Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2021

ANTONIO LOBO ANTUNES, Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό, Μετάφραση Μαρία Παπαδήμα, Εκδόσεις Πόλις



Ο συγγραφέας, γεννημένος το 1942 στη Λισαβόνα, γιατρός με ειδικότητα στην ψυχιατρική, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στην Αγκόλα, παίρνοντας μέρος στους αποικιακούς πολέμους. Ο πόλεμος, οι σφαγές αθώων, ο ρατσισμός αποτελούν προσωπικά βιώματα που μετουσιώνονται σε λογοτεχνικό λόγο.  

Στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα "ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, ύστερα από είκοσι επτά μήνες στον πόλεμο της Αγκόλας, επιστρέφει στη μητρόπολη φέροντας μαζί του ένα ορφανό παιδί. Θα αναθρέψει τον μικρό μαύρο, ο οποίος επέζησε από την καταστροφή του χωριού του και τη σφαγή των δικών του από τον πορτογαλικό στρατό, σαν να ήταν γιος του. Σαράντα χρόνια αργότερα, ο βετεράνος αξιωματικός και η γυναίκα του θα κάνουν τη διαδρομή από τη Λισαβόνα ως το παλιό οικογενειακό σπίτι, σ' ένα απομονωμένο χωριό στους πρόποδες του βουνού. Σε τρεις μέρες, σύμφωνα με την παράδοση, θα γίνουν τα χοιροσφάγια. ¨Όπως κάθε χρόνο, η κόρη τους, ο υιοθετημένος γιος τους και η γυναίκα του θα έρθουν για να παρευρεθούν στο γεγονός. Όταν όμως φτάσει εκείνη η μέρα, δεν θα είναι μονάχα το ζώο που θα αδειάσει το αίμα του"(οπισθόφυλλο βιβλίου). 

Η τραγική κατάληξη αποκαλύπτεται ήδη στο εισαγωγικό κεφάλαιο του μυθιστορήματος, έτσι που η απόλαυση της ανάγνωσης να μην στηρίζεται στο σασπένς αλλά στα γεγονότα και τα βιώματα που κατέστησαν την τραγωδία αναπότρεπτη.

 " κανείς δεν θυμάται τι έγινε πριν από δέκα χρόνια στα χοιροσφάγια, όταν ο μαύρος γιος σκότωσε τον λευκό πατέρα με το μαχαίρι ακόμα ματωμένο από το ζώο, όχι άλλο μαχαίρι, το ίδιο μαχαίρι, αλλά το ίδιο μαχαίρι μού φάνηκε πως γι' αυτόν ήταν άλλο μαχαίρι πολύ παλιό, θα ορκιζόμουν ότι στο μυαλό του άλλο μαχαίρι, πολύ παλιό, ο μαύρος γιος ουρλιάζοντας στον λευκό πατέρα 
-Θυμάσαι τι έκανες θυμάσαι τι έκανες;
προσπαθώντας να του δέσει τα πόδια με το σκοινί με το οποίο είχαν δέσει το γουρούνι ώσπου οι άντρες, μέσα σ' έναν στρόβιλο από αγκωνιές και κλοτσιές, σπρώχνοντάς τον, τον άρπαξαν, το έριξαν στο έδαφος, του έσπασαν τα κόκαλα, του συνέτριψαν τον σβέρκο με τον μπαλτά, του τρύπησαν το στέρνο, το στήθος, το στόμα, την κοιλιά, τον άφησαν δίπλα στον λευκό πατέρα του κάτω από το γουρούνι, αδειασμένο σχεδόν από το αίμα του..." (σελ. 10-11)

Ο Αντούνες γράφει ακολουθώντας τη "ροή της συνείδησης": η φωνή του κεντρικού ήρωα υψώνεται και αποσύρεται χωρίς σχεδόν σημεία στίξης, με τη μία λέξη να μας οδηγεί στην άλλη, που με τη σειρά της ανακαλεί μια εικόνα, που γεννά μια ανάμνηση η οποία διακόπτεται από σπαράγματα διαλόγου κ.ο.κ. 

Η γραφή του είναι πρωτότυπη και αναγνωρίσιμη, παρασύρει τον αναγνώστη σε έναν ανεμοστρόβιλο εικόνων, ήχων, στοχασμών, φαντασιώσεων και ονειροπολήσεων, προκαλώντας ενίοτε ίλιγγο.

"-Δεν το αντέχω άλλο δεν το αντέχω άλλο
διώχνοντας ίσκιους με τις παλάμες του και κάρβουνα που κουνιούνταν ακόμα, αυτό που κάποτε πρέπει να ήταν γυναίκα με τα μαλλιά της να φλέγονται, ένα πρόσωπο μόνο δόντια, κανένα χαρακτηριστικό, μόνο δόντια, όχι τριάντα δύο, εκατό, διακόσια, και όχι μαύρα, κόκκινα, που έσταζαν, έσταζαν, ένα δόντι μια φλόγα και η γλώσσα να κρέμεται, σαν ένα μαβί σκουλήκι που γινόταν γκρίζο" (σελ. 360).


Το μυθιστόρημα αποτελείται από είκοσι τρία κεφάλαια, στα περισσότερα από τα οποία κυριαρχούν οι "φωνές" του πατέρα (μονά κεφάλαια κυρίως) και του γιου (ζυγά κεφάλαια κυρίως), ενώ η "φωνή" της κόρης ακούγεται στο δωδέκατο και στο δέκατο ένατο κεφάλαιο και της μητέρας στο εικοστό πρώτο. Η κατανομή των "φωνών" αναδεικνύει τη φρίκη και τους εφιάλτες του πολέμου της αποικιοκρατίας ως "ανδρική υπόθεση", η οποία ωστόσο δεν οδηγεί στη συντροφικότητα και την αλληλοκατανόηση. 

"την πρώτη φορά που έφαγε σπίτι μας [η νύφη μου], η μητέρα μου έβαλε το τραπεζομάντηλο που είχε κεντήσει η γιαγιά και το σερβίτσιο, με τα λουλούδια, που το φύλαγε στον μπουφέ και στο οποίο δεν τρώγαμε ποτέ, νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που πρόσεξα πως ο αδελφός μου ήταν μαύρος όπως πρόσεξα ότι οι άνθρωποι στον δρόμο τον κοίταζαν όταν ερχόταν να με πάρει από το σχολείο γιατί εγώ δεν ήξερα ακόμα τον δρόμο, όταν νοικιάσαμε αυτό το σπίτι ο ιδιοκτήτης, βλέποντάς τον, δίστασε καθώς σκέφτηκε τους άλλους ενοικιαστές, ένα απόγευμα καθώς κατεβαίναμε τις σκάλες η κυρία του δεύτερου ορόφου στη φίλη της
-Δεν σου μυρίζει πιθηκίλα;
και ο αδελφός μου να παριστάνει ότι δεν άκουσε, με ρώτησε σχεδόν με φόβο μετά
-Σου μυρίζω πίθηκο;
κάθε φορά που έβγαινε από το δωμάτιο ξανάνοιγε την πόρτα κι έσκυβε μέσα για να μυρίσει" (σελ. 231)
----
   
Οι μονόλογοι πατέρα και γιου, παραληρηματικοί, ελλειπτικοί, υπαινικτικοί, εναλλάσσονται χωρίς να "συνομιλούν", αποτυπώνουν τις καταγεγραμμένες εμπειρίες και τα φρικώδη βιώματα,  κυριαρχούν στο συνειδητό και ασυνείδητο του πάσχοντος, έρχονται και επανέρχονται  καθηλώνοντάς τον σε ένα παρελθόν που δεν ξεπερνιέται και βιώνεται ως ένα συνεχές παρόν.  

Για τον πατέρα η στρατιωτική ζωή στην Αγκόλα και η ζωή στη Λισαβόνα συνυπάρχουν καθημερινά και διαιωνίζονται στο πρόσωπο του μαύρου παιδιού που διέσωσε και υιοθέτησε, διασώζοντας έτσι και τις ενοχές του για τον όλεθρο που προκάλεσε, και στοιχειώνοντας στη μνήμη του τη βία, τον πόλεμο, τον φόβο, τον θάνατο, την αποκτήνωση, τις ενοχές. Ο πόλεμος "βίαιος διδάσκαλος" δεν ξεπερνιέται παρά μόνο με τον θάνατο, που έρχεται ως λύτρωση και απελευθέρωση. Απελευθέρωση και από την αρρώστια της γυναίκας του, την αποξένωση της κόρης του, τη μοναξιά. 

"θα έπρεπε να σκέφτομαι λιγότερα, και μάλιστα όπως συμβουλεύει ο ψυχολόγος του νοσοκομείου να κλείσω το μυαλό μου στο παρελθόν αλλά πώς αν το παρελθόν δεν είναι παρελθόν, εξακολουθεί να συμβαίνει, δεν άλλαξε, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ζούγκλας κάθε μέρα με το όπλο, αντίσκηνο και συσσίτιο μάχης, προσέχοντας να βάζω τα πόδια μου στα χνάρια που προηγούνται, ακόμα κι εδώ στον κήπο του σπιτιού στο χωριό προσέχω να βάζω τα πόδια μου στα χνάρια που άφησα μία ή δύο ώρες πριν γιατί ποιος ξέρει πού άφησαν οι τούρα μια νάρκη κατά προσωπικού ή ένα σύρμα παγίδευσης, πιάνεται το πόδι σου στο σύρμα, η χειροβομβίδα σκάει κι ένα πυροτέχνημα στο ύψος της κοιλιάς σου, πόσα έντερα δεν είδα έτσι, ύστερα πρέπει να τα πλύνεις, να τα βάλεις σε μια λεκάνη, να τα καθαρίσεις, να τα μαγειρέψεις,  να τα φας και να δώσεις τα περισσεύματα στους μαύρους που έρχονται στο συρματόπλεγμα και απλώνουν τα τενεκεδάκια τους" (σελ. 62).
-----
"θυμήθηκα τη γιαγιά μου όταν έβγαζε τη μασέλα της και την έβγαζε πάντα όταν ήθελε να μας φωνάξει καλύτερα ένας θυμός από ρουφηγμένα μάγουλα όλο φτύμα και διφθόγγους που πριν από το ξέσπασμα της οργής της αγνοούσα ότι υπήρχαν, η γυναίκα μου σαστισμένη
-Η αλφάβητος τελικά είναι τόσο μεγάλη
πράγματι τόσο μεγάλη κι εσύ μόνο πέντε γράμματα
-Αγάπη
αν για παράδειγμα είχες χρησιμοποιήσει μερικά ακόμα μαζί μου ίσως η κόρη μας να είχε γεννηθεί πιο νωρίς και να συζητούσε μαζί μας αντί να μας αποφεύγει σιωπηλή, μόνο περιφρόνηση και μορφασμούς" (σελ. 292).

"η κόρη μου στην πίσω πόρτα εξακολουθώντας να ξύνεται, να σκουπίζεται στο μαντίλι, χωρίς το κουράγιο να μπει, για ποιο λόγο δεν έχεις το κουράγιο να μπεις αφού όλα είναι καλά, όλα καλά, μόνο ίσως ο αδελφός σου κινείται με ασυνήθιστο τρόπο, προσηλωμένος ταυτόχρονα στο ζώο κι σ' εμένα, δηλαδή πιο προσηλωμένος σ' εμένα απ' ό,τι στο ζώο, εγώ ψάχνω την αρτηρία στο λαιμό του γουρουνιού και μου φάνηκε πως εκείνος έψαχνε τη δική μου αλλά πρέπει να έκανα λάθος, έκανα σίγουρα λάθος, γιατί διάολε να ψάχνει τη δική μου, εξαιτίας κάποιων αυτιών, εξαιτίας κάποιων χεριών, εξαιτίας κάποιου μαύρου στο έδαφος, ποιος μαύρος αξίζει κάτι άλλωστε, η Πορτογαλία μία και αδιαίρετη από το Μίνιο ως το Τιμόρ, τι θέλουν αυτοί τώρα, ο γιος μου δίπλα μου να παρατηρεί το ζώο, να με παρατηρεί" (σελ. 434).

"ο γιος μου σιωπηλός όπως τώρα σιωπηλός, σοβαρός όπως τώρα σοβαρός, δίπλα μου όπως τώ
-Είναι μόνο πόνος μόνο πόνος
όπως τώρα δίπλα μου
-Θυμάμαι
όχι ο γιος μου, όχι το πιτσιρίκι που έσωσα στην Αγκόλα, που εμπόδισα να το σκοτώσουν, που έφερα από την Αφρική, που τάισα, που προστάτευσα, που το βοήθησα να μεγαλώσει, που του έδωσα το όνομά μου, ο σύζυγος της Εξοχότητάς της, ο αδερφός της κόρης μου
-Είναι μόνο πόνος μόνο πόνος
ένας αξιοθρήνητος μαύρος, ένας σκυλάραπας που δεν ήταν καν ανθρώπινο πλάσμα, ένας πίθηκος που δεν μιλούσε ώσπου τον έκανα να γίνει ένα πλάσμα σχεδόν σαν κι εμάς, ένας Πορτογάλος που ανήκει σ' έναν λαό το ίδιο καλό με τους καλύτερους
-Ελεύθερο βάδην
ένας απόγονος των κατακτητών της θάλασσας, αυτών που ανακάλυψαν τον κόσμο, χωρίς μικροσκοπικές κότες, χωρίς σκελετωμένες κατσίκες, χωρίς πεινασμένα κοπρόσκυλα, χωρίς τρισάθλιες αχυροκαλύβες, χωρίς έντομα και ποντίκια για φαγητό, ένα πλάσμα άθλιο, αγνώμον, ένας άγριος, ο γιος μου που σχεδόν ποτέ δεν μου μιλούσε
-Θυμάμαι
ο γιος μου με λαστιχένια ποδιά, κραδαίνοντας στο χέρι το μαχαίρι
-Θυμάμαι τη μητέρα μου χωρίς αυτιά θυμάμαι τον πατέρα μου μπρού
ο εκπαιδευτής σ' εμένα
-Συνέχισε να τρέχεις δόκιμε είναι μόνο πόνος μόνο πόνος
ο γιος μου με τον τόνο που μιλάνε οι άνθρωποι την ώρα του μεσημεριανού ύπνου
-Θυμάμαι τον πατέρα μου μπρούμυτα στο έδαφος" (σελ. 439-440)

Ο γιος από την άλλη είναι καθηλωμένος στους εφιάλτες της Αφρικής, στη βία που υπέστη, στην απώλεια των φυσικών του γονιών και στον ρόλο του θετού του πατέρα σε αυτή. Στη νέα του πατρίδα κοντά στα άλλα βιώνει τον ρατσισμό σε όλες του τις μορφές και κυρίως την απαξίωση της γυναίκας του, που τον εξευτελίζει καθημερινά, αλλά και την απομάκρυνση από τη αδελφή του και τον επικείμενο θάνατο της θετής του μητέρας. Έτσι η "συμμετοχή" του στα χοιροσφάγια είναι προδιαγεγραμμένη από το αφρικανικό ακόμα παρελθόν.

"Αν συνεχίσεις να μαθαίνεις έτσι δεν θ' αργήσεις να γίνεις λευκός σαν κι εμάς" (σελ. 206).

"γιατί οι μαύροι είναι σαν τα σκυλιά, δεν ξεχνούν, αν ήταν σαν κι εμάς θα ήταν λευκοί, ούτε με το μαστίγιο δεν μαθαίνουν, ανοίγεις μια τρύπα, τον βάζεις μέσα, την κλείνεις και θα δεις πως ακόμα κι έτσι βράζει εκεί μέσα από το μίσος του, αν κατάφερνε να βγει έξω με μια ματσέτα θα σε τακτοποιούσε για τα καλά" (σελ. 266).

"γιατί του κάρφωσα το μεγάλο μαχαίρι στον λαιμό και οι λευκοί τρέχοντας καταπάνω μου
-Γαμημένε
ανίκανοι να καταλάβουν ότι αγαπιόμασταν, ότι εγώ έπρεπε να το κάνω κι αυτός έπρεπε να το δεχτεί ώστε όλα τελικά στη θέση τους κι εμείς οι δύο εν ειρήνη, πατέρας και γιος χωρίς να μας χωρίζει κανείς, εγώ
-Πατέρα
κι εκείνος
-Παιδί μου" (σελ. 306).

Ο τίτλος εξαίρετος ως σχήμα αδύνατο, υποδηλώνει  ότι η υπέρβαση του πολέμου, της βίας, της φρίκης και του ολέθρου είναι αδύνατη, ότι μόνο ο θάνατος λυτρώνει τους πάσχοντες από τις πέτρες που τους καθηλώνουν σε έναν αενάως επαναλαμβανόμενο ζόφο.


"-Αν ξεχάσεις την Αφρική θα καταφέρεις να κοιμηθείς
και αν οι πέτρες της μπορούν να γίνουν ελαφρύτερες απ' το νερό οι δικές μου όχι, όλα επιστρέφουν διαρκώς, δεν με αφήνουν, με καταδιώκουν" (σελ. 258).

"Δεν έχετε βγει ακόμα από τον πόλεμο;
και μιας και είσαι τόσο έξυπνη για πες μου πώς βγαίνει κανείς από τον πόλεμο, για πες, βγαίνει μόνο αυτός που δεν πήγε όπως ο ψυχολόγος του νοσοκομείου, βγαίνει μόνο όποιος δεν μπήκε" (σελ 59).

"ίσως και να καταφέρω να βάλω φωτιά στην οικογένειά μου και στο σπίτι στο χωριό ρίχνοντας το δοχείο με το πετρέλαιο στην ντουλάπα με τα ρούχα, στο μπαούλο, στα σεντόνια, στα έπιπλα, στον σωρό με τα άχρηστα σκουπίδια που υπάρχουν εκεί και τώρα σ' εμένα, μόλις τελειώσετε την τελευταία γραμμή αυτού του βιβλίου φτάνει ένα σπίρτο για να μη μείνει τίποτα από μας, απ' ό,τι είναι γραμμένο εδώ και ξεχάστε μας" ΄(σελ. 231). 

"ήταν ο πατέρας μου και δεν ήθελα να του κάνω κακό. τ' ορκίζομαι, με φρόντισε, τον αγαπούσα, δεν ήθελα, δεν ήταν ο πατέρας μου που σκότωσα, ήταν οι πυροβολισμοί και ο πόλεμος, το πετρέλαιο, η φωτιά, ήταν η ανάμνηση του ανθυπολοχαγού αλεξιπτωτιστή δίπλα στο γεφύρι, ήταν τα σύρματα παγίδευσης, ήταν οι νάρκες εκπηδούντος σώματος, ήταν ο στρατηγός στην αποβάθρα
-Νιώθω στα πρόσωπά σας τη χαρά που θα υπηρετήσετε την Πατρίδα
μόνο αυτό ήταν φίλοι μου, η χαρά που θα υπηρετήσετε την Πατρίδα, ήταν οι μαύροι που η πολιτική αστυνομία ανάγκαζε να ανοίξουν τον λάκκο τους για να τους πυροβολήσουν στο κεφάλι εκεί μέσα, να τους βλέπουν να πηδάνε πάνω στα χωμάτινα τοιχώματα μέχρι να ακινητοποιηθούν, ήταν τα ηλεκτροσόκ στους όρχεις, ήταν ο τροχός του οδοντιάτρου σ' ένα υγιές δόντι, ήταν τα ξυλαράκια στα νύχια, ήταν ο ψυχολόγος στον κύκλο με τις καρέκλες του νοσοκομείου
-Αυτό δεν μπορεί να συνέβη" (σελ. 462).

Βλ. την εξαιρετική βιβλιοκριτική του Γιώργου Βέη 
 https://www.kathimerini.gr/culture/books/561254308/i-thysia-toy-avraam-apo-ton-mayro-isaak/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου