Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΧΕΡΤΑ ΜΥΛΕΡ (2011), Η ΑΛΕΠΟΥ ΗΤΑΝ ΚΑΙ ΤΟΤΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ, Μετάφραση Κώστας Κοσμάς, Αθήνα: Καστανιώτης

Ρουμανία, τέλη της δεκαετίας του '80: Η Αντίνα είναι μια μελαγχολική αλλά αποφασιστική δασκάλα, η Κλάρα μια ωραία, ξέγνοιαστη εργάτρια σ' ένα εργοστάσιο συρμάτων, και οι δυο τους κάτι περισσότερο από στενές φίλες. Τυχαίνει όμως να ζουν σε μια από τις σκληρότερες δικτατορίες της Ευρώπης, όπου η φιλία μετατρέπεται σε εργαλείο της Σεκουριτάτε, ο έρωτας αποτελεί συνώνυμο του άγχους και οι καλύτεροι αναγνώστες της ποίησης τελικά είναι οι πράκτορες του Τσαουσέσκου, που ψάχνουν ανάμεσα στις γραμμές για απαγορευμένα μηνύματα. Κάτι όμως συνδέει τους συνταξιούχους που προσπαθούν να ξεχάσουν την πείνα τους, τους γιατρούς που μιλούν για αυτοκτονίες ασθενών τους και τους πράκτορες της Σεκουριτάτε στις μικροαποτυχίες τους: η φράση "δε βαριέσαι" συνοψίζει τον φόβο, την κρυφή απειλή και την παραίτηση, και πλαισιώνει ολόκληρο το μυθιστόρημα, από το μότο της αρχής μέχρι το καταληκτικό του κεφάλαιο. Κι όταν το καθεστώς θα καταρρεύσει, κάποιοι από τους φίλους θα παραμείνουν εξαφανισμένοι, ο διευθυντής θα γίνει αρχιεργάτης και ο αρχιεργάτης διευθυντής, φυσικός υπεύθυνος για την αλλαγή και τον εκδημοκρατισμό: η αλεπού θα παραμείνει ο κυνηγός... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Δε βαριέσαι, δε βαριέσαι, 
σκέφτηκα, δε βαριέσαι [το αρχικό μότο που επαναλαμβάνεται από όλους τους ήρωες του βιβλίου]
Ό,τι γυαλίζει βλέπει κιόλας
"Η μπούκλα στο μέτωπο γυαλίζει. Βλέπει τη χώρα κάθε μέρα. Το κάδρο του δικτάτορα κάθε μέρα στην εφημερίδα είναι τόσο μεγάλο όσο και το μισό τραπέζι. Κάτω από την μπούκλα στο μέτωπο, το πρόσωπο είναι σαν δυο χέρια όταν η Αντίνα τα κρατάει με την ανάστροφη το ένα δίπλα στο άλλο και κοιτάζει το κενό, ξανακαταπίνοντας την ίδια της την ανάσα.
Το μαύρο στο μάτι του δικτάτορα είναι όπως το νύχι στον αντίχειρα όταν ο αντίχειρας λυγίζει χωρίς να θέλει να πιάσει κάτι. Το μαύρο στο μάτι βλέπει κάθε μέρα τη χώρα από την εφημερίδα".
Το μέσα του ουρανού ... μια κακοφορμισμένη ποδάγρα
"Όποιος γνωρίζει το ποτάμι έχει δει το μέσα του ουρανού, λένε οι ψαράδες. Όταν σκοτεινιάζει η πόλη, το ρολόι στο καμπαναριό δεν μπορεί να μετρήσει την ώρα. Η πλάκα του ρολογιού ασπρίζει, μια λάμψη ξεκολλάει και πέφτει στο πάρκο. Τότε τα λεπτά πριονωτά φύλλα της ακακίας μοιάζουν με λοφία. Οι δείκτες πηδούν, το βράδυ δεν τους πιστεύει. Η λευκή λάμψη δεν διαρκεί για πολύ.
Όση ώρα διαρκεί η λευκή λάμψη, οι ψαράδες ξαπλώνουν ο ένας δίπλα στον άλλον, μπρούμυτα. Κοιτάζουν τον ποταμό. Ο ποταμός δείχνει σε΄όποιον γνωρίζει, για όση ώρα κρατάει η λευκή λάμψη, λένε οι ψαράδες, μια κακοφορμισμένη ποδάγρα. Αυτό είναι το μέσα του ουρανού. Η ποδάγρα βρίσκεται στη μέση του νερού, όχι στον πάτο. Έχει τόσα πολλά φορέματα, που φτάνουν από τη μία γέφυρα ως την άλλη. Είναι τα φορέματα των πνιγμένων. λένε οι ψαράδες".
Ο φόβος μελίγκρα
"Όταν κάθεσαι πολλή ώρα στο καφέ, ο φόβος στρογγυλοκάθεται και περιμένει. Κι αν αύριο ξανάρθεις, εκείνος βρίσκεται ήδη εκεί που πας να καθίσεις. Είναι μελίγκρα στο κεφάλι, δεν φεύγει. Αν μείνεις πολλή ώρα, κάθεται εκεί και κάνει την ψόφια".
Η τριχιά του αυτόχειρα και το σφαγείο
"Ο άντρας που μύριζε χορτάρι άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι του κρεμασμένου και είπε, κρίμα την τριχιά. Δεν την έκοψε, μόνο χαλάρωσε λίγο τη θηλιά, και ο σιδηρουργός έπεσε κάτω. Η πέτσινη ποδιά του λύγισε καθώς έπεσε. Ο κρεμασμένος δεν λύγισε, χτύπησε με τον ώμο στο πάτωμα, το κεφάλι του έμεινε αλύγιστο. Ο άντρας που μύριζε χορτάρι έλυσε τον κόμπο, έπιασε την τριχιά με τον αντίχειρα και τον δείκτη και την τύλιξε ανάμεσα στην παλάμη και στον αγκώνα. Την έδεσε κόμπο με το κομμάτι που περίσσεψε, την τριχιά θα τη χρειαστούμε στο σφαγείο, είπε".

Οι μυρμηγκιές των παιδιών & το παιχνίδι της πείνας
"Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται το άρπαγμα, το σκούντηγμα, και η κλωτσιά, το ζούληγμα και το ζόρισμα, το μίσος όταν σπρώχνονται κι έρχονται στα χέρια. Στις μυρμηγκιές των παιδιών κρύβονται ο άτολμος έρωτας που το βάζει στα πόδια, η πονηριά των μητέρων και των πατεράδων, των συγγενών και των γειτόνων και των ξένων".
"Εκεί τα παιδιά ξεριζώνουν τα χορταράκια και τα ρουφάνε, έτσι, για παιχνίδι. Και το παιχνίδι είναι η πείνα. Τα πνευμόνια τους αναπτύσσονται αργά, το γάλα από τα χορτάρια ταΐζει τα βρώμικα δάχτυλα, τις μυρμηγκιές. Τα πρώτα τους δόντια όχι, αυτά τα χάνουν. Δεν κουνιούνται για πολύ, πέφτουν στα χέρια τους καθώς μιλούν. Τα παιδιά πετάνε, σήμερα ένα, αύριο ένα, πίσω από την πλάτη τους, στα χόρτα. Όσο τα δόντια είναι στον αέρα, τα παιδιά φωνάζουν:\
Ποντικέ, ποντικέ, φέρε μου καινούργιο δόντι,
να σου δώσω το παλιό.
Μόλις το δόντι χαθεί στο αβέβαιο σημείο μες στα χορτάρια, τότε μόνο κοιτάζουν πίσω τους και αυτό το λένε παιδική ηλικία. 
Ο ποντικός παίρνει το δοντάκι και βάζει άσπρα πλακάκια στους διαδρόμους κάτω από την πολυκατοικία. Καινούργια δόντια δεν φέρνει".
Τα μανταλάκια της ...ανταλλακτικής κοινωνίας
"Οι λεύκες κιτρινίζουν εξαιτίας του εργοστασίου, εκεί όπου οι γυναίκες φτιάχνουν κόκκινα γιογιο και πράσινα μανταλάκια. Οι γυναίκες αδυνατίζουν και βήχουν, και οι λεύκες κιτρινίζουν. Οι γυναίκες του εργοστασίου φοράνε χοντρά εσώρουχα, και το καλοκαίρι με μπατζάκια μέχρι τα γόνατα και λάστιχα. Κρύβουν κάθε μέρα τόσα μανταλάκια στα εσώρουχά τους, μέχρι που τα πόδια τους και οι κοιλιές τους έχουν παραγεμίσει τόσο, ώστε τα μανταλάκια να μην χτυπούν αναμεταξύ τους καθώς περπατούν. Και στο κέντρο, στην Πλατεία της Όπερας, τα παιδιά των γυναικών κουβαλούν τα μανταλάκια στους ώμους τους, πιασμένα σε σκοινιά, τα ανταλλάσσουν με κάλτσες, τσιγάρα ή σαπούνια. Τον χειμώνα οι γυναίκες κρύβουν στα εσώρουχά τους και γιογιό γεμάτα με μανταλάκια. Κάτω από τα παλτά τους δεν φαίνονται".
Οι χνουδωτές μπάλες από τα γαϊδουράγκαθα είναι για τα μαξιλάρια των νεκρών
"Εκεί που στο νερό πλέουν μαξιλαράκια από το χνούδι που βγάζουν τα φυτά. Εκεί που οι άνθρωποι μετρούν αυτά τα μαξιλαράκια και ξέρουν ότι ο Δούναβης, για κάθε έναν που σκοτώνεται, έχει στα κύματά του για τρεις μέρες κι από ένα μαξιλαράκι, και για τρεις μέρες μια λάμψη στα κύματα, σαν πολλά κεριά μαζί. Οι άνθρωποι στον νότο ξέρουν τον αριθμό των νεκρών. Τα ονόματα των νεκρών και τα πρόσωπά τους δεν τα ξέρουν".
Οι θεριζοαλωνιστικές μηχανές είναι ψηλές, λέει ο οδηγός, αυτό είναι καλό, αν κάθεσαι ψηλά, δεν βλέπεις τους νεκρούς μέσα στα στάχυα.
Η περίοδος του καρπουζιού και οι εφημερίδες
"Όταν οι γυναίκες φορούν βαμβάκι ανάμεσα στους μηρούς τους, έχουν στην κοιλιά τους το αίμα του καρπουζιού. Κάθε μήνα, η περίοδος των καρπουζιών και το βάρος των καρπουζιών είναι που πονάει. 
Με το αίμα του καρπουζιού κάθε γυναίκα μπορεί να τυλίξει όποιον άντρα θέλει, λέει η Κλάρα. Στο εργοστάσιο συρμάτων οι γυναίκες λένε η μία στην άλλη πώς ανακατεύουν το αίμα του καρπουζιού στην ντοματόσουπα των αντρών, αργά το απόγευμα, μία φορά το μήνα."
"Πάνω από το καζανάκι είναι ένας μικρός φεγγίτης χωρίς τζάμι, σκεπασμένος μόνο με ιστούς αράχνης. Στον ιστό δεν κάθονται ποτέ αράχνες, τις διώχνει το καζανάκι. Μονάχα μια αχτίδα φως πηγαίνει και κάθεται κάθε μέρα στον τοίχο και τις κοιτάζει όλες να τρίβουν το χαρτί της εφημερίδας στα χέρια τους, μέχρι τα γράμματα να ξεθωριάσουν και τα δάχτυλα να βάψουν, Το τριμμένο χαρτί της εφημερίδας δεν γδέρνει τα σκέλια".
"Η καθαρίστρια επιτρέπεται να κόβει μόνο τις τελευταίες σελίδες της εφημερίδας, τα ρεπορτάζ, τα αθλητικά και το πρόγραμμα της τηλεόρασης. Τις πρώτες σελίδες πρέπει να τις δίνει στον διευθυντή, μπαίνουν στη συλλογή του γραμματέα του κόμματος."
Απαγορεύονται οι γάμοι
"Η γαμήλια πομπή είναι μικρή. Ακολουθεί πίσω από το τρακτέρ και πίσω από τους μουσικούς. Στον πρώτο δρόμο πίσω από το ανάχωμα του σταδίου είναι η Εστία της Νεολαίας, εκεί είναι το δημαρχείο. Κατά μήκος της γαμήλιας πομπής περπατούν έξι αστυνομικοί. Δεν τους έχει καλέσει κανείς, ήρθαν από μόνοι τους, οι γάμοι απαγορεύονται, είπαν, επειδή απαγορεύονται οι συγκεντρώσεις",
Τα καινούργια ρούχα του δικτάτορα
"Ο δικτάτορας φοράει κάθε μέρα καίνούργια εσώρουχα, είπε η κόρη της υπηρέτριας. Καινούργιο κοστούμι, καινούργιο πουκάμισο, καινούργια γραβάτα, καινούργιες κάλτσες, καινούργια παπούτσια. Όλα σφραγισμένα σε διαφανείς σάκους, είχε πει η γυναίκα του αξιωματικού από την πρωτεύουσα, μην τυχόν και τα δηλητηριάσει κανείς. Και τον χειμώνα, κάθε πρωί, καινούργιο κασκόλ, καινούργιος γούνινος σκούφος ή καπέλο. Λες και όλα όσα είχε φορέσει την προηγούμενη είχαν ξαφνικά μικρύνει, επειδή μέσα στην ησυχία της νύχτας η εξουσία μεγαλώνει",

Κυνηγώντας τη μνήμη και το μελάνι

Η Αντίνα, η πρωταγωνίστρια του βιβλίου, είναι μια νέα καθηγήτρια που ζει στη Ρουμανία του Τσαουσέσκου. Με οξυμμένη ευαισθησία, παρακολουθεί τη ζωή, τη δική της και του περίγυρου, να απειλείται, ενόσω περιμένει τα γράμματα του αγαπημένου της Ίλιε. Ο Ίλιε βρίσκεται στον Νότο, φοράει στρατιωτική στολή και πολεμάει κατά του καθεστώτος. Βρισκόμαστε στο έτος 1989.

Στην άλλη πλευρά του Δούναβη, ο θάνατος δεν μυρίζει μπαρούτι αλλά σναπς. Εκεί ζουν όσοι πίνουν από το πρωί, κάνουν κεφάλι για να ξεχάσουν τους πυροβολισμούς, καλλιεργούν τα χωράφια τους και μουρμουρίζουν άψυχα «δε βαριέσαι». Ο ολοκληρωτισμός έχει θερίσει και θερίζει ακόμα στο διάβα του, ο φόβος διαφεντεύει και παραλύει.

Στο μεταξύ, η μυστική αστυνομία, η Σεκουριτάτε, εκτελεί σε όλη τη χώρα χρέη «υπηρεσίας δωματίου» και «καθαρίζει». Οι πράκτορες, σε κάθε τους επίσκεψη, αφήνουν σαδιστικά σημάδια. Η Αντίνα παρατηρεί πως η γούνα της αλεπούς στο πάτωμα του σπιτιού της κάθε φορά συρρικνώνεται. Αφαιρούν κι από ένα της κομμάτι. Όσο η γούνα της αλεπούς μικραίνει, τόσο η «μπούκλα του δικτάτορα» μακραίνει, κατακλύζοντας προπαγανδιστικά την οθόνη και κοσμώντας υποχωρητικά όλο και περισσότερες κορνίζες.

Σε αυτό το αλληγορικό, συμβολικό πλαίσιο κινείται το μυθιστόρημα της Γερμανίδας, ρουμανικής καταγωγής, Χέρτα Μύλερ (γεν. 1953). Τα μέρη, ως δείκτες συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων –π.χ. η αιματηρή μαζική διαδήλωση στην Τιμοσοάρα–, δεν κατονομάζονται, παραμένουν κεκαλυμμένα μες στην ποιητική αχλή. Η συγγραφέας εισάγει στο βιβλίο πολλά στοιχεία της ζωής της, βιογραφικές πληροφορίες που ενσωματώνει με μυθοπλαστική μαεστρία στην υπαινικτική της πρόζα.

Γνωρίζουμε πως η Χέρτα Μύλερ βρέθηκε στο στόχαστρο του καθεστώτος Τσαουσέσκου εφόσον ο πατέρας της είχε υπηρετήσει στα Ες Ες. Μετά τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η μητέρα της, μία από τις πολλές Γερμανορουμάνες που απελάθηκαν στη Σοβιετική Ένωση το 1945, είχε περάσει πέντε χρόνια σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Όπως έγραψε η συγγραφέας στο δοκίμιό της Sich und tötet το 2003, το καθεστώς Τσαουσέσκου την είχε μετατρέψει για χρόνια σε «αντικείμενο ανθρωποκυνηγητού». Κι όπως εξομολογήθηκε το 2009, στο δοκίμιό της Die Securitate ist noch im Dienst, το περιστατικό με την αλεπού ήταν αληθινό, αποτελούσε μέθοδο εκβιασμού της Σεκουριτάτε.

Στον αντίποδα της Αντίνα, η καρδιακή της φίλη Κλάρα, που επιλέγει να ζήσει εντός γραμμής. Αυτή η όμορφη νεαρή, εργάτρια σε εργοστάσιο συρμάτων, πέφτοντας στην ερωτική παγίδα θα συνάψει σχέση με τον παντρεμένο δικηγόρο Πάβελ, που πρώτα την αφήνει έγκυο κι έπειτα μεσολαβεί για την έκτρωση (οι εκτρώσεις είχαν απαγορευτεί από το καθεστώς). Ο Πάβελ είναι όργανο, ανακριτής, υπαίτιος για τον θάνατο συμπατριωτών της. Τότε η Αντίνα ξεσπά με οργή, για εκείνην η Κλάρα είναι μια ξένη, δεν υπάρχει επιστροφή.

Με την κατακρεούργηση της φιλίας των γυναικών –δεν θα μπορούσαν ποτέ, και να το ήθελαν ακόμη, να ζήσουν στην ίδια γη–, κορυφώνεται η τραγική μοίρα των κατατρεγμένων, η μοίρα να μην ανήκουν πουθενά, ούτε καν ο ένας στον άλλο.

Στο βιβλίο Η αλεπού ήταν και τότε ο κυνηγός, που μετέφρασε ωραία από τα γερμανικά ο Κώστας Κοσμάς, απεικονίζεται η κλειστοφοβική ιστορία μιας κοινωνίας που υπόκειται στη διαφθορά του κρατικού μηχανισμού, καταστρέφεται, εξαχρειώνεται, σωπαίνει, υποφέρει από τα τραύματά της. Αποτυπώνεται όμως και η ανατροπή, ο τρόπος που η αλεπού από θήραμα γίνεται, ή μπορεί τελικά να γίνει, ο κυνηγός.

Η αφήγηση της Μύλερ είναι γραμμική, περιγράφει όμως τα συμβάντα θραυσματικά, υπονομεύοντας την ενότητα της πλοκής. Στην ιστορία της φιλίας που διακόπτεται, όπως τη χώρα διαιρεί στα δύο ο Δούναβης, παρεμβάλλονται σκηνές από τη ρουμανική ζωή της επαρχίας και της πόλης, αναμειγνύονται οι μυρωδιές των καρπών με των πτωμάτων, παράλληλα παρεισδύει μια ανάκριση, παρεισφρέουν συνομιλίες ή παραληρήματα δευτερευόντων ηρώων.

Όλα αυτά μάλλον περιπλέκουν την υπόθεση. Ίσως γιατί η Χέρτα Μύλερ δεν θέλει να διηγηθεί μία και μόνο ιστορία, όσο την αδυναμία να ειπωθεί μια ιστορία ολόκληρη σε εποχή δικτατορίας. Οι ιστορίες είναι αρκετές και μισοειπωμένες και συνδέονται μεταξύ τους κλιμακωτά. Οπότε το στοίχημα δεν φαίνεται να είναι η αφηγηματική δεινότητα, όσο ο γλωσσικός χειρισμός: η Μύλερ κατασκευάζει αριστοτεχνικές ποιητικές εικόνες, αναπαριστά αισθήσεις (κυρίως τον φόβο), επαναλαμβάνει στον αναγνώστη ξανά και ξανά πως τα νοήματα εγκαταβιώνουν στα διάστιχα.

Άλλωστε η Χέρτα Μύλερ τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ γιατί, «με την ποιητική της προσήλωση και την ακρίβεια της πρόζας της, αναπαριστά τη γη των στερημένων».

Στον ποιητικό της καμβά, οι στερημένοι πατρίδα είναι σχεδόν διάτρητοι, διάφανοι, αέρινοι. Αν δεν συγκινούν με τη σαρκική τους στιβαρότητα και δεν πείθουν αντιστοίχως για το ψυχικό τους σθένος, επιβραβεύουν την ανάγνωση με την ενορατική τους, αβαρή, δύναμη.

Η Γερμανίδα συγγραφέας είναι η δωδέκατη γυναίκα που τιμάται με το Βραβείο Νόμπελ, μετά τη Σουηδή Salma Lagerlöf (1909). Βραβεύεται μάλιστα το 2009, την επέτειο των είκοσι χρόνων από την πτώση του Τείχους.

Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά της Μετέωροι ταξιδιώτες και Άγγελος της πείνας.

Δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7-6-2011)
Αντλήθηκε από εδώ


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου