Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Αντικαπνιστικά 1

Πέρασαν διακόσιες εβδομήντα δύο μέρες από τότε που έκοψα το τσιγάρο. Έχω συνηθίσει νομίζω, δεν υποφέρω όπως πριν, δεν σκέφτομαι ότι έκοψαν και πήραν ένα κομμάτι του κορμιού μου. Όχι δεν έχω πάψει να νιώθω τη στέρηση, δεν έχω πάψει να νιώθω ότι έχω αποκοπεί από το σύνολο του εαυτού μου: απλώς συνήθισα μια κατάσταση. πιο σωστά, αποδέχομαι πια την πικρή πραγματικότητα.
Από δω και πέρα, μέχρι το τέλος της ζωής μου, δεν πρόκειται να ξανακαπνίσω.
Αν και σκέφτομαι έτσι, είναι πολλές φορές που φαντάζομαι τον εαυτό μου να καπνίζει. Ξέρετε, όλοι έχουμε φαντασιώσεις τόσο φοβερές και αισχρές, που τις κρύβουμε ακόμη κι από τον εαυτό μας... Στη μέση ακριβώς μιας τέτοιας φαντασίωσης, κι ενώ μπορεί να ασχολούμαι με οτιδήποτε εκείνη την ώρα [...] βλέπω τον εαυτό μου να έχει ανάψει τσιγάρο και να το απολαμβάνει.
Να ποια ήταν η ουσιαστική λειτουργία του τσιγάρου στη ζωή μου: επιβράδυνε το ρυθμό της απόλαυσης και του πόνου, της επιθυμίας και της ήττας, της δυστυχίας και του ενθουσιασμού, του τώρα και του μέλλοντος. έβρισκε ανάμεσα στα καρέ που περνούν μπροστά από τα μάτια μου σε αργή κίνηση, καινούργιους δρόμους και μονοπάτια. Όταν αυτές οι δυνατότητες εξαφανίζονται, ο άνθρωπος αρχίζει να αισθάνεται λίγο γυμνός. Άοπλος κι αβοήθητος. [...]
Τώρα πια νιώθω λιγότερο συχνά τη στέρηση, όταν όμως τη νιώθω, καταλαβαίνω ότι έρχεται από κάπου πολύ βαθιά.[...]
Δεν αισθάνομαι όπως στην αρχή, το χημικό πάθος για το τσιγάρο. Νοσταλγώ την αλλοτινή κατάστασή μου όπως θα νοσταλγούσα ένα αγαπημένο φίλο, ένα πρόσωπο, θέλω να γυρίσω στον παλιό μου εαυτό. Σαν να μ' έχουν αναγκάσει να φορέσω ρούχα που δεν θέλω, να μ' έχουν αναγκάσει να γίνω άλλος άνθρωπος. Νομίζω ότι αν καπνίσω θα γυρίσω στην ορμή του παλιού μου εαυτού και της νύχτας.
Κι όταν θέλω να γυρίσω στον παλιό μου εαυτό, θυμάμαι αμυδρά ότι τότε ήμουν αθάνατος. Τότε ούτε ο χρόνος έτρεχε: όταν κάπνιζα γινόμουν καμιά φορά τόσο πολύ ευτυχισμένος ή η δυστυχία μου ήταν τόσο βαθιά, που νόμιζα ότι όλα θα έμεναν πάντα ίδια. Όσο εγώ απολάμβανα το τσιγάρο μου, ο κόσμος δεν άλλαζε ποτέ.
Έπειτα μ' έπιασε ο φόβος του θανάτου. Ο άνθρωπος που καπνίζει μπορεί ξαφνικά να πεθάνει, αυτό γράφουν με τρόπο πειστικό οι εφημερίδες. Για να μην πεθάνω, έπρεπε να αποβάλω εκείνο τον εαυτό και να γίνω κάποιος άλλος. Και το έκανα με επιτυχία. Τώρα ο εαυτός μου που άφησα πίσω, συμμάχησε με το διάβολο και με καλούν να γυρίσω στις μέρες που ο χρόνος έμεινε ακίνητος και ήταν όλα αθάνατα.
Δεν με τρομάζει το κάλεσμα.
Επειδή, όπως βλέπετε, το γράψιμο -αν σας ικανοποιεί- είναι παρηγοριά για όλες τις στενοχώριες.
Ορχάν Παμούκ (2010). Άλλα χρώματα. Αθήνα: Ωκεανίδα, σελ. 55-57

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου