δύναμη της λογοτεχνίας.

* Η ΕΥΑ ΣΤΑΜΟΥ είναι συγγραφέας. Τελευταίο της βιβλίο, η συλλογή «Τα κορίτσια που γελούν» (εκδ. Αρμός).

Τρίτη 22 Απριλίου 2025

TONY JUND, Το πανδοχείο της μνήμης, ΕΚΔΟΣΕΙΣ Αλεξάνδρεια

Το Πανδοχείο της Μνήμης" (Το κείμενο αντλήθηκε Εδώ)

Δεν μπορώ να πω ότι, οι αυτοβιογραφίες είναι ένα λογοτεχνικό είδος που συμπαθώ, συνήθως τις βαριέμαι και γενικώς τις αποφεύγω. Με το βιβλίο όμως του έξοχου Βρετανού ιστορικού και πολύ σημαντικού διανοούμενου TonyJudt (Λονδίνο 1948 - 2010), που έχει τον υπέροχο τίτλο «ΤΟ ΠΑΝΔΟΧΕΙΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» («The Memory Chalet») - (εκδ. Αλεξάνδρεια, μετάφρ. Γ. Καράμπελας - Κ. Λιβιεράτος, σελ.236), ευτυχώς έκανα μια εξαίρεση στον (άγραφο) κανόνα μου, γιατί απόλαυσα ένα εξαιρετικό και ιδιαίτερα πνευματώδες βιβλίο.


«Γεννήθηκα στην Αγγλία το 1948, αρκετά αργά ώστε να αποφύγω για λίγα χρόνια την υποχρεωτική θητεία, αλλά εγκαίρως για να προλάβω τους Μπητλς: ήμουν δεκατεσσάρων όταν έκαναν το ντεμπούτο τους με το «Love me do». Τρία χρόνια αργότερα εμφανίστηκαν οι πρώτες μίνι φούστες – ήμουν αρκετά μεγάλος για να εκτιμήσω τις αρετές τους και αρκετά νέος για να τις εκμεταλλευτώ. Μεγάλωσα σε μια εποχή ευημερίας, ασφάλειας και άνεσης – κι έτσι φτάνοντας τα είκοσι το 1968, εξεγέρθηκα. Όπως τόσοι και τόσοι νέοι της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, συμμορφώθηκα μέσα στον αντικομφορμισμό μου.»

Ποιος είναι όμως ο Tony Judt για όσους δεν τον γνωρίζουν; Ο περίφημος Άγγλος με εβραϊκή καταγωγή ιστορικός, ήταν ο συγγραφέας ενός από τα διαυγέστερα και πιο γλαφυρά βιβλία που γράφτηκαν για τον μεταπολεμικό κόσμο, το «Η ΕΥΡΩΠΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»▪ αυτό το μεγαλειώδες βιβλίο, είναι ένα πανόραμα της ευρωπαϊκής ιστορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε από το 1945 και μετά. Ο Ψυχρός πόλεμος, η δημιουργία της ΕΟΚ, τα σύνορα, η παρακμή του Σοβιετικού καθεστώτος δεσπόζουν στην αφήγηση του Judt, ο οποίος αναλύει και τις δραματικότερες στιγμές στην ιστορία κάθε χώρας, ο εμφύλιος στην Ελλάδα, οι δικτατορίες στην Ιβηρική, οι αυτονομιστικοί αγώνες στην Ισπανία και στην Ιρλανδία, τα καθεστώτα στην Ανατολική Ευρώπη και άλλα πολλά.

Στα 26 κείμενα (μαζί με τον πρόλογο), που απαρτίζουν το «Πανδοχείο της Μνήμης», ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε μετά τον θάνατό του, μέσα από φαινομενικά ανεξάρτητα μεταξύ τους κομμάτια, ανασυντίθεται η ζωή του σπουδαίου αυτού ανθρώπου, η παιδική του ηλικία, οι σπουδές του, τα χρόνια της προσωπικής αναζήτησης, η καριέρα του, τα βιβλία του, η ιδεολογία του. Ο Judt δεν νοσταλγεί, ούτε ωραιοποιεί πράγματα και καταστάσεις▪ όταν αφηγείται τα κείμενα αυτά, είναι στο κατώφλι του θανάτου του, καθώς πάσχει από ALS(Πλάγια Μυατροφική Σκλήρυνση ή Νόσος του Κινητικού Νευρώνα), την ανίατη και ταχέως εκφυλιστική νευρολογική νόσο που οδηγεί σε πλήρη παραλυσία του σώματος αλλά όχι του πνεύματος. Είναι δηλαδή ένας άνθρωπος φυλακισμένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, που γνωρίζει ότι πρόκειται να πεθάνει σύντομα.


«Πάσχω από μια νευροκινητική διαταραχή, μια μορφή αμυοτροφικής πλάγιας σκλήρυνσης (ALS): την αρρώστια του Λου Γκέρινγκ. Οι νευροκινητικές διαταραχές δεν είναι καθόλου σπάνιες: πάρκινσον, σκλήρυνση κατά πλάκας και διάφορες άλλες λιγότερο σοβαρές ασθένειες συγκαταλέγονται σ’ αυτή την κατηγορία. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ALS – της σπανιότερης απ’ αυτές τις νευρομυικές παθήσεις, είναι, πρώτον, πως δεν υπάρχει απώλεια της αίσθησης (ευλογία και κατάρα) και, δεύτερον, πως δεν υπάρχει πόνος. Έτσι, σε αντίθεση με όλες σχεδόν τις υπόλοιπες σοβαρές ή θανάσιμες ασθένειες, είσαι ελεύθερος να ατενίζεις με την άνεσή σου και με ελάχιστη δυσφορία την καταστροφική πρόοδο της ίδιας σου της φθοράς.»

Τα κείμενα υπαγορεύτηκαν σε ένα στενό φίλο και γραμματέα του, και αποτελούν θραύσματα της μνήμης που ανασύρθηκαν από το «Πανδοχείο» με τις αναμνήσεις. Στις ατελείωτες νύχτες της αϋπνίας και της ακινησίας του, χρησιμοποιεί μια προσωπική τεχνική ανάσυρσης της μνήμης. Δίνοντας ως παράδειγμα ένα ξενοδοχείο που πήγαινε χειμερινές διακοπές με τους γονείς του, πηγαίνει από το ένα «δωμάτιο» στο άλλο, απελευθερώνοντας τις μνήμες του, που τις έχει διαφυλάξει μέσα σε αυτά τα «δωμάτια» του προσωπικού του «Πανδοχείου». 
Γεννημένος σε μια μικροαστική οικογένεια, που είχε μια σχετική οικονομική άνεση και ζώντας στο Πάτνεϊ, ένα τυπικό προάστιο του Νότιου Λονδίνου, ο Judt θυμάται τις μυρωδιές από τα φαγητά των Εβραίων παππούδων του σε αντίθεση με την βαρετή κουζίνα της μητέρας του, την λατρεία του πατέρα του για τις Citroen, την μανία του για τα τρένα και τους σταθμούς τους, την εκπαίδευσή του, την (μάλλον οδυνηρή) εμπειρία του στα Ισραηλίτικα Κιμπούτζ, την πολιτική του ιδεολογία («Η σοσιαλδημοκρατία είναι ηθική επιταγή» όπως έγραψε σε κάποιο άλλο βιβλίο του), τις σπουδές του στο Καίμπριτζ – το σοκ που ένιωσε όταν είδε ότι κάθε φοιτητής έχει «υπηρεσία δωματίου» (τις κυρίες που φρόντιζαν τα δωμάτια, που αποκαλούντο «κρεβατώστρες»), την αποστροφή του για κάθε είδους "ισμό" και την ιδεολογική τρομοκρατία κάθε πλευράς, τις γυναίκες που γνώρισε και κάποιες από αυτές παντρεύτηκε, την μοιραία απόφασή του να μάθει Τσέχικα που του διεύρυνε τους ορίζοντες κατανόησης των γεγονότων που συνέβαιναν στην Ανατολική Ευρώπη, την μετακόμισή του στη Νέα Υόρκη, που τον έκανε να νιώσει περισσότερο Ευρωπαίος από ποτέ.

«Σύμφωνα με τον θεωρητικό της λογοτεχνίας Ρενέ Ζιράρ, τείνουμε να επιθυμούμε και τελικά να αγαπάμε εκείνους που αγαπούν άλλοι.»

Είναι θαυμάσιες οι περιγραφές της Βρετανικής κοινωνίας και των αλλαγών που έγιναν μεταπολεμικά. Ο Judt ήταν ένα παιδί που μεγάλωσε την δεκαετία του ’50, αναφέρει κάτι που τείνουμε να το λησμονούμε▪ ότι οι δύο μεγάλοι πόλεμοι ήταν κοντά ο ένας από τον άλλον, μόνο 30-40 χρόνια είχαν περάσει από την λήξη του Α πολέμου, οπότε τα γεγονότα ήταν χαραγμένα στη μνήμη του κόσμου. Η δε συλλογικότητα στην κοινωνία ήταν έντονη και ακόμα και οι πλούσιοι ήταν «σεμνοί» στη συμπεριφορά τους, δεν περιέφεραν τον πλούτο και την χλιδή τους δεξιά κι αριστερά. Ο Judt χρησιμοποιώντας ως έφηβος, τα λεωφορεία της «πράσινης γραμμής» με τις μεγάλες αποστάσεις διασχίζει τα αστικά όρια του Λονδίνου, παρατηρώντας τις μεταβολές στην πόλη και τις αντιθέσεις, διαμορφώνοντας την συνείδησή του.

Ο Judt μέσα από τα θραύσματα της μνήμης του, ως άνθρωπος που έζησε την μεταπολεμική Ευρώπη και έγραψε γι' αυτήν, χρησιμοποιεί τα γεγονότα της ζωής του για να κατανοήσει καλύτερα την περίοδο αυτή. Το βιβλίο είναι μια συναρπαστική αναζήτηση ταυτότητας, ενός ανθρώπου που μεγάλωσε μεταξύ Βρετανικού συντηρητισμού και Σιωνιστικών επιρροών για να εξελιχθεί σε έναν φωτισμένο και ριζοσπάστη διανοούμενο, που εναντιώθηκε στις απολυταρχίες και στον κάθε είδους ηγέτη, ο οποίος με αυτόν τον αφοπλιστικό Βρετανικό τρόπο σκέψης συνδυάζει την προοδευτική σκέψη με την γοητεία κάποιων παραδοσιακών πραγμάτων.

Το βιβλίο που εκδόθηκε μετά τον θάνατο του Judt, αποτελεί ένα πανόραμα κατανόησης όχι μόνο του δικού του σύμπαντος, αλλά και γενικότερα. Πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του ο σπουδαίος διανοητής, βιώνει την απώλεια με φλεγματικό χιούμορ, αυτοσαρκάζεται για τις ατελείωτες νύχτες, σκέπτεται και χρησιμοποιεί τη μνήμη του συνεχώς, και στοχάζεται για τον κόσμο. 
Το «Πανδοχείο της Μνήμης», απολαυστικό στην ανάγνωση που ρέει σαν να διαβάζεις μυθοπλασία επιπέδου, είναι ένα πολύτιμο βιβλίο με πολλή τροφή για σκέψη, το οποίο θα μπορούσε να είναι ένα εκπληκτικό "μυθιστόρημα μαθητείας", αν δεν ήταν ένα στοχαστικό και ελεγειακό ταξίδι μνήμης και γνώσης για την πορεία μιας σύντομης αλλά πολύ ουσιαστικής ζωής.

«Δεν έχω σκεφτεί ποτέ τον εαυτό μου σαν άνθρωπο με ρίζες. Γεννιόμαστε κατά τύχη σε μια πόλη και όχι στην άλλη, και περνάμε από διάφορα προσωρινά σπίτια στην πορεία της περιπλανώμενης ζωής μας – τουλάχιστον έτσι είχαν τα πράγματα στην περίπτωσή μου. Τα περισσότερα μέρη αφήνουν ανάμεικτες αναμνήσεις: δεν μπορώ να σκεφτώ το Καίμπριτζ, το Παρίσι, την Οξφόρδη ή τη Νέα Υόρκη χωρίς να ανακαλέσω ένα καλειδοσκόπιο συναντήσεων και εμπειριών. Το πώς τα θυμάμαι κυμαίνεται ανάλογα με τη διάθεσή μου.»


Τετάρτη 16 Απριλίου 2025

Χ. Α. ΧΩΜΕΝΙΔΗΣ ΠΑΝΔΩΡΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ




Λαχτάρησα να πλάσω μια ηρωίδα συνομήλικη με τον 21ο αιώνα.

Μια νέα γυναίκα που να μη χωράει σε στερεότυπα, να μην εκπληρώνει ελπίδες, να μην επιβεβαιώνει φόβους. Να ζει μέρα με την ημέρα, απολαμβάνοντας τις αντιφάσεις της, υποφέροντας εξαιτίας τους. Να κόβει και να κόβεται, πότε νηφάλια, πότε πιωμένη. Να μπαινοβγαίνει σε παράλληλους κόσμους χωρίς να βολεύεται, δίχως να ξαποσταίνει σε κανέναν τους. Το μέλλον πότε να το τρέμει, πότε να το νιώθει του χεριού της, να λαχταρά να το στύψει και να το ρουφήξει, να μην αφήσει τίποτα που να μη δοκιμάσει, να μη γευτεί...
Να πολιτεύεται από άγνοια κινδύνου. Και να ερωτεύεται, παράφορα, με πλήρη γνώση του.
Ένα κορίτσι στον ανθό του, διαμορφωμένο στο πιο ρευστό περιβάλλον, βομβαρδιζόμενο από την κούνια με πληροφορίες, θεωρίες, εμπειρίες, ό,τι επαληθεύει ευθύς να διαψεύδεται. Ένα κορίτσι τόσο αλλιώτικο και τόσο ίδιο στον πυρήνα του με τη "Μαρία Νεφέλη" του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά και την "Παράξενη κοπέλα" του Μανώλη Χιώτη. 
Σας παραδίδω την Πανδώρα Σταφυλά. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) 

Η Πανδώρα (παν + δώρα= η προικισμένη με όλα τα δώρα από τους θεούς, εκείνη που διαθέτει όλα τα χαρίσματα ), αρχετυπική μορφή της ελληνικής μυθολογίας, αναφέρεται ως η πρώτη θνητή γυναίκα, αιτία όλων των δεινών κατά τον Ησίοδο και αντίστοιχη της βιβλικής Εύας. Μεταγενέστερα θεωρήθηκε ότι ήταν και εκείνη από την οποία εκπορεύονταν όλα τα δώρα προς τους ανθρώπους, καλά και κακά.

Ο μύθος της Πανδώρας, όχι τόσο ως αρχετυπικής μορφής, μητέρας όλων των γυναικών, αλλά ως αιτίας όλων των παθών, λόγω της περιέργειάς της, έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Συγκεκριμένα, από ανοησία, περιέργεια ή σκόπιμα, η Πανδώρα σύμφωνα με το μύθο αποδέσμευσε και σκόρπισε στην ανθρωπότητα όλα τα δεινά και τις ασθένειες που ήταν κρυμμένες σε ένα πιθάρι — το οποίο κατά λάθος καθιερώθηκε να αναφέρεται ως «κουτί», εκτός από την ελπίδα.

Ο τίτλος του έργου αφιερώνεται στην ομώνυμη ηρωίδα του μυθιστορήματος , που κατά τον συγγραφέα αποτελεί αρχετυπική θηλυκή μορφή του 21ου αιώνα και προέρχεται από ποικίλες παρατηρήσεις του σε νεολαιίστικα στέκια .
Η ονοματοθεσία δεν είναι προφανώς καθόλου τυχαία: η σύγχρονη ηρωίδα έχει πάμπολλες αρετές, είναι προικισμένη με εξαιρετικές διανοητικές και σωματικές ικανότητες, προέρχεται από διακεκριμένη οικογένεια και φαίνεται πως έχει και την εύνοια της τύχης. Από την άλλη η επίδραση της στους ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται είναι αντιφατική: θετική και αρνητική, ανάλογα με τη στιγμή και τις διαθέσεις της. Το κάλλος, η ευφυΐα, συνδυάζονται με μια ρευστότητα αντιλήψεων, αξιών και συναισθημάτων στο πλαίσιο ενός συνεχώς και ραγδαίως μεταβαλλόμενου κόσμου. Με αυτά τα χαρακτηριστικά προσπαθεί να κυριαρχήσει και όχι απλώς να επιβιώσει, αρπάζοντας τις ευκαιρίες χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς και αναστολές. Βασικός άξονας της προσωπικότητας η κυριαρχία σε κάθε τομέα δραστηριότητας: ερωτικό, επαγγελματικό, ακαδημαϊκό, φιλικό…
Κερδίζει η ίδια και οι άλλοι γύρω της?

Ο κόσμος στον οποίο κινείται σκιαγραφείται εντελώς παρακμιακός, διεφθαρμένος και αλλοτριωμένος: η οικογένεια, οι φίλοι, το πανεπιστήμιο, οι καταλήψεις, οι διεκδικήσεις, η πρωτεύουσα, η επαρχιακή πόλη, οι αγρότες, οι επιχειρηματίες, οι πολιτικοί παράγοντες, οι εκκλησιαστικοί ηγέτες, όλοι προσπαθούν να εκμετελλευτούν τις συγκυρίες, τις γνωριμίες, τις αδυναμίες του αντιπάλου, προκειμένου να καταστούν βασικοί παίκτες σε ένα παιχνίδι κυριαρχίας και διαφθοράς.
Σε έναν τέτοιο κόσμο υπάρχει περίπτωση να είναι κανείς αθώος; Από την άλλη πώς μπορεί κανείς να επιβιώσει διατηρώντας την ανθρωπιά και την αξιοπρέπειά του, χωρίς να γίνεται γραφικός;
Ο πατέρας της ηρωίδας παραμένει εμμονικά τροτσκιστής, ένα απολίθωμα του προηγούμενου αιώνα, που αδυνατεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα των καιρών ή να χτίσει μιας σχέση αμοιβαίας κατανόησης με την κόρη του που υπεραγαπά.
Το χρήμα, το κέρδος κυριαρχεί και διαφθείρει τα πάντα. Η ηρωίδα το διεκδικεί με κάθε τρόπο. αλλά  παρά τα προσόντα της τελικά αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων: οι ισχυροί παίκτες του συστήματος υπερισχύουν. Η ίδια φαίνεται να γυρίζει πίσω στα βασικά, τα ουσιώδη που απαρνήθηκε. Δεν ξέρω αν και πότε είναι ευτυχής, αν δικαιούμαστε να ελπίζουμε πως η Πανδώρα τελικά μας αφήνει ελπίδες για ένα φωτεινότερο μέλλον.
Εκείνο που ξέρω είναι πως είναι μια λογοτεχνική περσόνα που προβληματίζει και προκαλεί αντιφατικές προσλήψεις. Σίγουρα δεν ξεχνιέται, χωρίς να οφείλει τη μοναδικότητά της στις αφηγηματικές τεχνικές με τις οποίες απεικονίζεται.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2025

JONATHAN COE, Η ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ ΜΟΥ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΟΛΙΣ



Η ζωή μετά το πανεπιστήμιο δεν ταιριάζει καθόλου στη Φιλ. Ο χρόνος περνά βασανιστικά αργά. Έχει επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι και ζει ξανά με τους γονείς της, δουλεύει ατελείωτες ώρες σε ένα ιαπωνικό εστιατόριο στο αεροδρόμιο του Χίθροου και τα σχέδιά της να γίνει συγγραφέας δεν καταλήγουν πουθενά. Όμως η τυχαία ανακάλυψη ενός ξεχασμένου συγγραφέα από τη δεκαετία του 1980 τη βγάζει από τον λήθαργο, όπως και η επίσκεψη ενός οικογενειακού φίλου, του Κρις – ιδίως όταν της λέει ότι ερευνά μια υπόθεση που θα μπορούσε να θέσει τη ζωή του σε κίνδυνο.

Ο Κρις παρακολουθεί την πορεία ενός σκοτεινού think-tank, που ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ τη δεκαετία του 1980 και ωθεί σταθερά την κυβέρνηση της Βρετανίας προς την Άκρα Δεξιά. Έπειτα από χρόνια πολιτικής απομόνωσης, τα μέλη του είναι πια έτοιμα να εφαρμόσουν τις ιδέες τους.

Καθώς την πρωθυπουργία της Βρετανίας αναλαμβάνει η Λιζ Τρας, η θητεία της οποίας θα διαρκέσει μόλις επτά εβδομάδες, ο Κρις συνεχίζει την έρευνά του σε ένα συνέδριο που διεξάγεται στα βάθη της επαρχίας Κότσγουολντς. Ξαφνικά όμως τα πράγματα παίρνουν σκοτεινή τροπή και μια αστυνομική έρευνα για φόνο ξεκινά. Η λύση του μυστηρίου θα βρεθεί άραγε στη σύγχρονη πολιτική σκηνή ή σε ένα λογοτεχνικό αίνιγμα που παραμένει εκκρεμές εδώ και σαράντα σχεδόν χρόνια;

Το βιβλίο πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε διαφορετικές δεκαετίες και διαφορετικά αφηγηματικά είδη, κινείται ευφάνταστα μεταξύ αστυνομικού μυθιστορήματος, campus novel και αυτομυθοπλασίας, με το χαρακτηριστικό χιούμορ και την τρυφερότητα του Coe. Ένα πολιτικό μυθιστόρημα ιδεών, σατιρικό και αιχμηρό, που δείχνει πώς το κλειδί για την κατανόηση του παρόντος μπορεί συχνά να βρεθεί στις πιο σκοτεινές γωνιές του παρελθόντος. [Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ SITE ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ [https://jonathancoewriter.com/book/the-proof-of-my-innocence/] 

Αφού έγραψα το Bournville ήθελα μια αλλαγή ρυθμού και μια αλλαγή στυλ. Θυμήθηκα πώς ο Γκράχαμ Γκριν έγραφε υπότιτλους σε μερικά από τα μυθιστορήματά του «για ψυχαγωγία» και αναρωτήθηκα αν θα μπορούσα να επιχειρήσω να γράψω κάτι παρόμοιο. Το Bournville ήταν ένα σχετικά απλό οικογενειακό έπος, μια ανθρώπινη κωμωδία πολιτικών γενεών που στηρίζεται σε μια αίσθηση μελαγχολίας στο πέρασμα του χρόνου. Τώρα ένιωθα να γράψω κάτι σύγχρονο, ειρωνικό και πιο σκληρό. Ήθελα να επιστρέψω, ει δυνατόν, στον τόνο του What a Carve Up!, με κάποιο είδος μετακειμενικής εγκληματικής ιστορίας που θα αντανακλούσε επίσης την τρέχουσα πολιτική κατάσταση.

Ένα από τα πρώτα πράγματα που αποφάσισα ήταν το χρονικό πλαίσιο του μυθιστορήματος. Για επτά εβδομάδες το φθινόπωρο του 2022, η Βρετανία είχε περάσει από μια εξαιρετική ιστορική στιγμή: τη βραχύβια θητεία της Λιζ Τρας ως πρωθυπουργού. Έμοιαζε τώρα σαν ένα απίστευτο, σχεδόν σουρεαλιστικό επεισόδιο. Τι καλύτερο σκηνικό θα μπορούσε να υπάρξει για μια ιστορία που, νωρίς στην ανάπτυξή της, θα αποσυνδεόταν εσκεμμένα από την πραγματικότητα και θα έμπαινε σε έναν κόσμο φαντασίας;

Το πρώτο μισό του μυθιστορήματος είναι μια άσκηση στο «cosy crime» (ανάλαφρο μυθιστόρημα μυστηρίου). Έμαθα για πρώτη φορά αυτόν τον όρο στη Γαλλία, παραδόξως, όταν επισκέφτηκα ένα βιβλιοπωλείο στο Hossegor και διαπίστωσα ότι το κατάστημα είχε ένα μεγάλο τμήμα αφιερωμένο στο είδος. (Η σήμανση χρησιμοποιούσε τη φράση στα αγγλικά.) Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το Oxford Companion to Crime and Mystery Writing, ο όρος χρονολογείται από το 1958. Ο στόχος μου δεν ήταν να υπονομεύσω ή να κοροϊδέψω το είδος, αλλά απλώς να λειτουργήσω σύμφωνα με τις συμβάσεις του: έτσι στο μυθιστόρημά μου ο αναγνώστης θα βρει έναν φόνο σε εξοχική κατοικία, έναν εκκεντρικό ντετέκτιβ και έναν άλλο μυστικό. παγίδες που κάνουν το είδος τόσο απολαυστικό.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου μεταπίπτει στο είδος του «dark academia» (βιβλία μυστηρίου που διαδραματίζονται σε ακαδημαϊκούς χώρους) και βασίζεται στις φοιτηρικές αναμνήσεις μου στο Κέιμπριτζ στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Περιέργως, δεν έχω απεικονίσει ποτέ αυτή την περίοδο της ζωής μου σε μυθοπλασία: ίσως μου πήρε σαράντα χρόνια για να αποκτήσω την αναγκαία προοπτική γι' αυτό. Τέλος, στο τρίτο μέρος, δύο γυναίκες αφηγήτριες αναλαμβάνουν εκτός από την ολοκλήρωση της ιστορίας μυστηρίου, το ζήτημα της υποκειμενικής έναντι της αντικειμενικής αλήθειας και το πώς η πολύπλευρη φύση της πραγματικότητας αποδίδεται καλύτερα στην αφήγηση. Ένα άλλο, πιο απροκάλυπτα πολιτικό θέμα του βιβλίου είναι το πώς το συντηρητικό κίνημα έχει ριζοσπαστικοποιηθεί τα τελευταία σαράντα χρόνια, και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Ωστόσο, ο κύριος σκοπός μου γράφοντας το μυθιστόρημα επέστρεφε πάντα στην έννοια του Greene για «μια ψυχαγωγία». Το Proof of My Innocence είναι γεμάτο αστεία –μερικά από αυτά γελοία, κάποια (ελπίζω) λίγο πιο εξελιγμένα, με με βασική επιδίωξη να προσφέρω στον αναγνώστη απόλαυση και ψυχαγωγία. 


Ο τίτλος του μυθιστορήματος "The Proof of My Innocence" στηρίζεται στο λογοπαίγνιο του συγγραφέα με τη λέξη "proof" που σημαίνει "απόδειξη" αλλά και "τυπογραφικό δοκίμιο" βιβλίων πριν εκδοθούν, ώστε να γίνει ο τελικός έλεγχος και τυχόν διορθώσεις. Ο έτερος όρος του τίτλου "innocence" η "αθωότητα" νοείται ως έλλειψη ενοχής αλλά και ως αφέλεια, ως ευήθεια όσον αφορά στη προσέγγιση της αλήθειας μέσω της αυτοβιογραφίας/μυθοπλασίας (σελ.. 326): "Το πραγματικό θέμα αυτού του βιβλίου ήταν η δική της ή η δική μου αθωότητα; Έχω προσπαθήσει να πω την αλήθεια: την αλήθεια όπως τη θυμάμαι εγώ, όπως μου την έχουν πει, όπως έχω καταφέρει να την ερευνήσω. Με αυτό τον τρόπο ελπίζω να έχω δικαιώσει τη μνήμη της: να μην παρουσιάσω τίποτα πιο φιλόδοξο ή πιο επιτηδευμένο πέρα από μια ειλικρινή και πιστή καταγραφή της παιδικής της ηλικίας. Μα η πίστη μου ότι αυτό μπορεί να είναι εφικτό, ίσως να αποδεικνύει περίτρανα από μόνη της την αφέλειά μου. Κάθε συγγραφική πράξη πρέπει, εξ ορισμού, να είναι ταυτοχρόνως και μια πράξη επιλογής, ως εκ τούτου, μια πράξη διαστρέβλωσης και κατά συνέπεια μια πράξη επινόησης". 

Παράλληλα, ο συγγραφέας επιλέγει να εντάξει  στην ιστορία του έναν άλλο μυθοποιημένο συγγραφέα, ήσσονος ικανότητας και αναγνώρισης, που έχει συνθέσει ένα έργο με τίτλο "my innocence" και του οποίου έχουν καταστραφεί τα τυπογραφικά δοκίμια! Έτσι, στη σελίδα 202 διαβάζουμε ότι "η έκφραση μια απόδειξη της Αθωότητάς μου έγινε μάλλον παροιμιώδης στον χώρο, που σήμαινε κάτι το αδύνατο, όπως λέμε στις τριάντα δύο του μηνός ή όταν σβήσει ο ήλιος", εφόσον έχουν χαθεί τα τυπογραφικά δοκίμια του βιβλίου του. Στο πλαίσιο αυτό το μυθιστόρημα του Coe φαίνεται να "συνομιλεί" με  μυθιστορηματικά πρόσωπα-συγγραφείς και με το έργα τους (υπάρχουν τουλάχιστον άλλες δύο αναφορές σε βίους και έργα επινοημένων συγγραφέων), αναδεικνύοντας με αυτούς τους "αντικατοπτρισμούς", ανάμεσα στα άλλα, το ζήτημα των διαδικασιών συγγραφής, των λογοτεχνικών ειδών, των ορίων της λογοτεχνίας, της σχέσης λογοτεχνίας αλήθειας/πραγματικότητας και της πρόσμειξης του μύθου με το πολιτικό χρονικό, όπως διαγράφεται από την αρχή του έργου.

Ο μύθος και το μυστήριο του βιβλίου περιστρέφεται γύρω από τη δολοφονία ενός ερευνητή δημοσιογράφου που βρισκόταν στο κατώφλι της αποκάλυψης αποδεικτικών στοιχείων για το σχέδιο εκχώρησης του Εθνικού Συστήματος Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας σε ιδιώτες. Η δολοφονία του γίνεται κατά τη διάρκεια του  TrueCon, ενός δεξιού συνεδρίου που πραγματοποιήθηκε σε ένα ερειπωμένο αρχοντικό σπίτι τις πρώτες μέρες της πρωθυπουργίας της Liz Truss, και στο οποίο συμμετέχουν διακεκριμένοι πολιτικοί, συντηρητικοί βουλευτές, δημοσιογράφοι, μια ομάδα ακροδεξιών δημαγωγών, αλλά και ένας ακαδημαϊκός της λογοτεχνίας που ειδικεύεται στο έργο ενός από καιρό νεκρού και μισοξεχασμένου μυθιστοριογράφου.

Με αφορμή τη "δέση" και τη "λύση" του μυστηρίου απεικονίζεται η περίοδος του Brexit, το πώς και γιατί τα πράγματα κατέρρευσαν, καθώς και μια επιδέξια ανίχνευση της ιστορίας του αμερικανικού συντηρητισμού και της άφιξής του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Παράλληλα, διερευνώνται τα όρια και οι περιορισμοί της λογοτεχνίας και εξετάζεται το λογοτεχνικό φαινόμενο και οι σχέσεις του με την πραγματικότητα και την προσωπική ζωή του συγγραφέα.

Οι αφηγηματικοί τρόποι του έργου είναι ποικίλοι, όπως αποσπάσματα από ομιλίες πολιτικών, ειδήσεις, δημοσιογραφικά και επιστημονικά άρθρα, απομνημονεύματα , μυθιστορήματα, προσωπικές αφηγήσεις από διάφορα πρόσωπα του έργου κ.λπ., με ανάλογη οπτική στην εστίαση της αφήγησης (πρωτοπρόσωπη - τριτοπρόσωπη) και στο ύφος. Βασικό όμως χαρακτηριστικό αυτού του πρωτότυπου / εκκεντρικού μυθιστορήματος είναι η εξαιρετικά επιτυχημένη διαπλοκή των ειδών: αστυνομικό μυθιστόρημα (cozy crime & dark academia), κοινωνικό / πολιτικό μυθιστόρημα, μυθιστόρημα ιδεών, αυτομυθοπλασία, αυτοαναφορικό μυθιστόρημα! 


AMOR TOWLES, ΛΕΩΦΟΡΟΣ ΛΙΝΚΟΛΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ



Ένα έξοχο μυθιστόρημα, ταξιδιωτικού και συνάμα ψυχογραφικού χαρακτήρα, που απεικονίζει με ενάργεια τη ζωή στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ού αιώνα, αποτελεί το νέο δημιούργημα του Amor Towles, του Αμερικανού συγγραφέα με καταγωγή από την περιοχή της Βοστόνης, γνωστού στο ελληνικό κοινό από το έτερο αριστούργημά του, Ένας τζέντλεμαν στη Μόσχα . Το εν λόγω πόνημα τιτλοφορείται Λεωφόρος Λίνκολν και δανείζεται το όνομά του από τον πεντέμισι χιλιάδων χιλιομέτρων δρόμο που κατασκευάστηκε στις ΗΠΑ το 1912 για να συνδέσει τη Νέα Υόρκη με το Σαν Φρανσίσκο, τη δυτική, δηλαδή, με την ανατολική ακτή των ΗΠΑ. Πάνω στον άξονα αυτής της διαδρομής χτίζει ο συγγραφέας τη μυθιστορία του με αφετηρία την πολιτεία της Νεμπράσκα, που βρίσκεται στο κέντρο του εν λόγω δρόμου.

Η μυθιστορία ξεκινά στις 12 Ιουνίου 1954, όταν ο δεκαοκτάχρονος Έμετ Γουάτσον αποφυλακίζεται από το αγροτικό αναμορφωτήριο της πολιτείας Νεμπράσκα, στο οποίο είχε εκτίσει δεκαπεντάμηνη ποινή για φόνο εξ αμελείας. Ο πατέρας του έχει πεθάνει προσφάτως, η μητέρα του τους έχει εγκαταλείψει εδώ και πολλά χρόνια και το σπίτι τους το έχει κατασχέσει η τράπεζα. Ο Έμετ έχει επίσης έναν αδελφό οκτώ ετών, τον Μπίλι, ο οποίος περιμένει με αγωνία την αποφυλάκισή του προκειμένου να τραβήξουν προς την πολιτεία της Καλιφόρνια και να κάνουν εκεί μία νέα αρχή με όχημα το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που τους έχει απομείνει, τη γαλάζια Studebaker Land Cruise του 1948. Όμως, ο Ντάτσες και ο Γούλι, δύο λαθρεπιβάτες στο αυτοκίνητο που τον μετέφερε στο σπίτι του από τη φυλακή, αποφασίζουν να αλλάξουν τα σχέδια των δύο αδελφών.

Ο Ντάτσες και ο Γούλι θα παρασύρουν τους αδελφούς Γουάτσον σε μία οδική περιπέτεια προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, προς το Μεγάλο Μήλο, τη Νέα Υόρκη δηλαδή. Το ταξίδι τους θα είναι γεμάτο ανατροπές, αναπάντεχα γεγονότα και τραγελαφικές συναντήσεις. Αξίζει επίσης να ειπωθεί ότι η υπόθεση του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος εκτυλίσσεται σε χρονική διάρκεια δέκα μόλις ημερών, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δηλαδή την αφηγηματική τεχνική της επιβράδυνσης, κατά την οποία παρουσιάζει πολλά γεγονότα να συμβαίνουν σε μικρό χρονικό διάστημα.

Ο συγγραφέας ξετυλίγει τη συναρπαστική περιπέτεια των τεσσάρων ηρώων του μέσω των διαφορετικών αφηγήσεων του Έμετ, του Ντάτσες και του Γούλι, αλλά και άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων που οι πρωταγωνιστές θα συναντήσουν στον δρόμο τους. Το αποτέλεσμα είναι μία έξοχη απεικόνιση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων, η οποία συμπληρώνεται και από εγκιβωτισμένες στην αφήγηση αναδρομές που εκθέτουν στον αναγνώστη το παρελθόν τους. Κάποιες φορές δε, ο συγγραφέας επιλέγει να μας αφηγηθεί το ίδιο γεγονός ιδωμένο από τη σκοπιά ενός έτερου πρωταγωνιστή του βιβλίου. Οι χαρακτήρες των τεσσάρων πρωταγωνιστών διαφέρουν τα μάλα μεταξύ τους, ωθώντας τον αναγνώστη να ταυτιστεί με όποιον από αυτούς αισθανθεί ότι πλησιάζει τη δική του ιδιοσυγκρασία. Αυτοί είναι ο ρεαλιστής και πραγματιστής Έμετ, ο εντελώς χαμένος στον κόσμο του Γούλι, ο αθώος και ανυποψίαστος Μπίλι και ο ανεύθυνος και παρορμητικός, μα πάντα χαμογελαστός Ντάτσες.

Η πένα του Amor Towles είναι ρεαλιστική και γλαφυρότατη, ενώ συχνά αποκτά και κωμική χροιά. Ο συγγραφέας ενίοτε προβαίνει σε κρίσεις για τη ζωή και για τα αναπάντεχα που μας επιφυλάσσει, καθώς και για τα δύο φύλα, ενσωματώνοντας έξυπνα στη διήγησή του αναφορές στον Σαίξπηρ, στα έργα και τους ήρωές του, στη λογοτεχνία, αλλά και στην αρχαιοελληνική μυθολογία. Ένα άκρως καλοδουλεμένο από όλες τις απόψεις βιβλίο, τόσο από εκείνη της γλώσσας –και της μετάφρασης στα ελληνικά της Ρηγούλας Γεωργιάδου– όσο και από εκείνη της υπόθεσης και της παρουσίασης των χαρακτήρων, ένα μυθιστόρημα το οποίο διαβάζεται εξαιρετικά ευχάριστα παρά το μεγάλο του μέγεθος.

Ένα έξοχο μυθιστόρημα, ταξιδιωτικού και συνάμα ψυχογραφικού χαρακτήρα, που απεικονίζει με ενάργεια τη ζωή στις ΗΠΑ στα μέσα του 20ού αιώνα.