Τετάρτη 7 Απριλίου 2021

 

Η Φράνι Στόουν ανέκαθεν ήταν ικανή να αγαπήσει αλλά ανίκανη να μείνει. Αφήνοντας πίσω της τα πάντα εκτός από τον ερευνητικό εξοπλισμό της, φτάνει στη Γροιλανδία με έναν και μοναδικό σκοπό: να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια που έχουν απομείνει στον κόσμο, στην τελευταία τους, ίσως, αποδημία στην Ανταρκτική. Η Φράνι πείθει το πλήρωμα ενός αλιευτικού σκάφους να την πάρει μαζί του και έτσι σαλπάρουν ενώ απομακρύνονται όλο και περισσότερο από τη στεριά και την ασφάλεια. Καθώς όμως η ιστορία της Φράνι αρχίζει να ξετυλίγεται -ένας παθιασμένος έρωτας, μια απούσα οικογένεια, ένα ολέθριο έγκλημα- γίνεται ξεκάθαρο ότι κυνηγάει πολλά περισσότερα από τα πουλιά. Όταν τα σκοτεινά μυστικά της Φράνι αποκαλύπτονται, θα κληθεί να αποφασίσει τι είναι διατεθειμένη να ρισκάρει για μια ακόμα ευκαιρία εξιλέωσης.

Επικό και βαθύ, σπαρακτικό και λυτρωτικό, το "Πριν χαθούν τα πουλιά" είναι μια ωδή στους άγριους τόπους και σε έναν κόσμο που χάνεται, αλλά και μια ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, που κόβει την ανάσα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Δεν είναι η αγάπη ούτε ο φόβος. Είναι η ερημιά εντός μου που απαιτεί να επιβιώσω

Μια ωδή στους άγριους τόπους και τα πλάσματα που τώρα απειλούνται, και μια επική ιστορία για τη δυνατότητα της ελπίδας πέρα από κάθε πρόβλεψη. Ένα άγριο, καθηλωτικό και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα.

Μπορεί να φανταστεί κανείς από εμάς πώς θα ήταν ο κόσμος μας χωρίς τα ζώα και τα πουλιά; Ίσως ακούγεται ουτοπικό ή ακόμη και απίθανο να συμβεί, όμως ας σκεφτούμε πόσα και πόσα απίθανα σενάρια έχουν πραγματοποιηθεί σε τούτο τον πλανήτη.
Στο μυθιστόρημα της Charlotte McConaghy που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, αυτό είναι μια πραγματικότητα, καθώς πολλά είδη ζώων και πτηνών έχουν εξαφανιστεί ή βρίσκονται υπό εξαφάνιση. Η αγάπη της Φράνι Στόουν για τα πουλιά ξεκινάει από την παιδική της ηλικία, όταν είχε καταφέρει να κάνει φίλους της τα κοράκια, να τα ταΐζει και κείνα να της φέρνουν διάφορα δώρα που φυλούσε με ευλάβεια. Η συνεχής αναζήτησή της για ένα σκοπό στη ζωή της, η εσωτερική ανάγκη για εξερεύνηση και ελευθερία την οδήγησαν στο να επιβιβαστεί σε ένα αλιευτικό σκάφος ώστε να ακολουθήσει τα τελευταία αρκτικά γλαρόνια στον κόσμο, ως τη Γροιλανδία.


Μέσα από την προσωπική της αφήγηση ξετυλίγεται σιγά σιγά το κουβάρι των αναμνήσεών της, και ο αναγνώστης ανακαλύπτει ένα βαθιά πληγωμένο πλάσμα που από μικρό παιδί συνεχώς αναζητάει την αγάπη, την οποία εύκολα της δίνεται αλλά η ίδια δεν αφήνει τον εαυτό της να την απολαύσει.


Οι τόσο διαφορετικοί άνθρωποι του πληρώματος, ο καθένας με τις ιδιαιτερότητές του, προσπαθούν να την καταλάβουν, να μάθουν το λόγο που μια νέα γυναίκα αποφασίζει να εγκαταλείψει την προηγούμενη ζωή της και να ακολουθήσει τα αποδημητικά πουλιά σε ένα ταξίδι γεμάτο κινδύνους, με τους πάγους της Ανταρκτικής να δυσκολεύουν την πορεία τους -οι εικόνες που δημιουργούνται κατά την ανάγνωση είναι τόσο ζωντανές και καθηλωτικές που αισθάνεσαι την παγωνιά να σε τυλίγει- αλλά και ένα σωρό αστάθμητους παράγοντες να εμποδίζουν την επιτυχία του εγχειρήματος.
Ο αινιγματικός καπετάνιος Ένις, απρόσιτος στην αρχή μα όσο ξετυλίγεται η ιστορία γίνεται από τους αγαπημένους ήρωες, μπορεί φαινομενικά να διαφέρει πολύ από τη Φράνι, όμως στην ουσία είναι ο μόνος που την καταλαβαίνει και έχει τόσα κοινά στοιχεία μαζί της.


Μια μοναδική περιπέτεια που θυμίζει την Οδύσσεια, τη συνεχή αναζήτηση για ένα σκοπό, που δίνει όμως ελπίδα ότι δεν μπορεί να χαθούν τα πουλιά αν προσπαθήσουμε εμείς οι άνθρωποι να αντιληφθούμε τη σημασία που έχουν για τη συνέχιση του ανθρώπινου είδους.
Ένα μυθιστόρημα βαθιάς εσωτερικής αναζήτησης, τόσο ατμοσφαιρικό και γεμάτο αγωνία μέχρι την τελευταία σελίδα. [Ιουλία Ιωάννου]

«Έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα της Climate Fiction εδώ (για τους φίλους: cli-fi), του υποείδους δηλαδή της Επιστημονικής Φαντασίας που μελετά τον κόσμο τού αύριο, με άλλα λόγια τον κόσμο που ο άνθρωπος (πρέπει να σταματήσει να) φτιάχνει σιγά-σιγά. (...) Όσοι αναγνώστες φοβούνται ή δεν γνωρίζουν το είδος, ας το τολμήσουν: δεν είναι ένα cli-fi που αφορά το απώτατο μέλλον, δεν είναι ένα μετα-αποκαλυπτικό βιβλίο ? διαδραματιζόμενο στο πολύ κοντινό μέλλον, το Πριν χαθούν τα πουλιά δυστυχώς αφορά το παρόν μας». (Κυριάκος Αθανασιάδης, bookpress.gr, 06/03/2020)

Για βιβλιοπαρουσίαση κριτική βλ. εδώ και εδώ και ιδιαίτερα την εξαιρετική κριτική του Κυριάκου Αθανασιάδη εδώ





Απόσπασμα από το βιβλίο


«Όταν ήμουν έξι ετών, η μητέρα μου καθόταν μαζί μου στον πίσω κήπο του σπιτιού μας και βλέπαμε τα κοράκια να κουρνιάζουν στην τεράστια ιτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες τα μακριά, κρεμαστά φύλλα γίνονταν κάτασπρα σαν το χιόνι στο χώμα, ή σαν τα αραιά μουστάκια κάποιου αρχαίου, και τα κοράκια που κρύβονταν ανάμεσά τους ήταν έντονα σημάδια από κάρβουνο. Για μένα ήταν η παρουσία κάτι βαθυστόχαστου, αν και στα έξι μου δεν ήξερα τι ήταν αυτό. Κάτι σαν τη μοναξιά ή το αντίθετό της. Ήταν ο χρόνος και ο κόσμος· ήταν οι αποστάσεις που μπορούσαν να διασχίσουν πετώντας και τα μέρη στα οποία δεν γινόταν να τα ακολουθήσω ποτέ. 


Η μαμά μου είπε να μην τα ταΐζω, αλλιώς θα γίνονταν επικίνδυνα, όμως όταν πήγαινε μέσα εγώ τα τάιζα. Τους έδινα τις κόρες από το ψωμί μου ή κομμάτια από το κέικ πορτοκάλι του κυρίου Χέιζελ, που τα έκρυβα προσεκτικά στις τσέπες μου και μετά τα σκορπούσα με τρόπο στο παγωμένο έδαφος. Τα κοράκια άρχισαν να περιμένουν τα κεράσματα και πλησίαζαν συχνότερα· σύντομα έρχονταν καθημερινά. Κούρνιαζαν στην ιτιά και παρακολουθούσαν πότε θα ρίξω ψίχουλα. Ήταν δώδεκα. Μερικές φορές λιγότερα, αλλά ποτέ περισσότερα. Περίμενα ώσπου η μαμά να καταπιαστεί με κάτι κι ύστερα ξεγλιστρούσα έξω, εκεί όπου με περίμεναν. 

Τα κοράκια άρχισαν να με ακολουθούν. Αν περπατούσαμε ως τα μαγαζιά, πετούσαν μαζί μας και κούρνιαζαν στις στέγες των σπιτιών. Όταν τριγύριζα στις ξερολιθιές των λόφων, έκαναν κύκλους πάνω από το κεφάλι μου. Με συνόδευαν στο σχολείο και περίμεναν στα δέντρα να τελειώσω τη μέρα μου. Ήταν οι μόνιμοι σύντροφοί μου και η μητέρα μου, επειδή ίσως διαισθανόταν πως είχα ανάγκη να είναι το μυστικό μου, παρίστανε διαρκώς ότι δεν πρόσεχε το αφοσιω­μένο μαύρο μου σύννεφο.

Μια μέρα τα κοράκια άρχισαν να μου φέρνουν κι αυτά δώρα. Άφηναν στον κήπο ή έριχναν κοντά στα πόδια μου πετρούλες ή γυαλιστερά περιτυλίγματα από γλυκά. Συνδετήρες και παραμάνες, κοσμήματα ή σκουπιδάκια, μερικές φορές κοχύλια ή πετρώματα ή κομμάτια πλαστικού. Τα έβαζα σ’ ένα κουτί που χρόνο με τον χρόνο γινόταν και μεγαλύτερο. Ακόμα κι όταν ξεχνούσα να ταΐσω τα πουλιά, αυτά μου έφερναν δώρα. Ήταν δικά μου κι ήμουν δική τους κι αγαπιόμασταν. 

Αυτό συνεχίστηκε επί τέσσερα χρόνια καθημερινά, χωρίς καμιά εξαίρεση. Μέχρι που άφησα όχι μόνο τη μητέρα μου, αλλά και τις δώδεκα αδελφές ψυχές μου. Μερικές φορές τα ονειρεύομαι να περιμένουν σ’ εκείνο το δέντρο για ένα κορίτσι που δεν θα έρθει ποτέ, φέρνοντας το ένα πολύτιμο δώρο μετά το άλλο που μετά απόμενε ανεπιθύμητο στο γρασίδι».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου