Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

ὄττω τις ἔραται



Ο]ἰ μὲν ἰππήων στρότον, οἰ δὲ πέσδων
οἰ δὲ νάων φαῖσ᾽ ἐπ[ὶ] γᾶν μέλαι[ν]αν
ἔ]μμεναι κάλλιστον, ἔγω δὲ κῆν᾽ ὄτ-
τω τις ἔραται·
[5]πά]γχυ δ᾽ εὔμαρες σύνετον πόησαι
π]άντι τ[ο]ῦτ᾽, ἀ γὰρ πόλυ περσκέθοισα
κάλλος [ἀνθ]ρώπων Ἐλένα [τὸ]ν ἄνδρα
τὸν [πανά]ριστον
καλ[λίπο]ισ᾽ ἔβα ᾽ς Τροΐαν πλέοι[σα
[10]κωὐδ[ὲ πα]ῖδος οὐδὲ φίλων το[κ]ήων
πά[μπαν] ἐμνάσθη, ἀλλὰ παράγαγ᾽ αὔταν
τὰν ἀ?έκοι]σαν
Κύπρις· εὔκαμπτον γὰρ...
...
[15]κἄμε νῦν Ἀνακτορ[ίας ὀν]έμναι-
σ᾽ οὐ παρεοίσας,
τᾶ]ς κε βολλοίμαν ἔρατόν τε βᾶμα
κἀμάρυχμα λάμπρον ἴδην προσώπω
ἢ τὰ Λύδων ἄρματα κἀν ὄπλοισι
[20]πεσδομ]άχεντας.


Άλλοι το ιππικό, άλλοι το πεζικό, κάποιοι το ναυτικό ορίζουν πως είναι το ομορφότερο πράγμα πάνω στη μαύρη γη. Όμως εγώ εκείνο που καθένας ερωτεύεται.

Κι έχω εξήγηση απλή, όλοι νομίζω θα την ασπαστούν. Γιατί εκείνη, η αξεπέραστη στον κόσμο καλλονή, η Ελένη, παράτησε πανάριστον τον άντρα της κι ανέβηκε στο πλοίο για την Τροία. Ούτε που νοιάστηκε για το παιδί της, μήτε για τους γονείς της. Της συνεπήρε η Κύπρις το μυαλό.

Έτσι κι εγώ τώρα αναμνήστηκα την Ανακτορία απούσα. Πώς θα 'θελα το εράσμιο το βήμα της να δω, τη φεγγοβόλα λάμψη του προσώπου. Όχι αμάξια λυδικά και πάνοπλους πεζούς να μάχονται.
(Μετάφραση Μαρωνίτη)
***
Η αναζήτηση και ο καθορισμός του "αρίστου" και του "καλλίστου" αποτελούν αιώνια νοσταλγία του ανθρώπου, η οποία μετουσιώνεται ποιητικά σε άμεσες, σαφείς ερωτήσεις, με τις οποίες μετρείται  και προσδιορίζεται το αντικείμενο της ανθρώπινης ευδαιμονίας. Στο ποίημα όμως της Σαπφούς η έννοια του "καλλίστου" είναι αρκετά σαφώς καθορισμένη "ὄττω τις ἔραται". Έτσι το ποίημα δεν είναι μια "παρηγορητική" ωδή, ούτε ένα αληθινό εγκώμιο της Ανακτορίας, αλλά μια ομολογία πίστεως στον έρωτα, το "credo" της Σαπφούς που αναφέρεται στην πίστη της στην Αφροδίτη. (Σκιαδάς έφη)
***
Το ποίημα [...] είναι θα λέγαμε, η απάντηση της ποιήτριας στο ερώτημα τι το κάλλιστον . Η απάντηση αυτή στην αρχή κατατίθεται ως αναιρετική αφοριστική δήλωση, στη συνέχεια υποστηρίζεται με το μυθικό παράδειγμα της Ελένης και καταλήγει ως συγκεκριμένη ονομαστική αναφορά στην αγαπημένη Ανακτορία που λείπει. 
Η όλη σύνθεση συνέχεται και τροφοδοτείται από το πλαίσιο που δημιουργεί ο λαϊκός στην καταγωγή του εκφραστικός τρόπος που είναι γνωστός με τον όρο Priamel (άλλοι πιστεύουν το α, άλλοι το β, άλλοι το γ, εγώ όμως το δ. Απαριθμούνται και απορρίπτονται τα κοινώς θεωρούμενα κάλλιστα, για να εξαρθεί εμφατικότερα η κορύφωση που συνιστά η συχνά απροσδόκητη και αιρετική προσωπική επιλογή). Στην τελευταία στροφή το σχήμα αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο: το ερατεινό περπάτημα και η λάμψη του προσώπου της Ανακτορίας τίθεται για τη Σαπφώ πάνω από το εντυπωσιακό θέαμα των λυδικών αρμάτων και των πάνοπλων πεζών μαχητών. (Ανθολογία Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας ΥΠΕΠΘ)
***
Η Σαπφώ έχει προσδιορίσει "τίνα/τι έραται", δεν το έχει όμως. έτσι, μην μπορώντας να φέρει πίσω την Ανακτορία, μετουσιώνει την οδύνη της σε στίχους. Αποδέχεται την "προδοσία" της και υμνεί την  "παγκάλη φυά" της, γιατί την "έραται"
Εκείνη, ως άλλη "ωραία Ελένη", εγκαταλείπει αγαπημένα πρόσωπα για έναν άλλον / τον ...Έρωτα.
Υπάρχει άραγε στην ψυχή της το "αγκάθι" για την ...απομάκρυνση; 
Και η μια και η άλλη κάνουν σπονδή στον Έρωτα.
Για πόσον καιρό; Με πόση επίγνωση;

Πώς κανείς προδίδει "κήν' όττω έραται" ; Για ποιαν αιτία; Με ποιες συνέπειες;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου