Πέμπτη 14 Ιουνίου 2012

Η Αντριανάρα και η Ελλαδάρα!

Στο νησί που μεγάλωσα υπήρχε η πιο θηριώδης γυναίκα που γνώρισα ποτέ: η Αντριανάρα. Ήταν μια χοντρή με μάτι πάντα γρυλωμένο, άγρια κατσαρά μαλλιά που τα συγκρατούσε με σπάγκους και πλαστικές πεταλούδες, για να μην πέφτουν στα μάτια της. Μια βαριά πολιομυελίτιδα την είχε ακινητοποιήσει σε μια καρέκλα. Καθόταν κάτω από μια ροδιά, στον κήπο του σπιτιού της, και έβριζε ό,τι εκινείτο στον οπτικό της κύκλο.
Συνήθως έπαιρνε μπρος το καταμεσήμερο, όταν όλα στο (τότε) ήσυχο νησί μου είχαν πέσει σε λήθαργο. Μόνο τις μύγες άκουγες και τα φύλλα της μουριάς. Και ξαφνικά την Αντριανάρα. Ξεκίναγε όπως οι σειρήνες, από χαμηλή ένταση - και ανέβαζε στροφές, αυτοπυροδοτούμενη. Στο τέλος ωρυόταν, πάνω στην καρέκλα της - έβγαζε αργόσυρτες κατάρες, βλαστήμιες και κυρίως προστυχιές. Το ασθενικό της ποδαράκι πηγαινοερχόταν σαν μαραμένο φύλλο.
Αν θυμάμαι καλά, η πιο μεγάλη της έκρηξη είχε συμβεί όταν μια «καραπουτανάρα» της είχε κόψει τη νύχτα όλα τα άνθη της γαρυφαλλιάς της. « Έτσι να σου κοπούνε τα βυζιά σου, κλασάνα!”.
Είχε τρεις γιους δύο μέτρα, μεγάλους αλήτες. Όταν τους τσάκωνε να κάνουν τα κατορθώματά τους (ή κάποιος γείτονας πήγαινε με τα μάτια χαμηλά, να διαμαρτυρηθεί), τους ζήταγε να της πάνε το λουρί στα χέρια, γονάτιζαν κι εκείνη τους χτύπαγε καθιστή. Σε κάθε λουριά έβγαζε έναν στεντόρειο στεναγμό ανακούφισης: «Εθαραπάηκα, παλιοπούστη!»
Όταν μάθαινε ότι κάποια την κακολογεί από τις πέρα συνοικίες, ειδικά τις πιο κόσμιες (γιατί η γειτονιά μου ήταν η ταπεινότερη, ονόματι «Γύφτικα»), καλούσε ταξί, το οδηγούσε έξω από την πόρτα της υβρίστριας και ζητούσε από τον ταξιτζή να σβήσει τη μηχανή και να της ανοίξει το παράθυρο.
Εκεί, για όση ώρα ήθελε (οι εκρήξεις της κυμαίνονταν από μισή μέχρι μία ώρα) άρχιζε να βρίζει σαν λιμενεργάτης: «Μωρή ποίξια, μωρή δείξια, που είπες ότι το παιδί μου σου γάμησε την κατσίκα σου, μωρέ κατρουγιάλι τσιμπόχειλο, μυγόχεσμα, ψωλομούτρα, εμείς μωρή έχουμε ανάγκη να γαμήσουμε την κατσίκα σου..." κ.λπ. Έβριζε, έβριζε έξω από την κλειστή πόρτα και μετά έλεγε στο ταξί να την γυρίσει στην αυλή της.
Εκεί, με μια χάρτινη βεντάλια Λουξ, έκανε αέρα στον ιδρωμένο λαιμό της και σε πιο ήπιο τόνο επαναλάμβανε τις βρισιές που είχε πει και ανάμεσα γέλαγε βραχνά, μιλώντας στο φάσμα του εξοντωμένου της θύματος: «Θα σου πω εγώ, μωρέ κλοκιό, που είσαι σα στραπουντί χεσμένο, που θα τα βάλεις με την Αντριανάρα».
Και ήσυχα έπεφτε το βράδυ. Η Αντριανάρα καλμάριζε και με τη δροσιά της νύχτας, στο σκέτο φως του φεγγαριού, συχνά έπιανε το τραγούδι. Ελαφρά του Μεσοπολέμου. Ή κάτι από αυτά τα χαριτωμένα τραγουδάκια μας, που κάτω από τις γιρλάντες τους κρύβουν την πιο μεγάλη πλήξη - αυτή την πλήξη που κάνει τους Ιόνιους τόσο λοξούς και απρόβλεπτους.


Η συνέχεια του άρθρου εδώΠεθαίνουμε σα χώρα | EDITORIAL | LiFO

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου