Τετάρτη 14 Απριλίου 2021

ULRICH ALEXANDER BOSCHWITZ (2019), Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ, Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου, Αθήνα: Κλειδάριθμος

 


Ένα λογοτεχνικό ντοκουμέντο που εκδόθηκε πρώτη φορά το 1939 και αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη σε μυθιστόρημα μαρτυρία για τη "Νύχτα των Κρυστάλλων". Θεωρούνταν χαμένο, μέχρι που το χειρόγραφο-θησαυρός βρέθηκε πρόσφατα στη Γερμανική Εθνική Βιβλιοθήκη και ανασύρθηκε στο φως της δημοσιότητας.

«Για εμάς τους Εβραίους η ζωή απαγορεύεται», είπε ο Ζίλμπερμαν. «Τι θα κάνετε; Θα υπακούσετε στην απαγόρευση;»

Ο Ότο Ζίλμπερμαν, Εβραίος επιχειρηματίας και διακεκριμένο μέλος της κοινωνίας, χάνει το σπίτι και την επιχείρησή του εξαιτίας των πογκρόμ του Νοεμβρίου του 1938. Μ' έναν χαρτοφύλακα γεμάτο χρήματα, που κατάφερε τελευταία στιγμή να διασώσει, προσπαθεί να περάσει παράνομα τα σύνορα, αλλά αποτυγχάνει και αναζητά καταφύγιο στα τρένα. Αρχίζει να ταξιδεύει ασταμάτητα, χωρίς προορισμό, περνώντας τις μέρες του σε βαγόνια, αποβάθρες, σταθμούς, εστιατόρια και αίθουσες αναμονής...

Οι συναντήσεις και οι γνωριμίες που κάνει στα κουπέ των τρένων είναι οι συγκλονιστικές στιγμές αυτής της ατέρμονης φυγής που, κάποια στιγμή, τερματίζεται απότομα. [οπισθόφυλλο βιβλίου]


"Το βιβλίο επικεντρώνεται στις περιπέτειες του γερμανοεβραίου επιχειρηματία Ότο Ζίλμπερμαν, ενός α-τυπικού άντρα της εποχής που είδε τη ζωή του να κατακρημνίζεται από το βάραθρό της με την έλευση του ναζισμού. Ο Ζίλμπερμαν, σεπτό μέλος της κοινωνίας, μαζί με την γυναίκα του, Έλφριντε, γνώρισε από κοντά τα περίεργα χρόνια του Βερολίνου κατά τη δεκαετία του ’30. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, ο μοντερνισμός, η ελευθεριότητα, αλλά και οι αντιπαλότητες που απονέκρωσαν τις πολιτικές δυνάμεις και άνοιξαν την πόρτα στον Χίτλερ, του ήταν απόλυτα γνωστές.

Παρά ταύτα, ίσως επειδή η προσωπικότητα και η θέση του στην κοινωνία δεν ενέπιπταν στην τυπική προπαγάνδα των ναζί κατά των Εβραίων, δεν αποφάσισε να εγκαταλείψει άρον άρον τη βολή του. Είναι προφανές πως δεν περίμενε ότι μέσα σε μια νύχτα θα γινόταν φυγάς. Έχασε το σπίτι του, την επιχείρησή του και υπό το φόβο να γίνει βορά στις άγριες διαθέσεις των ναζιστών αναγκάστηκε να βάλει σε μια βαλίτσα όσα χρήματα μπορούσε να διασώσει από την περιουσία του και να τραπεί σε άτακτη φυγή. Οι σελίδες του βιβλίου όπου βλέπουμε τον Ζίλμπερμαν να σέρνεται σαν φοβισμένη σκιά στους καπνισμένους δρόμους του Βερολίνου, είναι άκρως υποβλητικές. Δεν χωράει αμφιβολία: βρισκόμαστε ακριβώς στην πιο καθοριστική στιγμή. Ο Ζίλμπερμαν φεύγει από το σπίτι του σαν κυνηγημένος το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938. Είναι η νύχτα που έμεινε στην ιστορία ως «Νύχτα των Κρυστάλλων». 

Ακόμη και σ’ αυτή τη δεινή κατάσταση, όμως, ο Ζίλμπερμαν αποδεικνύεται εξόχως ευφάνταστος. Αντί για περιδεές ανθρωπάκι, ο Μπόσβιτς μάς τον εμφανίζει ευφάνταστο, διορατικό και με λάμψεις μαύρου χιούμορ. Ως άλλος καφκικός ήρωας, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποξενωθεί εντελώς από την εβραϊκή ρίζα του, περικόπτει το όνομά του με το αποτέλεσμα, ωστόσο, να είναι επισφαλές. Από τρένο σε τρένο κι από πόλη σε πόλη, ο Ζίλμπερμαν βιώνει τη ζωή του ως πλάνης. Έρχεται σε επαφή με ένα ετερόκλιτο πλήθος ανθρώπων και τούτη η παράξενη συνάφεια δίνει την ευκαιρία στον Μπόσβιτς να ανοίξει την οπτική γωνία του μυθιστορήματος και να μας δώσει μια γενικότερη εικόνα της εποχής. 

Από το μυθιστόρημα παρελαύνουν κυνικοί κερδοσκόποι (όπως ο πρώην συνεργάτης του Ζίλμπερμαν που εξελίχθηκε σε μέλος του ναζιστικού κόμματος), γραφειοκράτες που βαυκαλίζονταν ότι έκαναν απλώς το καθήκον τους, ξένοι επιχειρηματίες που είτε αγνοούσαν είτε δεν ήθελαν να δουν τους διωγμούς των Εβραίων, έως και αλτρουιστές κομμουνιστές που δεν δίσταζαν να σώσουν από τα νύχια των ναζιστών ακόμη και τους ταξικούς τους εχθρούς (όπως συνέβη στην περίπτωση του πρωταγωνιστή μας).

Ο Μπόσβιτς αποδεικνύεται μάστορας του ρυθμού. Ενόσω κορυφώνει την πλοκή, ανεβάζει βαθμιαία και την ένταση στον εσωτερικό κόσμο του Ζίλμπερμαν, ο οποίος δεν μπορεί να αντέξει ούτε καν το θόρυβο που κάνουν τα τρένα πάνω στις ράγες. Ακολουθώντας κινηματογραφικές τεχνικές, ο Μπόσβιτς μάς παραδίδει τον ήρωα εντελώς εξουθενωμένο και καταπτοημένο. Τριγύρω του και μέσα του η τανάλια του φόβου περισφίγγει. Οι τελευταίες σκηνές του βιβλίου μοιάζουν με ανηλεές κρεσέντο. Οι λέξεις πέφτουν σαν καταιγίδα, η μια εικόνα είναι πιο δυνατή από την προηγούμενη. Αυτό που διαβάζεις μοιάζει να βγαίνει από θρίλερ, από βιβλίο κατασκοπείας, από περιπετειώδες ανάγνωσμα ή από το πιο σκοτεινό κατάστιχο της Ιστορίας. Εντέλει: είναι σαν να αναδύονται όλοι οι φόβοι του ανθρώπου που υφίσταται τα επίχειρα κάπου πράγματος που τον ξεπερνάει. 

Ο Ταξιδιώτης επέχει τη θέση μαρτυρίας και ντοκουμέντου. Μιλάει με αυθεντικό τρόπο για τις διώξεις των Εβραίων κατά την περίοδο της ναζιστικής λαίλαπας, αλλά και την κατάρρευση της γερμανικής κουλτούρας. Ο Μπόσβιτς αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο αυτή τη σκιαμαχία του «μικρού» ανθρώπου με τις «μεγάλες» ιστορικές συνθήκες, με την τελική έκβαση να είναι πάντα κατά της μονάδας. Η Μαρία Αγγελίδου ακολουθεί κατά πόδας στη μετάφρασή της τη ρυθμική ένταση της γραφής του Μπόσβιτς, η οποία είναι κομβικής σημασίας για την πρόσληψη του μυθιστορήματος"

[Απόσπασμα από την βιβλιοκριτική του Διονύση Μαρίνου που αντλήθηκε από εδώ]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου